ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
ΚΑΤΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΟΡΘΙΟΣ
Του Σάββα Μιχαήλ
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ» φύλλο 14/13 Οκτώβρη 1990
«-Εμείς πού αληθεύουμε;
-Στην επανάσταση.
ΑΥΤΟ ΕΙΝ’ ΑΛΗΘΕΙΑ»
Νίκος Καρούζος, Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη
1.Κάποτε ρώτησαν τον Ραμπί Μεναχέμ Μέντελ του Βόρκι, τί ξεχωρίζει ένα παιδί του Αβραάμ από τους άλλους ανθρώπους. Κι αυτός απάντησε: «Τρία πράγματα του ταιριάζουν. Γονατίζει όρθιος, κραυγάζει άλαλος, χορεύει ακίνητος».
Μεταφέρθηκε η χασσιδική αυτή ιστορία, πάνω από έναν αιώνα αργότερα, στο Νίκο Καρούζο. Κι ο ποιητής την ένοιωσε βαθιά. Στη ζωή του κράτησε και στη «Κρονστάνδη» του μίλησε γι’ αυτήν ακριβώς τη στάση.
κι
αποτυχίζω την απόγνωση κατακείμενος
όρθιος.
Ο Καρούζος, ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο επαναστάτης, είναι η Αντίφαση η φλεγομένη που μηδέποτε κατακαίεται. Ο δρόμος του, γραφέων οδός ευθεία και σκολιή μη. Κι η Ποίησή του, η ταναντία εις ταυτόν αγαγούσα.
2. «κι αποτυχίζω την απόγνωση…»
Η απόγνωση της ανθρώπινης ύπαρξης δεν χωρίζεται, για τον Καρούζο, από την οδύνη της Ιστορίας. Το έχουμε πει κι αλλού: όπως σε κάποιον πονάει το κεφάλι του ή το δόντι του, στον Καρούζο πονάει η Ιστορία. Ψηλαφά την ύπαρξη ιστορικά και την Ιστορία υπαρξιακά. Γι’ αυτό και δεν συμβιβάζεται με την απόγνωση.
Μιλώντας με αγάπη για τον Samuel Beckett, γράφει: «Αλλά κάπου πραγματικά γελιέται ο Beckett. Εννοώ πώς ο άνθρωπος που έχει τη δύναμη να διαλέξει και να μην ψοφήσει στην απόγνωση. Το παράλογο που πηγάζει απ’ την ενότητα της ζωής και του θανάτου λείπει απ’ τη ματεριαλιστική βίωση, όπου οι όποιοι απελπισμοί και οι όποιες απογνώσεις βιώνονται στη διάσταση της μελλοντικότητας που θα βρει τους τρόπους να τις αναιρέσει» (Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο).
Ο Καρούζος αποτυχίζει την απόγνωση, δηλαδή-όπως ο ίδιος μας έχει εξηγήσει το νεολογισμό- την οδηγεί σε αποτυχία, σε αυτοαναίρεση. Δεν την αποφεύγει, ούτε την ξορκίζει μικρόψυχα. Τον δυναμιτίζει και την ανατινάζει εκ των ένδον, μ’ όλο το τίμημα που αυτό συνεπάγεται. Ζει την χαρμολύπη της καθολικής απελευθέρωσης. «Μακρά σοφία για ζωή ανώτερη. Μακρά νοσταλγία του ύψους. Αξία λυτρωτική. Μακρό πένθος της ελευθερίας. Υπεράνω της ανυπόφορης θεολογίας. Ο χρόνος που γίνεται παράδεισος και όχι πανικός» (ό.π.π.)
Η βίωση του Καρούζου παραμένει «ματεριαλιστική». Για την ακρίβεια υλιστική, διαλεκτική, ή, όπως θάλεγε ο ίδιος, υλιστική-ουρανοχαρής.
3.Η σχέση του Νίκου Καρούζου με τον Διονύσιο Σολωμό είναι υπαρκτή, βαθειά, ζωντανή- και δυσφημισμένη. Διάφοροι την αναζητούν μ’ εξωτερικές συγκρίσεις σε φαινομενικές ομοιότητες, π.χ. στο κοινό πάθος για την γλώσσα. Άλλοι καταγίνονται με μετρήσεις ύψους, αν είναι «ισουψείς» ή «ανισουψείς» ποιητές. Σάμπως να μπορεί κανείς να μετρήσει τα γνήσια ποιητικά μεγέθη, όταν ξεφεύγουν απ’ τα όρια της συγκυρίας, «με τη μεζούρα του εμποροράφτη» κατά την έκφραση του Τρότσκι…
Η σχέση πρέπει ν’ ανιχνευτεί στην ιστορική-υλική πηγή της. Και οι δυό βάλανε στο επίκεντρο της ποιητικής τους Οδύσσειας το αίνιγμα της Ιστορίας-και φτάσανε στην οξύτερη ποιητική συνείδηση του τέλους της. Και οι δυό αναζήτησαν με πάθος τους δρόμους και τους τρόπους με τους οποίους η επανάσταση θα γίνει διαρκής, δεν θα μείνει στη μέση θλιβερό ερείπιο.
Εδώ, όμως, βρίσκεται και η μέγιστη διαφορά τους. Ο Σολωμός ξεκίνησε τον καιρό της ανερχόμενης κι ανολοκλήρωτης δημοκρατικής αστικής επανάστασης. Ο Καρούζος συνέχισε την εποχή της ανερχόμενης κι ανολοκλήρωτης σοσιαλιστικής επανάστασης.
Όσο απομακρυνόμαστε από τα χρόνια του Σολωμού και της πρώτης επανάστασης, κ’ η δεύτερη χάνονταν στον ορίζοντα κολοβή και οριστικά τερματισμένη, τόσο στέρευε κ’ η ιστορική συνείδηση από την νεοελληνική ποίηση ή ξέπεφτε σε στείρο ιστορικισμό, δέσμιο στα εκάστοτε ιδεολογήματα της άρχουσας τάξης.
Στον αιώνα μας, αναμφίβολα ο Καβάφης έχει οξύτατη ιστορική συνείδηση, και μάλιστα συνείδηση της ιστορικής παρακμής του σύγχρονου αστικού κόσμου. Αλλά, ο Καβάφης είναι κατ’ εξοχήν «ελληνικός» προ-μεσσιανικός: στην ποίησή του δεν υπάρχει τέλος της Ιστορίας. Ο ορφικός Σικελιανός, με τον τρόπο του, το ψηλαφά. Αλλά συχνά συγχέει τον ιστορικό και τον μυθολογικό χρόνο.
Η δεύτερη επαναστατική τομή που γνωρίζει η ιστορική εξέλιξη της νεώτερης ελληνικής κοινωνίας έρχεται με την Αντίσταση και την προδομένη σοσιαλιστική επανάσταση του 1941-1944.Μέσα απ’ το χάσμα π’ άνοιξε ο σεισμός αυτός βγήκε το άνθος της ποίησης του Καρούζου.
Σ’ αντίθεση μ’ άλλους μεταπολεμικούς-μετεμφυλιοπολεμικούς ποιητές, ούτε κλείσθηκε, κλουβί της ιδιωτείας, ούτε έγινε «ποιητής της ήττας» σβήνοντας κάθε επαναστατική προοπτική στ’ όνομα της ήττας της επανάστασης’ ούτε, πάλι, έγινε ο τραγουδοποιός του σταλινισμού, του πρωταίτιου της ήττας. Έμεινε μέχρι τέλους κομμουνιστής και γι’ αυτό ασυμβίβαστος αντισταλινικός. Αναζήτησε όλα τα γιατί και τα πώς, γύρισε ξανά και ξανά στο έπος και την τραγωδία της Οκτωβριανής Επανάστασης, ανοίχτηκε προς όλα τα ρεύματα του εργατικού κινήματος, προς όλες τις επαναστατικές εμπειρίες και τους αγώνες, όλες τις περιπέτειες του ανθρώπου και του ανθρώπινου πνεύματος. Έζησε με τον Σαιν Ζύστ και τον Κουτόν, με τον Ροβεσπιέρο και τον Μακρυγιάννη, με τον Σολωμό και τον Παπαδιαμάντη, με τον Ηράκλειτο και τον Κάφκα, με τον Λένιν, τον Τρότσκι, τους μπολσεβίκους, τους ναύτες της Κρονστάνδης, του Γκουεβάρα, τον δολοφονημένο από τους φασίστες του Σαλβαντόρ αρχιεπίσκοπο Ρομέρο, τους μακρονησιώτες και εξόριστους της Ικαρίας, τους ταπεινούς και τους εξεγερμένους όπου γης. Ήταν οικουμενικός στην Τέχνη και την Επανάσταση, στα βάθη της παράδοσης και στις πιο απόκρημνες κορυφές της πρωτοπορίας.
Δεν ήταν θέμα απλώς επιλογής αλλά ανάγκη: η ολοκλήρωση της επανάστασης απαιτεί και διεκδικεί την ολοκλήρωση του ανθρώπου. Η αταξική κοινωνία είναι η κοινωνία του ολικού ανθρώπου.
«Μόνον αυτοί που τρέφουν όνειρα
απολαμβάνουν την πραγματικότητα»
Νίκος Καρούζος, Δυνατότητες Χρήση της ομιλίας
4.Το πάθος της Ιστορίας εξηγεί το πάθος του Καρούζου για τη γλώσσα, κι όχι το ανάποδο. Δεν ήταν ποτέ θετικιστής-φετιχιστής της γλώσσας. Ας ακούσουμε τον ίδιο τι λέει:
« Είμαστε φτασμένοι, χωρίς αμφιβολία, σ’ όριο της Ιστορίας, όπου, περισσότερο από άλλοτε, ο άνθρωπος κλυδωνίζεται ανάμεσα στις λέξεις. Ο αγώνας, ανέκαθεν, είναι βέβαια να υποτάξει τις λέξεις, άρα να σταθεροποιήσει την αλήθεια. Μα για να κατορθώσει τούτο χρειάζεται την αδέσμευτη σκέψη, εκείνη που θα επιτρέψει να γλιτώσει απ’ τον αδυσώπητο κλυδωνισμό ανάμεσα στις λέξεις…
…..Όταν κατανοώ, πώς ο αγώνας είναι, πάντα, να υποτάξουμε τη γλώσσα, ουσιαστικά βλέπω και συνειδηταίνω, πως ο αγώνας είναι να παρατήσουμε τις λέξεις. Αφαιρώντας απ’ τις λέξεις την εξουσίαν απάνω μας, ελευθερώνουμε την εσωτερική γνώση απ’ τις άπειρες ιστορικές της επενδύσεις, την καθαρίζουμε από τόσες και τόσες κληρονομιές, ώστε να μας αιφνιδιάσει σαν άγνωστος καταρράκτης, από μόνη της, εσωτερικά μπορώντας τη γυμνή της ακεραιότητα. Έτσι γνωρίζουμε ελευθερία. Και λύνουμε τους κόμπους των οντολογικών περιπλοκών…
….Ερχόμαστε, δηλαδή, πριν απ’ την γλώσσα μεσ’ απ’ την εμπειρία της γλώσσας. Γυρισμός. ‘Άλλωστε, ήμαστε κάποτε πριν απ’ τη γλώσσα και νικήσαμε τη φύση κατακτώντας τη γλώσσα. Πώς να διανοηθούμε ανίκητη την ίδια την γλώσσα; Εξαπολύσαμε μια δύναμη ελευθερίας, που όμως μας υπόταξε» (Μεταφυσικές εντυπώσεις απ’ τη ζωή ως το θέατρο).
Απ’ αυτή τη γωνιά πρέπει να ιδωθούν οι «λεκτομηχανές» του Καρούζου. Δεν φετιχοποιούν αλλά από-φενακίζουν τις λέξεις. Μέσα από την τρικυμία του λόγου, αναδύονται τα πλάσματα του βυθού κι ακούγεται ο λόγος «ο εν τη φωνή αφώνως φθεγγόμενος» (Συμεών ο Νέος Θεολόγος).
«Ερχόμαστε πριν απ’ τη γλώσσα» και γυρίζουμε στην αφετηρία, στη Φύση, περνώντας μέσα απ’ την εμπειρία της γλώσσας κι όλες τις ιστορικές πραγματώσεις του κοινωνικού ανθρώπου, αναιρώντας τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα, που αυτές απέκτησαν στη διαδρομή της ταξικής κοινωνίας, διατηρώντας συνάμα και υπερβαίνοντας το πνευματικό τους κεκτημένο περιεχόμενο. Έτσι «οι δυνάμεις ελευθερίας», που γίνανε δυνάμεις καθυπόταξης, απελευθερώνονται κι απελευθερώνουν.
5. Μόνο στο δρόμο αυτό λύνεται η έσχατη απορία του πλατωνικού «Κρατύλου»
«Σύντροφε, θα κατεδαφίσουμε ποτέ την κοινωνική δυστυχία;
Χρωστούμε την πάλη, βεβαίως. Αύριο περιμένω να συνταχτούμε χαρούμενοι, για να
γλιτώσουμε τη διαλεχτική της επαναστατικής αιθρίας απ’ τις ανούσιες θεωρητικές
συζητήσεις. Κάθε καλό στην οργή του λαού κι ας αναπνέουμε οράματα’ είμαστε γι’
αυτό ακριβώς οι καλύτεροι της Ιστορίας.
Εργάσου τώρα στου εαυτού την εκμηδένιση
κραυγάζοντας «κάτω οι μιαροί παρασημάδες»
εμείς μπορούμε να δώσουμε τη ζωή μας μέσα σ’
ένα
συλλαλητήριο
εσείς τι μπορείτε;»
Νίκος Καρούζος, Αντισεισμικός Τάφος
Η απορία και το λογικό αδιέξοδο υπάρχουν όταν αφετηρία για την προσέγγιση της γλώσσας γίνεται η ίδια η γλώσσα, είτε παίρνεται σαν «φύσει πεφυκυία» και ταυτίζεται αφηρημένα με το Ον είτε όταν θεωρείται «ξυνθήκη και ομολογία», τεχνητή σύμβαση σε απόλυτη διαφορά με το Ον, Το ζήτημα είναι, όχι η αφηρημένη ταυτότητα ή η αφηρημένη διαφορά, αλλά η ταυτότητα της ταυτότητας και της διαφοράς των όντων και των «ονομάτων», η ενότητα των αντιθέτων όπου το πρωταρχικό αντίθετο, η αφετηρία κι ο χώρος του γυρισμού είναι το ίδιο το Όν. [«Όντινα μεν τοίνυν τρόπον δει μανθάνειν ή ευρίσκειν τα όντα, μείζον ίσως εστίν εγνωκέναι ή κατ’ εμέ και σε’ αγαπητόν δε και τούτο ομολογήσασθαι, ότι ουκ εξ ονομάτων αλλά πολύ μάλλον αυτά εξ αυτών και μαθητέον και ζητέον ή εκ των ονομάτων» (Κρατύλος 439b)]
Αυτός «ο γυρισμός» στην αφετηρία, στα όντα, «πρίν απ’ τη γλώσσα μεσ’ απ’ την εμπειρία της γλώσσας», για τον οποίο μιλάει ο Καρούζος, έχει την αντίστροφη κατεύθυνση απ’ την επιστροφή στο «άμεσο Είναι» που ζητά ο Χάϊντεγκερ, στην «παρ-ουσία της αμεσότητας του Είναι».
Η αρχική αμεσότητα του Είναι, στη διαλεκτική του Χέγκελ (και του Μάρξ) είναι ακόμα αφηρημένη, μονόπλευρη, φτωχή σε προσδιορισμούς. Το απόλυτο, το αληθινό, βρίσκεται στο αποτέλεσμα του όλου Γίγνεσθαι.
Κι ο
Καρούζος-παρά τη δηλωμένη αντιπάθειά του για τον Χέγκελ –δεν ζητά την αφηρημένη
αμεσότητα αλλά αυτό που ονομάζει «αρτίωση» και «Όλωση». Η δεσπόζουσα αρχή της ποίησής του και της ζωής του ήταν,
σύμφωνα με την δικιά του έκφραση, η
θέληση για τη συντέλεια της ελευθερίας.
6. Μετά τα τελευταία γενέθλια της ζωής του, στις 17 Ιουλίου 1990, κλείνοντας τα 64 και μπαίνοντας στα 65, ο Νίκος Καρούζος έλεγε χωρίς φιλαυτία, με χαρμόσυνο πένθος: «65 χρονών πέθαναν και οι τρείς μέγιστοι άνθρωποι: ο Ηράκλειτος, ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ κι ο Καρλ Μαρξ».
Αν δεν αγαπάς και τους τρείς, πώς να διαβάσεις τα ποιήματα του Καρούζου;
7.Μόλις πέθανε κάποιος δίκαιος, που ήταν φίλος του Ραμπί Μεναχέμ Μέντελ του Βόρκι, ένας Χασσίδ έκανε επίσκεψη στον ραββίνο για να του διηγηθεί τις τελευταίες στιγμές του φίλου του. «Πώς έγινε;» ρώτησε ο Ραμπί Μέντελ. «Πολύ καλά» απάντησε ο Χασσίδ, «όπως όταν περνάει κάποιος από ένα δωμάτιο στο γειτονικό δωμάτιο». «Ά, όχι!» διαμαρτυρήθηκε ο Ραμπί Μέντελ του Βόρκι «έγινε αλλιώς: όπως περνάει κάποιος από μια γωνιά σε μιάν άλλη του ίδιου δωματίου!».
Ή, όπως λέει ο Νίκος Καρούζος:
δεν
ήρθα δεν φεύγω θα σταματήσω
Σάββας Μιχαήλ 9/10/1990
--
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ» ΣΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ
Του Διονύση Κελλάρι
Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ», φύλλο 14, 13 Οκτώβρη 1990.
Τώρα που αυτός ο οποίος «έγραφε στο ιδίωμα της συντέλειας» δεν υπάρχει πιά, τι απομένει; Η απάντηση φαίνεται να’ ρχεται φυσιολογικά: απομένει η γραπτή ποίησή του. Μπορεί όμως, ο Νίκος Καρούζος ως «άνθρωπος της ανθρωπότητας» να εξαντληθεί στα ποιήματά του; Είναι αλήθεια, πως σε τέτοιου είδους ερωτήματα εντοπίζεται πάντα το αίνιγμα της ποιητικής δημιουργίας.
Βέβαια, δουλειά του ποιητή είναι να γράφει ποιήματα. Αυτό φαντάζει αναντίρρητο. Όμως, κ.κ. κριτικοί και ιστορικοί της λογοτεχνίας, που η καμπάνα που σήμανε το θάνατο του ποιητή ακούστηκε στ’ αυτιά σας σαν σάλπιγγα πρωϊνού εγερτηρίου, και σεις, που του απονέμετε τον τίτλο του «λεξιμάρτυρα», μάθετε λοιπόν, πως ο Νίκος Καρούζος δεν υπήρξε ποτέ ένας τέτοιου είδους μάρτυρας. Ο πόθος και η αγωνία του ήτανε να φανερώσει στην ποίηση και τη ζωή του μια νέα ανθρώπινη Ποιότητα, «να προκαλέσει σήμερα το μέλλον» και είναι γνωστό με πόσες θυσίες και ενάντιες προς αυτόν εξελίξεις. Για φανταστείτε! Ο άνθρωπος που απ’ τη πένα του ξεπήδησαν. «Ο ζήλος του μη-σχετικού με παροράματα» και οι «Δυνατότητες και χρήση της ομιλίας», είχε επίσης το θάρρος-και πιθανώς θράσος κατά άλλους-να βγάλει απ’ τη φαρέτρα του κι αυτό εδώ το φαρμακερό βέλος:
«Η γραπτή ποίηση
σωριάστηκε στο στήθος μου
σαν ένα τίποτα».
Να γιατί ο Νίκος Καρούζος υπήρξε μεγάλος άνθρωπος και μεγάλος ποιητής! Μονάχα αυτός που «πείνασε το όνειρο σα σκύλος», μπορούσε να γράψει στίχους σαν τους παραπάνω και να έχει το εσχατολογικό όραμα «για μια Γενική Ποίηση στα πανανθρώπινα μελλούμενα» και αυτό, δεν είναι ένα όραμα για τη γλώσσα, αλλά αδιάσειστη καθολική απαίτηση για «ίση συμμετοχή στην απόλαυση και ομορφιά της ζωής, άμεσα και χωρίς όρους ή συμπιέσεις». Με το να τραυλίζεις συνεχώς κοινοτοπίες πια για την γλωσσοπλαστική δύναμη του ποιητή, δεν κάνεις τίποτ’ άλλο, παρά να εξευτελίζεις και την ίδια την γλώσσα, αποχυμώνοντάς την απ’ την ποίηση και τον ποιητή και να μετατρέπεις αυτόν τον τελευταίο σ’ ένα υπάλληλο της γραφής. Έτσι, δίνεις φιλολογικό άλλοθι στον παραλογισμό που τραβάει ως την έσχατη αποχύμωση της ζωής, στον παραλογισμό μιας άρχουσας τάξης κι ενός κοινωνικού status, οριστικά και αμετάκλητα καταδικασμένων σε εξαφάνιση.
Μπορούμε λοιπόν «να εντάξουμε την τίγρη στο Ποινικό Δίκαιο»; «Πώς;»…. σα ν’ ακούμε τη φωνή του Νίκου, ενώ ανοίγει διάπλατα τα παιδικά του μάτια; «Αδύνατον, κύριοι!»
Έτσι κι αλλιώς, η μουσική που ακούγεται από τη γλώσσα του ποιητή, δεν μοιάζει με την μουσική που βγαίνει από μια οποιαδήποτε Φιλαρμονική Ορχήστρα, αλλά με την μουσική που έβγαινε απ’ την ορχήστρα του Berlioz, όταν παρήλαυνε στους δρόμους με τον ίδιο τον συνθέτη να διευθύνει με σπαθί αντί μπαγκέττας.
Όχι, δεν θα πούμε αντίο στο Νίκο Καρούζο. Θα είναι παρών όταν η γραπτή ποίηση σωριαστεί στο στήθος της ανθρωπότητας ωσάν φράγμα που γκρεμίζεται απελευθερώνοντας τις λίμνες και τα ποτάμια που θα λούσουν μέσα στη δροσιά τους τη Νέα Εφηβεία του ανθρώπου. Τότε είναι που η γραπτή ποίηση του Νίκου θα αποκτήσει σάρκα και αίμα και ο ίδιος ο ποιητής θα ζει μέσα σε Ηλιόλουστες Πνευματικότητες και Εποποιίες του Σώματος.
Δεν μπορείς να πεις αντίο σ’ αυτόν που ήταν ένα από τα προμηνύματα του Μέλλοντος Αιώνος.
Πράγματι, είναι παράλογο να λες αντίο σ’ αυτόν που έρχεται.
Διονύσης Κελλάρις
Leon D. Trotsky
Λέιβα Λέιβα είμαστε
ακόμα στο Μεγάλο
Ποτάμι
Θα βγούμε στην όχθη
της
Αταξικής;
Εσύ πάντως έδωσες την
πολύτιμη
ζωή σου.
Νίκος Καρούζος, 22 Φεβρουαρίου 1989.
Σημείωση:
«έρημος είμαι κι ανάβω λυχναράκι θλίψεως»
Με αυτόν τον στίχο τελειώνει το ποίημά του «Η ΔΙΕΡΩΤΗΣΗ ΟΜΕGΑ» ο ποιητής Νίκος Καρούζος. Διαβάζω και πάλι τα ποιήματά του, σαν μια εκ των υστέρων παρηγοριά μέσα στην αποκαλυπτική βία και ανομία των ανθρώπων γύρω μας. Το τελευταίο διάστημα, στην περιοχή μας, διάφορα καλόπαιδα που προέρχονται από την ευγενή φυλή που ανήκε ο ισπανός ποιητής Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα μπουκάρουν στα σπίτια ανυπεράσπιστων φτωχών ανθρώπων. Μέχρι σήμερα πάνω από 5 σπίτια έχουν υποστεί ζημιά. Ενημερώσαμε την αστυνομία. Ήρθαν ένστολα παιδαρέλια μέσα σε 10 περίπου λεπτά. Μας μίλησαν και είπαν τις απόψεις τους για να μας καθησυχάσουν. Μας ρώτησαν διάφορα, μας πήραν τα στοιχεία. Ευγενικοί και πρόσχαροι, όμως και αυτά τα ένστολα εργαζόμενα με μισθούς πείνας παιδαρέλια, νιώσαμε ότι είναι ανυπεράσπιστα, απέναντι στην κοινωνική βία, όπως οι υπόλοιποι, όλοι εμείς. Θέλω να τους ευχαριστήσω και ας μην γνωρίζω καν το όνομά τους, ας μην αναγνωρίσω ίσως την όψη τους αν τους ξαναδώ. Τα πάντα είναι τόσο σκοτεινά και απρόβλεπτα, επικίνδυνα στην σύγχρονη κοινωνία των ημερών μας. Θα μπορούσε να αλλάξει κάτι αν υπήρχε Δικαιοσύνη σε αυτήν την χώρα. Αυτή όμως δεν λειτουργεί, δεν υφίσταται, εδώ και καιρό, πλέον. Η διάλυση των θεσμικών πυλώνων της πολιτείας είναι θεσμός στην σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Δημιουργήσαμε ένα νομικό πλαίσιο πολιτισμού απονομής της δικαιοσύνης διάτρητο από λογής-λογής εξαιρέσεις και γραφειοκρατικές παρατυπίες. Ένα πλαίσιο που αποδέχεται την όποια πολιτική, κοινωνική και οικονομική παρανομία και ατομική ατασθαλία. Σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Από ημεδαπούς και αλλοδαπούς. Όσο δύσκολα οικοδομείται η εμπιστοσύνη σε έναν θεσμό άλλο τόσο εύκολα αποδομείται. Ένας σύγχρονος βίος αβίωτος, χωρίς στηρίγματα μεταφυσικά, δίχως εσωτερικές συστολές μεγάλης μερίδας των ανθρώπων. Με απαξίωση των παραδοσιακών πνευματικών εφοδίων. Η πομπώδη φωνασκούσα διασκέδαση έχει αντικαταστήσει την σοβαρή και μετρημένη ψυχαγωγία. Την αλήθεια της μαρτυρίας μιας ελληνικής παράδοσης που κατάντησε φολκλορική διασκευή, ανακύκλωση άκαιρων υπομνήσεων. Ένας φόβος ζωής αγκαλιάζει όλους μας, που μας κάνει να αναζητούμε ότι πιο ευτελές και άχρηστο να προμηθευτούμε καταναλωτικά. Καταναλώνουμε τα πάντα με μεγάλη ευκολία στο βωμό του εδώ και τώρα. Ένας κυκλώνας παραφροσύνης στροβιλίζει ένα μέρος του πληθυσμού μας. Ντόπιων και ξένων κατοίκων. Δεν τους νοιάζει τίποτα, δεν ενδιαφέρονται για τίποτα, αδιαφορούν για τα πάντα εκτός από την πάρτι τους. Ζουν μόνο για πάρτι τους. Σε βάρος των υπόλοιπων συμπολιτών μας. Οι διάφορες μεγαλοστομίες περί αλληλεγγύης, φιλανθρωπίας, συμπαραστάσεως, είναι για την τηλεθέαση των αργόσχολων τηλεθεατών. Που αγωνιούν χωρίς αγωνία. Κρίνουν χωρίς κρίση. Σε αυτήν την σύγχρονη όμως κοινωνική διάλυση και πολλαπλή παρανομία, δεν μπορεί να στηριχθεί ένα οποιοδήποτε πολιτικό σύστημα, όσες καλές προθέσεις και αν έχει, να μας αλλάξει, να μας οδηγήσει στους νέους καιρούς, να μας εκσυγχρονίσει. Αν μια κοινωνία στηρίζεται στον εκμαυλισμό των ασθενέστερων και στην ελεημοσύνη της επιδοματικής οικονομικής πολιτικής μόνο, τότε, δεν μπορούμε να μιλάμε για έστω υποφερτή αστική-ανοιχτή δημοκρατία. Ή όλοι μαζί θα προσπαθήσουμε να αλλάξουμε νοοτροπία και τρόπο σκέψης και αντιδράσεις συμπεριφοράς απέναντι στο κοινό καλό, ή θα διαλυθούμε-ακόμα περισσότερο-χωρίς να το συνειδητοποιήσουμε, εκ των έσω. Οι Θεσμοί είναι για να τους τηρούμε και όχι να τους αρνούμαστε, ακόμα και αν νόμιμα μας εκλέγουν. Είτε ανήκουμε σε πλειονότητες είτε σε μειονότητες. Είτε είμαστε ημεδαποί είτε είμαστε αλλοδαποί. Έχουμε την αίσθηση ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας ναρκισσεύεται από την περιχαράκωσή του στην κομματική και ιδεολογική του αυταρέσκεια, στα ιδεώδη των πολιτικών του πεπραγμένων, στην ασυλία της κοινωνικής ανοχής, γιαυτό και οι πολίτες δεν το εμπιστεύονται. Γυρίζουν την πλάτη στην πολιτική και τους πολιτικούς οικογενειακούς κληρονόμους ενός κομματικού συστήματος, που αρνείται να κλείσει τον τελειωμένο της μεταπολίτευσης κύκλο του. Η περίοδος της πανδημίας είναι η δεύτερη ιστορική μας ευκαιρία που μας δόθηκε σαν χώρα, την τελευταία εικοσαετία. Η πρώτη ήταν τα δεκαετή μνημόνια, που μας γονάτισαν ποικιλοτρόπως . Σπαταλήσαμε την όποια ικμάδα μας στα κελεύσματα των ξένων και στην σωτηρία των ευρωπαϊκών κατεστημένων ισχυρών οικονομιών, δώσαμε γη και ύδωρ στο τραπεζικό σύστημα, όπως είπε η σημερινή καγκελάριος της Γερμανίας, «δεν σώσαμε την ελλάδα αλλά τις ευρωπαϊκές τράπεζες». Δεχτήκαμε αλόγιστα και ασυλλόγιστα να υποταχθούμε σαν χώρα, στα κελεύσματα της ξένης πολιτικής και διπλωματίας. Κάναμε τους ξένους κυρίαρχους των ζωών μας και της χώρας μας. Δεν αναρωτηθήκαμε ποτέ σαν λαός, τι έγινε και κράτη του πρώην ανατολικού συνασπισμού που εντάχθηκαν προσφάτως στην ευρωπαϊκή κοινότητα, μπορούν και προβάλουν αρνησικυρία σε δίκαια ζητήματα μιας χώρας, που, είναι από τα παλαιότερα μέλη στην ΕΟΚ. Όταν ο Πλάτωνας εισήλθε στην ΕΟΚ όπως είπε ο γάλλος πρόεδρος Βαλερύ Ζισκάρ ντε Εστεν, τα κράτη αυτά ήσαν δέσμια μιας άλλης πολιτικής ιδεολογίας. Τα ανατολικά καθεστώτα κατέρρευσαν ή οι φιλελεύθερες κοινωνίες απέτυχαν. Γιατί δεν νοείται ανοιχτή δημοκρατία που ποδηγετείται από γραφειοκράτες των κλειστών γραφείων. Δεν νοείται δημοκρατία στην οποία η όποια μειοψηφία να επιβάλει τις απόψεις της στην πλειοψηφία, για να κερδίσει τον χαμένο χρόνο φίμωσης της. Ποιος έχει υπέρτερα δικαιώματα σε μια χώρα, αυτός που προστατεύει τους θεσμούς και κοινωνικούς δεσμούς ή αυτός που θέλει να τους διαλύσει στο όνομα της ιδεολογίας που ακολουθεί. Ποιανού δικαιώματα υπερτερούν, του δικαιωματιστή ή του φορολογούμενου. Όταν η δικαιοσύνη εξισώνει το θήτη με το θύμα ποια πολιτική συνείδηση μπορεί να αναπτυχθεί από τους μόνιμους πολίτες αυτής της χώρας. Ο όποιος επιβαλλόμενος εκσυγχρονισμός μας, οφείλει να γίνεται με ισορροπία και σταδιακά, διαφορετικά, φέρνει αντίθετα αποτελέσματα όπως δείχνουν οι παράνομες ενέργειες τόσο των ημεδαπών όσο και των αλλοδαπών. Θα άξιζε μια εξέταση στο πως αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα και παθογένειες οι άλλες γειτονικές μας βαλκανικές χώρες. Χώρες που κάθε μία για τα δικά της συμφέροντα περισσότερο προσκολλάται στην γείτονα εξ ανατολών χώρα παρά με εμάς που συνορεύει. Θα εορτάσουμε τέλος τι, του χρόνου, στα 200 χρόνια της εθνικής μας ανεξαρτησίας, το εμπόριο με τα τσολιαδάκια που θα πωλούμε στους ξένους τουρίστες; Όταν κόβεις τις ρίζες της παράδοσής σου εσύ ο ίδιος, δεν μπορεί να αναμένεις από τους άλλους να τις σεβαστούν. Κάποτε ο παλαιός ηγέτης της συντηρητικής παράταξης Κωνσταντίνος Καραμανλής είπε σε έναν ξένον ηγέτη, ότι αναλαμβάνω τα ηνία δέκα εκατομμυρίων ηγετών. Αυτό φαίνεται είμαστε εμείς οι Έλληνες. Έλληνες εσμέν, γιαυτό παρανομούμε και αρνιόμαστε τους θεσμούς. Είτε είμαστε εκλεγμένοι πολιτικοί είτε είμαστε απλοί ψηφοφόροι. Είτε είμαστε ημεδαποί είτε είμαστε αλλοδαποί. Μόνο που ηγέτες χωρίς υπηκόους δεν υπάρχουν. Κάποιοι πρέπει να παίξουν και αυτόν τον κοινωνικό ρόλο, μέσα στο παιχνίδι της πολιτικής διακυβέρνησης των ανοιχτών κοινωνιών. Λέτε γιαυτό να γίναμε ξαφνικά τόσο δικαιωματιστές έναντι των ξένων και των κάθε μορφής παρανομούντων; Όταν δεν εφαρμόζεται η δικαιοσύνη και ο νόμος σε αυτήν την χώρα, ποιοι νομίζετε ότι θα υπερισχύσουν στο πολιτικό και οικονομικό στερέωμα. Γιατί η ελευθερία και η δικαιοσύνη δεν μπορεί να είναι πάντα αλα καρτ των πολιτικών συμφερόντων και διαφόρων συντεχνιών. Ένα φάντασμα πλανάται πάνω από την χώρα μας, για να περιοριστώ στα του μικρού μας οίκου, και αυτό, δεν είναι του Μαρξ αλλά της πολτοποίησης των μαζών. Όταν χάνεται η εθνική ταυτότητα οποιουδήποτε έθνους, τότε θα επέλθει και η οικονομική και στρατιωτική κατοχή. Τουλάχιστον μας δίνεται μια ευκαιρία να διδαχθούμε από τους πρόσφυγες, πως κρατούν τις παραδόσεις τα ήθη και τα έθιμα της χώρας τους. Και αυτό, δεν είναι ούτε λίγο και καθόλου αμελητέο στον παγκόσμιο χάρτη. Όταν δεν νιώθεις ασφάλεια μέσα στο ίδιος σου το σπίτι, εσύ και τα παιδιά σου, τότε για ποια δημοκρατία και ισονομία μιλάμε. Ή μεγαλώσαμε και αρνούμαστε να αποδεχτούμε την γενική εικόνα διάλυσης των ημερών μας ή αυτός είναι ο σύγχρονος κόσμος μας και όποιος αντέξει. Ο σώζον εαυτόν σωθήτω. Έτσι όμως δεν υπάρχει ούτε ελευθερία ούτε δημοκρατία. Όταν η παρανομία επιβραβεύεται με την παθητική ανοχή μας τότε και οι εκλογές είναι σικέ.
Και η Ποίηση, τι ρόλο μπορεί να παίξει στις ζωές μας. Αβίαστα λέμε κανέναν. Είναι μια άχρηστη υπόθεση. Την εικόνα της σύγχρονης ανθρώπινης πραγματικότητας την διαμορφώνει η βία, η παρανομία, η αλόγιστη κερδοφορία, ο άγριος καταναλωτισμός, ο κανιβαλισμός των ειδήσεων, οι ιλουστρασιόν διαφημίσεις και λαϊφ στάιλ ζωή. Όταν ένα κινητό κοστίζει πολύ περισσότερο από την ανθρώπινη ζωή, την αμοιβή της μηνιαία εργασίας, την σύνταξη, τότε η επανάληψη της Ιστορίας είτε σαν φάρσα είτε σαν κωμωδία πάει περίπατο. Είναι σαν να περιμένεις να παρακολουθήσεις πάνω στο λευκό πανί την δικαίωση της ζωή σου όταν το φιλμ σου είναι από τα πριν καμένο. Η Ιστορία όπως φαίνεται διατηρεί την κοινωνική ανισότητα σε έντονο βαθμό, παρά του αντιθέτου των ιστορικών και κοινωνιολόγων. Και έρχεται η Οικονομία να μπαλώσει την ισοπέδωση της υλιστικής μεταφυσικής του βίου μας. Ζούμε σε συνθήκες ειδωλολατρείας, και μάλιστα ρωμαϊκής εποχής. Μόνο που η βία διεξάγεται πλέον έξω από το Κολοσσαίο. Όλοι ακούσαμε και είδαμε την συνέντευξη που είχε δώσει πριν χρόνια στην ελλάδα ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ο λαϊκός μύθος για δισεκατομμύρια λάτρεις της μπάλας. Τι μας έλεγε, ή μάλλον, τι θέλησε να αφήσει σαν παρακαταθήκη στους νέους που τον λατρεύουν σαν ιερό είδωλο. «Μην ακούτε και μην ακολουθείτε εμένα» έλεγε και ξανά έλεγε ο Ντιέγκο Μαραντόνα, «ακούστε τους γονείς σας την οικογένειά σας. Όχι εμένα». Τι παρακολουθήσαμε με τον ξαφνικό του θάνατο, Να γίνεται ακριβώς το αντίθετο από εκατομμύρια νέους ανά την υφήλιο. Don’t cry for me Argentina. Και εσύ μιλάς για Ποίηση και πως θα κοινωνικοποιήσεις τα άτομα που ζουν με το στιλέτο και το μπιστόλι στο χέρι. Αστεία πράγματα. Αφελή φληναφήματα που ζεις κατά τύχη. Οι άνθρωποι σήμερα στην πατρίδα μας υφίστανται κάθε είδους σωματικής, λεκτικής, ψυχολογικής και οικονομικής βίας. Ο Χαίλντερλιν μας μίλησε για το τέλος των ποιητών και της ποίησης. Ο Πρίμο Λέβυ μας το επεσήμανε ξανά, και αποφάσισε να φύγει. Επέλεξα τον ποιητή Νίκο Καρούζο, (για να εκφράσω την ατομική μου περίπτωση αδιέξοδου, μπρος στην κοινωνική βία των ημερών μας). Τον επέλεξα αν και θυμάμαι τα αρνητικά του σχόλια για τα ερωτικά «κουσούρια»- επιλογές των ανθρώπων. Η ποίησή του όπως μας λέει και ο Σάββας Μιχαήλ, έρχεται από το μέλλον. Από ένα όμως μέλλον εξίσου σκοτεινό, αγχώδες, θρυμματισμένο, όπως το παρόν που βιώνουμε όλοι μας. Είναι μια ποίηση σκοτεινή, αγχώδης, φουρτουνιασμένη, βίαιη, ανατρεπτική, επαναστατική, αναρχική, διαθέτει μια κόκκινη βιαιότητα και μια αντίστοιχη τρυφερότητα που δεν αγγίζει πλέον κανέναν. Είναι λόγος μιας υλιστικής μεταφυσικής που ενώνει τον λόγο του Μαρξ και του Τρότσκι με τον ορθόδοξο νηπτικό λόγο του Συμεών του Νέου Θεολόγου. Εγκιβωτίζει μέσα στα σπλάχνα της τον λόγο των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων και τα μηνύματα των άναρχων υπερρεαλιστών. Έχει στρώματα δοξασιών της άπω ανατολής και ελληνικού ρασιοναλισμού ελλήνων αρχαίων επιστημόνων. Φατνώνει μέσα του, την εκκλησιαστική μουσική ενός Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ με στίχους και ρυθμούς της δημοτικής μας ποίησης. Τους Ύμνους του Χέλντερλιν που οδηγούν στους σύγχρονους στίχους των Πινκ Φλόιντ “The Wall». Που ολοκληρώνονται τα όνειρα των δεκαεξάρηδων νεολαίων που διαβάζουν την ποίηση του Λωτρεαμόν και του Ρεμπώ και θα χαθούν από μια Κοινωνία και έναν Κόσμο που δεν έμαθε ακόμα να προστατεύει και να καλλιεργεί την φωτεινή πλευρά των ανθρώπων. Είναι μια ποίηση κοινωνική εμβαπτισμένη στην σοσιαλιστική ηθική. Είναι εκκεντρική γλωσσικά γιατί στηρίζεται στο δικό της λεκτικό οπλοστάσιο. Οι νεολογισμοί της είναι η άλλη ενέργεια της αυτοκίνησής της. Σχολιάζει το παρόν εγκολπώνοντας το μέλλον. Ο λόγος του Νίκου Καρούζου έχει μια μοναδική αυτάρκεια. Είναι αυτοκίνητη γιαυτό συνεχώς παραβιάζει την βεβαιότητα των υπαρξιακών μας αβάτων. Είναι υπαρξιακή ενώ ταυτόχρονα είναι πολιτικά ανατρεπτική. Είναι η Ποίηση της δικής του Κρονστάνδης που συνεχίζεται στον χρόνο και σημαδεύει την Ιστορία. Είναι ένας λόγος που προσομοιάζει στον αποφατικό λόγο των εκκλησιαστικών πατέρων της εκκλησίας με την εικονογράφηση της υλιστικής μεταφυσικής τους για την ανθρώπινη ύπαρξη. Για τον άνθρωπο σαν ένθεο ον της κτιστής φυσικής δημιουργίας σε μια επαναλαμβανόμενη αιωνιότητα του χθες που προβάλλεται στο μέλλον σαν διαρκή επανάσταση θέωσης. Μόνο που ο λόγος των Νηπτικών οικοδομεί μύθους παρηγοριάς και ελπίδας ενώ του Καρούζου γκρεμίζει κάθε βεβαιότητα και σιγουριά. Είναι ένας λόγος ανέστιος και πλάνης, με λέξεις γεμιστήρες της εξέγερσης. Ο συγγραφικός λόγος του ποιητή Νίκου Καρούζου, ανακαλεί στην μνήμη τις απόψεις του Κωστή Μοσκώφ. Που ο αλληλογράφος Ιησούς βρίσκει την ολοκλήρωση των μηνυμάτων του στην επανάσταση των κομμουνάριων. Είναι η αγωνία της Ιστορίας που μεταστοιχειώνεται σε αγωνία της ίδιας της Ποίησης, χωρίς τα όρια των κρασπέδων της γλώσσας. Αν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης «δυάδα φρίκης ή βεβαιότητας το ίδιο κάνει» μας λέει στις «ατέλειες της επιστήμης», «στον α-νόητο Ιησού διαμήνυσαν, κάτι που δεν υπάρχει, και υπάρχει μη υπάρχοντας ωσάν γλώσσα…» τότε, ναι το λεκτικό παιχνίδι του Νίκου Καρούζου είναι μια σύγχρονη μορφής αποφατική φιλοσοφία και θεολογία του μηδενός. Της ύπαρξης που δεν χωράει μέσα στην ύπαρξη. Ο ποιητικός του λόγος είναι σκληρός, μαστιγωτικός, ανελέητος, χωρίς ίχνος ελέους όχι όμως κηρυγματικός. Είναι ένας λόγος αρνητικότητας και αμφισβήτησης των πάντων μέσα στην πορεία της Ιστορίας εκτός από την πορεία της ίδιας της Ιστορίας. Μια θεολογία του μηδενός που αναπαράγεται από τα εξ ον συνετέθη. Παράγει μνήμη θανάτου. Είναι η καθυστερημένη επανάσταση του ποιητή, που δεν πρόλαβε να βρεθεί σιμά στους κόκκινους συντρόφους του τον καιρό της εξέγερσής τους. Την περίοδο που διαμόρφωναν την μελλοντική Ιστορία της ανθρωπότητας. Την χαμένη ελπίδα του ρόλου της Ιστορίας αντικαθιστά η Ποίηση. Μια Ποίηση που αρνείται ή βασίζεται στα παράξενα και αινιγματικά χρώματα των λέξεων, των δεκάδων νεολογισμών που χρησιμοποιεί θέλοντας να αποτινάξει από πάνω του την δεσποτεία της ίδιας της γλώσσας. Διαβάζουμε μια ποιητική λαλιά που κελαρύζει από μια λεκτική υποκειμενικότητα που οδηγεί στην σιγή, την σιωπή, που όλα ξανά αναδημιουργούνται μέσα στην τραγωδία της αναμορφωμένης Ιστορίας. Υπάρχει αν δεν λαθεύω στην ανάγνωση του λόγου του, κάτι το πολιτικά καββαλιστικό. Μια δηλαδή μεσσιανική προεικόνιση της μελλούμενης επανάστασης. Όπου θα σημάνει την αρχή του τέλους της αυτοεξορίας του ανθρώπινου όντος. Ή την διοχέτευση των ροών της γλώσσας στον ποταμό της γλωσσικής αλαλίας που ερμηνεύει τα πάντα. Ο λόγος του ρέει με πολλά λεκτικά μεταλλεύματα οδηγούμενος στο ωκεάνειο δέλτα της σιωπής και του θείου μηδενός. Η μαεστρία της ποιητικής τέχνης του Νίκου Καρούζου έγκειται στο ότι παρότι διαπιστώνουμε τις εκατοντάδες προσμείξεις του λόγου του από αρχές και αξίες της σκέψης των αρχαίων φιλοσόφων και των νηπτικών πατέρων της εκκλησιαστικής παράδοσης, από ονόματα και σύμβολα του επαναστατικού κινήματος της οκτωβριανής επανάστασης, έχει ένα τέτοιο εύρος υποκειμενικότητας που αναδύεται από κάθε στίχο του, από κάθε στροφή του. Έχει μια αναρχική καθολικότητα που μάλλον δεν διαθέτει ένας άλλος λόγος, αυτός του Μιχάλη Κατσαρού. Ο λόγος του Καρούζου στηρίζεται σε δείκτες υπαρξιακής οντολογίας. Ο Κατσαρός αρνείται πολιτικά, ο Καρούζος απορρίπτει υπαρξιακά. Ο λόγος του Κατσαρού περιορίζεται στον κάπως πολιτικό μικρόκοσμό έχει μια «νευρωτική» γλωσσική τραυματικότητα, αντίθετα ο λόγος του Καρούζου διαθέτει μια ισχυρή υγεία ένα διαρκές άνοιγμα προς το μέλλον, το χάος της αιωνιότητας ποτ υπερβαίνει την υπαρκτική δυναμική της ίδιας της γλώσσας. Η ποιητική του αλήθεια δεν καθρεφτίζει τίποτε το ασθενές, τίποτα το μιαρό, ανελκύεται από την Ιστορία σαν επανάσταση, σαν εξέγερση, σαν μια διαρκή πορεία προς την καθαρότητα της ποιητικής σύλληψης που τείνει όχι προς το φως αλλά την αθωότητα του σκότους. Της πράξης που συγκεφαλαιώνει τους αγώνες της ύπαρξης. Η ελευθερία μέσα στην ροή της Ιστορίας για τον Νίκο Καρούζο δεν είναι μια άσαρκη ιδέα, ένας μεταφυσικός ευκταίος σκοπός, ένας επαληθεύσιμος στο μέλλον μύθος, αλλά μια υλιστική πραγματικότητα του τώρα, ενός σήμερα που κατά παράδοξο τρόπο έρχεται από το αύριο της ζωής. Όσο υπάρχει οικονομική εξαθλίωση μέσα στον Κόσμο, όσο υπάρχει κοινωνική αδικία, το ζητούμενο της λύτρωσης θα επαναπροσδιορίζεται όχι από το παρελθόν αλλά από την αιωνιότητα. Ο Νίκος Καρούζος είναι η άλλη όψη του φωτεινού ελληνικού κόσμου του Οδυσσέα Ελύτη. Είναι η σκοτεινή του πλευρά που φωτίζει εξίσου με την φωτεινή. Είναι η μελαγχολία των λέξεων λίγο πριν σβήσουν μέσα στον μέλλοντα χρόνο. Η θλίψη της ύπαρξης πριν χαθεί στην πρωταρχική της ανυπαρξία. Είναι η ζωή που δεν χωρά μέσα στην γλώσσα. Την ποίηση. Την Ιστορία. Είναι η ζωή που από μόνη της είναι μια διαρκής επανάσταση χωρίς τέλος. Ή μάλλον μια πορεία από το κόκκινο στο μηδέν. Ο Νίκος Καρούζος υπήρξε ένας ασκητής, ένας εξεγερμένος επαναστάτης ακόμα και του λόγου του.
ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ
Δικαιούμαστε, νομίζω, να θεωρήσουμε αυτονόητο της ιστορικής εμπειρίας, πως η Ποίηση, καλύπτοντας με τη λέξη τούτη γενικά το καλλιτεχνικό φαινόμενο, ειν’ η μεγαλύτερη δύναμη πνευματικής ενότητας των ανθρώπων. Δεν είναι ούτε οι θρησκείες ούτε οι φιλοσοφίες ούτε οι κοσμοθεωρίες-ό,τι συνολικά τελοσπάντων ονομάζουν ιδεολογία-πού κατορθώνουν τον συμψυχισμό της παγκόσμιας συνείδησης. Ο χριστιανός χωρίζεται απ’ τον χριστιανό κι απ’ τον μουσουλμάνο, ή τον βουδιστή, κι όλοι τους μαζί χωρίζονται απ’ τον μαρξιστή, και μαζί μ’ αυτόνε χωρίζονται συλλήβδην απ’ τους αναρχικούς η άλλους κι άλλους. Ωστόσο, ο Μεσσίας του Handel ενώνει σε υπαρκτή κατάφαση τους πάντες. Αυτό δείχνει η ιστορική εμπειρία. Μ’ άλλα λόγια, η Ποίηση προκύπτει στην κοινωνική ζωή και κοινοτική πράξη, με αναμφισβήτητο καθολικό κύρος, γιατί προσφέρει απόλαυση, κάτι δηλαδή το αδέσμευτο, μιαν ανώτερη και απαραμείωτη απόλαυση. Ένα τέτοιο καθολικό κύρος, πέρα απ’ την Ποίηση, το διαπιστώνουμε μονάχα στις πειραματικές αποδείξεις των φυσικών επιστημών. Εκφράζει λοιπό η Ποίηση την πραγματικότητα της ίσης συμμετοχής στην απόλαυση κι ομορφιά της ζωής, άμεσα και χωρίς όρους ή συμπιέσεις. Από μια τέτοια οπτική μελετώντας τα πράγματα, ενδέχεται να είναι πιο δραστικός ο Marx, ως άνθρωπος της ανθρωπότητας, παρά ο ίδιος ο μαρξισμός., ο Marx ωστόσο σαν άτομο που αφιέρωσε ολοκληρωτικά τη συγκίνηση και τη σκέψη του στην αγωνιστική περιπέτεια για μιαν ελεύθερη και ευτυχισμένη οικουμενική κοινωνία, υπόθεση που εμπίπτει στην πραγματικότητα ίσης συμμετοχής, η οποία ξεχωρίζει την Ποίηση ανάμεσα σε όλες τις πνευματικές φανερώσεις. Άλλωστε ο Marx υπήρξε μεγάλος θαυμαστής της τέχνης κι όταν ήτανε πολύ νέος έγραψε ένα σωρό ποιήματα, κι όχι μονάχα, μα διασώζεται ένα γραφτό του, τότε που ήταν ακόμη δεκαεφτάχρονος μαθητής, και που θα έλεγα πως αποτελεί την ηφαιστειακή αφετηρία των μετέπειτα φιλοσοφικών, κοινωνικών και οικονομικών, πολιτικών και οραματικών συλλήψεων κι αναλύσεων του μεγαλοφυούς αυτού πνεύματος. Σε εκείνο το εφηβικό κείμενο, ο Marx εκδηλώνει, με καταπληχτική ένταση και πάθος, τη βούληση μιας ανωτερότητας που συνίσταται στην απόρριψη των εγωιστικών συμφερόντων, εκφράζοντας την εσώτερη λαχτάρα για κοινωνική και οικονομική ισότητα ως πανανθρώπινη απόλαυση. Ο Karl Marx έτσι λειτούργησε έως το θάνατό του και είναι πασίγνωστο με πόση προσωπική και οικογενειακή δυστυχία. Ο θάνατος δεν είναι που σημαδεύει αποκλειστικά τη βιολογική μας υπόσταση, σφραγίζει με σαρκοφάγος της Ιστορίας, και θρησκείες και λαμπρά θεωρήματα, που όμως έχουν πάντοτε τη μεγάλη ιστορική σημασία τους και συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανοδική πορεία της ανθρωπότητας προς το «βασίλειο της ελευθερίας». Ό,τι παραμένει αδιάσειστο –κι αυτό είναι ένα δεύτερο αυτονόητο της ιστορικής εμπειρίας-είναι η Ποίηση και η βούληση για μια Γενική Ποίηση στα πανανθρώπινα μελλούμενα.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Ο Marx αναγγέλλει τη συντροφικότητα κι αντικαθιστά το άτομο με τις μάζες’ αυτές αναλαμβάνουν την ευθύνη της Ιστορίας. Αντιθέτως, ο Nietzsche, τον ίδιο εκείνο καιρό των ιστορικών εκμαιεύσεων, ανυμνεί ως δαιμονιακός ποιητής της φιλοσοφίας, την τραγική μοναξιά του ηγετικού ατόμου μέσα στους κινδύνους της ηδονικής πανωλεθρίας Αυτή είναι η αντινομία του εικοστού αιώνα. Σε πρώτη φάση ο Nietzsche ηττήθηκε με την καταβαράθρωση του Hitler και του φασισμού. Σε δεύτερη φάση το παιχνίδι παίζεται σε ιλιγγιώδη έξαρση. Ποιος, όμως, θα νικήσει; Ο Marx ή ο Nietzsche; Η θεοφοβούμενη μάζα ή το αθεόφοβο άτομο; Ο ιστορικός υλισμός ή ο ανυπόταχτος έως θανάτου τυχάρπαστος και βιταλιστικός individualismus του τρελού εχέφρονα Φρειδερίκου;
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: Λέγοντας τραγική τη μοναξιά του ηγετικού ατόμου, δεν εννοώ τίποτ’ άλλο από ανεπανόρθωτη. Αυτό το φαινόμενο, όμως, δεν πρέπει να το απλουστεύουμε. Δεν είναι μόνο απότοκο της κοινωνικοοικονομικής διαλεχτικής της Ιστορίας, είναι και περίπλοκο, ασφαλώς, αποτέλεσμα βιο-ψυχονοητικής τάξεως. Η εποχή δείχνει πως αν οι «ντούτσε» και οι «φύρερ» έχουν παρέλθει, το Κράτος, η Εξουσία, παντού χλιμιντρίζει, κι αρματωμένη τώρα με πυρηνικά οπλοστάσια και υψηλή τεχνολογία. Οι μάζες απ’ το ένα μέρος πάντοτε κι απ’ το άλλο οι εκμεταλλευτές-καταπιεστές-δυνάστες, δηλαδή το αθεόφοβο άτομο, χωρίς την παραμικρή έννοια της κακώς ευνοούμενης θρησκευτικής διάστασης.
Νίκος Δ. Καρούζος, περιοδικό «Η Ζάλη» τχ. 4/4, 1980, σ. 3-5.
ΕΤΟΣ Γ΄ 1963
ΜΙΚΡΟ
ΑΥΤΟΧΡΟΝΙΚΟ
Πρίν από δέκα χρόνια, ενώ τελείωνε ο Νοέμβριος του 1953, πήγαινα τα πρώτα ποιητικά μου χειρόγραφα στο τυπογραφείο. Πρώτες φανερώσεις της μαχόμενης ψυχής μου σε χαρά δύσκολη αναμνήσεως, ουράνια, βαπτισματική. Αλλ΄ αν μπορώ σήμερα να μιλήσω για μιάν αυγή θανάτου, η ζητούσα ψυχή μου σ’ αναστάσεως μέθη, δεν ήτανε να μην έχει στον ήχο της ό,τι θα έλεγα υποταγή στην Αποκάλυψη, στον Ιησού. Τότε, λοιπόν, οι διάφοροι της γενεάς μου με χλεύασαν και πέταξαν απάνω μου λιθάρια. Φώναξαν πώς θέλω να εκπλήξω με τον «ανύπαρκτο Χριστό», πώς ο Χριστιανισμός είναι «μιά νευροπάθεια», πώς η σύγχρονη αγωνία πάει στον αθεϊσμό και δεν έχει σχέση με οποιαδήποτε θρησκευτικότητα, πώς είμαι ή κάνω τον αφελή, κι’ άλλα όμοια… Θυμάμαι μάλιστα πού βγήκε στην ανοησία και κάποια γηραιά κυρία, κριτικός στην Αθήνα, γράφοντας πώς τη «σταματούσε» στα πρώτα μου εκείνα ποιητικά προσπαθήματα «μιά δηκτική αλλά και πολύ λεπτή ειρωνία των θρησκευτικών δοξασιών και θρύλων»! Οι περισσότεροι, όμως κριτικοί της έρημης Ελλάδας είναι μόνιμα τυφλοί και ανεύθυνοι. Έτσι, και τώρα τελευταία, κάποια νέα κυρία, κριτικός στη Θεσσαλονίκη, μου έγραψε, σ’ ένα απ’ τα πιό κακόγουστα γράμματα που έχω λάβει στη ζωή μου, πώς απ’ τον Παπαδιαμάντη (συναριθμημένον) ως τα σήμερα, οι Έλληνες θρησκευόμενοι λογοτέχνες «κοροϊδεύουμε», γιατί ο Έλληνας δεν είναι θρησκευτικός, δεν είναι υπερβατικός. Κι’ αναμασώντας την κοινοτοπία της αθεΐας σε συνδυασμό με τα «ρεύματα της εποχής» η «αγωνιώδης» κυρία της Θεσσαλονίκης, δεν παρέλειψε να με διαβεβαιώσει πώς ο Χριστός έχει οριστικά πεθάνει σαν κάθε γήινο…. Τί φρικιαστική απουσία πνευματικότητας! Ο Πασκάλ, τρομερό λουλούδι της υπάρξεως, πού με τόση εσωτερική λάμψη μας έδειξε ολότελα την ηλιθιότητα της λογικής, φανερώνοντας την ακεραιότητα της αγωνίας, υπήρξε, φαίνεται, τυχερός-για χάρη του Θεού-με το να μή γεννηθεί Έλληνας κι’ ακόμη με το να ζήσει, σ’ άλλη εποχή, με άλλη μορφή παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων. Όμως, θα βάλω εδώ λίγες γραμμές του κοντινού Λωτρεαμόν- αφήνω τους άθεους και τους λογής «κοινωνιολόγους» της αγωνίας να «πακετάρουν» τον ποιητή κοινωνικά, ιστορικά, ψυχολογικά, κι’ όπως αλλιώς θέλουν-ώστε να δούν όσοι σκεπτόμενοι πώς η αγωνία η αληθινή δεν έχει χρόνο και είναι πάντα μοντέρνα: «Η απολύτως ατομική μου υπόσταση και ο Δημιουργός υπερβαίνουν το μυαλό! Όταν η νύχτα ρίχνει τη σκοτεινιά στο γύρο των ωρών, ποιός είν’ εκείνος που έκανε μάχη στο βρεγμένο από κρύον ιδρώτα κρεβάτι του ενάντια στον ύπνο;». (Τραγούδι Πέμπτο του Μαλντορόρ). Η καταπληκτική φανέρωση του Λωτρεαμόν είναι μέσα στην άυλη κι’ άχτιστη φλόγα με τον τρόμο της νύχτας, με τον τρόμο του ύπνου πού όταν μας πάρει χάνουμε τον ουράνιο γάμο της ζωής και του θανάτου. Η αυθεντική αγωνία πάει στο θεό. Με τίποτα δεν πέφτει αυτός ο νόμος.
Στους καιρούς της νεότητος είχα τα μάτια κολλημένα σ’ ένα πολύχρωμο φακό, που έδειχνε από κάθε χρώμα και μιά θαυμάσια, μιάν ελκυστική θέα. Λοιπόν, αγάπησα πολύ τη δυναμική πεπρωμενοκρατία του Νίτσε, τις θυελλοφόρες κορυφές του Ζαρατούστρα, έζησα τη μεγάλη ανάσα της δρακόντειας απελπισίας πού κομματιάζει το στήθος και φτύνει τη λογική. Ερωτεύτηκα το μαρξισμό, γεμάτος ερωτήματα για τη ναρκισσευομένη λογική του, και πέρασα στην περιπέτεια του κοινωνικού επαναστάτη, κρατώντας σαν ιψενικός ήρωας- τη σημαία του Ιδανικού με πάθος. Επίσης, χώθηκα στη γαλαρία του Φρόϋντ, ως ένα σημείο γοητευμένος. Έτρωγα τον χρόνο, για νάβγω στο ξέφωτο του Ιησού με την ψυχή οριστικά έκπληκτη. Συναντήθηκα με το θαύμα σα φίλος. Ο Νίτσε χαστούκισε το θαύμα, κι’ όμως ήταν καλή αφετηρία για την ευσέβεια. Με βοήθησε- τί περίεργο ίσως-να θυμηθώ τον Ιησού, με βοήθησε αποφασιστικά. Νιώθω σήμερα πώς ήμουνα στους καιρούς της νεότητας αρραβωνιασμένος με την αγωνία. Γιατί βλέπω κάθε εικοσιτετράωρο και πιό καθαρά, πώς η θρησκευτικότητα είναι ο γάμος με την αγωνία. Και δεν μπορούσε να ήτανε άλλη, απ’ τον Χριστιανισμό η θρησκεία μου στην Ελλάδα. Και δεν μπορώ να βεβαιώσω τίποτα μέσα μου δίχως την Ορθοδοξία των Ελλήνων. όταν γύριζα στον αυστηρό Ιησού γύριζα στις ρίζες μου, όταν γύριζα στον απέραντο Ιησού γύριζα στο μέλλον.
-ΦΥΛ . 31/ Νοέμβριος 1963, σ. 69-70,
ΕΤΟΣ Δ΄ 1964
Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΗΣ ΕΞΟΔΟΥ
Η «Ευθύνη» μου ζήτησε να γράψω απάνω στο θέμα’ η έξοδος απ’ την αγωνία. Ωστόσο, μιά τέτοια έξοδος είναι αμπόρετη, γιατί ουσία της υπάρξεως είναι το μέλι του θανάτου. Ζωή αληθινή, σημαίνει ν’ αρτιώνουμε την αξία του θανάτου μέρα με τη μέρα και δευτερόλεπτο το δευτερόλεπτο. Έτσι, γυρίζοντας ανάποδα το θέμα, λέω να γράψω λίγες σκέψεις μου για την αγωνία της εξόδου. Αισθάνομαι κιόλας την αγωνία των λέξεων αντίκρυ στο Ακατανόητο. Είναι σταυρικά δύσκολο να εκφράσει την αγωνία κανείς, την καλή αγωνία, και την ονομάζω έτσι, γιατί, όταν λέμε πώς τα λόγια κι οι πράξεις του Ιησού, δηλαδή το Ευαγγέλιο, είναι η καλή αγγελία, το ίδιο πρέπει να εννοούμε. Αγωνία θα πεί θυσία των πραγμάτων, ανάγκη γυμνώσεως ως την ανιδιοκτησία των ουρανών, υλική και σωματική και ψυχική. Απ’ την ώρα πού γεννήθηκα είμαι χρεωμένος στην αγωνία. Κι όχι μονάχα. Το χρέος άρχισε να τρέχει απ’ τη στιγμή πού γίνηκα πρώτος πηλός στην κοιλιά της μητέρας. Γι’ αυτό και χάνονται σαν ανεξόφλητα χρέη τα νήπια πού γεννιούνται νεκρά ή πεθαίνουν.
Η αγωνία που πάει στο ουράνιο ύψος, πού αναβλύζει απ’ το θάνατο σαν αγαθό για τους εκλεκτούς, έχει πολλά σκαλοπάτια, όσα και η κλίμακα της μάχης με τον άγγελο του Ιακώβ, είναι χρωματιστή μοίρα. Η μιά της άκρη βρίσκεται μέσα στην ψυχή του Πέτρου με τους πρωϊνούς πετεινούς αλάλητους. Η άλλη της άκρη βρίσκεται μέσα στην ψυχή των Μαθητών όταν αντικρύζουν τη Μεταμόρφωση, τ’ όραμα της ουράνιας αλλαγής, πού είναι τόσο εκτυφλωτική. Ανάμεσα στην προδοσία και στη θέωση παίρνει τις άπειρες διαστάσεις της η λαμπερή περιπέτεια της καλής αγωνίας. Έξοδος δεν υπάρχει άλλη απ’ το θάνατο, γιατί ποτέ το πολύτιμο αποτέλεσμα της αγωνίας δεν κερδίζει τη συντέλεια του σώματος. Η αγωνία ως θρησκευτική κατηγορία της ψυχής είναι το βαθύτατο πηγαδάκι του μέσα κόσμου και για ν’ αντλήσουμε τα ωραία θανάσιμα χρειάζετ’ άγρια δύναμη.
Στην κίνηση της ζωής έχουμε το δυστύχημα. Σήμερα, μάλιστα, έχουμε συχνό το αυτοκινητικό δυστύχημα. Οι άνθρωποι κάθε μέρα έρχονται σ’ επαφή με το θάνατο, λούζονται στον ίλιγγο της απώλειας. Η στιγμή του δυστυχήματος αφανίζει τους περίγυρους της υπάρξεως, δεν αφήνει μέσα στον άνθρωπο τίποτ’ άλλο εκτός απ’ τη γυμνή ψυχή, σε αγωνία θανάτου.
Το ετοιμοθάνατον είναι η αυθεντική αγωνία. Είναι αγωνία δυστυχήματος. Και το δυστύχημα είναι όλη η γήινη μοίρα της ζωής, η πεσμένη ζωή.
-ΦΥΛ. 35/ Μάρτιος 1964, σ. 18,
ΕΤΟΣ Δ΄ 1964.
Στα μικρά σημειώματα που δημοσιεύονται για «ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ», μνημονεύεται και το βιβλίο του ποιητή και συνεργάτη της Ευθύνης Νίκου Δ. Καρούζου:
«Ο υπνόσακκος» Το τελευταίο βιβλίο του ποιητή με την έντονη και αυθεντική πνευματικότητα. Μια περιπαθής θητεία «στα ορατά» και μιά δυναμική αναγωγή προς τα αόρατα, τα πνευματικά. Βιώματα μετουσιωμένα σε ποίηση γεμάτη ορμή και καθαρότητα..
-ΦΥΛ. 38/ Ιούνιος- Ιούλιος 1964, σ. 47.
ΕΤΟΣ Ε΄-1965
(Άτιτλο)
Σκεφτόμουνα κάποτε για τις τέσσερες αριθμητικές πράξεις, ποιο νάτανε το ανάλογο της καθεμιάς μέσα στη φύση. Και είπα, η πέτρα για την πρόσθεση, επειδή η πέτρα μου φαίνεται νάναι αθροιστική. Και η βροχή για την αφαίρεση, επειδή η βροχή αφαιρεί απ’ τη φύση τα χαρακτηριστικά της ποικιλίας της. Το νερό για τον πολλαπλασιασμό, επειδή πάντοτε έχει μαγικήν ακεραιότητα, τέτοια που να βρίσκω τον αρχαίο στοχασμό, πώς ούτε μιά φορά δεν μπορούμε νάμπουμε στο ίδιο νερό καθώς τρέχει, ορθότατο. Και είπα, τέλος, ουρανός και γη για την διαίρεση, με πηλίκιο την ανθρώπινη ψυχή.
Με νοιάζει εδώ πέρα το νερό, δηλαδή ο πολλαπλασιασμός. Θα μου πείτε, και η βροχή νερό είναι, μα εγώ την παίρνω μονάχα σα βροχή, δηλαδή στο αποτέλεσμά της. Έρχομαι τώρα να πώ για το πνεύμα πώς είναι πολλαπλασιασμός. Κι αφού η Ελληνική Σκέψη με τη Χριστιανική Αποκάλυψη βγαίνουν από την ίδια λαλιά και η πρώτη οπλίζει φυσικά τη δεύτερη, δεν έχουμε παρά την κίνηση του νερού και φυσικά τη μαγική του ακεραιότητα. Έχουμε τον πολλαπλασιασμό ενός, θαύματος άλλωστε. Ελληνική Σκέψη και Χριστιανική Αποκάλυψη ούτε να προστεθούν είναι μπορετό, ούτε ν’ αφαιρεθούν η μία από την άλλη, ούτε να διαιρεθούν.
Εδώ έχουμε την Αττική. Έτσι έχουμε φυσικά τον Ιησού. Γιατί ο Ιησούς πηγάζει απ’ τον ουρανό και ο ουρανός είναι μεγάλος και καθάριος εδώ πέρα Είναι το ύψος η Αττική και το ύψος είναι ο Ιησούς. Αλλού, πάλι, το πλάτος-όπως στην Ασία, γι’ αυτό κι η οριζόντια μεταφυσική της, η ενθεϊκή. Το ύψος έχει κάθετη μεταφυσική αποθεωτική. Κι αν η Ελληνική Σκέψη φανέρωσε την Ιδέα της ουράνιας χαράς, η Χριστιανική Αποκάλυψη φανέρωσε την απειλή της ουράνιας χαράς. Η ρίζα μία, λαλιά του ύψους.
(το άρθρο δεν έχει
τίτλο όπως και όλων των συμμετεχόντων στο τεύχος. Το φυλλάδιο είναι αφιερωμένο
στον «ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ». Γράφουν:
το κύριο άρθρο που δίνει το στίγμα και την έναρξη «ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ», ο
εκδότης Κώστας Ε. Τσιρόπουλος. // Ακολουθούν οι «ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ
«ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟ», εκφέρουν την γνώμη τους ο ποιητής Κρίτων Αθανασούλης,.- ο
καθηγητής του πανεπιστημίου Αθηνών Βασίλειος Μ. Βέλλας,, ο καθηγητής στο
πανεπιστήμιο Αθηνών Παναγιώτης Ι. Ζέπος, ο συγγραφέας και δοκιμιογράφος Γιώργος
Θεοτοκάς, ο ποιητής Νίκος Δ. Καρούζος, ο συγγραφέας Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ο
Γεώργιος Αν. Καψάνης, ο Γ. Π. Καρνούτος, ο Γιώργος Μουρέλος, ο ποιητής Τάκης Κ.
Παπατσώνης, ο καθηγητής Παντελής Β. Πάσχος, ο καθηγητής στο Πάντειο
πανεπιστήμιο Μιχαήλ Στασινόπουλος και ο πειραιώτης ποιητής Δημήτρης Σ. Φερούσης.).
-ΦΥΛ. 43/ Ιανουάριος- Φεβρουάριος 1965,
σ. 4 ,
ΓΙΑ
ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Η ποίηση, πάντα, κερδίζει τη νύχτα και χάνει την ημέρα. Γι’ αυτό θα την έλεγα φωτεινή λόγχη μπηγμένη στο μαύρο. Και η ποίηση σπέρνει μέλλον. Έτσι πάντα. Και σήμερα το χρέος δεν αλλάζει. Γιατί, ευτυχώς ακόμη, ούτε τα δέντρα έλειψαν, ούτε το έαρ, ούτε ο ουρανός, ούτε η θάλασσα, ούτε το στήθος. Κι’ όμως διαβαίνουμε τον κίνδυνο να λείψουν. Επειδή τράβηξαν ουρανομήκη δρόμον οι μηχανές και ξεκαρδίζεται με τη Θεότητα ο Περιπαίχτης Πίθηκος οπού κατάντης το αδαμικό αρχέτυπο. Είναι κάτι πού θα πληρωθεί ακριβά. Έχουμε κιόλας αναιρέσει τα Ριζώματα. Και προχωρούμε σ’ ένα Μεσαίωνα Τεχνικής με την ανίερη τώρα εξέταση των άστρων. Ώρα του φτερωτού σκύλου. Ο έρωτας απόγινε μορφή θανάτου. Και βασιλεύει ολούθε φρικίαση και ιδεολογία, σ’ ανατολή και δύση. Με τα φώτα των απογειώσεων ανατριχιαστικά, ψηλώνει ο άνθρωπος την ανελευθερία για μιάν αναστροφή του Κάτω Κόσμου σ’ Απάνω Κόσμο εκείθε απαγγέλλοντας εδάφια του Λένιν, εδώθε κουρελιάζοντας τον Ιησού με τη λύσσα των οικονομικών εγωϊσμών, όπου πυργώνουν τα φαλακρά από κάθε ανθρωπινότητα μονοπώλια. Είναι πολύ άγριο το θέαμα, εκτυφλωτικός Εωσφόρος. Αλλά τί θαύμα, εδώ πέρα κελαρύζει και το νεράκι των ποιητών. Ακόμη… Και γυρεύει ακοή ανθρώπου, καρτερικό σαν την αιωνιότητα. Πρέπει να γλυτώσουμε από ριζική συμφορά και σκοτεινή Συντέλεια. Τα μηχανήματα είναι τέλεια και θα γίνονται ολοένα πιο τέλεια. Γυρεύει σήμερα η ποίηση ν’ ανταμώσει ο άνθρωπος την ψυχή του κάποτε. Και βέβαια ο Θεός είναι το μόνο Σημείο για τη συναπάντηση τούτη. Γυρεύει σήμερα η ποίηση κι αναθυμάται τις ρίζες, αντλεί την πίκρα, οικοδομεί την ωφέλεια της οδύνης. Είδαμε πρόσφατα στο σινεμά τη «Σιωπή», την ερημιά των πάντων. Ο θεομανής Μπέργκμαν, αυτός ο σκηνοθέτης οραματιστής, έκρουσε φοβερό κουδούνι, πού ηχεί πιότερο απ’ τους πυραύλους. Η απογείωση προς τον Άδη. Κρυοπαγωμένος ο άνθρωπος ανάμεσα στις εκτάσεις του Διαστήματος. Ωστόσο, και ο Μεσαίωνας κι Ό,τι –θα θερίσει ανάσταση ο άνθρωπος, θ’ ασπροφορέσει κάποτε ο άνθρωπος. Γιατί το θέλει η ποίηση. Λοιπόν το θέλει η ζωή. Για να φωταγωγηθεί το Δευτερόλεπτο των Χιλιετηρίδων.
-ΦΥΛ. 45/ Μάϊος-
Ιούνιος 1965, σ. 26,
ΕΤΟΣ ΣΤ΄-1966
ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ
Θα ήθελα να πω, το σώμα είναι χαρμόσυνο γεγονός. Επειδή μπορεί να βαστάζει το πνεύμα. Θυμίζω τη μυστικήν έκφραση «άγγελος ελαύνων επί θηρίου». Και συνειδηταίνω πώς ο χαρισμός του πνεύματος, αποφανερώνεται στο σημείο που τερματίζει ο δρόμος του αιτιατού κι όπου ξανοίγει η δημιουργική ελευθερία του μέσα κόσμου, όθεν η θεότητα, όθεν τα Ορμητικά της αγάπης, ωσάν αιφνίδιος, αλήθεια καταρράκτης. Ένας απερινόητος ευτυχισμός. Ο άνθρωπος εκεί «βραχύ τι παρ’ αγγέλω ηλαττωμένος». Το ά β ι ο ν της ολοκληρωτικά φανερωμένης υποστάσεως. Αμφιλυτρώσεις αδιάκοπης εσωτερικής αλκής, πέραν από κάθε σημασία, με μονάχη κι απομόναχη την αδέσμευτη βίωση. Πραγματική ελευθερία. Κατάργηση της οποιασδήποτε συνδέσεως, της οποιασδήποτε μαθητείας. Ανάβλυσμα προσωπικό της αυθεντικότητας. Όραμα και βίωμα σε αποκαλυπτική ένωση. Όσο και αν τρέξει η βρύση της ομιλίας η ένωση τούτη μένει απερίγραπτη, καλεστική όσο κανένα δέλεαρ του οποιουδήποτε ρεαλισμού. Με την ορμή του έαρος της ολόσπλαγχνης δημιουργικότητας, εκείνου του πνευματικού έαρος, πού δεν είναι μιά έτοιμη για όλους Άνοιξη, όπως αυτή της φύσεως. Ιδιόκτητες ώρες αέναου όρθρου και θαμβωτικής τροφής. Η δύναμη, θα έλεγα, του νερού, με την ωραία μοίρα να παρασύρει τη σάρκα στον απέραντο ωκεανό του, την απερίληπτη στεφανωτική θάλασσά του. Φανέρωση σ’ εκείνη την άκρην όπου, θυμίζοντας τον ποιητή.
«τόλμην πίνει ο οφθαλμός
από τ’ άστρον, οπού χύνει
κύματα άφθαρτα φωτός».
Άρπαγας αλήθεια, γεννιέται ο άνθρωπος. Ή άρπαγας της ελευθερίας, της πραγματικής, ή σκέτος άρπαγας, ώστε καμιά ιδιαίτερη έκπληξη που ο Ριχάρδος ο Τρίτος γεννήθηκε με δόντια.
-ΦΥΛ. 50 /ΜάΪος-
Ιούνιος 1966, σ. 62
ΤΟ ΓΥΜΝΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
Η δύναμη των ανθρώπων είναι τα έργα τους και η δικαιοσύνη των ανθρώπων είναι ο χωρισμός των έργων τους ανάμεσα καλού και κακού. Βλέπουμε σ’ αυτόν το χωρισμό τους ανθρώπους ντυμένους με τα έργα τους. Ωστόσο από δώ και πέρα μπορεί να λάμψει και να χρυσίζει η ποίηση της δικαιοσύνης. Αρκεί για τούτη το βίωμα πώς τα έργα μας είναι και τα μη έργα μας, οπότε μετέχουμε στο δολοφόνο όσο μετέχουμε και στον άγιο. Βρισκόμαστε πιά στο γυμνό σημείο της ενότητας, επειδή, χωρίς αμφιβολία, ενότητα σημαίνει γυμνότητα. Κάτι που έχουμε ξεκρεμάσει απ’ την ατομικότητα και την ελευθερώνουμε σε αδιάστατη ολότητα. «Το υπέρλαμπρο γεγονός που συγχωρεί όλες τις αντιφάσεις», όπως έχει ξεστομίσει στο ωραίο παραμιλητό του ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Ας θυμηθούμε, άλλωστε, τον ποιητή στο «Διθύραμβο του Ρόδου»: «Μιά είν’ η ψυχή και μιά η καρδιά» Κάθε παλμός της ατομικότητας εγκλείει το θαύμα του παλμού της ενότητας, εκείνης πού δεν την αντέχουν οι λέξεις, της άγραφης Ενότητας, πού δύσκολα κυριεύεται στον αδιάστατο δρόμο του βιώματος, ανθρώπινο δρόμο κλιμακωτό λέει ο ποιητής:
Μά εμείς εδώ ‘μέσα στη Γή. Κι ώ Μάνα,
πολλά ‘ναι τα σκαλιά ώσπου ν’
ανέβουμε
στην άγια κορυφή που όλα τα
σμίγει
σε μιά πνοή. Κι αρχίζει από τον
Άδη
το πρώτο το σκαλί και το πιό
πάνω
η άγια το χτίζει Δήμητρα. Γιατί,
όπως
όλοι στον Άδη εμπρός οι άνθρωποι
είν’ όμοιοι,
όμοια είν’ ίδιοι κι αγνάντια από
το Στάχυ
το Μυστικό, που η Ελευσίνα
υψώνει.
Καταλαβαίνουμε πόσο περιττά είναι τα όποια λόγια μπορεί να χρησιμοποιήσει κάθε «φιλοσόφηση», όταν ο ποιητής αδράχνει το μεγάλο πεπρωμένο της Ενότητας, ανέσπερα φωτισμένος, και το ακοντίζει στην πηγή του. Αν είμαστε φυτά, θα έλεγα πως η γέννηση του άνθους είναι ανάγκη να μας αχρηστεύσει. Γιατί, βέβαια, δίχως το αχρήστεμα της ατομικότητας είναι αδύνατη η άνθηση της Ενότητας, ο λευτερωμός. Και τούτο είναι δύσκολο, επειδή η ατομικότητα είναι η μόνη γλυκειά δουλεία.
-ΦΥΛ. 52/ Σεπτέμβριος- Οκτώβριος 1966, σ. 81,
ΝΙΚΟΣ Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ
ΕΝΑΣ ΤΩΝ ΣΠΛΑΧΩΝ Ο ΠΟΘΟΥΜΕΝΟΣ ΑΕΤΟΣ
…έπειτα πού εστάθηκα να συλλογιστώ
καλά,
ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια
μου
στον ουρανό και εφώναξα «Θέ μου,
καταλαβαίνω
πώς γυρεύω ένα κλωνί αλάτι
μες
στο θερμό». ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Όταν χαράξει ο πόνος έρχεται ο αμνός.
Άγριο της Κυριακής μοιραστικό δάγκωμα του άρτου.
Δεν αποσώζει πέτρωμα να πραγματώνει τη σελήνη
και καταλάμπει εύδουλος ο κεραυνός
και λάμπει
η διαίρεση της βροχής πολύφθογγη
στο γενετήσιο πέσιμο.
Μοιραστική κι απάτριδη όρχηση
κι απ’ τα λυτά φαινόμενα κι απ’ την αλκή τους
όταν φεύγοντας
απ’ το δριμύ σκοτάδι κάθε φλόγας εκείθε
προς ολάκερες
τις απολλώνιες φλόγες’ όπου θεός κρυσταλλώδης
τρεχάτη δύναμη περιδιπλώνει
το μεγάλο νοικοκυριό του θανάτου
και βλέποντας, αλήθεια, των αγγέλων
απάνω στα θυσιαστήρια νερά το διάφανο καρτέρι
καθώς η νύφη των βοριάδων
απ’ την καταχείμωνη περιφέρεια του αίματος
η ορεινή χαρά θα ξαναλάμπει των περάτων
ο κάθετος αυλός εκείνος αντιχθόνιος
το φοβερό παιχνίδι του σταυρού.
Γιατί καλά το βλέπω κι ανακράζω
τόσο πού νάβγουν έρημοι μέσαθε οι καπνοί
πώς ο σφαχτάρης αγαπά τον κύκλο
και πώς-αν ήθελε-τη λόγχη με χιλιάδες
λόγχες εκτυφλωτικές
θα στράβωνε να μη χαρεί ο παίχτης Αεράκης
τέτοιο κέντημα
να μή βλαστήσει
χαρούμενο το αίμα της θυσίας
εκείνης πού σφραγίζεται στον πότηρα του ύψους
και χύνεται, το ύψος όλο, απ’ το κέντημα.
Γιατί καλά το βλέπω και με λέξεις άχ αλίμονο
με πενιχρά της γλώσσας έθιμα και ήχους
λαλητικά μυρίζοντας τον κύκλο-
ποιά ευωδία της ανύμφευτης γεωμετρίας-
πώς απ’ το άλφα στο ωμέγα περπατούμε
και στάζει χάρη ο περίπατος απ’ την ακέραστην υψηλοσύνη.
Ξάφνου ζωή και ξάφνου ο χάρος όχι!
Τον κύκλο μόνο κι άσπιλο παλληκαριά τον λέω
και τόσο καταγύριστο ποιό είν’ αυτό το θάμβος
πούχει χορό την εμορφιά και το χορό εμορφιά του;
Είναι του πένθους έρωτας
είναι του νου η σύμπασα λιακάδα;
Τρέχει εμπρός το Άλλοτε και πίσω πάει το Τώρα
καθώς ο κύκλος στρέφεται πλουταίνοντας
πάντα μεσ’ στην αρχή του.
Τί να φωνάξω’ έρωτας; Τί να φωνάξω’ άστρα;
Μεγάλος ο έρωτας.
Κι αόρατη λεπτομέρεια στριφογυρίζει τ’ άστρα
την ώρα πού η όμορφη σελάνα θα στολίζει τους νυμφώνες
των καθρεφτών αχράντισμα στον όκνο της θαλάσσης
όταν το κύμα ηρεμεί και το νερό θαυμάζει.
Μεγάλος ο έρωτας.
Κι αόρατη λεπτομέρεια στριφογυρίζει τις Αρκούδες
απάνω στα γαλάζια κρύα
κι απάνω στα σπινθοβόλα πένθη των διαττόντων
αστρική θνησιγένεια!
Της λύπης η οικογένεια
κόσμοι, πλανήτες, απλανείς, αθρόοι γαλαξίες
οι άνθρωποι, τά πετεινά της αναλήψεως
το πιότερο κατόρθωμα πού γέμισε τη σαύρα
για να κυττάζει γελαστή την αλλοσύνη της στα ύψη.
Σήκω Αδάμ ανάστησε κύματα
εσύ ο αδαμάντινος και ονειρένιος όρθρος
ολούθε περιλύπητος κι ολούθε απ’ τη χάρη μόνος
αλαλαγμός της θλίψεως
όπως κερνάς αδίχαστον ιχθύ της σιωπής
όταν αποστεγνώσει και ο πιο γαλάζιος φθόγγος
τον κύκλο αρμόζει στην καρδιά η φαεινότητα
και των οράσεων αστέρευτη εικόνα συγκεντρώσει
φόβου και τρόμου η μεγάλη επιτυχία.
Σιγανασαίνοντας αγάπη απ’ την ύλη
παίξε τον κίνδυνο στο αρμόνιο των νεύρων
ή προς την κάθετη περιστερά
των χαραμάτων όπως
ορμάς κι αόμματος από βαθιά
σημαίνεις έλλειψη του θανάτου
Αδάμ, Αδάμ.
Αδέσμευτη γαλήνη
πού διακόπτεις
άφοβα την όποια εναντίωση
για να συνδέσεις ώριμα το στήθος και το βύθος
ουρανοχαρής ως εκείνη
της πρωίας η γενικότητα
με το νερό συντρόφιμο και σύνηχον ολούθε
δίχως αηδόνι γήινο
μά κάτι σαν ακέρια φυσηξιά των άστρων.
Και τί μακρύς ο έρωτας ως το σβησμό του ορατού
μεσ’ στα βασίλεια που ο μπλάβος πέλαγος
υψώνει τη φωτόλουστη Τριάδα
πιό μεγάλη κι απ’ τη ζωή
Αδάμ αρχαιότερε του σπαραγμού.
Σ’ άγιο λευκό κοιμήθηκε ο ύπνος-
ώ φρέαρ απ’ το θάνατο
για να φρεσκάρει πάντα τη ζωή
κι αγιάζει ολικά με την αφύπνιση το μαύρο.
Κύκλος ως δόξα της αθάνατης φωτιάς
και ίδε τώρα ίδε
τον πιο φτωχούλη κότσυφα μετά το αίμα του θανάτου
κι όταν ακόμη θαυμαστά κρυώσει στο λαιμό του
πώς είναι χάρισμα σιγής!
Και πώς ήρθε και λούζεται
λευκότατη η Μονάδα με χίλιους κρίνους ερημιάς
και διάφανο το φύλλωμα της μαβιάς, αλήθεια, νιότης
παίρνοντας προίκα το νερό
κι ατάραχο το Δέκα σκούζοντας που θεραπεύει.
Μέσ’ απ’ την καταστόλιστη σιγή
αλλάζει τώρα η Μονάδα
και ηχηρή και έπακρη
σπαράχτηκε τριγύρω η Μαινάδα
Τέλος
και τέλος η αρχή
διπλά τα βλέπει η μεθυσμένη.
Αδάμ ωκεανόφλεβε στο όριο του αίματος
αδάμαστε
και ατρύγητε
στο εμβαδόν της τύχης.
Ν. Δ. Καρούζος
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΝ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ 1967. Ετήσια έκδοσις χριστιανικού
στοχασμού και τέχνης., τόμος 1ος, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας,
Νοέμβριος 1966, σ. 125-127.
ΕΞΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Γ Ι Α Τ Η Ν Α Θ Λ Ι Ο Τ Η Τ Α Τ Η Σ
Φ Ι Λ Ο Σ Ο Φ Ι Α Σ
Η κότα έκανε τ’ αυγό
ή το αυγό την κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Ή μή-κότα έκανε το μή-αυγό
ή το μή –αυγό τη μή-κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Η κότα έκανε το μή –αυγό
ή τ’ αυγό τη μή-κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Η μή –κότα έκανε τ’ αυγό
ή το μή- αυγό την κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Η κότα-μή-κότα έκανε τ’ αυγό
ή το αυγό-μή –αυγό την κότα;
Είτε –είτε;
Ούτε-ούτε.
Η κότα-μη-κότα έκανε το μά-αυγό
ή το αυγό-μη-αυγό τη μή-κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Η κότα-μή-κότα έκανε τ’ αυγό-μή- αυγό
ή το αυγό-μή-αυγό-την κότα-μή-κότα;
Είτε-είτε;
Ούτε-ούτε.
Κ Ι ΑΛΛΕΣ ΑΚΟΜΗ ΛΕΞΕΙΣ
Το έξω δε μάς φταίει τίποτα’
το προς τα έξω μας φταίει.
Μεσ’ στους καθρέφτες των μαγαζιών
ολάξαφνα
το βλέμμα μου γυρίζοντας βλέπω
το βλέμμα μου
την αδιέξοδη ματιά του σφαζομένου ζώου.
Κι όλα με στέλνουν έρημο στην ερημιά μου.
Μαζεύεται σιγά-σιγά η καταιγίδα.
Σηκώνω τα μάτια και τη βλέπω:
θα ξεσπάσει.
ΠΕΡ’ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ
Χτυπούσα τα χέρια μου στα γαλάζια
κρύσταλλα τ’
ουρανού
σε κατάμαυρο μέλλον εξοντωμένος.
Ήτανε Σάββατο κι ο φτωχός Ιησούς
ο ξυπόλητος ερωμένος της αγωνίας
ο ξέχειλος απ’ τη σκιά των λαών επιστάτης
περίμενε τα χαρωπά γραϊδια στο μισόφωτο.
Βγάζει ψαλμό σα να ποτίζει περιβόλια
ο τρεμουλιάρης ιερέας κι ο καθαρός
αέρας ο υπνοφόρος.
Ευρώπη, Ευρώπη δεν είσαι τίποτ’ άλλο,
είσαι μονάχα η συνέχεια του Βαραββά!
ΛΟΓΙΣΜΟΣ
Ο Χριστός ολομόναχος
ο Χριστός ανεξάντλητος
ο Χριστός ερημώθηκε πάλι
στα φανταστικά του τοπία λαμπερός
εργάτης.
ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΗ
-Γράφετε;
-Γράφω μονάχα όταν υπάρχω πολύ.
Στην άβυσσο παντρεύομαι
στην άβυσσο κάνω τα παιδιά μου.
ΤΡΙΑΔΙΚΗ ΒΙΩΣΗ
Σιγή στο στήθος μου και λάμψη του
Πραγματικού
μ’ ένα Χριστό για πάντα καρφωμένο.
Ν. Δ. Καρούζος, Φθινόπωρο ‘70
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ
τόμος 6ος, ΑΓΓΛΙΑ. Ετήσια
έκδοση χριστιανικού στοχασμού και τέχνης. («ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ»),
Αθήνα, Νοέμβριος 1971, σ. 17-18
ΕΛΛΗΝΕΣ
ΕΣΜΕΝ
-Ας μου επιτραπεί να ανάψω τη φαντασία μου
-Η ζωή ζυγιάζεται ανάμεσα στον Ιησού και τον kafka
-Μέση κατεύθυνση: ο Αριστοτέλης με τα Τρία Σημεία
-Ελλάδα και Κύπρος, η τρομαχτική παιδικότητα της Ειμαρμένης
-Κύπρος και Ελλάδα, το ένα του Διεθνούς Φωτός (Ρωμιοσύνη)
-Ενσαρκώνουμε την αντίφαση εμείς, οι Κατιόντες του Ομήρου
-Γνωρίζοντας την τραγωδία’ την πυροτεχνήσαμε
-Ο Κριτίας βουτήχτηκε μέσα στο Σφάλμα (έχει την οντολογία του κι αυτό),υπηρέτησε το Απαράδεχτο, κατάπτυστος αν θέλετε, μα όμως ειν’ ο ίδιος ταυτόχρονα που δεν υπολείφθηκε σε διαλεχτική πνευματικότητα, σε γνώση και σε ποίηση;
σε τον αυτοφυή, τον εν αιθερίω
ρύμβω πάντων φύσιν εμπλέξανθ’,
όν πέρι μέν φώς, πέρι δ’ ορφναία
νύξ αιολόχρως άκριτός τ’ άστρων
όχλος ενδελεχώς αμφιχορεύει (fr. 19)
-Να ο δράκος Κριτίας των Τριάκοντα, συγγενής του Πλάτωνα…. Ο ποιητής που ανυμνεί με τέτοιο μεταξωτό πνεύμα την αυτοφυϊα του Διαλεκτικού Λόγου….
-Η Αφροδίτη στο ακροτελεύτιο φως της γεωγραφίας μας: το νησί του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου’ είν’ η Κύπριδα
-Οθέλλος και Rimbaud στην Κύπρο και κρατεί τρισχιλιόχρονη ελληνική λαλιά κι ανατέλλει τραγουδιστά τις ομορφιές της
-Μιχαηλίδης, Λιπέρτης, Λιασίδης (τα ονείρατα της Κύπρος)
-Βαρνάβας ο ιδρυτής της Νέας Κύπριδας
-Έλληνες εσμέν οπουδήποτε και δεν χανόμαστε
-Ο Θεός των Πνευμάτων και Πάσης Σαρκός είναι μαζί μας
Νίκος Καρούζος, «ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ», φιλολογική επιμέλεια Ελισάβετ Λαλουδάκη, εκδόσεις Ίκαρος-Αθήνα, Νοέμβριος 1998, σελίδες 248-249. Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Ευθύνη, «Επετηρίδα αδερφοσύνης» (ειδικό τεύχος αφιερωμένο στην Κύπρο), Μάρτιος 1981, σελ. 23.
Σημείωση Β΄:
Η συμμετοχή του ποιητή Νίκου Δ. Καρούζου στο φυλλάδιο της «Ευθύνης» δεν είναι ούτε συνεχής ούτε και πολυσέλιδη αν αναλογιστούμε τις συμμετοχές άλλων ποιητών και ιδιαίτερα πεζογράφων. Από τα 53 συνολικά φυλλάδια που εκδόθηκαν-την πρώτη περίοδο-ο Νίκος Δ. Καρούζος, συμμετείχε στα 6, με πρωτότυπα μικρά δημοσιεύματα, συμπεριλαμβανομένης και της απαντήσεώς του στο σχετικό αφιέρωμα του φυλλαδίου, φυλ. 43, και της έρευνας φυλ. 35. Επίσης, δημοσιεύονται δύο μικρά σχόλια-από την διεύθυνση του περιοδικού- σε δύο ποιητικές συλλογές που εξέδωσε ο ποιητής. Στους 6 τόμους του «Χριστιανικού Συμποσίου» τον συναντάμε σε δύο τόμους.
Τα κείμενα του Σάββα Μιχαήλ ΚΑΤΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΟΡΘΙΟΣ και του Διονύση Κελλάρι ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ «ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥ», κυκλοφόρησαν σε ένα αυτόνομα σε ένα δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο. Το φυλλάδιο αυτό μαζί με ένα ακόμα μελέτημά του για τον Διονύσιο Σολωμό μου του είχε προσφέρει ο κύριος Σάββας Μιχαήλ σε παλαιότερη συνάντησή μας σε βιβλιοπωλείο της Αθήνας. Το 2006 οι εκδόσεις Άγρα κυκλοφόρησαν τον τόμο δοκιμίων του Σάββα Μιχαήλ, HOMO POETICUS. Στο Ε΄ Κεφάλαιο «ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ», στις σελίδες 275-290, ο Σάββας Μιχαήλ συνεξετάζει το έργο του ποιητή Νίκου Καρούζου με αυτό του πειραιώτη υπερρεαλιστή Έκτορα Κακναβάτου. «ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ, ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ: Η ΚΡΟΣΤΑΝΔΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ ΩΣ ΧΑΟΣ».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 5 Δεκεμβρίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου