Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

Χειρόγραφα του Φθινοπώρου. Η μεταθανάτια συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη

 

               Το τελευταίο ποιητικό κληροδότημα του Τάσου Λειβαδίτη

Απάνθισμα  βιβλιοκριτικών για τα «Χειρόγραφα του φθινοπώρου» και όχι μόνο

        Πάνε δεκαετίες τώρα, όταν φιλικό πρόσωπο μου ζήτησε να δώσω μιά ομιλία στην Αθήνα για τον ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο. Γνώριζε την αγάπη και τον θαυμασμό μου για το τιτάνιο έργο του, τον σεβασμό μου στους διαρκείς και σταθερούς του αγώνες, προσωπικές ταλαιπωρίες, αρρώστιες, εξορίες και φυλακίσεις που υπέστει στην διάρκεια του βίου του παραμένοντας ως άτομο και ως ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο παρ’ ολίγον χορευτής, υπερήφανος και ακλόνητος αγωνιστής, διαπρύσιος κήρυκας των πολιτικών του επιλογών και ιδεολογιών πεποιθήσεων. Ο αγαπητός παλαιός φίλος γνώριζε ότι δεν ήμουν ιδεολογικός ομοϊδεάτης του ποιητή, ότι ακολουθούσα στις πολιτικές μου θέσεις, υποστήριζα τα αστικά κοινοβουλευτικά καθεστώτα των ανοιχτών δημοκρατικών κοινωνιών, της ελεύθερης κοινοβουλευτικής εκλογής, των εναλλαγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία. Τα καθεστώτα των δυτικών δημοκρατιών τα οποία παρείχαν περισσότερες δημοκρατικές, οικονομικές και κοινωνικές ελευθερίες στους πολίτες τους παρά τις αδυναμίες και ανακολουθίες τους, τα πισωγυρίσματά τους, τα σκάνδαλα των εκπροσώπων τους στην άσκηση διακυβέρνησης. Αυτές οι πολιτικές θέσεις μου δεν με εμπόδιζαν, να επαναλάβω για μία ακόμα φορά, να τρέφω βαθύ σεβασμό στο άτομο και το έργο του Γιάννη Ρίτσου. Να αγοράζω τις ποιητικές του συλλογές, να τις διαβάζω και να χαίρομαι που η Ελλάδα έβγαζε τέτοιου διαμετρήματος δημιουργούς. Όταν ήρθε το ευτυχές για εμένα πλήρωμα του χρόνου και τον συνάντησα από κοντά στον χώρο του, σε αυτό το ιερό κελλί-σπουδαστήριο της ποίησης, τότε κατάλαβα, συνειδητοποίησα τι τεράστιου μεγέθους πνευματική φυσιογνωμία υπήρξε αυτός ο ταλαντούχος και αιώνια επαναστάτης Ποιητής. Τότε θαύμασα για πρώτη φορά από κοντά και την ζωγραφική του τέχνη. Την σκουρόχρωμη αλλά καθαρών γραμμών λεπτή σχεδιαστική του μαεστρία προσώπων και σωμάτων, γυμνών συμπλεγμάτων, που εικονογραφούσε πάνω στις Σαμιώτικες κροκάλες και άλλες μικρού και μεγάλου μεγέθους πέτρες. Τις οποίες ο ποιητής συνέλεγε από τις παραλίες των νησιών που βρίσκονταν κατά μεγάλα διαστήματα εξορία. Μια άλλη πλευρά της σημαντικής δημιουργίας του-η Ζωγραφική-συμπλήρωνε επάξια την Ποιητική του υπερ-παραγωγή και έργο.

      Ογκώδης και πολύτιμη η ποιητική παρακαταθήκη του Γιάννη Ρίτσου, πάμπολλα και τα ερμηνευτικά της κλειδιά πλησιάσματός της. Θεματικά πλούσια και πολύχρωμη, πολυδιάστατη, αγκαλιάζει κάθε μικρολεπτομέρεια της ανθρώπινης ζωής. Ένας εργατοτεχνίτης σχεδιαστής και των παραμικρών λεπτομερειών των κοινωνικών και καθημερινών συνηθειών του ανθρώπου, του χώρου που κινείται, δρα, παλεύει για ψωμί, δουλειά, δικαιοσύνη, ισότητα, ελευθερία. Ποίηση μακρόπνοη και κατακλυσμιαία, φωνή τεχνικά άρτια παρά τις δεκάδες επαναλαμβανόμενες υμνητικές της «ιαχές». Χιλιάδες επαναλαμβανόμενες εικόνες χαράς, ιαμβικών εξάρσεων, επαναστατικών συνθημάτων μα και πόνου, βασάνων, θλίψης, θανάτου. Υφολογικά μάλλον σταθερή στις περισσότερες πτυχές της, γλώσσα απλή, καθημερινή, ένα ποιητικό κουβεντολόι που δεν έχει αρχή ούτε τέλος. Μια γλώσσα ομιλίας ενδιαφέρουσα σε όλες τις πλευρές και αποτυπώσεις της. Στην ωκεάνια θεματογραφία του συναντάμε ποιητικά υποστρώματα δυσθεώρητων βάθους, ευρυχωρίας που δεν αναγνωρίζουμε συχνά σε έλληνες ποιητές. Ίσως μόνο στον ποιητή και δάσκαλο της ποίησης Κωστή Παλαμά. Το πολύτομο ποιητικό, πεζογραφικό και μεταφραστικό έργο του Ρίτσου, υπερβαίνει τους 20 πολυσέλιδους τόμους οι οποίοι κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος. Αν η μνήμη δεν με απατά η μοναχοκόρη του συγγραφέας, Έρη Ρίτσου, μας μίλησε για άλλους 11τόμους ανέκδοτης εργασίας του σε τηλεοπτική της συνέντευξη. Ένα τιτάνιο έργο το οποίο μας αποκαλύπτει το μεγαλείο και την ποιότητα της φωνής του, τον χαρακτήρα και το ήθος των ποιητικών του εργασιών. Τα μεγέθη των συλλήψεων και της φαντασίας του. Τον πολύστικτο ποιητικό του οραματισμό, αυτού στην κυριολεξία ακούραστου εργάτη των ελληνικών γραμμάτων. Ο οποίος με απλά πράγματα και εικόνες, παρομοιώσεις και σύμβολα, ιδέες και όνειρα, ιδεολογικούς στόχους μιας οικείας μας καθημερινότητα, λέξεις τόσο σύνηθες και απλές οι οποίες λες και προέρχονται από τον ποιητικό λειμώνα των ανώνυμων δημοτικών τραγουδιών, στίχοι που προσομοιάζουν σε λαϊκά τραγούδια και βγαίνουν από τα χείλη της «τιμημένης εργατιάς» φέρουν στην τυπολογία και τον πυρήνα τους μια ξεχωριστή ιδιαίτερη στιλπνάδα και ομορφιά. Εκατοντάδες εικόνες μιας κατανοητής από όλους μας επαναστατικής κοινωνικής μας πραγματικότητας, σε κάνουν να την θαυμάζεις ακόμα και αν αντιστρατεύεσαι τον ιδεολογικό και κομματικό του στρατωνισμό. Αυτά τα «ευτελή» υλικά της γλώσσας είναι η πρώτη ύλη της ποίησής του, με αυτά οικοδόμησε ένα σύμπαν λυρικών θαυμάτων, μουσικών μελωδιών, ποιητικών αποκαλύψεων το οποίο συμπεριέλαβε το μεγαλύτερο σχεδόν μέρος της πολιτισμικής ελληνικής προφορικής και γραπτής παράδοσης. Το δώρισε, είναι το δικό του μερτικό, προσφορά στην ελληνική γραμματεία και παράδοση. Από τα κοιτάσματα της ελληνικής γλώσσας και παράδοσης εξόρυξε ένα πολύχρωμο μετάλλευμα και μας το χάρισε απλόχερα (έστω και ενδεδυμένο με την κόκκινη ιδεολογική εσθήτα της εποχής των αγώνων του. Ένας χιτώνας που σκέπασε πολλές φορές υπερβολικά την στεντόρεια φωνή του και τους ψιθύρους του )το σκόρπισε χωρίς φειδώ ως λίπασμα στις μελλοντικές γενιές, όχι μόνο τις στρατευμένες σε έναν κομματικό σκοπό. Τις γενιές που στερήθηκαν την βιολογική του παρουσία και ανάστημα. Παρά την ογκώδη βιβλιογραφία του, ίσως να μην είναι άστοχο αν σημειώναμε, ότι η σύνολη συγγραφική του παραγωγή δεν έχει εξετασθεί σε όλες τις πτυχές και τις λεπτομέρειές της. Δεν έχουμε περιδιαβεί όλους τους μυροφόρους κήπους των υποστρωμάτων της. Χωρίς να παραγνωρίζουμε και τις έκδηλες στρατευμένες συνθέσεις του, τα επικαιρικά του ποιήματα, τις ιδεολογικά προσανατολισμένες υμνητικές συνθέσεις του στο κόμμα που υποστήριζε και ακολουθούσε, τις ποιητικές του μονάδες που αναφέρονται σε πρόσωπά της ιστορίας και της πολιτικής, εντός και εκτός Ελλάδος. Τις συνθέσεις οι οποίες «εξυπηρετούσαν» ίσως στην εποχή τους, την ιστορική αναγκαιότητα και πολιτική δράση. Τον περασμένο αιώνα των ποικίλων μικρών και μεγάλων επαναστάσεων, των δικτατορικών καθεστώτων, των δύο μεγάλων παγκόσμιων πολέμων στην γηραιά ήπειρο. Ποιήματα τα οποία είναι ενταγμένα στην ατμόσφαιρα των ιδεολογικών αγώνων, κυοφορήθηκαν από το πολιτικό κλίμα των ποικιλόμορφων ανακατατάξεων των χρόνων του επίγειου βίου του και των συνομηλίκων του. Ποιήματα «στιγματισμένα» από τον κόκκινο αγωνιστικό οραματισμό για κοινωνική δικαιοσύνη και στρατευμένη ελευθερία που ποιητικά προπαγάνδιζε με θάρρος, ζέση ,αυταπάρνηση, τόλμη, θυσίες ο σύντροφος ποιητής. Ο Γιάννης Ρίτσος όπως και ο ιδεολογικός συντοπίτης του Τάσος Λειβαδίτης, δεν είναι ποιητές των σαλονιών, των περιφραγμένων ρομαντικών κάστρων, ποιητές του ατομικού άγχους, των αδιέξοδων προσωπικών δραμάτων, των μοναχικών δρόμων των δραμάτων της ψυχής, των ερωτικών περιπετειών και ποιητικών πειραματισμών, των αποκλειστικά δικών τους οραμάτων. Δεν είναι οι ντελικάντικες φωνές, των δροσερών ονείρων των «ακαδημαϊκών» φωνών. Είναι η παιανική φωνή η θυελλώδης αντάρα των βασάνων και των ελπίδων του Κόσμου. Ο χειμαρρώδης και φουρτουνιασμένος ποταμός που πλημμυρίζει τα πάντα. Ιδιαίτερα του Ρίτσου. Ο Ρίτσος και ο Λειβαδίτης είναι επαναστάτες γραφιάδες, εκφραστές συλλογικών οραμάτων και καθολικών ονείρων του ανθρώπου. Της χαμένης ελπιδοφορίας και αθωότητας της ανθρωπότητας. Στόχων και επιδιώξεων περιπετειών, βεβαιοτήτων δράσης σύνολης της κοινωνίας. Ο λόγος του αγκαλιάζει το καθεαυτό σώμα της πολιτείας σε κάθε ανθρωπιστική έκφρασή της και φιλοδοξία της.  Μας προσφέρουν ποιητικά έργα και συνθέσεις, στην δεδομένη περίπτωση τα οποία έχουν να κάνουν με την ελληνική ιστορική και πολιτική περιπέτεια, όμως τα μηνύματά τους, οι ιδέες τους, το ότι ποιητικά εκφράζουν και εξιστορούν αφορά ολάκερη την ανθρωπότητα. Είναι οικουμενικών διαστάσεων ελληνικές φωνές. Υπερβαίνουν την ατομική περιπτωσιολογική τους αγωνία και αγώνα, δρόμους αναζήτησης, αποτυπώνουν την υπαρξιακή και κοινωνική, διλημματική αναζήτηση του σύγχρονου ανθρώπου του 20ου αιώνα. Την ερημιά και μοναξιά του, τα όνειρά του, θερμαίνουν την παγωνιά του Κόσμου. Είναι το όνειρο που υπερβαίνει την Συνοικία και απλώνεται στον Κόσμο αγκαλιάζει τις συνοικίες του Κόσμου, των βασανισμένων και ταλαιπωρημένων φτωχών ανθρώπων όπου γης. Το έργο τους στην καθολικότητά των συλλήψεών του αποκτά άλλες διαστάσεις οι οποίες υπερβαίνουν τα σύνορα της γλώσσας και της ιστορίας της χώρας που το γέννησε και το τροφοδότησε με αλγεινές εμπειρίες και βιώματα. Είναι ποιητές «ηχεία» συλλογικών φωνών και αισθήσεων, χαρακτηριστικών ιχνών και καταστάσεων, πέρα από τις γενιές στις οποίες ανήκουν ή προέρχονται οι δημιουργοί, από σχολές της τέχνης και ιστορικές καταβολές , από ερμηνευτικά αναγκαίες αναφορές των ιστορικών της λογοτεχνίας, των συστηματικών ερευνητών της ελληνικής γραμματολογίας που εντάσσουν το σύνολο ή κατά περιόδους έργο τους. Είναι φωνές που στέκονται ίσως και πάνω από τους κομμουνιστές συγγραφείς που ιστορικό «κληρονομικό δικαίωμα» εντάσσονται στους «ποιητές της ήττας» όπως ο Τάσος Λειβαδίτης. Του «στρατοπέδου» όπως μας λέει η ομότιμη πανεπιστημιακός Σόνια Ιλίνσκαγια, σε μία από τις πρώτες της εργασίες για τον ποιητή. Το γεγονός της ήττας που εκφράζουν δεν φέρει μέσα του μόνο τα δραματικά ίχνη της διάψευσης των ατομικών τους οραμάτων αλλά συνόλου του Ελληνικού Λαού (όπως αντίστοιχα και τις φιλοδοξίες και στόχους του) που ενστερνίστηκε μαζί με τους πνευματικούς του ηγέτες και εκφραστές τις συγκεκριμένες χρονικά ιστορικές στιγμές μια πολιτική ιδεολογία που χάθηκε μέσα στις σκοτεινές καλένδες των αγωνιστικών καλών προθέσεων. Είναι οι εαμογενιές που ηττήθηκαν, όχι σαν έλληνες αλλά σαν παγκόσμιο κίνημα από τις τραγικές επιπτώσεις της μεταγενέστερης ιστορικά εφαρμογής του, στην ανατολική ευρώπη και σε άλλα μέρη της υφηλίου. Πράγματα γνωστά και εμπεδωμένα στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Οι έλληνες ποιητές αυτής της δραματικής εποχής των σκοτεινών χρόνων δεν ανήκουν μόνο ούτε στην χώρα καταγωγής τους, ούτε στην ήπειρό τους, ούτε στο ημισφαίριο που έδρασαν είναι διαχρονικές φωνές και παγκόσμιες. Όπως η φωνή του Πάμπλο Νερούδα η οποία εκφράζει το χώμα και το όνειρο της νότιας και βόρειας ηπείρου.

      Οι συλλογές «Αργά πολύ αργά μέσα στην νύχτα» του Ρίτσου και τα «Χειρόγραφα του φθινοπώρου» είναι δύο παράλληλες εξομολογήσεις, ποιητικές καταθέσεις αυτών των αποτυχιών και αδιέξοδων καταστάσεων που υπέστησαν τα άτομα των γενεών αυτών. Δεν διαψεύσθηκαν μόνο οι ποιητές σαν άτομα, δρώντα πολιτικά υποκείμενα, ομοϊδεάτες σύντροφοί τους διανοούμενοι και συγγραφείς αλλά το κοινωνικό σώμα στο σύνολό του,  Μαζί και ο καθόλου οραματισμός ενός λαού στην πανανθρώπινη ελπιδοφορία του. Τα ποιήματα αυτά όπως και άλλων αριστερών ποιητών, Άρη Αλεξάνδρου, Τίτου Πατρίκιου, Ρίτας και Νίκου Παππά κ.α. είναι μια κοινή ποιητική συντροφική ταυτότητα αφήγησης, εξιστόρησης, εξομολόγησης των ίδιων προσανατολισμένων οραμάτων και θέσεων καρπών ζωής και στόχων. Μια κοινή ταυτότητα, είτε εν μέρει επιβεβαιωμένη και κατακερματισμένη είτε διαψευσθείσα στο σύνολό της. Πέρα από γενιές και διαχωριστικά χαρακτηριστικά όπως «ποιητές της ήττας» (και εδώ θα μπορούσαμε να θέσουμε το ερώτημα, οι υπόλοιποι έλληνες ποιητές και ποιήτριες της περιόδου εκείνης τι όραμα εκφράζουν, ποιους στόχους είχαν ή εξυπηρετούσαν;)είναι εμβαπτισμένοι στην ίδια ιδεολογική κολυμπήθρα, πολύ πριν διαψευσθούν, αντλούν δυνάμεις και ελπίδες από κάτι που δεν εφαρμόστηκε, ή αποτυχημένα στην κυβερνητική εκδοχή του, και όπως επόμενο είναι εκφράζουν και αντιπροσωπεύουν, αντανακλούν το ίδιο κοινωνικό σκοτεινό ουρανό και συννεφιασμένες στιγμές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας και πολιτικής σκηνής. Φυσικά, με τις ανάλογες από ποιητή σε ποιητή, από ποιήτρια σε ποιήτρια διαφοροποιήσεις και ποιητικές τεχνικές και φόρμες.  Στην σύντομη αυτή συνεξέταση των δύο συλλογών, θα σημειώναμε ότι ορισμένα πεζά του Γιάννη Ρίτσου, κύκλοι ποιητικών του καταθέσεων και κυρίως, οι θεατρόμορφες συνθέσεις του, μιλώ για την αρχαιοθεματική του σημαντική ενότητα ποιημάτων της «Τέταρτης Διάστασης», είναι από τα λίγα κληροδοτήματα της ελληνικής ποίησης τα οποία θα συντροφεύουν τους έλληνες και τις ελληνίδες στους αιώνες, όσο υπάρχει και διαβάζεται η ελληνική ποίηση. Τους μέλλοντες αιώνες της Ιστορίας όπου η Ιδεολογία θα είναι θεραπαινίδα της Ποίησης, της Τέχνης γενικότερα, και όχι το αντίθετο. Ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, του Κωστή Παλαμά, του Οδυσσέα Ελύτη, του Νίκου Εγγονόπουλου, του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, του Νίκου Καρούζου, της Κικής Δημουλά, της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, ορισμένες από τις ποιητικές συνθέσεις του Άγγελου Σικελιανού, ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, του Γιώργου Σαραντάρη, τα ανθοφόρα άνθη του Διονυσίου Σολωμού, στιγμές του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, του Κώστα Κρυστάλλη, νεότερων όπως ο Αναστάσης Βιστωνίτης, συλλογές -ιδιαίτερα της δεύτερης περιόδου του Τάσου Λειβαδίτη- και ορισμένων άλλων σημαντικών ελληνικών φωνών θα συντροφεύουν ευχάριστα τους λάτρεις του ποιητικού Παρνασσού. Θα τους δροσίζουν στα Φθινοπωρινά τους βράδια αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα. Αν οι Μούσες φτερουγίζουν ακόμα ελεύθερες και δεν έχουν φυλακιστεί σε υπερπολυτελή «σανατόρια» χρηματιστηριακών και τραπεζικών συναλλαγών.

     Είχα αποφασίσει εκείνη την βραδιά να μιλήσω όχι μόνο για το έργο του Γιάννη Ρίτσου αλλά σε παραλληλία με αυτό του Τάσου Λειβαδίτη. Να αναφερθώ στις κοινές τους καταβολές, στα ποιητικά σημεία παραλληλίας τους, στους συγγενικούς κόμβους αναγνώρισης. Σε κοινές τους εικόνες, ατμοσφαιρικές καταστάσεις, στο κοινό τους ποιητικό κλίμα σε αρκετές συλλογές τους. Συμβολισμούς οι οποίοι προέρχονται από όμορους, κοινούς ποταμούς αγωνίας και αγώνα. Υπαρξιακούς βηματισμούς τους, εντοπισμένους και στους δύο. Κοινωνικοί οραματισμοί, στρατεύσεις, καθημερινές μικρολεπτομέρειες ζωής ανώνυμων ανθρώπων και συμβάντα βίου οικογενειακών στιγμών, κοινά επεξεργασίας πεδία, χρόνοι αφήγησης. Περιγραφές και σκιαγραφήσεις ατόμων του φιλικού και συντροφικού περιβάλλοντός τους. Άτομα με τα οποία ήρθαν σε στενή επαφή, μέλη των οικογενειών τους,  φιγούρες συγγενικών του προσώπων που μεγάλωσαν μαζί τους. (αδερφές, ξαδέρφες κ.ά.) Είδωλα και πρόσωπα ερωτικών τους ονείρων, της παιδικής φαντασίας τους πεταρίσματα αγάπης, άγουρες συναντήσεις και συναναστροφές μέσα στα αθώα και φωτεινά μονοπάτια και κλεφτές ματιές της παιδικής ηλικίας και ενηλικίωσής. Ο γενέθλιος επίσης τόπος φωτίζεται αποκαλυπτικά και απλώνεται στις συνθέσεις τους. Οι χρόνοι της σκληρής μα παιδικής αθωότητας εξακτινώνονται σε περιόδους της ποιητικής τους γραφής. Βάσανα και οικογενειακά δράματα, οικονομικές καταρρεύσεις και αρρώστιες, ξενητεία από τα χώματα που πρωτομπουσούλισαν, έπαιξαν, ψέλλισαν τα πρώτα τους λόγια, άνοιξαν το πρώτο τους αναγνωστάρι. Συγγενικά τα μικρά και μεγάλα ταμπλό εσωτερικής και εξωτερικής περιγραφής των πατρογονικών εστιών και περιβάλλοντα μέρη, φυσικού τοπίου που είδαν το φώς οι ποιητές πρίν γίνουν συγγραφείς. Απεικονίσεις οικογενειακών τους στιγμών συναντάμε σε αφθονία και στους δύο σε κάθε περίοδο της καλλιτεχνικής τους δημιουργίας. Έμμεσες ή άμεσες αναφορές και συνδηλώσεις μνήμης, νοσταλγίας, αναπολήσεων αντανακλούν ποιητικές τους μονάδες και σταυροδρόμια των αλλαγών πλεύσεων των ποιητικών τους δημιουργιών. Κοινά καρδιοχτύπια λύπης και νοσταλγίας, χαράς και απογοήτευσης, θλίψης και διάψευσης, ρίζες ιδεολογικών βεβαιοτήτων. Ινδάλματα πρώτων ερώτων, γυναίκες που φωτογραφίζονται πριν γίνουν οπτασίες στο κάδρο της ανάμνησής τους. Το πρόσωπο της μητέρας πρυτανεύει και επανέρχεται διαρκώς, γλυκιά επωδός, (ιδιαίτερα στον Τάσο Λειβαδίτη) η εικόνα της, η παρουσία της επαναλαμβάνεται σε μια δημιουργική νοσταλγική συχνότητα. Ξυπνά αναμνήσεις, καλλιεργεί το πλαίσιο σκιτσαρίσματος του παρελθόντος χρόνου σε αρκετές ποιητικές συνθέσεις. Στον Τάσο Λειβαδίτη η σκιά της μητρικής παρουσίας συναντάται συχνότερα, μνημονεύεται ισορροπημένα και κατ’ εξακολούθηση, αποτελεί «ξεχωριστό» κεφάλαιο διερεύνησης και αναγνώρισης, όπως δηλώνει ο ποιητικός του λόγος και φανερώνουν ορισμένα άρθρα και δημοσιεύματα σύγχρονων συγγραφέων που διαβάζουμε στα αφιερώματα για τον ποιητή. Δεκάδες ποιήματά του, στίχοι, στροφές του, αναφορές του μας μιλούν για την επιστροφή του στην χαμένη αθωότητα της παιδικής του ηλικίας, καταλαμβάνουν έναν μεγάλο κύκλο των ποιητικών του καταθέσεων, γίνονται τα κάδρο μέσα στο οποίο οργανώνεται η ποιητική υπόθεση. Η εξομολογητική συνομιλία του με την μητέρα του ( ή και σποραδικά με την φιγούρα του πατέρα του), ανακαλεί αν δεν είναι άστοχο το γνωστό διήγημα του ιταλού θεατρικού συγγραφέα και πεζογράφου Λουϊτζι Πιραντέλο, που τόσο εύστοχα και παραστατικά αποτύπωσε ο κινηματογραφικός φακός στην ταινία το «Χάος». Στον Γιάννη Ρίτσο έχουμε την παρουσία της αδερφής του ποιητή, την στοργική της σκιά και ζεστή παρουσία της που τον φροντίζει όταν η οικογένεια καταρρέει οικονομικά. Στον Τάσο Λειβαδίτη έχουμε το «είδωλο»-όχι όμως το Σεφερικό «άδειο πουκάμισο» της όμορφης σωματικής παρουσίας της ξαδέρφης του, ερωτική φιγούρα πρόσκληση για τον νεαρό ονειροπόλο ποιητή, η εικόνα της αναφέρεται σε πολλά δωμάτια των αναμνήσεών του. Ανεκπλήρωτη ίσως φαντασίωση. Σπίτια έρημα, εγκαταλελειμμένα, ερειπωμένα, τσακισμένα από τον χρόνο και τις αναμνήσεις, περιπέτειες φαντάσματα της πολιτικής ιστορίας των ιδιοκτητών τους που στοιχειώνουν την μνήμη, βάσανα και αρρώστιες, φτώχεια και εξαθλίωση χαρές ζωής και στιγμών ανεμελιάς, σήματα ζωής και θανάτου σε μια επαναλαμβανόμενη συζυγία παρελθόντος και παρόντος, μέλλοντος. Σωματικές και ψυχικές καταρρεύσεις, απογοητεύσεις και μια διαρκής και ισχυρή ανάγκη υπέρβασής τους, ξεπεράσματός τους. Κοινές συστοιχήσεις βιωμάτων και στους δύο παρά την διαφορά ηλικίας τους. Κοινή γεωγραφία αναφορών. Περισσότερο ρεαλιστής και ιδεολογικά πραγματιστής ο Ρίτσος περπατά στα χαλάσματα με κόκκινες σημαίες ελπίδας, με ύστατους αγωνιστικούς χαιρετισμούς. Ο λόγος του δεν είναι η εισαγωγή στο φαινόμενο που λέγεται Κόσμος, είναι το κεντρικό πάντα θέμα, με την πένα του βουτηγμένη πάντα στο μελανοδοχείο της επανάστασης. Δεν συναντάμε «αφλογιστίας» ποιητικά όπλα στην ποίησή του, ποιητικές εκπυρσοκροτήσεις. Ο ποιητής της Ρωμιοσύνης, βρίσκεται πάντα στα προπύργια του αγώνα μαζί με τους συντρόφους του. Δίχως να ζητά ξεχωριστή θέση. Κοινά τα χαρακώματα. Αμφισβητίας και περισσότερο εσωστρεφής ο Λειβαδίτης, περισσότερο μοναχικός και αποτραβηγμένος από τους κόκκινους θορύβους και παιάνες της κόκκινης εξέγερσης καταφεύγει στο Όνειρο, καλλιεργεί ένα εξαιρετικής ομορφιάς ονειρικό κλίμα νοσταλγίας και παρηγορίας, απόρριψης και διάψευσης, αποτυχίας και ειλικρινών δακρύων, δημιουργικής απομόνωσης δοξολογώντας την ματαιότητα του Κόσμου μέσα σε μια ασέληνο ή αστροφορούσα Νύχτα που μόνο οι Ποιητές και οι Αλήτες (με την έννοια του πλάνητα) μπορούν να αισθανθούν, να νιώσουν. Γράφει στο ποίημά του «ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ» «Η νύχτα είναι μια φωτισμένη πολιτεία που τη λυμαίνονται οι αλήτες και οι ποιητές/ στους σταθμούς η νέα σελήνη συνομιλεί με τις παλιές αμαξοστοιχίες/ διηγήσου μου λοιπόν πράγματα φριχτά, κάνε με να πεθάνω από τρόμο-/ και κάποτε χρειαζόμαστε όλον τον ουρανό για να διαβούμε κι ένα μόνο δρόμο». Κοινά πολιτικά και κοινωνικά προτάγματα δύο ποιητών οι οποίοι περπατούν, ισορροπούν πάνω στο σκοινί της Ιστορίας και της προσωπικής τους Μοίρας υπερηφάνως. Συγγενικές θεματολογικές ιστορικές και πολιτικές αναφορές, παραπλήσιες στιγμές, εικόνες, παιδικών αισθημάτων, βιωμένες αλήθειες, τραύματα ψυχής και συνείδησης μιας εποχής άγνωστης και ίσως ακατανόητης σε εμάς τους σημερινούς αναγνώστες τους. Γράφει ο Λειβαδίτης στο ποίημα «Θύελλες»: Όνειρα της νεότητάς μου που δεν πραγματοποιηθήκατε και με συντροφεύεται ακόμα/ κι οι φίλοι μου δεν πέθανα, απλώς τώρα κατοικούν στο φθινόπωρο/ η θλίψη μιάς μικρής Μαρίας που έφυγε νωρίς/ η θλίψη μιάς Μητρόπολης που θα ‘θελε να ‘ναι χελιδονοφωλιά/ οι αργυραμοιβοί νοθεύουν το χρυσάφι της μέρας/ οι μεθυσμένοι τρικλίζουν σηκώνοντας τόσους τόμους δυστυχίας/κι ώ παιδικά βλέφαρα που πεταρίζετε’/ άξαφνα στον ύπνο σα να σας άγγιξαν θύελλες/ πού έρχονται απ’ το μέλλον βιαστικά». Χρεώνομαι την κρίση, αναρωτώμενος πώς μπορεί να υπάρχουν αξιοσημείωτες κριτικές φωνές και να εντάσσουν τον Τάσο Λειβαδίτη κάτω από άλλου ποιητή στέγαστρο;  Και όχι παράλληλα με τον ποιητή της Ρωμιοσύνης;  Συντροφικές διαδρομής φωνές σε τόπους εξορίας και μέρη βασανιστηρίων, σε ερημονήσια κοινών ταλαιπωριών και βασάνων, τσακίσματος της ανθρώπινης προσωπικότητας και αξιοπρέπειας. Γιατί θα πρέπει να εγκλωβιζόμαστε στην άποψη ότι ο νεότερος ποιητής Τάσος Λειβαδίτης στεγάζεται κάτω από το ποιητικό υπόστεγο του Γιάννη Ρίτσου; Το ιδεολογικό, πολιτικό και αγωνιστικό στέγαστρο των χρόνων εκείνων «φιλοξένησε» τόσους και τόσους ποιητές, συγγραφείς, ηθοποιούς, καλλιτέχνες, απλούς ανθρώπους του λαού, ανώνυμης θυσιαστικής μεγαλοσύνης. Οι εικονικές εκτελέσεις εκ μέρους των τότε κυβερνητικών ιθυνόντων, οι φανερές και τα στρατιωτικά δικαστήρια που έστησε η νικητήρια παράταξη εξουσίας αφορούσαν τους πάντες, ανώνυμους και επώνυμους έλληνες, ποιητές και εργάτες, καλλιτέχνες και μεροκαματιάρηδες ιδεολόγους ενός «ανόθευτου» ακόμα πιστεύω.  Ακόμα και στα μεταγενέστερα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού, (τα λεγόμενα πέτρινα σύμφωνα με τον ορισμό του έλληνα σκηνοθέτη) οι δίκες συνεχίζονταν με ολέθρια αποτελέσματα για τις μνήμες των ανθρώπων, τις οικογένειές τους, τα συγγενικά και φιλικά τους πρόσωπα. Περίπτωση Νίκου Μπελογιάννη και άλλων αγωνιστών που εκτελέστηκαν μαζί του. Δολοφονία με ύπουλο τρόπο του Γρηγορίου Λαμπράκη, του Σωτήρη Πέτρουλα και τόσων άλλων. Είναι το ηρωικό συναξάρι των ελλήνων της από εκεί ιδεολογικής πλευράς, όπως αντίστοιχα οι νεκροί του Μελιγαλά, η δολοφονία της τραγωδού Ελένης Παπαδάκη και τόσων άλλων ανώνυμων ελλήνων είναι το τίμημα που πλήρωσε η αστική και κεντρογενής πλευρά των ελλήνων. Ο εμφύλιος σπαραγμός ήταν κοινός σε αίματα και σε φρικιαστικές αναμνήσεις. Και αυτά τα τότε βιώματα δεν μπορείς να τα ζυγίζεις με τα δράμια της μεταγενέστερης ιστορικής αποτίμησης. Αυτή είναι η θέση ενός «φανατικού» σημερινού αναγνώστη τόσο του Γιάννη Ρίτσου όσο και του Τάσου Λειβαδίτη μα, και, των άλλων εν ζωή και κεκοιμημένων αθώων και ονειροπόλων οραματιστών εκείνης της σκοτεινής και εφιαλτικής περιόδου.  Έχει σημασία σε ποιο ποιητικό σκαλοπάτι της ελληνικής ποίησης βρίσκεται ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Κώστας Βάρναλης, η Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη, ο Νίκος Παππάς και τόσοι άλλοι και άλλες; Αν υπερτερεί η τάδε φωνή από την δείνα; Σημασία μάλλον έχει ότι η ελληνική ποιητική σκάλα πατάει πάνω στα αιματοβαμμένα χώματα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και υψώνεται προς το οραματικό φώς του μέλλοντος αιώνος σε μια ανθοφορία ακόμα και παρά την απογοήτευση των παλαιών αυτών φωνών. Η ματαιότητα δεν αγγίζει την τέχνη αγγίζει τη ζωή σαν βιολογία. Οι «ΠΟΙΗΤΕΣ» όπως και πάλι γράφει ο Λειβαδίτης είναι «Φτωχοί λαθρομετανάστες πάνω στις φτερούγες των πουλιών/ την ώρα που πέφτουν χτυπημένα».  Οι τροφοδοτούσες λοιπόν ρίζες είναι κοινές για ανώνυμους και επώνυμους, υψηλές ή χαμηλές φωνές της ποίησης, της πεζογραφίας. Οι χυμοί της αντίστασης ποτίζουν τις ποιητικές φωνές πέρα από αξίες και αξιολογήσεις και φυσικά, πέρα από ιδεολογικά περιγράμματα. Οι διαχωρισμοί είναι μάλλον απαραίτητοι για όλους εμάς τους «χαρτογιακάδες» της καταγραφής των συγγραφικών διαδρομών, δεν αναιρούν όμως τα κοινά βιώματα ζωής και μνήμης που έζησαν εκείνα τα χρόνια από όπου αντλούν το υλικό τους οι αναμνήσεις τους. Ο Τάσος Λειβαδίτης φέρει μέσα του, τουλάχιστον στα μεταθανάτια ποιήματά του στα «Χειρόγραφα του φθινοπώρου» ισάξια λυρικά αποθέματα,  στιχουργικούς ρυθμούς και εσωτερικές της ποίησης μελωδίες, στίχους μακρόπνοης ομορφιάς και παρηγορητικής αίσθησης, όπως και σε προηγούμενές του. Μιας αθωότητας πικρής γεύσης, μιας παιδικής τρυφερότητας ευαισθησίας και νοσταλγίας που για πολλούς από εμάς τους ανώνυμους αναγνώστες του είναι κοινός ανάλογος τόπος. Περισυλλογής κοιτάσματα και σκηνοθεσίας μνημονεύσεις, στιχομυθίας μονόλογοι, συναντήσεις εκ των υστέρων ποιητικής αθανασίας, βλέμματα και χειρονομίες καιρών, γενεών, οικογενειών, φιλικών ατόμων, ελπίδων νεότητας, τριγμούς ερωτικών συναισθημάτων, αν μου επιτρέπεται η έκφραση μια ανθρωπολογία περασμένων «φαντασμάτων»  παρόμοια με την τελευταία συλλογή του Γιάννη Ρίτσου «Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα» και όχι μόνο. Και οι δύο ρακοσυλλέκτες βιωμάτων και αναμνήσεων, ατενίζουν το δέντρο της διάψευσης των πολιτικών και ιδεολογικών ονείρων τους με το ίδιο φορτίο συγκίνησης και αλήθειας, όπως συμβαίνει και στον προσωπικό τους βίο και διαδρομή. Την ίδια ηρωική και σκουρόχρωμη ματιά και απελπισμένη νοσταλγία. Ο χρόνος κοινός το ίδιο και η ερήμωση που την βλέπουν μέσα από το παράθυρό του. «Ο κόσμος ερήμωσε, σε ποιόν ν’ απευθυνθείς;/ Όλοι που θα μπορούσαμε να ‘χουμε μια μικρή αλληλογραφία μαζί τους πέθαναν./ Και πρώτοι εμείς.» Μας λέει στο ποίημα «ΔΙΑΚΟΠΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ». Πιστεύουμε αλήθεια εμείς οι άγευστοι των εκείνων αγώνων και εμπειριών ότι ο «ταχυδρόμος» του χρόνου σε άλλους ξεχωρίζει σε ποιόν θα παραδώσει και σε ποιόν όχι τα διαψευσμένα επινίκια; Τι προσπαθούμε να πετύχουμε, «συσσίτια» ποιητικών φωνών για τις ανέκδοτες ή εκδομένες διδακτορικές μας διατριβές και άλλα «κλουβιά» της ποίησης;  «Βραδιάζει και στο βάθος του φθινοπωρινού δρόμου λιγόστευε όλο και πιο πολύ το φώς/ σα να τέλειωνε για πάντα ο κόσμος.». Γράφει στο «Φθινοπωρινό σούρουπο». Αν λησμονήσουμε για μια στιγμή το χέρι που υπογράφει αυτούς τους υπέροχους στίχους, δεν θα πάει το μυαλό μας στον Γιάννη Ρίτσο ή και σε άλλες φωνές της γενιάς τους; Αυτή είναι η πανανθρώπινη μαγεία και ταυτόχρονα μαγγανεία του λόγου τους.

Από το ποίημά του «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»: «Ένα τραγούδι κοιμάται πάνω στην άρπα ώσπου να το ξυπνήσει ένας πόνος ξένος/κι ώ ταξιδιώτη, που γυρίζοντας απ’ τον Ωκεανό, θα ναυαγήσεις ανάμεσα στα ρόδα ενός κήπου.». Να με τι στίχους συνεχίζεται η «ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου.

      Απαισιόδοξη διάθεση, πικρή γεύση ζωής, θλίψης στιγμές, «τρόφιμοι» και οι δύο των ίδιων εμπειριών και βιωμάτων, αγώνων, εξοριών, στάσεων βίου και φιλοσοφίας, θάρρους αντοχές της Ιστορίας και των πολιτικών χρόνων που έζησαν και έδρασαν συνέθεσαν το έργο τους. Ασφαλώς τα σύμβολα διευρύνονται ή αλλάζουν όπως και η ποιητική θεματολογία τους, το ποιητικό σκηνικό διαφέρει, η γλώσσα του καθενός έχει άλλες αντοχές και προσμίξεις, η φόρμα της ποίησής τους επίσης, οι εσωτερικές προσμίξεις από άλλες φωνές το ίδιο, ο καθαρός λυγμός όμως είναι ο ίδιος, αβίαστα καθαρός και ειλικρινής. Αν επιτρέπεται και πάλι η παρομοίωση είναι αυτόχθονας και στους δύο. Στον Ρίτσο, παραδείγματος χάριν, δεν έχουμε την παρουσία της ατμομηχανής, του τρένου και τα αφυπνιστικά σφυρίγματά του που έχουμε στον Λειβαδίτη, που σε κάνουν να ακούς τον απόηχο του θορύβου των μηχανών του. Δεν έχουμε τις συνεχείς «αστραπές» του ονείρου που σκεπάζουν τους ναυαγούς της ζωής. Το στοιχείο του Ονείρου στον Λειβαδίτη επιδέχεται πολλές και αντικρουόμενες ερμηνείες. Που ίσως η μία να επικαλύπτει την άλλη με κρατώντας το βάρος της ίδιας ερμηνευτικής ορθότητας. Απουσιάζει στον Ρίτσο η φιγούρα του τρομερού παιδιού της Γαλλικής ποίησης Αρθούρος Ρεμπώ, και οι επισυναπτόμενες ποιητικές συνδηλώσεις από τον έλληνα ομότεχνό του. Βλέπε το ποίημα της σελίδας 47 με τον τίτλο «ΟΙ ΟΡΤΑΝΣΙΕΣ»

Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε επίμονα, εγώ αργοπορούσα

ν’ ανοίξω, απολαμβάνοντας όπως πάντα την αγωνία μου. Όταν άνοιξα ένας νέος στεκόταν έξω. «Είσαι ο Αρθούρος Ρεμπώ απ’ τη Σαρλεβίλ, είπα-τί θέλετε;» «Κινδυνεύουμε κι οι δύο» μου λέει. Όμως εγώ δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να σηκώνομαι αργά το πρωί, έψηνα τσάι και διόρθωνα λίγο το καπέλο μου πού για να παραπλανώ τους διώκτες μου το φορούσα ακόμα και στον ύπνο. Αλλά το πρόβλημα ήταν μετά. Πώς θα περνούσαν οι ώρες; Η μικρή κόρη του κηπουρού είχε πεθάνει σ’ ένα νοσοκομείο απόρων, οι φυλακισμένοι έκοβαν βόλτες στα γκρίζα προαύλια χωρίς να κοιτάζουν τον ουρανό και το καφενείο. «Η Ωραία Εποχή» που μαζευόμαστε νέοι είχε κλείσει. Καθόμουν λοιπόν και χαιρόμουν την ησυχία ή ξεφύλλιζα δρομολόγια τραίνων ή πλοίων (η αεροπλοϊα ήταν ακόμα για τους πολύ τολμηρούς κι η λήθη πάντα για τους χαμένους). «Αρθούρε, του λέω, πώς μ’ ανακάλυψες; εμένα κανείς δε με ξέρει.» Χαμογέλασε. «Πάντα αγαπούσα τις ορτανσίες» είπε. Και κατεβήκαμε τη σκάλα και πήραμε τους μεγάλους δρόμους

      που δεν βγάζουν πουθενά…

Βάλτε παράλληλα, τον σοβιετικό φουτουριστή ποιητή με την τραγιάσκα, ή αν θέλετε έναν από τους δεκάδες νεαρούς κόκκινους συντρόφους, παραστάτες της ιδεολογίας και της ζωής του Ρίτσου και πέστε μου γιατί να μπω στο δίλημμα μεταξύ του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι όπως τον διαβάζουμε στον ποιητή της Ρωμιοσύνης και στον παιδί των γαλλικών γραμμάτων πριν γίνει δουλέμπορας;  Στο ωκεάνιο επίσης έργο του Ρίτσου, από όσο θυμάμαι από τα διαβάσματά μου, δεν αναγνωρίζουμε την άτυχη και βασανισμένη φωνή του προδρόμου του σουρρεαλισμού, σύμφωνα με τον πάπα του Αντρέ Μπρετόν, του Ισιδώρου Ντυκάς, του Κόμη Λωτρεαμόν και του ατίθασου επαναστατικού παραληρηματικού λόγου των Ασμάτων του. Αυτών που μας μιλά για τον εν δυνάμει κακό άνθρωπο. Ο φουρτουνιασμένος πεζογραφικός, παραληρηματικός λόγος του Κόμη Λωτρεαμόν θεωρεί όπως μας φανερώνουν τα Άσματά του, τον άνθρωπο εν τη γενέσει του κακό,-από την φύση του- μια αντίθετη άποψη από τον αρχαίο έλληνα φιλόσοφο, τον Σωκράτη. Ή τον μεταπτωτικό άνθρωπο της χριστιανικής παραμυθιακής οντολογίας και μυθολογούσας σκηνικής ανθρωπολογίας.

Ας αντιγράψουμε το ποίημα της σελίδας 62 με τίτλο «Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ»

«Πηγαίναμε να κατακτήσουμε τον κόσμο-εγώ, ένας στρατιώτης

απ’ το μεγάλο πόλεμο κι ο κόμης Λωτρεαμόν. Το τραίνο έτρεχε

με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ήταν ένα σχέδιο παράτολμο-κάποτε θα

σας εξηγήσω. Νύχτα. Οι φωτογραφημένες πόλεις περνούσαν έξω

απ’ τα παράθυρα σαν αναμμένα κουρέλια κυνηγημένα απ’ τον άνεμο.

Ο κόμης φορούσε ένα μανδύα φαρδύ για να σκεπάζει τον αιώνα

του κι ένα λαιμοδέτη ανάστατο σα μια εξέγερση. Ο στρατιώτης

τραυματισμένος παραμιλούσε κι ίσως τα ασυνάρτητα λόγια του να

εξηγούσαν τ’ όνειρο μιάς εποχής. Ύστερα άρχισε να χιονίζει,

κρυώναμε όπως στην προϊστορία «Ραχήλ!» ψιθύρισε ο στρατιώτης.

Τί ήθελε να πεί; Ο κόμης έσκυψε πάνω του. «Η συμπόνια είναι το

μόνο ελαφρυντικό στο έγκλημα να υπάρχουμε» είπε.

 

Γι’ αυτό σας λέω: όταν ακούτε ένα τραίνο να σφυρίζει τη νύχτα,

σηκωθείτε κι αγρυπνήστε.

           Ίσως να μην ξαναϊδωθούμε.

      Ποια μεγαλύτερη απόδειξη θέλουμε για να δούμε τις εκλεκτικές συγγένειες, εσωτερικές συνομιλίες μεταξύ ενός υπερρεαλιστή νοτιαμερικανού ποιητή που πολιτογραφήθηκε γάλλος και πέθανε νεότατος και ενός έλληνα λυρικού εαμίτη δημιουργού; Βαδίσματα ποιητικά. Η απάντηση του έλληνα; «Ω ποίηση είσαι η αρχή του μεγάλου ονείρου μας και το τέλος του μικρού ταξιδιού μας», σελ. 67. Στον Λειβαδίτη ο άνθρωπος μπορεί να διώκεται από την μοίρα και την ιστορία αλλά παραμένει εκών καλός. Δηλαδή συντροφικά αλληλέγγυος, παιδικά αθώος, ανδρικά ονειροπόλος. Μπορεί μέσα και μέσα σ’ ένα σκοτεινό ιστορικό περιβάλλον να ονειρεύεται και να αναιρεί ακόμα και αυτή του την ονειροπόληση, την καταφυγή. Μια και όπως και πάλι ο ίδιος μας λέει: «είμαστε αιχμάλωτοι μιάς αλήθειας που χάθηκε κάπου εκεί στα παιδικά μας χρόνια/ και ζήσαμε το απέραντο σε μικρές σκοτεινές κάμαρες και το τίποτα στις μεγάλες σελίδες της Ιστορίας.- τι λές; Δεν κάνουμε μια παρτίδα ακόμα; Ο κόσμος είναι μιά περίπτωση εντελώς προσωπική» σελίδα 59 του ποιήματος «Η τελευταία παρτίδα». Αν οι στίχοι αυτοί δεν εκφράζουν την ανεύρεση της εαυτότητας του καθενός και κάθε μίας μας, τότε τί; Ή το ποίημα

Γ Ε Ν Ε Σ Ι Σ  (Έκδοση Γ΄)

Στην αρχή ήταν το χάος.

Μετά γεννήθηκα εγώ, μονάχος, σ’ έναν κόσμο ραγισμένο

μ’ ένα κουρελιασμένο Θεό πού γύριζε από πόρτα σε πόρτα

ζητιανεύοντας την ύπαρξή του.

Ύστερα γίναμε ξαφνικά δύο

φιληθήκαμε

κι άρχισε να σκοτώνει ο ένας τον άλλον. σ.175

-Το ποίημα «ΓΕΝΕΣΙΣ (Έκδοση Γ΄), το αντιγράφω από το παλαιό λογοτεχνικό περιοδικό της αριστεράς «Επιθεώρηση Τέχνης» τεύχος 52/4,1959, 175, στο οποίο υπήρξε συνεργάτης ο Τ. Λ. όπως και άλλοι λογοτέχνες και διανοούμενοι του αριστερού χώρου. Στο ίδιο τεύχος ο Λειβαδίτης δημοσιεύει και το ποίημά του «Καβάφης», και υπάρχει υποτυπώδη ανακοίνωση έκδοσης ποιητικής του συλλογής από τον Κώστα Πορφύρη. Στο ίδιο τεύχος ο ποιητής δημοσίευσε και «ΔΕΚΑΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ» του, σ. 172-176. Πού όπως σημειώνει σε βιβλιοκριτική του ο σταθερός και άοκνος μελετητής της ποιητικής παραγωγής του Τ.Λ., Γιάννης Κουβαράς, ορισμένα από αυτά δεν συμπεριέλαβε στις κατοπινές συλλογικές εκδόσεις του. Στο έργο του Λειβαδίτη συναντάμε ακόμα, την άμεση ή έμμεση παρουσία του ρώσου ορθόδοξου χριστιανού συγγραφέα της προοκτωβριανής εποχής Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και Ηρώων των μυθιστορημάτων του. Βλέπε το ποίημα «ΤΟ ΚΟΥΤΙ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ». Κάτι που επίσης δεν είναι τυχαίο για την ποιητική του ανθρωπολογία. Συνηγορεί στην άποψη ότι το ανθρώπινο ον είναι από την φύση του καλό και το αλλοιώνουν οι κοινωνικές συνθήκες. Του σταθερά προσηλωμένου στην μαρξιστική ιδεολογία Γιάννη Ρίτσου, δεν του «πήγαιναν» φωνές σαν τις παραπάνω στο κοινωνιστικό μοντέλο του ποιητικού του λόγου, δεν εντάσσονταν στο κλίμα της επαναστατικής μαχητικότητας, (όπως στον αμφισβητία Λειβαδίτη) εξάλλου, οι αναφορές και το βιβλίο με τις μεταφράσεις του, και οι ποιητές που επέλεξε να μεταφέρει στην μητρική του γλώσσα αποδεικνύουν περίτρανα τα όρια που ήθελε να κινηθεί ο ποιητικός του οραματισμός, σύνορα τα οποία δεν «ξεπέρασε» μάλλον ποτέ. Οι ιδεολογικοί του επίσης δείκτες δεν θα σταματούσαν τόσο συχνά και επαναληπτικά στους μεταφυσικούς κόμβους της ύπαρξης του Θείου που βλέπουμε στον Λειβαδίτη. Δεν θα υιοθετούσε εύκολα σύμβολα και πρόσωπα της χριστιανικής δραματουργίας, απορριπτέα από την υλιστική θεωρία που ακολουθούσε, δεν θα τα επέλεγε να σπονδυλώσουν το σκηνικό των ποιητικών του συνθέσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απουσιάζει το «μυστικό» θρησκευτικό κλίμα από πολλές του συνθέσεις του. Υπάρχουν νησίδες ορθόδοξης χριστιανικής οντολογίας οι οποίες είναι χαρακτηριστικές των δικών του πειραματισμών και ίσως μεταπτώσεων. Οι παραχωρήσεις του όμως είναι μετρημένες. Το ίδιο και για το σύμβολο και την παρουσία της Νύχτας στο έργο του. Το νύκτιο στοιχείο και οι εικόνες νύκτιας ατμόσφαιρας και κλίματος πρυτανεύουν στον Τάσο Λειβαδίτη. Προερχόμενες από την παράδοση του γερμανού ρομαντικού ποιητή Νοβάλις. Το ίδιο και σε συχνότερο βαθμό και παρουσία, έχουμε την επίκληση της παρουσίας του Θεού, τα ονόματα και την παρουσία ενεργών συμβόλων της χριστιανικής δραματουργίας, ιερά πρόσωπα ορθόδοξης αναφορικότητας και πιστεύω. Θρησκευτικού καθαρά προσανατολισμού τα οποία όχι μόνο δεν απουσιάζουν από τα ποιήματά του, ιδιαίτερα της δεύτερης περιόδου του. αλλά αναγνωρίζονται με συχνότητα που εκπλήσσει. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορούμε να εντάξουμε τον Τάσο Λειβαδίτη στους χριστιανούς ποιητές. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε ότι είναι διάσπαρτη η παρουσία και το όνομα της λέξης Θεός και όλα τα συμπαρομαρτούντα στο έργο του. Είτε στην υψηλότερη ελπιδοφορία του, την ανθρωπολογική του ελεήμονα διάσταση και φιλάνθρωπη κατανόηση είτε στην αποκαθηλωτική του παρουσία και ιστορικής διάψευση ελπίδων στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Σε κάποιον στίχο του αν δεν κάνω λάθος «ταυτίζει» ή παραλληλίζει το όνομα της Μαρίας-Παναγίας με εκείνο του ονόματος Μαρία που έφερε η αγαπημένη του σύντροφος και σύζυγος. Η εικόνα της είναι επίσης παρούσα σαν συντροφική παρηγόρια. Το μεταφυσικό, υπερβατικό αν θέλετε αυτό στοιχείο μέσα στο καθόλου έργο ενός μαρξιστή και κυνηγημένου για τις ιδέες και τα πιστεύω του ποιητή, ο οποίος ενστερνίστηκε τις ιδέες του δογματικού άθεου στην συγκεντρωτική του δομή και πρακτική μαρξισμού και του φρονήματος των οπαδών του, στην πρώτη περίοδο της ποιητικής του δημιουργίας όπως μας λένε τα ποιήματα που συγκεντρώθηκαν στον πρώτο τόμο των Απάντων του, περίοδος 1950-1966,πραγματικά μας αφήνει ενεούς. Έχει τέτοια δυναμική το υπόγειο άλλοτε φανερό και επαναλαμβανόμενο αυτό ρεύμα στα ποιήματα του Λειβαδίτη που δεν μπορείς να μην απορήσεις πως δεν έχει όσο του άξιζε ερμηνευθεί και εξετασθεί. Πάντως την βάση αυτής της ερμηνευτικής οπτικής στην ποίησή του έβαλε η φιλόλογος και κριτικός Αλεξάνδρα Μπουφέα στην έρευνά της η οποία δημοσιεύθηκε στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού Διαβάζω. Βλέπε Αλεξάνδρα Μπουφέα: «Η αναζήτηση του Θεού στο έργο του Τάσου Λειβαδίτη», σελ. 67-78, τεύχος 228/13-12-1989. Έκτοτε, και ορισμένα άλλα κείμενα εξετάζουν το ζήτημα αυτό στην ποίησή του,. Συγγενικής ατμόσφαιρας πχ. είναι το άρθρο του πανεπιστημιακού Θεοδόση Πυλαρινού, "Ο Γκρεμισμένος Παράδεισος (Η επίγεια θεολογία της ανθρωπιστικής Ποίησης του Τ.Λ.") βλέπε περιοδικό Πάροδος τχ.18/2008. Επίσης στα κεφάλαια του βιβλίου της Έλλης Φιλοκύπρου. Την λειτουργία του συμβόλου-του ονόματος Θεού, και άλλων προσώπων-σαν  ένας παρηγορητικός κόμβος στις ζωές των ανθρώπων. Σημείο αναφοράς και προσευχητικής επίκλησης στα τόσα αδιέξοδα κα βάσανα του Κόσμου που μεγαλουργεί και ελπίζει μέσα στην «ανθισμένη ματαιότητά του». Ούτε τυχαία είναι η επιλογή του Λειβαδίτη στην εξέταση και ερμηνεία συγκεκριμένων φωνών και έργων της ρώσικης λογοτεχνίας του προηγούμενου αιώνα. Πέρα από τα κριτικά του σημειώματα και τις μεταφράσεις που έκανε για καθαρά βιοποριστικούς λόγους με ψευδώνυμο όταν έχασε την εργασία του με το κλείσιμό της εφημερίδας που εργάζονταν, την «Αυγή». Η υπαρξιακή ποιητική του, οι υπερρεαλιστικές επιλογές του που δεν είναι και λίγες, η υιοθέτηση της πεζολογικής φόρμας σε αρκετές του συλλογές, οι εξομολογητική του πάντα διάθεση, η φιλοσοφική αχλύ ατμόσφαιρας που αποπνέουν στίχοι του, χωρίς να χάνουν την εμμετρότητά τους, ιδιαίτερα οι μικροί του που μοιάζουν με ρήσεις της σκέψης του, έχουν ένα αποφθεγματικό τυπολογίας πρόσωπο. Οι στιγμές φρίκης και παράλογου που έχουμε σε ποιητικές του συνθέσεις, οι κοινωνία των νεκρών σε συνάρτηση με τους ζωντανούς, οι διλημματικές του μνήμες, η νοσταλγική περιρρέουσα εικονογραφία και μελαγχολική του ορισμένες φορές αμηχανία, οι προσωπικές του αβεβαιότητες που φωτίζονται ισότιμα με τις μικρολεπτομέρειες, η φθορά του χρόνου που τρέχει ακάθεκτος μέσα σε διάψευσης κανάλια, τα ερείπια της ζωής δίπλα στα ερειπωμένα και άδεια εγκαταλειμμένα σπίτια, το όνειρο σαν διαρκή κατάσταση καταφυγής και λιπάσματος έδαφος της ποιητικής ύλης μιας άλλης ανθρώπινης περιπέτειας της πραγματικότητας, η συχνή γυναικεία παρουσία ως σύμβολο μητρικό, ερωτικό, συντροφικό, εμψυχωτικό, φροντίδας, κυριαρχούν στο έργο και των δύο ποιητών, ιδίως στον περισσότερο πενθοφόρο Τάσο Λειβαδίτη. Στον Λειβαδίτη υπάρχει εντονότερη η παρουσία των πουλιών, των φτερουγισμάτων τους, σαν σύμβολα ελευθερίας και ανεξαρτησίας, πετάγματος πέρα από την σκοτεινή κοινωνική πραγματικότητα. Αδέσμευτου φτερουγίσματος μακριά από τα βάσανα και τα προβλήματα της ζωής, του Κόσμου. Όλα αυτά συνυφαίνονται με μια λεπτομερή περιγραφή μιάς δυσβάσταχτης παραπαίουσας καθημερινότητας, αγωνίας και αναγνωρίσιμης άρνησης της λήθης που κινείται μέσα στα όρια του ονείρου της αβάσταχτης ματαιότητας του Κόσμου. Μια λιμοκτονούσα για ζωή και ανθρωπιστική διάθεση αιρετική φωνή της αριστεράς που θέλει να σταματήσει τον χρόνο στην αθωότητα της αγάπης και του ονείρου και αγγίζει τον οικουμενικό άνθρωπο. Ένα παιδικό σφύριγμα στην μοναξιά του Κόσμου ενός παιδιού που «αρνήθηκε» να μεγαλώσει. Ένα παιδί με το ταμπούρλο της ποίησης που επέλεξε να εκφράσει την σιωπή και σκοτεινότητα της Μοίρας ή του Θεού με λέξεις και εικόνες, ποιητικές «παραβολές» σαν ένας σύγχρονος «ευαγγελιστής» δίχως την πανοπλία του δόγματος αλλά την ενδυμασία του μυστικού θεολόγου. Ο Τάσος Λειβαδίτης όπως και ο πεζογράφος Νίκος Καζαντζάκης συγγενεύουν στο ότι και οι δύο θέλουν να διασώσουν την παρουσία ενός Θεού αινιγματικά σιωπηλού και συνήθως αναφή, ή φανέρωσής τους μέσα από της χριστιανικής πίστης ιδεότυπους λειτουργικών σχέσεων, βλέπε Ιησούς, Παναγία κλπ.  Ενός παιδιού μονάχου δίχως συντρόφους (όπως το παιδί με το ταμπούρλο του γερμανού συγγραφέα Γκύντερ Γκρας που περιπλανιόταν μέσα στα ερείπια) το οποίο βγαίνει τις Νύχτες έξω από τα ερείπια του πύργου της Ιστορίας και ατενίζει τα άστρα, με μόνη του συντροφιά την αθωότητα του βλέμματός του. Τα λαμπρά άστρα που αδιαφορούν για την βασανιστική μοίρα του ανθρώπου. Απελπιστικά απλώνεται η Νύχτα σε πολλά του ποιήματα. Μια νύχτα που έχει απεκδυθεί κάθε μαγεία της και απλώνει το σκοτεινό πέπλο της πάνω από ανθρώπινα κοιμητήρια, μνήματα αναμνήσεων, περασμένων σκοτωμένων συντρόφων και αγαπημένων προσώπων στον πίνακα της ζωής του. Ένα μελανόμορφο πέπλο που σκεπάζει τους δικούς του κεκοιμημένους στην διαρκή ανοικτή συνομιλία τους μεταξύ τους και μαζί του, μαζί μας. Μια εκδίπλωση των δικών μας ονείρων μέσα στην αστροφεγγιά της σύγχρονης Νύχτας. Γιατί «Η νύχτα είναι μιά φωτισμένη πολιτεία που λυμαίνονται οι αλήτες κι οι ποιητές» όπως μας λέει στο ποίημά του «Διηγήσεις». Αλήτης με την αρχαία έννοια του πλάνητα ανθρώπου, να το επαναλάβουμε έστω κουραστικά. Ενώ μέσα στον «βραδιασμένο ουρανό» βλέπε το ποίημα «Ο Άγνωστος» ο Θεός επαναπαύεται μέσα στην μοναχικότητά του. «Στο βάθος ο Θεός φαινόταν πολύ μοναχικός» μας λέει στο ποίημα «Η πρώτη μέρα του κόσμου» της δημιουργίας. Όπου και πάλι η ανθρωποσφαγή θα συνεχίζεται. «Δεν ζούμε αληθινά παρά μόνο τη νύχτα μέσα στ’ όνειρο./ Και το πρωί «καλημέρα», λες, «καλημέρα», σου λένε./Κι η σφαγή συνεχίζεται.» μας λέει στην «Μικρή Ιλιάδα». Αυτός είναι ο Κόσμος του Τάσου Λειβαδίτη, ένα ατέλειωτο σφαγείο ακόμα και μέσα στο Όνειρο. Για όλους. Φτωχούς και ζητιάνους, απόκληρους και κυνηγημένους, εξόριστους και φυλακισμένους, τρανούς της γης και ιδεολόγους, απελπισμένες γυναίκες και ναυαγισμένες υπάρξεις, κομματικούς πιστούς και αμφισβητίες, όλοι μαζί μια κοινωνία αναμνήσεων αναμένοντας την «ημέρα της «Κρίσεως» αυτήν που ο ποιητής γνωρίζει ότι δεν θα έρθει. Καθώς βαδίζει στην μόνη πραγματικότητα, αυτή της Νέκυας του Χρόνου και της Ιστορίας.  Γιατί όλοι μας πλέον ζούμε όπως ο ζητιάνος στο ποίημα «Πρωινό κέφι» «ένας ζητιάνος στη γωνιά τραγουδάει για χιλιοστή φορά την Οδύσσεια της ματαιότητας». Δηλαδή της ανθρώπινης περιπέτειας. Είμαστε όλοι Εμείς που μεγαλώσαμε αφήνοντας πίσω μας την περίοδο της αθωότητάς μας των εφηβικών μας χρόνων, τότε, που μπορούσαμε και τολμούσαμε να ελπίζουμε στον Παράδεισο με ένα βραδινό θαύμα. «Είναι κάτι βράδια πού μόνον ο στεναγμός μας χωρίζει απ’ τον Παράδεισο», λέει στο ποίημά του «Εφηβεία». Ενώ τώρα, σήμερα, ίσως και αύριο θα «είμαστε αιχμάλωτοι μιάς αλήθειας που χάθηκε κάπου εκεί στα παιδικά μας χρόνια», Βλέπε το ποίημα «Η τελευταία παρτίδα. Και οι Ποιητές «Φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών/ την ώρα που πέφτουν χτυπημένα», δες το ποίημα «Ποιητές». Όμως ο ποιητής δεν χάνει την ελπίδα του, δεν απογοητεύεται όσο ίσως και ο ίδιος μας λέει, αφήνει μια χαραμάδα κοιτάγματος στην μοναξιά του Κόσμου. Γιατί «Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…» μας λέει και πάλι στο ποίημά του «Ερωτήματα». Θέλοντας να μας υπενθυμίσει τον προσανατολισμό μας. Που δεν είναι άλλος από την συνύπαρξη των κοινών μας βιωμάτων και ελπίδων, ζωών. Στο μοίρασμα των ψυχών και των ονείρων μας. Και που ίσως αναιρεί την «ανθισμένη ματαιότητα του Κόσμου», έστω πρόσκαιρα και στιγμιαία μέσα στην συνεχή ραγδαία ροή του Χρόνου. Ένας ρέων Χρόνος σαν τα Ρολόγια του ισπανού ζωγράφου Σαλβαντόρ Νταλί, τα Ρολόγια του Τάσου Λειβαδίτη που κτυπούν στον δικό τους χρόνο και ρυθμό. Εκείνο που θα τολμούσαμε με σεβασμό μόνο να σημειώσουμε είναι διαβάζουμε πολλές ποιητικές επαναλήψεις, κάτι που συναντάμε και στους δύο μεγάλους μας ποιητές. Μια ποιητική «φλυαρία» παρόμοια με εκείνη των σπουργιτιών.

       Αυτές τις σκέψεις και μερικές ακόμα για το κοινό βάδισμα της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου με του Τάσου Λειβαδίτη και ιδιαίτερα των δύο έσχατων συλλογών τους. «Αργά πολύ αργά μέσα στη Νύχτα» και «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», ήθελα να μεταφέρω στην τότε ομιλία μου. Το άγνωστο όμως της αθηναϊκής αίθουσας που θα έδινα την διάλεξη, το επίσης άγνωστό μου κοινό που θα είχε έρθει να την παρακολουθήσει, και ο περιορισμένος χρόνος της ομιλίας που είχα στην διάθεσή μου, με έκαναν να αναθεωρήσω τον αρχικό μου σχεδιασμό και να επικεντρωθώ αποκλειστικά και μόνο στην περίπτωση του Γιάννη Ρίτσου (με σποραδικές δια ζώσης εκτός κειμένου αναφορές στον Τ. Λειβαδίτη) και ιδιαίτερα στην σύνθεσή του «Αργά πολύ αργά μέσα στη Νύχτα» αυτήν την συνταρακτική και συγκλονιστική ποιητική κατάθεση  προσωπικής εξομολόγησης του ποιητή στα δυσμάς του βίου του. Που μέσα από τα παράθυρα της ζωής του, όπως και στον Τάσο Λειβαδίτη (τα «Καβαφικά» παράθυρα και πάλι ένα ακόμα σύμβολο μέσα στην ποίησή τους), αντικρίζουν τον κόσμο να καταρρέει ή να περνούν οι νέες γενιές ανθρώπων αγνοώντας την παρουσία τους. Μια σειρά ποιημάτων τα οποία σύμφωνα με την αναγνωστική μου επάρκεια έχουν αρκετά κοινά σημεία με την μεταθανάτια συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη τα «Χειρόγραφα του φθινοπώρου». Ασφαλώς, δεν κόμιζα γλαύκας εις Αθήνας και άλλοι αξιολογότεροι εμού είχαν επισημάνει τους κοινούς δρόμους ποιητικής έκφρασης και τεχνικής, θεματολογίας, φόρμας, μεταξύ των δύο ποιητών. Θεωρώντας τον Λειβαδίτη ένα είδος «μίμησης» της Ρίτσειας παραγωγής. Δέσμιου του ογκώδους έργου του Ρίτσου. Ο Λειβαδίτης αντιμετωπίζονταν σαν μία περίπτωση με τις σχετικές αναλογίες όπως ο πεζογράφος Παντελής Πρεβελάκης δίπλα στον Νίκο Καζαντζάκη. Ήσαν οι επαρκείς μεν αλλά μαθητές. Να υπενθυμίσουμε ότι σταθερός μελετητής και πρωτίστως όπως φαίνεται αναγνώστης του Τάσου Λειβαδίτη είναι ο φιλόλογος και κριτικός Γιάννης Κουβαράς. Ο δοκιμιογράφος μας έχει κατά καιρούς προσφέρει διαφόρων ερμηνευτικών προσεγγίσεων κείμενα και κριτικές του για τον «Τυφλό με το λύχνο». Διαφωτιστικά δημοσιεύματα για τον λυρικό και σεμνό, αθόρυβο και διακριτικό «φανοστάτη» ποιητή της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς. Βλέπε Γιάννης Κουβαράς στις εφημερίδες: Η Καθημερινή 27/10/1998, Ελευθεροτυπία 30/ 10/ 1998, Τα Νέα 9/11/1988, Η Αυγή 28/6/2003. Στο πολιτικό περιοδικό Ο Πολίτης τχ. 84/2001 όπου δημοσιεύτηκε Ομιλία του. Σε τεύχη του λογοτεχνικού περιοδικού Διαβάζω και του περιοδικού Η Λέξη που είναι αφιερωμένα στον ποιητή. Τεύχος 228/13-12-1989,στο οποίο ο Κουβαράς συντάσσει πρώτος το Χρονολόγιο πορείας του Τάσου Λειβαδίτη (Χρονολόγιο Τάσου Λειβαδίτη 1922-1988, σ. 20-24) καθώς και Εργογραφία και ενδεικτική Βιβλιογραφία του ποιητή, σελίδες 90-91, γράφοντας παράλληλα και το κείμενο «Το Περιθώριο στο ποιητικό έργο του Τ. Λ.» σ.79-87, (την επιμέλεια του αφιερώματος είχε ο Γιώργος Γαλάντης). Ενώ στο ίδιο περιοδικό, τεύχος 272/6-10-1991 δημοσιεύει την κριτική του για την μελέτη του Απόστολου Μπενάτση, «Η ποιητική μυθολογία του Τάσου Λειβαδίτη» σε πρόλογο του Ερατοσθένη Γ. Καψωμένου, εκδόσεις Επικαιρότητα 1991. Στο αφιερωματικό τεύχος της «Λέξης» τχ. 130/11,12, 1995,σ. 823-831 δημοσιεύει το κείμενο «Ταυτότητα και ετερότητα», ενώ στο περιοδικό Ομπρέλα τχ.1/1988, έχουμε το «προσχέδιο πορτραίτου» του ποιητή. Και ακόμα, στο τεύχος 16/Χειμώνας 1989 του περιοδικού Νεοελληνική Παιδεία υπογράφει το κείμενο «Ο άνθρωπος με το κασκέτο». Τα περισσότερα από τα σκόρπια αυτά δημοσιεύματά του ο Κουβαράς, τα σύναξε και τα συμπεριέλαβε στον τόμο που εξέδωσε από τις εκδόσεις Καστανιώτη 2008, Γιάννης Κουβαράς, «Στην ανθισμένη ματαιότητα του Κόσμου» Περιδιαβάσεις στην Ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη. Να προσθέσουμε επίσης τα οκτώ κείμενα που γνωρίζω της Αθηνάς Κακολύρη δες εφημερίδα Κυριακάτικη Αυγή 8/11/1998, "Ιστορίες για το χειμώνα" μας" 28/10/2000 και "Χειρόγραφα του Φθινοπώρου" 2/11/1997, "Λίγες Βιολέτες για τον πρόωρα χαμένο ποιητή" 3/11/1996, "Ο Λειβαδίτης στην Αυγή" 10/11/1996, "Lacrimae rerum..." 10/11/1996, "Επίκαιρος είκοσι δύο χρόνια μετά" σ.36-37, "Πεθαίνοντας κάθε μέρα...μιάν ολόκληρη ζωή" 10/3/2002, σ. 33. στην ίδια εφημερίδα, ενώ στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία 30/10/1998 υπογράφει το κείμενο "Ο τελευταίος πρίγκιπας μιας ταραγμένης εποχής".  Εκτός από τον Απόστολο Μπενάτση και την αξιοπρόσεκτη μελέτη του για το σύνολο έργο του Λειβαδίτη και την ποιητική του μυθολογία, βλέπε παραπάνω, (Όλες οι ενότητες του έργου είναι ενδιαφέρουσες και βοηθούν τον αναγνώστη της ποίησης του Λειβαδίτη. Η δε απαραίτητη διαμερισματοποίηση της μελέτης έχει την δική της χρηστική αποτελεσματικότητα). Διαβάζουμε: «Τα συστατικά γνωρίσματα λοιπόν της παιδικής ηλικίας είναι το παιχνίδι, η αθωότητα, η πρώτη επαφή με το βίωμα του θανάτου, ο ρεμβασμός, το όνειρο και οι πρώτες ερωτικές εμπειρίες.

     Ακολουθούν τα εφηβικά χρόνια του Ήρωα. Έχουμε εδώ μια από τις υπερβολές της εφηβείας. Το Υποκείμενο βλέπει την αυτοκτονία σαν μια ηρωική πράξη που θα προξενήσει το γενικότερο θαυμασμό. Δεν θα την πραγματοποιήσει όμως, γιατί υπάρχει ο φόβος της αποκάλυψης του εσωτερικού του κόσμου. Πρόκειται για μια αυταρέσκεια, που  δεν είναι άγνωστη στα χρόνια της εφηβείας.

    Τα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια αποτελούν τους δύο άξονες που συγκροτούν την κατηγορία νεανικά χρόνια. Στο κείμενο παρατηρούμε μια απότομη μετάβαση του Ήρωα στον κόσμο των μεγάλων, που συνοδεύεται από τη διαπίστωση της αναπότρεπτης έλευσης των γηρατειών. Το Υποκείμενο απευθύνεται σ’ ένα γυναικείο πρόσωπο, που παραμένει βουβό…..» σελ. 341 του μελετήματος του Απόστολου Μπενάτση και του κεφαλαίου 10.9. εξέτασης και ανάλυσης της συλλογής «Βιολέτες για μια εποχή» που κυκλοφόρησε το 1985 και θεωρείται από αρκετούς από τις οργανικά ωραιότερες του ποιητή. Ενώ από της εργασία της πανεπιστημιακού κυρίας Έλλης Φιλοκύπρου  Διαβάζουμε: «Η φαντασία τίθεται, λοιπόν στην υπηρεσία του ρεαλισμού’ τα δημιουργήματά της οφείλουν να είναι πιστοί καθρέφτες αληθινών γεγονότων και προσώπων. Λίγα χρόνια όμως αργότερα (στα Ποιήματα 1958-1964), η πραγματικότητα παρουσιάζεται αβάσταχτη, και η φαντασία- με την έννοια της επίγνωσης μιας άλλης βαθύτερης πραγματικότητας-λειτουργεί ως μόνη αποτελεσματική άμυνα του ποιητή, ο οποίος έτσι εκδικείται όσους τον ταπεινώνουν:

Φτύστε με

χτυπήστε με

ποδοπατήστε με

εγώ

κάθε βράδυ

σας εκδικούμαι

καθώς

γυρίζοντας αργά

σπίτι μου

πιωμένος

ταπεινωμένος

πλαγιάζω αγκαλιά

μ’ ένα αηδόνι.  («Εκδίκηση»: Α 405)

Και συνεχίζει, «εγκαινιάζοντας  την παρουσία της στην ποίηση του Λειβαδίτη ως αντίβαρο της πραγματικότητας, ως μέσο παρηγοριάς και εκδίκησης, η φαντασία σύντομα διευρύνει το χώρο της’ ο ποιητής μελετά την αυτονομία της, αλλά και την επικίνδυνη δράση της.», σελ. 138 του βιβλίου «Ένοχος μιας μεγάλης αθωότητας». Βλέπε και το προηγούμενο-πρώτο σημείωμα για τον ποιητή στην ιστοσελίδα. Ο τόμος αποτελείται από 9 κεφάλαια μετά την Εισαγωγή: Ο ακυρωμένος χρόνος/ Ο Ανεξιχνίαστος εαυτός/ Η αμφίβολη λύτρωση/ Η διπλή πραγματικότητα/Το διασπασμένο υποκείμενο/ Η ατελέσφορη ύπαρξη (στο κεφάλαιο αυτό «Άρρωστος για το Θεό» διαβάζουμε το κείμενο «Εφήμερη ύπαρξη και αιωνιότητα» και «Ο ουρανός και ο Θεός» που συνεχίζεται η προβληματική που αρχίνησε η Αλεξάνδρα Μπουφέα, στο περιοδικό «Διαβάζω»). Ακολουθεί Η επικίνδυνη αναζήτηση/ Η καταξίωση του ανεκπλήρωτου/ και ο δισυπόστατος λόγος. Τέλος το βιβλίο συνοδεύεται από την σχετική βιβλιογραφία και τα ευρετήρια. Προσώπων, Συλλογών και Ποιημάτων. Το 2008 οι εκδόσεις Κέδρος κυκλοφόρησαν την μελέτη του καθηγητή Παναγιώτη Νούτσου, «Τάσος Λειβαδίτης, Ο κόσμος της ποίησής του». Η μελέτη διερευνά στα δεκατρία κεφάλαιά της και τα Συμπεράσματα την πολιτική πλευρά κυρίως του Τάσου Λειβαδίτη, παίρνοντας δύο χρονολογίες 1956 και 1996 ως τομές στην ποιητική του παραγωγή και την αναδιάταξη των ποιητικών του ενδιαφερόντων. Ένα μοντέλο έρευνας της πολιτικής ταυτότητας της πρώτης κυρίως περιόδου του Τάσου Λειβαδίτη το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην εξέταση άλλων πολιτικοποιημένων ποιητών της γενιάς του. Οφείλουμε να συμπληρώσουμε, σε αυτό το δεύτερο σημείωμα για τον «Άνθρωπο με το ταμπούρλο» Τάσο Λειβαδίτη ότι ανάμεσα σε αυτούς που άνοιξαν το δρόμο στην συστηματική εξέταση του έργου του είναι η καθηγήτρια Σόνια Ιλίνσκαγια, με τα πολλά δημοσιεύματά της για το έργο του. Βλέπε κυρίως το βιβλίο της Σόνια Ιλίνσκαγια, «Η ΜΟΙΡΑ ΜΙΑΣ ΓΕΝΙΑΣ», Συμβολή στη μετάφραση της μεταπολεμικής πολιτικής ποίησης στην Ελλάδα», μεταφραστική επιμέλεια Μήτσος Αλεξανδρόπουλου, εκδόσεις Κέδρος 1976, και το βιβλίο της,«ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ» Από την πορεία της ελληνικής ποίησης του 20ου αιώνα» εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1992 και το κείμενο «Ο χώρος και ο χρόνος στην ποιητική πορεία του Τ. Λειβαδίτη» σ. 95-110. Πολλά της ακόμα δημοσιεύματα συναντάμε σε διάφορα πολιτικά και λογοτεχνικά περιοδικά όπως, περ. «Αντί» τχ. 416/6-10-1989, «Μερικές πτυχές μιας ποιητικής πορείας», περιοδικό «Κονδυλοφόρος» τχ. 2003, σ. 240-245, «Εγώ», «Εμείς», ο άλλος στην ποίηση του Τ.Λ»,  το περιοδικό «Θέματα Λογοτεχνίας» τχ. 22/1,2,3,4, 2003, σ. 201-207. Όπου συνεξετάζονται οι δύο συλλογές και αλλού. Χαρακτηριστικούς Φωτισμούς της ποιητικής του διαδρομής, για αυτόν «τον μεταφυσικό της Αριστεράς» όπως μας γράφει σε κείμενό του ο ιστορικός της λογοτεχνίας Μιχάλης Γ. Μερακλής στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού «Το Δέντρο» τχ. 171-172/ Φθινόπωρο 2009, σ. 73-76, μας έχουν δώσει ο επίσης ο ιστορικός της ελληνικής λογοτεχνίας και κριτικός Αλέξανδρος Αργυρίου σε άρθρα του και στην πολύτομη ιστορία της λογοτεχνίας του. Επίσης, ορθές οι επισημάνσεις του κριτικού Αλέξη Ζήρα, στο αφιέρωμα της εφημερίδας Ελευθεροτυπία- Βιβλιοθήκη τεύχος 353/Παρασκευή 15/4/2005, «Ένα μαρτυρολόγιο ανθρώπων και αγίων» σελ. 16-18. Στο αφιερωματικό αυτό τεύχος διαβάζουμε και το κείμενο-κριτική «Πτυχές υπαρξιακής και εκφραστικής αγωνίας», σ.18-19 του κυρού ποιητή και κριτικού Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, και την κριτική του κριτικού Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, «Ο ποιητής ως κριτικός» για το βιβλίο του Τ. Λ. «Έλληνες Ποιητές» εκδ. Καστανιώτης.  Ακόμα, ο ποιητής και κριτικός Γιώργος Μαρκόπουλος μας έδωσε σε βιβλίο τις δικές του θέσεις για το έργο του Τ. Λ. «Η ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη», εκδόσεις Εκάτη 2009, Κλείνει τις σκέψεις του ο ποιητής και κριτικός Γιώργος Μαρκόπουλος: «Ο ποιητής αυτός, που συνειδητά στερήθηκε τον άρτο τον επιούσιο (το αντίδωρο της επίγειας δόξας του δηλαδή), για χάρη της ποίησης και μόνον, αφού κατά βάθος  από πολύ νέος, ήξερε καλά ότι στο τέλος μόνον αυτή μένει για να μας παρηγορήσει, εκεί που όλα τα’ άλλα τα βυθίζει κάποτε η φοβερή ματαιότητα και τα εξομοιώνει η καταλυτική δύναμη του χρόνου». Σελ. 70. Ενώ στο αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού Οδός Πανός τχ. 140/4,5,6, 2008, σελ.67-94, και στο κείμενο «Μια διαρκής συνομιλία με τους κεκοιμημένους» ο μελετητής της λογοτεχνίας και συγγραφέας από τον Πειραιά Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, έγραψε και συνέταξε Βιβλιογραφία για τον Τάσο Λειβαδίτη. Αποδελτιώνοντάς τον στις Ιστορίες της Ελληνικής Λογοτεχνίας και τα Βιογραφικά βιβλία, τις Ελληνικές Ανθολογίες, σε περιοδικά και εφημερίδες. Οι άλλοι συμμετέχοντες στο αφιέρωμα είναι: Παναγιώτης Ηλιόπουλος, «Το αίμα ως σύμβολο στην ποίηση του Τ.Λ.», Παναγιώτης Νούτσος, «Κάποια συμπεράσματα», Γιάννης Κοντός, «Τ.Λ.: το αστέρι μέσα στην καταχνιά», Έφη Πυρπάσου, «Η χαμένη υπόθεση», Γιώργος Χρονάς, «Για τον Λειβαδίτη», Άννα Θέμου, «Μέθη και όνειρο: το αλκοόλ στην ποίηση του Τ.Λ.», Μανόλη Πρατικάκη, «Μικρή μαρτυρία για τον ποιητή Τ.Λ.», Γιώργος Σπανός, «Η Μουσική Ποιητική του Τ. Λ.», Χριστίνα Μικαελιάν, «Τάσος Λειβαδίτης, «Συνοικία το «όνειρο»», Θεοδόσης Πυλαρινός, «Τα δύο γραμματοκιβώτια» (Κρυπτική συνομιλία δύο ποιητών για τον «αιώνιο απόντα»), Βασίλης Ζηλάκος, Γιώργος Χρονάς, «Το πορτραίτο του Τ.Λ. από τον φίλο του Νίκο Δρέττα», Βάσια Αποστολάκου, «Τ. Λ.: Στοιχεία ταυτότητας», Γιώργος Χρηστέας, «Τ. Λ., Ο ποιητής του μέλλοντός μας», Οι Εφημερίδες γράφουν: από Τα Νέα 31/10/1988, και 2/10/1988, Ελευθεροτυπία 2/10/1988.

     Οι ως άνω εργασίες που μνημονεύονται, οι μικρές μελέτες, τα διάσπαρτα άρθρα σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, οι κριτικές που δημοσιεύθηκαν για τον ποιητικό, τον πεζό και κριτικό λόγο του ποιητή, τα κατά καιρούς αφιερώματα των διαφόρων περιοδικών, αυτά που γράφτηκαν όταν έφυγε από κοντά μας, όλα συμβάλουν στην καλύτερη και ανετότερη κατανόηση, πληρέστερη θα σημείωνα ανάγνωση της συγγραφικής παρουσίας του Τάσου Λειβαδίτη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναφορών και επαναπροσέγγισης του Τάσου Λειβαδίτη, περιστρέφονται και τα σημειώματα αυτά με αντιγραφές και ηλεκτρονικές  ανα-δημοσιεύσεις για το έργο του στην ιστοσελίδα ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΠΑΡΕΡΓΑ. Στο πρώτο σημείωμα έδωσα ενδεικτικά σημειώματα για την σύνολη παρουσία του και την κυκλοφορία των τριών συλλογικών τόμων των Απάντων του, και μια γενική καταγραφή των τίτλων των βιβλίων που κυκλοφόρησαν για ην παρουσία του Στο δεύτερο σημείωμα μεταφέρω κριτικές για την μεταθανάτια ποιητική του συλλογή «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου» εκδόσεις Κέδρος 1990. Προτίμησα την τελευταία του συλλογή σχηματίζοντας ένα «κουκούλι» πληροφοριακών παρουσιάσεων του. Σε επόμενα σημειώματα θα συμπληρώσω τις πληροφορίες για τις άλλες του συλλογές από το υπάρχον αρχείο μου που κατόρθωσα να συγκεντρώσω στην διάρκεια των ερευνών μου-έστω, ενδεικτικά κριτικά σημειώματα-αλλά κυρίως μελετώντας εκ νέου το έργο του. Ένα έργο που θέλω να πιστεύω δεν θα μείνει μόνο μέσα στις σελίδες των βιβλίων που γράφονται για αυτό, ούτε μέσα στις σελίδες των περιοδικών και τα τηλεοπτικά αφιερώματα, αλλά το ίδιο το ποιητικό, πεζό και κριτικό σώμα του Τάσου Λειβαδίτη θα αγκαλιάσει άμεσα και δραστικά τις συνειδήσεις των νεότερων γενεών και θα αναδειχθεί η σημασία, η αξία του, η προσφορά του, πέρα από επετειακές, τηλεοπτικές και άλλες αναφορές και επετειακά συνέδρια και θα γίνει όλων των ελλήνων και ελληνίδων που εξακολουθούν να ασχολούνται και να διαβάζουν την Ελληνική Ποίηση. Η σειρά της αντιγραφής των κριτικών δεν είναι ούτε αξιολογική ούτε χρονική, σκοπό μόνο έχει να επαναγνωρίσουμε την ποίησή του μέσα από τα μάτια σπουδαίων κριτικών και συγγραφικών φωνών της εποχής μας.

          ΑΓΝΩΣΤΟΙ  ΟΜΗΡΙΚΟΙ  ΣΤΙΧΟΙ

Κι αυτοί που αγάπησαν τη δόξα τώρα κλαίνε

κι οι άλλοι πού πόθησαν το θάνατο φοβούνται

κι εκείνοι που μερίμνησαν δεν έχουν

αλλά αυτοί που ταπεινώθηκαν γνωρίζουν

κι εκείνοι που κρατήθηκαν μακριά θα ξεκινήσουν

σαν τις ωραίες εποχές να ξαναρθούνε. , σελ. 141       

                Ο τραυματισμένος στρατιώτης και ο κόμης ντε Λωτρεαμόν

Του ΒΑΓΓΕΛΗ  ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Εφημερίδα  Η ΑΥΓΗ 23 Δεκεμβρίου 1990

   Με αφορμή τα «Χειρόγραφα του φθινοπώρου» του Τάσου Λειβαδίτη

     «ΟΛΟΚΛΗΡΗ η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο». Ο στίχος αυτός, παρμένος από την τελευταία, μεταθανάτια συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη. «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου» που κυκλοφόρησε πριν λίγες ημέρες από τον «Κέδρο», συνοψίζει, πολύ εύστοχα νομίζω, τη θεματολογία και τη στάση του ποιητή κατά την ύστερη περίοδο του έργου του. «Βιολέτες για μια εποχή» (1985), «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» (1987) και «Χειρόγραφα…» αποτελούν ομόκεντρους κύκλους με κοινή αφετηρία και κατάληξη. Βασικά χαρακτηριστικά τους, η έντονη αγχώδης υπαρξιακή αναδίφηση και ο τριμερής ποιητικός χρόνος: ο δημιουργός, που ταυτίζεται με τον ήρωα των ποιημάτων, ξαναζεί δίκην φαντασιώσεως ή εφιάλτη τα παιδικά του χρόνια εν όψει του θανάτου που πλησιάζει με βήμα ταχύ. Το παρόν-η θέση από την οποία σκέφτεται και μιλάει- είναι αποστεγνωμένο. Απομένουν η ανυπόφορη νοσταλγία για τις υποσχέσεις που δεν εκπληρώθηκαν και ο πανικός ενώπιον του τέλους.

     Στις «Βιολέτες…» και στο «Μικρό βιβλίο…» ο Λειβαδίτης τηρούσε τα προσχήματα του ποιητικού προσωπείου: αποκάλυπτε τον εαυτό του μόνο κατά το μέτρο που ο αναγνώστης μπορούσε να τον ξεχωρίσει πίσω από τα συμβολικά πρόσωπα ή τις υπαινικτικές φράσεις. Στα «Χειρόγραφα…» όλα αυτά εκλείπουν. Στα πεζόμορφα μέρη της συλλογής-συγκεντρωμένα στο πρώτο μέρος-ο ποιητής εκθέτει την αυτοβιογραφία του, που μοιάζει με απόσπασμα ημιτελούς μυθιστορήματος. Διαβάζοντάς τα διακρίνουμε τα κομμάτια μιας έκκεντρης πλοκής, η οποία συνθέτει την ίδια πάντα ιστορία: ευτυχισμένη παιδική ηλικία υπό το προστατευτικό κέλυφος  της οικογενειακής ευημερίας, ξαφνικός οικονομικός ξεπεσμός που εξισορροπείται με το επαναστατικό όραμα μιας φλογερής νιότης και, λίγο αργότερα, η πλήρης καταστροφή-διάψευση των ιδεών, ψυχική κατάρρευση και πικρός απολογισμός. Η ιστορία συνεχίζεται μετατονισμένη και στα δύο επόμενα-κατά βάσιν στιχόμορφα-μέρη του βιβλίου. Ο ενεστώς χρόνος του ποιήματος παραμένει, όπως συλλογές, κενός: «Συνήθως πάνω στο τραπέζι μου έχω ανοιγμένη μια βαριά δερματόδετη Βίβλο. Σκέφτομαι πως εκεί μέσα υπάρχει κάποιος υπαινιγμός για το μεγάλο μυστικό που ο Θεός, εν τη μεγαλοψυχία του, μας το απέκρυψε για να μη μας προσθέσει κι άλλες θλίψεις. Όμως κάποτε θα τελειώσουν οι ιστορίες της γης και θα πρέπει να πω κι εγώ το δικό μου λόγο. Έτσι όταν ήρθε ο φωτογράφος «προς τι» του λέω. Και καθώς ύστερα τον παρακολούθησα απ’ το τζάμι τον είδα που πήγε και κάθισε λυπημένος στην ακρογιαλιά κι άρχισε να πετάει μικρές πέτρες στην απέναντι θάλασσα».

      Ο χώρος γεμίζει από υπαίθριες, φασματικές μορφές-πλανόδιοι μουσικοί και φτωχοί διαβάτες-που κοιτάζουν αόριστα προς αδιευκρίνιστες κατευθύνσεις. Αλλά και σε ό,τι αφορά στο παρελθόν, ο Λειβαδίτης χρησιμοποιεί τα σύμβολα που πρωτοπαρουσίασε στις «Βιολέτες…»-το ρολόι και ο κομός του παιδικού δωματίου, ο κήπος του πατρικού σπιτιού, το πιάνο, οι ονειρικές εξαδέλφες. Όσο για το μέλλον, μένουν εν ισχύει οι παλαιότερες λυρικές εικόνες: «Κι όταν κάποτε φύγω δεν θα πάρω μαζί μου παρά λίγο βιολετί απ’ το δειλινό κι εν’ άστρο από κάποιο παραμύθι».

    Από αυτή την άποψη θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι τα «Χειρόγραφα…», αν εξαιρέσουμε το προτεταμένο αυτοβιογραφικό στοιχείο, δεν μας λένε τίποτε καινούργιο για το έργο του ποιητή και απλώς συμπληρώνουν ως ενδεικτικά υπόλοιπα την τελευταία του φάση. Έχω τη γνώμη ότι τα πράγματα είναι αλλιώς. Κατ’ αρχήν, σίγουρα ο σκληρός πυρήνας (συμβολοποιητική και εικονοποιητική στρατηγική, χειρισμός του εσωτερικού χρόνου) δεν μεταβάλλεται. Αν. όμως, προσέξουμε καλύτερα το βιβλίο, θα δούμε ότι ο Λειβαδίτης, προχωρεί σε κάποιες τροποποιήσεις, που μολονότι ανεπαίσθητες εκ πρώτης όψεως αποκτούν ειδικό βάρος εν προόδω. Στην τριμερή-και σαφή-διάκριση του ποιητικού χρόνου λανθάνει τώρα μία πιο αφηρημένη διάσταση: «Πολλοί αναρωτιούνται πώς έζησα-δεν ξέρουν ότι πάντοτε έλειπα,/ ταξίδια στο απίστευτο όταν ήμαστε παιδιά, ταξίδια στο απέραντο όταν είμαστε ερωτευμένοι/ταξίδια απ’ τη μια καμάρα στην άλλη, απ’ το ένα άστρο στο άλλο, ώ ταξίδι ανεκπλήρωτο…» Πρόκειται για ένα μυθικό-και παραμυθητικό- χρόνο, που χωρίς να γίνεται εμφανής, λειτουργεί ως κατοπτρική όψη του παρελθόντος, ως δυνάμει στοιχείο του μνημονικού υλικού. Κατοπτρική όψη: στα «Χειρόγραφα» ο καθρέφτης επανέρχεται συχνά’ όχι ως σύμβολο-τέτοιου τύπου λύσεις είναι μάλλον ξένες προς το φρόνημα του ποιητή-, αλλά ως τεκμήριο μιας διπροσωπίας που δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη διαφορά ανάμεσα σε πρόσωπο και προσωπείο όπως τα εννοούμε στην ποίηση. Το διπρόσωπο εδώ εκφράζει έναν δυισμό εγγενή, απ’ ό,τι αποδεικνύεται, στη στάση του Λειβαδίτη. Ιδού μερικά αντιθετικά ζεύγη, στην τύχη σταχυολογημένα: ο ποιητής, θύμα της πραγματικότητας και αρχάγγελος του ονείρου’ εκ πεποιθήσεως νάρκισσος και απόβλητος του  κόσμου’ αληθινός άνθρωπος και είδωλο ταυτότητας. Μυθικός χρόνος και κατοπτρικές προβολές μας οδηγούν σε ένα τρίτο δεδομένο: στη θέση των ποιητικών ηρώων. Όσοι έχουν διαβάσει τις πρόσφατες συλλογές του δημιουργού ξέρουν ότι διαθέτει πολυπρόσωπο σκηνικό. Μιλήσαμε ήδη για τις αχνές σκιές που περιφέρονται στο παρόν και για τα ερωτικά φαντάσματα που στοιχειώνουν το παρελθόν. Δεν πρέπει, λοιπόν, να παραλείψουμε τον κόμητα Λωτρεαμόν και τον Αρθούρο Ρεμπώ, οι οποίοι στα «Χειρόγραφα» αντί-κατά τα ειωθότα-να περιορίζονται στο ρόλο της φιλολογικής παραπομπής, εντάσσονται με εντελώς φυσικό τρόπο στη δράση του ποιήματος, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός φανταστικού-αχρονικού πλέον-περιβάλλοντος. Επί παραδείγματι:

     «Πηγαίναμε να κατακτήσουμε τον κόσμο-εγώ, ένας στρατιώτης από το μεγάλο πόλεμο κι ο κόμης ντε Λωτρεαμόν. Το τραίνο έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ήταν ένα στάδιο παράτολμο-κάποτε θα σας εξηγήσω. Νύχτα. Οι φωταγωγημένες πόλεις περνούσαν έξω απ’ τα παράθυρα σαν αναμμένα κουρέλια κυνηγημένα απ’ τον άνεμο. Ο κόσμος φορούσε ένα μανδύα φαρδύ για να σκεπάζει τον αιώνα του κι ένα λαιμοδέτη ανάστατο σα μια εξέγερση. Ο στρατιώτης τραυματισμένος παραμιλούσε κι ίσως τα ασυνάρτητα λόγια του να εξηγούσαν τ’ όνειρο μιας εποχής. Ύστερα άρχισε να χιονίζει, κρυώναμε όπως στην προϊστορία «Ραχήλ», ψιθύρισε ο στρατιώτης. Τι ήθελε να πει; Ο κόμης έσκυψε πάνω του «Η συμπόνια είναι το μόνο ελαφρυντικό στο έγκλημα να υπάρχουμε» είπε. Γι’ αυτό σας λέω: όταν ακούτε ένα τραίνο να σφυρίζει τη νύχτα, σηκωθείτε κι αγρυπνήσετε. Ίσως να μην ξαναϊδωθούμε».

     Είναι πιστεύω πια φανερό ότι στο «κύκνειο άσμα» του ο Λειβαδίτης χωρίς να εγκαταλείψει την ώριμη ποιητική του, την οδήγησε στα όριά της. Συνοψίζω: συνεχίζοντας το ταξίδι στον κόσμο των παιδικών ονείρων, επινόησε ένα δευτερογενή χρόνο για να δώσει ευκρινέστερη μορφή στις εικόνες του-που σημαίνει ότι τις κατέστησε και συγκινησιακά ισχυρότερες. Παράλληλα, δημιούργησε ένα παιχνίδι πολλαπλών αντικατοπτρισμών με αναγωγή των βασικών του όρων στο επίπεδο της φαντασίας. Η αξία της τελευταίας αυτής καινοτομίας είναι προφανής. Ο ποιητής προσπέρασε τη δωδέκατη ώρα τον κατά τόπους λιμνάζοντα λυρισμό του: τα πράγματα δεν αναζητούν πλέον το όνομά τους’ αποτελούν σημεία που ερμηνεύονται μέσω άλλων σημείων-και αυτό είναι το πιο ουσιαστικό. Όπως θα έλεγε κι ο ίδιος: «Ώσπου μια νύχτα παραμέρισα τη ζωή μου και βρήκα το ωραίο ρόδο που μου είχαν υποσχεθεί».

      ΒΑΓΓΕΛΗΣ  ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ  

          «… φθινόπωρο, καιρός για εξομολογήσεις»

Τάσος Λειβαδίτης, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου (εκδ. Κέδρος) Αθήνα 1990

Της ΣΟΝΙΑΣ  ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ

Περιοδικό  ΑΝΤΙ τεύχος 465/3-5-1991

     Ένα ποιητικό βιβλίο, όταν κυκλοφορεί μετά τον θάνατο του δημιουργού του, μοιραία αποκτά στα μάτια μας διαστάσεις ενός απολογισμού. Αλλά έτσι το έβλεπε εκείνος.

                …ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας; Ποιοι είμαστε;

και όχι μόνο αυτό το βιβλίο, είναι διάχυτη στις τελευταίες συλλογές του Λειβαδίτη αυτή η διάθεση που εκδηλωνόταν όλο και πιο κατασταλαγμένη, διαυγής και γαλήνια. Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου έβαλαν εδώ μία τελεία και αποτύπωσαν την τελευταία της μορφή.

     Πόσο γαλήνια είναι όμως η ποιητική γραφή όπου και μόνο πλημμύρα των ερωτηματικών (το έχει παρατηρήσει ήδη η κριτική) δηλώνει μια πολύ δραστήρια συναισθηματική κίνηση; Ίσως ακριβώς με την έννοια της εσωτερικής ετοιμότητας να τεθούν όλα τα ερωτήματα, να κυλήσει ανεμπόδιστα όποιο κύμα ψυχικής ροής-χωρίς τη φροντίδα για συνταίριασμα, για λογικούς συσχετισμούς, για ενιαίο συμπέρασμα.

     Η ποιητική κατάθεση μιας αλήθειας δεν απολυτοποιείται’ δίπλα της παρουσιάζεται άλλη, εξίσου αληθής και ειλικρινής, αποκαλυπτική πολύ διαφορετικών ψυχικών καταστάσεων, φορέας άλλων μηνυμάτων. Όπως έλεγε ο Καβάφης για τον φιλοσοφημένο καλλιτέχνη που, παρουσιάζοντας μια πλευρά «δεν σημαίνει ότι αρνείται την άλλη όψη του νομίσματος ή ακόμη… ότι επιθυμεί να νομίζεται πως η πλευρά που σημειώνει ή πραγματεύεται είναι η αληθέστερη ή η συχνότερη αληθής». Είτε ο Ρίτσος λ.χ. στον Τειρεσία εκεί που επιμένει στην αντικειμενική και γαλήνια παράθεση του διαλόγου ανάμεσα στις συγκρουόμενες απόψεις, αλλά και στις συγκρουόμενες πλευρές της ίδιας άποψης, της ίδιας αλήθειας. Μια τέτοια πολυδιάστατη προσέγγιση είναι, βέβαια, καρπός ωριμότητας που, θέτοντας τα ερωτήματά της, αποτυπώνει μόνιμες περιστάσεις και προβληματισμούς του ανθρώπινου βίου στην περίπλοκη πολλαπλότητα και αντιφατικότητά τους.

     Ο αναγνώστης των Χειρογράφων δεν θα δυσκολευθεί να εντοπίσει κάποια επίμονα ερωτήματα που θέτει ο ποιητής στο πρώτο κυρίως μέρος της συλλογής, προσδιορίζοντας τη βασική κατεύθυνση της αναζήτησής του. Το πιο επίμονο, που επαναλαμβάνεται σε διάφορες παραλλαγές, είναι τούτο:

     «Λοιπόν, τι κερδίσαμε; Τι θα μείνει; Πως θα σωθούμε; («Νύχτες αϋπνίας»)

Και η απάντηση που έρχεται πρώτη και δίνει τον τόνο, είναι πολύ πικρή:

     όλα ήταν λάθος, κι οι δρόμοι που πήραμε και τα λόγια

          που είπαμε και τα χέρια που κρατήσαμε…

…………………………………………..

             … τι θ’ απομείνει από τόσες προσδοκίες, τόσους

                     στεναγμούς;

              ένα όνομα και δυο χρονολογίες χαραγμένες στην πέτρα

                που ο καιρός θα τις σβήσει σιγά σιγά. («Νυχτερινή ευωδία»)

     Άραγε αυτός είναι ο μόνος απολογισμός ενός ανθρώπου που «υπήρξε τρελλός για το αύριο» και «για επαναστάσεις» κι έτρεχε να «σώσει» την ανθρωπότητα; «Οι καιροί ήταν δύσκολοι: επαναστάσεις, διαψεύσεις…», «συντριβή του ονείρου μας». Το «τότε» και το «τώρα»-μια παλιά αντιπαράθεση της μεταπολεμικής κρίσης-δίνονται όχι απλώς ως κίνηση από την νεανική αυταπάρνηση του ηρωικού παρελθόντος προς το «ναυάγιο» του  πεζού και άφτερου παρόντος, αλλά και σαν νομοτελειακή διαδικασία «ενηλικίωσης», δηλαδή  μια καθόλου έκτακτη κατάσταση:

   ποιος θα το πίστευε αλήθεια πως υπήρξε ένας καιρός που δίναμε τη ζωή μας

   μ’ εκείνον τον αδιάκοπο πυρετό σαν τ’ άρρωστα παιδιά…

……………………………

     …Κι ύστερα έρχεται η ενηλικίωση σαν ένα ναυάγιο. («Ώρα του λυκόφωτος»)

     Οπότε και οι ατομικές ευθύνες σαν να χαλαρώνουν. Στο ποίημα «Επίλογος» ο Λειβαδίτης επαναφέρει ένα παλιό θέμα με την ίδια σχεδόν παλιά μορφή που είχε δώσει κάποτε στη «Βιογραφία». Όπως και στη «Βιογραφία», το λυρικό πρόσωπο του «Επιλόγου» έζησε με αναβολές της απόφασής του «ν’ αλλάξει ζωή» (το τι εννοούσε, μας το είπε στη «Βιογραφία». «… να ξεφύγω αυτή την άθλια καθημερινότητα/υποχρεώσεις και συνήθειες και συμβιβασμοί, αν σταθώ  λιγώτερο εύκολος/στις διάφορες προφάσεις…»). Η κατάληξή του στη «Βιογραφία» είχε καταγραφεί από τον ποιητή με βουβή, καβαφικής υφής, επιτίμηση:

     Έτσι έγραφε κάποιος ένα βράδι με χέρια που τρέμανε.

        Κι έκλαιγε. Ύστερα νύσταξε κι αποκοιμήθηκε.

      Το πρωί μόλις θυμόταν κάτι αόριστα. Και σε μερικά χρόνια πέθανε.

     Στον «Επίλογο» η αφήγηση κλείνει με το ίδιο πρώτο πρόσωπο: «… πέρασαν τα χρόνια. Ύστερα δεν θυμάμαι τίποτα. Κι η λάμπα είχε σβήσει μια αιωνιότητα πριν». Σ’ αυτό το σκοτάδι σαν να βουλιάζει και το αίσθημα ενοχής, η όρθια, αμείλικτη κάποτε ηθική απαιτητικότητα.

     Το γενικό σχήμα της ποιητικής κοσμοαντίληψης μοιάζει να είναι ολοκληρωμένο, δεν είναι όμως απόλυτο. Υπονομεύεται απ’ όλες τις πλευρές, κι ο σπόρος αυτής της υπονόμευσης φυτρώνει κάποτε μέσα από τα ίδια ερωτήματα που φαντάζουν τόσο απαισιόδοξα. Λ. χ.; «Πώς θα σωθούμε;» που κάποια στιγμή παίρνει άλλη μορφή και μας θυμίζει τη δραστήρια στάση της παλιάς εποχής:

     Θεέ μου, μ’ αυτή την ευτελή πραγματικότητα γύρω μας κινδυνεύεις.

     Πώς να σε σώσω;  («Ευχαριστώ»)

     Ένα προσεκτικότερο διάβασμα μας φέρνει λοιπόν στην διαπίστωση, πως για όλα τα πικρά και απαισιόδοξα, που πράγματι μας επιβάλλονται, πάντα υπάρχει κάποιο ναι μεν, αλλά… Οποιαδήποτε θέση εμπεριέχει την- μερική έστω-αναίρεσή της, κάποτε στο ίδιο ποίημα, κάποτε σε ένα άλλο, που συνεχίζει το ξετύλιγμα των συλλογισμών και την καταγραφή άλλων σχετικών πτυχών:

   Όνειρα της νεότητός μου που δεν πραγματοποιηθήκατε

        και με συντροφεύετε ακόμα… («Θύελλες»)

και επίσης:

Κι όμως η νοσταλγία όλων όσων ονειρεύτηκες τρέμει μες στο τραγούδι.  («Τραγούδι στο δρόμο»)

     Οι φίλοι από αυτό το παρελθόν που «σκόρπισαν, άλλοι χάθηκαν στον πόλεμο, άλλοι στη στροφή του δρόμου» («Αναχώρηση»), ξαναεμφανίζονται στον τελευταίο κύκλο της συλλογής, στο ποίημα με τον ενδεικτικό μάλλον τίτλο «Αθανασία», θυμίζοντας τους παλιούς χειρισμούς του θέματος:

Οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα στο βάθος των δρόμων….

όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις.

     Ο δρόμος που διανύθηκε, η μεγάλη προσπάθεια, φωτίζονται από όλες τις απόψεις που αποκόμισε η στερνή, ώριμη γνώση και τα φυσικά ανθρώπινα συναισθήματα που τη συνοδεύουν:

….Προς τι λοιπόν τόσα όνειρα

αφού όλα θα τελειώσουν κάποτε…(«Οι γερανοί»)

Και μόνον όσοι πέθαναν νωρίς δεν έχασαν ποτέ τον δρόμο. («Ο δρόμος»)

….ω απεραντοσύνη, δεν θα σε γνωρίσουμε ποτέ, όμως εσύ είσαι που δίνεις αυτή τη μυστική μαγεία στις χαμένες εξεγέρσεις μας. («Ύμνος στην ελευθερία»)

     Και η ποίηση; Μια αδιάκοπη «Οδύσσεια της ματαιότητας» («Πρωινό κέφι»); «Ένας στίχος για να κρυφτείς» («Απλοί στίχοι»); «Ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα/για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι» («Θανάσιμο παιχνίδι»); Κι αυτά, αλλά και η προσπάθεια απάντησης, την οποία συμπληρώνει «ο στεναγμός του αγέρα κι η απαλή ερημιά του φεγγαριού» («Η ποίηση είναι για δύο»). Και η επιθυμία να μετρηθεί «το βάθος της αβύσσου» («Μικρή νυχτερινή ονειροπόληση»). Και κάποτε η αίσθηση ότι «όλα είναι δυνατά κι ότι δεν τελειώνει πουθενά ο κόσμος» («Ο μουσικός με το φαρδύ καπέλο»). Και η πτήση «πάνω στις φτερούγες των πουλιών την ώρα που πέφτουν χτυπημένα» («Ποιητές»). Η συμπαράσταση στη θλίψη και τα βάσανα του κόσμου.

     Αν υπάρχει κάτι το αράγιστο, αναμφισβήτητο, είναι τελικά αυτό-η αγάπη για τον άνθρωπο, για τη ζωή του στην καθημερινή πληρότητά της, η συμπόνια. Η πεποίθηση πως «ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…» («Ερωτήματα»). Αυτή, φαίνεται, είναι η απάντηση που δίνει ο ποιητής σε όλα τα ερωτήματα που έχει θέσει. Αυτός είναι ο απολογισμός του-προσφυγή σε παλιές, αιώνιες αλήθειες που είναι ανάγκη να επιβεβαιώνονται από κάθε ανθρώπινη γενιά. Το πόσο η συναίσθηση αυτή ήταν απόλυτα συνειδητοποιημένη, μπορούμε να το διαπιστώνουμε, προσέχοντας πάμπολλες επίμονες ομηρικές αναφορές. Κίνηση ανακεφαλαίωσης, όπως κάποτε στην «25η Ραψωδία της Οδύσσειας» (1963), χωρίς όμως τους υμνητικούς της τόνους και τα φανταστικά της ανοίγματα (πρέπει να σημειώσουμε μάλιστα, ότι το στοιχείο του φανταστικού και του συμβατικού στα Χειρόγραφα είναι σαφέστατα πιο περιορισμένο σε σύγκριση με τις προηγούμενες συλλογές’ πολύ λιγότερες εδώ οι «παραδοξότητες»). Παραπομπή στην πανανθρώπινη πείρα και σοφία-χωρίς την εφαρμογή των ολοκληρωμένων αρχαίων μοντέλων, του διαχρονικού σχήματος των «επαναλήψεων», όπως λ.χ. στον Καβάφη και στον Ρίτσο.

     Κλείνοντας το βιβλίο, ανακαλώ έναν στίχο από το πρώτο ποίημα:

…. ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα… («Το Τραγούδι στο δρόμο»)

     Μια τέτοια συνηγορία μας άφησε ο Τάσος Λειβαδίτης.

             ΣΟΝΙΑ   ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ

ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ, ΑΡΓΑ, ΠΟΥ ΑΡΓΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ: ΔΥΟ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ *

Της ΣΟΝΙΑΣ  ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ

Περιοδικό ΘΕΜΑΤΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ τεύχος 22/1,2,3,4, 2003, σ.201-207

      Είχα την εξαιρετική τύχη να γνωρίσω από κοντά και τους δύο ποιητές, αλλά και πολύ πρίν, από τα νεανικά μου χρόνια, να ασχοληθώ με το έργο τους, μελετώντας μεταφράζοντας ποιήματά τους. Η έκδοση της συλλογής του Λειβαδίτη στα ρώσικα (1968) έτυχε να είναι η πρώτη αυτοτελής και υπεύθυνη εκδοτική εμπειρία μου στον χώρο του ελληνικού βιβλίου στη Μόσχα: μου είχε ανατεθεί η επιλογή, η εισαγωγή και ένα μέρος των μεταφράσεων. Ξεκινούσα τότε τη δικτατορική μου διατριβή για την ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (Ως βιβλίο, πήρε τον τίτλο Μοίρα μιας γενιάς) και ο Λειβαδίτης ήταν το κύριο πρόσωπο της έρευνάς μου. Αργότερα είχα εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές του Ρίτσου και ένα δικό μου βιβλίο για τη ζωή και το έργο του. Και οι δύο ποιητές εξακολουθούν να είναι στα μόνιμα θέματά μου. Χαίρομαι που ετούτη τη φορά, στο κείμενό μου, βρίσκονται και πάλι μαζί.

      Υπήρξαν συνοδοιπόροι, ομοϊδεάτες, ομότεχνοι. Είχαν κάνει τις ίδιες επιλογές-στη στάση της ζωής τους, στη στάση απέναντι στην τέχνη. Είδαν τον στίχο τους και ως όπλο αγώνα και ως εργαλείο στοχαστικής έρευνας, στραμμένης προς τα έξω και προς τα μέσα. Αυτό που έλεγαν οι Εφτά γέροντες στον Τειρεσία του Ρίτσου: να βλέπουμε το μέσα κι όξω και το μάτι μας που βλέπει. Και οι δυο τους με πλούσια πνοή, ικανή για δυνατές ποιητικές δημιουργίες και στις μεγάλες και στις μικρές μορφές. Βίοι λοιπόν σε πολλά παράλληλοι, ώστε η συγκριτική τους ανασκόπηση έχει να δώσει ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και για τους ίδιους και για τα κοινά περάσματα στους δρόμους της μεταπολεμικής ποίησης. Ο Ρίτσος, βέβαια, ήταν πρεσβύτερος. Για τον Λειβαδίτη, όπως και για αρκετούς άλλους ποιητές της γενιάς του, υπήρξε δάσκαλος και μαζί στοργικός φίλος. Έχω πάντως την εντύπωση πως η φιλία του Ρίτσου με τον Λειβαδίτη αποτελεί ένα ξεχωριστό φαινόμενο. Ύστερα από μια πρώτη φάση μαθητείας η δημιουργική τους επαφή παίρνει τη μορφή διαλόγου ανάμεσα σε συγγενείς, αλλά αυτόνομους ποιητικούς κόσμους, δύο ποιητικά αναστήματα μεγάλου βεληνεκούς με αμοιβαία εκτίμηση και θαυμασμό.

       Ένα μόνο παράδειγμα από το κοινό τους βίωμα του στρατοπέδου στον εμφύλιο και την ενσάρκωσή του σε κοινή επίσης, αναβλύζουσα από τις περιστάσεις, ποιητική μορφή της επιστολής. Προηγείται ο Ρίτσος με το Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί (1950), ακολουθεί ο Λειβαδίτης με το Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας (1952). Και οι δύο επιδιώκουν να συνθέσουν από τις εμπειρίες τους ένα πανόραμα του στρατοπέδου, ένα πρώτο συμπέρασμα για την πρόσφατη δοκιμασία. Ο τρόπος προσέγγισης προσδιορίζει από τον αποδέκτη της επιστολής. Στον Ρίτσο είναι ο πυρηνικός επιστήμονας Ζολιό Κιουρί, επικεφαλής του παγκόσμιου κινήματος υπέρ της ειρήνης, στον Λειβαδίτη είναι αγαπημένη του λυρικού ήρωα, οπότε η δική του κατάθεση λαμβάνει τον χαρακτήρα μιας εξομολόγησης, κερδίζει μια άλλη εσωτερική διάσταση με δραματικές αποχρώσεις, έναν άλλο λυρισμό. Εννοείται ότι η παρατήρηση αφορά τη χρήση μιας ορισμένης μορφής, τις επιλογές που γίνονται σε διαφορετικές περιστάσεις (σε απόσταση διετίας) και με διαφοροποιημένους στόχους. Τη δική του ερευνητική διείσδυση στον ανθρώπινο πυρήνα των γεγονότων ο Ρίτσος θα πραγματοποιήσει από άλλους δρόμους, σε άλλες μορφές.

     Ας στραφούμε όμως στο άμεσο αντικείμενό μας, τις τελευταίες αποχαιρετιστήριες συλλογές που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατο των δημιουργών τους. Εδώ προηγήθηκε ο Λειβαδίτης με τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου (1990) και ακολούθησε ο Ρίτσος με το Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα (1991). Και οι τίτλοι ακόμα αποπνέουν την ίδια γεύση-της αναμονής του τέλους που πλησιάζει, ανακεφαλαίωσης μιας μεγάλης πορείας, οραμάτων και αποτελεσμάτων, του έργου, της τέχνης εν γένει.

          …. ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας;

          Ποιοι είμαστε;-    («Άνεμος του Νοεμβρίου»)

     αναλογίζεται ο Λειβαδίτης, και η πλημμύρα των ερωτηματικών (το έχει παρατηρήσει η κριτική) δηλώνει την ώριμη ετοιμότητα να τεθούν όλα τα ερωτήματα, να κυλήσει ανεμπόδιστα όποιο κύμα ψυχικής ροής-χωρίς τη φροντίδα για συνταίριασμα, για λογικούς συσχετισμούς, για όποιο τελεσίδικο συμπέρασμα.

     Η ποιητική κατάθεση μιας αλήθειας δεν απολυτοποιείται (δίπλα της παρουσιάζεται άλλη, εξίσου αληθής και ειλικρινής, αποκαλυπτική πολύ διαφορετικών ψυχικών καταστάσεων, φορέας άλλων μηνυμάτων. Όπως έλεγε ο Καβάφης για τον φιλοσοφημένο καλλιτέχνη που, παρουσιάζοντας μια πλευρά, «δεν σημαίνει ότι αρνείται την άλλη όψη του νομίσματος ή ακόμα… ότι  επιθυμεί να νομίζεται πως η πλευρά που σημειώνει ή πραγματεύεται είναι η αληθέστερη ή η συχνότερα αληθής». Είτε ο Ρίτσος λ.χ. στον Τειρεσία, εκεί που επιμένει στην αντικειμενική και γαλήνια παράθεση του διαλόγου ανάμεσα στις συγκρουόμενες απόψεις, αλλά και στις συγκρουόμενες πλευρές της ίδιας άποψης, της ίδιας αλήθειας. Ο αναγνώστης των Χειρογράφων του φθινοπώρου δε θα δυσκολευτεί να εντοπίσει κάποια επίμονα ερωτήματα που θέτει ο Λειβαδίτης στο πρώτο κυρίως μέρος της συλλογής, προσδιορίζοντας τη βασική κατεύθυνση της αναζήτησής του. Το πιο επίμονο, που επαναλαμβάνεται σε διάφορες παραλλαγές, είναι ετούτο:

          Λοιπόν, τι κερδίσαμε; Τι θα μείνει; Πώς θα σωθούμε;  («Νύχτες αϋπνίας»)

Το ίδιο ακριβώς που θέτει κι ο Ρίτσος: Τι κερδίσαμε… στις «Παραπλανήσεις», αλλά το ακούσαμε και πολύ νωρίτερα στον Φιλοκτήτη (1963-1965) εκ μέρους του Νεοπτόλεμου:

           …Τι κερδίσαμε άλλωστε; Τι κερδίσαμε;

Στον Λειβαδίτη η απάντηση που έρχεται πρώτη και δίνει τον τόνο είναι πολύ πικρή:

           …όλα ήταν λάθος, κι οι δρόμοι που πήραμε και τα λόγια που είπαμε

           και τα χέρια που κρατήσαμε…

……………………………………………

                  …τι θ’ απομείνει λοιπόν

          τι θ’ απομείνει από τόσες προσδοκίες, τόσους στεναγμούς;

          ένα όνομα και δυο χρονολογίες χαραγμένες στην πέτρα που ο καιρός

          θα τις σβήσει σιγά  σιγά.   («Νυχτερινή ευωδία»)

Άραγε αυτός είναι ο μόνος απολογισμός ενός ανθρώπου που «υπήρξε τρελλός για το αύριο» και «για επαναστάσεις» κι έτρεχε να «σώσει» την ανθρωπότητα; «Οι καιροί ήταν δύσκολοι: επαναστάσεις, διαψεύσεις…», «συντριβή του ονείρου μας». Το «τότε» και το «τώρα»-μια παλιά αντιπαράθεση της μεταπολεμικής ποίησης-δίνονται όχι απλώς ως κίνηση από την νεανική αυταπάρνηση του ηρωικού παρελθόντος προς το «ναυάγιο» του πεζού και άφτερου παρόντος, αλλά και σαν νομοτελειακή διαδικασία «ενηλικίωσης», δηλαδή μια καθόλου έκτακτη κατάσταση:

           ποιος θα το πίστευε αλήθεια πως υπήρξε ένας καιρός που δίναμε

               τη ζωή μας

           μ’ εκείνον τον αδιάκοπο πυρετό σαν τ’ άρρωστα παιδιά…

……………………………………………

                …Κι ύστερα έρχεται η ενηλικίωση σαν ένα ναυάγιο.  («Ώρα του λυκόφωτος»)

Την παμπάλαια αντιπαράθεση-οι μεγάλες ένδοξες μέρες («Τω καιρώ εκείνω») και η σημερινή πικρή γνώση, απολησμονιά, απουσία, αποτυχία (1)- προβάλλει και ο Ρίτσος, πολύ γνώριμα τα σύμβολά του: οι φθαρμένες σημαίες, οι προσωπίδες χωρίς πρόσωπα, πίσω από την κλειδωμένη εδώ και χρόνια πόρτα…. αργά το βήμα των απόντων, «γερασμένες» οι μνήμες των ηρώων, μεγάλη η μοναξιά τους. Και στους δύο ποιητές οι διαπιστώσεις αυτές εντάσσονται σε μια συνεχή ερευνητική διαδικασία που  κράτησε δεκαετίες, με καταστάλαγμα την τραγική αίσθηση του ανθρώπινου βίου και της ιστορίας, με αντίβαρο ωστόσο την κατάφαση στη ζωή.

     Στον Ρίτσο, πάντα πιο ισορροπημένο στα σοφά ζυγίσματα, η διαλεκτική σύζευξη που ενώνει τα άκρα είναι πιο εμφανής, στηρίζεται στην προγραμματική του αντίληψη πως το σύνολο του πραγματικού υπερκαλύπτει το όποιο θέμα, την όποια αλήθεια. Αλλά και στον Λειβαδίτη, ενώ το γενικό σχήμα της ποιητικής κοσμοαντίληψης μοιάζει να είναι ολοκληρωμένο, δεν είναι όμως απόλυτο. Υπονομεύεται απ’ όλες τις πλευρές και ο σπόρος αυτής της υπονόμευσης φυτρώνει κάποτε μέσα από τα ίδια τα ερωτήματα που φαντάζουν τόσο απαισιόδοξα. Λ.χ. «Πώς θα σωθούμε;», που κάποια στιγμή παίρνει άλλη μορφή και μας θυμίζει τη δραστήρια στάση της παλιάς εποχής:

           Θεέ μου, μ’ αυτή την ευτελή πραγματικότητα γύρω μας κινδυνεύεις.

            Πώς να σε σώσω;   («Ευχαριστώ»)

Ένα προσεκτικότερο διάβασμα μας φέρνει λοιπόν στη διαπίστωση πως, για όλα τα πικρά και απαισιόδοξα, που πράγματι μας επιβάλλονται, πάντα υπάρχει κάποιο να μεν, αλλά… Οποιαδήποτε θέση εμπεριέχει την-μερική έστω- αναίρεσή της, κάποτε στο ίδιο ποίημα, κάποτε σ’ ένα άλλο, που συνεχίζει το ξετύλιγμα των συλλογισμών και την καταγραφή άλλων σχετικών πτυχών:

           Όνειρα της νεότητάς μου που δεν πραγματοποιηθήκατε και

                      με συντροφεύετε ακόμα… («Θύελλες»)

          Κι όμως η νοσταλγία όλων όσων ονειρεύτηκες τρέμει μες στο

          τραγούδι.   («Τραγούδι στο δρόμο»)

Οι φίλοι απ’ αυτό το παρελθόν  που «σκόρπισαν, άλλοι χάθηκαν στον πόλεμο, άλλοι στη στροφή του δρόμου» («Αναχώρηση»), ξαναεμφανίζονται στον τελευταίο κύκλο της συλλογής, στο ποίημα με τον ενδεικτικό μάλλον τίτλο «Αθανασία», θυμίζοντας τους παλιούς χειρισμούς του θέματος:

           Οι παλιοί σύντροφοι δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα στο βάθος

                των δρόμων-

           όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις.

Ο δρόμος που διανύθηκε, η μεγάλη προσπάθεια φωτίζονται απ’ όλες τις απόψεις που αποκόμισε η στερνή, ώριμη γνώση και τα φυσικά ανθρώπινα συναισθήματα που τη συνοδεύουν;

                    …Προς τι λοιπόν τόσα όνειρα

           αφού όλα θα τελειώσουν κάποτε…. («Οι γερανοί»)

           Και μόνον όσοι πέθαναν νωρίς δεν έχασαν ποτέ τον δρόμο.  («Ο δρόμος»)

           … ω απεραντοσύνη, δε θα σε γνωρίσουμε ποτέ, όμως εσύ είσαι που

            δίνεις  αυτή τη μυστική μαγεία

           στις χαμένες εξεγέρσεις μας.  («Ύμνος στην ελευθερία»)

«Απεραντοσύνη στα ανθρώπινα μέτρα», είχε πει στον Φιλοκτήτη ο Ρίτσος, προσδιορίζοντας έτσι ένα από τα υπαρξιακά κίνητρα του ανθρώπου για δημιουργία.

«Νομίζουμε ότι η ίδια σκέψη για την οξυμένη επιθανάτια ευπάθεια κι ευαισθησία της επιδερμίδας και του αισθήματος ασφαλέστατα είναι ορθή, έγραψε στις αρχές του 20ου αιώνα ο Ρώσος ποιητής Μιχαήλ Κουζμίν, προλογίζοντας  το πρώτο ποιητικό βιβλίο της Άννας Αχμάτοβα. Οι ποιητές εξάλλου πρέπει να έχουν ιδιαίτερη οξυμένη μνήμη της αγάπης και μάτια ολάνοιχτα προς όλον τον γλυκό, χαρούμενο και θλιβερό κόσμο, ώστε να χαρούν με τα μάτια τους και να ρουφήξουν την κάθε του στιγμή σαν να είναι η τελευταία φορά». Η ποίηση και του Ρίτσου και του Λειβαδίτη διακρίνεται, σε πάρα πολλές της στιγμές, απ’ αυτήν την «οξυμένη μνήμη της αγάπης», ωστόσο είναι αναμφισβήτητο πως στην τελευταία τους συλλογή η επίγνωση των τελευταίων καταθέσεων, του τελευταίου καλοκαιριού, προσδίδει στις προσλήψεις και από τις δύο πλευρές-του δημιουργού και του αναγνώστη- ένα ιδιαίτερο ρίγος συγκίνησης και πόνου. Γι’ αυτό δεχόμαστε ως σπαρακτικές όχι μόνο και ίσως όχι τόσο τις θλιβερές εικόνες, όσο τις άλλες, του τρυφερού αποχαιρετισμού-με ήρεμη εμπιστοσύνη στο ότι κάτι μένει, με πολλά ίσως, με, όπως έγραψε ο Ρίτσος.

           ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον

           που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»

           σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.  («Ο ποιητής»)

Και τι είναι η ποίηση; αναρωτιέται ο Λειβαδίτης. Μια αδιάκοπη «Οδύσσεια της ματαιότητας» («Πρωινό κέφι»); «Ένας στίχος για να κρυφτείς» («Απλοί στίχοι»); «Ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα/ για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι» («Θανάσιμο παιχνίδι»); Κι αυτά, αλλά και η προσπάθεια απάντησης, την οποία συμπληρώνει «ο στεναγμός του αγέρα κι η απαλή ερημιά του φεγγαριού». («Η ποίηση είναι για δύο»). Και η επιθυμία να μετρηθεί «το βάθος της αβύσσου» («Μικρή νυχτερινή ονειροπόληση»). Και κάποτε η αίσθηση ότι «όλα είναι δυνατά κι ότι δεν τελειώνει πουθενά ο κόσμος» («Ο μουσικός με το φαρδύ καπέλο»). Και η πτήση «πάνω στις φτερούγες των πουλιών την ώρα που πέφτουν χτυπημένα» («Ποιητές»). Η συμπαράσταση στη θλίψη και τα βάσανα του κόσμου.

     Αν υπάρχει κάτι το αράγιστο κι αναμφισβήτητο, είναι τελικά αυτό-η αγάπη για τον άνθρωπο, για τη ζωή στην καθημερινή πληρότητά της, η συμπόνια. Η πεποίθηση πως «ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…» («Ερωτήματα»). Αυτή, φαίνεται, είναι η απάντηση που δίνει ο Λειβαδίτης σε όλα τα ερωτήματα που έχει θέσει, ο απολογισμός του- προσφυγή σε παλιές, αιώνιες αλήθειες που είναι ανάγκη να επιβεβαιώνονται από κάθε ανθρώπινη γενιά. Κλείνοντας τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου, ανακαλούμε έναν στίχο από το πρώτο ποίημα:

           …ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη

                  την ανθρωπότητα.  («Τραγούδι στο δρόμο»)

Και από το Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα του Ρίτσου- τους καταληκτήριους στίχους του «Φθινοπωρινού χρέους»:

       Όμως εσύ, στο πείσμα της βροχής και των ανέμων, επιμένεις

       κάτω απ’ τη λάμπα σου, σε τούτη τη σκληρή καρέκλα,

       κάτι ν’ αφήσεις για τους επερχόμενους-δύο στίχους έστω,

       γραμμένους με το χέρι της βροχής, που δείχνουν τρέμοντας

       πάντα και πάντα προς το μέρος του ήλιου.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

*Κείμενο ανακοίνωσης στο επιστημονικό συνέδριο «Τάσος Λειβαδίτης, 80 χρόνια από τη γέννησή του» (Ιωάννινα, 13-14 Νοεμβρίου 2002).

1.Τίτλοι των ποιημάτων από τον πρώτο κύκλο της συλλογής: «Τα αρνητικά της σιωπής».

       ΣΟΝΙΑ  ΙΛΙΝΣΚΑΓΙΑ

                    ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ  ΜΕΤΑ  ΘΑΝΑΤΟΝ

Του ΕΥΓΕΝΙΟΥ  ΑΡΑΝΙΤΣΗ

Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Τετάρτη 6 Μαρτίου 1991

     Οι δύο φράσεις σχετικά με το βιβλίο του Τάσου Λειβαδίτη «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», στο κείμενο της 2ας Ιανουαρίου, δεν αρκούν. Είναι ένα βιβλίο περισσότερο σημαντικό απ’ ότι φαίνεται. Αν το διατρέξει κανείς επιπόλαια, δεν θα δει παρά τη σκιά του Ρίτσου, τον αντίλαλο των σύντομων ποιημάτων της ώριμης περιόδου.

Αν κοιτάξει στο βάθος μπορεί να δει κάτι από το γρίφο της ανυπαρξίας του σημερινού ανθρώπου, την κηδεία της τωρινής ζωής μέσα στη λάμψη της περασμένης.

     Τα «Χειρόγραφα» (που εκδόθηκαν στον «Κέδρο») είναι ένα βιβλίο αντιφατικό. Περιέχουν κείμενα που η σύλληψή τους μοιάζει να συντελέστηκε σαν ένα θαύμα, και κείμενα που απλώς επαναλαμβάνουν τον Ρίτσο. Τέλος, κείμενα που συνδυάζουν αυτές τις δύο δυνατότητες, την αυθεντική δυσκολία και την αναπόφευκτη ευκολία, την ουσία και το ντεκόρ, τη μαγεία και την περιγραφή.

     Απ’ αυτή την άποψη, το βιβλίο πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, γιατί ο διφυής χαρακτήρας του είναι διδακτικός. Η σημασία του έγκειται ότι συνοψίζει με έμμεσο τρόπο το πρόβλημα ολόκληρης της ποιητικής παράδοσης των τελευταίων χρόνων.

     Ποιο είναι αυτό το πρόβλημα; Είναι ο διχασμός της ποίησης ανάμεσα στο Έξω και το Μέσα, δηλαδή ανάμεσα στην αγάπη της για τις σκηνές της εσωτερικής ζωής και στην επιμονή της να τις εξηγήσει. Οι ποιητές στέκουν αμήχανοι, σχεδόν έντρομοι, μπροστά στο ίδιο τους το υλικό από τη μια το υλικό αυτό θεωρείται χρήσιμο μόνο στο βαθμό που γίνεται όλο και πιο δύσκολο ή ερμητικό-από την άλλη, όσο πιο δύσκολο γίνεται τόσο περισσότερο μοιάζει απαραίτητο να το σχολιάσει κανείς να το αναλύσει, να το παρουσιάσει φωτισμένο: έτσι ξεπέφτει στη φιλοσοφία, που αποτελεί τον εφιάλτη κάθε ποιητή (και ταυτόχρονα την κρυφή του φιλοδοξία). Ολόκληρη η ελληνική ποίηση εμφανίζεται δέσμια εκείνου του μεταίχμιου πάνω στο οποίο το «Άξιον Εστί» αμφιταλαντεύεται πριν διαλέξει αν θα είναι ένα (υπέροχο) ποίημα σαν το «Φωτόδεντρο» ή ένα τελετουργικό δομημένο ορατόριο.

     Ο Λειβαδίτης αμφιταλαντεύτηκε κι αυτός ανάμεσα στην επιθυμία να παίξει με τις σκιές και σε κάτι που του φάνηκε αναπόφευκτο: στο να βγάλει κάποιο συμπέρασμα. Ως προς τη μορφή, ήξερε να μιλάει πολύ απλά. Ως προς το νόημα, είχε μάθει, τα τελευταία χρόνια, να ταυτίζει τη ζωή με την αίσθηση ότι έχουμε ήδη πεθάνει κι ότι κινούμαστε με την ελαφρότητα φαντασμάτων αλλά και με το βάρος των καταδίκων. Δεν διάλεξε τον ένα ή τον άλλο δρόμο, αλλά τη συγχώνευσή τους. Έγραψε ποιήματα πού συμπύκνωναν την παραδοξότητα της στιγμής που κάποιος φαντάζεται, ή νιώθει, ότι είναι νεκρός. Τα συμπλήρωσε ύστερα με μια μελαγχολική νότα, έναν τελευταίο στίχο σαν επιμύθιο, ένα είδος παλιομοδίτικου μουσικού φινάλε, που τα έκανε να εξασθενούν , όπως εξασθενεί η ένταση μιας φράσης όταν στο τέλος της προστεθούν αποσιωπητικά. Ποιήματα όπως το «Απόβροχο», «Η κατάκτηση του κόσμου» και  η «Νέα Γεωγραφία» είναι όλα τέλεια παραδείγματα αυτής της εμμονής, εξαιτίας της  οποίας πολλά από  τα κείμενα των «Χειρογράφων» μοιάζουν με αινίγματα που η εκφώνησή τους περιλαμβάνει τη λύση, κι έτσι δεν είναι πια καθόλου αινίγματα.

     Ο ΡΙΤΣΟΣ, είχε γράψει δεκάδες συλλογές, εκατοντάδες ποιήματα, μ’ αυτό το συζητήσιμο τρόπο, δημιουργώντας ένα είδος σχολής ως προς το πώς πρέπει να τελειώνει κανείς ένα ποίημα χωρίς να μένει αμφιβολία για το νόημά του: ήταν σχεδόν αδύνατο να μη χρησιμοποιήσει το ποίημα σαν ένα σκηνικό τοποθετημένο πάνω σ’ ένα βάθρο (πάνω στην έμφαση του τελευταίου στίχου). Στον Λειβαδίτη αυτή η τεχνική δεν ωφέλησε και  πολύ, η αληθινή του τάση (και το αληθινό του ταλέντο) βρισκόταν στην ουσία μιας κατάστασης που ήταν, από μόνη της, συμπυκνωμένη και ταυτόχρονα  εύθραυστη σαν ένας υπαινιγμός. Δεν ήταν πραγματικά υποχρεωμένος να δίνει στα ποιήματα μια φόρμα μαθηματικού θεωρήματος.

     Είναι μάταιο να αποσιωπήσουμε τη σχέση του Λειβαδίτη με τον Ρίτσο, οι απόηχοι του δεύτερου είναι, στο έργο του πρώτου, εξαιρετικά σαφείς. Μόνο που ο Ρίτσος περιφερόταν σε μια ονειροφαντασία, σ’ ένα ονειρικό πουθενά φτιαγμένο από μνήμες, ενώ ο Λειβαδίτης ήξερε πάντα (και στο τέλος πολύ περισσότερο) ότι ο χώρος στον οποίο περιφερόταν ήταν η αλήθεια, η ενασχόληση με το πρόβλημα της ματαιότητας και της ανωνυμίας, η απορία για το αν ζούμε ή αν αποτελούμε ήδη την ανάμνηση κάποιων άλλων. Δουλειά του δεν ήταν η σαγήνη των εικόνων αλλά η τέχνη του επιτύμβιου. Δεν μιλούσε για τις σκιές και  τους ψιθύρους, όπως ο Ρίτσος-τα ποιήματά του ήταν σκιές και ψίθυροι αυτά καθεαυτά.

     Έτσι, η επιρροή του Ρίτσου (που οι συνέπειές της φτάνουν στο αποκορύφωμα σε ποιήματα όπως η «Περιπέτεια»), οι ρομαντικοί τόνοι, η καλλιγραφία των εικόνων, η επιμονή στην επιδεικτική συσσώρευση αντικειμένων και προσώπων-όλα αυτά δίνουν κάποια εντύπωση ασυμφωνίας ανάμεσα στο αποτέλεσμα και στο βαθύτερο νόημα αυτής της ποίησης, που δεν είναι η αναζήτηση της ομορφιάς αλλά η αναζήτηση του θανάτου.

     Παρ’ όλα αυτά δεν πρέπει να υποτιμά κανείς τη σημασία του Λειβαδίτη. Νομίζω ότι είναι ο μόνος σύγχρονος ποιητής που μπόρεσε να χρησιμοποιήσει το «Ω!» της προσφώνησης χωρίς να μοιάζει αναχρονιστικό ή γελοίο. Στη διάρκεια μιάς ζωής, κατόρθωσε να διατρέξει όλη την απόσταση από το Έξω προς τα Μέσα, από τα μεγάλα λόγια προς τα ίχνη και τους υπαινιγμούς. Πέτυχε ν’ αποσπάσει έναν τέλειο ήχο κρυστάλλου από το βάθος των λέξεων, κι ας μην κατόρθωσε να απαντήσει ξεκάθαρα στο ερώτημα του τι ακριβώς υπόσχονταν αυτές οι λέξεις. Πλησίασε σε απόσταση αναπνοής τον πυρήνα κάποιου μυστηρίου σχετικού με τη ματαιότητα, κι ας μην κατάφερε να διώξει εντελώς τη ματαιότητα από τις φράσεις του. Η αντίληψή του για την αγάπη ήταν διαποτισμένη από υπερβολικό σεβασμό προς τους άλλους, παρότι πίστεψε ότι ερχόμαστε στη ζωή για να μείνουμε μακριά από τους άλλους, κι ότι ο θάνατος είναι ο μόνος τόπος όπου θα μπορούσαμε  ν’ αναζητήσουμε κάποια κοινότητα. Αυτή η παράξενη γνώση, που ο ίδιος την παρομοίαζε με ενηλικίωση, τραγουδάει, στα «Χειρόγραφα του φθινοπώρου», το κύκνειο άσμα της.

        ΕΥΓΕΝΙΟΣ  ΑΡΑΝΙΤΣΗΣ

              Τι  απόμεινε;

          Κριτικό σημείωμα για «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου» του Τ. Λειβαδίτη

Του ΔΗΜΗΤΡΗ  ΠΑΝΟΥΣΑΚΗ

Εφημερίδα Ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, Πέμπτη 7 Μαρτίου 1991      

     Συνήθως τα ύστερα έργα των μεγάλων ποιητών αποτελούν μια «αντιγραφή» ή και σχετικής επιτυχίας προσπάθεια ανανέωσης των έργων της ωριμότητάς τους. Στην περίπτωση των «Χειρογράφων του φθινοπώρου» (Εκδόσεις «Κέδρος») της μεταθανάτιας ποιητικής έκδοσης του Τ. Λειβαδίτη, έχουμε να κάνουμε με μια από τις πολλές εξαιρέσεις.

     Η συλλογή αυτή, αν και φαίνεται να αποτελεί την πιστή συνέχεια της δεύτερης περιόδου του ποιητή, στην ουσία είναι μια παραλλαγή της με αξιοπρόσεκτες διαφορές. Ενώ διατηρούνται τα πεζολογικά στοιχεία (πεζοποιήματα) και το α΄ πληθυντικό πρόσωπο, ως συμβολική πράξη καθολικοποίησης ή αντιπροσώπευσης μιας γενιάς, καθώς και η νατουραλιστική αμεσότητα στις περιγραφές (χαρακτηριστικό και της πρώτης περιόδου του έργου του), η χαμηλόφωνη αισιοδοξία και η υπαρξιακή ευφορία της δεύτερης περιόδου έχει αντικατασταθεί από την υπαρξιακή αγωνία-κραυγή και τον πεσιμισμό.

     Κάθε ποίημα είναι και μια εικόνα-ανάμνηση από το φιλμ της ζωής του ποιητή. Όπως λίγο πριν από το θάνατο κάποιου, περνά με κινηματογραφική ταχύτητα ολόκληρη η ζωή του μπροστά από τα μάτια του, έτσι και τα «Χειρόγραφα» του Λειβαδίτη μοιάζουν να κάνουν ένα ρογχώδες φλας μπακ.

     Οι αναδρομές στο παρελθόν είναι γεμάτες οικογενειακές σκηνές των παιδικών χρόνων, τυλιγμένες στη βαριά ατμόσφαιρα μουντών εσωτερικών χώρων. Αισθητή κάνει την παρουσία της και τη φθορά του χρόνου που δυναμώνει την πικρία και την αγωνία της ύπαρξης, καθώς «ίσως ό,τι μένει από μας να ‘ναι στην άκρη του δρόμου μας ένα μικρό μη με λησμόνει» (σελ.13). Ο Λειβαδίτης κάνει ποίηση το δειλινό της ζωής του, θρηνεί για το ανεκμετάλλευτο παρελθόν και την αδυναμία να υπερβούμε το θάνατο και καταλήγει πως η  ζωή δεν έχει νόημα, πως όλα είναι μάταια. Τα ποιήματα είναι διανθισμένα από θρησκευτικές νύξεις και γεμάτα σκούρα χρώματα, άπορους νέους, νεκρούς άντρες και γυναίκες, θύματα της μιζέριας μιας εποχής. Η απογοήτευσή του, όμως, δεν σταματάει εδώ.

     Ενώ στη δεύτερη περίοδο του έργου του η επαφή με την Αριστερά διατηρείται, στα «Χειρόγραφα» χάνεται, υπάρχουν μόνο κάποια ψήγματα επικοινωνίας μέσω των ανθρώπων που αγωνίστηκαν μαζί του και όχι της ιδέας (σελ. 92,111). Επίσης, η κριτική του απέναντι στο αριστερό κίνημα γίνεται ιδιαίτερα έντονη. Στο ποίημα «ΙΔΕΟΛΟΓΟΣ» ασκεί κριτική σ’ αυτούς που προσπαθούν να καλύψουν τα προβλήματά τους πίσω από το κόμμα και το λαϊκό κίνημα: «Φυσικά προσπαθούσε να κρύψει το σακατεμένο χέρι του/ έτσι κρατούσε πάντα μια σημαία» (σελ.112). Ενώ στο ποίημα «ΙΔΕΟΛΟΓΟΣ Β» αναφέρεται πολύ δηκτικά στη νοοτροπία της κομματικής καρέκλας»: «Κάθε φορά που μου πρόσφεραν μια καρέκλα έπεφτα στην παγίδα/έτσι στέκομαι χρόνια τώρα όρθιος σα να ακούω τη Διεθνή» (σελ. 113).

     Θα ήταν λάθος να δούμε τα ποιήματα αυτά μέσα από τους παραμορφωτικούς καθρέφτες οποιουδήποτε υποκειμενισμού. Και από αισθητική, αλλά και ιδεολογική, φυσικά, άποψη είναι αποδοτικά και ενισχύουν το διάλογο που ήδη έχουμε ανοίξει και χρειαζόμαστε.

     Ο ύστερος λόγος του Λειβαδίτη, λιτός και άμεσος (μοναδική αδυναμία ορισμένα ποιήματα που επαναλαμβάνουν τις ίδιες σκέψεις και εικόνες κι αν είχαν παραλειφθεί  δεν θα είχε γίνει αισθητή η απουσία τους), μας φέρνει κοντά στην ποίησή του πολύ περισσότερο αυτές τις μέρες. Σκόρπισε η  ψυχή μας, γέμισε ανοιχτά τοπία που βρίσκονται στο έλεος των βομβαρδιστικών. Ο πόλεμος στον Περσικό μας έφερε κοντά στους ποιητές και τα «Χειρόγραφα» του Λειβαδίτη (έστω κι απ’ την πλευρά ενός κάθετου φαταλισμού) προφήτευσαν το σημερινό μας εφιάλτη.

      ΔΗΜΗΤΡΗΣ  ΠΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

           Αρμοί  έντυπης  μνήμης

Της ΔΗΜΗΤΡΑΣ  ΠΑΥΛΑΚΟΥ

Εφημερίδα Η ΑΥΓΗ 31 Μαρτίου 1991

ΤΑΣΟΣ  ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου», εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1990

      «Το ξέρουμε δα πως δεν ανήκουμε όλοι στο φθινόπωρο μα εσύ πια τι του ζήλεψες αυτού του κάτω κόσμου».

Μάριος Μαρκίδης: Εν αβάτω και ουχ  οδώ.

     Ο ΠΛΑΤΩΝ αναφέρει κάπου στον Φαίδρο, ότι η ποίηση είναι απότοκος της μανίας που χαρίζουν οι Μούσες. Ότι η τεχνική χωρίς τη μανία είναι στο τέλος άχρηστη στους ποιητές. Πόσοι απόμειναν να συμμερίζονται από τους  νεότερους ποιητές αυτή την άποψη; Ποιοι μπορούν να καυχηθούν για την απαλή τους ψυχή, έτσι ποζάτοι και αεράτοι στα συνέδρια και στις ποιητικές βραδιές; Ποιος τελικά θα τους πρόσεχε χωρίς τις συνεντεύξεις, τις εκπομπές, τη δημοσιοσχεσίτικη κινητικότητά τους, μόνο από τα ποιήματά τους;

      Κάποιοι ποιητές, παλαιότεροι και νεότεροι, έχουν κατά καιρούς πικραθεί, άλλοι μαράθηκαν, άλλοι αποσύρονται, όταν αντιλαμβάνονται ότι η ποίησή τους δεν έχει θέση στο μεγάλο κόσμο των προθηκών (όπως οι κούκλες made in Taiwan). Αρκέστηκαν στην αναζήτηση του χαμένου αντικειμένου, στην επαναδιαπραγμάτευση της πρωταρχικής επιθυμίας, καθένας με τα όπλα του. Ένας απ’ αυτούς ο Μ. Μαρκίδης γράφει στο ποίημά του «Πένθος για τον ποιητή Ακάκιο Αειθαλίδη» για τον ιερομόναχο Φ. Λαβόλο ότι «δεν αγάπησε το ψέμα και γι’ αυτό δεν ακούμπησε ποτέ αναγνώστης πάνω του» και ότι «ο ιερομόναχος δεν επικραίνετο γιατί η καρδιά του είχε πέτρα» (από τη συλλογή, Ποιήματα προτέρου εντίμου βίου).

     Ο Τάσος Λειβαδίτης είναι από τους ποιητές που δεν αγάπησε το ψέμα. Αγάπησε την ποίηση και την παραμυθία της. Εκεί βρήκε το σθένος να περιγράψει την αγωνία του για τον χαμένο παράδεισο. Υπήρξε ποιητής των ασυνείδητων και των συνειδητών κι από τη σφαίρα του φανταστικού έφτανε στο νόμο. Απαρνήθηκε τη  θέση του. Αλλού κατακτώντας την. «Μια μέρα θα βρέχει και θα πεθάνω/ από νοσταλγία» (το ακαθόριστο πρόσωπο ή πιο κάτω «Είμαστε αιχμάλωτοι του ανεξήγητου/και του αιώνια χαμένου» (Ώρα του λυκόφωτος).

     Αυτόν τον δεσπότη Άλλο, δεν τον εφηύρε, όπως οι κατασκευασμένοι ποιητές, τον διαισθάνθηκε. Πρόκειται για μια εξωακαδημαϊκή ενόραση, για μια σύλληψη μοναδική στη μεταπολεμική λογοτεχνία. «Από τότε ξέρω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ-αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα». Ήταν τότε που ανίχνευε στην ανάμνηση, την πρωταρχική επιθυμία. «Ολόκληρη η ζωή μου δεν ήταν παρά η ανάμνηση ενός ονείρου μέσα σ’ ένα άλλο όνειρο» (ο πρώτος στίχος).

     Ο Άλλος στην ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη είναι ένα αμάλγαμα ασυνείδητων σημαινόντων. Τα φέρνει στο φώς με τη μεταφορά, με τη μετωνυμία και με τις δύο μαζί κάποτε. Είναι ο γνωστός Άλλος δηλαδή κι ο Τ. Λειβαδίτης, χαρισματικός δρασκελίζει τη συνείδηση, αφήνεται στην αγωνία, στο μαρτύριο, ψηλαφεί τις ουλές των συνανθρώπων του-γιατί με τόση κόκκινη μπογιά που κυκλοφορεί στα έργα θα μπορούσαν να τον ξεγελάσουν. Αποδέχεται το απωθημένο αντικείμενο, με τρόπο που δεν σηκώνει αντίλογο. (Οι αντίλογοι, ας μείνουν στα κατάστιχα των κριτικών, στις ενοχές και στις αντιστάσεις τους. «(…) Ώσπου στο τέλος δε μένει παρά μια θολή ανάμνηση από το παρελθόν (πότε ζήσαμε;) και  κάθε που έρχεται η άνοιξη, κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και κανείς δε θα μας θυμηθεί» (Άνεμος του Νοεμβρίου).

     Στη συλλογή: Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου, τα ποιήματα εντελή, ώριμοι καρποί του ποιητή γέμισαν με την προτροπή των Μουσών, του θεού: «Δεν φοβάμαι παρά μόνο τον θεό/ εκτός κι αν τον υπηρετώ./ Και την ποίηση-ακόμα και όταν/την υπηρετώ».

     Οι επιθυμίες του, είναι χυμώδεις καρποί της ψυχής, όπως και στον Συμεών, τον Νέο Θεολόγο «Έζησα-γράφει-αιχμάλωτος ενός μυστικού που ήθελα, αλλά φοβόμουνα να το αποκαλύψω ερωτευμένος με τα μακρινά φώτα και τους γέρους που αποκοιμήθηκαν στις καρέκλες και συχνά κατέβηκα στο υπόγειο και αγκάλιασα το χαλασμένο εκκρεμές πούχε σημάνει τόσα γενέθλια ή στεκόμουν μπροστά στον καθρέπτη «Ποιός είσαι; Δε σε γνωρίζω» ψιθύριζα (σχ. και ποιος μας γνώρισε;)».

     Οι επωδοί των ποιημάτων του Τ. Λειβαδίτη, ριζώνουν μ’ ένα ιδιότυπο γλωσσικό υλικό από απλές λέξεις καμωμένο. Είκοσι δυό ποιητικές συλλογές και μια με διηγήματα (Το εκκρεμές) περιέχουν το έργο ζωής του, που ευγνωμονεί την πίκρα, όπως κάθε αληθινή ποίηση-γιατί η πίκρα την τρέφει και όχι τα «πώς είστε»-που αναγορεύει τη φθορά σε αξία, που μετουσιώνει τις αισθήσεις, σ’ ένα γρανιτένιο αγωγό λόγου.

     Ο Τ. Λειβαδίτης δεν ξέχασε και τους νεότερους. (Στις «συμβουλές σε νέους συγγραφείς») διαβάζουμε: «Από ένα σωρό προσωπικές σκέψεις και περιπέτειες, έφτασα σ’ ένα συμπέρασμα και πάνω σ’ αυτό θα ήθελα να δώσω μια συμβουλή σε όλους τους νέους που ονειρεύονται τη δόξα ενός αληθινού συγγραφέα. Μόλις τελειώσατε, συν θεώ, το πρώτο σας κείμενο, κατεβείτε κάτω στην αποθήκη και κρεμαστείτε…».

     Και εμείς τι κάναμε; Κατεβήκαμε στην αποθήκη, κρεμάσαμε σ’ ένα καρφί το παλτό (γιατί ήταν χειμώνας, μην ξεχνάτε), βάλαμε τα καλά μας, βγήκαμε στο δρόμο (στο σφυρί) και τυπώσαμε τα επισκεπτήριά μας. Κάτω από τ’ όνομα, έγραφε: ποιητής.

      Στην αποθήκη κρεμάστηκε ο Άλλος. Εμείς είχαμε άλλοθι. Να δούμε τώρα, τι θα γράψουν στις εξετάσεις του εξαμήνου οι φοιτητές του Γιώργου Βέλτσου. Φόνος ήταν ή αυτοχειρία;

            ΔΗΜΗΤΡΑΣ  ΠΑΥΛΑΚΟΥ

              Καταβυθίσεις…

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου» εκδ. «Κέδρος». Σελ. 159

Του ΚΩΣΤΑ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 23 Φεβρουαρίου 1991       

     Η «αποχαιρετιστήρια» συλλογή του αξέχαστου φίλου και μεγάλου ποιητή. Ετοιμαζόταν να στείλει τα ποιήματα στο τυπογραφείο, όταν τον χτύπησε το μοιραίο κακό. Του έμενε μόνο η τελική επιλογή ανάμεσα σ’ ορισμένους τίτλους ήταν δίγνωμος.

     Συνολικά, 132 τραγούδια χωρισμένα από τον ίδιο σε τρία μέρη. Στο πρώτο, τα κάπως μεγαλύτερα’ στα άλλα, λιγόστιχα, που, σε μια-δυό περιπτώσεις, θα φτάσουν και τον ένα μόνο στίχο.

     Ο γνώριμος Λειβαδίτης σε μια σειρά «φύλλα ημερολογίου», όπου περιγράφει με σπαραγμό, οδύνη αλλά και καρτερία το καθημερινό σισύφειο μαρτύριο της ύπαρξης, τα διαρκή αδιέξοδα, το πικρό κατακάθι της φευγαλέας ζωής, το ορατό πια του τέλους, του θανάτου.

        «…Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου./ Από τότε ξέρω ότι δε θα πεθάνω ποτέ-αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα».

        «Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε τις κουρτίνες/ γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τι κάναμε στη ζωή μας; Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;/ Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει αιώνες να φανεί…/ Πόσοι φίλοι έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυνση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση/ κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν ν’ αγαπήσουν…».

       «Μερικές φορές η ερημιά γίνεται ανυπόφορη, παίρνεις τότε έναν αριθμό τηλεφώνου/ έστω για ν’ ακούσεις μια φωνή, ζητάς ένα όνομα «λάθος» σου απαντάνε./ Όλα ήταν λάθος, κι οι δρόμοι που πήραμε και τα λόγια που είπαμε και τα χέρια που κρατήσαμε….

       /… Αλλά τα βράδια τι όμορφα που μυρίζει η γη-ω ανθισμένη ματαιότητα του κόσμου…»

Για μια ακόμη φορά ο Λειβαδίτης κάνει τραγούδι την υπαρξιακή του απελπισία. Που αυτή τη φορά φτάνει στο ύστατο, τους «αποχαιρετισμούς»;

     «…Κάθε πρωί έρχεται ο ταχυδρόμος που τον κερνάνε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Ύστερα οι μισοί επισκέπτες του πύργου φεύγουν για κυνήγι. Οι άλλοι θα πεθάνουν αλλιώς. Ακούγεται το ρολόι. Δώδεκα η ώρα. Ας αποχαιρετιστούμε!».

      «…Γι’ αυτό σας λέω: όταν ακούτε ένα τραίνο να σφυρίζει τη νύχτα σηκωθείτε κι αγρυπνήσετε./ Ίσως να μην ξαναϊδωθούμε».

     Τα «Χειρόγραφα» είναι το 23ο βιβλίο του Λειβαδίτη. Ο «Άνθρωπος με το ταμπούρλο», που κάποτε φώναζε «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» και «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» κατέβηκε ένα ένα τα σκαλοπάτια της διάψευσης των ονείρων, της συνειδητοποίησης του παράλογου της ανθρώπινης ζωής. Φεύγοντας, δίνει αυτές τις «Συμβουλές σε νέους  συγγραφείς».

      «Από ένα σωρό προσωπικές σκέψεις και περιπέτειες έφτασα σ’ ένα συμπέρασμα και πάνω σ’ αυτό θα ήθελα να δώσω μια συμβουλή σε όλους τους νέους που ονειρεύονται τη δόξα ενός αληθινού συγγραφέα. Μόλις τελειώσετε, συν Θεώ, το πρώτο σας κείμενο, κατεβείτε κάτω στην αποθήκη και κρεμαστείτε…»!!!

      Τέτοιο αδιέξοδο ο κάποτε μάχιμος κομμουνιστής των εξοριών και των φυλακών! Από πίκρα πήγε κι αυτός’ τον δηλητηρίασε η Ιστορία.

             ΚΩΣΤΑΣ  ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ

                  Η ΑΝΘΙΣΜΕΝΗ  ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΑ  ΤΟΥ  ΚΟΣΜΟΥ

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ: Χειρόγραφα του φθινοπώρου, εκδ. Κέδρος 1990, σελ.152

Του ΠΑΝΤΕΛΗ  ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Εφημερίδα Η Καθημερινή 7/12/1990

     Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ποιητικό έργο του Τάσου Λειβαδίτη ενηλικιώθηκε στη σκιά. Στη σκιά του Γιάννη Ρίτσου και του Νικηφόρου Βρεττάκου πρώτα, τον καιρό της πλήρους καταφάσεως, της απόλυτης βεβαιότητας και της ενθουσιαστικής ηλιοφορίας. Κι αργότερα, στη σκιά των «ποιητών της ήττας», της αίρεσης μάλλον, στη σκιά όσων είχαν εγκαίρως υψώσει τον πικρό λόγο της αμφισβήτησής τους, όταν μέσα από διαδικασίες επώδυνες (και τί πιό επώδυνο από την αυτοαναίρεση) άνοιξε και αυτός την ψυχή του και τις λέξεις του στην αμφιβολία, στο αναγκαίο σαράκι του «μήπως».

     Αυτά, αν  το έργο του Λειβαδίτη θεωρηθεί με βάση τις κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους πού το όριζαν, με βάση το βιωματικό υλικό που το τροφοδοτούσε. Αλλά και η τεχνοτροπία του ποιητή διήνυσε μεγάλη διαδρομή από τον προγραμματικά μεγαλόφρονα, εκτεταμένο σοσιαλρεαλισμό σ’ έναν σχεδόν επιγραμματικό υπερρεαλισμό-με σταθερό πυρήνα το ρομαντισμό’ «νέο ρομαντικό» τον έχει χαρακτηρίσει άλλωστε ένας ομότεχνος και ομοεξόριστός του, ο Τίτος Πατρίκιος.

     Ο Τάσος Λειβαδίτης, στην ποίηση και τη ζωή του, γεύτηκε τη μοίρα της γενιάς του, των αριστερών της γενιάς του. Από το 1948 ως το 1952 «φιλοξενείται» στον Μούδρο, στον Άϊ-Στράτη και τη Μακρόνησο. Στην εξορία ετοιμάζει τα δύο πρώτα βιβλία του, τη Μάχη στην άκρη της νύχτας και το Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας.

     Το στίγμα του χρόνου πρέπει να το λαμβάνει πάντοτε υπόψη του ο αναγνώστης, για να μην ενδώσει στη μικροψυχία να κρίνει με τις παραστάσεις και τους όρους του σήμερα κείμενα που παρήχθησαν σε εντελώς διαφορετικό περιβάλλον. Η ζωή των ανθρώπων δεν είναι μονόδρομος, ούτε κι ο λόγος τους τούς παραδίδεται εξαρχής ατόφιος και οριστικός. Ο Λειβαδίτης μεγάλωσε μες στη γραφή του και μες στην αγρύπνια του. Με κίνδυνο να γλιστρήσουμε στα σχήματα της μεταφυσικής, θα λέγαμε ότι δεν γεννήθηκε ποιητής παρά έγινε, μοχθώντας λέξη τη λέξη. Κι ως το 1976, οπότε η  νεοελληνική πολιτεία εδέησε να τον τιμήσει με το Β΄ κρατικό βραβείο ποίησης, πρόλαβε να οδηγηθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου για τα γραπτά του και να δει να κατάσχονται τα βιβλία του και να απαγορεύονται οι ταινίες των οποίων είχε φιλοτεχνήσει το σενάριο. Μα χάρηκε κιόλας, ακούγοντας τους στίχους του τραγουδισμένους από πολλούς.

     Ο Ρεζίς Ντεμπραί έλεγε κάποτε πώς οι εξορίες και οι φυλακές λειτουργούν σαν θερμοκήπια των γραμμάτων. Σκάβει κανείς την ψυχή του εκεί για να κρατηθεί. Θησαυρίζει μέσα στη φτώχεια και τη στέρηση. Ο νους του ανοίγει ακριβώς μες στους περίκλειστους τόπους. ‘Έτσι κι ο Τάσος Λειβαδίτης. Αλλά τί απομένει από εκείνα τα όνειρα που κάποτε υπήρξαν σφριγηλά και παρήγορα;  Ήδη από τον Νυχτερινό επισκέπτη, τη μεταιχμιακή συλλογή του που γράφτηκε τον καιρό της δικτατορίας, στους στίχους του Λειβαδίτη κατοικούν όλο και συχνότερα οι νεκροί. Τελικά, ο θερισμός είχε το χρώμα της στάχτης.

     Στα Χειρόγραφα του φθινοπώρου, τη συλλογή που εκδίδεται λήγοντος του 1990, δύο χρόνια μετά το θάνατο του ποιητή, υποθέτω ότι εμπεριέχεται δουλειά των ετών 1987 και 1988, δηλαδή ό,τι ακολούθησε το Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα. Και λέω «υποθέτω» όχι μόνον επειδή ο Λειβαδίτης απέφευγε να χρονολογεί τις παραγωγές του αλλά και επειδή στο βιβλίο δεν υπάρχει ένδειξη του εκδότη ή κάποιου επιμελητή με την οποία να προσδιορίζεται ο χρόνος γραφής των ποιημάτων και να ενημερώνεται ο αναγνώστης, ειδικός και μή, ότι δεν πρόκειται για συγκέντρωση καταλοίπων αλλά για συλλογή πού την ολοκλήρωσε και την ετοίμασε ο Λειβαδίτης όσο ζούσε. Εν πάση περιπτώσει, από το «Χρονολόγιο» πού είχε παρουσιάσει ο Γιάννης Κουβαράς στο αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω (τχ.288) στο Λειβαδίτη, καθώς και από τις δηλώσεις οικείων του ποιητή μαθαίνουμε ότι τα Χειρόγραφα του φθινοπώρου «βρέθηκαν στο συρτάρι» του «τελειωμένα», μαζί με άλλη ανέκδοτη δουλειά του.

     Ο τίτλος της συλλογής ονομάζει ήδη το περιεχόμενό της. Ο Λειβαδίτης ρωτά και αναρωτιέται: «Τί κάναμε στη ζωή μας;» «Πότε τη ζήσαμε;» «Κι εγώ ποιός ήμουν; Ένας πρίγκιπας του τίποτα, ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα» «Καιρός των απολογισμών» και των εξομολογήσεων. Καιρός που σημαίνεται από τις επαναλαμβανόμενες λέξεις «φθινόπωρο», «νύχτα», «στάχτη», «λυκόφως»- εκεί που κάποτε δέσποζε ο ήλιος ο εύφορος και οι ακμαίες ελπίδες. Και «θάνατος». Με το θάνατο ακριβώς συνομιλεί εδώ ο Λειβαδίτης. Ήρεμος παραμένει στο σιγανό κουβεντολόι του. Δεν ενδίδει στον πανικό, μήτε στο μοιρολόι. Δεν εκλιπαρεί.

     Με τρυφερότητα συνάζει τις «διαψεύσεις», «τις χαμένες εξεγέρσεις», τους φίλους πού «σκόρπισαν», τα ξοδεμένα όνειρα. Και δεν αποποιείται τις πίσω του σελίδες. Σχεδόν σαν ν’ ακούς σε κάθε σελίδα, μέσα από άλλες λέξεις, τους ακόλουθους στίχους από τον Τυφλό με τον λύχνο του 1983:

     Και τώρα πού ξεμπερδέψαμε πιά με τα μεγάλα λόγια, τους άθλους, τα όνειρα, καιρός να ξαναγυρίσουμε στη ζωή μας-αλλά μάταια, κατά που πέφτει ο δρόμος που αγαπηθήκαμε παιδιά, πού πήγε ο άνεμος πού σκόρπισε τόσους συντρόφους; (…)-ένα τέτοιο παρελθόν και δεν απομένει παρά λίγη στάχτη.

     Θυμάται και συλλογιέται ο ποιητής τα «πανάρχαια χρέη», τα εσαεί ανεξόφλητα. Νοσταλγεί την «παιδικότητα», την παιδικότητα των αισθήσεων και των αισθημάτων. Λυπάται  όσους «ναυάγησαν σε θάλασσες πού δεν ταξίδεψαν ποτέ». Και ξάφνου, δυό στίχοι:  «Ο κόσμος ερήμωσε, σε ποιόν ν’ απευθυνθείς; Όλοι που θα μπορούσαμε να ‘χουμε μιά μικρή αλληλογραφία μαζί τους πέθαναν./ Και πρώτοι εμείς» μοιάζει να αποκρίνονται, δυόμισι δεκαετίες μετά, στα εξής λόγια του Βύρωνα Λεοντάρη: «Όλοι οι επιζώντες είμαστε ηττημένοι. Η ήττα μας είναι ακριβώς το γεγονός ότι ζούμε, η τύχη μας γι’ αυτό» (Η ποίηση της ήττας, Έρασμος, 1983). Θανάτω θάνατον η απάντηση.

     Με τα αλλεπάλληλα ερωτήματα προς εαυτόν, ο Τάσος Λειβαδίτης σπουδάζει το θάνατο και εντέλει τον καταβάλλει, αναιρώντας τη φρίκη του και το μυστήριό του. Ένας διαλεκτικός, λοιπόν, μέχρι τέλους. Γι’ αυτό και τα κείμενα φέρουν φώς, δεν βουλιάζουν στην παραίτηση, κι ας υπάρχει τόσο σποδός ανάμεσα στις αράδες τους.

      Θα είχε ίσως ενδιαφέρον η κατ’ αντιβολή ανάγνωση τριών ποιημάτων στα οποία εμφανίζονται κατονομαζόμενοι ισάριθμοι «πρόγονοι», δύο λογοτεχνικοί και ένας πολιτικός: Αρθούρος Ρεμπώ, ο κόμης ντε Λωτρεαμόν και ο Λένιν. Στους δύο ποιητές ο Λειβαδίτης αναφέρεται γράφοντας σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, σχεδόν ταυτιζόμενος μαζί τους. Με τον Ρεμπώ «πήραμε τους μεγάλους δρόμους που δεν βγάζουν πουθενά» («Οι ορτανσίες»). Με τον Λωτρεαμόν «πηγαίναμε να κατακτήσουμε τον κόσμο» («Η κατάκτηση του κόσμου»). Αντίθετα, με τον Λένιν, έναν «μεσόκοπο» πού «τον τραβολογάνε οι αστυφύλακες», οι σχέσεις μοιάζουν ψυχρότερες και, κυρίως, άνισες: «Αφήστε τον, είπα, πλήρωσα εγώ με την ψυχή μου γι’ αυτόν. Λέγεται Λένιν» («Ιστορίες»).

     Με τούτα τα ποιήματά του, που μικραίνουν, σαν να σβήνουν, όσο πλησιάζουμε το τέλος του βιβλίου, ο Τάσος Λειβαδίτης μας δωρίζει την ύστατη απλότητα. Αφτιασίδωτοι οι στίχοι, ανασαίνουν εκείνη τη λιτότητα που χαρίζει η σοφία του χρόνου και η πολύτιμη γνώση την οποία προσπορίζει η «Οδύσσεια της ματαιότητας». Αλλά, δώρο δεύτερο, ακόμη και η ματαιότητα ανθεί:

      Τα βράδια τί όμορφα που μυρίζει η γη-ώ ανθισμένη ματαιότητα

          του κόσμου…

     Αυτή μοιάζει να είναι και η παρακαταθήκη του ποιητή, μαζί με το στίχο:

       Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει…

            ΠΑΝΤΕΛΗΣ  ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ

                     ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Της ΜΑΡΩ  ΔΟΥΚΑΣ

Περιοδικό Η ΛΕΞΗ (ελληνική και ξένη λογοτεχνία) τεύχος 130/11,12,1995, σ.757-759 ειδικό τεύχος δρχ.1500

     Πέρασαν χρόνια από τότε που αντιγράφαμε το Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου και το δανείζαμε ο ένας στον άλλο, τότε που σχεδιάζαμε τη ζωή μας στην καρδιά των γεγονότων, Αναγνωστάκης και Πατρίκιος και Αλεξάνδρου και Κατσαρός, ποιητικές φωνές, και Σινόπουλος και Ελένη Βακαλό, ανάλογα με τη στιγμή και τη διάθεση, κι ήταν ο Λειβαδίτης με τις μνημειώδεις ποιητικές συνθέσεις του, πολύμορφος και πολυσήμαντος, για να διαβάζουμε φωναχτά τους στίχους του κι ύστερα να βγαίνουμε πάνοπλοι τα βράδια για να πετάξουμε προκηρύξεις, και κάτι θα γινόταν από ώρα σε ώρα, έπειτα ήρθαν όλα και πήραν τη μεταλλική γυαλάδα του νερού που λιμνάζει, κι έμενε μόνο να ξαναδούμε και να ξανασκεφτούμε όσα προσπεράσαμε.

                Πράγματα ασήμαντα πού μόλις τα προσέξαμε και γρήγορα τα ξεχάσαμε,

                η μυρωδιά ενός μουσκεμένου κήπου, το βλέμμα ενός περαστικού, μιά

                   ραγισμένη φωνή γυναίκας από κάποιο παράθυρο-

                τα ξεχάσαμε, αλλά κάποτε θα τα θυμηθούμε και θα νιώσουμε σαν να

                   εγκαταλείψαμε εκεί στη μέση του δρόμου

                την πιό ωραία μας τύχη ή ένα αγαπημένο νεκρό.

                Αλλά τώρα τι μπορώ να κάνω; Τουλάχιστον ας παραδεχτώ την

                   ηλικία μου

θα μας πει αποχαιρετώντας μας, κι αυτή η ενηλικίωση που μας προτείνει, η τελευταία, στο τελευταίο του βιβλίο, έρχεται να σφραγίσει όλη εκείνη τη δόξα της νεότητάς μας. Κι αν αγαπάς την ποίηση, την αγαπάς πίσω από τον ποιητή πού διανύει, πρίν από σένα και ανεξάρτητα από τη δική σου διάθεση, τις αποστάσεις, διότι εκείνα ακριβώς τα χρόνια που εμείς τρέχαμε με προμετωπίδα τη ρήση του Σταντάλ «Αρετή είναι ν’ αγωνίζεσαι για την ευτυχία των περισσοτέρων» κι ήταν Μάχη στην άκρη της νύχτας τα ξενύχτια μας και λέγαμε να

                Ο υπουργός  χειρονομεί

                πάνω στο χαμηλό μαύρο ουρανό

                τα χέρια του σχεδιάζουν την προδοσία

εκείνη λοιπόν την εποχή, το 1972, πού ανάβαν για μας κόκκινοι ορίζοντες σα να καιγόταν ο κόσμος, ο Τάσος Λειβαδίτης, πιστοποιούσε ήδη ότι δεν έβγαινε κανένας ήχος από τα βιολιά των ακούραστων μουσικών,

                γιατί τα βιολιά τους ήταν κιόλας μακριά, μες στο ανεκπλήρωτο.

     Ο Τάσος Λειβαδίτης, ο ομιλητικότερος και δημιουργικότερος ποιητής της γενιάς του, ομιλητικός σαν την ψυχή μας που δεν ησυχάζει και δημιουργικός σαν τη ζωή που ανακυκλώνεται, αισθαντικός και τρυφερός, πονετικός και ανήσυχος, μέσα στα χώματα και στα άπειρα του κόσμου, είναι ο ποιητής πού κατέγραψε με λέξεις τη σιωπή και τη θλίψη,

                η σιωπή κάνει τον κόσμο πιό μεγάλο, η θλίψη πιό δίκαιο

αποτυπώνοντας τη μοίρα του ανθρώπου, αιρετικός αλλά και νηφάλιος,

                τόσα άστρα κι εγώ να λιμοκτονώ

είναι αυτός που αναζήτησε πέρα από τα όνειρα, τα μυστικά μονοπάτια της ελευθερίας-

                Δε φοβάμαι παρά μόνο τον Θεό-εκτός κι αν τον υπηρετώ.

                Και την ποίηση-ακόμα κι όταν την υπηρετώ.

     Κρατώ στα χέρια μου το τελευταίο βιβλίο του. Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου. Και λέω να ‘χα τον χρόνο να τα σκεφτώ σιγά σιγά, να μείνω και να περιπλανηθώ από σελίδα σε σελίδα, άς ήταν, λέει, να πώ όλα τα ποιήματά του με μιά ανάσα. Να αναζητήσω τα δικά μου, όπως και άλλοτε, διανύοντας τους στίχους του. Με κλητικές και ερωτηματικά, ταξίδια και περιπλανήσεις, ελπίδες και όνειρα. Δεν πρόλαβε ο Τάσος Λειβαδίτης να δει τυπωμένο το τελευταίο αυτό βιβλίο του. Πέθανε πρώτος από τον Γιάννη Ρίτσο, τον δάσκαλο και φίλο του, κι ήταν σαν να άνοιγε τον δρόμο, κλείνοντας πρώτος τη συμφωνία με τον βαρκάρη της Αχερουσίας. Κι έφυγε, έχοντας αποτυπώσει τη μοναξιά και τη δικαιοσύνη των πραγμάτων, παίρνοντας αναμνήσεις και πεθαμένους, λόγια ανείπωτα, μυρωδιές και παλιές ιστορίες. Αφήνοντάς μας όμως, για να μην ξεχνούμε, τις χαμένες εξεγέρσεις, τους ανθρώπους που πέρασαν τη ζωή τους ψάχνοντας με τα μάτια τον ορίζοντα, τα σφυρίγματα των τραίνων, τα ωραία χρυσάνθεμα και το μέλλον πού δεν αθώωσε ποτέ κανέναν, τα παλιά βαλς στο γραμμόφωνο, τις νυχτερινές ονειροπολήσεις, τις ιστορίες τρόμου, τη μιά αλήθεια που χάθηκε κάπου εκεί στα παιδικά μας χρόνια, τις μικρές σκοτεινές κάμαρες και το απέραντο, τις περιέργειες που μας καταπονούν, τις ομπρέλες από τους αρχαίους κατακλυσμούς, το λογικό και το παράλογο, τα σπίτια τα χτισμένα με λησμονιά, τον απολογισμό μιάς ζωής

                Άχαρες μέρες που φύγατε κι όμως αφήσατε μιά ανάμνηση συγκινητική

                   κι εγώ που υπήρξα τρελός για το αύριο κοιτάζω τώρα με αγωνία να

                     προχωρούν οι λεπτοδείκτες στα ρολόγια

προς ένα μέλλον που δεν σημαίνει απλώς το επιμύθιο του ποιητή, αλλά και το τέλος μιάς εποχής δικής μας ή και το τέλος μιάς αυταπάτης. Ο Τάσος Λειβαδίτης, ο έφηβος και ο ωραίος της Κατοχής, ο αθόρυβος και ο διακριτικός στα χρόνια πού τον θυμάμαι, ο υπομονετικός, μπορεί και ο παραγνωρισμένος, ήταν αυτός που είχε αφήσει ευλαβικά πρίν από χρόνια, σε μιά γωνιά του δωματίου του, τις αποσκευές του Μακρονησιώτη αριστερού εξόριστου.

                όλα ήταν λάθος, κι οι δρόμοι που πήραμε και τα λόγια που είπαμε

                και τα χέρια πού κρατήσαμε…. Παιδί κρυβόμουν πίσω απ’ τον κομό,

                εκεί ήταν το άπειρο, αλλά δε χωρούσε παρά μόνο εμένα-

εντάσσοντας τα γεγονότα της ήττας της γενιάς του μέσα στην απεραντοσύνη και στο πείσμα της ζωής.

                Αγάπησα με πάθος καθετί πού δεν ήταν γραφτό να γνωρίσω.

                Κι έζησα όλη τη ζωή μου σ’ ένα όνειρο

                και την αθανασία σε μερικά κονιάκ

θα μας πει αυτοσαρκάζοντας, αποσυρμένος στη δική του καθημερινότητα, και διαπιστώνοντας ότι το νόημα τούτου του κόσμου μπορεί και να ‘ναι η συνέχεια που ανατροφοδοτείται μέσα στα πιό απλά και στα πιό ασήμαντα

                Κάποιο πρωινό ένα πουλί κάθισε στο αντικρινό δέντρο και κάτι

                   σφύριξε.

                Ώ, αν καταλάβαινα τι ήθελε να μου πει, ίσως να είχα βρεί το

                   νόημα του κόσμου

γι’ αυτό κι η τύψη είναι ο μόνος τρόπος να ξαναγυρίσουμε στην παιδική αγνότητα- θα καταλήξει, μ’ εκείνη τη διφορούμενη, την πικρή αλλά και την ελεητική, ανατρεπτικότητά του, κι όσα δεν ζήσαμε, κι όσα δεν έγιναν, κι όσα μας στέρησαν, κι οι μέρες που σου λείπουν, ώ Φεβρουάριε, ίσως να μας αποδοθούν στον παράδεισο…

         ΜΑΡΩ  ΔΟΥΚΑ  

                 «Η μεταθανάτια δωρεά του ποιητή»

                   Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου

Του ΓΙΑΝΝΗ  ΚΟΥΒΑΡΑ

Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ τεύχος 257/ 20-2-1991, σ. 82-84.

                   «κι όταν πεθάνω θα ‘θελα να με θάψουν σ’ ένα σωρό από φύλλα ημερολογίου/ για να πάρω και το χρόνο μαζί μου»

      Με ανυπομονησία κληρονόμων πλούσιας διαθήκης αναμέναμε, καιρό τώρα, την προ διετίας αναγγελθείσα έκδοση των «Χειρογράφων του Φθινοπώρου» (Χ.Φ.)του Τάσου Λειβαδίτη. Και πράγματι τώρα έχοντας ανά χείρας το σώμα της γραφής του ποιητή, νιώθουμε πλουσιότεροι από τη μια και ευτυχείς, αλλά παράλληλα μια στυφή γεύση σφραγίζει τα χείλη, καθώς διαβάζοντας βλέπουμε την κλεψύδρα των σελίδων να στερεύει και κλείνοντας το βιβλίο με χαρμολύπη ψελλίζουμε «Τι κρίμα που αυτός ο ποιητής δεν πρόκειται να ξαναγράψει».

     Ο Λ. αξιώθηκε έναν ευτυχισμένο θάνατο, καθότι ήρθε στο ζενίθ της πνευματικής του ανθοφορίας, βρίσκοντάς τον όρθιο, προτού αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση (θλιβερός επίλογος πολλών δημιουργών). Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού τον είχε χρόνια τώρα σπλαχνόσιτο. Ήρθε η ώρα να του ανταποδώσει τα τροφεία. Ξαναδιαβάζοντας το έργο του, διαπιστώνει κανείς ότι ο θάνατος ενέδρευε σε κάθε του σχεδόν σελίδα.

      Ανοίγω λοιπόν τα Χειρόγραφα-Τι εύστοχος τίτλος! σου υποβάλλει την ψευδαίσθηση ότι ο ποιητής τα έχει γράψει με το χέρι του, προσωπικά για σένα-με το σεβασμό που ανοίγεις Διαθήκη ή Ευαγγέλιο και διαβάζω: «Δε φοβάμαι παρά μόνο το θεό-εκτός/κι αν τον υπηρετώ. Και την Ποίηση-/ακόμα κι όταν την υπηρετώ». Ο Λ., λοιπόν, που στην τελευταία φάση του έργου του ήταν άρρωστος για Θεό, αποδεικνύει ότι Θεό του είχε την ίδιαν την Ποίηση και ότι βασανιζόταν από την αγωνία της έκφρασης, την «Οδύσσεια που ζει ο ποιητής γράφοντας, το πιο μικρό ποίημα».

     Σαν έτοιμος από καιρό είχε ετοιμάσει στην εντέλεια στο συρτάρι του την τελευταία (;) του συλλογή-ταλαντευόταν για ελάχιστους τίτλους που ορθά ο εκδότης τους υποσημειώνει στην εκάστοτε σελίδα- για να μας αποχαιρετήσει με τα ανεκτίμητα χειρόγραφα-χρεόγραφά του. Τα Χ.Φ. είναι κυριολεκτικά το κύκνειο άσμα του Λ. Ο κύκνος, λέει κάπου ο πλατωνικός Φαίδων, μόλις προαισθανθεί ότι πλησιάζει το τέλος του, τραγουδάει το πιο μελωδικό τραγούδι που έχει ποτέ τραγουδήσει, από χαρά, γνωρίζοντας ότι θα πάει κοντά στο δημιουργό του να τον υπηρετεί, που εδώ τον υπηρετούσε με την ομορφιά του και το τραγούδι, και όχι από φόβο, όπως λένε οι άνθρωποι. Έτσι κι ο Λ. στα Χ.Φ. συναιρεί όλες τις αρετές των μετά το ’72 βιβλίων του και κανένα ελάττωμα πριν το ’72. Τα Χ.Φ. είναι η νοσταλγία αλλά και ο επιθανάτιος ρόγχος μιας καθημαγμένης εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Λέγεται ότι ο μελλοθάνατος, πριν απ’ την εκτέλεσή του, βλέπει ολόκληρη τη ζωή του να περνάει σαν ταινία μέσα σε λίγα λεπτά από το μυαλό του. Έτσι κι εδώ, όλα τα παλιά σύμβολα και πρόσωπα του ποιητή (ρολόγια, ομπρέλες, βροχή, ρομβία, καθρέφτες, φλάουτο, βιολί, τραίνο, «έτσι και τότε παιδί-έναν καιρό ζούσα με τη θεία μου-το τραίνο που περνούσε δίπλα, τράνταζε τα βράδια το σπίτι και μ’ έπαιρνε μαζί») επανέρχονται, ενώ παρόντες στο μυστικό δείπνο, στο τελευταίο προσκλητήριο του ποιητή είναι όλες οι μορφές και φαντάσματα που τα είχε θρέψει με το αίμα του, η όμορφη Μάρθα που εδώ έχει γεράσει, η Άννα που εδώ «όταν γελούσε ήταν σαν να σκόρπιζε γιασεμιά/ φωτιζόταν για λίγο η νύχτα», φυσικά ο Ιάκωβος, ο τυφλός με το λύχνο, η Τερέζα που ο ποιητής «την έχει μέσα του, όπως η παιδική ηλικία όλες τις αυριανές μας ιστορίες», η μορφή του πατέρα- λείπει μόνο η υπέροχη Ναστάζια Φιλίποβνα-και προ παντός οι αγέρωχοι παλιοί του σύντροφοι που «δεν πέθαναν, αλλά κατοικούν τώρα στο βάθος των δρόμων/ όποιον κι αν πάρεις θα τους συναντήσεις». Όσοι αγάπησαν τις «Βιολέτες», εδώ θα βρουν τη συνέχεια του παραδείσου τους. Παρότι η θεματογραφία των Χ.Φ. είναι η ίδια ουσιαστικά με εκείνη των «Βιολετών», ακόμη και η γενικότερη αισθητική διάταξη και οργάνωση των ποιημάτων κάποτε, παρουσιάζει ωστόσο μια ιδιότυπη εσωτερική ανανέωση που εκλύει μαγεία σαφώς υπέρτερη.

     Έντονη η αφοριστική διάθεση, ο αποφθεγματικός χαρακτήρας, ο ποιητής πρέπει να προφτάσει να τα πει όλα μέσα σε λίγες λέξεις, και προπαντός για την ίδια την ποίηση, «η ποίηση: ένα παιχνίδι που τα χάνεις όλα/ για να κερδίσεις ίσως ένα άπιαστο αστέρι… και μόνο η ποίηση δεν είναι το ταξίδι/ αλλά ο πικρός γυρισμός», «Ποιητές/ φτωχοί λαθρεπιβάτες πάνω στις φτερούγες των πουλιών/την ώρα που πέφτουν χτυπημένα». Τυραννική ακόμη η παρουσία του χρόνου, η δίψα για ζωή, η διάθεση για απολογισμό- προαισθανόταν ενδεχομένως το τέλος-η χρονιά του νοσταλγία για τη χαμένη παιδικότητα που νοτίζει όλες σχεδόν τις σελίδες, «οι μέρες σου λείπουν, ως Φεβρουάριε, ίσως μας αποδοθούν στον παράδεισο», «κι η παιδικότητα, ένα ουράνιο σχόλιο στο αίνιγμα να υπάρχουμε… ως παιδικότητα, αιώνια αμετάφραστη, κι ύστερα έρχεται η ενηλικίωση σαν ένα ναυάγιο», «γέρος πια θα καταφύγω σε μια χειρονομία τρελή: την αυτοκτονία-/ μήπως ξανασυναντήσω την νεότητά μου».

     Παρά την από παλιά αναθεωρητική του στάση, τη σκεπτικιστική του διάθεση, τις διαψεύσεις των οραμάτων της γενιάς του, την υπαρξιακή του στροφή, δεν έχει κατ’ ουσίαν υποστείλει ποτέ τη σημαία των κοινωνικών διεκδικήσεων, ούτε λείπουν οι αντιεξουσιαστικές αιχμές. Υποτροπιάζει επίσης το «ρώσικο σύνδρομο» (κατά την έκφραση του Κ. Σταματίου), «στο βάθος καπνίζουν ακόμα οι στάχτες απ’ την προδομένη Βαρσοβία», «ΙΔΕΟΛΟΓΟΣ Α΄». Φυσικά προσπαθούσε να κρύψει το σακατεμένο χέρι του/ έτσι κρατούσε πάντα τη σημαία», «ΙΔΕΟΛΟΓΟΣ Β΄», «Κάθε φορά που μου πρόσφεραν μια καρέκλα έπεφτα στην παγίδα. Έτσι στέκομαι χρόνια τώρα όρθιος σα ν’ ακούω τη Διεθνή», «Έτσι εκείνο το βράδυ έστριβα σε μια πάροδο όταν είδα έναν άνθρωπο να τον τραβολογάνε οι αστυφύλακες, ήταν μεσόκοπος, με γενάκι, «πως λέγεσαι», τον ρωτούσαν, τσιμουδιά αυτός, «αφήστε τον είπα, πλήρωσα εγώ με την ψυχή μου γι’ αυτόν. Λέγεται Λένιν».

     Ο Λ. ανανεώνεται την ουσία της τόσο φθαρμένης λέξης ρομαντικός (είναι ένας από τους μεγαλύτερους ρομαντικούς με την πιο καλή σημασία της λέξης, όπως έχει πει ο φίλος του Τ. Πατρίκιος). Η φροντίδα του ΚΕΔΡΟΥ που συνεχίζει την ίδια γνώριμη διάταξη των στοιχείων, την πολυτονική γραφή του ποιητή, μας υπενθυμίζει ότι ο άνθρωπος έφυγε αλλά το πνεύμα του συνεχίζει, έτσι που η ποίηση βοηθάει όχι μόνο να πεθάνουμε αλλά να ζήσουμε, καθώς η ίδια είναι η γήινη ηχώ της αιωνιότητας.

      Τα Χ.Φ. είναι το «Άσμα Ασμάτων» της ποίησης του Λ. που στεφανώνει μεταθανάτια το σύνολο του έργου του, συνιστώντας κατά τη γνώμη μας το κορυφαίο ποιητικό του επίτευγμα. Και τούτο όχι στο πνεύμα του «ο αποθανών δεδικαίωται», δεδομένου ότι κανένας ποιητής φυσικά δεν πεθαίνει, αφού έχει φροντίσει από πριν να αποστάξει την ψυχή του στο έργο του, δωρεά στις γενιές που έρχονται και παρέρχονται.

           ΓΙΑΝΝΗΣ  ΚΟΥΒΑΡΑΣ

                         Ζ Ω Γ Ρ Α Φ Ι Κ Η

«Μεγάλα ηλιοβασιλέματα του άφησαν τόση λάμψη στα μάτια,

που η γλώσσα του είναι άχρηστη.», σελ. 140

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

-Η κριτική του δημοσιογράφου, ποιητή, ανθολόγου, μεταφραστή, επιμελητή εκδόσεων και κριτικού (επιμελείται και γράφει για αρκετές δεκαετίες κάθε Τρίτη την σελίδα του Βιβλίου στην εφημερίδα Η Καθημερινή) Παντελή Σπ. Μπουκάλα, για την μεταθανάτια συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη, αυτού του ποιητή-«φανού» της παιδικής χαμένης αθωότητας του κόσμου, συμπεριελήφθηκε και στον τόμο στον οποίο ο κριτικός σύναξε μιά εύγλωττη και πλούσια εκλογή από τις βιβλιοκριτικές του. Στον 480 σελίδων τόμο με τίτλο ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΩΣ ΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΞΕΝΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, εκδόσεις Άγρα-Σταύρος Πετσόπουλος, Αθήνα 1996. Ο γεννημένος στο Λεσίνι του Μεσολογγίου (1957-) οδοντίατρος κριτικός και ποιητής ανοίγει την αυλαία των συγκεντρωμένων κριτικών του με ένα ωραίο στιχουργικό μότο: «Ραφή/η γραφή/Πώς γίνεται λοιπόν/και μένεις πάντα ξηλωμένος». Ο τόμος περιλαμβάνει τον Πρόλογο, τρία κείμενα-θέσεις του Π. Μπουκάλα για την κριτική τον ρόλο, την σημασία της και τους κριτικούς. (1. Η κριτική και οι επικριτές. 2. Αφορισμοί, αξιώματα και ιεραρχήσεις.3. Κρίνετε ίνα κριθήτε). Ακολουθούν 36 βιβλιοκριτικές για έλληνες και ξένους ποιητές, 34 για έλληνες και ελληνίδες και ξένους πεζογράφους, έπονται 8 άρθρα του που αφορούν την χρήση και τα προβλήματα της Γλώσσας και τέλος, έχουμε 11 κείμενά του που διαπραγματεύονται ζητήματα με τίτλο ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ. («Νόστος στην Οδύσσεια»- «Ο παρερμηνευμένος Επίκουρος»- «Το Άσμα Ασμάτων σε δεκαπεντασύλλαβο» κ.ά.). Και ο τόμος κλείνει με το απαραίτητο Ευρετήριο Προσώπων. Η κριτική του για τον ποιητή Λειβαδίτη περιέχεται στην ενότητα ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ με νούμερο 19, σελίδες 104-107. Επίσης, ο Τ.Λ. αναφέρεται και σε άλλες βιβλιοκριτικές του. Βλέπε τις σελίδες 114 («Μ’ αυτή την «αθάνατη ματαιότητα», την «ανθισμένη», όπως την ονόμασε ο Τάσος Λειβαδίτης στα δικά του προθανάτια ποιήματα….», Κρίνεται η συλλογή του Γιάννη Ρίτσου: Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα» Κέδρος 1991). Μια συλλογή με πολλά κοινά σημεία και ποιητικής ατμόσφαιρας με την μεταθανάτια συλλογή του Τάσου Λειβαδίτη. Στην σελίδα 123 («θυμίζουμε ότι και στο Κατά Σαδδουκαίων έβαλλε κατά ποιητών (του Χικμέτ, του Λειβαδίτη, του Ελύτη)…» στο κείμενο «Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ, ΕΝΑΣ ΑΥΤΟΑΝΑΛΩΘΕΙΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΣ). Στην σελίδα 176 κρίνοντας την συλλογή του Νάσου Βαγενά, Βάρβαρες ωδές στο «Η ΣΑΓΗΝΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ» γράφει: «Θρύλοι πολλοί συνοδεύουν τη νύχτα. Για πολλούς, το φώς που λείπει αποτελεί την ικανή και αναγκαία συνθήκη για να δράσουν άλλες ακτίνες, εσωτερικές. Και να τραπούν σε λόγο ή σε μουσική. Αυτή την παμπάλαια φήμη, στιχουργημένες απολήξεις της οποίας βρίσκουμε σε κάθε στρώμα τραγουδιού ως τη «νύχτα μάγισσα» του Αργύρη Μπακιρτζή, την ανακεφαλαιώνει με τηλεγραφική συντομία ο Τάσος Λειβαδίτης σ’ ένα ποίημά του πού περιέχεται στα Χειρόγραφα του φθινοπώρου: Η νύχτα είναι μιά φωτισμένη πολιτεία που τη λυμαίνονται οι αλήτες κι οι ποιητές». Ο Τ. Λ. αναφέρεται ονομαστικά στην σελίδα 397, στην βιβλιοκρισία του Μπουκάλα «ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΚΑΘΑΡΕΥΟΥΣΑ» ΚΑΙ ΕΥΡΥΧΩΡΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ, Η Καθημερινή 25/2/1992, μιλώντας για το μελέτημα του Γιάννη Μ. Καλιόρη, Η ξύλινη γλώσσα. Γλωσσολογικοί, ιστορικοί και ιδεολογικοί προσδιορισμοί του αριστεροκομματικού ιδιώματος, Αρμός 1991. Τέλος στην σελίδα 456 μνημονεύεται το όνομα του Τ.Λ., μεταφέροντας μέρος του σημειώματος για την μετάφραση του φιλόλογου και μεταφραστή Κώστα Τοπούζη:  στην κριτική του «ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΕΝΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ» για τα βιβλία της σειράς των εκδόσεων Επικαιρότητα 1992 «Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο» μτφ., εισαγωγή, σχόλια Κώστας Τοπούζης. «Στην πρόταση του υπερρεαλισμού (και της σύγχρονης ποίησης) για κατάργηση της εγκεφαλοκρατούμενης στίξης ή για μιά «αλλιώς» χρήση της.-Στην πρόταση για στιχουργική και ηχητική χρήση των κεφαλαίων γραμμάτων και όχι συντακτική.-Στις υποδείξεις-προτάσεις και «εμπνεύσεις» που διδάσκει το Μεταφραστικό πρόβλημα του Ι. Κακριδή, για τον τρόπο μεταφοράς του λόγου σε νεοελληνικό, και-Στον παρατακτικό και δραματικό λόγο των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης-και όπως και αυτός συνεχίστηκε και προχώρησε στη γλώσσα του Σολωμού, του Μακρυγιάννη, του Ελύτη, του Λειβαδίτη, του Χειμωνά κ.ά»». Μεστός και πυκνός όπως πάντα ο κριτικός λόγος του Παντελή Στ. Μπουκάλα, χωρίς να απεμπολεί την δημοσιογραφική του καθαρότητα και σαφήνεια βλέπουμε να συνομιλεί με ειλικρίνεια με την τελευταία συλλογή του Τ. Λ. Αναζητά τους σταθμούς της, τους θεματικούς της κύκλους, την συγκρίνει και την εξετάζει μέσα στο χωροχρονικό πλαίσιο που την κυοφόρησε ο ποιητής με ότι αυτό συνεπάγεται και τελεσφόρησε.    

- Η κριτική του Γιάννη Κουβαρά στο Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ τεύχος 257/ 20-2-1991, σ. 82-84. Υπάρχει  και στον τόμο: Επί πτερύγων βιβλίων (1987-1994), τόμος Α΄, εκδ. Σοκόλη 1995, σελ. 96-99, καθώς και στον τόμο του Στην ανθισμένη ματαιότητα του Κόσμου, εκδ. Καστανιώτη2008, σελίδες 137-141. Στον τόμο περιλαμβάνονται και άλλες δημοσιεύσεις του κριτικού για τον Τ. Λ.

-Και ανωνύμως για την συλλογή βλέπε: -εφημερίδα Η Αυγή 20/1/1991. και –Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 28/11/1990, «Τελευταία χειρόγραφα του Τάσου Λειβαδίτη».

 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ

Ένας καινούργιος χρόνος. Τί μας περιμένει; Τί θα μας φέρει;

      Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα.

Κι ώ φτωχά ημερολόγια πού ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε

 τίς μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο., σελ. 126

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

ΥΓ. Λίγο πριν εκπνεύσει το 2021 έφυγε από κοντά μας ένας ευπατρίδης πολιτικός, στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου, ο πρώην πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας και δημοκρατικών αρχών πολιτικός Κάρολος Παπούλιας πλήρης ημερών. Ακόμα, ένα ξαφνικό τηλεφώνημα από Πειραιώτη ο οποίος βρίσκεται στο περιβάλλον του φαληριώτη συγγραφέα Παύλου Μπαλόγλου με πληροφόρησε για την ξαφνική απώλειά του. Ο κυρός Παύλος Μπαλόγλου γεννήθηκε στον Πειραιά στις 17/2/1947-31/12/2021. Υπήρξε δραστήριο μέλος της τοπικής κοινωνίας του Πειραιά και ιδιαίτερα του Φαλήρου όπου κατοικούσε με την οικογένειά του. Συνεργάστηκε στενά με τον πρώην πρόεδρο της Φ.Σ.Π. συντάσσοντας το ευρετήριο του βιβλίου του. "ΧΡΟΝΙΚΟ..." Μικρά του κείμενα, άρθρα, σχολιασμούς και κριτικές διαβάζουμε στον τοπικό τύπο της πόλης και σε λογοτεχνικά περιοδικά. Καθώς και σε τοπικές εφημερίδες της περιοχής του Φαλήρου. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.

     

 

                 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου