Τετάρτη 3 Ιανουαρίου 2024

Και πάλι για την ποιήτρια και μεταφράστρια Μαρία Λαϊνά

 

Ο «παράδεισος» των λέξεων

                  ή

ένα ακόμα σημείωμα για την Μαρία Λαϊνά

 

         «Γ: Κάπου πρέπει να υπάρχει ένας παράδεισος. (Παύση). Όλα έρχονται από πιο μακριά και πάνε πιο μακριά από μας. Με άλλα λόγια μας ξεπερνούν. Ο θάνατος μπορεί να είναι ύστατη μορφή ζωής… Εύχομαι να τον ζήσω! Ν’ ανοιχτά τα μάτια. Σαν προνομιούχος που παίρνει μέρος σε μια τελετή που δε θα επαναληφθεί ξανά.». σ.227.

 

          Δ΄

Θ Ρ Ι Α Μ Β Ι Κ Ο

          Love is not love

          which alters when it alteration finds

          or bends with the remover to remove

                           William Shakespeare Sonnet 116

 

Αν κάποτε πεθάνω,

                       μην ακούσεις ποτέ πώς τάχα «κείμαι ενθάδε»:

                       εσύ θα με βρεις στην αναπνοή του αγέρα

                       στο φευγαλέο, παιδικό χαμόγελο.

 

Αν κάποτε πεθάνω,

                     μη διαβάσεις ποτέ τ’ όνομά μου σε πέτρα:

                     εσύ θα ξέρεις να μ’ ακούσεις στον αχό της άνοιξης

                     και στην επιμονή του ήχου της βροχής.

 

Αν κάποτε πεθάνω,

                      μην πιστέψεις ποτέ πώς η αγάπη μου τελείωσε:

                      σκέψου πώς θα σε περιμένει,

σ’ άλλες αισθήσεις περιγράφοντας την ομορφιά σου.                   «ΕΠΕΚΕΙΝΑ» σ.42

--

Δεν ήταν αρκετό το χώμα που σε σκέπασε

στάθηκα βιαστικός, αδέξιος νεκροθάφτης

κάτι έχει μείνει έξω από τη γη

κι ώρες ανυπεράσπιστες με λιγοστεύει.

Οι νεκροί δε ζουν στη μοναξιά.

          «ΕΠΕΚΕΙΝΑ» σ.19

--

         Γιά δύο Φωνές και Ταμπούρλο

Βαδίζουμε στα σκοτεινά

το φώς πέφτει μόνο στα πρόσωπά μας

κι’ ύστερα πουθενά

από τα μάτια σου στα μάτια μου

 

Βαδίζουμε στα σκοτεινά

μονάχα πού και πού

χτυπάω πάνω στο κορμί σου

και ξαφνιάζομαι

ύστερα ξαναγίνομαι εγώ

πού με σκοινί φτιαγμένο για να με παιδεύει

τραβώ τον εαυτό μου προς τα πάνω

και τον ακούω να χτυπάει στα τοιχώματά του

πέφτοντας πάλι και ξανά στο βάθος του

 

Βαδίζουμε σε κύκλους

                «ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΠΙΟΥ» σ.34

--

Γιατί επιμένεις να μιλάς σε μαγεμένες λέξεις αφού δεν

έχεις τη δύναμη του βασιλόπουλου να τις ξυπνήσεις κιό-

λας; Πάρε καλύτερα δυό χάπια και δεν θα νοιώθεις μονα-

ξιά. Τη νύχτα πού το μυαλό αρνείται και μοιάζουν έτοιμα

να ξαναθυμηθούν τα χέρια, πάρε καλύτερα δυό χάπια κι

όταν ξημερώσει η πρόκληση, θα βρεις γελοία την πίστη σε

φαντάσματα. Όμως ας μη μιλάμε πιά για το φεγγάρι.

Τώρα, ούτε τους ποιητές κερδίζει.

                   «ΕΠΕΚΕΙΝΑ» σ.23

--

Αύριο θα μ’ αναζητήσουν στο ίδιο κορμί

και θα με βρούν’ οι ανόητοι,

πού δεν ξέρουν να δούν την αύξηση στα μάτια μου,

θα με βρούν και θα πιστέψουν

πώς για το χτές το ίδιο αιχμαλωτισμένη είμαι και σήμερα,

οι ανόητοι, πού δεν μπορούν να ξεχωρίσουν

το ‘να ξημέρωμα από τ’ άλλο

και λένε να! η ιστορία αντιγράφεται.

Αύριο θα μ’ αναζητήσουν στις ίδιες διαστάσεις

όμως εγώ θάχω γλυστρήσει ένα χιλιοστό

έξω απ’ τον εαυτό μου

και λεύτερη θ’ αναπνέω μέσα του

τη μοναδική μου μοναξιά

και θα θλίβομαι

χωρίς συνενόχους

Μόνη εγώ! 

                 «ΕΠΕΚΕΙΝΑ» σ. 41

--

Θα σου μιλήσω… Οι λέξεις είναι μαγικές χειρονομίες.

Θα σου μιλήσω και πάντα θάχω ακόμα κάτι να σου πώ.

Εσύ δεν έχεις τίποτα άλλο να κάνεις παρά να σταθείς

Μπροστά σ’ ένα ζητιάνο και να εγκαταλειφθείς στο επερχό-

μενο φθινόπωρο. Μ’ ακούς τώρα; Εγώ λοιπόν ήμουν πάντα

τα παιδικά μου χρόνια. Μιά κάθετη τομή στο άπειρο πού

τρεμουλιάζει στην αρχή κι ύστερα εξαφανίζεται λεπταί-

νοντας. Ακούς; Βέβαιη για τη μηδαμινότητα της πράξης

μου ρίχνω ένα πουλόβερ ανέμελα στους ώμους κι ύστε-

ρα βγαίνω και σε κλαίω με τους στίχους, την ώρα πού

ο ήλιος καυχιέται για τη ζωογόνο του δύναμη. Ακούς;

Πάρτο για δικαιολογία και συγχώρεσέ μου το ακατάλλη-

λο ντύσιμο. Εγώ ήμουν πάντα τα παιδικά μου χρόνια,

ένα πουλόβερ ριγμένο ανέμελα στους ώμους. Ακούς; Πώς

είναι δυνατό να μη σε φτάνει η νοσταλγία μου.

             «ΕΠΕΚΕΙΝΑ» σ.36

--

      Π Ρ Ο Σ Ω Ρ Ι Ν Ο

Σγουρό το χώμα μυρίζει πάλη

κυλίστηκα πάνω του μ’ όλες μου τις αισθήσεις’

σήμερα ζω την αγωνία του κορμιού μου,

τη δύναμη που μ’ έπλασε!

           «ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ», σ.34

--

          Σ Υ Ν Ε Ι Δ Η Σ Η

           Ι

Η περιπέτεια τελείωσε!

Απόδειξε την ύπαρξή της με το τέλος.

Τώρα ξανά το ίδιο σκηνικό

και τ’ άτονα συνηθισμένα επεισόδια!

Δε μεσολάβησε ούτε μιά μεταβατική περίοδος,

τίποτα για να κλιμακώσουμε την απόσταση.

Έτσι, απελπιστικά απλά,

τελείωσε ή περιπέτεια

κι’ έφτασε η ώρα να πληρώσουμε

την είσοδό μας στο ξεχωριστό,

την έκτακτη παράσταση που τύχαμε!

Γιατί στ’ αλήθεια το ανέβασμα υπήρξε

δαπανηρό εξαιρετικά

κι’ εμείς δεν είχαμε παρά την ύπαρξή μας

κανένα μέσο, καμμιά προκαλλιέργεια’

ήτανε κάτι όλως έκτακτο για μας!

Ζητείστε ό,τι κι’ όσα θέλετε

Δεν έχω λόγους ν’ αρνηθώ.

Το ξέρω! Η παράσταση τελείωσε!

              «ΕΝΗΛΙΚΙΩΣΗ» σ.23

--

Ν: Λέτε αυτό που νιώθουν όλοι, έστω κι αν δεν ξέρουν να το ζήσουν.

Γ: Ναι. Κάποιες εικόνες που θέλω να τις κρατήσω.

Ν: Καθώς θα φυσάει ο αέρας το πρόσωπό σας.

Γ. Ακριβώς. Καθώς το κορμί θα γέρνει έξω από το παράθυρο.

Ν: Λοιπόν. Πείτε μου. Μην παρατείνετε την αδημονία μου. Σας παρακαλώ, όμως, μη γίνετε συμβολική. Αρκετά υπέφερα και από τον εαυτό μου και από τους άλλους. Αρκετά.

(Η μουσική από την «Λευκή ταινία» του Κισλόφσκι σε φόντο. Το τανγκό με το βιολί ή τα πνευστά.)

Γ:  Τους υάκινθους του Κοννέκτικατ την άνοιξη. Τα πορτοκάλια, που  πονηρά κρεμούσε μέσα στα κλαριά ο πατέρας μου μέσα στον κήπο. Ένα νεκροταφείο στην Ελβετία, θαμμένο κάτω από τα τριαντάφυλλα. Ένα άλλο μέσα στις άσπρες σημύδες και το χιόνι. Τους αμμόλοφους στη Φλάνδρα και στα νησιά της Βιρτζίνιας. Τα μακριά παγοκρύσταλλα στα βράχια των Έρημων Βουνών. Το Σούνιο το ηλιοβασίλεμα. Την Ολυμπία το μεσημέρι. Χωρικούς σ’ ένα δρόμο των Δελφών να προσφέρουν στην ξένη τα κουδούνια του μουλαριού τους. Τη λειτουργία της Ανάστασης σ’ ένα χωριό στην Εύβοια, έπειτα από μια νυχτερινή πορεία μέσα από τα βουνά. Τη μικρή ελβετική μουσική κασετίνα, που την κούρντισα στο προσκέφαλο της Γκρέης μια ώρα προτού πεθάνει. Μονοπάτια πετρώδη και έρημα. Τη σαΐτα των αγριόκυκνων στο πέταγμά τους προς την Αρκτική. Μια λίμνη παγωμένη ακόμη, χαρακωμένη από τα ραγίσματα της άνοιξης που πλησίαζε… Πρόσωπα αγαπημένα, ζωντανά ή νεκρά… ή… τίποτα απ’ όλα αυτά, ίσως… αλλά μονάχα το μεγάλο ασπρογάλανο κενό που βλέπει ο ήρωας στο τελευταίο μυθιστόρημα του Μισίμα. (Παύση.) Την πράσινη θάλασσα στις παραλίες της Κεφαλονιάς. Την κοιλιά της βάρκας που πλησιάζει νωρίς το πρωί… στρωμένη με ψάρια που σπαρταράνε. σ. 238-239*.

     *Το απόσπασμα και ο διάλογος προέρχεται από το θεατρικό της ποιήτριας Μαρίας Λαϊνά: «ΕΝΑΣ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ» (Μονόπρακτο σε τρείς πράξεις), σελίδες 211-248. Βασίζεται στα λόγια και τα γραπτά-το έργο- δύο σημαντικών γυναικείων συγγραφικών φωνών της εποχής μας, όπως τα αφομοίωσε, τα «συγχώνευσε» και τα μετέπλασε ανοίγοντας μια γόνιμη συζήτηση μαζί τους, η ελληνίδα ποιήτρια και μεταφράστρια Μαρία Λαϊνά στο θεατρικό της έργο. Της Μαργαρίτας Γιουρσενάρ (Marguerite Yourcenar 8/6/1903- 17/12/ 1987 και της Μάργκαρετ Ντυράς. (Marguerite Duras 4/4/1914- 3/3/1996). Βλέπε: Μαρία Λαϊνά, Άπαντα τα Θεατρικά, εκδόσεις Αιγόκερως/ Δραματουργία, Αθήνα 2009, σ. 227 και 238-239.

    Το μικρό ανθολόγιο ποιημάτων της, προέρχεται από τις τρείς πρώτες της ποιητικές συλλογές που είχε την καλοσύνη να μου φωτοτυπήσει και να μου προσφέρει σε μία από τις συναντήσεις μας η ποιήτρια. Βλέπε προηγούμενο σημείωμα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα της 30/12/2023 μετά την απώλειά της. Είναι έντονος ο πειρασμός να αντιγράψω (όλα) τα ποιήματά της, έστω και αν μεταγενέστερα τα συγκέντρωσε και κάπως «χτένισε», την προηγούμενη ποιητική της κατάθεση και μας την έδωσε σε συγκεντρωτικό αυτόνομο τόμο. Έστω και αν κυκλοφόρησε νέες της συλλογές διευρύνοντας τα ποιητικά της όρια και ενδιαφέροντα, έγινε δωρικότερη αλλά και ελλειπτικότερη μέσα από μικρής φόρμας ποιήματα, που εκφράζουν κυκλικά, καταστάσεις της μνήμης και της μετά-μνήμης της. Οι τέσσερεις βασικοί πυλώνες της ποιητικής της παρουσίας (οι εσωτερικοί κεντρικοί πυρήνες της ποιητικής της που περιστρέφονται σαν «σβούρα») παρέμειναν η ζωή, ο έρωτας, ο θάνατος, ο φόβος (η μοναξιά και η απώλεια, η θλίψη και η πτώση). Εμπνεύσεις και ερεθίσματα καταστάσεων ποιητών και ποιητριών διαχρονικά και επαναλαμβανόμενα αλλιώς πάντα, μέσω του ιδιαίτερου ύφους και της γλωσσικής εκφραστικής και εικονοποιίας κάθε ποιητή και ποιήτριας, που εμπλουτίζει την παραμυθία της Ποίησης με νέα σύμβολα και αναδιατάξεις λέξεων, ήχων, ψιθύρων, αγριεμένων ονείρων, διακορευμένων  παλαιών ρυθμών και αναπροσαρμοσμένου λυρισμού, θεμάτων. 

Πόσο θαυμαστό, πόσο μαγευτικό, πόσο γοητευτικό είναι το ποιητικό θαύμα της ανθρώπινης φωνής, που μεταλαμπαδεύεται σε ποιητική έκφραση πάνω στην λευκή σελίδα, τον κιτρινισμένο πάπυρο, σε σκοροφαγωμένα απαγορευμένων δογμάτων ειλητάρια, στα χνάρια Ιωνικού ρυθμού κολώνες, σε ίσαλες γραμμές που ενώνουν το χθες με το σήμερα μέσα στο εκτυφλωτικό φώς που σπινθηρίζει στο χρόνο και την αθωότητα του λευκού. Αυτού του τσακισμένου λυγμού των φθόγγων, των λαμπερών εκλάμψεων των λεκτικών στιγμών που γίνονται σήματα μορς, λέξεων κλητήρων μια ουράνιας ευαισθησίας αλλά και καταβασίας στον άδη. Των λεπτών νοημάτων που δεν αιχμαλωτίζονται πάντα από το πολυορχηστρικό βουητό των μελισσών και διασκορπίζονται στο έναστρο σύμπαν, απορροφώνται από την υγρή λευκότητα της ομορφιάς του ασβέστη. Η ροή της γραφής πάνω στη λευκή σελίδα της συλλογής, ο ρυθμός των στίχων που ακούγεται μέσα στην συμπαντική σιωπή, του δωματίου την ησυχία. Οι ξεφλουδισμένες από το φώς φράσεις, των ξεθωριασμένων από την πολυχρησία της ερημιάς του ανθρώπου λέξεων. Την οξείδωσή τους από το ανθρώπινο της μοναξιάς δάκρυ. Αυτή η βαθειά ανάγκη να εξερευνήσουν και να συνεχίσουν το παιχνίδι τους οι Ποιητές και οι Ποιήτριες,-παλαιόθεν- που παίζουν μπροστά στα οστά του ανθρώπινου της ιστορίας και της ύπαρξης κενοτάφιο. Αυτό το παιχνίδι της ψευδαίσθησης αθανασίας και παρηγοριάς που επαναλαμβάνουν για εμάς οι Ποιητές εδώ και αιώνες, στην φιλοδοξία και επιθυμία τους να μας κάνουν κοινωνούς του άφατου, του άμορφου, του αινιγματικού, του άλεκτου, του ανεικονικού τέλους των πάντων, του νικητή θανάτου. Και έρχεται η «νύμφη ανύμφευτη» Ποίηση και υψώνει μπροστά σου ένα κόκκινο πασχάλιο μυροβόλο λουλουδιών λάβαρο που γράφει: «θανάτω θάνατον πατήσας» και χάνεσαι πριν προλάβεις να αισθανθείς, λιγώνεις από το λόγο που δεν κατανοείς την αγάπη που χάθηκε στη σκόνη του λιθόστρωτου. Ο Ξένιος και ο Ξινός Λόγος της Ποίησης. Και τα σήματα «μορς» της φωνής του Ποιητή εξακολουθούν να ταξιδεύουν στους αιθέρες και όταν εμείς έχουμε φύγει.

   Διαβάζοντας εκ νέου τα ποιήματα και τα θεατρικά της Μαρίας Λαϊνά, και ορισμένες από τις εξαιρετικές μεταφράσεις της, διαπιστώνουμε πόσο τυχερή πνευματικά και συγγραφικά στάθηκε αυτή η μικρή, αλλά με μεγάλο και πλούσιο πολιτιστικό και πνευματικό ιστορικό παρελθόν αυτή χώρα, η πατρίδα μας, η Ελλάδα. Και μάλιστα η σύγχρονη, η νεότερη μετά την εθνική παλιγγενεσία και την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου στην αρχή και κατόπιν της ελληνικής δημοκρατίας. Χιλιάδες οι ποιητές και οι πεζογράφοι της, οι δοκιμιογράφοι και οι στοχαστές της. Η λαϊκή και η λόγια παράδοση έγινε η αποτυπωμένη, συγγραφική μνήμη της καρδιάς των σύγχρονων ελλήνων και ελληνίδων. Οι νεότερες γενιές των ποιητών και ποιητριών της εξέφρασαν στο ιστορικό διάβα τους, την πνευματική «νεότητα» της παράδοσής τους και της ιστορίας τους, μέσα από ιστορικά και ιδεολογικών χαλάσματα και ερείπια. Μέσα στην μουντάδα των καιρών και των ανθρώπων γύρω τους. Όσο πιο μαρτυρική και αιματηρή υπήρξε η ιστορική και πολιτική κατάσταση της χώρας, τόσο πιο απελευθερωμένη υπήρξε η φωνή των ποιητών και ποιητριών της, στεντόρεια. Το λογοτεχνικό έργο των ελλήνων ποιητών και ποιητριών είναι η άλλη ελπιδοφόρα και εμψυχωτική ανάγνωση της ιστορίας και της ζωής των ελλήνων τους τελευταίους δύο αιώνες. Μέσα από τα ιστορικά και πολιτικά χαλάσματα κυοφορήθηκε η νέα, καινούργια και σύγχρονη πνευματική και καλλιτεχνική ταυτότητα ημών των νεοελλήνων. Το νέο Πρόσωπο της Ποίησης. Το δημιουργικό έργο των Ποιητών και Ποιητριών είναι η άλλη ανάγνωση της Ιστορίας. Το τραγικό και το παράλογό της μεταποιήθηκε σε ηρωική, δοξαστική, εξαγνιστική ή και θρηνητική, ποιητική εικονογραφία. Έγινε το ώριμο φρέσκο της γραφής των νέων ποιητών και ποιητριών. Το αισθητικό καθαρτήριο, το συγχωνευτικό σύμβολο που εξέφρασε την καθολικότητα της Ελληνικότητας. Ο λόγος κοινωνικής και πολιτικής κριτικής της ποίησης υπήρξε ο καθαρτήριος λόγος της Ιστορίας. Τα άπειρα βασανισμένα και τσακισμένα από την ιστορία και πολιτικές καταστάσεις πληγωμένα συνειδησιακά και σωματικά νέα παιδιά των σύγχρονων γενεών της ελληνικής ποίησης, ωρίμασαν μέσα στο χάος και τις δαγκάνες του καιρού τους και ανακάλυψαν με υπερηφάνεια την ιδιωτικότητά τους, την ετερότητα της συνείδησής τους, των σωματικών τους διαθέσεων. Άκουσαν δημόσια για πρώτη ίσως φορά τον ιδιαίτερο χρωματισμό της φωνής τους ως ήχο δημόσιας ποιητικής εξομολόγησης, ατομικής αφήγησης. Ιδιαίτερα η ποιητική Γενιά του 1970 «ανασήκωσε της μοίρας το φουστάνι» όπως θάλεγε ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης, και την επαναφώτισε, την επαναπροσδιόρισε, την εμπλούτισε με νέα σύμβολα, νέα μηνύματα, καινούργιας ευαισθησίας ερεθίσματα, έσπασε κανόνες και δομές, φόρμες και προσωδίες, κατάργησε φραγμούς και παλαιά τείχη, αλλοίωσε την σημασιολογία λέξεων, παρατόνισε καθιερωμένους ήχους λέξεων. Έδωσε στον σύγχρονο ποιητικό λόγο τον λυρισμό και τους ήχους των προσωπικών τους δικών τους ακουσμάτων, τα χαρακτηριστικά της φυσικής της ηλικίας τους ευαισθησίας και τρόπων ζωής, των ονείρων τους, που άρχιζαν να ανατέλλουν με πολυπρισματικών χρωμάτων ιριδισμούς πρωτόγνωρες εμπειρίες, σε ορισμένους μάλιστα, δίχως πυξίδας αναπνοή, έτσι το ταξίδι τους τέλειωσε νωρίς.

     Η Γενιά του 1970 που δικαιωματικά και τιμητικά ανήκει η Μαρία Λαϊνά, καλλιέργησε τον δικό της λυρισμό, έναν λυρισμό διάπλατο, που ανοίχτηκε στα νέα της ποίησης ξένα ρεύματα και ποιητικούς κανόνες φτερουγίσματα. Πολλοί αποκόπηκαν από την ελληνική ποιητική παράδοση, που ένιωθαν ότι τους βάραινε, σαν ένα φορτίο κληρονομιάς αλλοτινών καιρών και καταστάσεων βίου. Άλλοι ακολούθησαν ξένα ρεύματα από πολύ νωρίς και άφησαν πίσω τους ότι θύμιζε ελληνική ποιητική παράδοση ή επέλεξαν ορισμένους από τους εκπροσώπους της. Η παλαιά παράδοση ήταν η παλαιά ερωμένη πριν το καινούργιο  γαμήλιο ποιητικό γλέντι τους. Άλλοι, βασίστηκαν-και ίσως λόγω πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών-, στο μεγάλο ποτάμι το Σεφερικό της ελληνικής ποίησης και στοχασμού. Ο Γιώργος Σεφέρης-το πρώτο ελληνικό νόμπελ- έπαιξε για πολλούς της Γενιάς του 1970, τον ρόλο του διδαχού «πατέρα»- που διαδραμάτισε τα παλαιότερα χρόνια ο ποιητής Κωστής Παλαμάς. Και μέσω του Σεφερικού λόγου και γραφής, σκέψης και δοκιμιακών εργασιών και μεταφράσεων επικοινώνησαν, ήρθαν σε επαφή με τον λόγο και τα ποιητικά μηνύματα του άγγλου Τόμας Στερν Έλιοτ και του δυσκολότερου και κάπως "σοφιστικέ" και "εγκυκλοπαιδιστή" Έζρα Πάουντ, την αγγλοσαξονική παράδοση. Δίχως διάθεση αρνητικής υποτίμησης και σχολιασμού, θα σημειώναμε ότι ορισμένοι έλληνες δημιουργοί έγιναν «φοροεισπράκτορες» των ποιητικών διδαχών της αγγλοσαξονικής παράδοσης στην χώρα μας και προβολής της, ενώ άλλοι της γαλλικής. Οι νέες γενιές των ποιητών, της Γενιάς του 1970, ήθελαν να συνομιλήσουν άμεσα και με άλλους ποιητές-πέραν της ελληνικής παράδοσης-αγνοώντας ή παραβλέποντας την δική τους. Κατανοούσαν τους πληθυσμιακούς περιορισμούς που τους επέβαλε η ελληνική γλώσσα. Μιά μάνα πολλών γλωσσών αλλά μία μάνα η οποία ζούσε πλέον στους σύγχρονους οίκους ευγηρίας της ιστορίας και της παγκόσμιας γραμματείας, όπως η λατινική. Μόνο ίσως ο προφητικός και κυρηγματικός λόγος των Εκκλησιών διατηρούσε αίγλη της παλαιάς παράδοσής της.  Οι νέοι έλληνες ποιητές και ποιήτριες άνοιξαν νέα παράθυρα θέασης του κόσμου και των ανθρώπινων καταστάσεων, στο μοντέρνο οίκημα της Ποίησης και πορεύτηκαν και εξακολουθούν να πορεύονται. Μπορεί να κάνω λάθος, όμως διαπιστώνουμε ότι αρκετοί «σνόμπαραν» θα σημειώναμε κατά κάποιον τρόπο ότι το Ελληνικό, και φυσικά την ελληνική ποιητική παράδοση των παλαιότερων γενεών και τους εκπροσώπους της. Την ποιητική και πεζογραφική αυτή παράδοση την θεωρούσαν μία κρατικά επιβεβλημένη της δημόσιας εκπαίδευσης χωριάτικη φορεσιά, επαρχιώτικη αναγκαιότητα, (και εν μέρει δεν είχαν άδικο εξ αιτίας της πολιτικής της επταετίας) από την οποία όφειλαν να απαλλαγούν και το κατόρθωσαν, με όποιο τίμημα άντεχε ο καθένας και κάθε μία. Ακόμα και «παρασέρνοντας» νεότερες ποιητικές γενιές που θέλησαν να τους ακούσουν (μετά το 1970) μόνο στα δικά τους αποκλειστικά μονοπάτια. Η ποιήτρια Μαρία Λαϊνά ακολούθησε και αυτή με τα εφόδια που της πρόσφεραν οι πανεπιστημιακές της και άλλες γνώσεις το δικό της αυτόνομο μονοπάτι. Συνομίλησε "μόνη" της με τις ξένες κορυφαίες ποιητικές δυνάμεις και ονόματα όπως έπραξαν οι παλαιότερες από αυτήν γενεές. Η Γενιά του 1970 ή τουλάχιστον ένα μέρος αυτής, κλείστηκε μέσα στην «αυτοδοξασία της», τον «αυτοέπαινό της», τον εκπαιδευτικό των τυπικών προσόντων της «βαυκαλισμό», την «σιδερόφρακτη» κριτική της ή για άλλους, ιδεολογική αγωνιστική τους ορθότητα, ίσως να λαθεύω. Οι σύγχρονοι «πάπες» της εκκλησίας της ποίησης και της κριτικής, προέρχονται από αυτήν την γενιά, σαν μιά μακρινή συνέχεια ενός κριτικού και ποιητικού αχού της πιο μορφωμένης ελληνικής γενιάς, της γενιάς του 1930. Αν δεν κάνω λάθος στον συλλογισμό μου. Όμως τα περιοδικά και οι εφημερίδες, τα έντυπα της εποχής τους, οι κριτικοί σχολιασμοί, αξιολογικές αναφορές, αναδείξεις και υπερυψώσεις ποιητικών φωνών αυτό δηλώνουν, τώρα που τα εκδοτικά και κριτικά «ηνία», ακόμα και τα ποιητικά, έχουν περάσει σε άλλα χέρια,-σε άλλες γενιές- και μπορούμε να δούμε «καθαρότερα» τα κλειστά όρια που έθετε η προηγούμενη από εμάς Γενιά, σε αυτούς και αυτές που ακολουθούσαν. Μέσα σε αυτό το δεδομένο και σε σημεία του "ρολαρισμένο" ποιητικό πεδίο παρουσιάστηκε και η φωνή της ποιήτριας Μαρίας Λαϊνά. Αν και για να είμαστε δίκαιοι και καθόλου μεροληπτικοί, η καθόλου ποιητική φωνή της Γενιάς του 1970, πέρα από τις επιμέρους εσωτερικές της εξακτινώσεις και ατομικές διαφοροποιήσεις, εμφανίστηκε με δύο κεντρικά ρεύματα. Αυτό της επίσημης και παραδεκτής από τους δημόσιους κρατικούς φορείς και του πνεύματος εκπροσώπους της, με τα δικά τους έντυπα και άλλα μέσα δημοσίευσης και κοινοποίησης του λόγου της, και το άλλο, το περισσότερο λαϊκό, στα έντυπα εκείνα που δημοσίευαν σποραδικά οι "της Σκουφά" και της "Δεξαμενής" για να μην απολέσουν και εντελώς την λαϊκή τους καταγωγή, την οποία άφησαν πίσω τους ανερχόμενοι συγγραφικά και εκδοτικά. Όπως και νάχει όμως, όποια αποτίμηση και αν κάνουμε σήμερα στους εκπροσώπους της Γενιάς του 1970, τώρα που όπως είπε εύστοχα αν θυμάμαι καλά ο ποιητής και εκδότης Αντώνης Φωστιέρης, "η Γενιά του '70 εβδομηντάρισε", το χρέος ξεχρεώθηκε μέσα από τα διάφορα πνευματικά και καλλιτεχνικά σκαμπανεβάσματα της αποδοχής των νεοτέρων. Μένει ίσως η εκδοτική αποτίμηση μέσω της κυκλοφορίας των Απάντων τους και των όποιων μεταφραστικών και δοκιμιακών μελετών τους. Και  η μνημόνευση τους φεύγοντας από την ζωή εφόσον καταδεχτούν να μιλήσουν για το τραγικό αυτό συμβάν οι τηλεοπτικοί ή ραδιοφωνικοί σταθμοί και τα άλλα σόσιαλ της ενημέρωσης μέσα. Όμως, θέλω να πιστεύω και να ελπίζω ότι ο ποιητικός λόγος της ποιήτριας Μαρίας Λαϊνά, η ποιητική της γραφή και η ατμόσφαιρα ποιητικότητας που αποπνέει η φωνή της, στην μακρά διαδρομή της συγγραφικής της παρουσίας, η γυναικεία αυτή ποίηση, που δεν έχει ας μου επιτραπεί μεγάλα θεματικά ανοίγματα, αποτείνεται στις πιο αφανέρωτες ακόμα ευαισθησίες των νεότερων σε ηλικία ποιητών και αναγνωστών, αλλά και σε άλλες, μεγαλύτερες ηλικίες οι οποίες δεν είναι "αλεξιπτωτιστές" αναγνώστες της ποίησης, ή εφήμεροι συγγραφείς της αλλά, άτομα με εσωτερικές των αισθημάτων τους υγιείς εντάσεις και αισθήματα ανθρωπιάς, φαντασία ερεθισμούς ευαισθησίας και, κυρίως, προϋποθέσεις αποδοχής ανθρώπινων σχέσεων και επικοινωνίας. Η Μαρία Λαϊνά σεβάστηκε την "ιερότητα" του ποιητικού λόγου, δεν τον αποκαθήλωσε από το σταυρό της μαρτυρίας του, τον "στράγγιξε" από τον μελοδραματισμό του και τα άλλα της γραφής του "νοσήματα" και μας τον παρουσίασε σε μία ατμόσφαιρα ανθρώπινης εξομολογητικής της μετά-μνημονικής μαγευτικής "ιερότητας". Δηλαδή μή απομάγευση του εσωτερικού μας κόσμου και των συναισθημάτων μας. Η γλώσσα της Λαϊνά, αυτός ο απλός περιποιημένος και φροντισμένος λόγος της, επεκτείνει τις αντιλήψεις μας για τα πράγματα γύρω μας, την λειτουργία του ποιητικού φαινομένου, ανοίγει τα όρια των αποδοχών μας σε μιά άλλης ενδοψυχικής μας ονειροπόληση. Ακόμα και των σωματικών εμπειριών οι αποκρύψεις ή έμμεσες συνδηλώσεις, έρχονται στην επιφάνεια με απαλά αγγίγματα και αδιόρατα τραντάγματα της νοσταλγικής επαναφοράς της μνήμης. Η πρώτη βιαιότητα του ερωτικού πάθους έχει πλέον καταλαγιάσει και ότι απόμεινε είναι αυτή η ανεξήγητη αίσθηση νοσταλγικής τρυφερότητας της ζωντανής ακόμα σκιάς της μνήμης. Αυτός ο μετεωρισμός της πλησμονής και της ανάκλησης σε στιγμές που, η ποίηση, ο ποιητικός λόγος, είναι έτοιμος να μεταφέρει το βάρος των ασύλληπτων περασμάτων που διάβηκε στην ζωή του το ποιητικό υποκείμενο. 

Καθώς διαβάζουμε τα ποιήματα της Μαρίας Λαϊνά, νιώθουμε να μας παρακολουθεί ένα χαμογελαστό και στοχαστικό πρόσωπο, από κάπου στο βάθος ενός χρόνου ο οποίος επαναλαμβάνεται, το οποίο ακόμα και μέσα στο χαμό του, στην ισχνή και λεπτή επανα-ανίχνευση των σωματικών της αγάπης του ασωτειών, δεν χάνει την αθωότητά του και την στιλπνάδα του. Τι εγκυμονεί το μέλλον για το έργο της.......

Ο ρους του Ελληνικού Ποιητικού λόγου συνεχίζεται. Το τι θα μείνει στην μνήμη και τα χείλη των νέων εφήβων αυτής της καινούργιας χιλιετίας που ήδη τσουλάει στην τρίτη δεκαετία της, ποιος στίχος θα ακούγεται στις συντροφιές τους, ποιες στροφές θα διεγείρουν την φαντασία και τα όνειρά τους, ποιος λόγος τις αποφάσεις ψυχαγωγίας τους, ποιες λέξεις θα εμψυχώνουν τα οράματά τους, τι θα τροφοδοτεί τις δικές τους αγάπες και προδοσίες σχέσεων κανείς δεν ξέρει. Ο γράφων το δεύτερο αυτό σημείωμα αγάπης και «θρήνου» για την ποιήτρια και μεταφράστρια Μαρία Λαϊνά, αγνοεί.

     Υποψιάζεται όμως ότι η Ανθρώπινη Φωνή δεν θα πάψει και στο μέλλον να παράγει την Ποίηση και την Ποιητική της.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

3 Ιανουαρίου 2024       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου