Ο μεγάλος ποιητής στον φτωχό κόσμο….
Ο ευρωπαϊκός χώρος
«περιμένει» την ποίηση του Νίκου Καρούζου
Του ΒΑΣΙΛΗ ΖΙΩΓΑ
Εφημερίδα Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Κυριακή 24 Οκτωβρίου 1993
Δεν θα μπορούσα χωρίς
θάνατο.
Επάγγελμα: η ψυχή μου (1)
Αν, όπως προδιαγράφεται, η κοινή συνείδηση των ευρωπαϊκών κρατών επιτρέψει, αργότερα, τα φανέρωμα των περιθωριακών λογοτεχνιών, τότε η ποίηση του Ν. Δ. Καρούζου, θα καταλάβει μια εξέχουσα θέση στον ευρωπαϊκό χώρο. Και δεν είναι μόνο η ποιότητα της γραφής και το εύρος του λόγου του, που θα συντελέσουν, αλλά και η ιστορία που διηγείται ο Καρούζος, μέρα με τη μέρα, καθώς προσθέτει το ένα ποίημα μετά το άλλο. Η περιπέτεια του Ποιητή, που αναδύεται μέσα από τα ποιήματά του. Μια περιπέτεια, που τη βίωσε και την ολοκλήρωσε αγόγγυστα και περήφανα, μέχρι το θάνατό του.
Και μιλώ έτσι, γιατί πολλοί πιστεύουν ότι η ταλαιπωρία των ποιητών στον πολιτισμένο κόσμο έχει τελειώσει πλέον, ενώ συμβαίνει το αντίθετο. Δεν έχει περάσει καιρός, που ένας διάσημος Αυστριακός ποιητής ο H. C. Artman, μου έλεγε στο τηλέφωνο ότι ήταν τέτοια η ανέχειά του, ώστε δεν είχε ούτε θέρμανση για να βγάλει το χειμώνα.
Ίδια περίπτωση, στο μεσογειακότερον, ήταν και ο Καρούζος.
Ακτήμων και ανέστιος, όπως αποκαλούσε τον Ποιητή στα ποιήματά του. Για να εκδοθεί η πρώτη του συλλογή, χρειάστηκε η συνδρομή της ποιήτριας Μαρίας Σερβάκη, η οποία συγκέντρωσε από δω κι από κει χρήματα και έτσι βγήκαν τα Ποιήματά το 1961, που αποτελούσαν μέγα γεγονός και χαιρετίστηκαν με διθυράμβους από τους κριτικούς.
Σε μια εποχή καθαρά αθεϊστική όπως οι δεκαετίες του ’50 και του ’60, ο Καρούζος διατηρούσε μια βαθύτατη σχέση με την Ορθοδοξία και ιδιαίτερα με το Θείον Δράμα. Μοιάζει δε με μαύρο χιούμορ ο τρόπος με τον οποίο ξεκίνησε, ο άσχετος αυτός της πραγματικότητας, να «κατακτήσει» την Αθήνα: Σαν άλλος Δον Κιχώτης, κίνησε από το Ναύπλιο, με μια ομάδα κομμουνιστών, να λάβει μέρος στο κίνημα του ’44. Ο ίδιος διηγείται, ότι τον έσωσε ο πατέρας του την τελευταία στιγμή, βάζοντας κάποιον να τον κρατήσει στον Ισθμό και να τον γυρίσει «άκαπνο» πίσω.
Ευτυχώς, γιατί, όταν κάποια στιγμή του δώσανε όπλο στο χέρι, αυτό εκπυρσοκρότησε και του τρύπησε την παλάμη.
Γιατί, βέβαια, ο Καρούζος δεν ήταν του κόσμου τούτου. Ζούσε και ανάσαινε με την ποίηση. Με εμμονή και φλόγα που πλησίαζε τα όρια της ιερής μανίας.
Ο ποιητής της γλώσσας
Βαθύτατα επηρεασμένος από τον παππού του, που ήταν κληρικός και το δάσκαλο πατέρα του, ευτύχησε να ολοκληρώσει και να εμβολιάσει στην ποίηση, την καλλιέργεια την οποία έλαβε από τους γεννήτορές του. Μέγας γνώστης της γλώσσας, από καταβολές υπάρξεώς της ως τις μέρες μας, κατάφερε να εναρμονίσει διαχρονικά, μέσω της ποίησής του, όλο το εύρος της Ελληνικότητας, σε μια και μόνη, εύηχη και πλήρους ουσίας, ποιητική καθομιλουμένη. Είναι, δηλαδή, κάτι παραπλήσιο του Παπαδιαμάντη κι ας φαίνεται τομηρό αυτό που λέω.
Δυσκολομετάφραστος ο θησαυρός των λεκτικών νοημάτων που μας κληροδότησαν και οι δύο: Ο ένας μέχρι σήμερα δεινοπαθεί από το «ενδιαφέρον» των Ελλήνων «μελετητών» κι άλλος από την ατολμία τους. Πιθανόν, οι λόγιοι να μην πιστεύουν, πλέον, σ’ αυτές τις αξίες. Κι όμως, ακόμα η ψυχή του λαού μας δονείται από λέξεις όπως «Μακεδονία».
Ο Καρούζος χρωστάει πολλά και στην κατοπινή φιλία του με τον Κόντογλου, που τον βοήθησε να εισχωρήσει ακόμη πιο βαθιά στα μυστικά της Ορθοδοξίας. Μ’ έναν τρόπο, όμως, παιδικό και ανάλαφρο. Όπως ένας αθώος μέσα στην άνοιξη. Ενσωματώνοντας τον Χριστό σε κάθε ορατό του κόσμου τούτου.
Μεγάλη στροφή
Σαν αληθινός ποιητής που ήταν ο Καρούζος δεν έκανε θρησκευτική ποίηση. Αξιοποιούσε απλώς την επαφή του με το θείον και το αποκάλυπτε με όλες του τις δυνάμεις και όλους τους τρόπους. Έτσι, όσα ποιήματα έγραψε εκείνη την εποχή, είναι όλα αριστουργηματικά. Και λέω, εκείνη την εποχή γιατί μετά έκανε μια στροφή 180 μοιρών και απομακρύνθηκε τελείως απ’ αυτή. Αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει διαφορετικά Πιθανόν να ελευθερωθεί από την παιδική του σχέση με την οικογένειά του.
Να ανδρωθεί, ίσως ακόμη να είχε πεισμώσει, για το ότι τα ποιήματά του δεν πήραν μονομιάς τη θέση αυτή που τους άρμοζε. Τον αναγνώρισαν βέβαια, αλλά για να τον υποβιβάσουν, του κόλλησαν την ετικέτα του «Χριστιανού» ποιητή, μια ετικέτα φορτισμένη με συντηρητισμό και αυστηρότητα.
Ενώ ο Χριστός, για τον Καρούζο, ήταν ζωή, ήταν μια πεταλούδα, ένα ελάφι, ο Ηρακλήτειος Τρέχων (2) μέσα στη φύση. Ήταν εαρινή Ελλάδα σε όλο της το κάλλος.
Η αρνητική θέση
Ο Καρούζος έμενε συνεχώς βυθισμένος στον κόσμο του. Κι εν τούτοις, κατά περίεργο τρόπο, βρισκόταν συνεχώς στους δρόμους και μόλις συναντούσε κάποιον που είχε και αυτός χρόνο να ξοδέψει, συνεχίζανε μαζί κι όπου βγάλει. Ήταν ευρηματικός συζητητής, για θέματα πνευματικά. Από τη στιγμή όμως που η κουβέντα γινόταν αγοραία, αυτός σταματούσε να λειτουργεί. Συνέβαινε στο μυαλό του κάτι σαν το φθαρμένο δίσκο που πηδάει η βελόνα.
Επειδή δεν μπορούσε να αξιολογήσει ότι συνέβαινε έξω από την ποίηση, μια κοινότυπη φράση, ένα χυδαίο φέρσιμο, τον ξάφνιαζαν και τον έφερναν σε κατάσταση μανίας. Υπέθετε χίλια δύο άλλα, και χτυπούσε πέρα δώθε όπως ο Δον Κιχώτης της τους ανεμόμυλους. Και ο λόγος ήταν πως αισθανόταν ξένος αλλόγλωσσος προς τα εγκόσμια.
Παρόλο ότι το γνώριζε πως ήταν μεγάλος ποιητής, η φτώχεια του και η απαιδευσιά της ελληνικής κοινωνίας, του δημιούργησαν μια αρνητική στάση στη θέαση των πραγμάτων. Ο μέγας λυρικός αυτός της ζωής, έκανε μια απρόσμενη στροφή, όπως είπα προς το «καθαρό μηδέν», ξεχνώντας όλως διόλου τον προηγούμενο εαυτό του.
Στην στροφή αυτή, έπαιξε ρόλο και ο Μπέκετ, για τον Γκοντό του οποίου έγραψε ένα μεγάλο δοκίμιο. Αλλά και ο Χέλντερλιν τον οποίο άρχιζε να θαυμάζει όλως ξαφνικά. Ήταν μια πράξη τιμωρίας προς «Κάποιον»; Μια πράξη επιβίωσης, επειδή ο χώρος μέσα στον οποίον λειτουργούσε, έκαιγε, πλέον επικίνδυνα; Πιθανόν, και τα δύο. Το σίγουρο όμως είναι ότι γοητεύτηκε από το «Τίποτα» του «Μη Όντος»’ από το κρύο και το σκότος της εσχατιάς, όπου βασιλεύει η αίσθηση της παντελούς εγκατάλειψης και απορροφήθηκε.
Θέλησε με λίγα λόγια, να ανιχνεύσει και τις δύο πλευρές του Λόγου. Το «Ναι» και το «Όχι».
Ιερή αγωνία
Ο Καρούζος ήρθε σ’ αυτόν τον κόσμο να υπηρετήσει την ποίηση. Τίποτε άλλο δεν τον ενδιέφερε. Από το πρωί ως το βράδυ ζούσε σε μια ιερή αγωνία, μη ξέροντας πώς να περάσει την ώρα του, ώσπου να γράψει το καινούργιο του ποίημα. Ήταν σαν ένα εξώκοσμο ον που αναμασούσε την τροφή του και έβγαζε στίχους από το σώμα του.
Και ως την τελευταία στιγμή οι άνθρωποι, η πολιτεία, του φέρθηκαν σαν κάτι εξωπραγματικό. Ούτε καν ιατρικής περίθαλψης δεν έτυχε, τη στιγμή που και ο τελευταίος βλαξ της επικράτειάς μας έχει την αρωγή της πολιτείας. Όταν δε, ζήτησε την τιμητική σύνταξη του κράτους την οποία εδικαιούτο με το παραπάνω, οι υποποιητίσκοι της επιτροπής του επιδίκασαν σύνταξη ποιητή δευτέρας (!) κατηγορίας… Ο Καρούζος βέβαια παρ’ όλη την ανέχειά του, τους πέταξε την σύνταξη στα μούτρα. Και όμως, μόλις πέθανε, έσπευσαν όλοι να επισημοποιήσουν την αξία του: Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στον Μητροπολιτικό Ναό και αποκλήθηκε μεγάλος ποιητής.
Και θυμάμαι τώρα μια κουβέντα του Μίλτου Σαχτούρη, όταν πήρε την επιχορήγηση της Φορντ Φαουντέσιον και είδε ότι τον ασφάλιζαν για ένα υπέρογκο ποσό σε περίπτωση θανάτου.
-Για να ζήσουμε, μας δίνουν μόνο 7.000, για να πεθάνουμε όμως, μας δίνουν 300. 000 δολάρια.
--
(1) Ν. Δ. Καρούζου: Αγγίζοντας, από τη συλλογή Ποιήματα (1961).
(2) Ονομασία του Χριστού, σε ποίημα του Καρούζου.
Βασίλης Ζιώγας, εφ. Η
Καθημερινή, Κυριακή 24 Οκτωβρίου 1993
Σημειώσεις:
Διαβάζω το τελευταίο διάστημα-μετά την περιπέτεια που εξακολουθεί να υφίστανται η περιοχή μας από καλόπαιδα της φυλής του παλαιού τραγουδιστή Μανώλη Αγγελόπουλου, την ποίηση, τα πεζά και τις συνεντεύξεις του ποιητή Νίκου Δ. Καρούζου. Δεν ξέρω γιατί, ούτε το πώς, και η σκέψη μου-σε ώρες κινδύνου- κατέφυγε στην ποίησή του. Ίσως ασυναίσθητα, σαν μια αντίδραση ενάντια σε ότι πολιτικά πρέσβευε ο ποιητής αυτός, και δεν πίστεψα ποτέ. Ο ανέστιος και οικειοθελώς πένης, ο πρεσβευτής ενός σοσιαλισμού και μαρξισμού με στρατοκρατικό πρόσωπο, σε μια τροτσκιστική εκδοχή της κόκκινης ιδεολογίας, που μόνο αίμα και δυστυχία θα επέφερε αν επικρατούσε. Ο παλαιός αυτός στρατιωτικός ηγέτης, υπήρξε και διανοούμενος, φίλος του Αντρέ Μπρετόν. Κοινό το μανιφέστο του υπερρεαλισμού που υπέγραψαν. Ίσως, όντας και διανοούμενος, ο πιο σκληρός και άτεγκτος στις κρίσεις και πολιτικές του επιλογές, μετά τον γεωργιανό πατερούλη, από τους ηγέτες της τότε επαναστατικής ηγεσίας. Ευτυχώς δεν επεκράτησε το ρεύμα της εκδοχής του. Παράλληλα, διαβάζω τα σχόλια και τις μελέτες που έχουν γραφτεί για τον Ναυπλιώτη ποιητή και το έργο του. Κρίσεις θετικές και αρνητικές από παλαιότερους έλληνες συγγραφείς και νεότερούς του, που τον γνώρισαν από κοντά και τον συναναστράφηκαν. Διαβάζω την τεκμηριωμένη αλλά αρνητικών προδιαγραφών κρίση του καθηγητή και δοκιμιογράφου Βρασίδα Καραλή για την ποίησή του, στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Διαβάζω», τα κείμενα του περιοδικού «Η Λέξη» και του «Δέντρου», τα δημοσιεύματα των εργασιών του «Συμποσίου» και κυκλοφορούν σε τόμο. Χάρηκα τους προσωπικούς χαρακτηρισμούς-σε τηλεφωνική συνέντευξή του-του ποιητή της γενιάς του 1970 Γιώργου Μαρκόπουλου για τον Νίκο Καρούζο, ο οποίος μας εξομολογείται ότι προτιμούσε τον ποιητή άγριο ασυμβίβαστο λύκο παρά συμβιβασμένο πρόβατο. Γιαυτό, τον άφησε μαζί με τον Μιχάλη Κατσαρό να φάνε με την ησυχία τους τα μαγειρεμένα κουκιά, αρνούμενοι τα σουβλάκια που τους πρόσφεραν. Ανατρέχω ξανά στις απόψεις του ποιητή Ματθαίου Μουντέ και αισθάνομαι πόσο συμπλέει με την χριστιανική ορθόδοξη φλέβα του ποιητή Νίκου Καρούζου. ‘(έστω για ορισμένους κριτικούς του, της πρώτης περιόδου της δημιουργίας του). Χαμογελώ με την ατίθαση και ασυμβίβαστη γραφή του γυναικείου λόγου της μυθιστοριογράφου Λιλής Ζωγράφου, που επιλέγει την μποέμικη πλευρά και συντροφιά του. Του πότη Καρούζου με το καραφάκι ουζάκι, του ταβερνόβιου, με το ζεστό και αχνιστό ελληνικό φαγητό που γνωρίζουν να φτιάχνουν από παράδοση και αγάπη, οι ταβερνιάρηδες στους μοναχικούς πελάτες τους ή στις μικρές φιλικές παρέες των ποιητών ή των φοιτητών. Των ποιητών που συχνάζουν στα κουτουκάκια και τα μαγεριά, με τα μικρά ασπροφορεμένα και λαδωμένα τραπεζάκια δίπλα στα βαρέλια που ζυμώνεται ακόμα ο μούστος, όπως άρεσε και στον φίλο του Καρούζου, τον ορθόδοξο πιστό, ερωτικό κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Τον άλλο «Θεόφιλο» της ελληνικής παράδοσης. Το ψωμοτύρι, την ντομάτα και την ελιά της λαδόκολλας της μπακαλοταβέρνας που αναζητούσε ο πειραιώτης ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, κοντά στις παλαιές σπηλιές της φρεατίδας που σύχναζαν οι πειραιώτες ρεμπέτες του μεσοπολέμου. Στα στέκια των λίγων και επιλεγμένων φίλων της παρέας ή της ασύντροφης εστίασης των μοναχικών της ζωής. Ο Νίκος Καρούζος, ο ποιητής που όπως ορθά επισημαίνει σε κείμενό του, στην εφημερίδα «Τα Νέα» ο Γιώργος Βέλτσος, «Ενεργοποιεί το σώμα δια της γραφής, πάσχει! Η ποίησή του, δεν δηλώνει το «σύνολο των τεχνασμάτων» αλλά το σύνολο των παθών του ποιητή. Λειτουργεί ως προτροπή για δράση μάλλον, παρά για στοχασμό…». Ο μονήρης και ασκητικός Καρούζος που μας αγγίζει η φωνή του ακόμα και αν δεν μας πάει, που μας μιλά και μέσα από την γλωσσική του αλαλία, το παιχνίδι που στήνει και παίζει με τις λέξεις, από όλη την γκάμα της γλωσσικής μας παράδοσης. Αυτός ο όπως τον απεκάλεσαν «μισογύνης» που έκανε δύο γάμους στην ζωή του δίχως να αφήσει «απογόνους». Ο ποιητής και ζωγράφος, ο μποέμ αθυρόστομος, ο αναρχικός από πεποίθηση, ο «προερχόμενος» από το κάδρο του Παρισινού μεσοπολέμου των πάσης φύσεως και μορφής καλλιτεχνών. Ο Καρούζος, δεν ήταν ο γλεντζές της επανάστασης όπως μας δείχνει μάλλον η εικόνα του ποιητή, μεταφραστή και δάσκαλου το επάγγελμα Κώστα Βάρναλη, της υπόγειας ταβέρνας των μοιραίων της χαμένης επανάστασης. Πέρασε από το πατάρι, και σύχναζε σε καφενεία της δεξαμενής, δεν υπήρξε όμως ο παρατρεχάμενος καμιάς παρέας διασημοτήτων. Δεν καταδέχθηκε να φιλήσει «κατουρημένες ποδιές» καμιάς λογοτεχνικής κλίκας για να γίνει αρεστός. Από ένα ανήλιαγο υπόγειο ακούγονταν η στεντόρεια απεγνωσμένη φωνή του. Από την βαθειά και πηγαία μνήμη των διαβασμάτων του και όχι από περισπούδαστα ράφια βιβλιοθηκών πήγαζε η οντολογία του. Ακραίος και απόλυτος έτσι η μνήμη συγκρατεί την παρουσία του στην μοναδική μου επίσκεψη στο μικρό κελί του. Αλλόκοτα τρυφερή η εικόνα της ποιητικής του φωνής καθώς τον διαβάζω ξανά συγκεφαλαιωτικά. Φτερούγισμα του νου που παρασέρνει το σώμα στο λαβύρινθο της ουράνιας σιωπής. Της αλαλίας που η γλώσσα ερωτοτροπεί με τον εαυτό της, καλλιεργεί τα δικά της πάθη, με τον τρόπο που μόνο αυτή αποκαλυπτικά γνωρίζει. Ναρκισσεύεται η ποιητική γλώσσα του Νίκου Καρούζου όπως το κορμί μας μπροστά στην πρώτη μας αγάπη. Αυτοθαυμάζεται με λέξεις χάδια της παρθενικής σωματικής πρώτης επαφής. Διακορεύει την σημασία του και τον συμβολισμό τους, έτσι όπως το σώμα του ερωτευμένου νέου λαχταρά το σώμα της παρθένας που βρίσκεται μέσα στο γυάλινο φέρετρο των ηθικών απαγορεύσεων. Φλόγες ποιητικές που καίνε τις λέξεις που την φουντώνουν για να την κρατήσουν αναμμένη. Αυτός ο ερωτικός ποιητής πρεσβεύει σε μια ιερή καθαρότητα των συναισθημάτων και των ανθρώπινων σωμάτων. Ομνύει σε ένα βλέμμα βασάνων που συγκαλύπτει όχι τα βασανάκια της ζωής αλλά τις χαρές της. Μια γλωσσική αισθαντικότητα αναβρύζει από τον λόγο του που βαδίζει σιμά με την άναρχη επιθυμία του να ολοκληρώσει, ή να κατορθώσει να ολοκληρώσει τον κύκλο του Μηδενός των σύγχρονων καιρών. Να οδηγηθεί η σκέψη του στις παρυφές του μηδενισμού και να τις υπερβεί, ολοκληρώνοντας την ταυτότητα της προσωπικής του εικόνα της ύπαρξης-ανυπαρξίας. Μια οντολογία του μηδενός όχι αντίγραφο πολιτιστικών μύθων, όχι καλούπι των διαψεύσεων της ιστορίας αλλά, πρωτότυπο της ίδιας της ζωής. Δηλαδή, του θανάτου της. Της σκοτεινής και χαώδους ανυπαρξίας από όπου προήλθε, ως βακτήριο στην αρχή για να καταλήξει κριτής του ίδιου της του φαινομένου.
Αν ο ποιητής Νίκος Καρούζος δεν είχε διαβεί την κάμινο των ιερών θρησκευτικών αναγνωσμάτων και της ποιητικής γραμματείας της βυζαντινής ορθόδοξης παράδοσης, η περίπτωση της πολιτικής του ποίησης θα παρέμενε σε μια «βαρετή» επανάληψη ποιητικών αγωνιστικών προθέσεων. Ένα εξεγερμένο βλέμμα που ανακυκλώνεται μέσα στα επικαιρικά αδιέξοδά του. Μια πολιτική ποίηση που σαν τον ουροβόρο όφι στρέφεται προς την ουρά του για να τραφεί και να σχηματίσει την εικόνα της φανταστικής του περιπλάνησης των αδικαίωτων κοινωνικών στόχων του. Η συνειδητή επιλογή του παρ’ ολίγον δικηγόρου να στρέψει το ενδιαφέρον του σε κείμενα της παράδοσης, θύραθεν και εκκλησιαστικής τον απεγκλώβισε από μια σωτηριολογική πολιτική ερμηνεία της Ιστορίας. Τον οδήγησε στο ιερό Τίποτα, δηλαδή από εκεί που αρχίζουν και καταλήγουν όλα, εμβαπτισμένα μέσα στην ιερότητα της στιγμής, της χαράς και της ηδονής του παρόντος χρόνου. Της δυστυχίας δουλείας που ο αντίκτυπός της λάμπει μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις και επαφές του κοινωνικού σώματος και των ιστορικών του διαφοροποιήσεων και διακρίσεων. Η ποίηση του Καρούζου, δεν έχει κάτι που ίσως θρησκευτικά θα την αποκαλούσαμε επιλήψιμη, αντίθετα, έχει μέσα της φορτία ευσέβειας μάλλον παρά ανέραστης ονειροπόλησης. Έχει το ύφος μια εξεγερμένης νηφαλιότητας που έχουν τα κείμενα των μυστικών εκκλησιαστικών πατέρων της ορθοδοξίας. Τον εριστικό τόνο των ασκητών που βαδίζουν τον δρόμο προς την θέωση δηλαδή προς την ειρηνική αρμονία του θανάτου. Είναι εμφαντικά ανεξίθρησκη ενώ είναι βαθειά ορθόδοξη. Με όλη την ιστορική σοβαρότητα που μεταφέρει μέσα του αυτός ο όρος και τα πολιτισμικά του επιγενόμενα μέσα στην ελληνική παράδοση. Δεν είναι η πολιτική αγανάκτηση αλλά η πλαστικότητα της συγκατάβασης της ζωής που εκπορεύεται από μια ελληνική προϊστορία ανθρωπίνων σχέσεων και ενός βλέμματος θέασης των πραγμάτων και της ζωής που γνωρίζει να διακρίνει την καθαρότητα από την μιαρότητα. Μια ελληνική παράδοση, ένας τρόπος θέασης της ιερής φθαρτότητας της ύλης σαν «οίνος κατανύξεως» που ψάλλει ο υμνωδός. Που, η βαθειά συναίσθηση της ύπαρξης οδηγεί μέσα από πάθη και λάθη στην απληστία της ταπείνωσης της ύπαρξης που οδηγεί στην συμπαντική κοσμιότητα. Ο Καρούζος δεν είναι αισθησιολάτρης όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Καρούζος, είναι μεταφυσικός ποιητής όπως γίνεται στις τελευταίες συλλογές του ο Οδυσσέας Ελύτης. Μόνο που ίσως, ο λόγος του Νίκου Καρούζου, καταλαμβάνεται από υποκειμενικά γλωσσικά υποστρώματα στην επιθυμία του να ενεργοποίηση την ερμηνεία της ιστορίας καθώς εξατομικεύει την δική του επαναστατική φωνή αντίδρασης σε ένα πλαίσιο συγκεκριμένων πολιτικών και ιδεολογικών ορίων. Ο υπαρξισμός του χωνεύει μια ιδιαίτερη πτυχή του μαρξισμού, που μόνο ως παιχνίδι της γλώσσας μπορεί να επαληθευτεί. Υιοθετεί στιγμές πολιτικής υπερβατικότητας στην προσπάθειά του να υπερβεί την παγερότητα της πολιτικής του ιδεολογίας και να την δικαιολογήσει. Να την εντάξει ισορροπημένα στον μεταφυσικό υλισμό της δικής του αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής πολιτισμικής παράδοσης.
Σοβαρός αναγνώστης κειμένων πολιτικών και ιερών ο Νίκος Καρούζος ευτύχησε μέσα στις αντιξοότητες της ζωής του και του καθημερινού του βίου σαν ένας βυζαντινός κυνικός φιλόσοφος. Ένας φιλόσοφος που πότε διοχετεύει την φιλοσοφία μέσα στον ποιητικό λόγο και πότε την ποίηση μέσα στον φιλοσοφικό στοχασμό. Η φωνή του είναι αυθεντική και ζέει γιατί, δεν μένει σε ανασταλτικούς κόμβους γλωσσικών προκαταλήψεων, μάλιστα, σε μια περίοδο που ζει τα απόνερα της «διαμάχης» δημοτικής γλώσσας και κλασικής. Προτιμά το μονοτονικό από το πολυτονικό, την δημοτική ενώ διαχειρίζεται με μαεστρία την αρχαία. Δεν την ερμηνεύει απλά, την διοχετεύει ομαλά μέσα στους στίχους του. Δεν είναι μονόπλευρη η θέση του, ασπάζεται και χρησιμοποιεί ότι εννοιολογικά ακριβέστερο μέσα στις λεκτικές του συγκρούσεις υιοθετεί για να σχηματίσει την αδογμάτιστη ποιητική του εικόνα. Είναι ταυτόχρονα ποιητής και κριτικός του εαυτού του μα, και των συγγραφέων που διαβάζει. Ίσως ορισμένες φορές να αυθαιρετεί, όμως, ποιος μαϊστορας των μυστικών της γλώσσας δεν αυθαιρετεί στο παιχνίδι με τις λέξεις που έχει μέσα στην φαρέτρα του. Ποιος δεν θέλει να αποφύγει τον φιλολογικό καταψύκτη που πολλές φορές οδηγούν την γλώσσα οι ερμηνευτές χαρτογιακάδες. Ο λόγος του διαθέτει μια εκλεκτικότητα που προέρχεται όμως, από μια σταθερή και βαθειά συναίσθηση της «βιοθεωρητικής» ποιητικής ακτινοβολίας που αισθάνεται ότι διαθέτει ο ίδιος σαν Ποιητής. Η παρουσία του μέσα στην κοινωνία σαν Ποιητής, και ο ρόλος που αποφάσισε να παίξει. Γιατί η ζωή, δεν είναι παρά ένα ατέλειωτο και επαναλαμβανόμενο παιχνίδι ρόλων μέχρι να διαλυθεί στην ύλη του απείρου από όπου προήλθε.
Υπερβολικός ο λόγος του ποιητή Νίκου Καρούζου; Ίσως. Όχι όμως πεπατημένος, πολιτικά επιφυλλιδογραφικός όπως άλλων ελλήνων μαρξιστών ποιητών. Βρίσκεται στον αντίποδα των πολλών και μεγάλων «Ναι». Ποιητών της ήττας βουτηγμένων μέσα στην ανία του χαμένου τους αυτοθαυμασμού μιας επαναστατικής ελπιδοφορίας, που έχασε τον πολιτικό βηματισμό της για να κερδίσει την ηθική της μεταγενέστερη καταξίωση. Σαν υποδειγματική εξιστόρηση του παιδιού που προβαίνει στην αναγκαία ιστορική πατροκτονία για να ενηλικιωθεί τραυματισμένο και με τις πληγές ανοιχτές. Την χαύνωση των διαψεύσεων, των κολασμένων αναγκαίων συμβιβασμών των αντοχών του ανθρώπου που του επέβαλαν να γίνει ήρωας για την σωτηρία των μαζών. Μια ποίηση διαβρωμένη από τις ιδεολογικές φωνές και πολιτικές πρακτικές του προηγούμενου αιώνα, των εξιδανικευμένων ηττών,-της επανάστασης-, εποχές των μεγάλων ιδεολογιών που φιλοδόξησαν να ολοκληρώσουν τα οράματα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού του 18 και 19ου αιώνα, με μικρομπακαλίστικες διπλωματικές επιλογές και μορφές βαναυσότητας καθιέρωσης της εξουσίας τους, όχι και τόσο πρωτόγνωρες για το ανθρώπινο είδος .
Διαβάζοντας το έργο του ποιητή Νίκου Καρούζου και όσα από τα δημοσιευμένα άρθρα και κείμενα γνωρίζω για το έργο του, έρχονται στο νου, τρείς έλληνες ποιητές. Δύο γυναίκες και ένας άντρας. Και αναφέρομαι στην γνωριμία μου με τον Βασίλη Ζιώγα και την πολύωρη συζήτηση που είχαμε στο σπίτι του μερικούς μήνες πριν τον ξαφνικό του θάνατο και, των ποιητριών Νανά Ησαϊα και Μαρία Σερβάκη, που και οι δύο ποιήτριες αγαπούσαν το έργο του Νίκου Καρούζου. Ιδιαίτερα η ποιήτρια Μαρία Σερβάκη που μου θύμησε ξανά τις κουβέντες της το κείμενο του Βασίλη Ζιώγα. Ίσως ήταν μια μικρή γέφυρα φωνών υπαρξιακών και οντολογικών του προηγούμενου αιώνα, όταν ο ποιητικός λόγος βημάτιζε με τον λόγο μυστικών προφητών-ή ένα μέρος του τουλάχιστον-ήταν μπολιασμένος με μια οντολογία που ζυμώθηκε και από την έβδομη τέχνη, όπως ήταν οι ταινίες του σουηδού σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν-που ειρήσθω εν παρόδω-γνώριζαν και εκτιμούσαν και οι τρείς έλληνες ποιητικές υπάρξεις (συγκαταλέγω στους ποιητές και τον θεατράνθρωπο Βασίλη Ζιώγα). Όσοι έτυχε είτε να συνομιλήσουν από κοντά με δημιουργούς αυτών των αναστημάτων, ή να διαβάσουν και να ανατρέξουν ξανά στο έργο τους, θα διαπιστώσουν αυτήν την ελληνική και ελληνοκεντρική συνέχεια της ελληνικής σκέψης μέσα στην πανανθρώπινη ιστορία. Πολλοί αν όχι οι περισσότεροι ποιητές και έλληνες δημιουργοί του προηγούμενου αιώνα, βασανίστηκαν ιδεολογικά για να αποτινάξουν τα δεσμά «δήθεν» του ελληνοκεντρισμού της παράδοσής τους, στο όνομα μιας προσαρμογής στην πολυεθνικότητα των καιρών που ανέτειλαν μετά από επαναστατικές ιδεολογίες, και ενώ έκοψαν τα δεσμά και ανοίχτηκαν στο πέλαγος, επέστρεψαν και πάλι στα πατρώα πολιτισμικά εδάφη που ήθελαν να αγνοήσουν. Η ποίηση του Νίκου Καρούζου, μας δείχνει πως μπορείς να μπολιάσεις την παράδοσή σου με άλλες ιδεολογίες και φωνές πολιτικής σκέψης δίχως να απεμπολήσεις τα νάματα της δικής σου παράδοσης. Και αυτό, δεν είναι στείρος εθνικισμός, αρχαιολαγνεία, είναι η συναίσθηση του έλληνα ανθρώπου του ανήκειν σε ένα πολιτισμικό σώμα που είχε αρχή έχει συνέχεια και οδεύει προς το μέλλον.
Είναι η ελληνική εκδοχή του «Τίποτα» που σημαίνει τα «Πάντα» όπως το επεσήμανε σε ένα του κείμενο ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, αυτός ο ιερός Νάξιος μοναχός της πατρίδας των Καϊρηδων. Είναι ο ρεαλισμός της ίδιας της φυσικής ύλης που μνημειώνεται μέσα στο καθημερινό βασανιστικό πλαίσιο της ανθρώπινης μνήμης που πορεύεται χωρίς τελειωμό και εικονογραφείται με τους συμβολισμούς των κουκκίδων της γλώσσας.
Άξιο προσοχής είναι ακόμα, το ότι ποιητές, μυθιστοριογράφοι, ζωγράφοι, γνώρισαν και μαθήτευσαν σιμά στον κυρ Φώτη Κόντογλου. Τον μικρασιάτη πεζογράφο και αγιογράφο. Πέρα από τον δρόμο που ακολούθησαν τα μεταγενέστερα χρόνια και την εξέλιξή τους.
Σαν «κοντράστ» του λόγου και της γλώσσας του Βασίλη Ζιώγα μεταφέρω και το προγενέστερο αποχαιρετιστήριο κείμενο της Λιλής Ζωγράφου. Που κομίζει και αυτό την δική του αλήθεια και εμπειρία ζωής.
«Αντίο μεθυσμένε μου
φίλε»
Η ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΑ
ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ
Εφημερίδα
Ελευθεροτυπία 3/10/1990
ΑΝΤΙΟ μεθυσμένε μου φίλε. Άς τους άλλους να σε θυμούνται ποιητή, δεν θα τους βλάψει, εγώ θα σε θυμάμαι μεθυσμένο. Γι’ άλλον φίλο δεν κλαίω, μόνο ‘κείνους που μέθυσα μαζί τους. Ξεχνούσαμε τα μεσημέρια στην τσέπη μας κρατούσαμε μόνο τα τσιγάρα και το μικρό του όνομα ο καθένας.
Γελούσαμε αμίλητοι μέσα σε ατμούς που υψώνονταν και μας κρύβανε τη θέα των άλλων που καρφώνανε επιτιμητικά τη μποτίλια το ούζο ν’ αδειάζει ανάμεσα στο δυο ποτήρια και τα ταμπουρέ μας. Τι σε ρώτησε αυτός ο μαλάκας; Πού γεννηθήκατε κύριε Καρούζο. Και γιατί δεν του απάντησες; Δε θυμόμουνα. Μα ρωτάνε τέτοιες βλακείες δυο ανθρώπους που πίνουν ευτυχισμένοι; Αλήθεια, που γεννήθηκες Νίκο; Πιθανόν, πιθανόν στο Ναύπλιο και σου; Θαρρώ πουθενά, γιατί έχω συγγενείς στα πέρατα της ερημιάς. Γελούσες, τίναζες τις χερούκλες σου θριαμβευτικά σκορπώντας στον άνεμο τις ταυτότητές μας.
ΤΙ ΝΑ καταλάβουν αυτοί από την ελευθερία ν’ απωλεσθώ, ν’ απωλεσθείς στο χείμαρρο της ευφορίας που θόλωνε το μυαλό μας και μας άραζε στην ανυπαρξία; Το πρόσωπό σου γινόταν σταχτί-θα ‘σουν κιόλας άρρωστος και δεν το ξέραμε-και γελούσαμε και γω κοιτώντας σε έβλεπα ένα τμήμα χαρακωμένου βράχου που έσπαζε.
Ύστερα ήρθε ‘κεινος ο βλάκας, θυμάσαι, που μας είδε μεθυσμένους και μ’ αγκάλιασε και ‘γω τσαντισμένη του ‘δωσα δυο σκαμπίλια, τι θες βλάκα, μεθυσμένος είσαι, φώναζα έξαλλη. Και ήτανε μεθυσμένος ο κακομοίρης γιατί έβαλε τα κλάματα. Τότε μόνο με ρώτησες με απάθεια, τι σου ‘κανε το παιδί και το ‘δειρες; Να ‘μαστε τόσο ωραίοι, συνέχισα να φωνάζω, τόσο ωραία στη γωνιά μας και να μας τη σπάσει; Αυτό είναι βιασμός της ευτυχίας μας, του κεφιού μας, σιχαίνομαι τους βιαστές, και τώρα ήρθε ο θάνατος και σε βίασε Νίκο, σε πήρε και ξεμέθυστο, ξαρμάτωτο σε βρήκε και σου κόλλησε στο κούτελο την ταυτότητά σου, Καρούζος ο Ποιητής ο άφοβος, ο λεύτερος, εγώ τον έφαγα.
ΤΙ έκανες ρε καριόλη, στεγνό αγόρι χωρίς μια σταγόνα πιοτό στα χείλια. Ο καρμίρης ο θάνατος Νίκο, ο καρμίρης, ο δειλός σαν τον μπασκίνα που σε δένει πρώτα στην καρέκλα κι ύστερα σε πλακώνει στις φάπες, γιατί δεν ερχόταν στου Λουμίδη Νίκο, να σε βρει λεύτερο, πιωμένο θέλω να πω, κι ας κοτούσε να σ’ αγγίξει παλικάρι μου.
ΜΑ ΤΙ λένε, ας’ τους, τι να καταλάβουν από τη χαρά του λαίμαργου μεθυσιού που σκοτώνει το απάνθρωπο προνόμιο να γεννιέσαι Ποιητής. Από τη χαρά να κοινωνάς άνθρωπο πίνοντας, να κατρακυλάς τα σκαλοπάτια από την ερημιά της κορυφής του πέτρινου μετώπου σου στην αφιλόξενη μαλακιά ωστόσο ζωή.
Ο ποιητής Καρούζος πέθανε, έτσι γράφουνε Νίκο μου, μαϊμούδες, υποκριτές. Γιατί δε γράψανε ποτέ, ανάμεσά μας ζει ο μεγάλος Καρούζος, ο καννίβαλος που τρώει κάθε μέρα κι ένα κοψίδι από το κορμί του για να προλάβει να γράψει αυτά, αυτά στραβοί και φθονεροί πίθηκοι με τους γδυμνούς κώλους και τα σμόκιν, δεν του αναγνωρίζατε κακορίζικοι το δικαίωμα να ζήσει, έπιανε τόσο χώρο ο μακαρίτης, τον ζητωκραυγάζετε τώρα, νεκρό- επιτέλους.
Μεθυσμένε μου φίλε.
Λιλή Ζωγράφου,
εφημερίδα Ελευθεροτυπία 3/10/1990.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020
Υγ.
Α)Του αγίου Σπυρίδωνα. Σπυρί, σπυρί μεγαλώνει η ημέρα.
Β) Όσο για τις ευρωπαϊκές αποφάσεις στις επαναλαμβανόμενες προκλήσεις των γειτόνων μας, μια παλαιά παροιμία. «Της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου