Πειραϊκά κληροδοτήματα
ΑΙΜΙΛΙΑ ΚΑΡΑΛΗ (Κρέσταινα Ηλείας 1959-)
Η πόλη του Πειραιά, το πρώτο λιμάνι της χώρας, όπως οι παλαιοί πειραιογράφοι και ιστορικοί μας λένε, βρίσκονταν «πάντα» κάτω από την ισχυρή ίσως και «δυναστική» παρουσία της κλασικοτραφούς Αθήνας, της πρωτεύουσας της Ελλάδος. Από την εποχή του αρχαίου στρατηγού Θεμιστοκλή, ο λιμήν του Πειραιώς συνέδεσε την ιστορία του με τον έναν ή άλλον τρόπο με την Αθήνα. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά από την στιγμή που το «νησί» μας ο Πειραιάς, συνόρευε με το εκπαιδευτικό και πολιτιστικό κέντρο αναφοράς του. Ήταν το δικό της «αποκλειστικό» επίνειο (περισσότερο χρήσιμο ίσως από το λιμάνι του Λαυρίου). Η γεωγραφία του χώρου προσδιόρισε και την ιστορική του μοίρα, την διαδρομή του Πειραιά και των γηγενών ή μη δημοτών του οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στα χώματά του και από τα υλικά του οργάνωσαν την ζωή τους. Ακόμα και όταν το 1835 ο Πειραιάς έγινε αυτόνομος Δήμος, δεν έπαψε να «υποκύπτει» στις διοικητικές και άλλες μεταρρυθμίσεις της «βλαχομπαρόκ» δοξασμένης πρωτεύουσας. Θεωρούνταν όμως, ο «φτωχός συγγενής» της, η εργατούπολη στην οποία κατέβαιναν οι μη πειραιώτες για να διασκεδάσουν, να φάνε στις ταβέρνες και εστιατόριά του ρεμβάζοντας, απολαμβάνοντας την θαλάσσια ατμόσφαιρά του, σουλατσάροντας με τα φιλικά τους πρόσωπα και οικογένειες τους στις δαντελωτές, βραχώδεις ακτές του. Ή πάλι, ήταν το αναγκαίο πέρασμα, στην επιβίβασή τους στα πλοία των γραμμών για τα νησιά του Αργοσαρωνικού, των Δωδεκανήσων, της Κρήτης, το εξωτερικό. Στην ίδια θέση θα συμπληρώναμε βρίσκονταν και οι γύρω Δήμοι του, οι όμοροι Δήμοι της Νίκαιας, Δραπετσώνας, Περάματος. Δήμοι που αν και αυτονομήθηκαν από την εποχή του Μεσοπολέμου διοικητικά από τον Πειραιά, εξακολουθούν να αναφέρονται ως «ανήκοντες» στην ευρύτερη περιφέρεια του Πειραϊκού χώρου. Για να είμαστε όμως δίκαιοι απέναντι στην ιστορική του κληρονομιά και πνευματική παράδοση, ο ύμνος της Πόλης «Τα παιδιά του Πειραιά» του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι, όπως τραγουδήθηκε από την Μελίνα Μερκούρη, επάξια αντιπροσωπεύει, ισόκυρα στέκεται, δίπλα και υπερήφανα στο τραγούδι ύμνος της πρωτεύουσας «Αθήνα διαμαντόπετρα της γης το δαχτυλίδι». Η βαριά παρουσία του πέπλου της αρχαίας θεάς Αθηνάς παρά ταύτα, εξακολουθεί να σκιάζει ακόμα και σήμερα την Πόλη μας. Μια Πόλη, ένα Λιμάνι, μια θαλάσσια πειραιώτικη αύρα η οποία διαμόρφωσε και εξακολουθεί μάλλον ακόμα και σήμερα, να διαμορφώνει το βλέμμα μας, να προσδιορίζει τις κοινωνικές μας σχέσεις, να πλάθει τις ατομικές μας αντιλήψεις, να οικοδομεί την ταυτότητά μας. Γιατί η Ιστορία μιάς Πόλης, ενός Τόπου, μιας Χώρας, δεν είναι κάτι αόριστο και γενικό περί πατρίδας και έθνους, είναι οι χαρακτήρες και η ποιότητα των ανθρώπων που κατοικούν σε αυτή. Είναι η αλήθεια των βιωμένων καταστάσεων που έζησαν και εξακολουθούν να ζουν οι άνθρωποί της, από όποιο μέρος της Ελλάδος ή του εξωτερικού έχουν προέρθει και εγκατασταθεί στα ιστορικά χώματα της Πόλης αυτής, της Πόλης σου. Είναι ο «διαβρωτικός» λόγος των σχέσεων, η προικισμένη μαρτυρία των αναμνήσεων, η πολυπρόσωπη εντοπιότητα που παράγει ήθος (Πειραϊκό). Η ιδιωτική γλώσσα του παιδιού που γίνεται πολυφωνική καθώς μεγαλώνει και ωριμάζει. Είναι η πίστη στον κοινό αγώνα παράδοσης όλων των εγκατεστημένων σε μία Πόλη, στη δεδομένη περίπτωση της πόλης μας, τον Πειραιά και όχι ο αποικιοκρατικός τοπικισμός της μιάς έποικης πληθυσμιακής κοινότητας έναντι της άλλης. Το νόημα του συνυπάρχειν κάτω από τις ίδιες κοινωνικές συμβάσεις, τον παράλληλο βαθμό εμπιστοσύνης και αποδοχής, την μακρόσυρτη διαμόρφωση ιστορικής συνείδησης του συνανήκειν σε κάτι που προήλθε από το παρελθόν με αγώνες και κόπο, αντιξοότητες και οραματισμούς, διατηρείται-όπως διατηρείται-στο σήμερα, και ευελπιστείς ότι θα επικρατήσει και στο αύριο χωρίς την δική σου βιολογική παρουσία. Δεν γίνεται να θέλεις να εκριζώσεις τις μνήμες και να απαιτείς να αποδεχθούν οι άνθρωποι την πολιτισμική σούπα, αυτό το βελουτέ αμάγαλμα φυλών, θρησκειών, πολιτιστικών εκφράσεων, αγνοώντας την πνευματική, καλλιτεχνική και ιστορική παράδοση του γενέθλιου τόπου σου ή του χώρου εγκατάστασής σου. Προϋπόθεση της συνέχισης της ιστορικής παράδοσης της Πόλης είναι η μνήμη των ανθρώπων. Αυτή που μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, από στόμα σε στόμα, από γραφή σε γραφή, από παιχνίδι σε παιχνίδι, σύναξη σε σύναξη. Από συντονισμένες δράσεις σε τίμηση των φωνών των Πειραιωτών προπατόρων από τις νέες γενιές. Και, για την ταυτότητά σου, δεν πρέπει να «ντρέπεσαι» αλλά να είσαι υπερήφανος. Για αυτή την Πειραιώτικη υπερηφάνεια σας μιλώ, που κάποτε μας μίλησε η πειραιώτισσα τραγωδός Κατίνα Παξινού.
Η δική μου γενιά (γενιά του 1980) όπως η αδιάψευστη μαρτυρία της τοπικής Ιστορίας μας φανέρωσε, δύο φορές στο διάβα της ζωής της είδε το πρόσωπο της πόλης μας να αλλάζει δραστικά, αποτελεσματικά, προσδιοριστικά. Η πρώτη ήταν αυτή από τον δήμαρχο της επταετίας (με ότι αρνητικό κουβαλά στους ώμους της η στρατιωτική αυτή επτάχρονη περίοδος) πριν ανδρωθούμε και οικοδομήσουμε την ζωή και τα όνειρά μας, την εικόνα του «Σκυλίτσειου» Πειραιά γνωρίσαμε. Σε αυτήν παίξαμε και ερωτευθήκαμε, τραγουδήσαμε, περπατήσαμε, φτερουγίσαμε, σκορπίσαμε τον βίο μας, θέσαμε τους στόχους μας, τις φιλοδοξίες μας, καλλιεργήθηκαν οι αισθήσεις μας και η περί πόλης αισθητική μας. Η δεύτερη όψη της είναι όπως μάλλον φαίνεται, η σημερινή, της τρίτης χιλιετίας. Αυτή των τελευταίων χρόνων, επί δημαρχίας του νυν δημάρχου κυρίου Γιάννη Μώραλη. (Χωρίς ασφαλώς να συνδέω ή να κάνω άλλους παραλληλισμούς μεταξύ του παλαιότερου προαναφερθέντος δημάρχου και του τωρινού). Ο Πειραιάς όμως Σήμερα αλλάζει όψη και μαζί και οι δημότες του. Ταξιδεύει προς το μέλλον αφήνοντας πίσω του ότι ωραίο και φανταστικό γνώρισαν οι προηγούμενες γενιές των Πειραιωτών. Μισός αιώνας μνήμης πέρασε σκορπίζοντας την «ονειρόσκονη» του χρόνου για να μας υπενθυμίζει το τι η πόλη του Πειραιά πρόσφερε στον πολιτισμό, τα γράμματα, τις τέχνες, την επιστήμη, το πνεύμα. Ούριοι νέοι άνεμοι πνευματικής και καλλιτεχνικής προσφοράς φυσούν και τα πανιά θέλω να ελπίζω είναι λευκά, ελπιδοφόρα μέσα στην Κιβωτό της κοινής μας μνήμης, πορείας και παράδοσης.
Είναι εκατοντάδες τα πρόσωπα του Πειραιά τα οποία καλλιέργησαν τα κατά καιρούς πεδία της ελληνικής γραμματείας. Άντρες και γυναίκες από όλα τα πεδία των πολιτιστικών εκφράσεων, των γραμμάτων και των τεχνών τα οποία έβαλαν το λιθαράκι τους, έδωσαν το στίγμα τους, ύψωσαν τη φωνή τους προσφοράς με πάθος και μεράκι, αγάπη και φροντίδα, δόσεις υπερηφάνειας στον να αρχιτεκτονηθεί το καθόλου πρόσωπο του ελληνικού πολιτισμού. Συγγραφείς, ποιητές, εικαστικοί, ηθοποιοί και σκηνοθέτες, μουσικοί και ρεμπέτες, αρχιτέκτονες και επιστήμονες, μαθηματικοί και παιδαγωγοί, πολιτικοί και νομικοί, εργάτες του λόγου από τον Πειραιά πρόσθεσαν το δικό τους χνάρι και ας μην τους γνωρίζουμε, ας μην έχουμε διαβάσει τα έργα τους, ας μην τους προλάβαμε εν ζωή, ας μην τους τιμήσαμε, ας τους λησμονήσαμε. Αυτοί και Αυτές είναι παρόντες με την αύρα τους, τον τρόπο τους στο πνευματικό μας εικονοστάσι. Τα πειραϊκά κληροδοτήματα σε έργα είναι πάμπολλα. Αποτελούν το Σώμα της πόλης που κατοίκησε ή εξακολουθεί να κατοικεί η πειραϊκή ψυχή και συνείδηση. Είναι τα Μακρά Τείχη της πολιτιστικής παρακαταθήκης της Πόλης στην Ιστορία και στον Χρόνο. Και ένα από αυτά τα πειραϊκά κληροδοτήματα είναι και η παρουσία και το συγγραφικό έργο δύο αδερφών επιστημόνων από τον Πειραιά. Από το πέμπτο διαμέρισμα του, όπου βρίσκεται η οικογενειακή τους οικεία από την στιγμή που οι γονείς τους Γιάννης και Αναστασία αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην πόλη μας, μαζί με τα τρία παιδιά τους. Τον Νίκο την Αιμιλία και τον Βρασίδα, καταγόμενοι από την Κρέσταινα Ηλείας. Του πανεπιστημιακού κυρίου Βρασίδα Καραλή και της αδερφής του καθηγήτριας κυρίας Αιμιλίας Καραλή οι οποίοι «συγχώνευσαν» στην πελοποννησιακή τους καταγωγή, την ταυτότητα της πόλης που εγκαταστάθηκαν. Τα δύο αδέρφια σπούδασαν φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, σταδιοδρόμησαν σαν καθηγητές ενώ παράλληλα, διέπρεψαν και καταξιώθηκαν στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικής. Ιδιαίτερα ο κύριος Βρασίδας Καραλής, ο οποίος έχει συγγράψει εκατοντάδες άρθρα και μελέτες, (διάσπαρτα σε περιοδικά και εφημερίδες) δημοσιεύσει δοκίμια, βιβλιοκριτικές, κείμενα για ζητήματα και προβλήματα έργων της ελληνικής γραμματείας, επιμεληθεί αφιερώματα περιοδικών και έργων, μεταφράσει χρονογράφους της βυζαντινής γραμματείας, ξένα μυθιστορήματα, εκδώσει μελέτες του στα ελληνικά και τα αγγλικά για πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας (Νίκος Καζαντζάκης), έλληνες φιλόσοφους (Κορνήλιος Καστοριάδης). Πρόσφατη εργασία του η ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Στο ενεργητικό του κυκλοφορεί και μία του ποιητική συλλογή. Ο κύριος Καραλής συνεργάζεται με επιστημονικά περιοδικά εντός και εκτός ελλάδος κυρίως τα τελευταία χρόνια, σαν σταθερός μελετητής και αναλυτής του Καζαντζακικού έργου και όχι μόνο. Σταδιοδρομεί σαν πανεπιστημιακός καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ της Αυστραλίας όπου διδάσκει. Η αδερφή του, η φιλόλογος Αμαλία Καραλή επίσης διδάσκει σε ελληνικά σχολεία της μέσης εκπαίδευσης. Και εκείνη, πέρα από την εκπαιδευτική της σταδιοδρομία και ιδιότητα, ασχολήθηκε με τα γράμματα. Συμμετέχοντας στην ομάδα έκδοσης του περιοδικού «Ουτοπία» και εκδίδοντας μελέτες της που αφορούν πρόσωπα της ελληνικής λογοτεχνίας και ζητήματα της ελληνικής εκπαίδευσης. Έχουν και οι δύο συμμετάσχει σε επιστημονικά συνέδρια και έχουν δώσει ομιλίες. Κείμενά της διαβάζουμε σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες. Μία από τις αξιοσημείωτες εργασίες της είναι και η παρακάτω που θα μνημονεύσω και θα αντιγράψω δύο κριτικές οι οποίες δημοσιεύτηκαν όταν εκδόθηκε. Συζητήθηκε επαινετικά και σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως. Για την πρωτοτυπία της, το βάθος και το εύρος της σκέψης της, την ευστοχία των παρατηρήσεών της, την διαλεκτική της ανάλυση, την πρωτότυπη διερεύνηση και εξέταση του υλικού της με επιμέλεια και εποπτεία του ιστορικού και εκδοτικού-συγγραφικού κλίματος μέσα στο οποίο εκδόθηκε και κυκλοφόρησε το αριστερό περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Αναφέρομαι στην μελέτη της «Μια ημιτελής Άνοιξη…» Ιδεολογία, πολιτική και λογοτεχνία στο περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967), εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2005, σελίδες 430. Δυστυχώς την περίοδο που κυκλοφόρησε η ως άνω μελέτη της κυρίας Αμαλίας Καραλή, ατομικά και οικογενειακά προβλήματα δεν μου έδωσαν την δυνατότητα να προμηθευτώ την εργασία της. Έτσι, όταν μεταγενέστερα την αναζήτησα για να την αγοράσω είχε εξαντληθεί. Αυτό αποτελεί ευχάριστη διαπίστωση παρά το γεγονός ότι δεν κατόρθωσα να το έχω στα χέρια μου και να το μελετήσω. Τούτου δοθέντος, μεταφέρω απλώς τις δύο κριτικές παρουσιάσεις του τόμου από τον ομότιμο πανεπιστημιακό καθηγητή κύριο Παναγιώτη Δ. Μαστροδημήτρη και του κυρίου Θανάση Σκαμνάκη που γνωρίζω, ευελπιστώντας σε μια νέα επανέκδοση του έργου ώστε να έχουμε την δυνατότητα να το διαβάσουμε. Επικουρικά μεταφέρω και ορισμένα κριτικά σημειώματα της πειραιώτισσας φιλολόγου τα οποία έχουν δημοσιευθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό «Διαβάζω», ώστε να έχουμε μια μικρή έστω, επάρκεια της συγγραφικής της φωνής και σκέψης. Τα σημειώματά της αναφέρονται στον πεζογράφο Διονύση Χαριτόπουλο, ενός δημιουργού, ο οποίος μέσα από τις σελίδες των πεζών του, τα βιβλία του (συνολικά), μας έχει δώσει τις όπως φαίνεται καλύτερες εικόνες και περιγραφές, παραστάσεις περιοχών του Πειραιά στην εποχή του και των ανθρώπων του. Η γραφή του πεζογράφου Διονύση Χαριτόπουλου, χρήζει ιδιαίτερης εξέτασης και προσοχής. Του το οφείλουν οι Πειραιώτες, αρμόδιοι και μη δημοτικοί φορείς, οι ασχολούμενοι με την πειραϊκή ιστορία των γραμμάτων.
Η πόλη του Πειραιά ευτύχησε, μέσα στην αγκαλιά της-σαν μάνα τροφός- να «κανακεύσει» και να μεγαλώσει αρκετούς πανεπιστημιακούς δασκάλους και ακόμα περισσότερους πεζογράφους, δοκιμιογράφους, ποιητές, και από τα δύο φύλα. Ποιους να μνημονεύσεις και να μην αισθανθείς υπερηφάνεια: την Σοφία Α. Αντωνιάδη, τον Βασίλειο Λαούρδα, τον Ευάγγελο Παπανούτσο, την Ισιδώρα Ρόζενταλ- Καμαρινέα, τον Θεόδωρο Αφεντούλη, τον Διονύσιο Βαρώνο από τους παλαιούς, και από τους σύγχρονους, τον Ηλία Κυζηράκο, τον Μανόλη Βλάχο, τον Εμμανουήλ Κριαρά, τον Μάνο Στεφανίδη, τον Γιώργο Δανιήλ, (που μεγάλωσε στον Πειραιά), την Μαρία Παπαπετροπούλου, τον Χρήστο Δ. Γουδή, τον Ιωάννη Σταματάκο (ο οποίος συνδέθηκε με το πρώτο λιμάνι), τον Αντώνη Δαμαλά, τον Σέργιο Θεοδωρίδη, τον Βαγγέλη Αθανασόπουλο, τον Μιχαήλ Μπακογιάννη, τον Γεώργιο Μπήτρο, τον Αντώνη Παναγιωτόπουλο, τον Δημήτρη Κόκορη, τον πολιτικό Κώστα Σημίτη, τον νυν αρχιεπίσκοπο Τυράννων και πάσης Αλβανίας, και μια πλειάδα άλλων πειραιωτών καθηγητών, προσωπικοτήτων, από όλους τους κλάδους της επιστήμης και των γραμμάτων που τίμησαν την Πόλη μας με την παρουσία και τα έργα τους. Μέσα σε αυτήν την χορεία των επιφανών Πειραιωτών ανήκουν και τα δύο αδέρφια επιστήμονες από την πόλη μας.
Ας διαβάσουμε το κριτικό στίγμα της φιλολόγου Αμαλίας Καραλή όπου το συναντήσαμε και ας αναμένουμε την επανέκδοση της εργασίας της.
Η «Επιθεώρηση Τέχνης»
Μια σημαντική μελέτη της Αιμιλίας
Καραλή για τη νεότερη διανοητική περιπέτεια
Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ Δ.
ΜΑΣΤΡΟΔΗΜΗΤΡΗ
Εφημερίδα Η
Καθημερινή, 28/3/2006, σ. 14
Αιμιλία Καραλή: «Μια ημιτελής άνοιξη…» Ιδεολογία, πολιτική και λογοτεχνία στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1954-1967)» εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2005, σελίδες 430
ΜΕΛΕΤΗ
Η Αιμιλία Καραλή ασχολήθηκε επί μία δεκαετία με τη συστηματική και λεπτομερειακή μελέτη των λογοτεχνικών περιοδικών της Αριστεράς. Καρπός των ερευνητικών της προσπαθειών είναι και το βιβλίο της για την «Επιθεώρηση Τέχνης» το οποίο παρουσιάζουμε εδώ.
Από την άποψη της μεθόδου, η συγγραφέας προχώρησε στην κατάταξη των βασικών θεματικών ενοτήτων που διαμορφώθηκαν στο περιοδικό, στη διάρκεια του βίου του (1954-1967). Η εργασία της εστιάζεται στον προσδιορισμό των θεματικών αξόνων, γύρω από τους οποίους κινούνται οι σημαντικότερες συζητήσεις, διαμάχες και αντιπαραθέσεις των γνωστότερων συνεργατών της «Επιθεώρησης Τέχνης», που αφορούσαν γενικότερες τάσεις και αναγκαιότητες της φυσιογνωμίας της.
Έρευνα, συνεντεύξεις
Παράλληλα, η κ. Καραλή διεξήγαγε πρωτογενή έρευνα μέσω συνεντεύξεων με τους σημαντικότερους συντελεστές του περιοδικού, όπως τον Δημήτρη Ραυτόπουλο και τους εκλιπόντες σήμερα Κώστα Κουλουφάκο και Μανόλη Λαμπρίδη, ενώ, ταυτόχρονα, ερεύνησε τα αρχεία πολιτικών δυνάμεων της χώρας: της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), της εφημερίδας «Αυγή» και του περιοδικού «Νέος Κόσμος». Με τις έρευνες αυτές καλύπτεται ένα μεγάλο κενό στις γνώσεις μας για τις παρασκηνιακές και γενικότερα για τις κοινωνικές διεργασίες που βρίσκονται πίσω από την εκάστοτε εκδοτική ομάδα του περιοδικού και συγχρόνως αποκαλύπτεται η δυναμική των σχέσεων που διαμόρφωναν ανά περίοδο τη συνολική παρουσία του, τη συμμετοχή διαφόρων συνεργατών του και, τέλος, την πρόσληψη των γενικότερων προβλημάτων στις σελίδες των συνεργατών του.
Επιπλέον, η κ. Καραλή αξιοποίησε συστηματικά το υλικό όλου του περιοδικού και ανέλυσε το κοινωνικό υπόβαθρο και τον «διανοητικό» προσανατολισμό της συντακτικής επιτροπής του. Συγχρόνως, παρουσίασε διεξοδικά τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη της επιτροπής αντιμετώπισαν τα πολιτικά και κοινωνικά συμβάντα της εποχής, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη αυτά αντιμετωπίστηκαν από το ιδεολογικό και πολιτικό κατεστημένο των εξωκαλλιτεχνικών χώρων που τα υποστήριζαν. Από την άποψη αυτή διαθέτουμε πλέον σταθερές βάσεις αξιολόγησης προκειμένου να κατανοήσουμε τις προθέσεις και τις δυσκολίες των μελών του περιοδικού στην προσπάθειά τους να διαμορφώσουν μια κοινή προοπτική ιδεολογικών και αισθητικών συγκλίσεων.
Η έρευνα της συγγραφέως είναι εξαιρετικά σημαντική, αφού για πρώτη φορά αποκτούμε μια βαθιά κατανόηση της συνολικής εξέλιξης του περιοδικού, των συνθηκών που το διέπλασαν και, κυρίως, των ιστορικών συμβάντων που αφορούν στη διαμόρφωση των ιδεολογικών ρευμάτων που το προσδιόρισαν. Η κ. Καραλή επέτυχε να ανασυγκροτήσει την εποχή και το ευρύτερο διανοητικό της κλίμα, όπως επίσης και να προσδιορίσει τις πολιτικές συνιστώσες που καθόρισαν τα πρόσωπα και τα γεγονότα του περιοδικού. Για το λόγο αυτόν προωθεί ικανοποιητικά-αξιοποιώντας και την υπάρχουσα βιβλιογραφία-τις έρευνες για την αποτίμηση της συμβολής του περιοδικού Τύπου στη νεοελληνική πνευματική ζωή και δίνει νέα τροπή στη γενικότερη ερμηνευτική προσέγγιση των περιοδικών της Αριστεράς.
Στο βιβλίο της κ. Καραλή αναλύεται και αξιολογείται με επιτυχία μια πολύτιμη και πολύπλοκη σελίδα της ιστορίας των ιδεών του τόπου μας και ερμηνεύονται κατά τρόπον οριστικό οι πολιτικές συνθήκες που καθόρισαν την εξέλιξη μιάς ολόκληρης ομάδας διανοουμένων και λογοτεχνών, οι οποίοι κατόπιν συνέβαλαν στον «καθορισμό» της φυσιογνωμίας της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Στην πολυσέλιδη εργασία της, η ερευνήτρια κατόρθωσε να περιγράψει και να ερμηνεύσει ένα πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο καλλιτεχνικό φαινόμενο, που αφορά τη νεότερη παιδεία και την ιστορία του πολιτισμού της χώρας μας. Η ενδελεχής εξακρίβωση στοιχείων που επιχείρησε, διορθώνει και αποκαθιστά πολλές ανακρίβειες και παρανοήσεις για το περιοδικό και για τους συνεργάτες του, όπως επίσης και για τις σχέσεις του με την ευρύτερη πολιτική και πολιτιστική ζωή του τόπου έως σήμερα. Η συγγραφέας συμβάλλει καίρια στην πληρέστερη γνώση του παρελθόντος, διευκρινίζοντας πολλές όψεις της πνευματικής δραστηριότητας στον χώρο της Αριστεράς, και αποκαλύπτοντας τις μεγάλες πολιτικές δυνάμεις του τόπου μας στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν πολιτιστική παρέμβαση και σύγχρονο πολιτικό λόγο.
Απαρχή
αναθεωρήσεων
Είμαι βέβαιος ότι η μελέτη της κ. Καραλή θα καταστεί η απαρχή για μια σειρά αναθεωρήσεων και αναπροσανατολισμών των φιλολογικών ερευνών, που αναφέρονται στην πρόσφατη πολιτισμική συμβολή των λογοτεχνικών περιοδικών του τόπου μας. Χάρη στην εργασία της, μπορούμε να αποκτήσουμε μια ορθότερη προσέγγιση σε παρόμοιες συλλογικές προσπάθειες, βασισμένοι στην ιστορική κατανόηση των πολιτισμικών συμβόλων, και να επαναπροσδιορίσουμε τη συνεισφορά τους στη διαμόρφωση του σύγχρονου προβληματισμού στον τόπο μας.
Ο κ. Π. Δ. Μαστροδημήτρης είναι ομότιμος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
--
Ακτινογραφία των σχέσεων τέχνης και Αριστεράς
Του ΘΑΝΑΣΗ ΣΚΑΜΝΑΚΗ
Εφημερίδα ΠΡΙΝ,
Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2005, σ.20
Το βιβλίο της Αιμιλίας Καραλή, Μια Ημιτελής Άνοιξη… Ιδεολογία, Πολιτική
και Λογοτεχνία στο Περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967), (εκδόσεις Ελληνικά
Γράμματα), είναι μια εξαιρετική συμβολή στη μελέτη της εποχής αλλά και των
αισθητικών και ιδεολογικών αναζητήσεων της Αριστεράς.
Η μελέτη αυτή είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αναπαράσταση όλης της εποχής, και όχι μόνο. Είναι, μέσω της ανάλυσης των περιεχομένων του περιοδικού, η απεικόνιση των μεγάλων ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων της Αριστεράς με την αστική ιδεολογία, αλλά των συγκρούσεων (μαζί και των ανθρώπων) της Αριστεράς στο εσωτερικό της, στα κρίσιμα χρόνια 1955-1967.
Στο βιβλίο παρατίθενται οι ουσιαστικές απόψεις που διατυπώνονται κυρίως μέσα στις σελίδες της Επιθεώρησης Τέχνης. Αλλά μεγάλο πλεονέκτημα του είναι πως προεκτείνει την αντιπαράθεση σε διεθνές επίπεδο και αγκαλιάζει όλο το εύρος των αισθητικών, φιλοσοφικών, ιδεολογικών και, επομένως, και πολιτικών αντιπαραθέσεων αυτής της περιόδου.
Η ελληνική αριστερή διανόηση προσπαθεί να διερευνήσει τα φαινόμενα με το μαρξιστικό εργαλείο, να διευρύνει το πεδίο της έρευνάς της, να υπερβεί την ήττα του εμφύλιου και να συνδυάσει την αντιπαράθεση με την αστική ιδεολογία, με την ταυτόχρονη ανάπτυξη των «πλατιών συμμαχιών» για την υπεράσπιση των, συνεχώς απειλούμενων, δημοκρατικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Δεν είναι βέβαιο πως η προσπάθεια στεφόταν με επιτυχία, δεδομένης της αντιφατικότητας των ίδιων των στόχων. Ωστόσο, η Α. Καραλή δεν το εκτιμά ως μια σισύφεια επιχείρηση, η οποία καταλήγει πάντα στο δράμα.
Πολλά από τα ονόματα που παρελαύνουν από τις σελίδες του περιοδικού και, ως εκ τούτου και του βιβλίου, της ελληνικής αλλά και της ξένης αριστερής, και όχι μόνο διανόησης, έχουν πάρει σήμερα για μας μυθικές διαστάσεις. Έχει λοιπόν, εξαιρετικό ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τη στάση που κράτησαν σε τέτοια επίμαχα και ρέοντα προβλήματα της εποχής τους, τις αλλαγές των απόψεών τους, τη μαχητικότητά τους και παρόμοια. Ο Μ. Αυγέρης, ο Γ. Ρίτσος, ο Μ. Αναγνωστάκης, ο Τ. Λειβαδίτης, ο Ν. Βρεττάκος και άλλοι. Όπως και ο Γ. Λούκατς, ο Λ. Αραγκόν, ο Ρ. Γκαροντί, ο Ε. Φίσερ κλπ.
Σε μια εποχή δύσκολη, όσο και ελπιδοφόρα, που δεν δίσταζαν να εκτεθούν, να υπερασπιστούν με φανατισμό και οξύτητα τις απόψεις τους, να συγκρούονται για τις λεπτομέρειες που ανήγαγαν, και εν πολλοίς ήταν, σε πρωταρχικά ζητήματα.
Ο ρεαλισμός και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, ο νεορεαλισμός, η αισιοδοξία στην τέχνη, ο νέος τύπος ανθρώπου, η υπαρξιακή αγωνία και ο υπαρξισμός, η «ποίηση της ήττας», είναι τα θέματα που απασχολούν τους συντάκτες και τους αρθογράφους του περιοδικού. Η άνοιξη της εποχής μετά το 20ο συνέδριο και η αναθεώρηση πολλών παγιωμένων απόψεων, αλλά και η οπισθοχώρηση, καθώς οι νέοι ορίζοντες που ξαφνικά άνοιξαν έθεταν υπό αμφισβήτηση τα συγκεντρωτικά κομματικά οικοδομήματα.
Η συγγραφέας έχει καταβάλει μεγάλο κόπο. Κινείται όχι μόνο στις γραμμές και τα δημοσιεύματα του περιοδικού, αλλά μελέτησε και τα άλλα αριστερά έντυπα της εποχής, την Αυγή, το Νέο Κόσμο, την Ελληνική Αριστερά, βιβλία της εποχής ή βιβλία που ασχολήθηκαν με την εποχή και έτσι μπορεί να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα των απόψεων και των επιχειρημάτων των συγγραφέων.
Αναπλάθει εύστοχα τα ρεύματα της εποχής, αλλά και όσα προηγήθηκαν, αποδίδοντας τις αδυναμίες, τις υστερήσεις και τις μονομέρειες στο πραγματικό ιστορικό πλαίσιο.
Ξεδιαλύνει γρίφους που μας κληροδότησε εκείνη η εικοσαετία και αποκαθιστά τους μύθους, χωρίς να διαστρέφει τη μυθολογία της. Ορίζει τα όρια του εγχειρήματος της Επιθεώρησης Τέχνης, σε αισθητικό και ιδεολογικό επίπεδο.
Στο σημερινό αναγνώστη όλα αυτά μπορεί να φαίνονται είτε πολύ μακρινά και πιθανόν επουσιώδη ή ακόμη εξαιρετικά συναρπαστικά και λίγο ρομαντικά, αν παραβλέψει πόσο αίμα ψυχής περιέχεται σε αντιπαραθέσεις της πένας, ανθρώπων οι οποίοι είχαν μόλις πρίν λίγο ξεμπερδέψει με τα εκτελεστικά αποσπάσματα, ενώ κάποιοι σύντροφοί τους ήσαν ακόμη στις φυλακές, την εξορία ή στην αναγκαστική προσφυγιά. Και οι οποίοι ταυτοχρόνως έπρεπε να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς με το παρελθόν, να λύσουν ζητήματα ιστορικής φύσεως που είχαν μείνει αναπάντητα.
Να υπογραμμιστεί επίσης, αυτό που η συγγραφέας λέει μερικές φορές ρητά και τις περισσότερες υπόρρητα, πως οι διαμάχες γύρω από τα αισθητικά προβλήματα, ήταν ο τρόπος για να εκφραστούν οι διαφωνίες και οι συγκρούσεις στα πολιτικά. Αλλά ακόμη και το ότι οι διαφωνίες δεν είχαν μόνο ιδεολογική βάση. Συχνά οι προσωπικές προτιμήσεις και φιλοδοξίες υπερτερούσαν των πολιτικών, αισθητικών ή ιδεολογικών διαφορών. Τέλος, δεν είναι βέβαιο πως εκείνοι που διατύπωναν «ανανεωτικές» (σύμφωνα με την ορολογία που χρησιμοποιήθηκε μετά το 1974) απόψεις εξέφραζαν συνεπώς και πιο δημοκρατική άποψη ή είχαν πιο δημοκρατική και ανεκτική συμπεριφορά απέναντι στις διαφωνίες, όπως και ότι εκείνοι που διατύπωναν πιο σκληρές θέσεις ήταν λιγότερο δημοκρατικοί. Πολύ περισσότερο, πως μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ, οι μεν πρώτοι οδηγήθηκαν στο ανανεωτικό» «εσωτερικό», οι δε άλλοι στο «δογματικό» ΚΚΕ. Περίεργες και περίπλοκες οι διαδρομές της σκέψης και των ανθρώπων.
Τα προβλήματα που έθεσε εκείνη η εικοσαετία στο παγκόσμιο προοδευτικό κίνημα, στη μαρξιστική σκέψη, τόσο στην αισθητική όσο και στην πολιτική, έγιναν ο βραχνάς που έδεσε στο λαιμό της παγκόσμιας Αριστεράς και οδήγησε στην ήττα του τέλους του αιώνα. Είναι προφανής η αναγκαιότητα για τους επιγόνους, τα αντιστασιακά μετέωρα της νέας εποχής, να γνωρίσουν καλά το παρελθόν τους. Ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει. Και κυρίως ο πόλεμος των ιδεών. Μονάχα που δεν χρειάζεται μόνο τόλμη αλλά και, πρωτίστως, γνώση, και φυσικά τα μαθήματα από τα λάθη και τα σωστά, τα κέρδη και τις ζημιές του παρελθόντος. Με αυτή την έννοια το βιβλίο της Αιμιλίας Καραλή είναι μια εξαιρετική συμβολή στη δημιουργία του μέλλοντος.
Την Τετάρτη 16 Νοεμβρίου, στις 8 μ.μ στη Στοά του Βιβλίου (Πεσμαζόγλου 5 και Σταδίου) το βιβλίο θα παρουσιάσουν οι Νίκος Σιαπκίδης, εκδότης της Επιθεώρησης Τέχνης, Παν. Μαστροδημήτρης, καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευτύχης Μπιτσάκης και Παναγιώτης Νούτσος καθηγητές Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Βας. Αλεξίου, λέκτορας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και Νάνος Βαλαωρίτης, ποιητής.
--
ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΣΤΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Τα περισσότερα βέλη
αρνητικής κριτικής στρέφονται κατά αριστερών
Στη «Συμπερασματική ερμηνεία» η Αιμιλία Καραλή αναφέρει: «Η κριτική σκέψη, δέσμια των δυαρχικών πολώσεων του παρελθόντος και ιδιαίτερα της δεκαετίας του ’30 εστιαζόταν γύρω από αντιθετικά ζεύγη διαρκούς αυτοαναίρεσης του τύπου προοδευτική- συντηρητική λογοτεχνία, ακμή-παρακμή, μορφή-περιεχόμενο, αισιοδοξία-απαισιοδοξία, δημιουργώντας ένα μανιχαϊστικό σύμπαν αντιθέσεων […] Η διαλεκτική σκέψη του Χέγκελ και του Μαρξ με την τριμερή ανάπτυξη θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης δεν φαίνεται να έχει βασανιστεί ιδεολογικά από τους περισσότερους κριτικούς ως προς τη συνθετική ικανότητα του έργου τέχνης.
Η Επιθεώρηση Τέχνης υπήρξε κυρίως περιοδικό διαλόγου, χώρου όπου εντάσεις και τάσεις μιας συγκεκριμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης συγκρούστηκαν ή συμφιλιώθηκαν. Δεν αναπτύχθηκε όμως, ένα ενιαίο συνθετικό πολυφωνικό σύστημα αξιολογικών κριτηρίων που να προέρχεται από τη συγκεκριμένη πρακτική και να αποτελεί ένα συνολικό έγκυρο αντίβαρο στην ηγεμονία της συντηρητικής ιδεολογίας […]. Δεν κατέστη δυνατό να διαμορφωθεί μια συνεπής και συμπαγής γνωστική συνείδηση που να μεταφράσει τη συγκίνηση του καλλιτεχνικού έργου ή την πολιτιστική του διάσταση σε ερμηνευτική κατάθεση για τη λειτουργία της τέχνης στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Το γεγονός αυτό έκανε το περιοδικό υπερβολικά δύσκαμπτο και ανελαστικό στην πρόσληψη του νεωτερικού στοιχείου […]. Η στάση που διατηρούν οι συνεργάτες του περιοδικού δημιούργησε μια συμβατική και πάντοτε συμβιβαστική προσέγγιση με την αστική λογοτεχνία: Είναι μάλιστα γεγονός πως τα περισσότερα βέλη αρνητικής κριτικής στρέφονται εναντίον αριστερών συγγραφέων ή αριστερών έργων παρά συντηρητικών λογοτεχνών και μάλιστα στυλοβατών του αστικού πολιτισμού στην Ελλάδα». Και καταλήγει: «Η αδυναμία διατύπωσης αυτοτελούς μαρξιστικού κριτικού λόγου είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της κληροδοσίας της ΕΤ στη λογοτεχνική ιστορία μας. Παράλληλα όμως μέσα από τις σελίδες του περιοδικού άρχισε μια διαδικασία διαλόγου η οποία μπόρεσε ουσιαστικά να αποδώσει καρπούς μόνο το 1974. Από τότε άρχισαν να καρποφορούν τα θέματα που τέθηκαν στις σελίδες της, είτε με τη μορφή νύξεων, είτε με τη μορφή συγκρούσεων, είτε με τη μορφή ανολοκλήρωτων επεξεργασιών. Αν η ΕΤ πρέπει να εκτιμηθεί σήμερα περισσότερο είναι γιατί προσπάθησε μέσα σε «δύσκολους καιρούς» να στρέψει τη σκέψη, τη συνείδηση και την καρδιά πολλών ανθρώπων στη δυνατότητα απελευθέρωσής τους. Μπορεί η «άνοιξη» στην οποία προσδοκούσε να ήταν ημιτελής, δεν ήταν όμως «χαμένη».
Σημείωση: Και τα δύο κείμενα δημοσιεύονται στην σελίδα της εφημερίδας «ΠΡΙΝ», ΚΙΝΗΣΗ ΙΔΕΩΝ.
ΠΛΑΝΗΤΕΣ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΔΙΟΝΥΣΗΣ
ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ, Τη νύκτα που έφυγε ο Μπούκοβι, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003,
σ.68.
Η συλλογή διηγημάτων του Δ. Χαριτόπουλου Τη νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1989 («Καστανιώτης»). Τα πρόσωπα και οι χαρακτήρες τους ζουν στις φτωχογειτονιές του Πειραιά στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Συνδετικά τους στοιχεία είναι το πάθος τους για τον Ολυμπιακό, η περιπλάνησή τους στα μπαρ, στα σφαιριστήρια, στα πορνεία, αλλά και στους χώρους δουλειάς, στα υφαντουργεία, στις οικοδομές, στα σφαγεία, στα αρτοποιεία. Εκεί όπου ερωτεύονται, πληγώνονται και πληγώνουν, δημιουργούν και απογοητεύονται. Είναι οι χώροι που αγαπούν αλλά και οι χώροι από τους οποίους θέλουν να δραπετεύσουν: οι τόποι των ονείρων και των εφιαλτών τους. Μα το βαθύτερο συνεκτικό τους στοιχείο είναι η στέρηση και η αναζήτηση του «πατέρα», με τις συμβολικές διαστάσεις που έχει για την παραδοσιακή οικογένεια της εποχής. Αυτή την έλλειψη αναπληρώνει προσωρινά ο Μπούκοβι, ο προπονητής του Ολυμπιακού, αλλά και αυτός ετοιμάζεται να φύγει. Κι έτσι οι γειτονιές του Πειραιά ενώθηκαν κάτω από το ξενοδοχείο του τις παραμονές της αναχώρησής του για να παρακαλέσουν και να φωνάξουν: «Πατέρα, μη φεύγεις!».
Ο λόγος τους άμεσος, σκληρός και κοφτός γίνεται άλλοτε κραυγή παρακλητική, άλλοτε λυγμός ερωτικός, άλλοτε έκφραση οργής, βίας, νοσταλγίας, απόγνωσης ή ξόρκι του θανάτου. Είναι ο λόγος ο «αντρικός» του Διονύση του Σαπάκια, του Παναγιωτάκη, του Τσοτσού, του Κατσίκα, του Στελάκη, των Τσιλιβαραίων, του μάστορα της οικοδομής… Φιγούρες που περιπλανιούνται στον Πειραιά και ανταμώνουνε στο Καραϊσκάκη, το μόνο χώρο που μπορεί να δώσει χρώμα στη ζωή τους.
Απέναντι στο λόγο τον «αντρικό» στέκεται ο λόγος ο «γυναικείος». Τρομαγμένος, θλιβερός και θλιμμένος, λόγος απόγνωσης και απελπισίας, έρωτα, τρυφερότητας και ανιδιοτέλειας. Αυτή η αντίστιξη αντρικού και γυναικείου λόγου με το δεύτερο να σχολιάζει με τη μορφή μονολόγου τον τρόπο ύπαρξης και συμπεριφοράς του πρώτου αποτελεί το πιο δυναμικό εύρημα της αφηγηματικής τεχνικής του Δ. Χαριτόπουλου. Δυο λόγοι που στο τελευταίο διήγημα ενώνονται σε μια σκληρή και ωμή λεκτικά σκηνή, όμως βαθιά τρυφερή στην ουσία της ερωτική συνεύρεση.
Οι μορφές που συγκροτούν τον κόσμο των διηγημάτων του Δ. Χαριτόπουλου είναι δέσμιες των παθών και των παθημάτων τους. Η κοινότητά τους είναι κλειστή και περιχαρακωμένη. Δεν ξεφεύγουν από αυτή παρά μόνο στη φαντασία και στη σφαίρα των επιθυμιών τους, αλλά και δεν φαίνεται να έχουν ή να διαμορφώνουν τους τρόπους μιας πραγματικής διαφυγής. Οι ευρύτερες αναφορές τους είναι ανύπαρκτες. Χρησιμοποιούν τη στιγμή, ζουν ενστικτωδώς. Ο κόσμος τους υπάρχει σκληρός και αμείλικτος και τον αναπαράγουν ή υποκύπτουν σε αυτόν. Οι πολιτικές ωμότητες και η αστυνομική βία της εποχής μόνο σαν νύξεις παρουσιάζονται μέσα από τη γυναίκα που θρηνεί για το σακατεμένο από τους αστυνομικούς άντρα της συνδικαλιστή ή από τη μάνα που προσπαθεί να προστατέψει το δωδεκάχρονο παιδί της από τις άδικες κατηγορίες και την τυφλή παραφορά τους.
Συχνά ο λόγος των προσώπων των έξι διηγημάτων κινείται στα όρια της νατουραλιστικής αυθεντικότητας. Είναι προβλέψιμος ο «μάγκικος» ιδιωματισμός, η ιδιόλεκτος των ανθρώπων της Τρούμπας, η μοιρολατρική διάθεση των ταπεινωμένων, οι εκφράσεις των «περιθωριακών». Μέσα από τη συμπαράθεση και το διάλογό τους αποκαλύπτουν κοινωνικές δομές και ταυτότητες, πολιτισμικές ορίζουσες και την ηθογραφία μιας ανθρώπινης κατάστασης που συχνά μετατράπηκε σε καρικατούρα από τα μελό κινηματογραφικά έργα της εποχής. Η αφήγηση του Δ. Χαριτόπουλου συναιρεί τους λόγους των πρωταγωνιστών του σε έναν ενιαίο λόγο, δηλωτικό των συνθηκών εκείνων που κάνουν τη «νύχτα που έφυγε ο Μπούκοβι» να κρατάει ακόμα για πολλούς «φτωχούς και πλάνητες» της σύγχρονης Ελλάδας.
ΑΙΜΙΛΙΑ ΚΑΡΑΛΗ, περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ τεύχος 451/5,2004, σελίδες 46-47. Το παρόν τεύχος-μηνιαία επιθεώρηση του βιβλίου, είναι αφιερωμένο στο «Το νεοελληνικό διήγημα» 12 σύγχρονοι διηγηματογράφοι αποκαλύπτουν τα μυστικά της γραφής τους. Την επιμέλεια του αφιερώματος έχει ο κριτικός και συγγραφέας Μισέλ Φάϊς. Στο ίδιο τεύχος, ο πανεπιστημιακός κύριος Βρασίδας Καραλής δημοσιεύει κριτική του για την τρίτομη μελέτη του κυρού πειραιώτη καθηγητή και κριτικού Βαγγέλη Αθανασόπουλου, «Οι μάσκες του ρεαλισμού. Εκδοχές του νεοελληνικού αφηγηματικού λόγου» τόμοι Α,Β,Γ. Αθήνα, Καστανιώτης 2003., σελ. 66-68.
Μηχανές επιβίωσης
ΔΙΟΝΥΣΗΣ
ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ, Τα παιδιά της Χελιδόνας, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003, σ. 164.
Ο Σπύρος, ο Θωμάς, ο Σωτήρης, ο Άγγελος, ο Πάνος, η Ακριβή και η Φωτεινή είναι τα αδέρφια-πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος του Διονύση Χαριτόπουλου. Τα παιδιά της Χελιδόνας (1983). Τόπος καταγωγής τους είναι η Χελιδόνα Καρπενησίου και γονείς τους μια δασκαλοπούλα κι ένας πρώην μετανάστης στην Αμερική που απέτυχε να επιστρέψει με περιουσία στο χωριό του.
Το έργο διαρθρώνεται με τη μορφή της εναλλαγής διαλόγων-μονολόγων, σαν ένα είδος απαντήσεων σε κάποια ρεπορτάζ που έχει θέμα του οικογενειακά «μυστικά» των αδερφών. Τα «μυστικά» δεν αποκαλύπτονται ποτέ, αλλά οι αφηγήσεις των αδερφών (εκτός του Άγγελου) διατρέχουν μια μεγάλη ιστορική περίοδο μέσα από την παράθεση των μικροϊστοριών τους: μετανάστευση στην Αμερική, δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, μετεμφυλιακό καθεστώς, μετανάστευση στη Γερμανία, δικτατορία των συνταγματαρχών, μετανάστευση στον Καναδά, μεταπολίτευση, «αλλαγή» του ’81.
Κάθε αφηγητής εκθέτει αποσπασματικά την προσωπική του διαδρομή με τέτοιο τρόπο ώστε να συνεχίζει, να σχολιάζει, να αναιρεί τη διήγησή του άλλου που αναφέρεται στα ίδια γεγονότα. Το σχήμα που κινεί την εξέλιξη εδράζεται στον απόλυτα υποκειμενικό λόγο και στη στενή οπτική του καθενός. Έτσι τα γεγονότα καλύπτονται ή υπάρχουν μόνο μέσα από τις ερμηνείες τους. Εκείνο που διακρίνει τα «παιδιά της Χελιδόνας» είναι ότι συμμετέχουν στην ιστορία μέσα από το σώμα τους και τις ανάγκες του, μέσα από τις συγκυρίες και τα ατομικά τους συμφέροντα. Με μοναδική εξαίρεση τον Γιάννη, τον άντρα της Ακριβής, όλοι τους δρουν χωρίς κάποιο ιδεολογικό ή ηθικό έρμα, συγκροτώντας όμως ταυτόχρονα μέσα από αυτή τη στάση τους και ιδεολογία και ηθική. Η σχέση τους είναι ανταγωνιστική, αλλά συμμαχούν ή συμβιώνουν ανάλογα με τα συγκυριακά τους συμφέροντα.
Αναζητώντας το νήμα που συνδέει τις αφηγήσεις γινόμαστε δέκτες βιωματικών μαρτυριών μιας «πινακοθήκης κουρελιών» που καθένα τους αθροίζει ανθρώπινες ιδιότητες για να τις μετατρέψει σε σχήματα ανθρώπων: υπάρχει ο δωσίλογος, το αιώνιο θύμα, ο παραπλανημένος θυμόσοφος, ο διπρόσωπος, ο υποταγμένος στη μοίρα του, ο καιροσκόπος. Όλοι (και όλες) αυτοί περιφέρονται στο χρόνο και στους χώρους που κάθε φορά τους υποδέχονται για να καταλήξουν στη διεκδίκηση των λίγων τετραγωνικών μέτρων της πατρικής περιουσίας. Εξαιρέσεις, ο πεθαμένος από νωρίς Θωμάς, η Φωτεινή που περιμένει με τον επαναπατρισμό των προσφύγων το-νεκρό σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αδερφών της-άντρα της και παλιό αντάρτη του ΕΛΑΣ και ο Πάνος που αποστρέφεται τα αδέρφια του.
Και σε αυτό το έργο αναδεικνύεται ο δυναμικός λόγος του Δ. Χαριτόπουλου. Με έντονο το στοιχείο της προφορικότητας, αποκαλυπτικός κάθε φορά του ήθους εκείνου που τον εκφέρει. Ένας λόγος που, παρά τις διαφοροποιημένες-ανάλογο με τον αφηγητή-εκδοχές του, συνθέτει ένα κοινό γλωσσικό ιδίωμα, δηλωτικό των κοινωνών στοιχείων των αδερφών. Όλα τους ασκούνται σε τεχνικές επιβίωσης. Γίνονται μηχανές επιβίωσης που αλωνίζουν στο πέρασμά τους τα πάντα για να αλωθούν στο τέλος από τις πράξεις τους. Τελικά στο δικό τους λόγο δεν υπάρχει αντίπαλος λόγος. Υπάρχουν όμως αντίπαλες πράξεις και στάσεις ζωής. Μόνο που στο έργο δε δηλώνονται αλλά υποδηλώνονται μέσα από τις αφηγήσεις τους. Είναι οι αντάρτες του ΕΛΑΣ που υπάρχουν στις αναφορές τους σαν φιγούρες- φαντάσματα, σαν δαίμονες ή σαν θεοί, σαν πόλοι έλξης ή άπωσης με κίνητρα το ένστικτο, την επιθυμία, την προσωπική ελπίδα, τη δική τους δικαίωση. Είναι η μορφή του Γιάννη, του μόνου που φαίνεται να έχει συνείδηση της ιστορίας, και η μορφή του αμίλητου Άγγελου-πρώην ελασίτη-που διαπερνά το υπόβαθρο των αφηγήσεων των άλλων αδερφών.
Αν στο προσκήνιο του μυθιστορήματος κυριαρχούν τα «παιδιά της Χελιδόνας», στο βάθος του κινούνται σαν σκιές άνθρωποι, πράξεις και γεγονότα που προσδιόρισαν τη νεότερη ελληνική ιστορία. Ανάμεσά τους κινούνται τα επτά αδέρφια σαν παράλληλα σώματα και υπάρξεις που έζησαν χωρίς να έχουν καμιά πρόθεση, διάθεση αλλά ούτε και δυνατότητα να τα ερμηνεύσουν ή να στοχαστούν πάνω σ’ αυτά. Εγκλωβισμένα στο χρόνο και στο χώρο τους-στον όποιο χώρο τους-υπάρχουν για να το εκμεταλλευτούν για δικό τους όφελος.
Ο Δ. Χαριτόπουλος δημιουργεί ένα χώρο πολλαπλών αναφορών και αντιστίξεων μέσα από την υποκειμενικότητα των μονολόγων των πρωταγωνιστών του. Υπόρρητα προκαλεί ένα διάλογο με την εποχή του που τους διαμόρφωσε αλλά και την οποία με τη στάση τους προσδιόρισαν. Το βιβλίο αναφέρεται σε μια εποχή που τη χαρακτήρισαν συλλογικοί αγώνες, αγωνίες και ελπίδες ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή. Από τα «παιδιά της Χελιδόνας» αλλά αντιτάχθηκαν, άλλα παρασύρθηκαν, άλλα έμειναν αδιάφορα. Αν και δε συνειδητοποίησαν ποτέ την ιστορία μέσα στην οποία έζησαν, εντούτοις με τη στάση τους αυτή προσδιόρισαν την πορεία της. Παρόλο που κατάγονταν από ένα συγκεκριμένο τόπο, προέρχονται τελικά από πολλούς. Παρόλο που αποτελούν εικόνες πολλών ομοίων τους, κανείς δεν τους αναγνωρίζει για οικείους. Όπως συμπεραίνει και στο τέλος του έργου ο Πάνος: «Άμα μας κόψουν τα κεφάλια και τα γυρνάνε στο τσουβάλι από σπίτι σε σπίτι-όπως ο πατέρας-, δε θα βρεθεί ούτε μια πόρτα ν’ ανοίξει να πάρει ένα». Ίσως γιατί μαζί με τα κεφάλια τους θα μπουν στα σπίτια τους και οι σκιές που τα ακολουθούν και στοιχειώνουν ακόμη το παρόν μας.
ΑΙΜΙΛΙΑ ΚΑΡΑΛΗ, περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ τεύχος 454/9,2004, σελίδες 44-46. Το παρόν τεύχος, μηνιαία επιθεώρηση του βιβλίου, πραγματοποιεί στο έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ. Την επιμέλεια του αφιερώματος είχε ο κριτικός Βρασίδας Καραλής. Ο οποίος υπογράφει και τη μελέτη, «Η διπλή γλώσσα του Ερωτόκριτου», σ.104-113, επίσης βιβλιοκρίνει το μελέτημα του Π.Δ. Μαστροδημήτρη, «Παλαμικά, Μελετήματα και άρθρα (1973-2003), Αθήνα, Ίδρυμα Κωστή Παλαμά, 2003, σ.64-65.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι άλλες βιβλιοκριτικές και αρθρογραφικές συμμετοχές της καθηγήτριας Αιμιλίας Καραλή στο περιοδικό Διαβάζω. Βλέπε την κριτική της, «Δυναμικός κριτικός λόγος» για τον τόμο του Βάσου Βαρίκα, «Συγγραφείς και Κείμενα 1955-1959». Επιμέλεια-εισαγωγή Αλέξης Ζήρας, εκδ. Ερμής 2003, τεύχος453/7,8,5004, σ.81-94. Την βιβλιοκριτική της «Συνάφεια ζωής και έργου», για την βιογραφία του Peter J. Conradi: Iris Murdoch. Μια ζωή. μτφ. Λητώ Σεϊζάνη-Τόνια Κοβαλένκο, εκδ. Ιωάννα Χατζηνικολή 2003, τεύχος 452/6,2004, σ. 53-55. Όπως και την συμμετοχή της στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού στον Κωστή Παλαμά, τχ. 446/12,2003, σ.125-129, «Στη σκιά του Αληθινού Παλαμά». Ενώ το περιοδικό στο 457/12,2004 τεύχος του, κάνει αφιέρωμα στον έλληνα σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο. Την επιμέλεια έχει η Αιμιλία Καραλή η οποία υπογράφει και το κείμενο:"Λογοτεχνικοί τρόποι στον κινηματογράφο του Θόδωρου Αγγελόπουλου, σ.94-98. Επίσης, στο τεύχος 463/5,5006, σ.81-82 «Για μια νέα οπτική, βιβλιοκρίνει το δοκίμιο του Άρη Μαραγκόπουλου, Διαφθορείς, Εραστές, Παραβάτες. Κείμενα για την ανα-θεώρηση της νεοελληνικής πεζογραφίας, Ελληνικά Γράμματα 2005. Στο τεύχος 467/10,2006, συναντάμε την διπλή της συμμετοχή. Στις σελίδες 106-107 γράφει για το δοκίμιο του Μάρτιν Τράβερς (Martin Travers), Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, μτφ. Ιωάννα Ναούμ, Μαρία Παπαηλιάδη. Επιστημονική επιμέλεια-εισαγωγή Τάκης Καγιαλής, εκδ. Βιβλιόραμα 2005. Και μετέχει με το κείμενό της, «Λογοτεχνία και «διαθεματικότητα» στα σχολικά βιβλία του Γυμνασίου», σ.137-140, στο αφιέρωμα που πραγματοποιεί το περιοδικό, «Το σχολικό και το εξωσχολικό βιβλίο». Στο τεύχος 468/11, 2006, σ.88, «Κατανοώντας τις αφηγηματικές θεωρίες» γράφει για το δοκίμιο της Μαρίτας Παπαρούση, Σε αναζήτηση της σημασίας. Αφηγηματολογικές προσεγγίσεις σε πεζογραφικά κείμενα του 19ου και 20ου αιώνα, εκδ. Μεταίχμιο 2005. Στο τεύχος 469/12,2006, σ.144, στις σελίδες του περιοδικού που κρίνονται βιβλία που ανήκουν στην κατηγορία «Επιστήμες» γράφει για τον τόμο «Θέματα ταυτότητας στην ελληνική διασπορά»-Γλώσσα και διασπορά. Επιμέλεια: Ρούλα Τσοκαλίδου-Μαρίτα Παπαρούση, εκδ. Μεταίχμιο 2005. Στο τεύχος 471/2,2007, σ. 78-79, «Ποιητής πεζοπόρων» γράφει για το δίτομο έργο του ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση, «Πεζά» Α+Β, εισαγωγή-φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας, εκδ. Πατάκη 2006. Στο τεύχος 472/3, 2007,σ.92-93 γράφει για την μελέτη του Τζέφρυ Χάρροκς, Ελληνικά: Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της», εισαγωγή-μετάφραση Μελίτα Σταύρου-Μαρία Τζεβελέκου, εκδ. Εστία 2006, και, στις σελίδες 38-42 η Αμαλία Καραλή συζητά για τη σειρά «Επί τα ίχνη» με τον καθηγητή Γιάννη Παπακώστα. Στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού στην γεννημένη στον Πειραιά πεζογράφο Εύα Βλάμη, σύζυγο του έλληνα εθνογράφου Παναγή Λεκατσά, 485/5,2008, σ. 104-105, δημοσιεύει για την μελέτη του μαρξιστή Τέρρυ Ήγκλετον, την κριτική της «Αισθητική με πολιτικές προεκτάσεις». Terry Eagleton, Η ιδεολογία του αισθητισμού. Επιστημονική επιμέλεια Πέπη Ρηγοπούλου, μετάφραση-επιμέλεια Εσπερίδες-Σ. Ρηγοπούλου, μεταφραστική συμβολή Γιάννης Λάμπρου, εκδ. Πολύτροπον 2006. Τέλος στο τεύχος 475/6,2007, και στις σελίδες 72-74, μας κοινοποιεί τις απόψεις της για το περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» στο άρθρο της «Σημειώσεις στο περιθώριο μιας «συζήτησης» για την Επιθεώρηση Τέχνης». Όπως η ίδια η κυρία Αμαλία Καραλή σημειώνει στο τέλος, «Αφορμή γι’ αυτό το κείμενο αποτέλεσε το βιβλίο του κ. Δ. Ραυτόπουλου Αναθεώρηση Τέχνης. Η Επιθεώρηση Τέχνης και οι άνθρωποί της (Σοκόλης 2006), τα κείμενα των ομιλητών στην παρουσίαση του βιβλίου που στεγάστηκαν στην «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας (13.4.2007) κάτω από τον τίτλο «Αφιέρωμα στην Επιθεώρηση Τέχνης» και τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν στην Αυγή της Κυριακής (14 και 28.1.2007) με αφορμή την κριτική παρουσίαση του βιβλίου.».
Η πειραιώτισσα κυρία Αμαλία Καραλή συνεχίζει να μας προσφέρει τα συγγραφικά της άνθη.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 12-14 Ιανουαρίου 2022.
ΥΓ. Στο τεύχος του περιοδικού Διαβάζω 475/6,2007, σ.52-56 διαβάζουμε και την συνέντευξη του Κύπριου ποιητή, δοκιμιογράφου και καθηγητή πανεπιστημίου Μιχάλη Πιερή, ο οποίος έφυγε ξαφνικά πριν λίγους μήνες από κοντά μας. Την συνέντευξη είχε πάρει ο Γιάννης Μανιάτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου