Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2020

Νίκος Καρούζος, Τί λανθασμένο πλάσμα είμαι

 

Ν Ι Κ Ο Σ      Κ Α Ρ Ο Υ Ζ Ο Σ

«Τι λανθασμένο πλάσμα που είμαι»

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ  ΒΕΛΤΣΟΣ

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ. Περιοδικό ΠΡΟΣΩΠΑ 21Ος ΑΙΩΝΑΣ  τχ. 89/18 Νοεμβρίου 2000, σ. 34-35

Δεν γνώρισα τον Νίκο Καρούζο.

Δεν τον ακολούθησα στην επίγεια εξορία του και τις φυγές.

Δεν τον θεώρησα κασκαντέρ για το αναρχικό μου ταμπεραμέντο, προκειμένου, όταν μεγαλώσω να μη με φάει η μαρμάγκα των υπογείων.

Δεν τον κυνήγησα. Άλλα κυνηγούσα τότε: το θήραμα όχι τη σκιά. Τόν θεσμό, όχι το περιθώριο. Στην πορεία, τον διάβασα θέλοντας και μη, όταν κατάλαβα ότι «η γραφή είναι ένα ψέμα, που σαν αλήθεια κοστίζει λιγότερο». Τότε, είπα πως ο Καρούζος είναι «νείκος», το άλλοθι της «φιλότητος», όπως «η ευθεία είναι το άλλοθι της καμπύλης».

Είπα, ότι «γνωσιμαχεί».

Η τέχνη του, όπως η τύχη στον Αριστοτέλη, προέρχεται από το ό,τι είχε επιλέξει εξαρχής: το απόσπασμα, όχι μόνο το γραμματολογικό αλλά και το εκτελεστικό.

Έθεσε τον εαυτό του στα «έξι μέτρα», άλλως στο μονόστιχο της ποιήσεως, «Άμα πεθάνω», έγραψε, σε μια αράδα, «θα έχω φύγει από τη γλώσσα». Ιδού το απόσπασμα στο ενδέκατο απόσπασμα των «Σπαραγμάτων» του. «Τρόμαγμα σήμερα θανάτου, πόσο δεν θέλω να πεθάνω». Ένα άλλο απόσπασμα.

Είναι ίδιον της ποιήσεως στο τέλος να εκτελεί τον ποιητή. Όταν ο ποιητής «απελπίζεται», όταν οδεύει προς το απόσπασμα, τότε γράφει αυτό το ολέθριο είδος, που είναι συγχρόνως «το κατάλοιπο της ατομικότητας και η ατομικότητα» (Ph. Labarthe / J. –L. Nancy, Labsolu Litteraire, Seuil, 1978, p. 63), το ερείπιο της αυτοκρατορίας του και η αυτοκρατορία του, αυτό τούτο το απόσπασμα του Athenaeum: «Το απόσπασμα οφείλει να είναι πανταχόθεν ελεύθερο ως προς τον περιβάλλοντα κόσμο και κλειστό στον εαυτό του όπως ο σκαντζόχοιρος». (Fragmentum, 206).

 Che cose la poesia?”. Σκαντζόχοιρος, λέει ο ρομαντισμός. Το επαναλαμβάνει περίπου ο σύγχρονος φιλοσοφίας: «Όχι ο φοίνικας, όχι ο αετός, αλλά ο σκαντζόχοιρος, πολύ χαμηλός και πολύ χαμηλόφωνα κοντά στο χώμα, ούτε υψηλός, ούτε ασώματος, ίσως αγγελικός και για κάποιο χρονικό διάστημα».

Είναι ίδιον της ποιήσεως ο ζωομορφισμός και το «γίγνεσθαι-ζώο, το «εντομόσκυλο» («Προσπεράστηκα από το ζώο που περιέχω».). Διότι ο ποιητής είναι εκείνος που «γίνεται». Τα «γίγνεσθαι» έχουν μεγαλύτερη σημασία από τα «είναι». Γι’ αυτό η ποίηση στο τέλος εκδικείται τον ποιητή. Τον μεταμορφώνει, «Γίγνεσθαι-ζώο», διότι και «ο Θεός επιμένει να είναι σκυλομούρης». Και διότι «πολλές φορές μια σχέση αιωρείται σύγκορμη με ζώα». Οπότε με ποια ανθρωπολογία, με ποια ζωολογία, ή αν μη τι άλλο, με ποια θεολογία θα στοχαστούμε τον Καρούζο και σ’ αυτό το δεύτερο Συνέδριο;

Τι νόημα έχει να τον στοχαστούμε «στην ερημοσύνη του»; Δεν φτάνει που στοχαστήκαμε επισήμως τον Σεφέρη; Δέκα χρόνια από τον θάνατο του ενός, εκατό χρόνια από τη γέννηση του άλλου, το αποτέλεσμα, ίδιο: Συνέδρια!

Όταν δέχθηκα την πρόσκληση να εισηγηθώ για τον ποιητή Καρούζο, πίστεψα ότι η θεωρία δεν θα αποτελούσε εμπόδιο στην προσέγγιση της ποιητικής του.  Ζητώντας διαρκώς  τους όρους με τους οποίους το νόημα παράγεται περισσότερο από το ίδιο το νόημα του ποιήματος, υπέθεσα ότι μπορεί να υπάρξει μια θεωρία για την ποίηση του Καρούζου που να μην είναι υποχρεωτικά αισθητική, ως ένα είδος φαινομενισμού του νοήματος, αλλά αισθητηριακή. Σχέση δηλαδή με το Πράγμα σε όλη την κρυπτικότητα, την εμμένεια αλλά και τη φαινομενικότητά του. Σχέση με το Ποίημα ως πράγμα που βρίσκεται πάντα από τη μεριά του υποκειμένου. Είδα όμως πως ούτε και αυτό είναι δυνατόν, διότι η ποίηση του Καρούζου ακυρώνει τις αισθητικές κατηγορίες, τις αισθητηριακές αντιλήψεις και επιπλέον καταστρέφει τη σχέση γραμματικής, ρητορικής και λογικής σε βαθμό που κατά την αναγνώριση του ποιήματος να αποκαλύπτεται πόσο το νόημα διαστρέφεται από τη ρητορική του ευστροφία, τη λογική του συνάφεια, και τη γραμματική του συμβατικότητα ώστε,  τελικώς, να διαλύεται. Ιδού η «ανόητη» εγγραφή στο τέλος του έργου του Καρούζου: «4 Μαϊου- Νικολάι Σταυρόγκιν;». Ο αιρεσιάρχης Καρούζος, αδιαφορώντας για τη νομιμοποίηση (τι είναι ποίημα και τι εγγραφή;), θέλει να τελειώνει μαζί μας κι εμείς να τελειώνουμε μ’ αυτόν. Βιάζεται. Βιάζει. Για τούτο, σ’ ό,τι με αφορά, δεν βρίσκω νόημα σ’ ό,τι έχω «ετοιμάσει» για τον Καρούζο. Και, αν μου ήταν δυνατό, θα επιθυμούσα με μια «λογική μεγάλου σχήματος» αντί του θεωρητικού μου λόγου, να προκαλέσω την εμφάνισή του όπως ο Χορός των Περσών του Αισχύλου και να τον δω να παρουσιάζεται σαν τον Δαρείο, στην κορυφή του τύμβου του, αναφωνώντας εκείνο το «δρασκελώ τον Αδωνάϊ» του Κακναβάτου. Δεν έχω όμως τη δύναμη, εγγεγραμμένος καθώς είμαι στο πρωτόκολλο του Συνεδρίου να υπερβώ τα εσκαμμένα του ορύγματός μου, του λαγουμιού απ’ όπου προστατεύω τη φήμη και τη λογική μου.

Γι’ αυτό, θα πω σύντομα για τον Καρούζο τα εξής:

Ενεργοποιεί το σώμα διά της γραφής, πάσχει! Η ποίησή του, δεν δηλώνει το «σύνολο των τεχνασμάτων» αλλά το σύνολο των παθών του ποιητή. Λειτουργεί ως προτροπή για δράση μάλλον, παρά για στοχασμό. Συνεπώς τον τίτλο της προτελευταίας του συλλογής, «Λογική μεγάλου σχήματος» να τον διαβάσουμε ως «λογική της δράσης» μιας άλλης  Logique du sens, ενός ποιητή- Deleuze που τόσα γνώριζε κι αυτός από στήθος. Και υπό αυτή την έννοια, την ποίηση του Καρούζου την διαβάζω σαν λογική που αφήνει τη σκέψη να ακυρώνεται από το αφελές. («Πηγάζω από ηλιθιότητα’ δυσφορώντας να είμαι έξυπνος.»).

Προσθέτω μάλιστα ότι αυτό τούτο το ενέργημά του σκέπτεσθαι στον Καρούζο, ενώ προϋποθέτει μια γενικότητα, οδηγεί σε «αφύσικες» κατατμήσεις σε τέτοιον βαθμό, ώστε να προβάλλει την έννοια του αποσπάσματος ως πλεκτάνη:

«Εγώ ανήκω πια στους σπαραγμούς (…) κ’ η θάλασσα τεράστια πλεκτάνη».

Πώς καταλήγει ο Καρούζος στο απόσπασμα; Με το να αποφασίσει ότι του χρειάζεται μια σκέψη χωρίς αντίφαση, μια γλώσσα χωρίς ομιλία, μια σιωπή με γλώσσα. Απόφαση ηθική για το πιο ανήθικο: τη γλώσσα «Γιατί η γλώσσα είν’ η αχόρταγη μοιχαλίδα του Πραγματικού». «Ζητάτε ποιητική ηθική;» Ρωτά ο Καρούζος τους συνέδρους και «τους ανέκαθεν φιλόσοφους», τα «έρημα τ’ ανιψούδια του Πλάτωνα». Απάντηση: «Αυνανίζεσθε και μη πληθύνεσθε» (Απόσπασμα 25, «Μονολεκτισμοί και ολιγόλεκτα»). Και άλλο: «Ζήτω το μυαλό-ανεμόμυλος».

Οπότε, η προκατάληψη για το δυσανάγνωστο του Καρούζου διαλύεται από την ανωνυμία της ποίησής του, το απρόσωπο ενός «τώρα μιλάω», το αμνήμων και το ληθικό, το ζωικό και το ζωώδες ενός λόγου, η δύναμη του οποίου στα όρια της κραυγής, δεν έγκειται στα περιεχόμενα, αλλά στα περιέχοντα, στην αστραπή της απροσδιοριστίας τους. Στο «αχανές κι αναπόκριτο».

«Στην ερήμωση του πάγου στις διαφωνίες

φύσεως και λογικής με όλα συγκρουόμενα

με όλα διδάσκοντας ο μέγας

αυταπατώμενος ειν’ ο ποιητής

αποφεύγει τις εγκυκλοπαίδειες κι αναδύεται

στη γειτονιά του τυχάρπαστος.

Αυτό ελκύει κι οδηγεί στο αχανές κι αναπόκριτο.

Στην Αυλίδα ή στην Ταυρίδα»

(«Έλκηθρο διά βίου»).

Αυτό που είναι ο ποιητής, όχι αυτό που θέλει να πει, είναι εν τέλει το κενό. Διότι η ποίηση ουδέποτε θέτει το ερώτημα για την αλήθεια του είναι- εάν είναι ποίηση. Και τούτο διότι αναζητά στη θέση του είναι το ρήμα, όχι για να εκφράσει μέσω του ρήματος την αλήθεια του είναι στη γλώσσα, αλλά για να την ρημάξει, να την στήσει, την πόρνη, στο εκτελεστικό απόσπασμα, να την εκτελέσει, να την προφυλάξει από το να γίνει κυρία, θέμα συζητήσεων στα Συνέδρια.

Πώς μπορώ να αποσπάσω τη γλώσσα μου από τη γλώσσα μου; Η απάντηση: όταν την συνδέσω με το θάνατο. «Όταν η γλώσσα», γράφει ο Foucault στο Ο στοχασμός του έξω, «οριζόταν ως τόπος της αλήθειας και δεσμός του χρόνου, ήταν γι’ αυτήν απόλυτα επικίνδυνο ο Επιμενίδης ο Κρης να διαβεβαιώνει ότι όλοι οι Κρήτες ήταν ψεύτες: ο δεσμός αυτού του λόγου με τον εαυτό του τον αποδέσμευε από κάθε πιθανή αλήθεια. Αν, όμως, η γλώσσα αποκαλύπτεται σαν αμοιβαία διαφάνεια της γένεσης και του θανάτου, δεν υπάρχει ούτε μία ύπαρξη η οποία, με τη μόνη κατάφαση του «Εγώ μιλάω», να μην δέχεται την απειλητική υπόσχεση της δικής της εξαφάνισης, της μελλοντικής της εμφάνισης».

Εάν δεν θέλουμε εφεξής να φρίττουμε με την απλή κατάφαση: «Εγώ ψεύδομαι», επειδή αληθολογούμε όταν λέμε: «Εγώ ομιλώ», εάν η ειλικρίνειά μας ως εισηγητών σε Συνέδρια τη στιγμή που εισηγούμεθα δεν πρέπει να αμφισβητείται-εφόσον κάλλιστα μπορούμε να είμαστε ανειλικρινείς όταν μιλούμε για ειλικρίνεια-θα πρέπει να οδηγηθούμε στο απόσπασμα που θα εκτελέσει τη γλώσσα ως αληθολογία και πολυλογία. Θα πρέπει να σκάσουμε. «Σκάσε αηδόνι!».

Εκεί, στον τόπο της αφωνίας θα συμβεί να δούμε τον Καρούζο να εμφανίζεται με «τα πέλματά του στην ακινησία ωσάν απαρέμφατα», εξαιτίας της δεκάχρονης παραμονής του στον τύμβο του έργου του. Πρόκειται για μια διάβαση του ποιητή «έξω», όπου όχι μόνο η γλώσσα του δραπετεύει απ’ τον Λόγο, αλλά κι ο θάνατος («ο θάνατος, το άλμα έξω απ’ τη γλώσσα»).

Ξεκίνησα λέγοντας ότι δεν έτυχε να δω τον Καρούζο. Τον βλέπω ήδη, διότι κατάλαβα πόσο είναι αόρατη η μη-ορατότητα του αοράτου και πόσο «μέγαιρα η πραγματικότητα».

Κατάλαβα πόσο «η μοναξιά λειτουργεί στον πολιτισμό όσο και στη βαθύτερη Προϊστορία’ καταστρέφεται στη μέση κατάσταση ζωής, όπου, λόγου χάρη, ο άρρωστος θέλει στο νοσοκομείο κοντά του και ει δυνατόν τα ζώα του (Τελευταίο του έργο του απόσπασμα, σελίδα 672 των «Απάντων»).

Οπότε, γιατί και ο πεθαμένος να μη θέλει κοντά του τους Εισηγητές και τους Συνέδρους του;

     Η Εισήγησή μου, με τίτλο «Ο Καρούζος στο απόσπασμα» διαβάστηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις 10.11.2000 στο Συνέδριο για τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του ποιητή.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΛΤΣΟΣ, εφημερίδα Τα Νέα, Πρόσωπα 21ος Αιώνας τεύχος  89/18-11-2000, σ. 34-35.

   Ελάχιστα. Θα αποτελούσε μυστήριο μέγα και παράδοξο αν υποψιαζόμουν ότι μπορώ να υπομνηματίσω ή σχολιάσω την εισήγηση του αγαπητού μας πάντα Γιώργου Βέλτσου. Που ευπειθώς αναφέρω ότι, συντάσσομαι ειλικρινώς με το δημόσιο παράπονό του σε τηλεοπτική εκπομπή, ότι τον απέρριψε η Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων όταν ζήτησε να γίνει μέλος της. Ο καλός μας Γιώργος Βέλτσος, ο ποιητής Γιώργος Βέλτσος με τα κείμενά του που διαβάζαμε ανελλιπώς-τουλάχιστον εγώ, το μικρό και ουτιδανό σκαντζοχοιράκι, με τις γαλλικές εμβόλιμες παραπομπές του στα περιοδικά και τις εφημερίδες τις προηγούμενες δεκαετίες-, μας μυούσαν στον κόσμο των Δρυίδων. Ο Γιώργος Βέλτσος δεν καθρεφτίζεται απλά στον καθρέφτη της σκέψης του, της γλώσσας που γράφει, είναι ο ίδιος ο Καθρέφτης. Και αυτό είναι κάτι μοναδικό και σπάνιο στα ελληνικά γράμματα των χρόνων μας. Είναι η άσφαλτος εικόνα του μεταμοντέρνου Κόσμου μας.

Και, στην πίσω σελίδα του κειμένου του Γιώργου Βέλτσου, δημοσιεύονται αποσπάσματα από το έργο του ιρλανδού συγγραφέα Όσκαρ Ουάϊλντ, OSCAR WILDE «Το αλφαβητάρι της….» του John Walsh, THE INDEPENDENT.  Ένα επετειακό αφιέρωμα «Εκατό χρόνια συμπληρώνονται στις 30 Νοεμβρίου από το θάνατο του Όσκαρ Ουάιλντ, του συγγραφέα εστέτ και δανδή που προσδιόρισε την έννοια της παρακμής, εκδήλωσε τη μεγαλοφυϊα του και βοήθησε να εφευρεθεί η μοντέρνα εποχή. Ιδού το Αλφαβητάρι του.».

Τυχαίο! δεν νομίζω. Το είδωλο του Δαρείου του αρχαίου κόσμου ανταμώνει το φάντασμα του πατέρα του ‘Αμλετ των σύγχρονων καιρών.  

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,  Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020.   

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου