Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Βρασίδας Καραλής, Το μετέωρο σώμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας

     ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Του ΒΡΑΣΙΔΑ ΚΑΡΑΛΗ

Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ τεύχος 411/10,2000, σ.29-32

 

      Το τέλος του αιώνα και της χιλιετίας έχει οδηγήσει σε ενδιαφέρουσες συζητήσεις σχετικά με τη διεθνή θέση και σπουδαιότητα των νεοελληνικών γραμμάτων. Μια συγκεκριμένη τάση, μιλώντας για τη νεοελληνική κυρίως λογοτεχνία που έγινε γνωστή στον αγγλοσαξονικό κόσμο, πιστεύει ότι ο Κ. Καβάφης, ο Ν. Καζαντζάκης, ο Γ. Σεφέρης, ο Οδ. Ελύτης και ίσως, ο Γ. Ρίτσος δημιούργησαν μια κάποια προσδοκία από τη νεοελληνική λογοτεχνική προσφορά και για τούτο το έργο τους έγινε ευρύτερα γνωστό.

Η αντίληψη αυτή είναι πραγματικά αξιοπρόσεκτη αλλά και καθαρώς αντι-ιστορική. Αν ήταν τόσοι πολλοί οι συγγραφείς που έγιναν γνωστοί, δεν υπάρχει λόγος να παραπονιόμαστε ούτε ίσως και να το συζητάμε. Έξι συγγραφείς μέσα σε έναν αιώνα θα ήταν εξαιρετική επιτυχία για ένα έθνος χωρίς καμιάν ευρύτερη παρουσία στα πολιτικά και πολιτισμικά τεκταινόμενα.

Οι μόνοι συγγραφείς όμως, για τους οποίους καμιά συγκυρία και καμιά ομάδα υποστήριξης, πέραν του αναγνωστικού κοινού, δεν έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την υποδοχή και την αποδοχή τους, ήταν ο Καβάφης και ο Καζαντζάκης. Για τον Ρίτσο συνέβαλαν αποφασιστικά η αριστερή διανόηση και η δικτατορία, ενώ για τον Σεφέρη και τον Ελύτη αποκλειστικά και μόνον η ιστορική συγκυρία, το Κυπριακό και η αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, με την επικείμενη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ποιος δεν έχει κατανοήσει άλλωστε ότι τα δύο Νόμπελ δόθηκαν εξαιτίας αυτών των πολιτικών περιστάσεων.

Πιστεύουμε λοιπόν ότι δεν δημιουργήθηκε λογοτεχνία στη γλώσσα μας που να έχει ενδιαφέρον πέραν των ελληνικών συνόρων.  Η λογοτεχνία μας μέχρι σήμερα είναι εξόχως και υπερόχως επαρχιακή, εσωστρεφής και αυτοθαυμαζόμενη. Δεν είναι δυνατόν να ενδιαφέρει, και για τούτο δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο πέρα από εμάς, πιθανώς μάλιστα ούτε και εμάς πλέον.

Όσο και να προσπαθούν οι εκδότες, τα βιβλία που θα μεταφραστούν δεν θα έχουν ενδιαφέρον και δεν θα πουληθούν,  εφόσον η καλλιτεχνική τους δύναμη δεν υπερβαίνει τα συστήματα αναφοράς της ελληνικής γλώσσας και δεν μπορεί να μεταφυτευθεί, μεταφραζόμενη, σε ανάλογα σημειωτικά συστήματα μιάς άλλης παράδοσης.

Ο Βασίλης Βασιλικός, η Ζυράννα Ζατέλη, η Ρέα Γαλανάκη και άλλα ονόματα, που έχουν κατά καιρούς αναφερθεί, ακολουθούν τεχνοτροπίες και πειραματισμούς εδραιωμένους στις αρχικές τους κοιτίδες. Δεν προσθέτουν ούτε ένα γιώτα στη σύγχρονη κατανόηση της καλλιτεχνικής πράξης. Πιθανώς να προσδίδουν μιαν απόχρωση αλλά τίποτε παραπάνω.

Οι αναφορές τους άλλωστε, όπου γίνονται, είναι ευκαιριακές, και ειδικά όταν μιλάμε αποκλειστικά και μόνο για το πολιτικό μελόδραμα που έχει εξελιχθεί στη χώρα κατά τα τελευταία 100 χρόνια. Ο Καβάφης και ο Καζαντζάκης αντίθετα, έχουν ενσωματωθεί σε ευρύτερες προβληματικές για το σώμα, την ταυτότητα και τη σεξουαλικότητα ο πρώτος, για την ηθική, την πίστη και την ιστορία ο δεύτερος. Οι προβληματικές αυτές, πολυσυλλεκτικές από τη γένεσή τους, ξεπερνούν κάθε κοινωνικό μόρφωμα και αφορούν την ανθρώπινη κατάσταση για τούτο συζητιούνται και επαναπροσδιορίζονται από πληθώρα άλλων δημιουργών σε ετερόμορφες πολιτισμικές παραδόσεις και μέσα σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες.

Λογοτεχνία είναι η διάσταση της επικοινωνίας που ξεπερνάει τον εγκλεισμό της ιδιαίτερης γλώσσας και μεταφέρεται στον ξυνό λόγο, την κοινή προϋπόθεση του υπάρχειν. Η παρωχημένη αντίληψη περί του αμετάφραστου της λογοτεχνίας παραγνωρίζει τη διεθνή φύση των καλλιτεχνικών συμβόλων, την άμεση και έμμεση συνομιλία που έχει αναπτυχθεί μεταξύ των πολιτισμών μέσω των εκάστοτε μεταφράσεων.

Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι ηγεμονεύουσες χώρες έχουν παράγει κάτι πιο ενδιαφέρον στον αιώνα μας. Οι δυτικές λογοτεχνίες έχουν κυρίως προσφέρει νέους τρόπους διακίνησης και τόπους αξιολόγησης της λογοτεχνίας. Οι λογοτεχνικές καταθέσεις τους είναι μάλλον μέτριες, οι οποίες έχουν διαδοθεί χάρη στην κριτική τους μετάπλαση σε θεωρητικό στοχασμό και, κυρίως, την πολιτική καθηγεμόνευση χωρών δίχως αυτόνομη λογοτεχνική παραγωγή, όπως η Ελλάδα, που καταναλώνουν με βουλιμία οτιδήποτε προωθείται από τους εν λόγω μηχανισμούς, το πανεπιστήμιο και τον εκάστοτε λογοτεχνικό συρμό.

Ο Harold Bloom και ο Δυτικός Κανόνας του είναι μια απλοποιητική επινόηση εστιασμένη γύρω από τον Shakespeare, όπου τόπος αξιολόγησης της λογοτεχνίας θεωρείται, κυρίως, το πανεπιστήμιο. Φυσικά, δεν πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένη την αξία του Shakespeare παγκοσμίως. Ο Bloom θεωρεί τον Άγγλο δραματικό ποιητή ως κέντρο του πανεπιστημιακού κανόνα, του κανόνα της υψηλής κουλτούρας των τελευταίων δύο μάλιστα αιώνων.

Δεν μας ενδιαφέρουν όμως οι αυτοθαυμασμοί των χωρών που ηγεμονεύουν τη διακίνηση του βιβλίου και τη διανομή των καλλιτεχνικών ονομάτων και οι οποίες αναφέρονται στις εξουσιαστικές συγκρούσεις που αναπτύσσονται μέσα στην ίδια τους την ιεραρχία. Πρέπει ωστόσο να αναρωτηθούμε ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που καθιστά την παραγωγή και την πρόσληψη της δικής μας λογοτεχνίας τόσο αδιάφορη και ατελέσφορη.

Η θέση των ελληνικών γραμμάτων διεθνώς παραμένει ασήμαντη, γιατί δεν συνοδεύτηκε από μια παράλληλη παρουσίαση της ευρύτερης πολιτισμικής δυναμικής του τόπου. Πέρα από εκείνη της πολιτικής ιστορίας, τόσο αξιολύπητης άλλωστε και φτωχής σε γεγονότα, δεν υπάρχει μια συστηματική παρουσίαση των πολιτισμικών στρατηγικών για την εισδοχή στη νεοτερικότητα, ούτε μια ιστοριογραφική σχολή  που να εξηγεί την εισδοχή στην καπιταλιστική τροχιά μιας περιφερειακής βαλκανικής κοινότητας, με βυζαντινο-οθωμανική κληρονομιά και προ-αστικό κοινωνικό σύστημα.

Δεν έχουμε παρουσιάσει ολικά την ελληνική ιστορία ούτε έχουμε ερμηνεύσει την επιτυχημένη μετεξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας, κατά τρόπο δυναμικό και δημιουργικό. Ταυτόχρονα, δεν ερμηνεύσαμε τις εναλλακτικές μορφές ιστορικής συνείδησης, όπως εκείνες των απομνημονευματογράφων του Αγώνα, ως μεικτές μορφές υποκειμένου και δι- υποκειμένου λόγου, που έχουν καθορίσει μέχρι σήμερα την τοπιογραφία του συλλογικού μας φαντασιακού. Δεν έχουμε ερευνήσει τις φωνές των μειονοτήτων και των περιθωριακών της κοινωνίας μας, τις αρνήσεις και τους αντιλόγους, τις αντιρρήσεις και τις αντιπροτάσεις.

Ουσιαστικό αίτημα ως σήμερα παραμένει μια συγκροτημένη αντιπρόταση εστιασμένη σε πρόσωπα και έργα, που θα τα εκλαμβάνει σαν αφετηρίες ευρύτερων πολιτισμικών πλεγμάτων, θα πρέπει να εντάξουμε ειδικά έργα μέσα σε γενικότερα σημασιακά δίκτυα, έργα που ίσως να μην έχουν κερδίσει μια μονιμότερη φήμη εντός των τειχών. Αυτό που είναι κεντρικό για την ελληνική παράδοση, πιθανόν να είναι  αδιάφορο εκτός αυτής. Για τούτο και πρέπει να διαμορφώσουμε εναλλακτικές ιστοριογραφικές πρακτικές, που να διευρύνουν τις αδιόρατες διαστάσεις του ελληνικού κόσμου, τις γλώσσες των μειονοτήτων, των εθνοτήτων, της γυναίκας, της ερωτικής πολυμορφίας, με άλλα λόγια, να ανακαλύψουμε το πολυποίκιλο μωσαϊκό της ίδιας  μας της κοινωνίας.

Αυτό πέτυχαν ο Καβάφης και ο Καζαντζάκης στο έργο τους: εγκλιμάτισαν την πολυσθενή διαλεκτικότητα της ελληνικής σε μια σειρά προβληματικών που θα απασχολούν την ανθρώπινη σκέψη για πολύ καιρό. Η αξία τους με τον καιρό θα πολλαπλασιάζεται, γιατί πολλαπλασιάζεται η αξία της προβληματικής που εγκαινίασαν.

Εν ολίγοις, χρειαζόμαστε μιαν επανατοποθέτηση της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν είναι δυνατόν να συσχετίζουμε την ελληνική λογοτεχνία με τις δυτικές παραδόσεις, που μετά την Αναγέννηση είχαν διαμορφώσει ένα διαφορετικό πολιτισμικό συνεχές, με σκοπό να κερδίσουμε μια θέση μεταξύ τους. Δεν διαθέτουμε ακόμα μια συγκριτική παρουσίαση της ελληνικής και της ρωσικής, ή της ελληνικής με τις άλλες παραδόσεις της Βαλκανικής, αρχίζοντας με εκείνη της Τουρκίας και φτάνοντας στη βουλγαρική, τη σέρβικη και την αλβανική.

Έχουμε προβλήματα γεωγραφίας, έχουμε ξεχάσει το χάρτη και έχουμε παρατοποθετήσει τον εαυτό μας. Δεν έχουμε λόγο, γιατί το τοπίο μας είναι ψεύτικο και αναυθεντικό. Ο Σολωμός συστοιχεί προς τον Πούσκιν γιατί όμως ο τελευταίος έγινε τόσο σημαντικός και γίνεται διαρκώς σημείο αναφοράς, ενώ ο δικός μας παραμένει έρημος και μοναχός;

Δεν καταλαμβάνουμε χώρο στη σύγχρονη λογοτεχνική διακίνηση, γιατί έχουμε χάσει τον δικό μας χώρο, τον έχουμε καταστήσει αναληθή με σχήματα σκέψης και κώδικες αναπαράστασης δάνειους και ετερότυπους. Είμαστε κοινωνικά ετερόφωτοι, οντολογικά άσημοι και υπαρξιακά εκμηδενισμένοι. Για τούτο δεν διαθέτουμε λογοτεχνία που μπορεί να ενδιαφέρει. Καθώς είμαστε διαμορφωμένοι από μια αναυθεντική συνείδηση, δεν έγινε δυνατόν να παραχθεί στη χώρα μας μια μαρτυρία αλήθειας, που να αφορά και κάποιους άλλους.

Επιπλέον, η αποτύπωση της κοινωνικής μας περιπέτειας αγκυλώθηκε σε νομιμόφρονες και συμβατικές μορφές στοχασμού. Δεν είχαμε ποτέ το θάρρος των μεγάλων Εβραίων της Διασποράς που διαμόρφωσαν τον σύγχρονο Ευρωπαϊκό πολιτισμό ούτε το τραγικό μεγαλείο των Ρώσων δημιουργών που δημιούργησαν πολιτική κουλτούρα-διερώτηση για όλο τον κόσμο.

Έχουμε ο ίδιοι ερμηνεύσει τη νεοελληνική ιστορία ως μια τρομακτική υποσημείωση στην εξέλιξη της δυτικής Ευρώπης. Εξ ού οι αντιλήψεις της καθυστέρησης και της υπανάπτυξης, που αφαίρεσαν από την ιστορική εμπειρία μας την ειδική βαρύτητα και την ειδικότητα της υπαρξιακής της μαρτυρίας. Καταδικασμένοι να είμαστε υποσημειώσεις, έχει καταστεί εντελώς αδύνατο να συζητήσουμε επί ίσοις όροις με την ιστορική περιπέτεια άλλων λαών, όπως λόγου χάρη της κεντρικής Ευρώπης και της Βαλκανικής, λαών πολύ σημαντικότερων στη συμβολή τους στον σύγχρονο πολιτισμό.

Χωρίς εντάσεις, ρήξεις και συγκρούσεις, η ελληνική κοινωνία ακολούθησε ένα δρόμο εφησυχασμού, που αποτυπώθηκε στη λογοτεχνία. Στην Ελλάδα δημιουργήθηκε μια κουλτούρα καταφατική, μια κουλτούρα που επιβεβαιώνει κάθε καθεστηκυία τάξη. Κανένα βιβλίο δεν έγινε σημείο κρίσιμης καμπής’ κανένα βιβλίο δεν εισηγήθηκε μια νέα αισθητική, μια νέα οπτική.

Μόνον ο Καβάφης και ο Καζαντζάκης διατύπωσαν εναλλακτικές πραγματικότητες μέσα στο συνεχές του συλλογικού μας φαντασιακού. Αυτοί μόνο ενδιαφέρουν και θα ενδιαφέρουν, γιατί απάντησαν στο ερώτημα του σώματος και των πολιτισμικών αξιών με τρόπο που αφορά την περιπέτεια άλλων υποκειμένων.

Για να αποκτήσουμε μια πιο ισορροπημένη αποτίμηση της λογοτεχνίας μας, θα πρέπει να επιστρέψουμε στα παραδείγματα των μόνων δημιουργών της σύγχρονης λογοτεχνίας, του Καβάφη και του Καζαντζάκη, να μελετήσουμε τις σημασιοδοτικές τους διαδικασίες και τον καλλιτεχνικό τους ιδιόκοσμο για να παραγάγουμε λογοτεχνία που μπορεί και να ενδιαφέρει άτομα από διαφορετικά πολιτισμικά συμφραζόμενα.

Και οι δύο αντιμετώπισαν διλήμματα, βρέθηκαν σε μεταιχμιακές καταστάσεις που έπρεπε να υπερβούν, για να πλάσουν την τοπηγορία τους μέσα στην τέχνη. Η σύγκρουση με τη νομιμότητα, με τη συμβατικότητα, με το αυτονόητο, μετέτρεψε το όνομά τους σε έργο και σε κατάθεση πολιτισμική. Για πόσους άλλους θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο;

Σε μια χώρα που δεν ανέπτυξε το τραγικό αίσθημα, γιατί δεν αντιμετώπισε την τραγωδία άλλων κοινωνιών, πρέπει να αισθανόμαστε τυχεροί που δύο τουλάχιστον δημιουργοί κατόρθωσαν να αντιληφθούν τα διλήμματα των ζωντανών συνειδήσεων.

ΒΡΑΣΙΔΑΣ  ΚΑΡΑΛΗΣ

Σημειώσεις:

Αυτομεμψίας λόγος  ή κριτικός στοχασμός για μια νέα επανεκκίνηση;

          Σε κάποιο σημείο του εμβληματικού δοκιμίου του για τον μαρξιστή Ούγγρο θεωρητικό  Georg Lukacs (1885-1971), ο γεννημένος στο Παρίσι καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας και κριτικός George Steiner,-δίδαξε σε πανεπιστήμια της Αγγλίας, της Ελβετίας, των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής- και συγγραφέας έργων θεωρίας και κριτικής της λογοτεχνίας, μιλώντας μας για τον Γκέοργκ Λούκατς αναφέρει στην θητεία του στη «μικρή μούσα της κριτικής». (1) Εντάσσει δηλαδή την λειτουργία της Κριτικής, των κανόνων και θεωριών της στην εξέταση του φαινομένου της Λογοτεχνίας, όχι απευθείας μέσα στο κλίμα της εποπτείας της από τις εννέα αρχαίες Μούσες των Τεχνών και των Γραμμάτων αλλά, σίγουρα, η Κριτική, βρίσκεται κάτω από τον αστερισμό της φροντίδας μιας μικρότερης έστω Μούσας. Να υπενθυμίσουμε ότι ο μαρξιστής θεωρητικός Γκέοργκ Λούκατς απετέλεσε και αποτελεί ακόμα και στις μέρες μας έναν θεμέλιο λίθο στην ερμηνεία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ένας θεωρητικός  της κριτικής σκέψης και στοχασμού ο οποίος θεμελίωσε με το έργο του τον «Κανόνα» ερμηνείας και αξιολόγησης της μυθιστορηματικής τέχνης. Σημαντικών και σπουδαίων πεζογράφων και έργων της δυτικής και ανατολικής ευρώπης. Ιδιαίτερα στην πατρίδα μας, οι διαθέτοντες το ταλέντο του Κριτικού λόγου, ερμηνεύουν και σχολιάζουν την μυθιστορηματική παραγωγή των εποχών μας μέσα από το πρίσμα της ματιάς και των ερμηνευτικών προταγμάτων, τους κανονιστικούς κώδικες ερμηνείας που θεμελίωσε ο Γκέοργκ Λούκατς στις μελέτες του και τις γνώρισε το ελληνικό κοινό από τις αρχαίες της δεύτερης πεντηκονταετίας του προηγούμενου αιώνα. Όταν μεταφράστηκε βιβλίο του από τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο. (2). Δεν αναφέρω εδώ, ως ένδειξη πολυαναγνωσίας τα βιβλία του Γκέοργκ Λούκατς, αλλά για να στηρίξω την θέση μου ότι ο κριτικός λόγος του μαρξιστή θεωρητικού στοχαστή, υπήρξε και εξακολουθεί να υιοθετείται σαν ερμηνευτικό μοντέλο ανάγνωσης και εφαρμοσμένης αξιολόγησης της σύγχρονης κλασικής και μοντέρνας λογοτεχνίας στην χώρα μας από αρκετούς επιφανείς θεωρητικούς και κριτικούς. Ένας από αυτούς αν δεν λαθεύω, είναι και ο πεζογράφος και κριτικός, αρθρογράφος Κώστας Βούλγαρης. Αξίζει να τονίσουμε για μία φορά ακόμη το γεγονός αυτό, την συγγένεια των κριτικών φωνών, για να μπορούμε να οριοθετήσουμε το πλαίσιο ερμηνευτικών αρχών στο οποίο κινήθηκαν και εξακολουθούν να βλέπουν και να κρίνουν τα λογοτεχνικά πράγματα οι ειδικοί. Πανεπιστημιακοί και μη. Όπως και ο ποιητής και μεταφραστής,  κριτικός στοχαστής Βρασίδας Καραλής. Ο Γκέοργκ Λούκατς, όπως και ο νεότερος ηλικιακά μαρξιστής θεωρητικός άγγλος Τέρρυ Ίνγκλετον, είναι οι σύγχρονοι «κανονομέτρες» της Λογοτεχνίας. Ποιος δεν θυμάται (από όσους παρευρίσκονταν) στο πόσο θετικά και επαινετικά υποδέχτηκε τις απόψεις του, το ελληνικό ακροατήριο στην κατάμεστη αίθουσα που ο κριτικός έδωσε την ομιλία του όταν επισκέφτηκε την χώρα μας.  Οι δύο αυτές φωνές της κριτικής σκέψης (ιδιαίτερα η πρώτη) ήσαν και είναι για μεγάλη και σημαντική μερίδα ελλήνων κριτικών και πανεπιστημιακών καθηγητών και όχι μόνο, αναγνωρισμένων θεωρητικών της λογοτεχνίας ο «χρυσός κανόνας» εξέτασης και ερμηνείας, αποδοχής ή απόρριψής της. Κάτι αντίστοιχο-αν δεν ξαστοχώ- με τον «Κανόνα» του Harold Bloom (1930-2019),του οποίου επίσης ορισμένες μελέτες έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά Παρά του ότι απουσιάζει από τον ογκώδη γνωστό τόμο του η ελληνική συγγραφική παρουσία, ακόμα και του Αλεξανδρινού (3). Οι ευρωπαίοι κριτικοί καθώς και οι τίτλοι έργων τους που αναφέρουμε εδώ,  όπως και άλλα μελετήματα τα οποία μεταφράστηκαν και κυκλοφόρησαν στην χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες και είναι προσβάσημα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό,(4) αποτελούν την θεωρητική δεξαμενή σκέψεων, στοιχείων και πληροφοριών για το σύγχρονο πεδίο ερευνών των πολυπολιτισμικών σπουδών στην Ελλάδα. Ένας τομέας που αναπτύχθηκε στον δυτικό κόσμο στον χώρο του πνεύματος μετά την πολεμική τους εναντίον της «Νέας Κριτικής» και των εκπροσώπων της, που λειτουργεί σαν ένας σύγχρονος δίαυλος επικοινωνίας των ελλήνων μυθιστοριογράφων και ενδεχομένως και αναγνωστών, με το αντίστοιχο δυτικό ευρωπαϊκό κοινό και έργα της παγκόσμιας λογοτεχνικής γραμματείας που εξακολουθούν ακόμα να απασχολούν με την θεματική, τις ιδέες τους, τον στοχασμό τους, την τυπολογία των ηρώων και σύμβολών τους, τις πανεπιστημιακές σχολές και το κοινό που εξακολουθεί πεισματικά να διαβάζει τα έργα της παγκόσμιας (και ελληνικής) λογοτεχνίας παρά την κατακλυσμιαία εισβολή και επικράτηση της  κινηματογραφικής και τηλεοπτικής Εικόνας. Τις τελευταίες δεκαετίες στην ευρωπαϊκή ήπειρο, συνακόλουθα και στην αμερικάνικη-σε πολλά της πανεπιστήμια-(δηλαδή σε όλη την αγγλοσαξονική επικράτεια) εφαρμόζονται νέες αναθεωρητικές θεωρίες, μοντέρνα των σπουδών πεδία, συνηθέστερα θεωρίες απορριπτικές των προηγούμενων ερμηνειών και προσεγγίσεων του λογοτεχνικού φαινομένου. Η λογοτεχνία-το μυθιστόρημα ιδιαίτερα-εξετάζεται κάτω από την οπτική των μαρτυριών κοινωνικής αλήθειας των δεκάδων μειονοτήτων που αποτελούν το καθόλου μωσαϊκό των σύγχρονων κοινωνιών. (εθνικών, φυλετικών, γλωσσικών, εθιμικών, σεξουαλικών, φεμινιστικών, μεταναστευτικών κλπ.) Θραύονται οι παλαιοί φακοί προσεγγίσεως ενός έργου κάτω από τις αξιολογικές μετρήσεις και καθορισμούς των νέων πανεπιστημιακών σπουδών και προτεραιοτήτων. Οι νεότεροι σε ηλικία πάλι, έλληνες και ελληνίδες κριτικοί και πανεπιστημιακοί, ενστερνίστηκαν εδώ και χρόνια, μετά το 1974, τα νέα αυτά ρεύματα και υπορρεύματα κριτικών φωνών με άνεση και ευελπιστούσες προσδοκίες, μόνο και μόνο επειδή αυτές οι θεωρίες προέρχονταν από την πάντα ηγεμονεύουσα καπιταλιστικά και στρατιωτικά Δύση. Την Δύση των δύο παγκοσμίων πολέμων, της αποικιοκρατίας, των στρατοπέδων συγκέντρωσης και της εξόντωσης εκατομμυρίων εβραίων και άλλων μειονοτήτων. Αρκετές φορές, οι νέες αυτές θεωρίες αντικρούονταν η μία την άλλη,  υπέσκαπταν ή αντιμάχονταν η μία την άλλη. Οι έλληνες διανοούμενοι και στοχαστές ακολουθώντας τις θεωρητικές κανονιστικές αρχές των δυτικοευρωπαίων θεωρητικών συγγραφέων ενέταξαν μέσα στην δική τους συγγραφική παραγωγή και προβληματική τα θεωρητικά μοντέλα τους, τις αξιολογικές τους προτιμήσεις, τους κανόνες των δυτικοευρωπαίων συναδέλφων τους. Παραβλέποντας ή και αγνοώντας, φωνές ελληνικές της κριτικής σκέψης, όπως του Κλέωνα Παράσχου, του Γιάννη Χατζίνη, του Ανδρέα Καραντώνη, της Άλκης Θρύλος, του Μήτσου Παπανικολάου, του Πέτρου Σπανδωνίδη, του Άρη Δικταίου, του Πέτρου Χάρη, του Θ. Δ. Φραγκόπουλου και άλλων, θεωρώντας τις ελληνικές αυτές φωνές ως ξεπερασμένες και παλαιομοδίτικες άλλων εποχών. Βλέπε πχ. ερμηνείες και προσεγγίσεις έργων του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη κλπ. Καλλιεργήθηκαν νέα ερμηνευτικά μοντέλα κριτικής σκέψης και ανάλυσης, εξέτασης έργων της παράδοσης τα οποία μάλλον υπερβαίνουν ακόμα και τον φιλόδοξο σχεδιασμό των ίδιων των συγγραφέων. Οι νέες-μοντέρνες ιδέες μπήκαν θα σημειώναμε σε «παλαιά ασκιά» προσφέροντας, είναι αλήθεια, πρωτόγνωρες προοπτικές ερμηνείας και προσέγγισης των λογοτεχνικών κειμένων. Κάτι σημαντικό ασφαλώς, (μια και κάθε γενιά και εποχή οικοδομεί τους δικούς της κανόνες ερμηνείας και πρόσληψης προφορικών και γραπτών έργων της παράδοσης) αρκεί φυσικά, η καλπάζουσα αυτή τάση, να μην υποσκελίζει το λογοτεχνικό κείμενο, να μην παραγνωρίζει τις προθέσεις του συγγραφέα, να μην σκεπάζεται η μυθιστορηματική γραφή του από ένα σύννεφο σκοτεινών και δυσκολοχώνευτων σχολιασμών, παρατηρήσεων και κρίσεων από θεωρητικούς στοχαστές και κριτικούς των οποίων συνήθως ο λόγος και η κριτική σκέψη συσκοτίζει το λογοτέχνημα, το καθιστά όχι μόνο αγνώριστο στα μάτια του αναγνώστη  και τελικά αδιάβαστο. Όταν ένα κλασικό έργο ή κείμενο, ενταγμένο μέσα στην συνέχεια της πολιτιστικής παράδοσης ενός τόπου τυλίγεται σε μια θεωρητική αχλύ που αποκλείει κάθε άμεση σχέση του αναγνώστη ευχαρίστηση, και απόλαυση ανάγνωσης, τότε τι απομένει από ένα έργο όσο κλασικό και αν είναι; Διαπιστώνουμε εδώ και δεκαετίες να επικρατεί ένας κριτικός θεωρητικός λόγος περί λογοτεχνίας και λογοτεχνικότητας, περί α-συνομιλίας των πολιτισμών και των γλωσσών, περί επαρχιωτισμού των εθνικών λογοτεχνιών, ασημαντότητας έργων των μικρών περιφερειακών κρατών, ένας λόγος που αφαιρεί από την φαντασία του αναγνώστη κάθε φιλοδοξία προσωπικού του πλησιάσματος και ίσως και αναίρεσης των προθέσεων των ίδιων των δημιουργών. Μια και το  κείμενο, η λογοτεχνία ή το ποιητικό κείμενο μετατρέπεται σε ένα ακόμα καταναλωτικό προϊόν. Και η αξία του «ζυγίζεται» ανάλογα με το τιράζ των πωλήσεων του ή στο κατά πόσο και σε ποιο βαθμό θα γίνει αποδεκτό το πολιτιστικό έργο μιας εθνικής λογοτεχνίας από το πολυπληθές κοινό μιας μεγάλης και ισχυρής χώρας ή ηπείρου και των πανεπιστημιακών σχολών τους.  πχ. το έργο ενός συζυγοκτόνου πεζογράφου όπως ο Ουίλλιαμ Μπάροουζ έχει μεγαλύτερη σημασία για τις πολυπολιτισμικές σπουδές και εργασίες από ότι η τραγική ζωή ενός «επαρχιώτη» βαλκάνιου όπως ο Μιχαήλ Μητσάκης ή ο Γεώργιος Βιζυηνός. Φωνές όπως αυτές του Κωνσταντίνου Θεοτόκη ή του Παντελή Πρεβελάκη θεωρούνται αμελητέες μπροστά στις διαπολιτισμικές γραφές ενός αμερικανού «περιθωριακού» συγγραφέα. Με τις σύγχρονες μοντέρνες θεωρίες αποψιλώνεται μάλλον η ίδια η λογοτεχνική πράξη σαν ένα παιχνίδι της ανθρώπινης φαντασίας  που οικοδομείται με τις λέξεις, της γλώσσας παιχνίδια, ύφος συγγραφέα και η μυθοπλασία μετατρέπεται σε ένα ίσως «γεροντοκορίστικο» σώμα δοκιμαστήριο εγκεφαλικών θεωριών και διανοημάτων. Το μυθιστόρημα και εν γένει ο συγγραφικός λόγος, μετατρέπεται από ένα παιχνίδι χαράς και μαρτυρία ψυχής εξομολόγηση σε ένα πεδίο διαξιφισμών, δαιδαλωδών αναθεωρήσεων και αποκλεισμών. Μια ανάγνωση μόνο για ειδικούς των σπουδαστηρίων. Ανοίγοντας μια μικρή παρένθεση, θυμάμαι μεταξύ άλλων, το τι μου έλεγε σε ερώτησή μου ο ελληνοαμερικανός δάσκαλος Κίμων Φράίερ, όταν τον ρωτούσα για την μεγάλη αποδοχή των έργων του κρητικού Νίκου Καζαντζάκη. Έλεγε λοιπόν ο σοφός δάσκαλος της ποίησης: «Ο Νίκος Καζαντζάκης αγαπήθηκε πολύ από το αμερικάνικο κοινό και την διανόηση γιατί, αντιμετωπίζουν τα μυθιστορήματά του, σαν αστυνομικά μυθιστορήματα». Πέρα ασφαλώς από τις άλλες πτυχές του έργου του. Και παραφράζοντας την ρήση παλαιών αναθεωρητών της μαρξιστικής ιδεολογίας, η εποχή μας, δημιούργησε σπουδές θεωρητικής ερμηνείας και σκέψης όχι για την Λογοτεχνία αλλά επί της Λογοτεχνίας. Ή παρανοώ;  

     Σε ποιο συγγραφικό είδος θα ρωτούσε ένας σύγχρονος αναγνώστης της τρίτης χιλιετίας ανήκει η Κριτική; Η καθαρή παραδοσιακή κριτική της ατομικής πρόσληψης και ανάλυσης. Όταν γνωρίζουμε ιστορικά ότι από τον προηγούμενο ήδη αιώνα (ίσως από την περίοδο του φαινομένου του υπερρεαλισμού) στην Ευρωπαϊκή και Αμερικάνικη Ήπειρο έχει αρχίσει η Κριτική ή για να είμαστε ενδεχομένως ακριβέστεροι, η Θεωρία περί του τι είναι Λογοτεχνία να αναθεωρείται, να μπολιάζεται η κριτική προσέγγιση και ανάλυση ενός λογοτεχνήματος από τις άλλες τέχνες και επιστήμες του ανθρώπου. Η μορφή και ο σχεδιασμός του καθαρού κριτικού λόγου όπως τον γνωρίζαμε από την αρχαιότητα και την παράδοση των ρομαντικών, δεν υφίσταται πλέον στους μοντέρνους ή για άλλους, μεταμοντέρνους καιρούς μας, όπου επικρατούν πλέον οι πολυπολιτισμικές σπουδές, οι φεμινιστικές ιδέες και θεωρίες προσέγγισης, καθώς και μια σειρά μαρτυριών ζωής άλλων πληθυσμιακών μειονοτήτων. Είδαμε παραδείγματος χάρη την Φροϋδική ερμηνεία (των κριτικών αρχών που βασίζονται στην θεωρία της ψυχανάλυσης και των επιγόνων του Φρόυντ) να μεταφέρεται μέσα στο κύριο σώμα της λογοτεχνικής κριτικής και να ερμηνεύονται έργα κάτω από αυτό.  Έχουμε την νεότερη σχολή της Αποδόμησης που αρχινά με τους γάλλους φιλοσόφους Ζακ Ντεριντά και Πωλ ντε Μαν. Μεταφράστηκαν στα ελληνικά οι θεωρίες της «Νέας Κριτικής» της Ναταλί  Σαρρώ για «Το νέο Μυθιστόρημα». Ενώ αποδεχτήκαμε άνευ σχολίων (;) την «Νέα Αμερικάνικη Κριτική» που στηρίζεται στις θεωρητικές αρχές του Ι. Α. Ρίτσαρντς και πολλών ακολούθων του σε αμερικάνικα πανεπιστήμια. Δεν σταθήκαμε αδιάφοροι ούτε στην «Ακαδημαική Κριτική» του Χάρολντ Μπλουμ με τον περιβόητο, αμφισβητούμενο από αρκετούς, «Κανόνα» του. Την σχολή της Επίδρασης. Ενώ παράλληλα, έχουμε την εμφάνιση μια σειρά άλλων πρωτοπόρων αμερικανών κριτικών φωνών, μικρών και μεγάλων ρευμάτων της, τα οποία εμπλούτισαν τον θεωρητικό λόγο και τροφοδότησαν την θεωρητική σκέψη με νέες ερμηνευτικές, πλησιάσματα της λογοτεχνίας σε βαθμό που γράφεται ότι «δεν γράφω εγώ, αλλά το χέρι μου από μόνο του». Διαβάζουμε για την ανάγκη διάλυσης των πυρήνων του λογοτεχνικού κειμένου, λες και ένα λογοτεχνικό κείμενο είναι ένα «νταμάρι από πέτρες» και πρέπει ο σύγχρονος κριτικός που ασπάζεται τις πολυπολιτισμικές θεωρίες να ρίξει μέσα στο σώμα της λογοτεχνίας τα «φουρνέλα του» για να μας κάνει κατανοητό, αποδεκτό και προσβάσημο ένα κλασικό έργο λογοτεχνίας ή μια σύγχρονη γραφή ενός λογοτέχνη της εποχής μας. Ρεύματα Θεωριών, από την φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την γλωσσολογία, την εθνολογία προερχόμενα που άλλαξαν την αναγνωστική οπτική μας καθώς πλησιάζουμε και διαβάζουμε ένα λογοτέχνημα, δημιούργησαν ίσως μια παρασημαντική των κειμένων και των στέρεων νοημάτων τους. Προσπάθειες και σπουδές που φιλοδοξούν «με καλές προθέσεις βέβαια» να μας εκμοντερνίσουν καλλιτεχνικά, συγγραφικά, αναγνωστικά. Να αλλάξουν τα κριτήρια ανάγνωσής μας, να τροποποιήσουν τις «παγιωμένες» παλαιές θέσεις και απόψεις μας στοχεύοντας σε μια μονοθεματική λειτουργική (;) ερμηνεία και ανάλυση του λογοτεχνικού κειμένου. Η παλαιότερη λογοτεχνία μοιάζει σαν να «ξεθάφτηκε» από τον ιστορικό της «τύμβο» των προηγούμενων αιώνων και τοποθετήθηκε μέσα στο μοντέρνο εργαστήριο σπουδών «μαυσωλείο;» αλληλογνωριμίας και προσέγγισης των λαών και της αναθεωρήσεως κοινωνικών και πολιτικών και πολιτισμικών αξιών. Σε σημείο να απαγορεύονται παλαιότερα έργα να διδάσκονται σε πανεπιστημιακές σχολές, να μην επανεκδίδονται, ή να λογοκρίνονται στο  όνομα της νέας πολιτικής και ιστορικής ορθότητας των νέο-συντηρητικών κοινωνιών των αρχών της τρίτης χιλιετίας. Η θεματολογία, η ύλη, το ύφος, η τεχνική, το περιεχόμενο, ο σχεδιασμός ακόμα και η γλώσσα, το λεξιλόγιο, άλλαξαν στο σύγχρονο μυθιστόρημα. Επιβάλλεται να ακολουθούν μοντέλα γραφής που προέρχονται όχι από τους κανόνες της συγγραφής και του μυθιστορηματικού πεδίου αναφορών αλλά, από αυτό που προσδιόρισαν οι νεοσυντηρητικές κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου ως πολιτικά ορθό, ένα παραγόμενο συγγραφικό προϊόν κατάλληλο προς εύπεπτη και άγευστη βρώση. Ευπώλητα προϊόντα για κολοσσούς εκδοτικούς οίκους παραγωγής και κατανάλωση. Εκείνο που ενδεχόμενα να μην γνωρίζουμε με επάρκεια ακόμα είναι, στο πόσο και σε ποιο βαθμό άλλαξαν και οι προτιμήσεις και τα γούστα του αναγνωστικού κοινού ή μόνο των ακαδημαϊκών ή πανεπιστημιακών κριτικών και θεωρητικών φωνών. Γιατί μάλλον, μια μυθιστοριογραφία και ότι αυτή πρεσβεύει και σημαίνει, για το κοινό των αμφιθεάτρων και των χολιγουντιανών στούντιο δεν είναι Λογοτεχνία, ή κάνω λάθος;

Θα δούμε αν η πολυπολιτισμική αποικιοκρατία της μόνης πλέον καπιταλιστικής υπερδύναμης και της πολιτισμικής και πνευματικής της υπερ-παραγωγής και ηγεμονικών τομέων πανεπιστημιακών σπουδών είναι που θα επικρατήσει ως μόνη εκδοχή στο μέλλον ή θα υπάρξουν χαραμάδες ανάσας, δημιουργίας και πρόσληψης, έστω και αν αυτά τα πνευματικά «προϊόντα» προέρχονται από εθνικές και τοπικές λογοτεχνίες και ντοπιολαλιές οι οποίες δεν συνομιλούν ισότιμα με το τεράστιο πληθυσμιακά αγγλοσαξονικό κοινό και τους κανονισμούς πολιτικής ορθότητας που θέλουν να επιβάλλουν παγκοσμίως ως μόνη λύση ζωής και τέχνης. Μέχρι τότε, διαβάζουμε ξανά, φωνές ελληνικές, φωνές ελλαδικές που διέπρεψαν και αναγνωρίστηκαν εντός και εκτός Ελλάδος. Σε μια εκ νέου συνομιλία μεταξύ μας και με τις λογοτεχνίες και την σκέψη και στοχασμό των υπολοίπων λαών.

(1). Βλέπε Αναστάσης Βιστωνίτης, «Χάρολντ Μπλουμ (1930-2019), Ένας «Γαργαντούας» της κριτικής. «Με τον θάνατο του κορυφαίου κριτικού την περασμένη Δευτέρα εξέλιπε ένας από τους πλέον ενδιαφέροντες, παθιασμένους και αντιφατικούς θεωρητικούς της λογοτεχνίας», εφημερίδα «Το Βήμα» της Κυριακής 20/10/2019, σ.11/3.

(2). Στα ελληνικά κυκλοφορούν από όσο γνωρίζω τα έργα του: Γ. Λ.: «Η θεωρία του μυθιστορήματος» ιστορικοφιλοσοφικό δοκίμιο για τις μορφές της μεγάλης επικής λογοτεχνίας» μτφ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Επιχειρήματα -6, Άκμων, Αθήνα 1978. Γ.Λ.: «Μελέτες για τον Ευρωπαϊκό Ρεαλισμό» Αισθητική και κοινωνιολογική ανάλυση του έργου των: Μπαλζάκ, Σταντάλ, Ζολά, Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Γκόργκι, μτφ. από τα αγγλικά Τίτου Πατρίκιου, εκδ, Ινστιτούτο Αθηνών 1957. Γ.Λ.: «Η ψυχή και οι μορφές», πρόλογος, μτφ., σημειώσεις Αντώνης Οικονόμου, εκδ. Θεμέλιο 1986. Γ. Λ.: «Σε αναζήτηση του αστού» Μια μελέτη για τον Τόμας Μαν, μτφ. Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου, εκδ. Έρασμος 1986. Από τον εκδοτικό οίκο Έρασμος κυκλοφορούν ακόμα και Γ. Λ.: «Από τη φαινομενολογία στον Υπαρξισμό» 1982. Lucien Goldmann, Εισαγωγή στον Lukacs και στον Heidegger, 1975 κλπ.

(3).  Βλέπε Χάρολντ Μπλούμ, «Ο δυτικός κανόνας. Τα βιβλία και τα σχολεία των εποχών», μτφ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, εισαγωγή-επιμέλεια Δημήτρης Αρμάος, εκδ. Gutenberg 2007. Και Harold Bloom, «Πώς και γιατί διαβάζουμε» Εισαγωγή Ουίλλιαμ Σουλτς, μτφ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, εκδ. Τυπωθήτω/παραφερνάλια, Αθήνα 2004, και Χ. Μ. «Η θραύση των δοχείων» πρόλογος-μτφ. Γιάννης Σκαρπέλος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα1998, κ.α.

(4).Βλέπε τίτλους όπως: Βησσαρίων Γρηγόριεβιτς Μπελίνσκι, «Θεωρητικά κείμενα λογοτεχνίας», μτφ. Λουκάς Καστανάκης, πρόλογος-επιμέλεια Γιώργος Καραντώνης, εκδ. Gutenberg, 1988.- Μίλαν Κούντερα, «Η τέχνη του μυθιστορήματος», Δοκίμιο, μτφ. από το γαλλικό πρωτότυπο, Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής. Έκτη έκδοση, Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», 2008.-Hilary Putnam, «Τα Πολλά Πρόσωπα του Ρεαλισμού», απόδοση στα Ελληνικά Μαρία Βενιέρη, Κατερίνα Σταυροπούλου. Επιστημονική επιμέλεια, Μαρία Βενιέρη. Εκδ. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1998.- Alvin Kernan, «Ο Θάνατος της Λογοτεχνίας», μτφ. Αλέξης Εμμανουήλ. Πρόλογος Χάρης Βλαβιανός, εκδ. Νεφέλη 2001.- Martin Travers, «Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία» από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο. Μτφ. Ιωάννα Ναούμ-Μαρία Παπαηλιάδη. Επιστημονική επιμέλεια-εισαγωγή Τάκης Καγιαλής, εκδ. Βιβλιόραμα Δεκέμβριος 2005 (στη σειρά συμφραζόμενο θεωρία-ιστορία-κριτική). – Edwin Berry Burgum, «Μυθιστόρημα και Κοινωνία» Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, μτφ. Νέλλη Όλγα Γκανά, εκδ. Θεωρία 1982.–Maurice Blanchot, «Ο Χώρος της Λογοτεχνίας». Κάφκα-Ρίλκε-Μαλλαρμέ-Χέλντερλιν. Εισαγωγή-μτφ. Δημήτρης Δημητριάδης. Εκδ. Εξάντας 1970.- Edmund Wilson, «Η ιστορική ερμηνεία της λογοτεχνίας», πρόλογος-μτφ. Σπύρος Ηλιόπουλος, εκδ. Πλέθρον 1992.-Lucien goldmann, «για μια κοινωνιολογία του μυθιστορήματος», μτφ. Ελένη Βέλτσου-Πέτρος ρυλμόν, εκδ. Πλέθρον 1979.-Matthew Arnold, «Για το μοντέρνο στοιχείο στη λογοτεχνία», μτφ. Θάνος Χριστακόπουλος- Κατερίνα Γαϊτάνου, επιμέλεια Θάνος Χριστακόπουλος, εκδ. Πολύτροπον 2003 (στην σειρά Θεωρία-Ιδέες).-John Sutherland, «Μικρή Ιστορία της Λογοτεχνίας», μτφ. Γιώργος Λαμπράκος, εκδ. Πατάκη 2014. Όσον αφορά μεταφράσεις του Τζώρτζ Στάινερ (George Steiner) στα ελληνικά να υπενθυμίσουμε το κλασικό του έργο «Ο Θάνατος της τραγωδίας», το έργο του «Αξόδευτα πάθη» Δοκίμια 1978-1995, πρόλογος, μτφ. σημειώσεις Κατερίνα Σχινά, εκδ. Νεφέλη 2001, «Η βαρβαρότητα της άγνοιας» μαζί με τον Antoine Spire. Μτφ. Σεραφείμ Βελέντζας, εκδ. Scripta 2000 και από τον ίδιο εκδοτικό οίκο το έργο «Στον πύργο του Κυανοπώγωνα» μτφ.-εισαγωγή Σεραφείμ Βελέντζας 2002. Το «Περί Λόγου, Τέχνης και Ζωής» κείμενα στο New Yorker, μτφ. Γιώργος Λαμπράκος, επιμέλεια-εισαγωγή Robert Boyers, εκδ. Πατάκη β΄ έκδοση, Νοέμβριος 2016. Το μικρό βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Έρασμος, Δοκίμια 12/1997, George Steiner, «Η Σιωπή και ο Ποιητής», εισαγωγή Μάριος Μαρκίδης, μτφ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος. Και άλλα.  Ενδιαφέρον ακόμα και σήμερα παρουσιάζει το αφιέρωμα του λογοτεχνικού περιοδικού «ΔΙΑΒΑΖΩ» τεύχος 338/22-6-1994 το οποίο είναι αφιερωμένο στο «Ελληνικό Αστικό Μυθιστόρημα» . Το θέμα «Όψεις του ελληνικού αστικού μυθιστορήματος» επιμελήθηκε η Τιτίκα Δημητρούλια. Συμμετέχουν με κείμενά τους οι: Γιάννης Ν. Μπασκόζος, «Στις απαρχές του αστικού μυθιστορήματος», 48-53. –Μιχάλης Γ. Μερακλής, «Το νεοελληνικό αστικό μυθιστόρημα», 54-60.-Γεωργία Λαδογιάννη, «Εθνικό ή κοινωνικό μυθιστόρημα; Ζητούμενα της πεζογραφικής ανανέωσης στο Θεοτοκά και τον Τερζάκη»,60-64.- Αλεξάνδρα Θαλάσση, «Η θρησκευτικότητα και το εθνικιστικό καταφύγιο στον μεταπολεμικό Τερζάκη», 65-70.-Λίνα Λυχναρά, «Ο μύθος της μητέρας-πόρνης στον Γιούγκερμαν του Μ. Καραγάτση, 71-78.

     Δεν γνωρίζω αν θα υπάρξει έλληνας κριτικός ώστε όπως ο Ρενέ Ζιράρ να γράψει «Κριτικές από το υπόγειο», βλέπε μτφ. Νίκος Ζαρταμόπουλος, εκδ. Εστία 2003. Ώστε να συνομιλήσει με τα έργα τους και να κάνει στο διεθνές κοινό γνωστούς, ελληνικές μυθιστορηματικές φωνές όπως αυτές του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, του Γιάννη Ξανθούλη, του Αύγουστου Κορτώ, του Μάριου Χάκκα, του Γιάννη Σκαρίμπα, του Μιχαήλ Μητσάκη, του Πέτρου Τατσόπουλου, του Σπύρου Καρυδάκη, του Βασίλη Αλεξάκη, της Αθηνάς Κακούρη, του Γιάννη Μακρυδάκη, του Βαγγέλη Ραυτόπουλου, της Μάρως Δούκα, της Διδώς Σωτηρίου, του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, του Αλέξη Πανσέληνου, του Ηλία Βενέζη (τυχαία τα ονόματα) και πολλών άλλων ελλήνων και ελληνίδων σύγχρονων συγγραφέων, σίγουρα πάντως η ελληνική μυθιστορηματική παραγωγή δεν υπολείπεται τις αντίστοιχης διεθνούς. Μπορεί η γλώσσα να είναι ένα κάποιο «εμπόδιο», μπορεί οι «υψηλά ιστάμενοι» των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και σχολών που ορίζουν το διεθνές παιχνίδι της αναγνώρισης και ανάγνωσης, να μην «καταδέχονται» να ασχοληθούν με την ποιητική και  λογοτεχνική παραγωγή μιας μικρής οικονομικά καταχρεωμένης περιφερειακής χώρας, όπως η Ελλάδα, όμως η μικρή αυτή πατρίδα γέννησε σημαντικές συγγραφικές φωνές, που, δεν χρειάζονταν να μπούμε στην ΕΟΚ για να ακουστούν και να διαβαστούν. Ίσως υπερτιμούμε το αγγλοσαξονικό κοινό και τα αναγνωστικά ενδιαφέροντά του. Ίσως και αυτό να είναι αδιάφορο απέναντι σε ξένες συγγραφικές φωνές. Να επαφίεται στα δικά του της παράδοσης κληροδοτήματα, αγνοώντας ή προσπερνώντας άλλα εξίσου σημαντικά όπως αυτά της σύγχρονης ελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας. Δεν είμαστε μόνο εμείς επαρχιώτες. Υπάρχουν και άλλοι με τήβεννο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Κυριακή 23/1/2022

Με μια παγωνιά, που, μόνο η ανάγνωση ενός καλού ελληνικού μυθιστορήματος μπορεί να απαλύνει.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου