Κείμενα για τον Νίκο Καρούζο.
Μνήμη
γέροντα Ιερόθεου Καρεώτη αγιορείτου από το Ναύπλιο, που αγάπαγε την ποίησή του.
Ν Ι Κ Ο Σ Κ Α Ρ Ο Υ Ζ Ο Σ
Του ΘΕΟΦΙΛΟΥ Δ.
ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΥ
Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ 27 Οκτωβρίου 1988.
Η ΑΠΟΝΟΜΗ του φετινού κρατικού βραβείου ποίησης στον Νίκο Καρούζο διορθώνει μια μεγάλη αδικία που έχει γίνει στο πρόσωπό του πιο άξιου ποιητή τούτη τη στιγμή στην Ελλάδα και αποδείχνει πως τα κυκλώματα που επί τόσα χρόνια δυνάστεψαν την πνευματική και εκδοτική ζωή του τόπου παραπλανήθηκαν και έχουν μείνει, με τη σειρά τους, ανενεργά. Γιατί κανένας πνευματικός άνθρωπος δεν υπέστη τέτοια δίωξη παραμερισμού, παρασιώπησης και σκέτης κακότητας στον τόπο μας, όσο ο ποιητής Καρούζος.
Είχε το φοβερό αμάρτημα να είναι ανεξάρτητος σε όλα. Με μόνο εφόδιο την αθωότητα της πίστης του στο τάλαντό του, που όντως είναι πολύ μεγάλο, δεν προσκύνησε μήτε τον κ. Σαββίδη, μήτε τον κ. Αργυρίου, μήτε τον τότε πάπα της κριτικής μας-τότε, όταν πρωτοεμφανίστηκε-Αντρέα Καραντώνη. Θέλησε να νομίσει πως αρκούσε να είναι ένας ποιητής και τίποτα άλλο, προκειμένου να επιβληθεί. Τι παιδική αφέλεια… Στην πνευματική αγορά επικρατούν εκείνοι που ξέρουν να πλασάρονται, όσοι κατέχουν την τεχνική των δημοσίων σχέσεων. Και ο Καρούζος, με την αξιοπιστία της περηφάνιας της αξίας του, αυτή τη μέθοδο δεν την δοκίμασε ποτέ.
Το κατεστημένο φοβάται τους ανεξάρτητους, επειδή ξέρει πως δεν μπορεί να τους εξαγοράσει. Προτιμάει τη νομιμοφροσύνη των προστατευομένων του και των εντεταγμένων στα υφιστάμενα-γιατί είναι πολλά και αντιμαχόμενα-κυκλώματά του. Με όπλο την παράπλευρη ανάδειξη άλλων, πιο ευπείθαρχων ποιητών-Σαχτούρης, Σινόπουλος-το κατεστημένο παρασιώπησε συστηματικά ακόμα και την ύπαρξη του ποιητή Καρούζου και τον απέκλεισε από τον κύκλο εκείνων που είδαν να τους επιδαψιλεύετε η κάθε τιμή, η κάθε εύφημος μνεία. Ξέρεις τι θα πει, μου είπε χαρακτηριστικά κάποτε μια αξιόλογη ποιήτρια, μιλώντας για τον Καρούζο, τι θα πει να ξυπνάς κάθε πρωί και να τρως κατά πρόσωπο την προσβολή, να ακούς πώς είσαι μια άγνωστη μηδαμινότητα, να ακούς πως ο καλύτερος ποιητής του χώρου σου είναι ο Σινόπουλος, που εσύ τον ξέρεις πως είναι πολύ κατώτερός σου; Και φυσικά, από το λέγε-λέγε, να κερδίζει ο άλλος τη φήμη και να γίνεται συνείδηση και μέσα σου πως η δική σου ποίηση δεν έχει απήχηση;
ΚΑΙ αυτό δεν έχει μόνο σαν αποτέλεσμα την εσωτερική σου απομείωση. Όχι, το κατεστημένο είναι πολύ πονηρό. Αν είσαι φτωχός και δεν μπορείς να αυτοχρηματοδοτήσεις την έκδοση των ποιημάτων σου (η αγορά της ποίησης στο βιβλιεμπόριο είναι ασφυκτικά μικρή και μετρώνται στα δάχτυλα όσοι μπορούν να βρουν εκδότη για να βγάλει με δικά του έξοδα τους στίχους του), τότε δεν βρίσκεις καν εκδότη για να σου τυπώσει τα βιβλία σου. Αυτή τη στιγμή, που ο Καρούζος έχει πια εδραιωθεί σαν την πλουσιότερη ποιητική φλέβα που έχουμε, είναι ζήτημα αν έχει βρεί μόνιμο εκδότη. Ακόμα δέκα χρόνια από το θάνατό του Σινόπουλου, ο Καρούζος βρίσκεται κάτω από την καταδίωξη της οργής του. Γιατί ο Τάκης Σινόπουλος είναι εκείνος που σατανικότερα και πιο συστηματικά από όλους τον διέβαλε και τον περιθωριοποίησε. Τις διαβολές του για τον Καρούζο και εγώ ακόμα τις είχα ακούσει από τον ίδιο. Διαβολές που ξεκινούσαν από την πολιτική και κατέληγαν σε κατασπάραγμα της ποιητικής του αξίας. Λυπάμαι που τα λέω αυτά, αλλά είναι η τρέχουσα αλήθεια-ρωτήστε όποιον θέλετε από τους πνευματικούς ανθρώπους, θα σας πουν το τι δύναμη κακίας διαθέτουν οι διαμορφωτές της πιάτσας.
‘Ετσι, η βράβευση του ποιητή Καρούζου που ήρθε τώρα, είναι ήδη καθυστερημένη και δεν ξέρω αν αποπλύνει όλους εκείνους τους ονειδισμούς και τις ταπεινώσεις που ο ποιητής αυτός ένιωσε στη ζωή του. Ευτυχώς ο ποιητής έχει ένα έσχατο όπλο απέναντι στους διώκτες του. Ακόμα και το φαρμάκι, ακόμα και το βιτριόλι που του έδωσαν να καταπιεί, ο Καρούζος μπόρεσε να το κάνει μέλι. Η δύναμη και η αντοχή του αληθινού δημιουργού είναι όχι μόνο αξιοθαύμαστη, αλλά και ανεξάντλητη. Αλλά η πίκρα που κρύβεται μέσα στο μέλι αυτό, μέλι που είναι για τους άλλους, δηλαδή τους αναγνώστες του, όχι για τον εαυτό του, μένει ανεξαγόραστη. Ένας από τους πιο νηφάλιους και απροσωπόληπτους κριτικούς αποτιμητές της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, ο καθηγητής Μιχάλης Μερακλής (που, ακριβώς δεν ανήκει σε κυκλώματα, δέχτηκε βάναυσες επιθέσεις από τη χειρότερη, δηλαδή την κοσκωτική, πλευρά της κλίκας του κατεστημένου), παρατηρεί στην ιστορία του για τη Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία (σελ. 113) μιλώντας για τον Καρούζο και τα εξής:
«Από τη δεκαετία του 70 γίνεται εντονότερη στο έργο του και μια αντιδικία, θα έλεγα, με το σύγχρονο κόσμο, που είναι και ο «πειρασμός» του. Αβοήθητος, επειδή το θέλει, από τους άλλους, πολεμάει εναντίον τους μόνος του, σαν να μην εμπιστεύεται κανέναν. Στο έργο του γίνεται μια αντιπαράθεση: αυτός και οι «άλλοι». Η αντιπαράθεση αυτή δεν είναι ολότελα αυθαίρετη. Την υπαγορεύει η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στη σύγχρονη πόλη, που είναι και το θέατρο της αντιπαράθεσης του ποιητή». Αυτά, ο Μιχ. Μερακλής. Σε τούτα θα ήτανε χρήσιμο να προστεθεί πως η μεγάλη πίκρα της παραγνώρισης έχει και τον παραμορφωτικό σπασμό της: τη μόνιμη απαισιοδοξία για τη φιλότητα των άλλων, για τις προαιρέσεις τους, που είναι πάντα δόλιες και κακές, για τη τσιγκουνιά των αισθημάτων του διπλανού σου ανθρώπου. Η ανθρώπινη περιπέτεια που αρχίζει με τη συγγραφή του πρώτου σου στίχους είναι, από μόνη της, αρκετά βαριά, ώστε να μην είναι ανάγκη να της προστίθεται, σαν ιδιαίτερο άχθος, και η κακότητα ή και η χλεύη εκείνων προς τους οποίους αποτείνεται ο ποιητής μέσα στην παιδική έπαρσή του. Ο ποιητής Νίκος Καρούζος είναι σήμερα εξήντα δύο χρόνων, με ένα έμφραγμα πίσω του (αχ, οι τσακισμένες καρδιές των ποιητών….) και παίρνει για πρώτη φορά το πρώτο μίζερο κρατικό βραβείο ποίησης. Τι άλλο να βρει λοιπόν να απαντήσει ο Καρούζος σε ευσυνείδητη συνάδελφο του «Έθνους», την κ. Κοντράρου, που τον ξύπνησε για να του αναγγείλει τη βράβευση, παρά αυτό το αφοπλιστικό που της είπε: «Δεν έχω να σας πώ τίποτα. Είμαι εξήντα δύο χρόνων και γράφω ποίηση από τα είκοσί μου χρόνια. Τώρα με θυμηθήκανε;»
Ναι, Νίκο Καρούζο, τώρα. Το ξέρω, η επάξιά σου βράβευση ήρθε πολύ καθυστερημένα και αποτελεί, έστω και στη μιζέρια της, γιατί ξέρουμε τι είναι τα κρατικά βραβεία και πώς απονέμονται, μάλλον την έκφραση μιας τύψης του κατεστημένου που σε καταδίκασε, τόσα χρόνια, στην απομόνωση και στη σκιά. Είναι πολύ λίγο για έναν ποιητή που προεξέχει όλων των άλλων συγκαιρινών του σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα στα αγριόχορτα. Αλλά τι άλλο μπορεί κανείς να περιμένει από τις τσουκνίδες;
Εσύ όμως θα συνεχίσεις να τραγουδάς, και θα κάνεις ακόμα και τούτη την πίκρα σου, της καθυστέρησης δηλαδή στην αναγνώρισή σου, θα κάνεις και τούτη την πίκρα σου, σε ένα από τα προσεχή σου ποιήματα, ξανά μέλι.
ΘΕΟΦΙΛΟΣ Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, εφημερίδα Έθνος 27/10/1988.
--
Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΟΥΖΟΥ
Ο ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
γράφει από το Παρίσι
Εφημερίδα
Ελευθεροτυπία, Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 1994
Με τον αξέχαστο Νίκο Καρούζο ήμασταν φιλαράκια. Ο Καρούζος μίλαγε (ή, μάλλον αγόρευε) υπέροχα. Όταν ήθελα να τον ακούσω, κατηφόριζα ως του Λουμίδη, όπου ήταν βέβαια πως θα τον εύρισκα πάντα εκεί. Κάποτε κάποτε, καταλήγαμε σε καμιά ταβέρνα. Ο Καρούζος, πριν αρχίσει να πίνει, έτρωγε στα γεμάτα. Έτρωγε σιωπηλός. Μετά ζήταγε από το γκαρσόνι να μάσει τα μπάζα, δηλαδή τα άδεια πιάτα και τα πιρούνια.
Και, τότε, μόνον τότε, ξεκίναγε να πίνει και να μιλάει. Ο Καρούζος ήταν ωραίος άντρας, αλλά δεν το ‘ξερε. Είχε μεγάλη μόρφωση και ακόμη μεγαλύτερη πνευματικότητα. Μίλαγε επί παντός θέματος: από τα ποιήματα του Καβάφη μέχρι τη ζωγραφική του Δέρπαπα. Και όταν μίλαγε, ήταν σχεδόν γοητευτικός.
Καμιά φορά ερχότανε σπίτι μου και με ψιλορώταγε για τα βιβλία που ετοίμαζα. Συνήθως, σκάλιζε τα χρωματιστά στυλό του γραφείου μου. Και έπειτα καθότανε κι έγραφε ποιηματάκια, χρησιμοποιώντας πάντοτε ένα στυλό με διαφορετικό χρώμα.
Μια μέρα κάθισε και μου έγραψε κάτι λακωνικές συμβουλές. Θυμάμαι πως έγραφε κατ’ ευθείαν, δίχως κομπιάσματα, δίχως να διορθώνει τίποτα.
Τώρα, έπειτα από σχεδόν τριάντα χρόνια, ψάχνοντας το αρχείο μου, όλο και βρίσκω τέτοια χαρτάκια του Καρούζου. Και ομολογώ ότι, συγκινούμαι πάρα πολύ.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1971, ξαναήρθε ο Νίκος Καρούζος στο σπίτι μου. Ήταν κάπως τσατισμένος. Άρχισε να μου κολλάει, γιατί είχα γράψει το βιβλίο μου για τον Ελύτη κτλ. Φαντάζομαι ότι ζήλευε, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα-πολύ περισσότερο που εκτιμούσα απέραντα την ποίηση του Καρούζου κι αυτό το ήξερε κάλλιστα.
Δεν του είπα τίποτα για να μην τον ερεθίσω. Και τότε, ξαφνικά, έπιασε κι έγραψε ένα κειμενάκι για το βιβλίο μου Ρεμπέτικα Τραγούδια, που είχε δημοσιευτεί προ τριετίας, και σε λίγο, έκατσε μπρος στη γραφομηχανή και έγραψε τον Δωδεκάλογο που παραθέτω.
Επί είκοσι χρόνια μάθαινα τα νέα του Καρούζου από τον Φασιανό. Άλλωστε, ο Φασιανός μου αφηγήθηκε πολλά για τις τελευταίες μέρες του Ποιητή στο νοσοκομείο.
Ο Νίκος Καρούζος πέθανε, μα πάντα τον ακούω να μου μιλάει μ’ εκείνη την πεντακάθαρη προφορά του Ναυπλίου.
Ο Δωδεκάλογος του Καρούζου, δια χειρός του
ιδίου.
Στον
Ηλία Πετρόπουλο
1.Να μην
ειρηνεύεις ανώφελα.
2. Να μην
πολεμάς επίσης ανώφελα.
3. Ν’ αγαπάς
τον ήλιο, μα όχι σαν θεότητα.
4. Ν’
αποστρέφεσαι τη σελήνη σαν έδαφος.
5. Να
πηγαίνεις καμιά φορά στην εκκλησία, δε χάνεις τίποτα.
6. Να
θυμάσαι λιγάκι το θάνατο, μα όχι σαν θάνατο.
7. Να
βλέπεις τη ματαιότητα και της ιδέας της ματαιότητας.
8. Να λες
έλληνας και να νιώθεις άλλην ομορφιά, να μη νιώθεις ελληνικότητα.
9. Να
γράφεις αγαπώντας το άγραφο.
10. Να
στοχάζεσαι περ’ απ’ τους στοχασμούς σου.
11. Να μην
ξεχνάς την ύπαρξη του Ανύπαρχτου.
12. Να τα
διαβάζεις κάθε μέρα τούτα.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ 21.12.71
ΗΛΙΑΣ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 1994.
--
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ
ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Περιοδικό ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ στην τέχνη και στον λόγο. 1990-έτος
1ο. Αριθμός τεύχους 3, σελίδες 8-10.
Ο ποιητής Νίκος Καρούζος διέκοψε την επική του έξοδο προς το ανθρώπινο βασίλειο επιστρέφοντας επιφανής νεκρός με απολλώνιο ανάστημα και μεταλλικό λυρικό ποιητικό λόγο στη γενέτειρά του πόλη, το Ναύπλιο και του παλληκαριού Πελοπόννησο σε πνεύμα και σε ψυχή, ασίγαστη πυρκαγιά στο χάρτη της Ελλάδας και του κόσμου.
Οι περισσότεροι τώρα επενδύουν στο μέλλον του Καρούζου και συμπεριφέρονται σαν αισχροκερδείς εθνικοί κληρονόμοι και εισπράκτορες.
Η εξουσία παρακολούθησε την κηδεία του μέσα από τις γρίλιες των υποκριτικών δακρύων της χωρίς νάχει παράλληλα προλάβει να σκουπίσει τις φτυσιματιές που της έρριξε σ’ όλη του τη ζωή ο ποιητής.
Και πράγματι ο Καρούζος έκανε την πιο ευφυή κίνηση μη αποδεχόμενος αξιοπρεπώς την κρατική σύνταξη του φτωχοσυγγενή.
Η Ελλάδα, είπα κάποτε στον Γιώργο Νάκο, εκδότη του περιοδικού ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ, δεν μπόρεσε ένα περιοδικό να σηκώσει και τόγραψε αυτό στο τελευταίο τεύχος κλείνοντας. Τώρα λέω κάτι παρόμοιο. Η Ελλάδα δεν μπόρεσε να ταΐσει ένα μόνο ποιητή και ξευτιλίστηκε ως τα όρια του γελοίου συζητώντας επί ένα χρόνο πάνω στο κεφάλι του βαριά ασθενή για το αν δικαιούται την πρωτοκλασάτη ή τη δευτεροκλασάτη καλλιτεχνική σύνταξη μέχρι που ο ποιητής πέθανε κι ούτε καν πρόλαβε να υπογράψει έστω το πρώτο δελτάριο αυτής της κρατικής επιταγής-θρύλος… Κι όμως μετά από 3 μέρες στην κηδεία του συνωστίζονταν μπροστά στο φακό ποιος θα κουβαλήσει πρώτο το φέρετρο ή ένα κάποιο στεφάνι.
Αρχηγοί κομμάτων, λογοτέχνες συνδικαλιστές, πρόσωπα της μεροκαματιάρας δημοσιογραφίας κι άλλοι επιφανείς του κράτους φουσκωμένοι παπαγάλοι πενθούντες, νομίζεις πως θα πνιγούν στη λίμνη των κροκοδείλιων δακρύων τους παρατεταγμένοι Σαδδουκαίοι στην τελετή της πανηγυρίσεως αποχαιρετώντας τον εκλιπόντα, που ίσως να μην έχουν διαβάσει ούτε ένα στίχο του ποιητή, υποψιάζομαι, δήλωναν άμετρα στα συλλυπητήρια κι άλλες ευχές τους προς τους οικείους του ποιητή ότι ο Καρούζος ήταν παγκόσμιος ποιητής επαναστάτης του 20ου αιώνα και για να πυκνώσει περισσότερο η πλοκή του λαϊκίστικου σεναρίου δεν δίσταζαν να του εύχονται μακροζωία στον τάφο του….
Το μεταθανάτιο πένθος για τους ποιητές ταιριάζει πάντα στην πολιτεία. Όμως το φωτεινό φέρετρο του Καρούζου σηκώθηκε ψηλά με το πολύτιμο φορτίο του και σκίασε επιτέλους την ψυχή των πονηρών συνωμοτών της σκόπιμης σιωπής που ύφαιναν χρόνια εναντίον του.
Η άπορη νοσηλεία και η απόρριψη της ταπεινής σύνταξης είναι και η πολυτιμότερη ταυτότητα της αντιστασιακής συνείδησης του ποιητή ο οποίος ουδέποτε τυλίχτηκε στα πόδια κάποιας εξουσίας. Από την άλλη οπωσδήποτε παραμένει ανοιχτή η ενοχή και η ευθύνη των δύο παραγόντων μελών της Επιτροπής, που απένειμε την καλλιτεχνική σύνταξη της δεύτερης κλίμακος κι όχι της πρώτης στον Καρούζο. Τα εν λόγω επιφανή πρόσωπα της Επιτροπής είναι ο Γιώργος Σαββίδης κι ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Κι αν επιχειρήσουν να εφεύρουν μια κάποια δικαιολογία τώρα ότι αυτοί ήταν μεν εκεί αλλά μειοψήφησαν στην Επιτροπή τότε το ερώτημα προβάλλει απειλητικότερο. Γιατί δεν παραιτήθηκαν βλέποντας αυτή την κατάφωρη αδικία σε βάρος του συναδέλφου τους ποιητή αυτής της ποιότητας και αυτού του αναστήματος !
Η «συνωμοσία της σιωπής» των ιδιοκτητών των βραβείων Νόμπελ και Λένιν είναι ακόμα δραματικότερη. Εκτός εάν πληρώνεται αυτή η πολύτιμη ιδιοκτησία με το αντάλλαγμα της «εύλογης σιωπής» και αφωνίας.
Κόπτονται πολλές φορές οι Έλληνες που δεν τους δίνουν οι ξένοι με άνεση τα πολύτιμα αυτά διεθνή βραβεία που προανέφερα. Και που τους τα δίνουν κάποτε, τι αξία έχουν, αν αυτοί που τα κατέχουν τα βάζουν σε χρόνια αγρανάπαυση στις στεφανοθήκες τους, ελεγεία ευτυχίας! Τελικά ας μη γελιόμαστε. Η εσωτερική αιτία ρήξης πολιτείας και Καρούζου δεν είναι, συμπεραίνω, το πονόψυχο θέμα της άπορης νοσηλείας και η δευτεροκλασάτη σύνταξη, αλλά η ανικανότητα της εξουσίας να αντέχει στους κόλπους της τους ελευθερογνωμούντες ποιητές και συγκεκριμένα του Ν. Καρούζου, καθώς αυτός μάχονταν ανυπόταχτος στη διάσταση της ποιητικής ολοκληρίας και ελευθερίας του. Ένας τέτοιος ποιητής είναι αδύνατο να χωρέσει στους υπεροργανωμένους κοινωνικούς μηχανισμούς. Ο Καρούζος το φώναζε δυνατά στα ποιήματά του ότι αποπατούσε θεότητες, πως ηχογραφούσε το άπειρο, πώς ήταν θεόθεν αριστοκράτης κι ότι αν υπάρχει τα εννιά του δέκατα είναι λυκόφως.
Ο χώρος του Νίκου Καρούζου ήταν η Πνύκα η οποία εδέχονταν τα άτομα τα οποία δεν χωρούσαν στους οργανωμένους μηχανισμούς της εξουσίας. Καταχωρώ ένα σύντομο ποίημα του αδημοσίευτο που γράφει σκωπτικά επικοινωνώντας με τον Νίκο Παπαδάκη σε στίχους, δείγμα της ελευθεροκρισίας του:
Ρε, φίλε, Νίκο
με τις λέξεις έχω τελικά
μια τέτοια ευχέρεια
όπου εμένα δεν μου λένε
ΤΙΠΟΤΑ!
Ν. Καρούζος
Με την ευκαιρία που αναφέρθηκα στη συνεργασία του Ν. Καρούζου με τον Ν. Παπαδάκη, ιδιοκτήτη και διευθυντή του ΠΟΛΥΠΛΑΝΟΥ και του περιοδικού ΣΗΜΑ, διευκρινίζω ότι εκεί και εγώ γνώρισα από κοντά τον ποιητή. Στα συρτάρια, λοιπόν, του ΠΟΛΥΠΛΑΝΟΥ βρήκα κάμποσα ποιήματά του αδημοσίευτα. Τράβηξα στην τύχη εκτός από το παραπάνω ποίημα που ήδη διαβάσατε κι άλλα δύο, δείγμα αυτής της φιλικής επικοινωνίας και συνεργασίας Καρούζου και Παπαδάκη, αλλά και δύο ακόμα κείμενα , το ένα είναι ένα είδος συμβολαίου και το άλλο θεωρητικό μάλλον περισσότερο. Και τα δύο πάντως είναι επαινετικά για τον σαρκασμό τους και τον ιερό αναρχισμό τους. Και μάλλον αυτό το στοιχείο του ενεργού και γόνιμου αναρχισμού μας έκανε κοινωνικούς στη μεταξύ μας φιλία και συνεργασία αλλά και αντίθετους πάλι τις περισσότερες φορές σε επιλογές τακτικής.
Πιστεύω να μην πάρει κανείς την παραπάνω διευκρίνισή μου ως αναφορά και πρόθεση αποκάλυψης ανδραγαθημάτων στις σχέσεις μεταξύ των τριών συνεργατών και πως υποστηρίζω τάχα το είδος του αναρχικού ότι είναι μάλλον το καλύτερο είδος της κοινωνίας.
Πάντως εγώ δεν ήμουν τόσο φίλος με τον Ν. Καρούζο και τον Ν. Παπαδάκη όσο με τον Άρη Αλεξάνδρου, που πρώτος αυτός σμίλεψε το καθαρό είδος του ευδαιμονισμένου αναρχικού κι αυτός πρώτος απ’ όλους, κι όχι μόνο για την Ελλάδα, μας παρέδωσε το τελειωμένο σχήμα και ταυτότητα της αντιστασιακής κοινωνικής συνείδησης του συγγραφέα δημιουργού ενάντια σε κάθε μορφή τυραννίας. Αυτός μας αφύπνισε προς την κατεύθυνση της αυτονόμησης και της ατομικής πρωτοβουλίας με κριτική παρέμβαση και δράση στο κέντρο της κοινωνίας διαβιώνοντας ωστόσο κι έξω από τους οργανωμένους κοινωνικούς μηχανισμούς όταν αυτοί σε υποχρεώνουν.
Μόνο ας τόχουμε υπόψη μας αυτό: πως ο καθένας μας χρειάζεται μια μόνο συνολική ευφυή κίνηση στην αρχή ή στο τέλος της ζωής του, δεν έχει σημασία ο χρόνος που αυτή θα καλύψει όλη τη δράση της ζωή μας. Ο Καρούζος ευτύχησε απορρίπτοντας τη σύνταξη του φτωχοσυγγενή. Ο Αλεξάνδρου έκδωσε το «Κιβώτιο» στην πιο μαύρη περίοδο του κομματικού δογματισμού. Ο Καρυωτάκης αυτοκτόνησε. Ο Βάρναλης έγραψε το «Φως που καίει» το 1922. Ο Ελύτης το «Άξιον εστί» και μόνο. Ο Ρίτσος «Το τραγούδι της αδελφής μου» και τον «Επιτάφιο». Ο Εμπειρίκος την «Υψικάμινο». Ο Εγγονόπουλος τον «Μπολιβάρ». Ο Σικελιανός παρέμεινε ποιητής της «ολοκληρίας». Και τον Μαγιακόφσκι τον «αυτοκτόνησαν».
Θέλω να πω σε όσους με καταλαβαίνουν ευχερέστερα να μην πάρουν την αναφορά μου σαν άθροισμα δεσμών συνεργασίας και άλλα πολλά και σαν να θέλω να τους αφηγηθώ ανδραγαθήματα φιλίας, πρωτοπορίας, ιδεολογίας, πίστης, ταυτότητα ηθικής κι εξυπνάδα, ακόμη χειρότερα.
Ο Αλεξάνδρου, επανέρχομαι στο θέμα, είχε προηγηθεί πράγματι λέγοντας στους στίχους του «τοις ένδο ρήμασι πειθόμενων», το «βγήκα από την ομάδα όταν έγινα επικίνδυνος όσο η αλήθεια» και πως «ανήκω στο ανύπαρκτο κόμμα των ποιητών». Σήμερα ήρθε στην επιφάνεια-νάναι καλά ο Θεός που τον έφερε… κι ο Νίκος Καρούζος. Λίγο αργότερα θάρθει στην επιφάνεια- να μου το θυμηθείτε-και το όνομα του Μίλτου Σαχτούρη. Κι ετοιμάζεται ο φάκελος του Μιχάλη Κατσαρού. Κι ό,τι έγινε, έγινε με τον Τάσο Λειβαδίτη……
Ο Τίτος Πατρίκιος κι ο Κώστας Κουλουφάκος, καίτοι «επαναστάτες» αριστεροί δεν φτουράνε ως ποιητές. Λυπούμεθα ειλικρινώς!...
Υπάρχει και η πληθυσμιακή κατηγορία των ποιητών τύπου Κουτσοχέρα, που κυκλοφορούν σαν ονόματα από το αυτομάρκετινγκ και τις δημόσιες σχέσεις. Αυτούς κατούρα τους να τελειώνουμε… Είναι εμπόδιο στην αυθεντική δημιουργία.
Δύο ακόμα σύντομα ποιήματα του Ν. Καρούζου προς το ΠΟΛΥΠΛΑΝΟ δηλαδή στο ΣΗΜΑ και ξανασυνεχίζουμε:
Ενάντια στην τυραννίδα της αιωνιότητας
δύο
ωραία κορίτσια ειν’ ασυναγώνιστα
φωτογραφία
τους δεν έχω κι όμως
αυτό
είν’ όλη αλήθεια.
ΒΑΝΑΥΣΟΤΗΤΑ
Η ζωή χάρισμα πορτοκαλί
στο
τίποτα
παραμένω
στα χρώματα
εικάζω
προοπτικές
αθωότητας
Καταχωρώ κι ένα από τα δύο χειρόγραφα κείμενά του:
Να, αυτό ισχυρίστηκα πως αυτό το σημείο του κειμένου μου, ότι ένας τέτοιος ποιητής δεν ήταν δυνατόν να χωρέσει στους κλειστούς μηχανισμούς της εξουσίας. Ένας ποιητής σαν τον Καρούζο με «φωτομνησία» και «λάμπων με αμφίστομη μνήμη» πυροβολώντας εξοντωτικά την ματαιότητα και την υποκρισία. Είχε διδαχθεί και ασκηθεί στις νύχτες των βεγγαλικών και στους λαϊκούς αγώνες για να ταξιδεύει στο άπειρο διαπερνώντας τη σελήνη και το βάθος της μοναξιάς χωρίς άμφια. Γι’ αυτό μάλλον ο Καρούζος, «φρενοκρουσμένος» και «τοξικομανής» των λέξεων ιχνηλατεί το βάθος της ψυχής και του νου μας πάντα αξιοπρεπής και υπερήφανος κι έτσι περίπου που επιχείρησε να τον προσδιορίσει το περιοδικό «Λέξη» μ’ ένα άθροισμα από επίθετα ονοματίζοντάς τον γενναιόδωρο, μοναχικό, πλάνητα, εκκεντρικό, παράφορο, παράτολμο, γενναιόψυχο, απροκάλυπτο και πάντα διψασμένο για ύπαρξη. Δεν συμφωνώ, βέβαια, με τους προσδιορισμούς και χαρακτηρισμούς της λίστας των επιθέτων του περιοδικού «Λέξη» ότι ήταν μέχρι μυελού οστέος σολωμικός, στωικός σαν Βραχμάνας και αγχωτικός σαν Έλληνας. Τα επίθετα της «Λέξης» που ξεχώρισα και που δεν συμφωνώ είναι γιατί ίσως η «Λέξη» φαίνεται σαν να θέλει τον Ν. Καρούζο ασύδοτο κοσμοπολίτη, ενώ ο ποιητής είναι εκ καταβολής αρχαιοπρεπούς ποιητικής παιδείας, αίμα και συνείδηση μιας συνολικής ελληνικής γλώσσας, διαχρονικής και ιστορικής, όπως αρχαίας, βυζαντινής, μεταβυζαντινής λαϊκής και νεοελληνικής που έδρασε και διαμορφώθηκε στη ιδεολογική διάσταση του Κοραή, του Κάλβου και του Σολωμού.
Παρερμηνεύει κάποιος αθέλητα έστω τον Καρούζο της απολλώνειας ποιητικής ορμητικότητας ότι είναι κιβωτός του ελληνικού άγχους. Και ποιός τόπε ότι οι Έλληνες έχουν στην ποίησή τους ελληνικό άγχος. Νομίζω πως αυτό το είδος ερμηνείας είναι το είδος εκτροπής προς τη δημοσιογραφική κριτική ανάλυση και την ανώδυνη θεωρητική διατύπωση.
Ευτυχώς πάντως πως οι διατυπώσεις του ιερού λογοτεχνικού συνδέσμου Αντώνη Φωστιέρη και Θανάση Νιάρχου δεν προκύπτουν από κάποια πρόθεση, αλλά θα μπορούσαν νάχαν περιοριστεί σ’ εκείνα μόνο τα επίθετα που δεν είναι εύκολα σε παρεξηγήσεις.
Ποτέ ο Καρούζος δεν τσιγκουνεύονταν λέξεις. Ο ποιητικός του λόγος τρέχει πύρινος ποταμός φωτεινών γαλαξιών στον έναστρο ουρανό επιστρέφοντάς μας βιαιοπραγών παραλίγο τη λογική, γιατί ποτέ δεν την δανείστηκε από μας και πάντα φώναζε ολόφωτος πέρα απ’ τα σύνορά της και τα σύνορα του κόσμου που δεν έχει κι αυτός αρχή και τέλος, το ίδιο όπως το σύμπαν που είναι αιώνιο κι απροσδιόριστο. Άρα τι καθόμαστε θάλεγε ο Καρούζος, στη σειρά να μας επιθεωρήσουν τις στολές, το ανάστημα και τη σκέψη μας οι εξέχοντες μισθοφόροι της εξουσίας;
Ο Καρούζος βλέπετε τοξικομανής των λέξεων χάλαγε πάντα την καλώς έχουσα τάξη των πραγμάτων κι έτσι άναβε ιερές πυρκαγιές στα μυαλά των μαχόμενων ανθρώπων για ψωμί κι ελευθερία. Εκτόξευε τις λέξεις με το ηλεκτρονικό ρεβόλβερ της ποίησής του ως την οριακή ένταση του επικολυρικού μεγαλείου πετυχαίνοντας διάνα τον κρόταφο της εξουσίας και των γύρω υπόδουλων θαυμαστών της.
Εδώ που τα λέμε το κράτος δεν είναι πρώτη φορά που έδειξε τόσο δυσάρεστο και άδικο πρόσωπο απέναντι στους ελευθερογνωμούντες ποιητές και στοχαστές του έθνους. Γνωρίζετε και θυμόμαστε πιθανώς πως ξέχασε Κάλβο, Σικελιανό, Βάρναλη, Καβάφη, Καρυωτάκη, Εμπειρίκο, Αλεξάνδρου, Λειβαδίτη και άλλους. Μακάρι να ήταν το θέμα της «άπορης νοσηλείας» και η σκάλα της δευτεροκλασάτης σύνταξης στη διένεξη και ρήξη κράτους και ποιητή. Όχι, το επαναλαμβάνω, δεν είναι αυτό, αλλά η ανυποταξία και η αντιστασιακή συνείδηση του Καρούζου απέναντι σε κάθε μορφή εξουσίας, όμοιο μέταλλο μ’ εκείνο του Άρη Αλεξάνδρου, του Μίλτου Σαχτούρη και Τάσου Λειβαδίτη, για να μην επεκταθώ σε περισσότερα ονόματα, γιατί δόξα το Θεό, η Ελλάδα ήταν και παραμένει από την εποχή του Πίνδαρου και του Αρχίλοχου φυτώριο παγκόσμιων ποιητικών αναστημάτων.
Ο Ν. Καρούζος εμφανίζεται στα γράμματα και στις τέχνες γύρω στο 1950, χρόνος που έχει τελειώσει πλέον η γενιά του ’30, η οποία εκπνέει ποιητικά με το «Άξιον εστί» του Οδυσσέα Ελύτη. Στη μεταπολεμική περίοδο 1945-1955 εμφανίζονται 4-5 καινούργια χαρισματικά άτομα στην ελληνική ποίηση, μπαίνοντας στην ευθεία του δικού τους χρόνου κι ανάμεσα τους από το 1975-1990 οδοιπορεί κορυφαίος, δικαιωμένος και αματαίωτος ο Ν. Καρούζος κι αυτή, πιστεύω, η αιτία εμποδίζει περισσότερο τους «λογοτέχνες» ποιητές συναδέλφους του, μακάριους καταναλωτές του βασιλικού πολτού της εκάστοτε εξουσίας, να παραδεχτούν το μέγεθός του και την ποιητική προσφορά του. Το είδαμε αυτό στην επιστολή του λογοτέχνη συνδικαλιστή Γιάννη Αγγέλου προς την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ δημοσιευμένη την Τρίτη 7/8/90, που φιλοδοξεί ασκόπως να βάλει τα πράγματα στη θέση τους εκ βαθέως συγκινημένος για το θέμα της πρώτης και της δεύτερης κλίμακας της σύνταξης του Καρούζου. Βέβαια ένας λογοτέχνης πώς να καταλάβει τη θέση ενός ποιητή, αφού υπάρχει εκ των πραγμάτων ένα δραματικό κενό μεταξύ τους, προς το είδος και την ποιότητα της συγγραφικής δημιουργίας. Ο ποιητής είναι χαρισματικός δημιουργός, σχεδόν θεόσταλτος… ενώ ο λογοτέχνης είναι μέγεθος και προϊόν του κοινωνικού μάρκετινγκ περισσότερο.
Ο Καρούζος αναντίρρητα είναι ένας ακόμη Έλληνας ποιητής που αποφάσισε συνειδητά την επιλογή του προς την «ευθύτητα των οδών» στο χώρο της τέχνης και του στοχασμού. Η ενεργός ιερή μοναξιά του και ο γόνιμος επίσης εγωισμός του τον όπλισαν και τον φώτισαν να μη συμπλεύσει με τον όμορφο κοινωνικό πολτό, εγκώμιο υπέρ του μαζάνθρωπου.
Μέσα απ’ αυτή την έξαρση και την ευδαιμονία του τραγικού προκύπτει ο ρωμαλέος ποιητικός του λόγος και μ’ αυτόν δρασκέλιζε σαν κόκκινο άτι τους γήινους και τους διαστημικούς ορίζοντες με συνεχείς εκρήξεις και διασπάσεις υπερβαίνοντας τα γήινα όρια, δημιουργώντας έτσι καλές ευκαιρίες απόδρασης στον ποιητή και τον αναγνώστη από τον ασφυκτικό κλοιό του επαναλαμβανόμενου χρόνου καταλύτη. Η ποίησή του καταλήγει έτσι σε μια ανοιχτή όαση νοητικών και ψυχικών ταμιευτηρίων με οδικούς άξονες το χρέος, το αίσθημα της ελευθερίας και της ερωτικής δημιουργίας.
Ως προς το παιχνίδι της ύπαρξης και του φόβου του θανάτου αυτά έχουν παιχτεί πολύ νωρίτερα από τη δική μας εποχή στα κατάβαθα του ανθρώπινου παρελθόντος και ίσως πέρα απ’ αυτά τα όρια της εν ισχύει πραγματικότητας. Η μυθολογία, η ζεστή ιστορική μνήμη, η αρχαιότητα και η ελληνική γλώσσα επηρέασαν την ποίηση του Καρούζου σημαντικά και της χάρισαν αυτή την απεριόριστη νοητική και ψυχική διαύγαση.
Σαν σκέψη και σαν ήθος ο Καρούζος είναι βιωμένος στο υποσυνείδητο του επαναστατικού κουρνιαχτού των κοινωνικών ιδεών του 20ου αιώνα. ΕΠΟΝίτης, εξόριστος, ιδεολόγος και ποιητής έκανε τη θητεία του 10 χρόνια (1942-1952) σαν αγωνιστής στην Εθνική Αντίσταση και σαν Προμηθέας Δεσμώτης αργότερα στο Μακρονήσι. Από τότε ως σήμερα η πολιτεία τον τίμησε με τη συνωμοσία της σιωπής της. Είναι κι αυτό ένα ιστορικό κοινωνικό υλικό που διαμόρφωσε τον ποιητικό του λόγο και το ήθος του. Τον βοήθησε παράλληλα και η παρουσία του πατέρα του που ήταν δάσκαλος και αφυπνισμένος άνθρωπος προς την κατεύθυνση των προοδευτικών σοσιαλιστικών ιδεών εκείνης της εποχής. Ο πατέρας του έζησε το δράμα της νεοελληνικής διγλωσσίας, δημοτικής ή καθαρεύουσας, που στην Ελλάδα είχε πάρει διάσταση κοινωνικού κινήματος. Ο Γληνός, ο Δελμούζος, ο Τριανταφυλλίδης, ο Καρβούνης, ο Συκουτρής και άλλοι αλλά και εκατοντάδες δάσκαλοι διευκόλυναν και διέβρωσαν την κοινωνία μέσω του γλωσσικού προβλήματος ν’ αφυπνιστεί η Ελλάδα προς την καινούργια επανάσταση του σοσιαλισμού, καθώς και προς την απελευθέρωση της μακραίωνης καλλιτεχνικής ελληνικής παράδοσης, λαϊκής και έντεχνης.
Ο Ν. Καρούζος έφερνε πολλά φορτία εθνικών, ταξικών και ατομικών οραματισμών. Κι αυτών των φορτίων το αίσθημα μορφοποίησε ως τη διαλεκτική ένταση στην ποίησή του.
Επειδή είμαστε τρελλοί άνθρωποι
υπογράψαμε αυτό το μνημόνιο.
ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ, Περιοδικό ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ στην τέχνη και στον λόγο. 1990-έτος 1ο. Αριθμός τεύχους 3, σελίδες 8-10.
--
Ν. ΚΑΡΟΥΖΟΣ: Ο
ΑΣΤΡΟΒΑΤΗΣ!
Από τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΑΤΡΟΠΟΥΛΟ
Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ –Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 1990. (Στην στήλη που διατηρούσε ο ποιητής και στιχουργός «ΓΕΙΑ ΣΑΣ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ»)
Δεινός χειριστής της νεοελληνικής γλώσσας και έντιμος διαχειριστής του ψυχισμού της γενιάς του, πορεύεται εδώ και λίγες μέρες στην άλλη όχθη των ιδεών και των νοημάτων, ο αστροβάτης Νικόλαος Καρούζος. Όλοι είπαν (κι όσοι δεν κατάλαβαν, έγραψαν κιόλας!) πως ο Καρούζος δυστύχησε! Μόνιμοι θιασώτες μιας τρέχουσας και τυπικής λογικής, ανθρωπομετρικά αιχμαλωτισμένοι στα συν πλην της καθεμέρας, προσπάθησαν να συλλάβουν την εικόνα, την αίσθηση, τον προορισμό και το έργο ενός τέτοιου Ποιητή, απ’ την κοινωνική του ταυτότητα! Οι καημένοι!
Ποιος είπε πως ο αναβάτης της «Ελάφου των άστρων» έπρεπε να έχει εξοχικό στην Λούτσα, και Μπε Εμ Βε: Ποιος μπορεί να ισχυριστεί πως ο μέτοικος τέτοιων μετατροπιών και τόσου ψυχικού πλούτου κάτοχος, θάπρεπε να μπει στο συγκριτικό «κουβά» με τους άλλους, τους υπόλοιπους, τους ρέστους, τους μη ποιητικά ζώντες και τους αντιποιητικά διατρίβοντες; Δε λέμε, καλοί είναι κι οι βιομήχανοι για τους βιομηχάνους, οι ποδοσφαιριστές για τους ποδοσφαιριστές, και οι άλλοι όλοι για τους άλλους όλους. Όμως, αφού τολμούν (όσοι τολμούν) ν’ αγγίξουν, έστω «εκδρομικά» την ουσία ενός ποιητή, τουλάχιστον, ας μην εκπίπτουν στο ατόπημα να τον μετρούν με τις δικές τους μεζούρες!
Ο Καρούζος ευτύχησε! Υπήρξε ελληνοκεντρικός και έντιμος. Αξιοπρεπής και περήφανος. Σεβάστηκε τους άλλους, έσκυψε με ιερή λατρεία πάνω στη γλώσσα και την ιστορία της, έσκαψε με χειρουργική δεινότητα τα βάθη του «είναι» του και σεμνά, αθόρυβα, ουσιαστικά, εκπορεύτηκε προς τα έξω, ατόφια πρόταση συμπαντικής ευθύνης! Κυνηγήθηκε από τα ιερατεία και τα διευθυντήρια, ναι! Μα αυτή δεν είναι μόνο η μοίρα, αλλά και ο προορισμός του Ποιητή στα δίσεχτα χρόνια μας. Ο Ποιητής είναι το υποκατάστατο του Μάγου της πρωτόγονης κοινωνίας, στον καιρό μας! Είναι ο «λογομάρτυρας» και ο επικός ήρωας του Λόγου που αλώνεται απ’ την εξουσιαστική τεχνομανία!
Ο Καρούζος ευτύχησε! Το έργο του μένει! Αν δεν άλλαξε το ταπεινό ουζάκι του και τη βόλτα του στα στέκια των αγνών πολιτών της σύγχρονης Αυλής των Θαυμάτων, αυτό, υπήρξε δική του επιλογή! Αρνήθηκε τα πολυδιαφημισμένα κόκκινα γαρύφαλλα στο πέτο και τις πομπώδεις συνεντεύξεις! Κι όταν χρειάστηκε, υπήρξε και άντρας και Έλληνας και πάντα προοδευτικός!
Ο Νίκος Καρούζος φεύγει ζάμπλουτος, Κυρίες και Κύριοι των πρόχειρων και μελοδραματικών σημειωμάτων παντός τύπου! Και «ωραίος σαν Έλληνας» όπως αποφάνθηκε, ο άλλος εκείνος μεγάλος Νικόλαος της ποίησης, ο Εγγονόπουλος! Νικόλαε αστροβάτη και Ποιητή, καλό ταξίδι! Η «Έλαφος των άστρων» θα σε ταξιδέψει εκεί που ξέρεις και πάντα κατοικούσες: Στα μυστικά κι απροσπέλαστα τοπία της ύπαρξης! Αντίο Ποιητή!!
--
Της ώρας…
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΑΤΡΟΠΟΥΛΟΥ
Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ 3 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1990. (στα δίστηλα σχόλια που έγραφε ο ποιητής και στιχουργός Δημήτρης Ιατρόπουλος, «Η κρυφή μεριά του φεγγαριού»)
ΚΛΑΣΙΚΟ χρονογράφημα θα κάνουμε σήμερα! Πέντε έξι γεγονότα που σηματοδότησαν τις μέρες μας και ερέθισαν τη γραφομηχανή μας. Απ’ αυτά που λειτουργούν σαν μήτρα της είδησης και αποδεσμεύουν μια δυναμική των ημερών, κατάλληλα ερμηνευόμενη ως: «Τ’ είχες Γιάννη, τι είχα πάντα»! Ελλάς, γαρ!
Ο θάνατος του ποιητή Νίκου Καρούζου έθεσε πάλιν επί τάπητος τη γνωστή ιστορία του υπουργείου Πολιτισμού, περί ποιητών (βλέπετε: πολιτών!). Πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, ως προς το συντάξιμο ποσό που μηνιαίως δικαιούνται. Ποιος θα κρίνει, λοιπόν τους ποιητές; Όποιος κυκλοφορεί απ’ το ρέστο χαρτζιλίκι του καμιά εικοσαριά συλλογές, στο περιθώριο της ζωής του και μπαινοβγαίνει σε βεγγέρες και δεξιώσεις των επιδεξίων της κουλτούρας, θα ονομάζεται «ποιητής» και θα έρχεται εκ των υστέρων κάθε υπουργείο και οποιαδήποτε «επιτροπή» να τον αναγορεύει «Ποιητήν Α», δηλαδή, αξιοσίτιστον της νεότατης Πρυτανείας, αφού τέτοια σημασία έχει η «σύνταξη» για τον πνευματικό άνθρωπο; Και το ερώτημα παραμένει τραγικά αναπάντητο: Ποιος θα κρίνει το ποιος είναι πρώτος ποιητής και ποιος δεύτερος; Ο Καβάφης, λοιπόν, που τον μισούσαν οι περί τον Παλαμά και συνέγραψε, («φιλοτέχνησε» θα λεγα καλύτερα!...) μόνο εκατόν πενήντα τέσσερα ποιήματα, δεν θα εδικαιούτο συντάξεως αν και άλλαξε τη μορφή της νεότερης ποίησής μας; Ποιος «έγκυρος» και εγκυρότερος των ιδίων των αληθινά μεγάλων ποιητών είναι φύσει και θέσει αρμόδιος να τους «αναγορεύσει»; Σε μια χώρα, όπου το «κύρος» είναι μια απ’ τις λέξεις που ασφυκτιούν στα υπόγεια της εθνικής αξιοπρέπειας, τέτοια δυνατότητα, δεν υπάρχει!....
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Ένα ποίημα. (Καιρό έχουμε να υστερογραφήσουμε ποιητικά!):
«Μια μακρινή σειρά
τα παράθυρα
τα σφαγμένα δέντρα
τα καΐκια των περαστικών πάνω στην
άσφαλτο.
Δεν έχει μάτια να την δεις την
αποκάλυψη
στόμα δεν έχεις να την πεις την
παρακμή
είναι πληρωμένη ως το τέλος αυτή η
σχέση:
Ήρωες
πόρνες
όνειρα.
Καραδοκώ
στο χωνί του λαιμού μου,
πετρέλαιο και θειάφι
σου τάζω
μια κραυγή παλιά μου ελπίδα.
Ελπίδα θα πει: Κατέχω πλήρως του θανάτου
το φόβο.
Σχόλασαν
οι πράσινες κουβέντες
ντυμένες κορίτσια
χτες
απόγεμα..
(«Αθήνα, 1973»-αφιερωμένο στον Νίκο Καρούζο, πια…).
Σημείωση: Δίπλα
ακριβώς από το τους σχολιασμούς της επικαιρότητας που προβαίνει ο Δημήτρης
Ιατρόπουλος, -και κάτω δεξιά στην σελίδα-δημοσιεύονται μικρά σχόλια της
συνεργάτιδας της εφημερίδας δημοσιογράφου Νινέττας Κοντράρου με το γενικό τίτλο
«ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ». Διαβάζουμε, μετά την πληροφορία που μας δίδει για τον εικαστικό
Γιώργο Ζογγολόπουλο: «Άνοιξε τις τρύπιες ομπρέλες του ο γλύπτης
Γιώργος Ζογγολόπουλος χτες το μεσημέρι στην γκαλερί «Μπερνιέ» και η αίθουσα
πλημμύρισε από τη δροσιά, το χιούμορ και την αισιοδοξία ενός καλλιτέχνη που
είναι 86 χρονών και μοιάζει δύο
δεκαετίες μικρότερος….». Να υπενθυμίσουμε ότι, στην κεντρική παραλία
της Θεσσαλονίκης, κοντά στον Λευκό Πύργο, όσες φορές οι ειδήσεις μεταφέρουν
ειδήσεις και σχόλια από την βόρειο ελλάδα, οι τηλεοπτικοί σταθμοί δείχνουν τις
«Ομπρέλες» του γλύπτη Ζογγολόπουλου που κοσμούν την Θεσσαλονίκη. Στην συνέχεια
των καλλιτεχνικών ειδήσεων, διαβάζουμε τα εξής από την δημοσιογράφο Νινέττα
Κοντράρου: «Για να μη λησμονούμε τα καλά και γκρινιάζουμε μόνο για τα
στραβά, ας σημειώσουμε πως μπορεί το ΥΠΠΟ να φέρθηκε ως να αγνοούσε το έργο του
ποιητή Νίκου Καρούζου κατατάσσοντάς τον στη β΄ κατηγορία των συνταξιούχων του,
αλλά υπήρξε ένας γιατρός ακαδημαϊκός και υπουργός της Οικουμενικής Κυβέρνησης
Τζαννετάκη που του πρόσφερε τη δυνατότητα να ταξιδέψει στο Λονδίνο, να μείνει
δύο μήνες εκεί και να δεχτεί τη θεραπευτική αγωγή ενός διάσημου γιατρού, του
Ίαν Σμιθ. Αυτός ήταν ο Γεώργιος Μερίκας, που ως υπουργός Υγείας και Πρόνοιας
φρόντισε να ρυθμίσει την κάλυψη όλων των σχετικών εξόδων μέσω του υπουργείου
του.
Φαίνεται πως οι γιατροί αγαπούσαν πολύ τον ποιητή αφού ένας άλλος
γιατρός, διευθυντής του «Υγεία», ο κ. Θέμος Χαραμής, κάλυψε τα έξοδα της
δαπανηρότατης νοσηλείας του και παρήγγειλε ό,τι καλύτερο στον άνθρωπο που θα
στόλιζε το «ταξίδι» του με λουλούδια.
Ο τρίτος γιατρός με τον οποίο είχε στενά δεθεί ο Νίκος Καρούζος ήταν ο
Θάνος Κωνσταντινίδης, στον οποίο αφιέρωσε και το τελευταίο του ποίημα, και ο
τέταρτος ο Μανόλης Πρατικάκης».
Ενδιαφέρουσες οι πληροφορίες για τους γιατρούς που μας δίνει η δημοσιογράφος της εφημερίδας «Έθνος». Δηλώνουν την ευαισθησία και το ενδιαφέρον προσώπων της ιατρικής επιστήμης για τους ποιητές. Ή τουλάχιστον-για ορισμένους από αυτούς. Ο τρίτος γιατρός τυγχάνει να είναι και σημαντικός ποιητής. Είναι ο ποιητής Μανόλης Πρατικάκης. Από όσο θυμάμαι τα παλαιότερα χρόνια, κυκλοφορούσε ένας τόμος στα παλαιοβιβλιοπωλεία με τους γιατρούς λογοτέχνες και ποιητές. Ήταν του παλαιού ποιητή Στέλιου Σπεράντσα: «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΙΑΤΡΟΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ» Από την άλωση της πόλης ως τα σήμερα», εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδης, Αθήνα 1961. Η έδρα της εταιρείας ιατρών λογοτεχνών βρίσκεται στην Γαλλία. Πρόχειρα μου έρχονται τα ονόματα ιατρών λογοτεχνών όπως του πεζογράφου Γιώργου Χειμωνά, του ποιητή Θανάση Χατζόπουλου, του μυθιστοριογράφου Αριστοτέλη Νικολαϊδη, από τον Πειραιά έχουμε τον παλαιό Παύλο Νιρβάνα (που φωτογράφησε τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον οδοντίατρο Γεώργιο Ι Βουλόδημο, τον Ιωάννη Σκαράκη, (που έχει γράψει μια βιογραφία για τον Αντρέα Κάλβο), τον Χριστουλάκη, τον οδοντίατρο Μιχαήλ Μπακούρη, την διηγηματογράφο αναισθησιολόγο Αριστέα Μπούτου κλπ. Οι καλοπροαίρετες «σπόντες» του ποιητή Δημήτρη Ιατρόπουλου για τον ποιητή των κόκκινων γαρυφάλλων, είναι όπως εύκολα αναγνωρίζουμε, για τον Ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο. Τον αγωνιστή ποιητή που είχε γράψει όχι μόνο «τα παιδιά της κνε που λένε στη ζωή το μεγάλο ναι…» αλλά και ότι «τα σοβιετικά τανκς παρήλαυναν σαν μπαλαρίνες του Μπολσόϊ, στην κόκκινη πλατεία της μόσχας». Γιαυτό και ο σύντροφος Φιντέλ, ζήτησε συγνώμη πριν πεθάνει από τους ομοφυλόφιλους λέγοντας ότι τους κυνήγησε αδίκως. Κάλεσε να επισκεφτεί την κούβα ο πολωνός πάπας, ναι, ναι, ο πάπας που συνέβαλε με την πολιτική του να πέσουν τα καθεστώτα που όμνυε ο σύντροφος με το πούρο και την κονκάρδα της επανάστασης στο πέτο. Και είπε, το αμίμητο, ότι «οι καιροί άλλαξαν, το ίδιο και οι οικονομικές συνθήκες, που σημαίνει ότι θα αναγκαστώ να απολύσω κοντά 1.500.000 κουβανούς από το δημόσιο, για να μπορέσει να προσαρμοστεί η οικονομία στους σύγχρονους οικονομικούς καιρούς…» Βίβα κομαντάτε. Όσο για τις Ομπρελίτσες του Ζογγολόπουλου, προσπαθώ να το περάσω στα ψιλά, μπας και το πάρουν χαμπέρι τα καλόπαιδα τα ατίθασα που ακόμα τριγυρνούν και αναστατώνουν την περιοχή, και τρέξουν προς Θεσσαλονίκη μεριά και τις πουλήσουν για παλιοσίδερα. Όσο για εμάς ότι κάνουμε μόνοι μας και με όποιο κόστος και τίμημα. Γιατί από βοήθεια και συμπαράσταση, πες μας που μένεις να τρέξουμε να σου συμπαρασταθούμε. Και μετά μου λες εμένα ότι χρειάζεται η ποίηση, και εκδίδονται ποιητικές συλλογές, και Λόλα να μια ποιητική λέξη. Οι ύαινες έχουν διασπαρθεί σε όλη την χώρα. Αν αυτό δεν υπάγεται στην διάλυση ενός κράτους και μιας έστω κουτσουρεμένης αστικής ψευτοδημοκρατίας τότε τι υπάγεται. Μόνο που τώρα, θα το παλέψουμε, δεν θέλουμε να είμαστε πάντα εμείς οι παράπλευρες ανθρώπινες απώλειες.
--
ΟΙ ΑΠΟΝΤΕΣ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ. Ο
ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ
Γράφει ο
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΑΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
Εφημερίδα ΈΘΝΟΣ 27 Απριλίου 1997, σ. 12. (στην στήλη που διατηρούσε ο ποιητής και στιχουργός «ΤΑΙΜ ΑΟΥΤ»)
-Ο Νίκος Καρούζος, υπήρξε ένας απ’ τους μεγάλους ποιητές μας, από τον πόλεμο κα μετά. Η σημαντική προσφορά του στα ελληνικά γράμματα δεν έχει ακόμα εκτιμηθεί όσο της αξίζει και το όνομά του δεν έχει περάσει εκεί που του άξιζε, δηλαδή, μέσα στις καινούργιες γενιές και στα νέα παιδιά.
-Ευτύχησα να γνωρίσω τον ιδιαίτερο αυτόν άνθρωπο στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν μαζί με άλλους νεότατους τότε ποιητές μας, στήναμε το ποιητικό κίνημα της Αμφισβήτησης, όπως έμεινε στην ιστορία της λογοτεχνίας μας, όταν μας πρωτοπαρουσίασε ο μακαρίτης Βάσος Βαρίκας σε μια ιστορική κριτική του στο τότε «ΒΗΜΑ», το Μάη του 1971.
-Μέχρι να καταξιωθεί όμως η προσπάθειά μας, συναντήσαμε τεράστια εμπόδια απ’ το κατεστημένο και τα διευθυντήρια εκείνου του καιρού. Ο Νίκος Καρούζος προς τιμήν του, ήταν ένας απ’ τους ελάχιστους που μας αγκάλιασαν και με τις σοφές παρατηρήσεις του μας βοήθησε ιδιαίτερα να βρούμε το δύσκολο και σκληρό δρόμο μας.
-Ώρες ολόκληρες, εκεί στο παλιό και ιστορικό «Βυζάντιο» και στα «Νούφαρα» της Πλατείας Κολωνακίου που αποτελούσε τότε την καρδιά της κουλτούρας μας, τα λέγαμε με τον Νίκο και τα ψάχναμε.
-Είχαμε γνωριστεί κάπως περίεργα: Στην παρέα του που βρέθηκα ένα απόγευμα-κι ήταν μαζί μας κι ο Δημήτρης Κολλάτος, κι άλλοι νέοι της εποχής-υπήρχε και μια ξανθιά κοπέλα, που ο Καρούζος για να της κάνει ένα ευγενικό κομπλιμέντο, της είπε: «Αν ήμουν νεότερος και είχα σχέση μαζί σου, θα κρατούσα εσένα και θα πετούσα την ποίηση απ’ το παράθυρο!». Όλοι γελάσαμε με το αστείο του κι εγώ τότε, είπα: «Εγώ θα κρατούσα την ποίηση και θα πετούσα εσένα απ’ το παράθυρο, κοπέλα μου! Τότε ο Νίκος γέλασε με την καρδιά του κι από τότε συνδεθήκαμε με μια βαθειά και αμοιβαία εκτίμηση…
-Ο Νίκος Καρούζος έφυγε απ’ την ζωή, κυριολεκτικά αδικημένος, γιατί οι μέτριοι του καιρού του, όταν ήρθε η ώρα να πάρει την τιμητική του σύνταξη απ’ το Υπουργείο Πολιτισμού, τον κατέταξαν στην Β΄ κατηγορία δημιουργών και του δώσανε ένα πεντοχίλιαρο λιγότερο!
-Ήταν μια ξεφτίλα που μας εξαγρίωσε όλους, ενώ ο ποιητής βαθιά πικραμένος, αρνήθηκε τη σύνταξη και δεν είπε κουβέντα…
-Σύχναζε στα μπαράκια της εποχής κι έπινε το ουζάκι του κουβεντιάζοντας με τους νέους. Το απόγευμα της μαύρης ημέρας του Πολυτεχνείου, μπροστά απ’ την ιστορική πόρτα που μετά από λίγες ώρες θα τσάκιζε το χουντικό τανκ, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, συναντηθήκαμε. Με κοίταξε με ανησυχία και με τράβηξε απ’ το μανίκι.
-«Να σου πω, Δημήτρη. Λες να είναι ένα είδος επανάστασης αυτό που ζούμε τώρα;».
-Δεν απάντησα, έπεσα στην αγκαλιά του, είχε βουρκώσει και μ’ έσφιγγε και τα μάτια του κοιτούσαν ψηλά και μακριά, πολύ μακριά.
ΘΥΜΗΤΑΡΙ: Νίκο μου, δεν ξέρω αν ήταν επανάσταση, όμως εσύ ήσουν ένας αληθινά μεγάλος ποιητής, πέρα από «κατηγορίες»…
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΙΑΤΡΟΠΟΥΛΟΣ, εφημερίδα ΕΘΝΟΣ 27 Απριλίου 1997, σ. 12.
Σημείωση: Και που νάξερε ο ποιητής, τι σύνταξη παίρνουν οι σκληρά εργαζόμενοι που δεν είναι ποιητές, μετά από 30 συναπτά έτη εργασίας. Όταν μάλιστα, δεν έχουν την πολυτέλεια να την πετάξουμε στην μούρη όλων αυτών που μιλάνε για δημοκρατία, δικαιοσύνη, ισονομία, ελευθερία. και ετοιμάζονται να εορτάσουν τα διακόσια χρόνια της….
--
ΑΓΑΠΗΤΕ ΦΙΛΕ….
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΟΥΡΤΗ
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 23 Απριλίου
1990
… ΠΟΙΗΤΗ Νίκο Καρούζο, πολύ χάρηκα που σε ξαναείδα μετά από πολύ καιρό-κι ας ήσουνα στη τηλεόραση.
Κι ήθελα να σε ρωτήσω: «Δεν σε βλέπω απόψε καλά, τι έχεις;». Για ν’ άκουγα και πάλι την απλή (!) σου απάντηση: «Έχω ύπαρξη».
Μας έλειψες, Νίκο. Εσύ που τόσο καλά ξέρεις ότι «μέσα στη δίψα είναι όλο το νερό» κι ότι «την απελπισία μας δεν την ανταλλάσσουμε με θαλπωρή άλλη», μας έλειψες, αδερφέ.
Γι αυτό σήμερα σου αφιερώνω ένα ποίημα.
«Όποιος θρηνεί δεν
είναι άξιος
απελπισίας
δεν είναι όλβιος
εαρινής
κακουργίας
εαρινών γεγονότων».
Το θυμάσαι; Το ‘γραψες πάνω στο γεμάτο πακέτο των τσιγάρων σου κι από δίπλα σε κοιτούσε μια ξανθιά που είχε «τη διχάλα των σκελιών της ανοιγμένο τριαντάφυλλο».
Και μπορεί όπως είπες-στην τηλεόραση-«το άτομο να απέρχεται», όμως, Νίκο καλέ μου, η παρέα μένει… Και σε περιμένει…
Για τη «βία, τη νύχτα και την έμπνευση».
Ανάστα ο ποιητής και ο φίλος.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 23/4/1990.
--
Ο ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΠΕΘΑΝΕ,
ΖΗΤΩ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Του ΓΙΏΡΓΟΥ ΣΚΟΥΡΤΗ
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 1
Οκτωβρίου 1990
Αυτό το κομμάτι γράφεται μ’ έναν κόμπο στο λαιμό και με χέρι που τρέμει. Μόλις έμαθα για το τελεσίδικο του Νίκου Καρούζου.
Δεν ξέρω τι θα πούνε για τον ποιητή και άνθρωπο οι άλλοι ποιητές και τι θα πει και θα κάνει η Πολιτεία. Εγώ, έχω να πω αυτά τα λίγα.
Να ανακηρυχθεί η 28η Σεπτεμβρίου, Ημέρα Χαράς της νεοελληνικής ποίησης. Επίσης, την ίδια αυτή ημέρα να θεσπιστεί και ν’ αρχίσει να απονέμεται από του χρόνου κιόλας, το «Βραβείο Ποίησης Νίκου Καρούζου» για νέους ποιητές. Έχ ω επίσης να πω ότι ο Καρούζος εκδικήθηκε όλους αυτούς τους μασκαράδες ανεγκέφαλους της κουλτούρας και της πολιτικής, που τόσα χρόνια προσπάθησαν να τον έχουν στη γωνία. Ο Καρούζος εκδικήθηκε, με την ομόφωνη πια αποδοχή του ως μεγάλου ποιητή.
Ο ΚΑΡΟΥΖΟΣ νίκησε.
Και τέλος, θέλω να πω ότι λυπάμαι βαθιά που «απήλθε». Πιο πολύ όμως λυπάμαι, που δεν ήταν αθάνατος. Το είπε ο Νταλί: «Οι μεγαλοφυΐες δεν πρέπει να πεθαίνουν».
ΦΙΛΕ μου Νίκο, σε αποχαιρετώ με τον στίχο σου:
«Η ΠΙΟ μεγάλη ώρα της ζωής υπάρχει σαν τις άλλες…»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΟΥΡΤΗΣ, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 1/10/1990.
Σημειώσεις: Υπάρχει ένας στίχος του Νίκου Δ. Καρούζου, που λέει, (από μνήμης) «Η πιο μεγάλη ώρα της ζωής υπάρχει, σαν τις άλλες». Μεταφέρω κείμενα και σχόλια από παλαιότερα δημοσιεύματα για τον ποιητή Νίκο Δ. Καρούζο, αυτό το χρονικό διάστημα, αγωνιζόμενος να ξεπεράσω τα υπαρκτά προβλήματα που αντιμετωπίζει η γειτονιά μας από διάφορους …. Βλέπεις άμα τους κατονομάσεις όλοι αυτοί που κυκλοφορούν με τα βιβλία του αντόνιο γκράμσι στο χέρι θα σε πουν φασίστα. Αυτοί που θα σπεύσουν να αγοράσουν τα απομνημονεύματα του πρώην προέδρου των ηνωμένων πολιτειών,-του πρώτου μαύρου προέδρου-θα σε χαρακτηρίσουν ρατσιστή. Θα καταφύγουν στη διεθνή αμνηστία να σε στοχοποιήσουν. Την ίδια στιγμή που όλοι αυτοί βοηθιούνται οικονομικά με τον έναν ή άλλον τρόπο από τον κρατικό κορβανά ή τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Κείμενα που δεν αναφέρονται ειδικά στις ποιητικές του συλλογές,-όπως είναι τα κείμενα και οι κριτικές του συγγραφέα και κριτικού Ευγένιου Αρανίτση, που έχει κυκλοφορήσει και έναν τόμο «ανθολόγιο» με ποιήματα του Νίκου Δ. Καρούζου, όπως είναι τα κριτικά κείμενα του φιλόλογου και δοκιμιογράφου Ανδρέα Μπελεζίνη, του κριτικού και ποιητή Παντελή Μπουκάλα, του φίλου και «μαθητή» του ποιητή Γιώργου Κακουλίδη, του συντοπίτη του Πάνου Λαλιάτση, (οποίος έχει πραγματοποιήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα στην πόλη του, ραδιοφωνικές εκπομπές για τον ποιητή) και άλλων μελετητών και ανθρώπων που τον γνώρισαν από κοντά και συνεργάστηκαν μαζί του, που συμμετείχαν στα διάφορα αφιερώματα των περιοδικών για τον ποιητή ή στα δύο συμπόσια που έχουν διεξαχθεί για την ποιητική του παρουσία και διαδρομή. Και φυσικά, της φιλολόγου και επιμελήτριας των ποιητικών και πεζών του απάντων, και συνεντεύξεων, Ελισάβετ Λαλουδάκη, και τα κείμενά της για το έργο του. Μετέφερα ένα είδος μικρού «ανθολογίου» κειμένων και σχολίων, για το πώς συμπεριφέρθηκαν ποιητές και άνθρωποι του πνεύματος, η ελληνική πολιτεία και οι φορείς της, απέναντι στον ποιητή. Όσο υπερβολικός και αν είναι ο τόνος των κειμένων αυτών, δεν παύουν να μας δίνουν μια εικόνα στο πως λειτουργούσαν όλα αυτά τα «κυκλώματα» καταξίωσης ή απαξίωσης ποιητικών φωνών. Όχι μόνο την εποχή που δημοσιεύθηκαν-πολιτική εποχή της Συγκυβέρνησης της αριστεράς και του κομμουνιστικού κόμματος με την νέα δημοκρατία στην κυβέρνηση του τέως κυρού πρωθυπουργού Τζανή Τζανετάκη, αλλά, και το πώς συμπεριφέρονταν οι διάφοροι άνθρωποι των επιτροπών του υπουργείου πολιτισμού, επί υπουργίας Μελίνας Μερκούρη. Όλοι αυτοί οι καρεκλοκένταυροι πνευματικοί ταγοί που «διαχειρίζονται» ή αποφασίζουν για το δημόσιο χρήμα και αποφαίνονται ποιοι αξίζουν την κρατική «ελεημοσύνη» και ποιοι όχι. Και σε όλους αυτούς τους παρατρεχάμενους των δημοσίων αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας, οφείλουμε να συμπεριλάβουμε και την τοπική αυτοδιοίκηση. Αν διαβάσουμε, μόνο το άρθρο του συγγραφέα και δημοσιογράφου Δημήτρη Γκιώνη στην παλαιά εφημερίδα Ελευθεροτυπία, δες Δευτέρα 14 Ιουνίου 1993, «ό βασιλιάς «νίκησε» τον ποιητή,,, ή πώς το Ναύπλιο δεν τήρησε την υπόσχεσή του»., θα φρίξουμε από αγανάκτηση, ή στην καλύτερη περίπτωση θα αηδιάσουμε και θα πικραθούμε, για το πώς βλέπει η επίσημη πολιτεία και μέρος της πνευματικής διανόησης τους ποιητές και τους συγγραφείς. Στην καλύτερη περίπτωση, μόνο ως αγοραστές των βιβλίων και περιοδικών τους που εκδίδουν. Η περίπτωση της συνταξιοδότησης του Νίκου Δ. Καρούζου μας λέει ακόμα και σήμερα πολλά. Όμως για να το φτάσουμε και μέχρι τα όριά του, αν και όταν έχουν φύγει από την ζωή όλοι αυτοί, τι ωφελεί η αναμόχλευση. Κανονικά ούτε ο ποιητής έπρεπε να δεχτεί την δημόσια κρατική του βράβευση. Έπρεπε να αρνηθεί να βραβευθεί όμως, και οι ποιητές είναι κοινοί άνθρωποι σαν και εμάς, και δεν ξέρουμε πότε και πως αντιδρούν σε ανάλογες περιπτώσεις. Το κείμενο του Θεόφιλου Δ. Φραγκόπουλου ίσως είναι περισσότερο εριστικό από εκείνο του Κώστα Σταυρόπουλου, γιατί ο Φραγκόπουλος, έχαιρε-και νομίζω ακόμα χαίρει- μεγαλύτερης αναγνώρισης και εκτίμησης από το λογοτεχνικό και ποιητικό «κατεστημένο». Και όχι αδίκως. Τα κριτικά και δημοσιογραφικά κείμενα του Φραγκόπουλου διακρίνονται για την κριτική τους επιμέλεια. Η ακτίνα της όρασής του είναι ευρεία, έχει γνώσεις, διαθέτει άποψη, εντάσσει το έργο ενός συγγραφέα μέσα στο χρονικό και καλλιτεχνικό πλαίσιο στο οποίο ανήκει. Συνεξετάζει ποιητές, διακρίνει στοιχεία ή εντοπίζει καταστάσεις που άλλοι δεν το έχουν πράξει. Ο κριτικός του λόγος δεν είναι επιλήψιμος. Μπορείς να συμφωνείς ή να διαφωνείς όμως έχει θέση και μάλιστα ορισμένες φορές διαθέτει και πρωτοτυπία. Και φυσικά, δεν ανήκει σε «κυκλώματα». Από όσο γνωρίζω, δεν έχουν συγκεντρωθεί τα διάσπαρτα άρθρα και κείμενά του, τα δημοσιεύματά του σε βιβλίο. Βρίσκονται σκόρπια σε περιοδικά και εφημερίδες. Του Κώστα Σταυρόπουλου πάλι, το άρθρο του για τον Καρούζο είναι περισσότερο χρωματισμένο ιδεολογικά, αυτό φαίνεται με την πρώτη ματιά, χωρίς όμως να χάνει κάτι από τις εύστοχες επισημάνσεις που κάνει. Εντάσσοντας το έργο του Νίκου Δ. Καρούζου, μέσα σε ένα πλαίσιο ποιητικών και γλωσσικών αναφορών που προέρχονται και σηματοδοτούνται από την αριστερή ή κομμουνιστική ιδεολογία. Μόνο που, αν δεν τον παρερμηνεύω, η υπερβολική του αγάπη για το έργο του Καρούζου, τον κάνει να φτιάχνει μια κριτική ζυγαριά και από την μία να τοποθετεί τον Νίκο Καρούζο και από την άλλη όλους τους άλλους, με ιδιαίτερη βαρύτητα στο έργο του Άρη Αλεξάνδρου που έχει ένα ξεχωριστό βάρος ανάμεσα στα ονόματα των υπολοίπων ποιητών που προέρχονται από την προπολεμική και μεταπολεμική αριστερά. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα άλλο κείμενο που υπογράφει ο Κώστας Σταυρόπουλος, που δημοσιεύεται στην τελευταία σελίδα του τρίτου τεύχους του περιοδικού «παρένθεση» και έχει να κάνει με την «ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΑΚΡΙΘΑΚΗ ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ» της Πάτρας που πραγματοποιείται τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς. Ένα άλλο κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον και δημοσιεύεται στο περιοδικό σελίδες 6-7, είναι του ανθρωπολόγου Άρη Πουλιανού, ο οποίος μας γνωρίζει τον «Πρωτοπόρο της Ελληνικής Ανθρωπολογίας» ΚΛΩΝ ΣΤΕΦΑΝΟΣ (1854-1915) ο οποίος κατάγονταν από την Κέα. Ιατρός το επάγγελμα ο οποίος ασχολήθηκε με την ανθρωπολογία. Και όπως σημειώνει ο Άρης Πουλιανός: «Ο Κλων Στέφανος προσπάθησε υπεράνθρωπα να ιδρύσει έδρα ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά στάθηκε αδύνατο. Το Πανεπιστημιακό κατεστημένο δεν του το επέτρεψε και πέθανε πικραμένος το 1915.».. όπως βλέπουμε, το πρόβλημα στην χώρα μας είναι και κάθετο και οριζόντιο και διαχρονικό. Στο ίδιο τεύχος ξεχωρίζει και το μακροσκελές άρθρο του Βασίλη Φιοραβάντε, «Ο ΣΚΛΑΒΟΣ, ΤΑ ΕΠΤΑΝΗΣΑ, Ο ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ/1», Σ. 11-12. Παρότι στο εξώφυλλο του περιοδικού που δημοσιεύεται και ασπρόμαυρη φωτογραφία του ποιητή Νίκου Καρούζου γράφει «Αφιέρωμα», διαβάζουμε μόνο ένα κείμενο για τον ποιητή, αυτό του Κ. Σταυρόπουλου. Τα κείμενα που δημοσίευε ο Ηλίας Πετρόπουλος από το Παρίσι, κινούνται συνήθως στην ίδια μνημονική ατμόσφαιρα των σχέσεων του λαογράφου με άλλους ομοτέχνους του ή συνομηλίκους του έλληνες συγγραφείς. Το βιβλίο που αναφέρεται, είναι το γνωστό «Ελύτης-Μόραλης-Τσαρούχης» που είχε εκδόσει. Ενώ τα Ρεμπέτικα είναι ο γνωστός ογκώδεις τόμος Ανθολογία των Ρεμπέτικων τραγουδιών, που μαζί με την τετράτομη ανθολογία του Ρεμπέτικου τραγουδιού του Σχορέλη αποτελούν την βάση για τους ερευνητές του ρεμπέτικου στίχου και της μουσικής. Ενδιαφέροντα είναι τα κείμενα του ποιητή και ανθολόγου, στιχουργού και αρθρογράφου Δημήτρη Ιατρόπουλου. Τα μικρά αυτά συνήθως μονόστηλα κείμενά του, μας παράσχουν αρκετές πληροφορίες για ποιητές και πνευματικές στιγμές και καταστάσεις παλαιότερων χρόνων. Ο Ιατρόπουλος, δεν μας μιλά μόνο για τις φιλικές του σχέσεις και παρέες των δεκαετιών που ανδρώθηκε το νεανικό κίνημα της αμφισβήτησης της εποχής του, δεκαετία του 1960 αλλά, σχολιάζει εποικοδομητικά πρόσωπα και καταστάσεις, γεγονότα και συμβάντα που περιστρέφονται γύρω από τον δικό του πνευματικό και καλλιτεχνικό κύκλο. Τα κείμενά του διαβάζονταν ευχάριστα από τους τότε αναγνώστες της εφημερίδας «Έθνος», όπως και άλλων συγγραφέων αντρών και γυναικών που ασχολούνταν παράλληλα και με την δημοσιογραφία, όπως και με την κριτική και παρουσίαση βιβλίων βλέπε την ποιήτρια Ελένη Γκίκα. Και φυσικά το «βαρύ πυροβολικό» όχι μόνο της κινηματογραφικής τέχνης, ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Τα κείμενα του θεατρικού συγγραφέα Γιώργου Σκούρτη είναι περισσότερο παθιασμένα και γιαυτό κάπως ακραίων τόνων. Κάτι που μάλλον δεν διακρίνεται τόσο έντονα στα θεατρικά του έργα, αν δεν λαθεύω. Τον θυμάμαι στο σπίτι του να μας διαβάζει έργο του.
Αλλά για τον Νίκο Δ. Καρούζου και την ποίησή του, θα επιμείνουμε μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα στην περιοχή μας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου