Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

Μιά άποψη περί νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής και της ιστορίας της.

 Μια άποψη περί νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής και της ιστορίας της

Του ΒΡΑΣΙΔΑ  ΚΑΡΑΛΗ,

περιοδικό Διαβάζω τεύχος 419/6, 2001, σ. 122-128

     Μια ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής δεν έχει γραφτεί μέχρι σήμερα και πιθανότατα δεν είναι ανάγκη να γραφτεί ακόμα. Κι αυτό όχι γιατί δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις ή το υλικό ή η θεωρητική προϋπόθεση ή, τέλος, επειδή δεν διαφαίνεται η χρησιμότητα του εγχειρήματος. Οι λόγοι είναι ευρύτεροι και άπτονται της γενικής διανοητικής στάσεως στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, όπως επίσης και της ειδικής εξελίξεως που έλαβε η ελληνική γλώσσα μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

Ως κοινωνικό μόρφωμα, η ελλαδική επικράτεια χαρακτηρίζεται σε όλα τα επίπεδα από μια ενδιαφέρουσα απροσδιοριστία. Η πολιτισμική της φυσιογνωμία δεν έχει διαμορφώσει ούτε μερικές κεντρικές συνιστώσες ούτε και έχει αποκτήσει μια πολυεπίπεδη ετερογλωσσία που θα δημιουργούσε την ανάγκη για τη θεωρητική εξεύρεση ενός ενοποιητικού υπόβαθρου. Οι υπογλώσσες που αναπτύχθηκαν στα ελληνικά μοιάζουν τόσο απόλυτα η μια με την άλλη ώστε να αποτελούν τελικώς παραλλαγές μιας και της αυτής παράδοσης, ενώ οι μεταξύ τους διαφορές να μην αποτελούν ρήξεις ή αντικρούσεις αλλά αποχρώσεις της ίδιας υπερ-γλώσσας.

Επιπλέον, για να γραφτεί μια ιστορία της νεοελληνικής κριτικής θα πρέπει να ξεκινήσουμε ορίζοντας και προσδιορίζοντας όλους τους όρους αυτής της έκφρασης: τι είναι και πώς γράφεται σήμερα η ιστορία, τι είναι και πώς λειτουργεί η λογοτεχνική κριτική και, τέλος, τι είναι και πότε διαμορφώνεται η μυθική ιδιότητα του «νεοελληνικού». Ταυτόχρονα, κάποιες πρόσθετες διακρίσεις θα πρέπει να χαραχθούν ανάμεσα στην κριτική λογοτεχνίας και το λογοτεχνικό δοκίμιο, όπως επίσης να καθορισθούν διακρίσεις μεταξύ λογοτεχνίας και ιστορίας και, τέλος, να εξετασθούν ερωτήματα για το τι διαχωρίζει το ευρύτερο ελληνικό από το νεοελληνικό σε ζητήματα σημασιολογίας και συμβολικής.

Όλα αυτά φυσικά μπορεί να δίνουν την εντύπωση μιας αριστοτελικής συλλογιστικής παραφροσύνης. Προσπάθησα αλλού να διατυπώσω την άποψή μου γι’ αυτά τα αφετηριακά προβλήματα που θα οδηγούσαν σε μια παρόμοια εξερεύνηση. Εδώ θα πάρουμε ως δεδομένο ένα χρονικό σημείο, όταν διαμορφώνεται δημόσιος χώρος στην ελλαδική κοινωνία, ο οποίος αποκτά κέντρα εξουσίας, διαμορφώνει πολιτισμικές πρακτικές και, τέλος, δημιουργεί τους κανόνες για τη μετεξέλιξη αυτής της πολιτισμικής νοόσφαιρας.

Όταν ο δημόσιος χώρος διαμορφώνει τη δυναμική του, αρχίζουν οι επιμέρους δυνάμεις να συγκρούονται, να επιμαχούν ή να εξουδετερώνονται και επομένως το σύστημα μπορεί να αποκτήσει τη λειτουργική του φορά προς κάποια κίνηση αλλαγής ή συντήρησης ή στασιμότητας. Η φορά αυτή εξαρτάται από τη διαλεκτική των ευρύτερων κοινωνικών λόγων και από τις σχέσεις που αναπτύσσονται με την πολιτειακή συγκρότηση και διάπλαση όρων προσδιορισμού ταυτοτήτων και ατόμων.

Ο ελλαδικός δημόσιος χώρος, λοιπόν, διαμορφώνεται φυσικά με την εδραίωση της Αθήνας ως κέντρου του νεότευκτου κράτους. Η «Αθήνα» παύει τότε να είναι το αρβανιτοχώρι των τριακοσίων ελληνικών οικογενειών και μετατρέπεται σε μυθικό σύμβολο και ουτοπικό πρόταγμα. Αυτό το ουτοπικό πρόταγμα επισφραγίζει η ίδρυση του Πανεπιστημίου Αθηνών, του κέντρου που διαμόρφωσε τις κεντρικότερες πολιτισμικές προτάσεις του ελλαδικού χώρου μέχρι και το 1974.

Η θέση της Αθήνας ως πολιτικής και πολιτισμικής ουτοπίας και ευτοπίας απέσβεσε από τη νοόσφαιρα των Ελλήνων κέντρα εκ παραδόσεως πολιτισμικά, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Σμύρνη, η Κέρκυρα ή άλλες παροικίες της διασποράς. Μόνο όμως μετά την ήττα του 1922 το σύστημα συγκρότησε ένα ολοκληρωμένο δημόσιο χώρο που τότε κατέστη δυνατό να αποκτήσει τις σημαντικότερες λειτουργίες του εκ των ένδον πλέον ως μετασχηματισμούς εσωτερικών δομών του.

Μετά το 1922, και ιδιαίτερα την πρωθυπουργία Βενιζέλου (1928-32), όταν διαμορφώνεται το απόθεμα των πολιτισμικών  συμβόλων που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα για να μιλήσουμε για τον εαυτό μας, η πολιτισμική σφαίρα αρχίζει να αναπτύσσει την ετερογλωσσική της δυνατότητα. Παρουσιάζονται, λοιπόν, τάσεις που δεν ανήκουν μόνο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αλλά και σε ένα δεύτερο κέντρο, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη, ενώ πληθύνονται τα τοπικά κέντρα γύρω από βιβλιοπωλεία ή εκδοτικούς οίκους της επαρχίας.

Μετά το θλιβερό διάλειμμα του εμφυλίου και την αιμορραγία της μετανάστευσης κατά τις δεκαετίας του ’50 και του ’60, που είδε τις καλύτερες διάνοιες να εγκαταλείπουν τη χώρα, η ελλαδική κοινωνία αποκτά συγκεκριμένες τάσεις και εντάσεις, που οδήγησαν σε περιστασιακές τριβές και  διαλόγους. Τελικώς όμως μόνο μετά το 1974 ο δημόσιος χώρος κερδίζει ευστάθεια και ισορροπία, με αποτέλεσμα να πολλαπλασιάζονται οι τάσεις και οι φωνές, να διαμορφώνονται κέντρα εξωαστικά και ενίοτε δυνάμεις εξωελλαδικές. Οι δύο τελευταίες δεκαετίες μαρτυρούν τη σημαντικότατη άνοδο τάσεων που παρέμεναν για καιρό υπό σκιάν τάσεις όπως εκείνες των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων, των γυναικών, των πολιτικώς αποσυνάγωγων, των ερωτικώς καταπιεσμένων που τώρα παρουσιάζονται και γράφουν με τη βεβαιότητα και τη διεκδικητικότητα ενσυνείδητων υποκειμένων. Σήμερα μπορούμε επιτέλους να διαβάσουμε τη λογοτεχνία που γράφτηκε από γυναίκες το 19ο αιώνα, τους χασικλήδες και τους αυτοτιμωρούμενους ομοφυλόφιλους του Μεσοπολέμου, τους τρελούς και τους μετανάστες και να αποτιμήσουμε τη βαθιά τομή πού αποτόλμησαν, μετά το σταδιακό μαρασμό των παραδόσεων που ηγεμόνευαν τα λογοτεχνικά τεκταινόμενα, επί της νεοελληνικής συνείδησης.

Όλες αυτές οι εξελίξεις σχετίζονται με αντίστοιχα και ανάλογα κινήματα στην κριτική  σκέψη. Πότε αρχίζει η νεοελληνική κριτική θα πρέπει να αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ιστοριοδιφικά ερωτήματα του μέλλοντος. Πότε, δηλαδή, αποκόπτεται από τις συμβάσεις των σχολών που υπήρχαν ως μια ορισμένη εποχή. Μεθοδολογικά αυτό γίνεται με τον Αδαμάντιο Κοραή αυτός αρχίζει από το εξωτερικό μια συζήτηση περί γλώσσας, που ουσιαστικά εγκαινιάζει μια συζήτηση περί παραδόσεως και των παρεμβάσεων που πρέπει κάποιος να πράξει για να ανασυγκροτήσει φαντασιακά και λεκτικά το παρελθόν. Προτυπώσεις των απόψεών του ωστόσο μπορεί να βρεθούν σε δοκίμια του Ευγένιου Βούλγαρη ή ακόμα νωρίτερα του Παναγιώτη Δοξαρά. Στο Λόγιο Ερμή επίσης μπορούμε να διαβάσουμε μερικά εξαιρετικά μελετήματα για την αρχαία λογοτεχνία ή τη σύγχρονη ευρωπαϊκή και να τα συσχετίσουμε με αντίστοιχες συζητήσεις που αναφέρονται στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνικά πράξη.

Υπάρχει διαδεδομένη η αντίληψη ότι λογοτεχνική κριτική δε δημιουργήθηκε στην Αθήνα κατά το 19ο αιώνα, πίστη φυσικά λανθασμένη. Οι Φαναριώτες είχαν προετοιμάσει μια μοναδική διανοητική σύνθεση, ούτως ειπείν, ανατολισμού και ευρωπαϊσμού, η οποία προσέδιδε ένα σημαίνον ενοποιητικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε τελικώς το γεννώμενο νοητικό σχήμα του ελλαδικού κράτους. Οι Σούτσοι στα ποιήματά τους, οι λογοτεχνικοί διαγωνισμοί, ο Κων. Ασώπιος, ο Βερναρδάκης, ακόμα και ο Μιστριώτης, οδηγούν στην πρώτη νεοελληνική σύνθεση που κορυφώνεται με τα Πρώτα Κριτικά του Κ. Παλαμά (1913), το τελευταίο βιβλίο του 19ου αιώνα. Αυτοί είναι οι πρωτοπόροι που μιλούν μέσα από το χώρο της πολιτισμικής και πολιτικής κουλτούρας του ελλαδικού κράτους.

Η επτανησιακή σχολή με τον Σολωμό, τον Πολυλά και τον Καλοσγούρο ανήκει ουσιαστικά στην προγενέστερη αριστοκρατική κουλτούρα των ανώτατων τάξεων, με κέντρο της το φιλολογικό σαλόνι και μέλη της πλούσιους γαιοκτήμονες που παραμένουν εκτός κοινωνικών συγκρούσεων μέχρι και την Ένωση με το κράτος (1864). Το γεγονός μάλιστα ότι οι κυριότεροι εκπρόσωποί της ασπάστηκαν τη χεγκελιανή αισθητική δημιούργησε ένα πρόσθετο κενό κατανοήσεως των προθέσεών της, εφόσον έλειπε από τα ελληνικά η προϋπόθεση του Χέγκελ, η φιλοσοφία του ενοποιημένου υποκειμένου του Ιμμ. Καντ.

Οι κριτικοί των Αθηνών είναι, αντίθετα, μισθοσυντήρητοι υπάλληλοι ή καθηγητές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Οι περισσότεροι προέρχονται από Φαναριώτικες οικογένειες που, ενώ έχουν σπουδάσει στη Δύση, η ψυχολογική τους διαμόρφωση έχει λάβει χώρα στην ανοικτή και πολυεθνική ατμόσφαιρα της οθωμανικής κοινωνίας. Μια ανάλυση της εσωτερικής σύγκρουσης μεταξύ αυτών των στοιχείων στην εαυτότητα των πρώτων ελλαδιτών κριτικών θα ήταν πολύ χρήσιμη για την κατανόηση των εκφραστικών τους επιλογών (επειδή όλοι σχεδόν γράφουν ποίηση), όπως άλλωστε και των κριτικών τους θέσεων.

Με τον Ροϊδη, η μεσοαστική τάξη των εμπόρων και των μεταπρατών κάνει έντονη την εμφάνισή της χωρίς ωστόσο να μπορεί να επιβάλει τον προσανατολισμό της. Ο Ροϊδης απέρριπτε συλλήβδην μια παράδοση την οποία δε γνώριζε, ή ερμήνευε μέσα από το πρίσμα μιας φιλοδυτικής κατεύθυνσης’ η απόρριψή του δημιουργούσε ένα τεράστιο κενό, το οποίο ο ίδιος ερμήνευσε ως κενό καταθέσεων. Το γεγονός ότι δεν υπήρχε στα ελληνικά λογοτεχνία όπως εκείνη της δυτικής Ευρώπης σήμαινε γι’ αυτόν ότι δεν υπήρχε λογοτεχνία καθόλου. Με τον Ροϊδη αρχίζει ο πολιτιστικός εποικισμός της ελλαδικής συνείδησης από κριτήρια αξιολόγησης που δεν απέρρεαν από την εμπειρία της γραφόμενης λογοτεχνίας στην ελληνική γλώσσα.

Η γενιά του 1880 παράλληλα οδηγεί την πορεία προς την ολοκλήρωση αυτής της τάσης που έρχεται μέσα από τη δημοσιογραφοποίηση της κριτικής, μιας και τώρα η κριτική πράξη γίνεται μέσω των εφημερίδων, όπου εργάζονται οι περισσότεροι κριτικοί. Πράγματι, με την εξαίρεση των πλούσιων δημοτικιστών του εξωτερικού, Ψυχάρη, Πάλλη, Εφταλιώτη, Βλαστού, που εισάγουν στα ελληνικά μια γλώσσα ετερονομίας, στο εσωτερικό διαμορφώνεται η πραγματικότητα του κριτικού που πληρώνεται για να γράφει όχι πλέον από κρατικούς φορείς αλλά από φιλότεχνους ή αφιλότεχνους εκδότες.

Η γενιά του 1880 είναι αποτέλεσμα μιας καπιταλιστικής μετεξέλιξης στον τρόπο παραγωγής της λογοτεχνίας και της αξιολόγησής της, ενώ ταυτόχρονα σηματοδοτεί μια τάση αποκλεισμού όσων κειμένων δεν έχουν γραφτεί σε συγκεκριμένο ιδίωμα. Μοναδική εξαίρεση αυτής της τάσης ο πιο σημαντικός νεοέλληνας λογοτεχνικός κριτικός, ο Κωστής Παλαμάς, η πράξη του οποίου συνεχίζει τη φαναριώτικη σύνθεση, διευρύνοντας, εμπλουτίζοντας και μεταποιώντας τη διανοητική της παρακαταθήκη κατά τρόπο συστηματικό και ολοποιητικό. Αν σήμερα έχουμε κάποιες αντιρρήσεις για τον ολοποιητικό χαρακτήρα του λογοτεχνικού του συστήματος, η συνθετική φύση του η οποία ερμήνευσε το εκάστοτε έργο ως «τόπου λύσεως συγκρούσεων», όπως το διατύπωσε ο ίδιος, αποτελεί τη σημαντικότερη κατάθεση της κριτικής ερμηνευτικής μέχρι σήμερα.

Γιατί, αν το κείμενο είναι ένας τόπος λύσεως των συγκρούσεων που εγγράφονται από τη γλώσσα, τότε καθήκον της κριτικής είναι να εντοπίσει τα συγκρουόμενα, να αναλύσει τη δυναμική της, την εγγραφή τους από τη γλώσσα, την ειδική τους αναφορά, τη θεμελιακή τους συγκρότηση και, τέλος, να διατυπώσει αντιλήψεις για το πώς λύνονται αυτές οι συγκρούσεις και πως διαμορφώνεται το κείμενο ως τόπος για να τις διατυπώσει. Το μεγαλείο του Παλαμά έγκειται στο ότι έδωσε απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα που, δυστυχώς, πέρασαν όλες απαρατήρητες.

Από το 1910 και εντεύθεν μπορούμε να δούμε μια σειρά κριτικών ποικιλιών να αναπτύσσεται κατά τρόπο αντιθετικό. Τότε άρχισαν να εκδίδονται βραχύβια περιοδικά με συγκεκριμένη κατεύθυνση, ενώ αναπτύσσεται μια αγωνιστική αντίκρουση απόψεων των κυρίαρχων φωνών που οδηγεί με τη σειρά της σε μια εξαιρετική σημαίνουσα πολυδιαλεκτική κουλτούρα. (Το Μανιφέστο του Ν. Λαπαθιώτη , λόγου χάρη, θα έπρεπε να έχει αξιοποιηθεί από την κριτική των ιδεών περισσότερο απ’ όσο έχει γίνει μέχρι σήμερα).

Η δεκαετία του ’20 παράλληλα υποδεικνύει τις πολλαπλές και ετερότροπες κατευθύνσεις που έπαιρνε η νεοελληνική κουλτούρα πριν από την ομογενοποίηση που υπέστη κατά την επόμενη δεκαετία. (Η κριτική του Τέλλου Άγρα είναι το δεύτερο σημαντικό έργο που δημιουργήθηκε στα ελληνικά, παρά τους συμβιβασμούς και τις παραχωρήσεις του κριτικού στους συρμούς της εποχής του).

Η δεκαετία του ’30 αποτελεί κατά παράδοξο τρόπο μια συντηρητική στροφή στη νεοελληνική κριτική σκέψη. Ενώ αναγνωρίζουμε μέσα της σημαντικούς, ίσως μάλιστα και μεγάλους, κριτικούς, μπορούμε πλέον να δούμε τη λειτουργία αυτής της γενιάς σαν ένα φίλτρο αποκλεισμού το οποίο κλασματοποίησε τη μεγάλη σύνθεση που υπήρξε το επίτευγμα του Παλαμά. Παρά το γεγονός μάλιστα της παρουσίας μιας πρωτογενούς αριστερής κριτικής, σε όλη την εποχή δε μπορούμε να διακρίνουμε μια ρήξη και μια σύγκρουση κριτικών παραδειγμάτων. Η αριστερή κριτική αποδέχεται τη γλώσσα της συντηρητικής διανόησης συζητώντας μόνο επιμέρους επιλογές και επεξηγώντας από την προοπτική της κάποια δευτερογενή ζητήματα.

Ενώ μάλιστα υπήρξαν δημιουργοί αυτού του κινήματος που έκαναν το τολμηρό βήμα να εισάγουν στο λογοτεχνικό κανόνα έργο που δεν έχουν γραφτεί με λογοτεχνική πρόθεση, όπως τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, δε στοχάστηκαν επαρκώς πάνω στη γλώσσα του λογοτεχνικού φαινομένου και της λογοτεχνικότητας. Αντίθετα κατέφυγαν σε αφελείς διακρίσεις μεταξύ καλής και κακής ποιήσεως βασιζόμενοι στην άποψη περί συντονισμού ρήματος και θέματος ως εάν αυτά να υπήρχαν ανεξάρτητα.

Καμιά κριτική πρόταση των δεκαετιών που ακολούθησαν, δυστυχώς μέχρι τις μέρες μας, δεν έχει αρνηθεί την κριτική γλώσσα που εισηγήθηκε η γενιά του ’30, όλοι οι κριτικοί συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τα αξιολογικά της συστήματα και να αναφέρονται αξιωματικά στον κανόνα περί παραδόσεως που συνέστησε. Μετά το 1930 διακρίνεται μια αποθαρρυντική και σχεδόν ευνουχιστική μονοφωνία στη  νεοελληνική κριτική, η οποία δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις που γενικότερα συμβαίνουν στη διεθνή σκηνή παρά μόνο ως καταναλωτής ιδεολογημάτων που εισάγονται κατά παραγγελία ή ακόμα συχνότερα κατά τύχη.

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν αντιπροτάσεις στον κανόνα και στην αξιολογική προσέγγιση που επέβαλε η γενιά του ’30, ούτε ακόμα και εναλλακτικές απόψεις που να υποδεικνύουν μια εσωτερική κίνηση ιδεών η οποία να επιχειρεί την αναδόμηση ή, τέλος πάντων, την ανανέωση του συστήματος. Η Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1948) του Κ. Θ. Δημαρά, μέσα από το κομψό της ύφος, την οικονομία του λόγου της και την προσιτότητα της έκδοσής της, έχει καταστεί ο υπέρτατος κώδικας ιστοριογνωσίας περί λογοτεχνίας στα ελληνικά, παρά το γεγονός ότι από  μέσα του  έχουν αποκλειστεί, ή εξουδετερωθεί λογοτεχνικά, μερικές από τις σημαντικότερες φωνές των τελευταίων αιώνων που έχουν επιλεχθεί πρόσωπα και έργα που απλώς επιβεβαιώνουν μια τάση ελλαδοκεντρισμού, γαλλικής εμπνεύσεως.

Μετά το 1950, η κριτική, που  δεν έχει πλέον αλλά ούτε επιχειρεί να καταθέσει συνθετικά έργα, αιωρείται μεταξύ επιφυλλιδογραφίας, βιβλιογραφίας και μιας μορφής εξασθενημένου δοκιμίου. Το γεγονός ότι τώρα η εφημερίδα ή το περιοδικό κυριαρχούν κατά τρόπο απόλυτο υποδεικνύει ένα άλλο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής κριτικής παραγωγής τόσο απόλυτα κυριαρχικό στις μέρες μας. Οι περισσότερες κριτικές είναι επιφυλλίδες που συγκεντρώνονται και εκδίδονται σε μορφή βιβλίου. Αυτό στερεί το κείμενο από μια αίσθηση χρονικής άνεσης που θα του επέτρεπε να αναπτύξει ένα επιχείρημα ενώ ταυτόχρονα απλοποιεί τη γλώσσα του σε σημείο ασημασίας.

Οι περισσότερες επιφυλλίδες άλλωστε είναι χαριεντισμοί και φιλοφρονήσεις προς φίλους, και κυρίως εκδότες, ενώ ένας μικρότερος αριθμός από αυτές ενίοτε αίρεται σε ύψος κριτικού λόγου, εμπειρικού και κυρίως περιστασιακού και συμπτωματικού. Ένας μικρότερος αριθμός εξ αυτών που είναι αρνητικός είτε επιδίδεται σε προσωπική πολεμική είτε αποσκοπεί σε έμμεσες συμμαχίες για πιθανά οφέλη. Από τη σύγχρονη παραγωγή ελλείπουν οι ολοκληρωμένες συνθετικές φωνές, με συγκροτημένη κριτική μέθοδο και πάνω απ’ όλα με αντίληψη για τη λειτουργία της τέχνης. Μόνο σποραδικά κάποιες από αυτές διατυπώνουν με τρόπο αποσπασματικό κάποια θέση για τη λειτουργία του λογοτεχνικού κειμένου και ερμηνεύουν μερικώς τον οικείο χώρο του.

Ένα πρόσθετο μειονέκτημα της επιφυλλιδογραφίας υπήρξε το γεγονός ότι  ουσιαστικά απαγόρευσε στον κριτικό να αναμετρηθεί με τα μεγάλα κείμενα του παρελθόντος. Οι συγκυριακές επιλογές μετέτρεψαν τον επιφυλλιδογράφο και το κοινό του σε αναγνώστες χωρίς παρελθόν, χωρίς γνώση των έργων που διαμόρφωσαν την ιστορία της λογοτεχνίας, δημιουργώντας έτσι μια ψεύτικη συνείδηση για το παρελθόν και εστιάζοντας τη γνώση της λογοτεχνίας στο άμεσο παρόν. Τα κείμενα του παρελθόντος μεταμορφώθηκαν σε ονόματα εξουσιαστικά, χωρίς αναφορά στα προβλήματα και τα διλήμματα που τα προσδιόρισαν. Σε γενικές γραμμές, η κριτική πράξη κατά τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει παραδοθεί στη λατρεία του συμπτωματικού, σε μια προ-κριτική περιπτωσιολογία, η οποία, δια των δημοσιογράφων, έχει ανακηρυχθεί σε απόλυτο αξιολογικό κώδικα. Μόνιμη θεματική της είναι η βεβαιότητα περί μιας αξιολογούσας ελληνικότητας, περί καλής και κακής ποίησης, πρόσφατα μάλιστα και περί κάποιας παραδόσεως και ορθοδοξίας που τείνουν να γίνουν οι τελευταίες καραμέλες ευρείας καταναλώσεως-ή μάλλον έχουν ήδη γίνει.

Παρόμοια βέβαια ιδεολογήματα αποσκοπούν να καλύψουν τα κενά μιας ασύναπτης και κερματισμένης προσέγγισης του λογοτεχνικού φαινομένου. Έτσι, μέσα από αυτή τη σπασμωδικότητα, ιδέες και θεωρίες από ευρύτερα κινήματα εκτός Ελλάδας αποσπώνται από τη διαλεκτική της παράδοσής τους, απομονώνονται και αποσυγκειμενοποιούνται, μεταφερόμενα σε ένα γλωσσικό περιβάλλον, όπως το ελληνικό, που δεν έχει δοκιμαστεί πάνω σε ευρύτερες προβληματικές.

Μια τέτοια αποσυγκειμένωση διαλύει την ολοποιητική λογική των προβληματικών και μετατρέπει μια στιγμή της συζήτησης σε εύχρηστο ιδεολόγημα, χωρίς να συνάπτει σχέσεις με την υπάρχουσα συνέχεια προβληματισμών, ενώ ο κριτικός που τη χρησιμοποιεί σαν μαθητευόμενος μάγος υιοθετεί μια συμπτωματική εμπειρία σαν πανάκεια όλων των προβλημάτων της έκφρασης.

Η σύγχρονη νεοελληνική κριτική μαστίζεται από ένα μελαγχολικό εμπειρισμό που αδυνατεί να διαβάσει το εκάστοτε κείμενο σαν επιτομή κειμένων και να το διασυνδέσει όχι με την πολιτική συγκυρία, όπως συνήθως γίνεται, αλλά με την ιστορία των λόγων στους οποίους απαντάει και οι οποίοι το συναποτελούν. Ο εμπειρισμός αυτός δεν αντιτίθεται στη λεγόμενη θεωρητική κριτική, η οποία στις περιπτώσεις που τη γνωρίσαμε στα ελληνικά είναι εξίσου εμπειρική, εφόσον δεν έχει θεσπίσει μια επιστημολογική γλώσσα ικανή να μιλήσει για τις ιδέες της τις αρχές’ αντίθετα, η εμπειρική κριτική και των δύο τύπων αδυνατεί να εντοπίσει την πολυσημία και την πολυσημειακή κατάσταση του συγγραφικού υποκειμένου, όπως δηλώνεται μέσα από το συγκεκριμένο κείμενο. Συνήθως απομονώνει και, κατά συνέπεια, απολυτοποιεί μια φωνή του, δηλαδή μια ερμηνευτική του δυνατότητα, και την καθιστά όριο και όριο αξιολόγησης και ερμηνείας του συνόλου.

Αυτή είναι η κατεξοχήν κριτική πρακτική που εισηγήθηκε η γενιά του ’30 με τον Καραντώνη, τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Είναι μια κριτική  στάση που διαλύει την πολυεκδοχικότητα ως επικίνδυνη και αρνείται να προχωρήσει στην ανάλυση της υπαρξιακής αμφιθυμίας θεωρώντας τη μη λογοτεχνική διάσταση. Χωρίς αναφορά όμως στο ουσιώδες ερώτημα του ποιος μιλάει μέσα από το συγκεκριμένο κείμενο, η κριτική σκέψη της γενιάς του ’30 και η μετεξέλιξή της έχει αφαιρέσει από την καλλιτεχνική ερμηνευτική το δυναμικό στοιχείο της υπαρξιακής της ετεροφωνίας και ταυτόχρονα της γλωσσικής ειδικότητας κάθε κειμένου.

Μετά το 1960 ένα πρόσθετο φαινόμενο έχει διαλύσει τη δυνατότητα συστάσεως κριτικού λόγου στα ελληνικά. Η σταδιακή κυριαρχία της ακαδημαϊκής κριτικής, με κέντρα τα πανεπιστήμια, έχει οδηγήσει σε μια φιλολογιστική προσέγγιση στα κείμενα με πρόθεση να δικαιολογηθεί και να νομιμοποιηθεί ο κανόνας των κειμένων που έχει επιβληθεί στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης, ή πιο απλά η σημασία του έργου, ή των έργων, για τα οποία εκπόνησε ο ακαδημαϊκός τη διδακτορική του διατριβή. Ελάχιστες εξαιρέσεις από την πανεπιστημιακή κριτική συνδυάζουν το σκίρτημα μιας ζωντανής γλώσσας με την προκλητικότητα μιας νέας ιδέας. Ξεχωρίζει αναμφίβολα η γραφή του Νάσου Βαγενά, ιδιαίτερα μάλιστα όταν υπερβαίνει τις σεφερικές της καταβολές.

Μετά το 1974, η νεοελληνική κοινωνική ζωή έχει εισέλθει σε περίοδο σταθερότητας και ευστάθειας. Η καλλιτεχνική πράξη έχει αναπτύξει πολλαπλές διαστάσεις λόγου, που εκφράζουν μια πλατιά αίσθηση του υπάρχειν, από την πλήξη της μικροαστικής τάξης που κυβερνά τη χώρα σήμερα και διαμορφώνει τον πνευματικό της προσανατολισμό μέχρι την αγωνία και την ιστορική μνήμη των μειονοτήτων που παρέμειναν αδιόρατες, όπως των Εβραίων, των περιθωριακών και εσχάτως των μεταναστών.

Η κριτική δεν έχει κατορθώσει να προκαλέσει και να αμφισβητήσει την κυριαρχία των μονοφωνικών πρακτικών που τη χειραγωγούν-υποσυνείδητα ή ενίοτε συνειδητά. «Κολλημένη» μέχρι σήμερα σε μια σεφερογενή αισθητιστική κριτική που δίνει προνόμια μεγαλείου και γραφικής καθαρότητας στην ελληνική γλώσσα ως τον υπέρτατο μονόμυθο κάθε «λαού», η μονοφωνική κριτική παραγνωρίζει την υποστασιακή πολυμορφία που αναπτύσσεται μπροστά στα μάτια όλων απονέμοντας περγαμηνές μεγαλοσύνης σε έργα ασήμαντα και ανθρώπους αδιάφορους, αρκεί να μην προκαλούν και να συναινούν στη συνέχιση αυτού του κριτικού μουδιάσματος επ’ άπειρον.

Σε ελάχιστες περιπτώσεις διαβάζουμε δημιουργικές αναπλάσεις μιας προσωπικής ανάγνωσης των κειμένων, πράγμα που τελικώς είναι η κριτική. Κατά τη δεκαετία του ’80, η γραφή του Δημοσθένη Κούρτοβικ έδωσε σελίδες υψηλόφρονης άρνησης που διαμόρφωσαν ευαισθησίες και συνειδήσεις, ενώ ο Ευγένιος Αρανίτσης στοχάστηκε πάνω στον τρόπο παραγωγής του καλλιτεχνικού δοκιμίου κατά τρόπο αποκαλυπτικό. Υπάρχουν επίσης φωνές που ξεχωρίζουν χάρη ακριβώς στην ειδική τους θέση ως εκπροσώπων  μειονοτήτων, αλλά σε γενικές γραμμές η ξύλινη και αυτοαναφερόμενη γλώσσα των ακαδημαϊκών διατριβών έχει αποσυναρμολογήσει την εκφραστική δυνατότητα και δύναμη της κριτικής σκέψης σήμερα.

Δεν υπάρχει κριτική σκέψη χωρίς προβληματικές-και δυστυχώς στα ελληνικά δεν έχει ακόμα εισέλθει η σημασία μιας τόσο ελληνικής λέξης. Η κριτική πράξη μοιάζει να αιωρείται μεταξύ συναισθηματικού ιμπρεσιονισμού και απόλυτων διατυπώσεων, προσπαθώντας συστηματικά να διατυπώσει γενικεύσεις για την αξία ενός έργου χωρίς να καταδύεται μέσα στον ειδικό τύπο των σημειολογικών του σωματώσεων. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από την έλλειψη σοβαρών κριτικών αναθεωρήσεων του παρελθόντος και τον εντοπισμό αποκλινουσών παραδόσεων τις οποίες θα αποκαλούσαμε εναλλακτικές ιστορίες της κριτικής σκέψης. Κανείς, λόγου χάρη, δε μελετά την κριτική σκέψη των καθαρευουσιάνων ή του Δ. Βερναρδάκη, ή ονομάτων όπως του Κ. Στρατούλη, του Γ, Βιζυηνού, του Κ. Γεωργούλη, που δε φαίνεται να έχουν άμεση σχέση με την κριτική λειτουργία ως επαγγελματική κατηγορία.

Μια σειρά νεότερων κριτικών φωνών, όπως του Κώστα Ουράνη, του Άλκη Θρύλου, του Κλέωνα Παράσχου, του Γιάννη Χατζίνη, του Δημ. Νικολαιρέζη, του Νικ. Κάλας ή του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, έχουν ριχτεί στη λήθη ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να κυριαρχούν ως σήμερα παραμαρξιστικοί κριτικοί χωρίς μαρξισμό, που αντιμετωπίζουν κάθε κείμενο σα πολιτικό φυλλάδιο, όταν βέβαια δεν επιστρέφουν αμετανόητοι στη συνταύτιση δημοτικισμού και προοδευτισμού. Η κριτική σκέψη του Νίκου Καζαντζάκη παραμένει άγνωστη, πέρα από μερικά άσκοπα μελετήματα που μόνο ακροθιγώς μιλούν για τη θεματική της. Παράλληλα, η ανατρεπτική κριτική βραχύβιων περιοδικών όπως το Σήμα ή το Αμφί, δε μελετάται καθόλου ενώ βλέπουμε σωρεία διατριβών επί περιοδικών αποδεκτών ιδεολογικών κατευθύνσεων, διατριβών που αποδεικνύουν το αυτονόητο: ότι τελικώς αυτά τα περιοδικά δεν ανέπτυξαν καμία ξεχωριστή μορφή κριτικής σκέψης.

Θα γυρίσουμε εδώ σε έναν όρο του Παλαμά, του σημαντικότερου νεοέλληνα κριτικού για την ακρίβεια της γλώσσας του και τη συλλογιστική των επιχειρημάτων του. Τα ελληνικά χρειάζονται προσωπικότητες σύνθεσης, προσωπικότητες δηλαδή που θα συλλέξουν τις επιμέρους παρατηρήσεις σε μία προβληματική που να αποτελεί την ενοποιητική βάση των επιμέρους διαφοροποιήσεων. Από την ενοποιημένη προβληματική δεν μπορεί παρά ελάχιστα να απέχουν οι συγκρουόμενες διερωτήσεις που υποδεικνύουν την πορεία από τη μονότητα στην πολλαπλότητα, στην υπαρξιακή πολυεκδοχικότητα, που διανοίγει τη γλώσσα στην ετερορρυθμία και πολυδιαλεκτικότητα.

Η σύνθεση οδηγεί στην ανάλυση, με άλλα λόγια οδηγεί στη σταδιακή εξερεύνηση των διαφορετικών τονικοτήτων στην έκφραση και των μορφών λόγου που λάνθαναν μεταμφιεσμένοι κάτω από την κυριαρχία μιας ηγεμονεύουσας μονοφωνίας. Δυστυχώς, η κυριαρχία των επιφυλλίδων, χωρίς μάλιστα τη γοητεία εκείνων του Παύλου Νιρβάνα, αλλά με τη φλύαρη μονοτονία των επιγόνων του, έχει υπονομεύσει την ικανότητα της ελληνικής γλώσσας να κρίνει και να ανασυγκροτεί το συζητούμενο κείμενο σε ένα επίπεδο ερμηνευτικής των όρων δημιουργίας και πρόσληψής του. Η κριτική πράξη αποτελεί, από ψυχαναλυτική άποψη, επεξεργασία δεύτερου βαθμού, δηλαδή μετατοπίζει τη γραφή σε διάσταση στοχασμού επί των ίδιων της των διαδικασιών.

Η κριτική, επιπλέον, συνιστά επιστημολογική αυτοθεώρηση διατυπώνει προτάσεις που επιχειρούν να διαυγάσουν μια ατομική διάθλαση των προγενέστερων χρήσεών τους και ταυτόχρονα να προβάλουν όσα νοήματα αναδύονται εξαίφνης από την αναγνωστική διαδικασία. Επιμένουμε ότι η κριτική μελετά την ατομική διαφοροποίηση μέσα από την ειδικότητα της γλώσσας κάθε κειμένου. Η θέση αυτή συναιρεί τη δομολογική και την αποδομολογική προσέγγιση, εφόσον προϋποθέτει ένα συλλογικό συνεχές, ενώ προτείνει ως κύριο χώρο νοηματογενέσεως την απροσδόκητη ώσμωση λόγων και αντιλόγων που προκύπτει από την ανάγνωση και η οποία δεν προβλεπόταν από τις προγενέστερες χρήσεις μιας γλώσσας.

Η κριτική πράξη αναγνωρίζει το νέο νόημα, δε χάνεται σε δηλώσεις περί αμφισημίας, εφόσον και η αμφισημία είναι καθαυτή δήλωση νοήματος, αλλά αποβλέπει να αρθρώσει τη νεοφάνεια κάθε εγκείμενου λόγου και σε κάποιες στιγμές να παρακολουθήσει την προϊστορία του. Μέσα από την εξέλιξη του ελληνικού λόγου μόνο ο Κωστής Παλαμάς μπόρεσε να αναπτύξει ένα ευδιάκριτο κριτικό ιδίωμα, ίσως επειδή ο ίδιος βασανιζόταν από τα προβλήματα της έκφρασης. Στις μέρες μας, όπου κυριαρχεί η λατρεία του αυτονόητου και η αποθέωση του άσημου, η κριτική σκέψη δεν μπορεί να διαρθρώσει προβληματικές και ιδιώματα ικανά να διαφωτίσουν και να οργανώσουν τις επιμέρους διαφοροποιήσεις σε ένα σύνολο ερμηνευτικών προτάσεων με προϋποθέσεις.

Ίσως κάπου στο περιθώριο της μικροαστικής νοοτροπίας να διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή, ανάμεσα στους μετανάστες, τους παράνομους εργάτες ή τους εξαγριωμένους πρόσφυγες, η προϋπόθεση της άρνησης και της θετικής αλλοίωσης που προϋποτίθεται ως βασικό υπόβαθρο κάθε κριτικής. Η ελλαδική κοινωνία δεν παρέχει προϋποθέσεις αυτοκριτικής επειδή δημιουργεί αποσπασματικές κοσμοεικόνες χωρίς καθαρή γνώση του περιβάλλοντος και κυρίως χωρίς ένα μελλοντικό πρόταγμα. Ιστορία της κριτικής σκέψης στα ελληνικά σημαίνει μελέτη της αυτογνωσίας και της αυτοστοχαστικότητας του κοινωνικού μορφώματος που αποκαλείται Ελλάδα και των σκεπτόμενων υποκειμένων που αυτοχαρακτηρίζονται Έλληνες-πράγμα που δεν είναι δυνατόν να γίνει, εκτός αν σε μια ριζική στροφή μετάνοιας και αυθυπερβάσεως το έθνος δεχθεί ως εθνικό ό,τι δε συνάδει προς το κρατικό συμφέρον.

Μια γραμματολογική αναγραφή ονομάτων και θεωριών θα ενίσχυε απλώς την πορεία του μαινόμενου εμπειρισμού και της αδιέξοδης συλλογής γεγονότων, χωρίς μια ειδική αντίληψη για τη φύση και τη λειτουργία ενός κειμένου, όπως επίσης και για τη συγκυρία γύρω από αυτό. Μέχρι σήμερα, η ιστορία της λογοτεχνίας του Άριστου Καμπάνη αποτελεί την τελευταία λέξη της ιστοριογραφίας στα ελληνικά’ είναι εκείνη στην οποία ο κ. Καμπάνης συμπεριέλαβε ως σημαντικό συγγραφέα και κριτικό τον προϊστάμενό του, επειδή ζητούσε προαγωγή.

Αν κατορθώσουμε να περάσουμε από το επίπεδο της μεγιστοποίησης των προσωπικών σχέσεων στο επίπεδο της ανάλυσης της προβληματικής των κειμένων, ίσως τότε, όταν έπειτα από αρκετή κριτική ανασκευή ανακαλυφθούν παραγνωρισμένα κείμενα και μελετηθούν παραγκωνισμένες προσωπικότητες, τότε λοιπόν ίσως καταστεί δυνατό να συγγραφεί μια ιστορία της νεοελληνικής κριτικής. Ορισμένα λογοτεχνικά έργα που έχουν μελετηθεί μέχρι εξαντλήσεως πρέπει να διαβαστούν μέσα από άλλα κείμενα που αρνούνται τις θέσεις τους, για να μπορέσουν να μιλήσουν και πάλι. Παραδόξως πώς τα κριτικά κείμενα τα ίδια δεν έχουν μελετηθεί καθόλου ως προς τις προϋποθέσεις συγγραφής τους, τις λογικές κατηγορίες που χρησιμοποιούν, την υπαρξιακή τους στάση, τη νοηματική τους σκευή ή, τέλος, την οντολογική τους κατάθεση.

Η ελληνική κριτική δεν έχει σχεδόν ποτέ μιλήσει για τον εαυτό της όχι μόνο στο επίπεδο της αυτοκριτικής αλλά στο επιστημολογικό επίπεδο συντάξεως των προτάσεών της. Δεν υπάρχουν συζητήσεις για το πώς συν-τίθεται ένα κριτικό κείμενο, τους όρους που χρησιμοποιούνται, τα όρια της ερμηνευτικής προσέγγισης, τη σχέση του με το αναλυόμενο λογοτέχνημα, τη σχέση του με το δοκίμιο, την αναφορά του στη φιλοσοφία ή την ανθρωπολογία. Επιπλέον, δεν υπάρχουν συζητήσεις για το πώς διαβάζεται ένα κριτικό κείμενο σε αναφορά προς τον ίδιο τον κριτικό και για το πόσο σοβαρά μπορούμε να παίρνουμε έναν κριτικό όταν δε γνωρίζουμε την πνευματική του προπαρασκευή και την προθετικότητά του-γεγονός που επιδεινούται από την έλλειψη κριτικών βιογραφιών στη γλώσσα μας. Τέλος, επιστρέφοντας στο θέμα της ιστορίας της νεοελληνικής κριτικής, θα πρέπει να συζητήσουμε για το ποια τονικότητα λόγου θα διαλέξουμε για να τη γράψουμε εκείνη της κοινωνιολογικής διατριβής, της φιλοσοφικής πραγματείας, της ιστορικής ανασύνθεσης, της αισθητικής μελέτης ή της ψυχογραφικής ανασυγκρότησης. Καθεμιά από αυτές έχει τη δική της λογική και συλλογιστική και μπορεί να μας οδηγήσει σε εντελώς διαφορετικά μονοπάτια και συμπεράσματα. Ωστόσο, κάποιες προσπάθειες πρέπει να γίνουν ούτως ώστε να διαγραφεί στον ορίζοντα η δυνατότητα πραγματοποίησης του εγχειρήματος’ μέχρι τότε καλό είναι να συζητάμε και ίσως μέσα από το διάλογο να συνειδητοποιήσουμε πως τελικά κριτική είναι να ακούμε προσεκτικά τι λέει ο άλλος και ο τρόπος που τα λόγια του επηρεάζουν αυτά που θα του απαντούσαμε εμείς.

     ΒΡΑΣΙΔΑΣ  ΚΑΡΑΛΗΣ

Σημειώσεις

«Έτερος εξ ετέρου σοφός το τε πάλαι το τε νυν»

     Η φράση αυτή του αρχαίου λυρικού ποιητή Βακχυλίδη, στριφογύριζε στο μυαλό μου από την στιγμή που σκέφτηκα να αντιγράψω ορισμένα παλαιότερα κείμενα, άρθρα, δοκίμια, βιβλιοκριτικές, παρουσιάσεις λογοτεχνών και έργων ελλήνων και ξένων συγγραφέων, κριτικών, δοκιμιογράφων, ποιητών, πεζογράφων. Να δημιουργήσω δηλαδή μια ελεύθερη ιστοσελίδα, ένα ανοικτό πεδίο πληροφοριών για την ελληνική και ξένη λογοτεχνία, μια δεξαμενή πολιτισμού για πρόσωπα, έργα, βιβλία, στιγμές και εποχές, μνήμες και αναμνήσεις, ημερολογιακές καταγραφές ανθρώπων οι οποίοι ασχολήθηκαν και εξακολουθούν να διακονούν την τέχνη και τον πολιτισμό. Δίχως να αποκλείονται και άλλες πλευρές της ζωής και πτυχές επικοινωνίας, συνύπαρξης των ανθρώπων. Λαογραφία, θέατρο, θρησκεία, κινηματογράφος, ιστορία, πολιτική. Γιατί η Ποίηση και η Πεζογραφία, το Δοκίμιο και η Βιβλιοκρισία, δεν είναι ανεξάρτητες από την Ιστορία και την καθόλου Πολιτική και Κοινωνία. Δεν ήθελα να δημιουργήσω μια ιστοσελίδα «που στον χρόνο της σκόλης μου» θα γράφω, θα εκθέτω μόνο την άποψή μου και την γνώμη μου για βιβλία που διάβασα για κείμενα που δημοσίευσα.  Κάτω από αυτό το σκεπτικό αντιγράφω (και όχι σκανάρω) από διάφορα έντυπα κείμενα, μεταφέρω γνώμες και κρίσεις ελλήνων και ξένων συγγραφέων και γνωστών μας καλλιτεχνών και πνευματικών δημιουργών ακόμα και αν δεν συμφωνώ με τις απόψεις τους. Δεν βρίσκεται εκεί το θέμα. Το θέμα είναι μια νέα δική μου συζήτηση με τα κείμενα που ξανά-διαβάζω, τις ιδέες και τις σκέψεις του συντάκτη τους, και αν έχω την δυνατότητα, να συμπληρώσω ή να θέσω καινούργια ερωτήματα σαν σημερινός της τρίτης χιλιετίας αναγνώστης του ποιητικού λόγου, της πεζογραφίας της κριτικής γραφής. Ο χρόνος κυλάει με υπερβολικά μεγάλες ταχύτητες παρασέρνοντας πρόσωπα και έργα, καλλιτέχνες και δημιουργούς, αξίες και κανόνες στο πέρασμά του. Αναθεωρούνται τα πάντα, το πνεύμα και τα λεχθέντα των πάντων. Αμφισβητούνται, απορρίπτονται, πετιούνται στο καλάθι των αχρήστων από τις νεότερες ηλικίες που, όπως φαίνεται, δεν «χρειάζονται» έργα και σταθερές, καλλιτεχνήματα και κανονιστικές φωνές της ποίησης και της λογοτεχνίας οι οποίες δομούσαν την δική μας ζωή, αυτή των γενεών μετά το 1974. Φιλοδόξησα να διασώσω ότι μπορώ και αντέχω με τις ισχνές μου τεχνικές (του ηλεκτρονικού υπολογιστή) δυνάμεις επαναφέροντας στην επιφάνεια του σημερινού χρόνου ότι με και ίσως μας, συγκίνησε τις προηγούμενες δεκαετίες, μας επηρέασε και ενδεχομένως να λησμονήθηκε από τις νεότερες γενιές. Όχι σαν ένας επικήδειος της αντιγραφής λόγος αλλά σαν ένας τρόπος ζωής και ανάγνωσης.  Έργα και Πρόσωπα τα οποία δόμησαν τις ζωές μας και τις σχέσεις μας. Αφιλοκερδώς και ελεύθερα για τον καθένα και κάθε μία σε πρόσβαση και αντιγραφή. Να μεταφέρω συγκινήσεις και αισθήσεων στιγμές, ποιητικής ανάγνωσης ευφορία, που μπορεί και να μην νιώσαμε σε ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο, σε μια αίθουσα διδασκαλίας, στις σελίδες ενός περιοδικού που κυκλοφόρησε με χορηγία ενός εκδοτικού οίκου, σε μία παλαιότερη παρακολούθηση μιας ομιλίας. Αυτή την εκ νέου απόλαυση συνεχίζω δίχως να γνωρίζω τι πετυχαίνω, σε ποιους απευθύνομαι, και για πόσο. Τι αναζητούν και τι ξεχωρίζουν, τι δανείζονται και τι απορρίπτουν οι αναγνώστες της ιστοσελίδας από τις πέντε ηπείρους. Τροφοδοτώ με πληροφορίες και στοιχεία και όποιος αθλητής της φιλαναγνωσίας αντέξει.

     Η γραφή, ο γραπτός λόγος, (η αποτύπωση της προφορικότητας της ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας) είναι μια βιωμένη αλήθεια της ύπαρξης, μια τυπωμένη μαρτυρία των πολλαπλών τραυμάτων του βίου των ανθρώπων με τα σύνεργα του τυπογραφείου. Η λύση ίσως του αινίγματος της ύπαρξης μέσα στις λευκές σελίδες των βιβλίων και όχι ένα ακόμη παιχνίδι της γλώσσας που ανάλογα με τα εκφραστικά και άλλα εφόδια του καθενός και κάθε μίας αποτυπώνονται, με τα αντίστοιχα συμφραζόμενα της σκέψης. Χαράσσονται πάνω στην πέτρα, σμιλεύονται στο μάρμαρο,  αφήνουν τα ίχνη τους στον πάπυρο, το κομμάτι φλούδας δέντρου που μεταποιείται σε χαρτί προς βρώση, όπως θάλεγε και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Η ζωή σε ζωή χαράσσεται και ζει εκ νέου. Ο ξινός λόγος είναι κατάκτηση ελευθερίας του ανθρώπινου ζώου και όχι δέσμευση του. Η γλωσσική περίσσια του ανθρώπου, όσο χαρισματικός και αν είναι, δεν δύναται να αντικαταστήσει το ίδιο το φαινόμενο που μας αποκαλύπτεται ως Ζωή. Ως θαύμα, ως ανάσα, ως περιπέτεια, ως αποτυχία ή επιτυχία, ως επικοινωνία, ή ερημία, ως λυγμός, ως ανοικτό τραύμα. Η γλώσσα της γραφής και μάλιστα της κριτικής, έχει την δική της κάθε φορά αυτοαναφορικότητα, αποτελεί ένα από τα λήμματα της ακοινωνησίας μας ή των συλλογικοτήτων μας. Είναι μια άλλη λειτουργία της σκέψης καθώς αντιμάχεται τα ένστικτα. Οι πρόγονοί μας, τα ζώα, με την οσμή, την όραση, τις άλλες τους αισθήσεις έρχονται σε επικοινωνία μαζί μας, νιώθουν τον κίνδυνο ή την σιγουριά, την ασφάλεια, την φροντίδα τους από εμάς. Το δίποδο ζώο ο άνθρωπος, είτε είναι θεούμενο είτε γραμματιζούμενο, είτε ά-γραμματιζούμενο, χρειάζεται ή καθοδηγείται από την κοινωνία και τους θεσμούς της, να ζητήσει τις λύσεις των αδιεξόδων επικοινωνίας του μέσω της γραφής, της γλώσσας που μετατρεπόμενη σε Μύθο δηλαδή Σύμβολο, γίνεται Λόγος. Δηλαδή, Διάλογος. Αυτό είναι η Τέχνη. Ένας διάλογος που δεν γνωρίζεις αν ακούγεται, μεταφέρεται, ενστερνίζεται, απορρίπτεται, ψιθυρίζεται, συνεχίζεται. Αυθόρμητα ή κάτω από τον κοινό εκπαιδευτικό μανδύα πολιτισμού, προβαίνοντας σε μυριάδες αλληλοπεριχωρήσεις μέσα στους αιώνες του χρόνου και της ιστορίας. Θέλω να πω, μήπως και η τέχνη και  σε αντιστοιχία και η κριτική της, δεν είναι παρά ένας ακόμα τρόπος προσαρμογής του άλογου όντος σε ένα σύστημα κοινωνικών πολιτισμικών αναφορών και προθέσεων που μας δίδαξαν να αποδεχόμαστε ως έλλογο παρόν πολιτισμικής συμβίωσης και πολυφωνικής ετεροφωνίας για να γίνουμε αποδεκτοί, αρεστοί; Καθώς ο Κερδώος πάντα Ερμής στέκει από ψηλά χαμογελώντας σε όσους κρατούν το λυχναράκι τους αναμμένο μέσα στο σπήλαιο και σκαλίζουν τα γράμματα της αλφαβήτου πάνω στον πάπυρο της μνήμης, ενώ οι Θεοί διασκεδάζουν με νέκταρ και αμβροσία κοιτώντας μας σιωπηλοί και ανέκφραστοι, άλαλοι, αινιγματικοί. Ακούγοντας τους θορύβους των Βαβελικών γλωσσών μας να πλημμυρίζουν την φύση και να γεννούν νέες σιωπές που ο άνθρωπος προσπαθεί να τις κατανοήσει , ερμηνεύσει και πάλι με την γραφή. Λες και ο Θάνατος αν περιγραφεί παύει να είναι Θάνατος. Γραφή, μία ακόμη περιπέτεια Θανάτου. Μία ακόμη αγλωσσία της γλώσσας.

    Δεν θα μπορούσαμε εμείς οι αναγνώστες του πρώτου σημειώματος για τον Πειραιώτη πανεπιστημιακό δάσκαλο κύριο Βρασίδα Καραλή, να κατανοήσουμε τον τρόπο της σκέψης του, τον δαίδαλο των ιδεών του, την συλλογιστική του, αν δεν διαβάζαμε παράλληλα με την αποδελτίωσή του στο περιοδικό «Διαβάζω» και δικά του κείμενα. Κείμενα και βιβλιοκριτικές οι οποίες μας φανερώνουν την προσωπική του ωρίμανση μέσα στον ατομικό του χρόνο. Στην πρώτη γνωριμία μας κατά’ εξαίρεση, αποφάσισα να δημοσιεύσω μία κριτική που είχε γράψει ο κύριος Καραλής για μελέτημά μου πριν χρόνια και είχε δημοσιευθεί στο ως άνω περιοδικό. Έκανα μια «κατάχρηση» σε ένα σημείωμα από τα τόσα που έχω δημοσιεύσει, για δική μου εκδοτική εργασία. Όμως η σκέψη και το αξιακό αναγνωστικό σύστημα του πειραιώτη κριτικού φαίνεται στην κριτικογραφία του, την αρθρογραφία του και τα κείμενα εκείνα δημοσίευσε τα οποία μας μιλούν για τους γενικούς κανονισμούς και το πλαίσιο που οφείλει να έχει (να κινείται ή περιστρέφεται) η σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία ή κριτικογραφία στην προσπάθειά της να έρθει σε επικοινωνία με τις άλλες πολιτισμικές παραδόσεις λαών και να ανοίξει έναν ουσιαστικό διάλογο με αυτές. Η ελληνική γλώσσα να συνομιλήσει με τις άλλες γλώσσες όπως δεν κάνει το ελληνικό κράτος και η πολιτεία εδώ και δεκαετίες, στο διπλωματικό πεδίο. 

Δύο κείμενα που δεν έχουν μάλλον «άμεση» σχέση με την κρίση ενός βιβλίου, είναι εκείνο στο τεύχος 411/10, 2000, σ.29-32, «Το μετέωρο σώμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας» ένα άρθρο τολμηρό και οξύ στην συμπερασματική του διαπίστωση, που μάλλον, και έπειτα από 22 χρόνια (από τη δημοσίευσή του) γίνεται αποδεκτό σε επιμέρους του σημεία όχι όμως ίσως, στον γενικό του ερμηνευτικό σχεδιασμό, επίκαιρο. Αν δεχτούμε αξιωματικά ότι αν μια ποίηση ή πεζογραφία κατορθώνει να κοινωνήσει εντός της επικράτειας του έθνους που την γέννησε, αν γίνεται αποδεκτή από την μεγάλη μερίδα των ελλήνων αναγνωστών, (στην δεδομένη περίπτωση) τότε έχει πετύχει τον στόχο της και ας μην άνοιξε διαύλους επικοινωνίας με τις άλλες λογοτεχνίες της Δύσης. Δεν κατανοώ δηλαδή γιατί ο Στρατής Δούκας, ο Ηλίας Βενέζης, ο Στράτης Μυριβήλης συγγραφείς οι οποίοι καταγράφουν τις περιπέτειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, απεικονίζουν το δράμα των ελλήνων προσφύγων από τα εδάφη της Ιωνίας υπολείπονται ή είναι επαρχιώτες σε σχέση με έναν σύγχρονο μετανάστη πεζογράφο ο οποίος θα κρατήσει ημερολόγιο και θα καταγράψει το δράμα της δικής του προσφυγιάς; Το δράμα και η δραματικότητα των σκηνών είναι το ίδιο και τότε και σήμερα. Γιατί είναι αποδεκτότερη η συγγραφική φωνή του Τσαρλς Ντίκενς σχετικά με την παιδική εργασία και εξαθλίωση και όχι αυτή της καταγραφής από τον Δημοσθένη Βουτυρά ή τον Πέτρο Πικρό και άλλους έλληνες συγγραφείς; Επειδή δεν ενδιαφέρθηκε κανένας ξένος σκηνοθέτης του Χόλιγουντ να γυρίσει ταινία τα έργα τους; Και γιατί θα προκαλέσει περισσότερο ενδιαφέρον η κινηματογραφική αναπαράσταση της ζωής μιάς συμμορίας της Νέας Υόρκης, ενός γκάνγκστερ, και όχι η κινηματογραφική απόδοση ενός έργου του Φώτη Κόντογλου, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Εμμανουήλ Ροϊδη, του Γεωργίου Βιζυηνού στο διεθνές κοινό. Γιατί τέλος θα πρέπει-εξαιτίας της γλώσσας-το ελληνικό κοινό να ζητήσει να έρθει σε επικοινωνία με τα ξένα δημιουργήματα και όχι και το αντίθετο. Ο άγγλος ή ο αμερικανός μέσος αναγνώστης έχει διαβάσει, γνωρίζει, περισσότερα για την δική του λογοτεχνική παράδοση από ότι ο μέσος έλληνας για την δική του; Ζήτησε ποτέ ο Ευρωπαίος δημιουργός να κοινωνήσει με τα έργα σύγχρονων ελλήνων μυθιστοριογράφων; όχι με τον λόγο των αρχαίων ελλήνων αλλά με έλληνες δημιουργούς της εποχής μας. Θεωρούν τον εαυτό τους επαρχιώτες,  (οι Ευρωπαίοι αυτοί,) δεν νομίζω; Λόγια ενός έλληνα μη ειδικού, φιλαναγνώστη σίγουρα, ο οποίος αισθάνεται την ίδια χαρά όταν διαβάζει Πιέρ Ζαν Ζουβ και Οδυσσέα Ελύτη. Κωστή Παλαμά και Κόμη Λοτρεαμόν. Κωνσταντίνο Π. Καβάφη και Πωλ Βερλαίν. Όμηρο και Βιργίλιο. Ιάκωβο Καμπανέλλη και Μπέρτολτ Μπρεχτ. Ανδρέα Εμπειρίκο και όχι Τσαρλ Μπουκόφσκι. (Τον ποιητικό του λόγο ευχάριστα, τον πεζό του όχι).  Του αρέσουν τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή ή του Πέτρου Μάρκαρη όπως και της Άγκαθα Κρίστι.Παρακολουθώ εξίσου ευχάριστα παλαιό ελληνικό κινηματογράφο και παλαιές ταινίες του ευρωπαϊκού νεορεαλισμού. Το πεδίο συγκίνησης είναι κοινό. Η ανθρώπινη μαρτυρία επίσης.  Δεν είναι η Χολιγουντιανή εκδοχή της ζωής και επικοινωνίας των καιρών μας και των καθημερινών συνήθειών μας. Η εικονική πραγματικότητα της ζωής, η τσοντοειδή ροή των ειδήσεων ως τρόπος ζωής. Μύθος η Μέριλιν Μονρόε, Μύθος και η Αλίκη Βουγιουκλάκη. Μύθος η Λίζα Μινέλι, Μύθος και η Ρένα Βλαχοπούλου. Μια «προπαγάνδα» τρόπου ζωής ενός υλιστικού συστήματος, που, μάλλον, θέλει να μας κάνει να νιώσουμε μειονεκτικά αν δεν μπορούμε να αποκωδικοποιήσουμε τα μυστικά των βαθυστόχαστων ποιητικών και πεζογραφικών φωνών του δυτικού ή ανατολικού ημισφαιρίου, (συγγραφέων βουτηγμένους στα βαρβιτουρικά) ενώ απολαμβάνουμε την τρυφερή φωνή του Κώστα Κρυστάλλη, του Γιώργου Κοτζιούλα, του Τάσου Λειβαδίτη, του Νίκου Εγγονόπουλου, περισσότερο από έναν πίνακα του Γουόρχολ, με τα δεκάδες κουτάκια. Γελάμε με τους στίχους του Γεωργίου Σουρή όπως και με τις ατάκες της Γεωργίας Βασιλειάδου, ενώ παράλληλα χαιρόμαστε τις ταινίες του Σαρλώ. Χαιρόμαστε με τα χρονογραφήματα του Φορτούνιου (Σπύρου Μελά) και διαβάζουμε τα αμερικάνικα δοκίμια του Έμερσον. Και ευχόμαστε να τα χιλιάσουν οι σκιτσογραφικές φωνές του Αρκά και του Κυρ, ενώ δεν παρακολουθούμε τα συντηρητικών εκδοχών σήριαλ «φιλαράκια».

     Το δεύτερο αξιοσημείωτο μελέτημα που δημοσίευσε ο κύριος Καραλής πριν 21 χρόνια, είναι αυτό που αντιγράφω στο παρόν. Ένα κείμενο μοντέλο κριτικής που αν δεν κάνω λάθος, δεν έχει εξετασθεί έκτοτε, στην διάσταση και το εύρος που ο κύριος Καραλής θέτει το ζήτημα. Για την προϊστορία του ζητήματος, «για την νεοελληνική λογοτεχνική κριτική και την ιστορίας της» να θυμίσουμε δύο ενδεικτικούς τίτλους έργων. Την τρίτομη έκδοση «Ανθολογία Νεοελληνικής Κριτικής» του συγγραφέα και εκδότη Γιάννη Γουδέλη των εκδόσεων Δίφρος, Αθήνα 1991, ένα έργο υποδομής ακόμα και σήμερα αξεπέραστο, και τον τόμο «Τα Δοκίμια των Ελλήνων» του ποιητή και εκδότη Κώστα Ε. Τσιρόπουλου, εκδόσεις Αστρολάβος Ευθύνη 2002. Τα δύο αυτά έργα,στην εποχή τους, αλλά ακόμα και σήμερα, αποτελούν μια πλούσια και επαρκή γνωριμία μας με έλληνες και ελληνίδες που ασχολήθηκαν με την λογοτεχνική κριτική και τον δοκιμιακό λόγο. Από τον νεοελληνικό διαφωτισμό μέχρι των ημερών μας. Η πραγματεία του κυρίου Καραλή για την συγγραφή μιας «νεοελληνικής λογοτεχνικής κριτικής και της ιστορίας της» είναι ενδιαφέρουσα σαν μια εκ νέου μαρτυρία- εποπτεία του προβλήματος που τίθεται από έναν νεότερο σε ηλικία έλληνα κριτικό πολυφωνικών και πολυπολιτισμικών προθέσεων και προδιαγραφών γραφής και εκπαιδευτικών προτεραιοτήτων. Είναι εύστοχα και εύλογα τα ερωτήματα που θέτει και οι επισημάνσεις του. Το κείμενο αποτελεί ένα ανοικτό πεδίο έρευνας και διεργασιών για κάθε ενδιαφερόμενο. Να θυμίσουμε μόνο την περίπτωση του έλληνα λαογράφου Ηλία Πετρόπουλου και τα βιβλία που εξέδωσε, τα κείμενα που δημοσίευσε όχι μόνο για τα Ρεμπέτικα τραγούδια αλλά και την ζωή και τις ατομικές συνήθειες και πρακτικές των λεγόμενων «περιθωριακών» ομάδων. Ομάδων και φωνών που μας διασώζει στην Αυτοβιογραφία του ο Μάρκος Βαμβακάρης, στο μυθιστόρημά του «Το τάμα της Ανθούλας» ο ποιητής του μεσοπολέμου Ναπολέων Λαπαθιώτης και άλλες του μεσοπολέμου συγγραφικές και στιχουργικές φωνές. Όμως, ο Μήτσος Παπανικολάου θα μείνει στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων σαν ένας ποιητής και καλός κριτικός και όχι επειδή κάπνιζε διάφορα και έφυγε από αυτά. Όπως και ο Βασίλης Τσιτσάνης για την «Συννεφιασμένη Κυριακή» του. Όσον αφορά τους μετανάστες, διαβάζουμε σκόρπια αρκετά ποιήματα ελλήνων ποιητών για το μεταναστευτικό πρόβλημα, κυκλοφορούν επίσης πεζογραφήματα Αλβανών μεταναστών που έζησαν ή ζουν στην Ελλάδα και κατέγραψαν τις προσωπικές τους ιστορίες. Εκείνο ίσως που λείπει, είναι ένας συγγραφικός λόγος για τους Τούρκους που έζησαν και μετά το 1821 στην Ελλάδα. Όπως πάλι και η περίπτωση των Αρμενίων (πέρα από τις εργασίες του Κούλη Αλέπη για την Αρμενική ποίηση) των Καθολικών Ελλήνων και τι προβλήματα αντιμετώπισαν σε ένα Ορθόδοξο καθαρό και συμπαγές περιβάλλον, (αν αντιμετώπισαν και πως αφομοιώθηκαν) των Παλαιοημερολογιτών, των Μαρτύρων του Ιεχωβά, των Ευαγγελιστών κλπ. Στον Πειραιά υπάρχει κτήριο-εκκλησία του Ευαγγελικού δόγματος, και όλοι μας γνωρίσαμε αγαπημένη εκδότρια και ποιήτρια η οποία σπάζονταν η ίδια και η οικογένειά της την ευαγγελική εκκλησία, ή τις δύο σημαντικές σε προσφορά εκπαιδευτική και κοινωνική των Καθολικών Σχολίων της πόλης. Όσο για τα δύο περιοδικά τα οποία μνημονεύει, το «Σήμα» (αυτό το ολιγοσέλιδο μεγάλου σχήματος περιοδικό) και το «Αμφί», θα προσθέταμε και το «Ιδεοδρόμιο» και τις εκδόσεις «Κούρος» του Λεωνίδα Χρηστάκη, περιοδικά τα οποία αποτελούν ένα ξεχωριστό πεδίο έρευνας ανοιχτό ακόμα και σήμερα και προς συζήτηση. Η περίπτωση του «Αμφί» όπως και του περιοδικού «Λαβρύς» αποτελούν μια ξεχωριστή και ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν υπάγονται στα καθαρώς λογοτεχνικά περιοδικά Ο αριστερός και ακτιβιστής ποιητής και μεταφραστής, συγγραφέας Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, μαζί με την πρώτη μικρή ομάδα που ίδρυσαν το ΑΚΟΕ κοίταξαν πρωτίστως να αγωνιστούν και να παλέψουν, να ακουστεί η φωνή των ομοφυλόφιλων και πέρα από τα στενά όρια του τότε κατεστημένου ελληνικού περιβάλλοντος της ελληνικής κοινωνίας και πολιτείας. Το βιβλίο που κυκλοφόρησε κατόπιν για την ιστορία του "Αμφί", δεν είχε τις προδιαγραφές μιας σφαιρικής εξέτασης, ανάλυσης και ευρετηρίασης της ύλης και θεματικής του. Των ιδεών που διακινήθηκαν στις σελίδες του και τις θέσεις των τότε διανοουμένων μα και, απλών ελλήνων. Είναι τόσο πολύμορφο και πολυδιάστατο το υλικό του σε ελληνικά και ξένα δημοσιεύματα και συμμετοχές, που χρειάζεται ειδική κοινωνιολογική και ιστορική έρευνα και ματιά ώστε να φωτιστούν όχι περιπτώσεις ατόμων όσο καταστάσεις, συνήθειες, πρακτικές συνόλων και εκδηλώσεις ομάδων εκείνων των δεκαετιών και των κοινωνιών σε ελληνικό και διεθνές επίπεδο. Η κίνηση των ελλήνων αυτών και η έκδοση του περιοδικού σε συνάρτηση με τα διεθνή κινήματα και αγώνες. Πολιτικούς και κοινωνικούς. Δυστυχώς το πείραμα της έκδοσης δεν επιχειρήθηκε ξανά., παρά τα πολλά τεύχη που κυκλοφόρησαν και τις απαγορεύσεις που υπέστη το περιοδικό. Από έλλειψη ενδιαφέροντος-σταμάτησε η έκδοση-από τις ίδιες μειονοτικές ομάδες που και τότε, το ακολούθησαν και το αγόραζαν ή υποστήριξαν ελάχιστοι. Για να μην ξεχνιόμαστε και το "παίζουμε" επαναστάτες εκ των υστέρων και ακτιβιστές των τηλεοπτικών καναλιών. Όπως και οι υπόλοιποι έλληνες και ελληνίδες ετεροφυλόφιλοι, έχοντας τα δικά τους προβλήματα και ανησυχίες, κουβαλώντας τα δικά τους ατομικά αδιέξοδα, οι έλληνες ομοφυλόφιλοι ενσωματώθηκαν στο «σύστημα» ή έγιναν «τηλεπερσόνες» στα διάφορα τηλεοπτικά πάνελ των μεταγενέστερων δημοσιογραφικών καιρών. Από την άλλη, ο μέχρι πρόσφατα δημοσιογραφικός λόγος του ποιητή και κοινωνιολόγου αγαπητού μας κύριου Γιώργου Βέλτσου, οι Σαιξπηρικές και όχι μόνο σύγχρονες νεοελληνικές μεταφράσεις αρχαίου λόγου του συγγραφέα Γιώργου Χειμωνά μας δίνουν οσμές και ωσμώσεις φωνών ατόμων που «ανήκουν» σε αυτό που ο αμερικανός αντιψυχίατρος Τόμας Τζαζ ονομάζει «οριακή προσωπικότητα». Σίγουρα, ο Κλεάνθης Γρίβας, δεν μπορεί μάλλον να «παίξει» τον ελληνικό ρόλο του Μισέλ Φουκό. Ο ποιητικός λόγος όμως του Ρώμου Φιλύρα είναι ακόμα παρόν.

Ας διαβάσουμε ξανά το μελέτημα του κυρίου Βρασίδα Καραλή και ας αναστοχαστούμε πάνω στα ερωτήματα που μας θέτει. Ούτως ή άλλως, όπως ο ίδιος σημειώνει, τα πάντα είναι θέμα μιας ανοιχτής συνομιλίας μεταξύ μας. Εκ νέου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Πέμπτη 20/1/2022                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου