Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2022

Πολυκριτική για την ποιητική παρουσία του Τάσου Λειβαδίτη

 

         Ο λυρικός λυγμός ενός Κύκνου της Ελληνικής Ποίησης    

      Σταχυολόγηση κριτικών για την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη

                «και, ως έοικε, των κύκνων δοκώ φαυλότερος υμίν είναι την μαντικήν, οι επειδάν αίσθωνται ότι δει αυτούς αποθανείν, άδοντες και εν τώ πρόσθεν χρόνο, τότε δή πλείστα και κάλλιστα άδουσι, γεγηθότες ότι μέλλουσι παρά τον θεόν απιέναι ουπέρ εισι θεράποντες.»

                      ΠΛΑΤΩΝ, ΦΑΙΔΩΝ (ή περί ψυχής)

           Τάσος Λειβαδίτης, «Οι γυναίκες μ’ τ’ αλογήσια μάτια» Αθήνα χ.χ. σχ.16, σ. 36

Του ΚΩΣΤΑ  ΠΟΡΦΥΡΗ Περιοδικό ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ  ΤΕΧΝΗΣ έτος Ε΄, τόμος Θ΄, τχ. 52/4, 1959, σ. 235

      Πλακέτα μ’ ένα μεγάλο Ποίημα, που σημειώνει ο ποιητής πώς είναι το πρώτο από μιά σειρά ποιημάτων με τον γενικό υπότιτλο «Εισαγωγή στη νεοελληνική μυθολογία». Μερικοί στίχοι:

Κι ύστερα ήρθαν οι νύχτες, εκείνες οι σκοτεινές

οι κατασκότεινες, νικημένες νύχτες.

Κανείς δεν γνώριζε τον άλλον, οι πόρτες κλείνουν,

νύχτες ατέλειωτες…..

--

                               Κ Α Β Α Φ Η Σ

Νύχτες ακόλαστες, πιοτά, σφοδρά συμπλέγματα, γιγάντιες

σα θόλοι ναού, ηδονές. Κι άγνωστες, περ’ από κάθε πρόσχημα,

τραχειές, σαν νίκες, αμαρτίες.

Και το πρωί επέστρεφε μόνος κ’ εξαντλημένος κι ώριμος

κομίζοντας, σα μιά καινούργια αγνότητα, το νέο αμαρτωλό του ποίημα., σελ. 173

--

      Τάσος Λειβαδίτης, Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια

Του ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ Περιοδικό ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΕΠΟΧΗ, τ, 16/Χειμώνας 1959, σ. 275-276

       Ο Τάσος Λειβαδίτης, ποιητής των συλλογών «Συμφωνία αριθμός ένα» και «Οι γυναίκες με τα αλογήσια μάτια». Η τελευταία αυτή συλλογή, μας λέει πώς μπορεί να πάρει το ρυθμό και το ανάδομα ενός εκρηκτικού ποιήματος μιά ερωτική ιστορία με σκοτωμούς και νεκροτομεία, μιά απ’ αυτές τις ανατριχιαστικές ρεαλιστικές ιστορίες πού ενδιαφέρουν περισσότερο την αστυνομική φιλολογία. Το χνώτο της μέτριας καθημερινής ζωής, της ζωής των πόλεων, δίνει κάτι το δραματικό στη συλλογή αυτή. Γενικά, ο Λειβαδίτης εμπνέεται από τη ζωή σαν κοινωνικό φαινόμενο, είναι ένας ποιητής «σιταντέν» με ρωμαλέο ύφος, όχι όμως πάντοτε καθαρά ποιητικό, αφού συχνά, συχνότατα, προστρέχει στην πρόζα και με τα γραφικά της στοιχεία ζυμώνει.

--

ΑΓΝΗ ΣΩΤΗΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ-ΣΧΙΝΑ

    «Πικρή βλάστηση»

  Όταν η ΑΓΝΗ Σωτηροπούλου κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο «Μιά γυναίκα μονάχη» (1963), εγώ προσωπικά είπα: «η ποίησή μας απέκτησε κι έναν θηλυκό Καβάφη». Κι ειδικά τον Καβάφη της πιο ιδιωτικής του ζωής.

      Κι εδώ το ίδιο παράπονο, ή μάλλον ή ίδια απελπισμένη βδελυγμία για τα γηρατειά, το πέρασμα του χρόνου, το τέλος της ωραίας, νεανικής μας ευφορίας. Ακόμα κι οι εκφραστικοί τρόποι, χωρίς να μοιάζουν, ήταν συγγενείς. Δραματική αφήγηση χωρίς παρεμβάσεις, τρομαχτική λιτότητα, εγκατάλειψη κάθε «ποιητικού» μέσου, για ν’ αναδειχτεί γυμνή η αληθινή ποίηση: που δεν είναι παρά η εξομολόγηση μας. Άλλοτε με την απρόσωπη, (γιατί καμιά φορά είναι τόσο οδυνηρό να μιλάς για τον εαυτό σου)-την απρόσωπη έκφραση ενός χρονικογράφου, σαν τον Καβάφη, κι άλλοτε με το εγωϊστικό παραλήρημα (γιατί καμιά φορά είναι τόσο απαραίτητο να μιλάς για τον εαυτό σου), σαν το Ρεμπώ.

     Στο σημερινό της βιβλίο «Πικρή Βλάστηση» η ποιήτρια θέλησε να ευρύνει τους ορίζοντες της. Να καλλιεργήσει κι άλλα λουλούδια στον κήπο της. Αλλά δικό της, κατάδικό της παραμένει πάντοτε το ματωμένο ρόδο του ερωτισμού. Και της οδύνης για τον χρόνο που έφυγε:

                «Ά, πόσο σάρκα γέρασες

                πόσο κορμί μου έχεις αλλάξει

                μέσα στη νύχτα το φωνάζω…»

 

                «Θυμάμαι ούτε μιά λέξη

                δεν είχαμε ανταλλάξει

                τυφλή τον είχα ακολουθήσει

                (Πήγαμε για Πόρο ή Μέθανα ή

                Ύδρα)

                σκάλες στενές ατέλειωτες…

                Και μέσα σ’ αυτό το θαύμα

                μιά ερώτηση πληγή;

                Πόσο χρονών είσαστε,

                Τριάντα, είπα, χωρίς να το σκεφτώ…

Κι ακολουθεί η τραγική διάψευση. Όλα γκρεμίζονται-όπως στις αρχαίες τραγωδίες. Μήπως η πιό αρχαία τραγωδία δεν είναι εκείνη της φθοράς;

                «Στην κάμαρά μου ο παλιός καθρέφτης

                λαμπρός, γλυκός, ωραίος πρίν τις δεξιώσεις

                διακριτικός εν μέσω εορτών…

                Τώρα στην κάμαρά μου απλώς

                τον τοίχο να μου πιάνει…»

Κριτική ποίηση από τον ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ, εφημερίδα Η Αυγή 23/1/1977

--      

       Τάσος Λειβαδίτης, Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια

Του ΒΑΣΟΥ ΒΑΡΙΚΑ, Εφημερίδα Το ΒΗΜΑ 10/3/1959

    Δεν μπορώ να αντιληφθώ ποια σκοπιμότητα μπορεί να εξυπηρετεί η έκδοση της πλακέτας του Τάσου Λειβαδίτη Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια. Οι επανειλημμένες και πρόσφατες εμφανίσεις του ποιητή μας επέτρεψαν ν’ αντιληφθούμε τα πλεονεκτήματα και τις αδύναμες πλευρές της ποίησής του. Ο Λειβαδίτης δεν στερείται ταλέντου. Φαίνεται όμως να ζει δέσμιος κάποιων παρεξηγήσεων σχετικά με τις επιδιώξεις της τέχνης και τα μέσα που την πραγματοποιεί. Δεν έχει απολυτρωθεί, σε ευδιάκριτο τουλάχιστον βαθμό, από τις παρεξηγήσεις αυτές και στο νέο του ποίημα. Είναι, όπως μας πληροφορεί, το πρώτο μιας σειράς που θα φέρει τον τίτλο «Εισαγωγή στη νεοελληνική μυθολογία». Γιατί όμως βιάστηκε; Ίσως η σειρά στο σύνολο της να δημιουργούσε διαφορετική εντύπωση στον αναγνώστη. Ο οποίος τώρα διαπιστώνει ότι τίποτε το νέο δεν έχει να του πει ο ποιητής. Από όσα τουλάχιστον είχε συναντήσει στα προηγούμενα βιβλία του. Κατά το πρότυπο των «συνθετικών» ποιημάτων αλλά και της τεχνοτροπίας του Γιάννη Ρίτσου (χωρίς όμως τη στιλπνότητα του στίχου και την υποβλητικότητα των εικόνων του ποιητή της Δοκιμασίας), Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια φιλοδοξούν ν’ αποκαλύψουν τη μόνωση και το αδιέξοδο του ανθρώπου, μιας κατηγορίας ανθρώπων, μέσα σε μια κοινωνία «εν αποσυνθέσει». Το ποίημα στο σύνολό του το βαραίνουν πλήθος αμεταποίητα στοιχεία. Και μονάχα επεισοδιακά συναντάς γνήσιες λυρικές και δραματικές νότες.

--

                   ΈΝΔΟΝ ΣΚΑΠΤΕ…

Γράφει ο ΤΑΣΟΣ ΒΟΥΡΝΑΣ, Εφημερίδα Η ΑΥΓΗ 19/6/1983, σ. 4

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: «Ο τυφλός με το λύχνο», ποιήματα, «Κέδρος» 1983

                 «….κι’ εγώ είμουν άρρωστος για Θεό» Τ. Λ.

     Κάθε παρουσία του Τάσου Λειβαδίτη στα γράμματά μας τα τελευταία χρόνια είναι και ένα σημαντικό φιλολογικό γεγονός. Αν ο ποιητής ζούσε σ’ άλλο τόπο και κάτω από άλλες πνευματικές συνθήκες οι διαδοχικοί αναβαθμοί της ποίησής του θα γίνονταν αντικείμενο εμπεριστατωμένων φιλολογικών μελετών και το έργο του θ’ αναλυόταν από ειδικούς ώστε να γίνει ευκολότερο κτήμα πολλών που αγαπούν την ποίηση, και ψάχνουν να βρούν, τη θύρα για να εισχωρήσουν στα μυστικά της και στους μηχανισμούς της δημιουργίας της. Όμως εδώ δεν συμβαίνει τίποτε.  Ο ποιητής φυγόκοσμος όπως είναι, ζώντας μακριά από την Τύρβη των πλεγμάτων των δημοσίων σχέσεων γύρω από το άτομό του και των μέσων της μαζικής ενημέρωσης, ολιγογράφος, ενδοστρεφής, αθόρυβος γύρω από την ποιητική του δημιουργία, καλύπτεται από αλλεπάλληλα στρώματα λησμοσύνης, πού τοποθετούν μοιραία πάντα στο έργο και το όνομα των μή θορυβούντων διάφοροι θορυβοποιοί του πνεύματος. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν αντιληφθεί ότι ένας από τους καλύτερους παράγοντες που προσπορίζει την επαφή με τη δημοσιότητα είναι οι καλές-ιδεολογικές ή κοσμικές-σχέσεις με τη δογματική Αριστερά, η οποία έχει την ευχέρεια να χρείει «πνευματικούς ταγούς» αδιακρίτως αξίας και να εξασφαλίζει τα εύκολα χειροκροτήματα  σε πρόσωπα που για να κερδίσουν αλλιώς πνευματικές δάφνες έπρεπε να μοχθήσουν ώσπου να ιδρώσουν αίμα, ενώ η κατάφαση και οι καλές σχέσεις με τη «γραμμή» εξασφαλίζουν φορτώματα από δάφνες, καλλιεργημένες με αφθονία στους αγρούς του δόγματος και που παρέχονται σε τόσο δαψιλές ποσότητες, σ’ όσους υποτάσσονται στις προτροπές  της ηγεσίας ώστε να εξασφαλίζουν στους ευτυχείς διακατόχους το στιφάδο μιάς ζωής….

     Ο Λειβαδίτης ανήκει στις τελειοποιημένες εκείνες συνειδήσεις που η ήττα της Αριστεράς και η σκληρή δοκιμασία του ιδεολογικού μοντέλου του υπαρκτού σοσιαλισμού κλόνισαν σοβαρά το παλιό του παιδικό όραμα για μιά άσπιλη, αμόλυντη και αναμάρτητη συμπαράταξη των ανθρώπων αποφασισμένων να ζήσουν ή να πεθάνουν. Ο παλιός αντιστασιακός ποιητής της νεότητάς του, ανθρωποκεντρικός και ουμανιστής, ολοένα συμπτύσσεται στους απρόσιτους εσωτερικούς του χώρους. Στο μεταξύ η ποίησή του αποκαθαίρεται από κάθε διακοσμητικό στοιχείο, από κάθε τι που την φαλκιδεύει και την εμποδίζει στον επώδυνο δρόμο της προς μιά λιτότητα που φτάνει ως την εκφραστική γύμνια, όπου όμως οι λέξεις ανακτούν την παρθενικότητά τους και το ειδικό βάρος τους, όταν εκφράζουν δυναμικά τις έννοιες, αναβαπτισμένες στην ποιητική του.

      Από το χώρο της Αντίστασης, της ήττας κατόπιν, ως το χώρο μιάς μεταφυσικής προσωπικής αναζήτησης όπου κινείται σήμερα, ο Λειβαδίτης εβάδισε με μιά συνέπεια, πού μπορεί εύκολα να ερμηνευτεί από το στοχαζόμενο πάνω σε κοινωνικές συντεταγμένες νου. Ο ποιητής δεν ανήκει στην κατηγορία των θεοαναζητητών ή εκείνων που έπλασαν ένα «Θεό» στα πνευματικά τους μέτρα, όπως ο Καζαντζάκης, πράξη που αντιστοιχεί σ’ ένα διανοητικό Αβδηριτισμό, όπου ο ενδιαφερόμενος φτιάνει τις κρήνες που του χρειάζονται και κατόπιν αναζητεί-αν το βρει-το νερό που θα τρέξει απ’ αυτές.

     Ο «Θεός» του  Λειβαδίτη είναι κάτι εντελώς διαφορετικό: είναι η ιδέα εκείνη πού ανακάλυψε τον πάσχοντα άνθρωπο, τον κοπιόντα και πεφορτισμένο κι όχι το αντίστροφο, δηλαδή το σχήμα των ιδεών που συγκροτήθηκε από τον άνθρωπο, όπως το γνωρίζουμε από την παράδοσή μας κι από την παγκόσμια θρησκειολογική παράδοση.

«Κύριε, τί θάκανες χωρίς εμένα; Είσαι η μεγάλη σιωπηλή άρπα κι είμαι το εφήμερο χέρι που ξυπνάει τις μελωδίες σου».

Κι αλλού:

«Κύριε, συγκατοικούμε αιώνες μέσα στην ίδια κάμαρα αλλά δεν μπορώ να ιδώ το πρόσωπό σου.

     Όμως σ’ ακούω να περπατάς βαρύς μέσα στις λέξεις μου, άπληστος να ξεπεράσεις τα όρια αυτού του κόσμου».

Ο «Θεός» του Λειβαδίτη έχει πολλές ομοιότητες με τα ταπεινωμένα και καταφρονεμένα πρόσωπα του μεγάλου εκείνου Ρώσου πλάστη ανθρώπινων συνειδήσεων του Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι. Είναι βασανισμένος, φυλακισμένος, εσταυρωμένος, εξόριστος, ζητιάνος, πεινασμένος, αλκοολικός, φρενοβλαβής. Οι ταπεινοί ασήμαντοι άνθρωποι και τα ευτελή αντικείμενα που οριοθετούν τις αναμνήσεις (ή και την ουσία ίσως;) στη ζωή αποτελούν το «Πιστεύω» του:

                Πιστεύω στα χαλασμένα ρολόγια γιατί μπορώ να τα φτύνω άφοβα.

                Πιστεύω στις  πέντε ηπείρους για τα ωραία χρώματά τους πάνω στο χάρτη.

Πιστεύω στις άδειες κάμαρες που ξεκλειδώνοντας βρίσκεις καμιά φορά τον εαυτό  σου.

Πιστεύω στους τρελούς την ώρα που προσεύχονται και στις μηλιές το βράδυ την ώρα πού συλλογιούνται.

Πιστεύω στα μικρά φτωχά ενθύμια της μητέρας μου και στην άσπιλη σύλληψη της Παρθένου.

Πιστεύω στη φωνή του ομπρελά που είναι μιά ολόκληρη χαμένη νεότητα.

Πιστεύω στα ωραία πουλιά που πετάγονται μέσα από τα πιό πικρά βιβλία.

Πιστεύω στο φίλο που συναντάς άξαφνα μέσα σ’ ένα παραμύθι.

Πιστεύω στο απίστευτο που είναι η πιό αληθινή μας ιστορία.

Πιστεύω στο φεγγάρι, όταν πέφτει στο πηγάδι για να μη φαίνεται, καθώς σκύβει να το δει η πλάτη του ραχητικού παιδιού.

Πιστεύω στα σκυλιά πού όταν γαυγίζουν σηκώνουν κεφάλι, σαν κάποιον να κοιτάζουν πού περνάει πιό ψηλά.

Αυτή η ανορθόδοξη ομολογία πίστεως σε καταστάσεις που χρειάζεται η μεσολάβηση του ποιητή για να συνειδητοποιήσουμε, δείχνει σε ποιές απυρόβλητες γωνίες της ψυχής αναζητάει ο Λειβαδίτης το Θεό του. Και θα ήθελα να είπω με όλη την ευθύνη που μου προσπορίζει ο λόγος μου ότι στο βάθος η δομή των ιδεών του ποιητή διατηρείται άφθορη στο  πέρασμα των χρόνων’ μόνο που διαλέγει καινούργια υλικά για να τις ξαναχτίσει:

«Καμιά φορά, ενώ είναι ησυχία, το σπίτι τραντάζεται άξαφνα, τα ποτήρια τρέμουν πάνω στο τραπέζι ένα κάδρο μετακινείται-και τότε σκέφτομαι πώς κάποιοι είναι έξω και βαδίζουν, είναι έξω και βαδίζουν προς νέες εποχές»

Ο Λειβαδίτης, όπως όλοι οι κορυφαίοι της δημιουργίας, μας εικονίζει πιστά τον ήρωά του στο σύντομο ποίημα «Αναμονή»:

                Ήταν ένας νέος ωχρός καθόταν στο πεζοδρόμιο χειμώνας, κρύωνε’ «Τί περιμένεις»      του λέω, «Το άλλο αιώνα» μου λέει.

                Και χιονίζει ήσυχα-ήσυχα, όπως πάνω σ’ ένα τάφο»…

--

                ΓΡΑΜΜΑΤΑ  ΣΤΟΝ ΥΠΟΝΟΜΟ

Οι απελπισμένοι δε φοβούνται τα μεγάλα λόγια

έτσι θα ‘ρθει ο καιρός που θ’ ανοίξω το παράθυρο και θα

                χαιρετήσω τα χαμένα καράβια

«για ποιό ταξίδι ονειρευτό» όπως έλεγε νέος, σχεδόν παιδί, ένας

                φίλος μου ποιητής-

ά, ζήσαμε μεγάλα χρόνια, όμως πράγματα ασήμαντα μας πέθαναν

κι αυτό το ωραίο όνειρο μας πήγε τόσο μακριά που δεν ξαναβρήκαμε

                το δρόμο

με τα ρολόγια σταματημένα στη μοναδική ώρα: την ώρα πού

                αργήσαμε

κι ο ταχυδρόμος που κουράστηκε κι έριξε όλα τα γράμματα στον

                υπόνομο,

ίσως εκεί να ήταν η απάντηση κι εγώ γιατί δεν γυρίζω πίσω, ποιος

                με κρατάει σ’ αυτήν την ηλικία

γράφοντας μακροσκελή ποιήματα σαν παρατεταμένα σινιάλα

                στην υστεροφημία

κι αν φοβάμαι τη νύχτα δεν είναι οι τύψεις ή τα φαντάσματα αλλά

                αυτή η απειλητική ευωδία των ρόδων που ερημώνει τα προάστια-

πρέπει να ‘σαι, προικισμένος για τη δυστυχία…., σελίδα 1.

--

                 Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ

Του ΤΑΣΟΥ ΒΟΥΡΝΑ, Εφημερίδα Η ΑΥΓΗ 29/12/1976, σ.4 (στην στήλη ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ)

     («Βιολί για μονόχειρα» συνθετικό ποίημα, «Κέδρος» 1976)

     Μιλώ για τον Λειβαδίτη με την προϋπόθεση ότι αναφέρομαι στην περίπτωση ενός από τους τρείς-τέσσερις κορυφαίους ζώντες ποιητές των ημερών μας. Είναι ένας πολυδιάστατος και συνεχώς ανανεούμενος ποιητής, ένας αγωνιώδης αναζητητής μιάς ολοένα καινούργιας έκφρασης, ο δημιουργός που πασχίζει να πραγματώσει εκείνον τον τρομακτικά σύγχρονο στίχο από τον «Ερωτόκριτο», που είναι άλλωστε και η ίδια η ουσία της τέχνης:

           «… για με ξαναγεννήθηκε

               η φύση των πραγμάτων…»

     Η ποιητική του συνεχώς αιφνιδιάζει. Μοιάζει με Παρτιζάνο, ο οποίος σε σημαδεύει κάθε φορά και από διαφορετική σκοπιά, ρυθμίζοντας το κλισιοσκόπιο του όπλου σε στίχους που δεν τους υποπτεύεσαι και  πού ωστόσο υπάρχουν μέσα σου, καθώς ανακαλύπτεις ότι ο ποιητής, πρίν σε σημαδέψει με τους στίχους του, έχει σχεδιάσει το περίγραμμα του στόχου άλλοτε στα στήθη μας όπου χτυπάει μιά ανυπόμονη καρδιά για να τους δεχτεί και άλλοτε στο κρανίο μας, όταν απευθύνεται  στη νόησή μας, χωρίς ελπίδα να πραγματωθεί το Σολωμικό σχόλιο που  απαιτεί το πέρασμα στην καρδιά όλων εκείνων που ο νους συνέλαβε.

     Είτε από τον ένα, όμως, είτε από τον άλλο δρόμο, από τους οποίους πορεύεται αιώνες τώρα η ποίηση, ο Λειβαδίτης προωθεί τα ποιητικά τους οράματα και τα πραγματώνει με το ρυθμό που ο ίδιος έχει προκαθορίσει, όταν σε μια άλλη φάση της ποιητικής του είχε γράψει τούτους τους στίχους:

                Η δημιουργία του κόσμου

                (δεν τέλειωσε ακόμη.

                Τα αποτελειώνουνε οι εργάτες κι οι ποιητές.

Ποιητής γνήσιος και ανεπανάληπτος, είτε μας  σκοπεύει με το λυρικό του ερωτικό λόγο, είτε με την οργή του αντιστασιακού, είτε ανατέμνει έναν κόσμο ηττημένο και σκληρό, γεμάτο μοναχικά και εξουθενωμένα πρόσωπα, είτε κατασπαράσσει τον ίδιο τον εαυτό του, το κάθε βιβλίο του, στα τελευταία χρόνια, είναι και μιά ολοένα πιό τελειοποιημένη ποιητική γραφή, που μας παρέχει την ευχέρεια να ιδούμε έκπληκτοι, πόσο το βάθος του κόσμου, στην ποίηση τουλάχιστο, είναι απύθμενο.

     Από τη «Μάχη στην άκρη της νύχτας» του 1952 ως το «Βιολί για μονόχειρα» του 1976 ο χώρος της ποίησης του Λειβαδίτη είναι πυκνός. Αλλά και στις πιό «τοποθετημένες» στιγμές του ουδέποτε υπήρξε στομφώδης ή μεγαλόστομος. Η ποίησή του είναι αντιηρωική, ή πιό δύσκολη, βέβαια, και η πιό υπεύθυνη πολιτική ποίηση. Από τη θητεία του στο χώρο της Αριστεράς, από τις φυλακές και τις εξορίες του, το πικρό κατακάθι της ήττας είναι εκείνο που βασανίζει τους στίχους του, σαν μιά ανελέητη ψιλή-ψιλή βροχή, που μουσκεύει την ψυχή του και ονειρεύεται «εκείνα τα μεγάλα, τ’ αποκαλυπτικά χρόνια, ανάμεσα στη βουή των τουφεκιών και τα τραγούδια και τα οράματα-χρόνια πιό παράφορα από τον έρωτα, βαθιά και γενναία σαν τη φιλία-τότε που σ’ όλα τα πρόσωπα άγγιζες την έγνοια της μητέρας σου, όταν ξυπνούσε τα βράδια κι ερχόταν στις μύτες των ποδιών να ιδεί αν ήσουν σκεπασμένος» («Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια», 1958). Στις λεηλατημένες από την σκληρότητα των ημερών αποσκευές του, μαζεύει τα ιερά απομεινάρια μιάς επικής εποχής πού την έζησε τρέμοντας για το μέλλον τους και τώρα τα προσωποποιεί και τις εναποθέτει στα γόνατα των κοπιώντων  και των πεφορτισμένων, όπως στον τραγικό χορό των γυναικών που υπηρετούν στα λαϊκά ξενοδοχεία της ηδονής, εκείνες τις σημαδεμένες από την μοίρα τους καμαριέρες, πού παίρνουν στους στίχους του διαστάσεις Εστιάδων: «Και οι τρείς μεσόκοπες καμαριέρες) απ’ αυτές με τα πολύπραγα, τρομερά χέρια) που πλένουνε, ξορκίζουν, σπαργανώνουν, αλλάζουνε νεκρούς) απ’ αυτές που οι ξέθωρες ταπεινές κουβέντες τους) είναι τα σκεπασμένα λόγια της μοίρας) που το πρόσωπό τους έχει το χρώμα της γης και η ταπεινοσύνη τους την αφθονία της γης) και ο παιδεμός τους τις αμαρτίες της γης) αυτές που μέσα στο φώς και τη γιορτή και το θρίαμβο) μυρίζονται μακριά) σα σκύλες) τυλίχτηκαν  ξάφνου μεσ’ στο σάλι τους μέχρι τα μάτια) όπως κάνουν χιλιάδες χρόνια τώρα οι γυναίκες) σαν είναι κάπου μεσ’ στον κόσμο να τρέξει αίμα.) Γιατί οι γυναίκες έχουν προαιώνιους) μυστικούς δεσμούς με το αίμα) αίμα της ήβης, αίμα της παρθενιάς, αίμα της γέννησης) και βλέπουν πώς τα λόγια στάζουν αίμα) λογχισμένα από τη δυσπιστία)και βλέπουν πως οι πράξεις τρέχουν αίμα) από τη δειλία αποκεφαλισμένες) αίμα στα χέρια, αίμα στις κούπες, αίμα στο ψωμί) αίμα για να γεννηθείς ) αίμα για να πεθάνεις) βαθύ σαν θαύμα ανθρώπινο αίμα» (Οι γυναίκες με τα αλογίσια μάτια).

      Μέσα σ’ αυτό το καθαυτό μητριαρχικό κλίμα της ποίησής του (που στοχάζομαι ότι αποτελεί τη σπονδυλική στήλη όλης της δημιουργίας του και όπου τα γυναικεία σύμβολα-μητέρα, αδελφή, γυναίκα, πόρνη-προβάλλουν μεγαλωστί μεγάλα) αναγνωρίζουμε όλοι τους αγώνες μας, τις νίκες μας, τις ήττες μας και τους νεκρούς μας με τη διαφορά ότι έχουμε την αίσθηση πως ατενίζουμε τον έναστρο ουρανό πίσω από τον ουράνιο θόλο-όπως βλέπει κανείς μιά σκηνογραφία από την ανάποδη μεριά της.

     Όλες οι οικουμενικού μεγέθους ιδέες που πίστεψε ο ποιητής και τους αφιέρωσε τη νιότη και την ωριμότητά του έχουν καταφύγει στα έγκατα των ανθρώπινων ψυχών και μόνο η ποίηση μπορεί να σύρει στην επιφάνεια, όπως το Λάζαρο ο Χριστός. Ο ποιητής τις ανασύρει και τις παραδίδει προς διαφύλαξη στα μοναχικά εκείνα άτομα, που πλάθει με τρεμάμενα χέρια, βέβαιος πώς δεν μπορούν να επιζήσουν στις μέρες μας σε χώρους αγοραίους, καθώς σαρώνονται από αντίξοους και σκληρούς ανέμους, όπου μπορείς μόνο να ψιθυρίσεις τη λέξη σύντροφος, όπου δεν συναπανταίνεις κανένα, όταν φαντάζει «η πόλη κουλουριασμένη σαν ένα μυστηριακό ζώο)με το σκοτεινό του τρίχωμα διάστιχτο από τα φανάρια των δρόμων» και που  οι νύχτες καιροφυλακτούν για να επιβεβαιώσουν και πάλι τη ζωή «μεγαλόστηθες σα μητέρες» (Καντάτα, 1960) και να γεννήσουν τα αύριο που θα τραγουδούν. «Γιατί, αλήθεια, όπως λέει και ο ποιητής –τι άλλο είναι λοιπόν η παντοδυναμία) από την απέραντη τούτη δίψα. Νάσαι τόσο πρόσκαιρος και να κάνεις όνειρα τόσο αιώνια».

     Στην ανέλιξη της ποίησης του Λειβαδίτη ήρθε μιά κρίσιμη για τη δημιουργία του στιγμή που αρχίζει μιά αντίστροφη μέτρηση στο χώρο και το χρόνο. Η ποίησή του αρχίζει να σκοπεύει  στο μακρινό παρελθόν, πίσω από τα χρόνια των ιδεολογικών ανακατατάξεων και την αντίσταση. Με ορόσημο τους «Τελευταίους» (1966) η ποίησή του διαγράφει μια αντίστροφη τροχιά προς τα χρόνια της εφηβικής αθωότητας και ο ποιητής μοιάζει ν’ αναζητεί με τα φλογισμένα χείλη του ένα μητρικό μαστό για να βυζάξει και πάλι τη ζωή απ’ την αρχική της ρίζα. Οι στίχοι του τώρα γεμάτοι τρυφερότητα και παιδικό κλάμα γίνονται «παράθυρα προς το παρελθόν» όπως οι φωτογραφίες των στίχων του είναι τα παράθυρα  που μας παρουσιάζουν ακινητοποιημένα το χώρο και το χρόνο που τον διανύσαμε ωστόσο κάποτε εντελώς αδιάφοροι, για να του προσφέρουμε σήμερα θυσία τα δάκρυά μας. Τώρα ο ποιητής με μιά καινούργια εντελώς γλώσσα (με την πιό γυμνή γλώσσα σε έκφραση και λυρικό πυρετό) κοιτάζει ως τα κατάβαθα της ψυχής του, με τον ίδιο τρόπο που κοιτάζουμε κάποτε το ιλιγγιώδες βάθος ενός βαράθρου γοητευμένοι, αλλά και τρέμοντας. Η ποίηση του Λειβαδίτη είναι γεμάτη πιά από οικογενειακά φαντάσματα του παρελθόντος, από φωνές χαμένων φίλων και συντρόφων, μιά αναδρομή σε μικρούς ατομικούς μύθους, που έρχονται να υπερκαλύψουν τις απέραντες εκτάσεις των ιδεών μιάς εποχής, όπως το κοντινό δέντρο μας κρύβει το δάσος.

     Ο «Νυχτερινός επισκέπτης» (1972), «Η σκοτεινή πράξη» (1974), «Ο διάβολος με το κηροπήγιο» (1975) και το τελευταίο του συνθετικό ποίημα «Βιολί για μονόχειρα» («Κέδρος» 1976) είναι τα σταδιακά ορόσημα μιάς στροφής του ποιητή, που χαρακτηρίζεται από το αιώνια βασανιστικό «ένδον σκάπτε», την παραίνεση-τιμωρία κάθε ανήσυχης και ανικανοποίητης ιδιοσυγκρασίας προς τον εαυτό της.

     Θα υπάρξουν σίγουρα, φίλοι της ποίησης του Τάσου Λειβαδίτη, συνηθισμένοι στους παλιότερους λυρικούς αντιηρωικούς αλλά και εξαγγελτικούς υψηλών ιδεών τόνους, που θα ξαφνιαστούν και με το τελευταίο βιβλίο του, όπως ξαφνιάστηκαν και με τα τρία προηγούμενα του από τα 1972 και μετά. Ίσως δυσκολευτούν να δεχτούν αυτά τα αλλεπάλληλα κύματα λυρικού λόγου, που δεν λογικοκρατούνται, αλλά έχουν και τον δικό τους ειρμό, που ταυτίζεται με τις διακυμάνσεις μιάς μεγάλης και εγρηγορούσας ποιητικής συνείδησης. Δύσκολη ποίηση, ομολογουμένως, αλλά συνταρακτική. Αυτή η σκληρή, άρρυθμη και άγρια μουσική, γεμάτη από σοφές και στριγγές παραφωνίες, οριοθετεί μια ολόκληρη εποχή πού σύντριψε ελπίδες και όνειρα, που αποτέφρωσε τις ανθρώπινες ψυχές στη χοάνη της βίας και ωστόσο, έδωσε καμουτσικιά στους ποιητές, εξαγριώνοντας την ψυχή τους και υποχρεώνοντάς την να τιναχτεί απάνω και να κουρελιάσει τις χάρτινες γιρλάντες των ψευδαισθήσεων ενός επαναπαυτικού παρελθόντος, για χάρη ενός πολυδιάστατου μέλλοντος.

     Η υπερηφάνεια των ποιητών είναι ό,τι καλύτερο μας μένει από τον παλιό κόσμο, «… Κάθομαι εδώ, πίσω από την πόρτα τυλιγμένος με το σκέπασμα του κρεβατιού) κρύβοντας τ’ αδέξιο πόδι μου, πού μ’ έβγαλε έξω απ’ τον κόσμο» (Βιολί για μονόχειρα, 1976). Είναι ο απάνθρωπος κόσμος των ημερών μας, που εξοστρακίζει τους ποιητές. Αλλά μέσα από τούτο το παιδικό παράπονο του δημιουργού, διακρίνονται οι εναγώνιες κεραίες του για μιά αδιάκοπη επαφή του, με την αέναα ανασκαπτόμενη ως τα έγκατά της ουσία της ζωής.

--

     ΔΥΟ ΔΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΕΚΔΟΧΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ

Του ΚΩΣΤΑ ΤΣΑΟΥΣΗ, εφημερίδα «Έθνος» 28/7/1985

       «… Κι αν συνεχίζω να ζω είναι γιατί δε θέλω να λησμονήσω ή βγαίνω μ’ ένα τσεκούρι στην πόρτα προς δόξαν του αιώνα μου…»- μπορείς να αποκαλέσεις αυτήν την αποστροφή όπως θέλεις, μα αν συνεχίσεις την ανάγνωση θα την πεις ποίηση με πολλούς ήχους αλλά χωρίς «τραγούδι» έτσι όπως του το ‘μαθαν, αναγνώστη θ’ αναγκαστείς να συμφωνήσεις πως αλλιώς δεν γίνεται, παρά όταν ένας ποιητής μιλάει, μ’ αυτόν τον τρόπο να τραγουδάει.

     Γιατί, το νέο βιβλίο του Τάσου Λειβαδίτη «Βιολέτες για μια εποχή» (από τον «Κέδρο», σελ. 143, δρχ.350) σε καθοδηγεί να εξομολογηθείς για κείνα που τα ‘χεις διαπιστώσει μέσα σου και γύρω σου και δεν τολμάς να συμφωνήσεις για την ύπαρξή τους, ίσως επειδή φοβάσαι να ‘ρθεις σε αντίθεση με τούτη τη λαμπρή επιφάνεια της βιοτικής κατανάλωσης που σε απειλεί όταν τολμήσεις να ξύσεις λίγο τη φλούδα της:

      «… α, φίλοι μου, ζούμε σ’ ένα όνειρο που δεν θα επαληθευτεί παρά μονάχα μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο, όμως τη νύχτα τ’ άστρα έχουν πάντα κάτι συνταρακτικό να μας πουν, κι ο δολοφόνος σηκώνει συνήθως το χέρι του όπως μια γυναίκα το μαραμένο μαστό της»

     Στις επτά ενότητες της συλλογής συναπαντιέσαι με εφτά ζωές, και η μία τραβάει από την άλλη τους χυμούς της’ ας είναι απαισιόδοξες οι διαπιστώσεις: η πορεία ως την καθεμιά δικαιώνει το κλάμα, για τον καιρό που γεννιούνταν, η θυσία έφερνε περηφάνεια και ο πόνος αγαλλίαση με την αναμονή ενός μέλλοντος.

     Αυτές είναι οι ενότητες: Αργοπορημένες αμοιβές», «Κάτω από τον ίδιο αστερισμό», «Σκιές από μακρινά φώτα», «Μικρά γυμνάσματα λησμονιάς», «Ένδυμα εγκληματικό», «Μην απελπίζεσθε», «Το τέλος μιάς αξέχαστης ιστορίας»-και οι τίτλοι μόνο δηλώνουν τον καημό του ποιητή να μιλήσει για την ελπίδα, που και με τους τόσους δολοφόνους της δεν στέργει-και δεν πρέπει-να εξαφανιστεί:

       «Τελικά ήμουν πολύ φιλόδοξος για ν’ αρκεστώ μονάχα σε μια ζωή κι όπως όλοι οι ήρωες ξύπνησα άξαφνα μια νύχτα χωρίς να θυμάμαι ποιος είμαι ή όπως αυτή η βρεγμένη ομπρέλα στο διάδρομο είναι η αδιάσειστη απόδειξη ότι διέσχισα τον κατακλυσμό-ω αιώνα μου, είμαι χρεωμένος τόσες σκληρότητες, μα εγώ φεύγοντας θα αφήσω ένα γράμμα τρυφερό γι’ αυτούς που θα ‘ρθουν».

               Υποθήκες

     Είναι σαν υποθήκες προς τις γενιές που τώρα ανδρώνονται ή που ξεμυτίζουν από τα παραπετάσματα του Μεγάλου Τσίρκου της ζωής: χωρίς παράπονο για τα χειροκροτήματα που έπαψαν να ακούγονται, ή που μετατράπηκαν σε γροθιές κατάρας, ή και που ποτέ δεν έφτασαν στην ακοή τους (ψευδαισθήσεις από την καλή εκτέλεση των ακροβασιών-οι ζητωκραυγές ήταν μέσα τους, αυτοδικαίωση της εκτέλεσης του καθήκοντος…), αυτοί που αποδέχτηκαν να στροβιλιστούν στη δίνη των κρίσιμων ωρών περπατάνε στους έρημους δρόμους, στους ίδιους δρόμους «που κάποτε το πλήθος στα οδοφράγματα πυροβολούσε το πεπρωμένο».

     Ο ποιητής, αυτός  ο συγκεκριμένος ποιητής, και κάθε αληθινός ποιητής, τραγουδάει την εποχή του, αυτή που του έδωσε τη μεγάλη χαρά και τον μεγάλο πόνο, τη χρυσή, δηλαδή, ευκαιρία να υψωθεί πάνω από τους δρόμους των σκουληκιών και να διαισθανθεί το φώς μιάς άλλης πορείας για τον άνθρωπο:

«… η ποίηση είναι η νοσταλγία μας για κάτι ακαθόριστο που ζήσαμε κάποτε μες στ’ όνειρο»

και δίπλα στον ορισμό αυτό η τραγική παράκληση, που μέσα της κλείνει το μεγάλο ποτάμι της προσπάθειας για τον εξανθρωπισμό του ανθρώπου:

«… λυπηθείτε τους ποιητές που τους τρελαίνουν δύο δισεκατομμύρια εκδοχές/για έναν μοναδικό κόσμο…»

     Είναι από τα χαρακτηριστικά της ποιητικής υπευθυνότητας του Τάσου Λειβαδίτη, να υπερασπίζεται την πολυτιμότητα της ποίησης, που πολύ έχει μαραθεί το πρόσωπό της, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες, από ατάλαντους «τεχνίτες» και άγλωσσους  στιχοπλόκους ή κατασκευαστές φράσεων, ή βωμολόχους εξυπνάκηδες’ ο ποιητής μας, που το έργο του γεννήθηκε μέσα σ’ έναν αγώνα, και όση απογοήτευση κι αν του προσπόρισαν οι κατοπινοί καιροί, δεν σταμάτησε, μαζί με το δάκρυ του, να χαμογελάει περήφανα, συντηρώντας την πίστη στην ελπίδα, εκείνη η σπορά να δώσει τα προϊόντα της:

«… τη νύχτα ο κόσμος δεν χάνεται μες στο σκοτάδι, αλλά τον παίρνουν μες στον ύπνο τους τα παιδιά».

τραγουδάει ο ποιητής, αφού προηγουμένως διακηρύσσει:

«… κανείς δεν πιστεύει αυτά που βλέπω, τα γράφω κι εγώ και τα ταχυδρομώ στους με αγενέστερους…»

     Τυχαία, καθώς διάβαζα τη συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη, έπεσε η ματιά μου σε μια αφίσα του Γερμανού καλλιτέχνη Κλάους Στεκ (Klaws Staeck), στο εξώφυλλο ενός ενημερωτικού φυλλαδίου του Ινστιτούτου Γκαίτε: ένα κεφάλι ανθρώπου μεταμορφωμένο σε κονσέρβα, ανοιγμένη κατά τα τρία τέταρτα-και το περιεχόμενο δείχνει σκοτάδι…

     Είναι ο σύγχρονος πολίτης;-με την έγνοια του, μόνο να «καλοπεράσει» κι αφήνοντας παρθένο το μυαλό του από μνήμες και αγωνίες, ακόμα κι από όνειρα;

     Ποια αλλαγή μπορεί να φτουρήσει με τέτοια κεφάλια, όπου οι προοπτικές πεθαίνουν στη νύχτα του περιεχομένου τους;-η επανάσταση, κάθε είδους επανάσταση, έχει ανάγκη από μάτια με βλέμμα που να σπαθίζει το απροσδιόριστο μέλλον, να διαλύει τα νεφελώματά του, τοποθετώντας την ανθρώπινη ύπαρξη σε θέση κατακτητή.

          «.. κι αν νικηθήκαμε δεν ήταν απ’ την τύχη ή τια αντιξοότητες, αλλά από αυτό το πάθος μας για κάτι μακρινό…»

τραγουδάει ο ποιητής, λογαριάζοντας πως η προσπάθεια για το ξεκόλλημα από τον κοινωνικό βάλτο επόμενο είναι να προδιαγράφει την απειλή της ήττας-όμως, έτσι συναντιούνται οι άνθρωποι κι έτσι αναγνωρίζονται μεταξύ τους, σκοπεύοντας στη Νέα Ζωή:

     «Σελίδες από μια χαμένη επανάσταση που στα περιθώρια γράψαμε κι εμείς τη ζωή μας-

ω μεγάλη ακατανόητη εποχή, που άξαφνα ο ένας καταλαβαίνει τον άλλον…»

     Παρουσιάζοντας τη συλλογή του Τ.Λ. «Ο τυφλός με τον λύχνο» («Έθνος» 22.6.83) σημείωνα πως «ο Τάσος Λειβαδίτης, αφήνοντας το τραγούδι για τις σχέσεις των ανθρώπων και τους κοινωνικούς αγώνες τους, ψάχνει τώρα τον «μέσα άνθρωπο», την ψυχή του δηλαδή, και την πορεία του πέρα από τον κόσμο».

               Φόρος τιμής

     Και στις «Βιολέτες για μια εποχή» το ίδιο συμβαίνει, μόνο που εδώ ο ποιητής ξεκαθαρίζει τη θέση του απέναντι στο συνάνθρωπό του, αποτίοντας φόρο τιμής στον αγώνα του εδώ στη Γη-σκληρός αυτός ο αγώνας, και πιο σκληρός με σύμφυτό του τον παράγοντα «μοίρα», που όσο κι αν τον περιγελάμε, παίρνει τη δύναμη από την αδυναμία του ανθρώπου να δένεται με τις μικροχαρές τους:

     «…Και παρ’ όλες τις απόψεις μου για την ελευθερία του ατόμου για την οποία τόσα ωραία κεφάλια έπεσαν πάνω στο ικρίωμα, εγώ είχα μια συστηματική προτίμηση στο μοιραίο».

     Ο ποιητής-ένας «ρεαλιστής υπερρεαλιστής», που η γραφή του γίνεται κατανοητή απ’ όσους έχουν αποφασίσει να αποδέχονται την αλήθεια (εραστές της ποίησης είναι μονάχα οι φιλότιμοι και οι μη ομφαλοσκόποι)- δεν θέλει να αφήσει ανερμήνευτο το «παράπονο» του για τη διατυπωμένη «νίκη των ηττημένων» (βλ. «Έθνος», για τη συλλογή το «Νυκτερινός επισκέπτης», 22.8.84): Είμαστε όλοι υπεύθυνοι γι’ αυτή την αντινομία-καιρός να δούμε την ύπαρξή μας προσεκτικότερα, περισσότερο μεσ’ από τα όνειρά μας, αποδιώχνοντας τους εντυπωσιασμούς από τη λαμπρή, επιφάνεια της καταναλωτικής μας ζωής:

     «..Γι’ αυτό, σας λέω, ας κοιτάξουμε τη ζωή μας με λίγη περισσότερη συμπόνια/ μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική…»

Μ’ αυτούς τους στίχους ο Τάσος Λειβαδίτης κλείνει τις «Βιολέτες για μια εποχή», ερμηνεύοντας το «παράπονό του».

--

ΒΙΟΛΕΤΕΣ  ΓΙΑ  ΜΙΑ  ΕΠΟΧΗ

Της ΒΕΡΟΝΙΚΗΣ ΔΑΛΑΚΟΥΡΑ

Εφημερίδα «Το Βήμα» 21/7/1985, σ.22

     Ένας  τραγικός  της  ύπαρξης

Όλο και μεγαλύτερη συγκίνηση προξενεί ο ποιητής με την τελευταία του συλλογή. «Βιολέτες για μια εποχή»

     Η καινούργια συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη «Βιολέτες για μια εποχή», αποτελεί ένα σημαντικό ποιητικό γεγονός. Μετά από 33 χρόνια συνεχούς ποιητικής προσφοράς, ο ποιητής προξενεί στον αναγνώστη όλο και μεγαλύτερη συγκίνηση. Δεν είναι μόνο οι μνήμες προσώπων και πραγμάτων, οι λυρικές εξάρσεις, τα βιώματα που ξαναζούν: σ’ αυτές τις σελίδες διακρίνει κανείς τον εφηβικό αυθορμητισμό και την οργή που χαρακτηρίζει το έργο κάθε «καταραμένου» ποιητή.

     Απ’ αυτή την άποψη, ο Λειβαδίτης αποτελεί ένα φαινόμενο σπάνιο για τα γράμματά μας. Το εικοστό ποιητικό βιβλίο του είναι υπόδειγμα ωριμότητας και μαζί γνήσιας ποιητικής έμπνευσης.

     Αλλά τι είναι η ποίηση για τον Τάσο Λειβαδίτη: Ο ίδιος λέει: «Ένα ερώτημα που μπαίνει πάντοτε στον δημιουργό ή απ’ τον εαυτό του ή απ’ τους άλλους, είναι ο ορισμός της ποίησης. Τι είναι ποίηση; Τι ν’ απαντήσει όμως κανείς για ένα τόσο πολύπλοκο φαινόμενο και σαν έκφραση, αλλά και σαν λειτουργία. Όλοι οι ορισμοί απλώς «άπτονται» του θέματος. Παρ’ όλα αυτά, ο πειρασμός είναι μεγάλος σε δημιουργούς και κριτικούς να βάλουν το δάκτυλο στον τύπο των ήλων. Σ’ ένα ανέκδοτο ποίημά του έχω ένα στίχο: «κι η ποίηση είναι σαν ν’ ανεβαίνεις μια φανταστική σκάλα για να κόψεις ένα ρόδο αληθινό». Φυσικά, πολύ ποιητικό. Πάντως, ένας «επιστημονικός» ορισμός, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: ποίηση είναι εκείνη η μορφή της γλώσσας που εμπεριέχει το μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπινης συγκίνησης».

     Με τον «Νυχτερινό επισκέπτη» (1972), η καρδιά του ποιητή γίνεται ακόμα πιο ευάλωτη. Τραγικά πλέον μοναχική, ανοίγει μια δεύτερη περίοδο (ας μας επιτραπεί αυτή η πολύ σχηματική διάκριση) στο έργο του. Μέχρι τότε ανήκε στην-άδικα και άστοχα αποκαλούμενη – «ποίηση της ήττας». Η ξεχωριστή φωνή του-και τότε-αναπλάθει με τόνους λυρικούς τις μνήμες και τις οδύνες ενός ακόμα πρόσφατα σφαγιασθέντος ονείρου. Υπάρχει πάντοτε ένας χορός, πότε πλαίσιο του δράματος, πότε ουσία, που ζει την καθημερινότητα και τη φθορά των αμέσως μεταπολεμικών χρόνων.

     Αν οι λέξεις δεν έχουν χάσει τα παλιά τους σημαίνοντα, ο Λειβαδίτης είναι ο υπαρξιακός ποιητής της εποχής των βιολετών. Η συγγένειά του, όχι μόνο θεματολογικά, αλλά και όσον αφορά την ατμόσφαιρα, μας οδηγεί σε μια πηγή απ’ όπου δροσίστηκαν και φαρμακίστηκαν πολλοί τραγικοί της ύπαρξης. Ίσως και άλλοι να έχουν παρατηρήσει ορισμένες αναλογίες βιωματικές: ζούμε ένα σύμπαν όπου φτερουγίζουν ο Γκόγκολ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τσέχωφ, ο Κάφκα. «Δεν μπορώ να μιλήσω για μένα», λέει ο Λειβαδίτης. «Είμαι μακριά απ’ τους ανθρώπους». Τι άλλο στ’ αλήθεια μπορεί να πει κάποιος που έζησε με τόση συνέπεια την ποίησή του; Ξένος είναι ο κόσμος για τον Λειβαδίτη-κι αυτός για τον κόσμο.

     Κάθε ποίημα γράφεται μ’ ένα δικό του τρόπο», λέει ο ποιητής. Υπάρχουν ποιήματα που είναι σαν να τ’ άφησα πάνω στο τραπέζι σου ο ίδιος ο θεός. Αλλά γίνονται με περισσότερο κόπο- με πολιορκία, αιφνιδιασμούς, σαν θηράματα. Οι ποιητές ξέρουν τι εννοώ. Αυτά τα δεύτερα τα κατακτάς. Τα πρώτα σε κατακτούν. Στη δεύτερη περίπτωση ο ποιητής δεν πρέπει να βιάζεται. Προσωπικά έχω αφήσει μισοτελειωμένα ποιήματα και πέντε χρόνια. Ώσπου να ‘ρθει το πλήρωμα του χρόνου. Και ξαφνικά ξεφυλλίζοντας τα χαρτιά σου από κάποιο ντοσιέ, βλέπεις πως τώρα είναι ώριμα για δουλειά. Αλλαγή λίγων λέξεων, το ρήμα σ’ έναν άλλο χρόνο κι ένας καλός καταληκτικός στίχος, και το ποίημα έχει τελειώσει. Αλήθεια, τι σπουδαίες οι ώρες τις ευφορίας που μέσα σ’ ένα μικρό, πολλές φορές, χρονικό διάστημα, βρίσκουν τη θέση τους, ακόμα και σ’ ένα εκτεταμένο ποιητικό κείμενο, στοιχεία που χθες σου φαίνονται ότι δεν θα τ’ ανακαλύψεις ποτέ. Μέσα σ’ όλα, μεγάλη σημασία έχει και το τυχαίο: είναι κι αυτό ένα απ’ το μυστικό της ποίησης».

     Πολλοί, παρασυρμένοι από τη βαθιά θρησκευτικότητα των τελευταίων συλλογών του, θεωρούν τον Λειβαδίτη θρησκευτικό ποιητή. Όμως, ο Λειβαδίτης δεν είναι ο ποιητής της θρησκευτικής επανάπαυσης. Η πίστη του είναι ριζωμένη αλλού’ δεν είναι ορθόδοξος. Η αίρεσή του, αυθόρμητα, σε κάνει να αισθανθείς την απελπισία των γνωστικών. Ζει το πένθος μιας εποχής και νοσταλγία των πληγών της.

     Η φωνή του, δίχως ν’ αλλάξει ένδυμα, συνεχίζει από εκεί όπου μοιραία άλλες φωνές στάθηκαν ή εξαντλήθηκαν. Η ποιητική φλέβα γίνεται πλουσιότερη, βαθύτερη, οι διαστάσεις όπου κινείται ο ποιητής πολλαπλασιάζονται. Σκύβει όλο και προς τα ένδον, και συνάμα υπερίπταται. Καλλιτεχνικά καταξιωμένο συναίσθημα ιλίγγου περιβάλλει τον αναγνώστη. Διάσταση μεταφυσική, προβληματισμός υπαρξιακός, συνθέτουν έναν υψηλό ποιητικό λόγο, που κορυφώνεται με την τελευταία συλλογή του. Τον λόγο έχει πάλι ο ποιητής:

     «Μίλησα πιο πάνω για την πολυπλοκότητα της ποίησης και σαν λειτουργία ψυχής, πριν απ’ τη διαδικασία της έκφρασης. Ο ποιητής ζει σε μια διαρκή αγρυπνία, σ’ ένα συνεχές εσωτερικό σκάψιμο, όπου πολλές φορές ανασύρει πράγματα που τον τρομάζουν. Ακόμα και τα όνειρά του είναι μέρος της δουλειάς του. Και το χειρότερο δεν είναι ποτέ ευχαριστημένος με τίποτα. Με δυό λόγια, και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι ποιητές, το γράψιμο είναι περισσότερο ένα μαρτύριο παρά μια λύτρωση, όπως είναι διαδεδομένη η πλάνη. Χωρίς να παραβλέπω βέβαια κι εκείνη τη «θεία» ικανοποίηση που  δίνει κάποιες στιγμές ένας εξαίρετος, αποκαλυπτικός στίχος. Αλλά αυτό, δυστυχώς, κρατά πάντα πολύ λίγο…»

--

     Μπέρτολτ Μπρέχτ (και άλλα ποιήματα)

ΜΙΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΠΛΩΡΙΤΗ

  ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ, εκδ. Κέδρος, σελ. 149

Της ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ

Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» 28/1/1978, σ. 13

     Κατάθεση σπαραχτικών αποδείξεων ύπαρξης είναι ετούτο το 16ο βιβλίο ενός μεγάλου, ατόφιου ποιητή. Που αποδεικνύει: Την ανθοφορία μιάς υψηλών τόνων ελληνικής ποίησης αλλά και το αίμα της καρδιάς πού τρέφει αυτήν την ανθοφορία. Την ολοζώντανη παρουσία της ιστορικής μνήμης, αλλά και την τραγωδία αυτών που υφίστανται αυτή την παρουσία. Την βίωση του ανυπόφορου παρόντος αλλά και εντός του την ανα-βίωση του παρελθόντος. Με πρόσθετο, την κατάθεση απόδειξης της ύπαρξης του ποιητή, σπαρασσόμενου επί πλέον από το αναπόφευκτο υπαρξιακό μαρτύριο του Σισυφικού παράλογου.

     Το βιβλίο αυτών των επιγνώσεων-καταθέσεων, γραμμένο κυρίως για τους επιγόνους, είναι, μπορεί να πει κανείς, ένα είδος σύνοψης των εμπειριών, των χαμένων ονείρων και της πίκρας ενός ολόκληρου ελληνικού βίου…

                «Αφού όλα έγιναν κάπου αλλού

                κι εμείς εδώ δε ζούμε

                παρά τη τιμωρία τους».

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ήττας πού απωθείται ίσως πιά, αλλά πάντα κάπου στο βάθος παραμένει για τη γενιά της αντίστασης, ο Λειβαδίτης γίνεται ετούτη τη φορά «ο ποιητής χωρίς προσωπείο». Δίπλα στις μνήμες, στις φωνές από παλιές ελπίδες και λάβαρα, στις τύψεις και τις κρίσεις συνειδήσεως, «πέραν» των ερώτων σε φθηνά ξενοδοχεία, ξεντύνεται τα ρούχα της φθοράς και γυμνός ομολογεί, όχι μόνο ότι είναι «ένας αδέξιος επιδιορθωτής των τραίνων που δεν περνάνε πιά», αλλά ένα παιδί που διατηρεί πώς του συνέβη το ανήκουστο να το στείλει η μητέρα του στο φαρμακείο…

                «κι ώσπου να στρίψω πάλι το δρόμο

                ούτε σπίτι, ούτε νεότητα πια».

Όμως αυτό το παιδί, σαν εκείνο του Άντερσεν που λέει ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός, δίνει την άδολη ματιά του στον ώριμο ποιητή και τελικά εν πλήρει συγχύσει παντοτινά αθώα.

--

             Η  εξομολόγηση  του  ποιητή…

Του ΤΑΚΗ  ΜΕΝΔΡΑΚΟΥ

Εφημερίδα Η ΑΥΓΗ 10/5/1987

Τάσος Λειβαδίτης: «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1987, σ.80.

     Όταν η βελόνα στο ποιητικό μανόμετρο πάλλεται, άλλοτε στρέφοντας αργά, αλλά σταθερά κι άλλοτε παίζοντας τρελά, είναι σίγουρο ότι κάτι δεν πάει καλά με το ρυθμό και την ηθική του κόσμου.  Γιατί ο ποιητής-ο αληθινός ποιητής-προικισμένος με το προνόμιο μιας ιδιαίτερης ευαισθησίας αλλά αδιάσπαστα δεμένος με το κοινωνικό σώμα, είναι ταγμένος να δέχεται και το πικρό ερέθισμα που, αφού το φιλτράρει, το διυλίσει και το δουλέψει στο ποιητικό εργαστήρι, το επιστρέφει αποσταγμένο και μορφοποιημένο, για να φτάσει σίγουρα στην ανθρώπινη συνείδηση, να την ευαισθητοποιήσει και να την προβληματίσει.

     Το 1966, ο Τάσος Λειβαδίτης σ’ ένα άρθρο του με τίτλο «Η ποίηση της ήττας» (Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχος 141) γράφει: «…. (η Ποίηση) είναι ο συσχετισμός κι η διαπλοκή όλων των συμβαινόντων ΣΥΝ εκείνο που πρόκειται να υπάρξει μεσ’ απ’ όλα αυτά. Και προς Θεού, μη νομίσει κανείς ότι η ποίηση μπορεί να δώσει λύσεις σε κοινωνικά προβλήματα. Ο ρόλος της, από καταβολής κόσμου, είναι να βοηθάει στο να διερευνηθούν (όχι να εξηγηθούν) ψυχολογικά προβλήματα προερχόμενα απ’ το κοινωνικό (αντιφατικό) γίγνεσθαι. Η αληθινή ποίηση δεν είναι ανακάλυψη, μα αποκάλυψη… «Σύμφωνα μ’ αυτές τις αρχές και κάτω απ’ αυτό το πρίσμα θα πρέπει, ίσως, να παρακολουθήσει κανείς τόσο την ποιητική διαδρομή του Τ. Λειβαδίτη στο σύνολό της όσο και τον τελευταίο, για την ώρα, σταθμό της, τη συλλογή με τον σεμνό τίτλο «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα».

     Έχοντας υποστεί τη δοκιμασία της αντοχής στο χρόνο (ενώ ξεχάστηκε μεγάλο μέρος από την ποιητική παραγωγή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς) το έργο του παραμένει ζωντανό και παλλόμενο, μαρτυρία αδιάψευστη της περιπέτειας ενός κόσμου που πέρασε την εφηβεία του στον Πόλεμο, σφυρηλατήθηκε με τα αγωνιστικά οράματα της Κατοχής, έζησε τον εφιάλτη των στρατοπέδων και δέχτηκε την πικρία των διαψεύσεων, διατηρώντας παρολ’ αυτά την πίστη του στις μεγάλες αξίες. Γι’ αυτό και ο τύπος των ήλων που διακρίνει κανείς στο ποιητικό αυτό σώμα δεν είναι μόνο του ποιητή αλλά και ολόκληρης της γενιάς του.

     Σήμερα, με είκοσι σχεδόν συλλογές στο ενεργητικό του, ώριμος όσο ποτέ, με δεκαέξι ανισομεγέθη ποιήματα που συγκροτούν το «μικρό βιβλίο» του, γραμμένο σε μορφή πεζού λόγου, με έντονη όμως εσωτερική ρυθμική  αγωγή, στρέφει πίσω και κοιτάει από ψηλά αυτή τη διαδρομή. Χωρίς μεταμέλεια αλλά με φανερή την κόπωση, με έντονη την αίσθηση της μοναξιάς και μια ανείπωτα πικρή γεύση, ανακαλεί μνήμες από ήσυχες γειτονιές της Αθήνας.

     «… σκοτεινά μικρομάγαζα όπου οι γυναίκες αγοράζουν φουρκέτες, οι άντρες καπνό και τα παιδιά όνειρο σε χρωματιστά χαρτάκια….». Με κρυφή χαρά αναλογίζεται ό,τι δεν έγινε ακόμα κι έτσι δεν πρόφτασε να φθαρεί και, τέλος, αναρωτιέται: «άντρες, περιμέναμε ένα μήνυμα, δεν ήρθε ή ίσως ήρθε παραποιημένο, πού να καταλάβεις μέσα σε τόσα ψεύτικα πράγματα μια τόσο απλή αλήθεια…»

     Ίσως, κάποιοι μιλήσουν για ποίηση της ήττας ή της παρακμής. Δεν έχουν παρά να θυμηθούν τον Ε. Φίσερ: «… Σε μια παρακμάζουσα κοινωνία, η τέχνη, αν είναι φιλαλήθης, πρέπει να αντικατοπτρίζει και την παρακμή…». Έτσι, η εξομολογητική αυτή ανάγκη του ποιητή δεν είναι μόνο δικαίωμα’ γίνεται χρέος.

--          

ΠΟΛΥΚΡΙΤΙΚΗ  ΓΙΑ  ΤΟΝ  ΤΑΣΟ  ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ

Α)Το Πλατωνικό απόσπασμα, «και, ως έοικε…» με το οποίο ανοίγω την αυλαία του απανθίσματος των Βιβλιοκριτικών σημειωμάτων για τις συλλογές του Τάσου Λειβαδίτη, αυτού του Κύκνου της ελληνικής ποίησης, το ερανίζομαι από τον τόμο νούμερο 180 των εκδόσεων Κάκτος, Αθήνα, Νοέμβριος 1993, ΠΛΑΤΩΝ, ΦΑΙΔΩΝ ή περί ψυχής. Εισαγωγή- μετάφραση-σχόλια: Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, σελίδα 156. Της σειράς ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. Πνευματική διεύθυνση σειράς Οδυσσέας Χατζόπουλος, Γενικός συντονισμός έργου Αθηνά Χατζοπούλου. Παράγραφος 85α. Και η μετάφραση: «Και, καθώς φαίνεται , σας δίνω την εντύπωση ότι στην μαντική τέχνη είμαι κατώτερος από τους κύκνους που όταν αισθάνονται ότι θα πεθάνουν, αυτοί που και πρίν τραγουδούσαν, τραγουδούν τότε πιο πολύ και πιο ωραία από ποτέ, επειδή είναι χαρούμενοι που θα φύγουν κοντά στον θεό του οποίου είναι θεράποντες».  Ή στην μετάφραση, σχόλια και εισαγωγή του πειραιώτη παιδαγωγού Ευάγγελου Παπανούτσου που η δική μου γενιά πρωτοδιάβασε τον Πλατωνικό «Φαίδωνα», βλέπε «Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων» νούμερο 13 των εκδόσεων Ι. Ζαχαρόπουλος χ.χ., ΠΛΑΤΩΝ, ΦΑΙΔΩΝ-ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ, επιμέλεια εκδόσεως Γιάννης Κορδάτος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Ευάγγελος Παπανούτσος. Τον «Πρωταγόρα» τον μεταφράζει και σχολιάζει ο Βασίλειος Τατάκης. Στην μετάφραση: «Καθώς φαίνεται, θα σας δίδω την εντύπωσιν ότι εις την μαντικήν είμαι χειρότερος από τους κύκνους, οι οποίοι, όταν αισθάνωνται ότι πλησιάζει το τέλος των, τραγουδούν βέβαια και προηγουμένως, αλλά τότε είναι πιά πού τραγουδούν πολύ και περίφημα, επειδή αισθάνονται χαράν, διότι πρόκειται να υπάγουν κοντά εις τον θεόν, του οποίου είναι θεράποντες». Αν αντικαταστήσουμε την λέξη «μαντική» με την λέξη Ποίηση, θεωρώ ότι κουμπώνει στην ποιητική φιλοσοφία, την υπαρξιακή αγωνία, την θεοαναζήτηση του ποιητή όπως αυτή είναι παραπάνω από εμφανής στα ποιήματά του, ιδιαίτερα της δεύτερης περιόδου της δημιουργίας του.

Β)Το ποίημα «ΚΑΒΑΦΗΣ» το αντιγράφω από το παλαιό λογοτεχνικό περιοδικό της αριστεράς «Επιθεώρηση Τέχνης» έτος Ε΄, τόμος Θ΄, τεύχος 52/4,1959, σ.173 στο οποίο υπήρξε συνεργάτης ο Τ. Λ. όπως και πολλοί λογοτέχνες και λόγιοι του αριστερού χώρου. Από το ίδιο τεύχος αντέγραψα και την υποτυπώδη ανακοίνωση της έκδοσης της συλλογής του ποιητή από τον Κώστα Πορφύρη. Ακόμα, στο ίδιο τεύχος ο ποιητής δημοσίευσε και «ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» του, σ. 172-176. Σε βιβλιοκριτική του ο σταθερός και άοκνος μελετητής της ποιητικής παρουσίας του Τ.Λ., Γιάννης Κουβαράς, αναφέρει ότι ορισμένα από αυτά δεν συμπεριέλαβε στις κατοπινές συλλογικές εκδόσεις του. Τα ποιήματα είναι τα εξής: Η Δίκη/ Ήδη όζει…/Αναπότρεπτο/Καβάφης/Σχέδιο με βροχή/Επιβίωση/Σε παλιό στυλ/Τα ελάχιστα/ Μικρή υπαρξιακή παρένθεση/ Ο Ζογκλέρ με το πορτοκάλι/ Γένεσις (Έκδοση Γ΄)/ Ιστορία αλά Όφφμαν/Πίνακας αγνώστου ζωγράφου. Να συμπληρώσουμε ακόμα και τα νούμερα του ως άνω περιοδικού στα οποία συναντάμε την συνεργασία του Τ. Λειβαδίτη. (82/10,1961, 359-360 Πώς δουλέψαμε για την ταινία Συνοικία το Όνειρο οι σεναριογράφοι Κώστας Κοτζιάς και Τάσος Λειβαδίτης). (86/2,1962, 165-172 ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (Το υπόγειο/ Εκείνα/ Τέχνη/ Ωδή/ Η ντουλάπα/ Παιδική άμυνα/ Ο αιώνιος διάλογος/ Ο διάλογος δεν είναι αιώνιος/ Μουσική/ Μια γυναίκα/ Το καπέλλο/ Δαλτωνισμός/ Σποριάς/ Αιώνας πολλαπλότητας/ Σύμβολο πίστεως). (84/12,1961, 608-611, Ποίηση και κοινό. (Σημειώσεις από μια περιοδεία) (δοκίμιο). (100/4,1963, 282-289, 25η ραψωδία της Οδύσσειας). (105/9,1963, 265-284, Παρουσίαση γραμμάτων σε φυλακισμένους. «Προσκυνούμεν σου τα πάθη» Γράμματα σε φυλακισμένους. 27 γράμματα παρουσιασμένα από τον Τάσο Λειβαδίτη).  [(117/9,1964, α. Αποσπάσματα. Ανέκδοτη ποιητική σύνθεση με δομή θεατρικού έργου, 144-156., β. Βιβλιοκριτική για το έργο του Γιάννη Ρίτσου, «Μαρτυρίες». «Οι μαρτυρίες μιάς άγρυπνης συνείδησης» 218-220}. [(141/9, 1966, Η ποίηση της ήττας (ένα θέμα για διερεύνηση), 132-136 και ΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 137-141(Αυτοβιογραφία/Έρωτας/Στιγμή/Ο Άλλος/Ελιξήρον  νεότητος/ Τετέλεσται/ Απόντες/Ποίηση/Ιστορία/Μια νέα αρχή). (143-144/11,12,1966, 489-490 (Το Χρέος και ο Λόγος.-Οι πνευματικοί άνθρωποι της αριστεράς μιλούν για την εθνική κρίση και για το χρέος απέναντι στον τόπο)

Γ)Τις βιβλιοκριτικές του παλαιού αριστερού ιστορικού της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, μεταφραστή και κριτικού, δημοσιογράφου Τάσου Βουρνά, (Αγριλόβουνο Μεσσηνίας 1913- Αθήνα 15/11/1990)τις αντέγραψα από τα αποκόμματα φύλλων της εφημερίδας «Η Αυγή» της οποίας ο Βουρνάς υπήρξε για δεκαετίες σταθερός συνεργάτης της και βρίσκονται στον φάκελο με στοιχεία που διατηρώ για τον Τάσο Λειβαδίτη. Από όσο γνωρίζω, δεν έχουν συναχθεί οι λογοτεχνικές κριτικές του Τάσου Βουρνά σε ξεχωριστό τόμο, όπως και πολλά άλλα διάσπαρτα λογοτεχνικού και ιστορικού ενδιαφέροντος δημοσιεύματά του, άρθρα του, ομιλίες του, δοκίμια του κλπ., τα οποία βρίσκονται σε έντυπα και περιοδικά της εποχής, όχι απαραίτητα λογοτεχνικού ενδιαφέροντος,-βλέπε πχ. το περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος» 1980/1981, πριν και μετά την επτάχρονη τελευταία δικτατορία στην Ελλάδα. Εκτός από τα καθαρά ιστορικά του, οι δύο τόμοι του, που εξέδωσαν οι εκδόσεις των Αδερφών Τολίδη (Στην οδό Σόλωνος δίπλα από το Βιβλιοπωλείο-εκδόσεις Κασσάνδρα Γρηγόρη), δεν συμπεριλαμβάνουν κριτικά του σημειώματα. «Δημήτρης Γληνός». Ο στοχαστής-Ο αγωνιστής- Ο δάσκαλος του γένους, Αθήνα 1975 και «Ιστορικά και Φιλολογικά Πορτραίτα», Αθήνα 1981. Στον δεύτερο αυτό τόμο έχουμε και κείμενά του για τον Διονύσιο Σολωμό, τον Ανδρέα Κάλβο, τον Κωστή Παλαμά, τον Κώστα Βάρναλη, τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Γεώργιο Βιζυηνό, τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, τον Άγγελο Σικελιανό κ.ά. Είθε κάποτε στο μέλλον να συγκεντρωθούν και να εκδοθούν. Ασυγκέντρωτα και σκόρπια παραμένουν ακόμα κείμενα και βιβλιοκριτικές του συγγραφέα και εκδότη Κώστα Κουλουφάκου, του κριτικού Μπάμπη Δ. Κλάρα, (στην εφημερίδα Η Βραδυνή και αλλού) αδερφού του Άρη. Του Κλάρα έχουν κυκλοφορήσει δύο τόμοι με μελέτες του, η «Γνωριμία Παλαιών και Σύγχρονων Ποιητών», εκδόσεις Ι. Σιδέρης 1980 και «Δοκίμια» (Θέματα, Πρόσωπα, Απόψεις), εκδόσεις Εστίας-Ι. Δ. Κολλάρου, Αθήνα χ.χ. Του ποιητή και ανθολόγου Νίκου Παππά, (βλέπε Εφημερίδα των Ποιητών κ.ά.) του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου, (δες περιοδικό του Πειραιά «Το Περιοδικόν μας» 1960)και αν δεν λαθεύω, και του Μάρκου Αυγέρη, παρά τον αφιερωματικό τόμο στην συγγραφική του περιπέτεια, «Αφιέρωμα στον Μάρκο Αυγέρη» εκδ. Κέδρος 1976 και τα εκδοθέντα μέχρι σήμερα βιβλία του που γνωρίζουμε, όπως «Έλληνες Λογοτέχνες» Αθήνα 1982 και αρκετών άλλων αριστερών και κομμουνιστών συγγραφέων της γενιάς τους. Σκόρπια σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες βρίσκονται επίσης και τα δημοσιεύματα νεότερων, όπως του Μ. Μ. Παπαϊωάννου, του Μιχάλη Γ. Μερακλή, της Ευγενείας Ζωγράφου, της ποιήτριας Φαίδρας Ζαμπαθά Παγουλάτου, του Θ. Δ. Φραγκόπουλου, (πέρα από την ποίησή του, το θέατρο και την πεζογραφία του κυκλοφόρησαν δύο τόμοι με δοκίμιά του. «Δίαυλοι» 1974 και «Καθημερινές τομές» δοκίμια Διογένης 1977) του Λεωνίδα Ζενάκου, της Μαρίας Παπαδοπούλου. Αλλά και ο μεγάλος όγκος κριτικών σημειωμάτων του Ανδρέα Καραντώνη είναι αμάζευτος, καθώς και του Γιάννη Χατζίνη, της Άλκης Θρύλος, (βλέπε «Φιλολογική Πρωτοχρονιά») του Μανόλη Γιαλουράκη, του Τάκη Νατσούλη, (εφ. «Ελεύθερος», περ. «Νέα Σκέψη») του Δημήτρη Γιάκου, (εφ. «Εξόρμηση») του Δημοσθένη Ζαδέ, του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, (εφ. «Η Αυγή», «Ελευθεροτυπία» περ. «Εντευκτήριο», κλπ.) της Ανθούλας Δανιήλ (περ. «Γράμματα και Τέχνες» και στο διαδίκτυο), του ποιητή Γιώργου Βέη, (σε πολλά έντυπα) του Θανάση Θ. Νιάρχου, της ποιήτριας Βερονίκης Δαλακούρα (εφ. «Το Βήμα») και πολλών άλλων. Από τον χώρο του Πειραιά συναντάμε την περίπτωση του Στέλιου Γεράνη, (βλέπε Λογοτεχνία των Ελλήνων του Χάρη Πάτση, και σε φιλολογικά περιοδικά) του πεζογράφου Χρήστου Λεβάντα, του πανεπιστημιακού και κριτικού Βρασίδα Καραλή, της φιλολόγου Αμαλίας Καραλή, του κυρού, πανεπιστημιακού και κριτικού Βαγγέλη Αθανασόπουλου (περ. «Διαβάζω» «Βιβλιοθήκη» και αλλού) και άλλων συγγραφέων-κριτικών. Οι δημιουργοί αυτοί, εκτός από ποιητές, διηγηματογράφοι, μυθιστοριογράφοι, ανθολόγοι, ιστορικοί, ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας υπηρέτησαν και τον χώρο της κριτικογραφίας, της κριτικής βιβλίου κατά μεγάλα διαστήματα της συγγραφικής τους πορείας. Όσον αφορά την περίπτωση του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη έχουμε την μικρή επιλογή κριτικών του σημειωμάτων τα οποία συγκεντρώθηκαν και κυκλοφόρησαν ξεχωριστά στον τόμο Τάσος Λειβαδίτης, «Έλληνες Ποιητές», Πρόλογος Τίτος Πατρίκιος, Επίλογος Θανάσης Θ. Νιάρχος εκδ. Καστανιώτη 2005 βλέπε εργογραφία του στο πρώτο σημείωμα 17/12/2001.

     Αν ξεφυλλίσουμε παλαιές εφημερίδες και τίτλους  λογοτεχνικών περιοδικών,-αλλά και ποικίλης ύλης περιοδικά, όπως τα γνωστά μας «Επίκαιρα», «Ο Ταχυδρόμος», «Φαντάζιο», «Πάνθεο», «Εκλογή», «Ρομάντζο», νεότερων χρόνων όπως το «Το Τέταρτο», «Σύναξη» το «Κλικ», το “Play Boy”, περιοδικά Ένθετα των εφημερίδων, τηλεοπτικά όπως το «Αθηνόραμα» βλέπε τις κριτικές του Κωστή Παπαγιώργη, «Η Ραδιοτηλεόραση» βλέπε Ανδρέα Καραντώνη, «Τηλέραμα» κλπ.- διαβάσουμε και εξετάσουμε τα κριτικά κείμενα και τις βιβλιοπαρουσιάσεις που δημοσιεύθηκαν, (όχι τα δελτία τύπου) θα διαπιστώσουμε ότι η κριτική ματιά παλαιότερων και σύγχρονων κριτικών αντρικών και γυναικείων φωνών, η ερμηνευτική τους προσέγγιση, είναι αλληλένδετη με την ιστορική τους σκοπιά και συνήθως, βιωμένη τραυματική ή βασανιστική ιστορική εμπειρία, το ιδεολογικό και πολιτικό τους πιστεύω. Βλέπε πχ. περιοδικό "Ουτοπία", εφημ. "Πριν", κ.ά. Σημειώνω κάτι μάλλον ευρέως γνωστό στους παροικούντες την λογοτεχνική Ιερουσαλήμ και τα εκλεκτικά προάστια των εφημερίδων και των περιοδικών, ότι αρκετές (εν συνόλω) φορές, δεν είναι «καθαρές» οι κριτικές προσεγγίσεις, (αν υφίσταται τέτοιος όρος). Είναι λογοτεχνικές κριτικές, πλησιάσματα και διαβάσματα έργων, περισσότερο μάλλον, είναι ερμηνευτικές και φιλολογικές πλοηγήσεις με γνώμονα τις ιδεολογικές αξίες και ρυθμιστικούς κανόνες, τις  ατομικές πεποιθήσεις περί λογοτεχνίας-ποίησης και τέχνης ευρύτερα των χρόνων των ατομικών και συλλογικών βιωμάτων και αγώνων των ελλήνων και ελληνίδων συγγραφέων, οι οποίοι έζησαν τις δύσκολες και μεταβατικές αυτές περιόδους. Ένα ξεφύλλισμα στο παραδοσιακό λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία» θα μας δείξει τις αλλαγές αυτές και τις προσμείξεις. Λογοτεχνίας με την Ιστορία. Ο κριτικός λόγος, (ορισμένες φορές και η θεατρική κριτική) γίνεται το έναυσμα για να αναφερθούν και να μιλήσουν οι κριτικοί για την αλλαγή των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών συνθηκών της ελληνικής κοινωνίας. Των αναμοχλεύσεων και ζυμώσεων μέσα σε αυτήν, καθρεφτιζόμενων σε δύο ισότιμα δώματα εξέτασης και καταγραφής. Της Ιστορίας και της Λογοτεχνίας. Μαζί με την «Νέα Εστία» και άλλων ασφαλώς περιοδικών, θα προσθέταμε και το παλαιό περιοδικό «Διαβάζω», μέσα από τις σελίδες του οποίου πέρασαν τα μοντέρνα και σύγχρονα ευρωπαϊκά και αμερικάνικα πεδία εξέτασης και έρευνας, θέσεων και κρίσεων συγγραφέων και θεωριών του δυτικού κόσμου που υιοθετήθηκαν από τους έλληνες συγγραφείς-κριτικούς και άλλαξαν την οπτική τους προσέγγιση. Πολλοί τίτλοι σύγχρονων λογοτεχνικών περιοδικών, όπως «Η Λέξη», «Το Δέντρο», το «Πλανόδιο», «Η Ποίηση», «Η Σύγκριση» φιλοξένησαν στις σελίδες τους την σύγχρονη ευρωπαϊκή και αμερικάνικη πρωτοπορία η οποία αγκαλιάστηκε από τις κριτικές φωνές και δόθηκε ως κανόνας ερμηνείας. Περισσότερο π.χ. από πιο παραδοσιακά περιοδικά όπως ήταν «Η Ευθύνη» του Κώστα Τσιρόπουλου, τα «Αιολικά Γράμματα» του Κώστα Βαλέτα, η «Διαγώνιος» του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, η «Πνευματική Εστία» του Μιχάλη Σταφυλλά, "η γραφή" της Λάρισσας κλπ. Ανοίγματα συναντάμε στην ύλη του λογοτεχνικού περιοδικού "Ομπρέλα" του Μάκη Αποστολάτου. Την τελευταία πενταετία,-εκτός από τις υπάρχουσες εκδόσεις- κυκλοφόρησαν δύο σημαντικά μελετήματα από δύο καταξιωμένους έλληνες κριτικούς, δοκιμιογράφους, μεταφραστές. Αναφέρομαι στον ογκώδη πολυσέλιδο τόμο του κριτικού Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, «Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΚΚΡΕΜΟΥΣ. Άτομο και κοινωνία στη νεότερη ελληνική πεζογραφία: 1974-2017» εκδ. Πόλις 2018 και Δημοσθένη Κούρτοβικ, «η ελιά και η φλαμουριά» Ελλάδα και Κόσμος. Άτομο και Ιστορία στην Ελληνική Πεζογραφία 1974-2020. Εκδ. Πατάκη 2020. Και στις δύο σημαντικές μελέτες (απαραίτητες σε όσους ασχολούνται με την κριτική) αντιλαμβανόμαστε άμεσα το παράλληλο βάδισμα, την συνεξέταση των αλλαγών και γεγονότων στην πεζογραφία και την ιστορία μέσα στην ελληνική κοινωνία των χρόνων που ακολούθησαν την μεταπολίτευση του 1974 και εξετάζουν, φωτίζουν οι δύο συγγραφείς. Εργασίες βάθους και εύρους. Βλέπουμε δηλαδή ότι οι νεότεροι κριτικοί επαναπροσδιορίζουν τα κριτήριά τους, το βλέμμα τους, σύμφωνα και με τις ερμηνευτικές ανάγκες και διευκρινιστικούς φωτισμούς της Ιστορίας. Τα έργα αυτών των δεκαετιών κυοφορήθηκαν στις συγκεκριμένες δραματικές και τραγικές στιγμές. Έτσι το κατοπινό «παραμύθι» της εξιστόρησης της Ιστορίας έρχεται να συμπληρωθεί από την «παραμυθία» της μυθοπλασίας ολοκληρώνοντας με αυτόν τον τρόπο το παζλ του χρόνου και του χώρου. Μήπως, δεν είναι άρρηκτα και αρμονικά, ισορροπημένα αποτυπωμένη η καθ’ εαυτό Ιστορία και η μαρτυρία της στα οικογενειακά πορτραίτα του Θανάση Πετσάλη-Διομήδη; Του Τάσου Αθανασιάδη, στα μυθιστορήματα της Διδώς Σωτηρίου, του Ηλία Βενέζη, του Στράτη Μυριβήλη, του Στρατή Δούκα και τόσων άλλων όσον αφορά την Επανάσταση του 1821, την Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 των κατοπινών ιστορικών περιπετειών της Ελλάδος; Μπορούμε να μιλάμε δηλαδή όταν προσεγγίζουμε ένα πεζογράφημα ή ποιητική σύνθεση και την παρουσιάζουμε για «καθαρή» λογοτεχνική κριτική ή για ιστορικίζουσα λογοτεχνική κριτική; Μήπως ιστορικοποιήσαμε τον λογοτεχνικό χώρο μέσα στις καλές μας θεματικές και κριτικές προθέσεις ή όχι; Το ίδιο δεν θα λέγαμε και για τον χώρο της ποίησης στον οποίο ανήκει και ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης; Γνωστό δεν είναι σε όσους ασχολούνται με την κριτική ότι μοντέλο κριτικής εξέτασης και ανάγνωσης, καθιέρωσης φωνών και έργων υπήρξε το αριστερόστροφων βλεμμάτων περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης», ενώ από την αντίπερα ιδεολογική όχθη, την αστική, αντίβαρο μοντέλο κρίσεων και κανόνων ήταν το περιοδικό «Εποχές» που διακόπηκε από την δικτατορία. Αλλά και ελληνικός λογοτεχνικός κανόνας δεν υπήρξε το  έργο του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας», εκδόσεις Ίκαρος 1975 σε πολλές της επανεκδόσεις, για πολλές γενιές ελλήνων και ελληνίδων; Αλλά για να μην πλατειάζουμε ξεφεύγοντας από το αρχικό ζήτημα που είναι το τρίτο σημείωμα, μιας Πολυκριτικής για τον Ποιητή, κριτικό και δοκιμιογράφο Τάσο Λειβαδίτη, ας θέσουμε μόνο το εξής ερώτημα. Τι θέση κρατά ο κριτικός και δοκιμιογραφικός λόγος μέσα στην ομάδα των αριστερών και κομμουνιστών συγγραφέων της εποχής του; και μέσα στις άλλες ελληνικές καταξιωμένες φωνές; Τα κριτικά του σημειώματα αποτελούν κόμβους επαναπροσδιοριστικής προσέγγισής μας σε έργα της ποίησης ή της πεζογραφίας; Αναπνέουν ακόμα μετά από τόσες δεκαετίες ή σιώπησαν και ανήκουν στην ιστορία της ελληνικής γραμματείας;

Δ) Η αντιγραφή της κριτικής του Τάσου Λειβαδίτη, για την ποιητική συλλογή της Αγνής Σωτηρακοπούλου-Σχινά, «Πικρή Βλάστηση», Αθήνα 1976, δεν συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο με τις επιλογές των κριτικών του, Καστανιώτη 2005, αλλά από φύλλο της εφημερίδας του αρχείου μου. (παρατηρώντας ότι το επίθετό της γράφεται με δύο "εκδοχές". είναι τα χαριτωμένα λαθάκια των τυπογράφων).

Ε)Το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη, «Γράμματα στον υπόνομο» το αντιγράφω από το περιοδικό «Σχεδία» τεύχος 2/15 Μαρτίου 1989, στην σελίδα 1. Pro domo.

ΣΤ) Σταθερός συνεργάτης των εφημερίδων του συγκροτήματος Λαμπράκη (ΔΟΛ), «Το Βήμα» και «Τα Νέα», ο γεννημένος στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας αλλά καταγόμενος από την Κάρπαθο, συγγραφέας και δημοσιογράφος Βάσος Βαρίκας (1912-;/9/1971) μας κληροδότησε πέρα από τις καθεαυτό λογοτεχνικές του μελέτες και τις εκατοντάδες βιβλιοκριτικές του και κριτικά του σημειώματα, καθώς και θεατρικές κριτικές του. Το 1945 αρχίζει η δημοσιογραφική του καριέρα στην απογευματινή εφημερίδα «Τα Νέα» που κράτησε μέχρι το τέλος του επίγειου βίου του (διετέλεσε πολιτικός συντάκτης, αρχισυντάκτης, διευθυντής σύνταξης κλπ.). Το 1947 αναλαμβάνει τη στήλη Βιβλιοκρισίας στα «Νέα» και τη συνεχίζει από το 1954 στην πρωινή εφημερίδα «Το Βήμα». Ενώ από το 1955 γράφει την κριτική θεάτρου στα «Νέα», όπως μας πληροφορούν τα εξώφυλλα των βιβλίων του. Την λογοτεχνική του δραστηριότητα την συναντάμε από το 1935-ως υπεύθυνου του περιοδικού «Το Χρονικό του Βιβλίου»- σε διάφορα έκτοτε λογοτεχνικά περιοδικά. Όπως τα «Πολιτικά Φύλλα», η «Νέα Εστία», τα «Φιλολογικά Χρονικά», η "Ελληνική Δημιουργία», τα «Καλλιτεχνικά Χρονικά», η «Καινούργια Εποχή» και σε άλλα.

Ζ) Ο κυρός Κώστας Τσαούσης για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε σταθερός συνεργάτης της εφημερίδας «Έθνος», κρατούσε την σελίδα της κριτικής και της παρουσίασης των νέων εκδόσεων. Αν δεν με απατά η μνήμη, πριν την συνεργασία του με το «Έθνος» δημοσίευε και στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία». Σε παλαιότερη αναδημοσίευση βιβλιοκριτικής του, έχω αναφερθεί στην συνάντηση μαζί του και στις συνομιλίες μας. Ήταν τακτικός επισκέπτης του βιβλιοπωλείου του συχωρεμένου Τάσου Πιτσιλού. Ο Κώστας Τσαούσης συνήθιζε μετά από τις παρουσιάσεις και κριτικές του να δημοσιεύει στο κάτω μέρος της σελίδας μετά το κείμενό του ένα μικρό απόσπασμα από τις Βιογραφικές εγκυκλοπαίδειες της εποχής για τον κρινόμενο ποιητή, πεζογράφο κλπ., και κατέγραφε την ημερομηνία γεννήσεως ή θανάτου του και μια ενδεικτική εργογραφία των έργων του. Το ίδιο πράττει και στο παρόν κριτικό του σημείωμα. Μεταφέροντας ενδεικτική κρίση του Δ. Π. Κωστελένου, από την «Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια των Ελλήνων» των εκδόσεων Κ. Παγουλάτου. Επίσης, μνημονεύει και προηγούμενες κριτικές τους για προηγούμενα έργα των κρινόμενων συγγραφέων. Το ίδιο έχουμε και για τον Τ. Λειβαδίτη. Χρήσιμες πληροφορίες για όσους αποδελτιώνουν δελτάρια κριτικογραφίας συγγραφέων. Συστηματική καταγραφή της ελληνικής κριτικογραφίας της εποχής τους,-των νέων εκδόσεων- έκαναν οι συνεργάτες του λογοτεχνικού περιοδικού «Διαβάζω» με τα γνωστά ένθετα αριθμημένα Δελτάριά τους, για μεγάλο διάστημα. Από μία χρονιά και έπειτα, τα Δελτάρια ενσωματώθηκαν στις τελευταίες σελίδες του περιοδικού.

Η) Για την ποιητική συλλογή «Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια» Αθήνα 1958 βλέπε επίσης και κριτικό σημείωμα του Ανδρέα Καραντώνη στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» τ.16/ Χειμώνας 1959, σ. 275-276. Την λέξη «αλογίσια» άλλοτε την συναντάμε με (ι) και άλλοτε με (η) «αλογήσια».

Θ) Για την ποιητική συλλογή «Ο Τυφλός με το λύχνο», Κέδρος 1983 βλέπε επίσης, Κώστας Σταματίου, εφ. Τα Νέα 17/9/1983 και το ίδιο στο δίτομο Κ.Σ., «Το Βιβλίο και ο Χρόνος», Καστανιώτη 2004 σ.339-340.-Θανάσης Θ. Νιάρχος, περιοδικό «Η Λέξη» τχ. 27/9, 1983, σ. 804-805. «Με το εικοστό βιβλίο του, τον «Τυφλό με τον λύχνο» (δεκαεννιά βιβλία ποίησης και ένα πεζογραφίας σε τριάντα, τριανταένα για την ακρίβεια χρόνια συγγραφικής δημιουργίας), ο Τάσος Λειβαδίτης μας καλεί στην αναγνώριση μιάς περιοχής που την έχει ανασκάψει σε πλάτος και σε βάθος τέτοιο, ώστε δικαιολογημένα θα μπορούσε κανείς τη γεώτρησή της να την αποδώσει σε λόγο πολύ περισσότερο ποιητών και μάλιστα ποιητών που έχουν ζήσει σε εποχές διαφορετικές μεταξύ τους. Συνηθίζω να προσέχω με ιδιαίτερη ένταση τον τίτλο ενός ποιητικού βιβλίου κι έχω παρατηρήσει συχνά πως και μόνο η μελέτη των τίτλων που έχει χρησιμοποιήσει ένας ποιητής στα επί μέρους βιβλία του, μπορεί να οδηγήσει σε αξιοπρόσεκτα συμπεράσματα.» Και κλείνει το κριτικό του σημείωμα το συγγραφέας, επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής Θανάσης Θ. Νιάρχος: «Αν κάποτε ο Λειβαδίτης μας συνέπαιρνε με τη φτερωμένη, γοργή περπατησία ενός μουσικού στίχου που έκλεινε δυνάμεις σε κίνηση τόση ώστε δεν τους χρειάζονταν να είναι απόλυτα συνειδητοποιημένες  για να λειτουργήσουν, σήμερα μπορεί να συνεπάρει τις φορτισμένες με μίαν απόλυτα πνευματοποιημένη ιστορική κούραση συνειδήσεως όπως αλλοτινά «πιστεύω» και ερήμην τους σημερινές «προδοσίες» έδεσαν  σε βιώματα συγκλονιστικά και με το να τους ξανανοίξουν μιάν όραση πολύ ευρύτερη από τις συνθήκες που μέσα τους δοκιμάστηκαν, τις μετατρέπουν σε φορείς ενός λόγου όχι μόνο ηθικά και ποιητικά δικαιωμένου, αλλά και κρίσιμου για την ίδια μας τη ζωή.».

Ι) Για την ποιητική συλλογή «Βιολέτες για μια εποχή», Κέδρος 1985, βλέπε ακόμα κριτικά σημειώματα των: Σπύρου Τσακνιά, περ. «Η Λέξη» τχ.46/7,8,1985, σ.(679-681), στις σελίδες «η κρίση του βιβλίου». -Ηλία Κεφαλά, περ. «Ευθύνη» τχ. 417/9,2006, σ.(471-472) στις σελίδες (Ο Ηλίας Κεφαλάς τον μήνα αυτόν ξαναδιάβασε). -Γιώργος Δ. Κεντρωτής, περ. «Διαβάζω» τχ. 143/7-5-1986, σ.(61-62), «τα κρύφια και τα αλλότρια».- Γ(ιώργος) Γ(αλάντης), περ. «Διαβάζω» τχ. 148/16-7-1986, σ.(35). -Βαγγέλης Ψυράκης, εφ. «Η Μεσημβρινή» 21/6/1985, σ. (27). «της ανθρωπιάς και της….».-Βερονίκη Δαλακούρα, εφ. «Το Βήμα» 21/7/ 1985, σ.(22). «Ένας τραγικός της ύπαρξης».- Έλενα Χουζούρη, περ. «Γράμματα και Τέχνες» τχ. 46/7,8,1986, σ. (36-37), «Προβληματική ποίησης και ποιητικής».- Κώστας Σταματίου, εφ. «Τα Νέα» 7/9/1985, και στο δίτομο έργο του «Το Βιβλίο και ο Χρόνος», Καστανιώτη 2004, σ.(571-573). -Αλέξανδρος Αργυρίου, εφ. «Τα Νέα» 14/8/1985. -Γιώργος Κ. Καραβασίλης, εφ. «Η Πρώτη» 30/5/1986. -Δημήτρης Σταμέλος, εφ. «Ελευθεροτυπία» 6/3/1986 και ακόμα, εφ. «Ο Ριζοσπάστης» 1/9/1985, περιοδικό «Αντί» τχ. 301/11-10-1986.

Κ) Η κριτική παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του Τάσου Λειβαδίτη «Ανακάλυψη» εκδ. Κέδρος 1978, από την Μαρία Παπαδοπούλου, γίνεται μαζί με βιβλία άλλων ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Πληροφοριακά να αναφέρουμε ότι η Μαρία Παπαδοπούλου υπήρξε σύζυγος του πειραιώτη κριτικού Κώστα Σταματίου. Και οι δύο ήσαν μόνιμοι συνεργάτες του δημοσιογραφικού εκδοτικού συγκροτήματος του κυρού Χρήστου Δ. Λαμπράκη. Στο σαλόνι της εφημερίδας που δημοσιεύονται οι κριτικές αναφέρονται τα τρία ονόματα των κριτικών: «Γράφουν: Φ. (άνης) Κλεάνθης, Μ(αρία) Παπαδοπούλου, Κ.(ώστας) Σταματίου. Ο γενικός τίτλος είναι «Μπέρτολτ Μπρέχτ (και άλλα ποιήματα). Κρίνονται μαζί με την συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη, τα «Ποιήματα» του γερμανού θεατράνθρωπου Μπέρτολτ Μπρέχτ σε μετάφραση του πειραιώτη Μάριου Πλωρίτη που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Θεμέλιο. Επίσης, βιβλιοκρίνεται η ποιητική συλλογή της ποιήτριας και μεταφράστριας Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, «Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης» εκδόσεις Τράμ, της ποιήτριας και μεταφράστριας Παυλίνας Παμπούδη, «Αυτός Εγώ», εκδόσεις Τράμ. Επίσης, η ποιητική συλλογή του Κώστα Λαζανά, «Άθρυπτος θρόμβος», εκδόσεις Κέδρος, του ποιητή και φιλόλογου Σταύρου Βαβούρη, «Ποιήματα» εκδόσεις Ερμής, καθώς και η μετάφραση της Ομηρικής «Οδύσσειας» 1974, από την τότε γυμνασιάρχη Αγγελική Πανωφοροπούλου-Σιγάλα η οποία έχει μεταφράσει επίσης, την «Ιλιάδα» 1971, την «Άλκηστη» του Ευριπίδη 1961 και τον «Ιππόλυτο» 1962. Ενώ το 1971 μεταγλώττισε και κυκλοφόρησε το έργο «Αινειάδα» του αρχαίου ρωμαίου ποιητή Βιργιλίου. Την παρουσίαση της παλαιάς φιλολόγου έκανε ο Φάνης Ν. Κλεάνθης. Και μια σημείωση. Τα βιβλία της η Αγγελική Πανωφοροπούλου τα εξέδιδε ιδίοις αναλώμασι και αν της τα ζητούσαν τα πρόσφερε δωρεάν.

Λ) Την κριτική φωνή του πειραιώτη δημοσιογράφου και κριτικού Τάκη Μενδράκου, την έχουμε χαρεί σε διάφορες εφημερίδες και περιοδικά.  Όπως στην εφημερίδα «Η Αυγή» της οποίας υπήρξε σταθερός συνεργάτης- διαβάζουμε το κριτικό του σημείωμα για την ποιητική συλλογή του Τ. Λειβαδίτη, «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα». Κριτικές και μικρές του μελέτες έχει δημοσιεύσει στην παλαιά πολιτική εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», το παλαιό περιοδικό ποικίλης ύλης «Επίκαιρα» και σε άλλα έντυπα στα οποία σταδιοδρόμησε σαν δημοσιογράφος. Το 1990 από τις εκδόσεις Σοκόλη κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μικρές Δοκιμές» Κριτικά Σημειώματα & Άρθρα. Πεζογραφία-Ποίηση. Ο τόμος περιλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος από τις κριτικές και κείμενα που έγραψε ο Τάκης Μενδράκος στο περιοδικό «Επίκαιρα» για έλληνες συγγραφείς που δεν υπήρχαν πια ανάμεσά μας. Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερεις ενότητες. Α΄ Ποίηση. Β΄ Πεζογραφία. Γ΄ Μαρτυρίες. Δ΄ Νέκυα. Κοινός άξονας των δημοσιεύσεων είναι ότι αναφέρονται σε πρόσωπα και κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας της εποχής μας. Η φωνή του πειραιώτη κριτικού είναι πάντοτε χαμηλόφωνη χωρίς κόχες και αποφθεγματικές «ακρότητες», οι κρίσεις του είναι συνήθως ήπιες και ίσως, αναμενόμενες. Το της γραφής του ύφος είναι απλό αλλά εύληπτο. Στον «γραφιά» Μενδράκο μάλλον πρυτανεύει η ιδιότητα του δημοσιογράφου από εκείνη του κριτικού της ελληνικής λογοτεχνίας. Ανάμεσα στους έλληνες ποιητές και πεζογράφους που διακρίνουμε είναι αυτό του υδραίου ποιητή Μίλτου Σαχτούρη, της ποιήτριας και μεταφράστριας Μαρίας Λαϊνά, της ποιήτριας της γενιάς του 1970 Παυλίνας Παμπούδη. Ακόμα, εκθέτει τις απόψεις του για το μυθιστόρημα «Ο ωραίος λοχαγός» του Μένη Κουμανταρέα, το βιβλίο «Ιστορία» του Γιώργη Γιατρομανωλάκη, τον Λουκή Ακρίτα, τα «Φιλολογικά Απομνημονεύματα» του Κώστα Βάρναλη, το βιβλίο «Η Τρίπολη του Πόντου» της πεζογράφου Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ και άλλων. Στην τέταρτη ενότητα την «Νέκυα» όπως εύγλωττα μας λέει ο τίτλος έχουμε κείμενά του για τον πεζογράφο της τριλογίας Στρατή Τσίρκα, τον ποιητή Μηνά Δημάκη, τον ποιητή Τάκη Σινόπουλο, τον κριτικό και ποιητή Ανδρέα Καραντώνη, τον πειραιώτη θαλασσινό ποιητή Νίκο Καββαδία, τον αυτόχειρα ποιητή και ανθολόγο Αλέξη Τραϊανό, τον Ελληνοεβραίο Γιωσέφ Ελιγιά, τον μυθιστοριογράφο του «10» και του «Γιούγκερμαν» Μ. Καραγάτση και άλλων. Η κριτική του για τον Τ. Λειβαδίτη δεν συμπεριλαμβάνεται στον τόμο. Συμπληρωματικά να αναφέρουμε ότι για την συλλογή αυτή του Τάσου Λειβαδίτη έχουν επίσης μεταξύ άλλων ασχοληθεί σε σημειώματά τους οι εξής: Κώστας Σταματίου, εφημερίδα «Τα Νέα» 16/5/1987 με τον τίτλο «Σκοτεινιάζει». Ο Τάκης Καρβέλης στο περιοδικό «Το Τράμ» τχ. 3/10, 1987. Ο Βαγγέλης Κάσσος στην εφημερίδα «Το Βήμα» 9/8/1987, (κάτω από τον τίτλο «Η ταπεινοσύνη δύο ποιητών» συνεξετάζεται η συλλογή του Τ. Λ. μαζί με την συλλογή του Γιάννη Ρίτσου, «Ανταποκρίσεις»). Ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος στο περιοδικό «Ένα» 2/7/1987, ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» τχ. 51/6,8,1987, σ. 21. Ο κριτικός της εφημερίδας «Έθνος» Κώστας Τσαούσης, «Έθνος» 17/5/1987 υπό τον γενικό τίτλο, «Περιπλάνηση ενός ποιητή». (Ο Κ. Τσαούσης τα κριτικά του σημειώματα για τον Τ.Λ. τα συνοδεύει με φωτογραφία του ποιητή ή συνηθέστερα, έχουμε μια κοινή ασπρόμαυρη φωτογραφία του Λειβαδίτη με τον πειραιώτη ποιητή Στέλιο Γεράνη του 1977). Ακόμα ο κυρός κριτικός και εκδότης Κώστας Γ. Παπαγεωργίου υπογράφει το κείμενο «Το σημείο του παρόντος». Βλέπε και τόμο «Τα άδεια γήπεδα» Ποιητικές κριτικές δοκιμές, εκδόσεις Σοκόλη 1994, σ. 159-164. Ο κριτικός Κώστας Γ. Παπαγεωργίου μας έχει δώσει επίσης μια ενδιαφέρουσα ανάλυση του ποιητικού προσώπου του Τάσου Λειβαδίτη, στο πολιτικό περιοδικό «Αντί» τεύχος 59/27-11-1976, με τίτλο «Το μεταίχμιο της αλλαγής στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη», σελίδες 34-37. Στις ίδιες σελίδες του περιοδικού ο Γιώργος Παπαλεονάρδου, βιβλιοκρίνει δύο συλλογές του Τ. Λ. «Σκοτεινή πράξη» 1970 και «Νυχτερινός Επισκέπτης» 1972. Και οι δύο συστεγάζονται κάτω από τον γενικό τίτλο «Η νέα ποίηση του Λειβαδίτη». Τέλος, για την συλλογή «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» ο Ηλίας Καφάογλου δημοσιεύει στην εφημερίδα «Η Αυγή» το κείμενο «Το τέλος και το όριο». Τάσου Λειβαδίτη: «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα (εκδόσεις Κέδρος) ή η σκηνοθεσία μιας αποχώρησης. Ο ίδιος βιβλιοκρίνει την συλλογή και στις σελίδες 177-179 του λογοτεχνικού περιοδικού «Η Λέξη» τεύχος 82/2,1989.

Συμπληρωματικά ακόμα να αναφέρουμε ότι για την συλλογή «Συμφωνία αριθμός 1» έχουμε το κριτικό σημείωμα του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» τεύχος 43/7,1958, σ. 64-66 και το σημείωμα του Ανδρέα Καραντώνη στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» τχ. 16/Χειμώνας 1959, σ. 275-276, μαζί με την συλλογή «Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια».

      Εν κατακλείδι, στο τρίτο αυτό σημείωμα Πολυκριτική στον ποιητή και αγωνιστή Τάσο Λειβαδίτη, αντέγραψα και μεταφέρω κείμενα τα οποία έχουν να κάνουν με τις ποιητικές συλλογές που κατά καιρούς εξέδωσε. Και από αυτό το σημείωμα διαπιστώνουμε ότι ο Λειβαδίτης, κρατά σταθερά το ενδιαφέρον και την προσοχή των κριτικών φωνών της εποχής του αλλά και των νεότερων χρόνων. Και αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι είτε είναι σύντομα αλλά περιεκτικά τα κριτικά σημειώματα είτε είναι μακροσκελείς οι παρουσιάσεις, οι κριτικοί της εποχής μας και δημοσιογράφοι γράφουν για όλα του σχεδόν τα βιβλία πάνω από μία φορά. Άφησα τέλος απέξω τα κριτικά του σημειώματα για την συναγωγή των δικών του κριτικών και μελετημάτων που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Καστανιώτη και τον τόμο με τα Διηγήματά του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Το Εκκρεμές» που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Θεμέλιο 1966 και ξανά από τις εκδόσεις Κέδρος 1978. Βλέπε τις κρίσεις των:  Δημήτρη Ραυτόπουλου, «Ένα υπαρξιακό χρονόμετρο» περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» τχ. 146/2,1967, σ. 203-208. Τώρα και στον τόμο «Η Κρίσιμη Λογοτεχνία», εκδ. Καστανιώτη 1986, σ.195-207. -Αλέξανδρος Κοτζιάς, εφημερίδα «Η Μεσημβρινή» 21/1/1967, σ.10 και στον τόμο «Αφηγηματικά Κριτικά Κείμενα Β΄» Κέδρος 1984, σ. 148-150. -Βάσος Βαρίκας, εφ. Το Βήμα 9/4/1967, σ.8 «Δοκιμές και επιτεύγματα». Και στο βιβλίο του, «Συγγραφείς και Κείμενα» Β΄ (1966-1968) εκδ. Ερμής 1980, σ. 140-142. Και για την τέταρτη έκδοση των Διηγημάτων βλέπε και ισχνή αναφορά στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 9/2/1993.

     Εδώ ας σταθώ που θα έλεγε και ο Αλεξανδρινός ποιητής, και αφήνοντας την ανάγνωση των κριτικών σημειωμάτων ας πάρουμε στα χέρια μας τους τόμους με τα ποιήματα του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη και ας τον αφήσουμε να μας τιμήσει με την μελωδική και λυρική φωνή του. Σαν τη φωνή ενός Κύκνου που υμνωδεί το καλό, το αγωνιστικό και το ανθρώπινο μέσα στην ανθισμένη ματαιότητα της Ζωής μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Κυριακή 9/1/2022. 

ΥΓ. Με την έλευση της νέας χρονιάς ο πειραιώτης ποιητής Αντώνης Α. Ζαρίφης, κυκλοφόρησε την νέα του ποιητική συλλογή με τίτλο "Θεραπευτήριον εγκαυμάτων", Πειραιάς 2021, σελίδες 56. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε από τις Εκδόσεις-Γραφικές Τέχνες, "Γεωργία Μουρούσια- Μαρία Ελένη Μουρούσια Ο.Ε." Κολοκοτρώνη 144 Πειραιάς.    

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου