Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024

Γιώργος Ιωάννου, Ο Ερωτικός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

 

         Ο ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΒΑΦΗΣ

     του ΠΑΥΛΟΥ ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΥ

ψευδώνυμο του συγγραφέα ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

     Ο Καβάφης σήμερα σχεδόν δεν έχει αρνητές. Ίσως μάλιστα δεν έχει διόλου αρνητές ανάμεσα στους σοβαρούς και τους ισορροπημένους αναγνώστες.

    Ο Καβάφης έχει μόνο θαυμαστές, που ο θαυμασμός τους κλιμακώνεται από τη συγκίνηση ως και την έκσταση. Και η έκσταση αυτή είναι ως επί το πλείστον γνήσια.

     Ο Καβάφης ήταν ομοφυλόφιλος. Και ολοφάνερα ήταν παθητικός ομοφυλόφιλος. Αντιλαμβανόταν τον έρωτα μόνο ως παράδοση στον ισχυρό και τον ωραίο άντρα.

     Κάποτε όταν ρωτήθηκε κάπως χυδαία από φίλο του, τι τέλος πάντων κάνει με τους νεαρούς ερωτικούς συντρόφους του-είναι από τους αποπάνω ή από τους αποκάτω; - απάντησε σιβυλλικά πως το ψάρι και από τις δύο πλευρές ψήνεται.

     Αυτή τη ρήση θα μπορούσε, βέβαια, να την πάρει ο πρώτος ανόητος μελετητής του και να την κάνει ερμηνευτική θεωρία, όπως άλλωστε έκαναν θεωρία- θεωρία κλειδί- τον αυνανισμό του, για τον οποίο πράγματι εκφράζει συχνά με απόγνωση στα ημερολόγιά του. Θαρρείς και ο αυνανισμός-μετά απογνώσεως ή όχι-αποκλείει ο,τιδήποτε άλλο. Ο αυνανισμός θέλει οράματα και το θέμα μας αυτά τα οράματα είναι.

     Η περίεργη αυτή περιπλάνηση και αναζήτηση άλλων ερωτικών αιτίων, πιό μικτών, πιο κοντινών προς τις κοινές ερωτικές κλίσεις και παρεκτροπές, πιο υποφερτών τέλος πάντων από τους πολλούς, δεν είναι διόλου τυχαία και αθώα. Ο σκοπός είναι να αποφευχθεί αυτό που από κάθε στοιχείο, γραπτό και προφορικό, προκύπτει’ ότι ο Καβάφης ήταν ομοφυλόφιλος, που ζούσε τον έρωτα κυρίως παθητικά.

     Αυτό ακριβώς είναι που μισούν πιο πολύ, το «παθητικός ομοφυλόφιλος». Και το μισούν όχι για λόγους ηθικής λογικής, αλλά διότι είναι σ’ αυτό το θέμα εξαιρετικά περιφρονημένοι. Οι μελετητές, εννοώ, αυτοί που προσπαθούν να φωτίσουν ερωτικά τον Καβάφη και να ερμηνεύσουν, υποτίθεται, καλύτερα το έργο του.

     Ο Ελληνικός χώρος είναι μικρός’ και οι γλώσσες μας δουλεύουν ροδάνι. Ξέρουμε για όλους και για όλα. Και από μια ηλικία και πέρα ξέρουμε με ακρίβεια την ερωτική συμπεριφορά πάντων και πασών των διάσημων ή ακουστών.

     Λοιπόν, ακόμη και από μία πρόχειρη ματιά μπορεί αμέσως να διαπιστώσει κανείς ότι μάλλον όλοι οι σοβαροί και αφοσιωμένοι μελετητές του έργου του Καβάφη δεν είναι ή δεν ήταν ομοφυλόφιλοι.

     Εδώ, βέβαια, υπάρχει αμέσως ένα περίεργο φαινόμενο, σχεδόν μυστηριώδες. Είναι τυχαία, είναι αναλογική, είναι συμφεροντολογική, είναι μη συμπλεγματική, είναι παρώθηση υποσυνειδησιακή, η προτίμηση αυτή; Τι είναι ακριβώς; Ή μήπως είναι όλα μαζί ή μήπως κατά περίπτωση;

     Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι όλοι αυτοί δεν κατέχουν την ομοφυλόφιλη ψυχολογία, φέρνουν ένα σωρό προκαταλήψεις για το φαινόμενο και προσπαθούν να κάνουν πολιτική μάλλον παρά ερμηνεία πάνω στο πρόσωπο και την ποίηση του Καβάφη.

     Νε το «πολιτική», εννοώ, ότι προσπαθούν να συμβιβάσουν τα πράγματα, όπου αυτά δεν μπορούν να παρασιωπηθούν ολότελα ή να τα παρεκτρέψουν. Να βγάλουν, σώνει και καλά, τον Καβάφη ως κάτι το διαφορετικό από αυτό που βλέπουν και μισούν, τους παθητικούς ομοφυλόφιλους’ από αυτό που τόσο τους αγνόησε ή και τους περιφρόνησε. Όχι, δεν μπορεί να ήταν και ο Καβάφης τους τέτοιος!

     Και φτάνω τόσο γρήγορα στους συμπλεγματικούς λόγους των Καβαφικών μελετητών απέναντι στο φαινόμενο των παθητικών ομοφυλόφιλων και όχι στους αισθητικούς, ρατσιστικούς ή ηθικολογικούς, γιατί βλέπω διαρκώς ότι κάθε άλλη παρεμφερή παρέκκλιση τη δέχονται ευχαρίστως, εκτός από αυτήν. Επομένως είναι ψυχολογικοί, προσωπικά τραυματικοί, οι λόγοι και όχι ηθικολογικοί, ας πούμε, ή σκέτα ρατσιστικοί, πράγμα που είναι το ίδιο.

     Θα διατυπώσω μια θεωρία, που έχει τουλάχιστο το προσόν και τη δυνατότητα της γενικότερης εφαρμογής. Ο κυρίαρχος λόγος των καβαφικών μελετητών- ο κυρίαρχος, λέω- της αποστροφής τους προς την αποδοχή της παθητικής ομοφυλοφιλίας του Καβάφη, είναι ότι έχουν περιφρονηθεί ή αγνοηθεί τελείως από αυτό το είδος που λέγεται παθητικοί ομοφυλόφιλοι και που με τόση επιμονή άλλους φίλους τους και γνωστούς τους τούς κυνήγησε.

     Δεν πρόκειται να ισχυρισθώ βέβαια, ότι είναι όλοι τους άσχημοι και γι’ αυτό. Όχι! Αλλά πρόκειται να πω ότι είναι όλοι τους λόγιοι, διαβασμένοι, αφοσιωμένοι στα γράμματα, πλαδαροί, παραμορφωμένοι, τύποι σοφών νέων, και αυτά τα πράγματα-πώς να το πω;-δεν τραβούνε ερωτικά τους παθητικούς ομοφυλόφιλους, που έχουν σπάνιο γούστο και είναι εξαιρετικά δύσκολοι.

     Αυτή η αγνόηση ή και περιφρόνηση τους έκανε να αποξενωθούν από αυτό το ερωτικό φαινόμενο, να μείνουν μακριά, να το αγνοήσουν με τη σειρά τους ή και να το μισήσουν. Με λίγα λόγια έγιναν ακατάλληλοι να καταλάβουν και να παραδεχτούν την προσωπικότητα του Καβάφη, όπως έχει.

     Σε μια βαρύγδουπη τηλεοπτική εκπομπή φέτος, όπου όλα τα δύσκολα τα αντιπαρέρχονταν με ωραίες απαγγελίες ποιημάτων του Καβάφη, ειπώθηκε ότι ο Καβάφης στη νεότητά του δεν είχε συνειδητοποιήσει ακόμη τον «ομοσεξουαλισμό» του και είχε αισθήματα και περιπέτειες με διάφορες γυναίκες. Προφανώς, θα στηρίζονται σε κείνα τα κακά και μηχανικά πρώτα ποιήματα του Καβάφη, που τα έγραφε κατά μίμηση ξένων προτύπων.

     Τα παραπάνω ήταν μερικές διαπιστώσεις και ερμηνείες της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς των μελετητών του Καβάφη και όχι η καταδίκη τους. Διότι το έργο του Καβάφη απαιτούσε μια βαριά φιλολογική δουλειά, που τη βγάζουν αξιέπαινα πέρα, και διότι με το να παραδέχονται, ως επί το πλείστον, ότι ο Καβάφης ήταν ένα είδος ομοφυλόφιλος, έστω και μικτός, δεν έχουν ξεφύγει ολότελα από την ερωτική του αλήθεια. Γι’ αυτό μιλήσαμε στην αρχή για τους σοβαρούς μελετητές, εννοώντας, βέβαια, μαζί και τον όγκο της εργασίας τους. Αλλά η αλήθεια πρέπει να ειπωθεί και να αναλυθεί με όλη της τη συνέπεια.

      Λοιπόν, όπως συνάγεται από την ποίησή του, τις σημειώσεις του, τα λόγια του και τις πράξεις του, ο Καβάφης, ζούσε τον έρωτα ως παθητικός ομοφυλόφιλος. Και έτσι τον ζούσε πνευματικά. Και αυτό κυρίως μας ενδιαφέρει.

     Αυτό για το ψάρι, που είπε πώς ψήνεται και από τις δύο μεριές, μπορεί να κατανοηθεί, όταν συλλογιστούμε πως ο ομοφυλόφιλος που ζει παθητικά δεν είναι καθόλου ανίκανος για να ζήσει και ενεργητικά, δεν έχει κανένα οργανικό ελάττωμα ως προς αυτό, οι λειτουργίες τους είναι τέλειες, όσο τουλάχιστο και των συντρόφων του που δρουν ενεργητικά και ακόμα το κορμί του συντρόφου του ο-ας πούμε- παθητικός το επιθυμεί ολόκληρο, σε όλα του τα σημεία, γι’ αυτό άλλωστε και τον εξέλεξε ή μάλλον γι’ αυτό και μόνο τον εξέλεξε, γιατί το πέος, που θαρρούνε πολλοί πώς είναι το πιο κρίσιμο μέλος, στην αρχή τουλάχιστο καθόλου δεν είναι και τα πράγματα τα κρίνει η ομορφιά του  προσώπου, η αλκή και η κοψιά του σώματος και φυσικά τα αμοιβαία γούστα. Συνήθως όμως οι άτολμοι τύποι και ιδίως αυτοί που εκλέγουν άντρες σκληρούς και δυνατούς ζούνε τον έρωτά τους παθητικά, γιατί μολονότι επιθυμούνε δεν τολμούν να ζητήσουν από τους συντρόφους τους και τίποτε άλλο. Και περιορίζονται έτσι σε φευγαλέες ψαύσεις, που δικαιολογούνται, όταν χρειαστεί, ως τυχαίες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επέρχεται ένας εθισμός, μεγαλύτερος από τις ενδιάθετες κλίσεις και τις σωματικές απαιτήσεις.

     Όμως όχι σπάνια ο ισχυρότερος που έχει και το «βέτο», ζητάει από τον άτολμο και μαθημένο πια να ζει τον έρωτα παθητικά σύντροφό του, του ζητάει ενεργητικές πράξεις και συμπεριφορές. Και τότε επιβεβαιώνεται πως και ο έτερος, είναι και παραείναι πρόθυμος και άξιος γι’ αυτές.

     Κι έτσι το ψάρι ψήνεται, έστω όχι και στον ίδιο βαθμό, και από την άλλη πάντα. Όλοι- ναι όλοι!- οι ομοφυλόφιλοι ακόμα και οι πιο αχαμνοί, ακόμα και οι πιο υποταγμένοι και ηδονιζόμενοι στον παθητικό ρόλο τους έχουν να διηγηθούν ιστορίες απίστευτες-και προπάντων αληθινές- για πράγματα που τους ζητήθηκαν ξαφνικά από τύπους για τους οποίους οι ανίδεοι-αλλά και οι ιδεασμένοι-θα έβαζαν το κεφάλι τους να τους κόψουν.

     Λοιπόν, θα του έτυχαν και του Καβάφη τέτοιες περιπτώσεις, αλλά είναι φανερό πως η αισθητική και οι επιθυμίες του είχαν διαμορφωθεί πια αλλιώς. Είναι θαυμαστής των αρρενωπών και αθλητικών τύπων. Και αυτούς αναζητά είτε μέσα στη ζωή είτε μέσα στην ιστορία και τη φαντασία του. Και, κατά κάποιο τρόπο, συνεχώς αναφέρεται σ’ αυτούς.

     Ο Καβάφης πρέπει να ζούσε στερημένα. Δηλαδή δεν είχε συχνές ερωτικές επαφές. Σ’ αυτό το σημείο έπρεπε να τον δικαιώσουν, αν ήθελαν πράγματι να ελαφρύνουν τη θέση του οι ερωτικά κομπλεξικοί μελετητές του. Όλες οι πληροφορίες για τον τρόπο της ζωής του, για το υπαλληλίκι του, για την περίεργη και συντηρητική κοινωνία της Αλεξάνδρειας, για τα βράδια στο σπίτι του, όπου πολύ συχνά και κάποιον δεχόταν, για τα διαβάσματά του, την ανατροφή του, το χαρακτήρα του- όλα συγκλίνουν στην ερωτική έλλειψη, σχεδόν τη στέρηση.

     Η ερωτική έλλειψη προϊούσης της ηλικίας αυξάνεται. Αλλά η επιθυμία δεν μειώνεται και πολύ, ίσως μάλιστα δυναμώνει κατά φαντασίαν.

     Κι αυτό γιατί η ομοφυλοφιλία είναι ψυχολογική, είναι πνευματική κατάσταση, δεν εξαρτάται από τις σωματικές δυνάμεις και δεν σβήνεται και τόσο μαζί τους ή μάλλον δεν σβήνεται ποτέ. Άλλο τώρα αν κατά τις ερωτικές συναντήσεις ο μεγαλύτερος είναι λιγότερο αποδοτικός. Άλλο αυτό’ αυτό αναφέρεται εις το σώμα.

     Ο Καβάφης καταλαμβάνεται ολοένα από τις ερωτικές φαντασιώσεις και επιθυμίες. Δεν μπορεί πια να επιδιώξει, όπως επεδίωκε. Είναι αδύναμος κάπως, είναι πιο  διστακτικός, έχει πιο πολλές, απείρως πιο πολλές, κοινωνικές υποχρεώσεις που του καταναλώνουν τουλάχιστο το χρόνο. Και όμως επιθυμεί και απελπίζεται. Πρέπει να έχει σε φοβερό βαθμό την αίσθηση του χρόνου που φεύγει.

     Το σπίτι όπου κατοικεί από το 1908, στην οδό Λέψιους 10, είναι σε μπουρδελογειτονιά. Στη Μαρσίλια, όπως χαρακτηριστικά λεγόταν η περιοχή. Το σπίτι αυτό το διάλεξε ο Καβάφης, μαζί με τον ομοφυλόφιλο επίσης αδερφό του Παύλο, και ουδέποτε έφυγε από αυτό μολονότι ο Παύλος γρήγορα έφυγε στη Γαλλία. Πρέπει να είμαστε πάρα πολύ αφελείς ή πάρα πολύ «καθώς πρέπει» συγκαλυπτές, για να αφήσουμε απαρατήρητη  μια τέτοια επιλογή γειτονιάς. Για την εποχή ιδίως εκείνη πρέπει να ήταν σκανδαλώδης. Και όχι μόνο για κείνη.

     Ο Καβάφης πρέπει να είχε ισχυρό ειδικό κίνητρο για να κατοικεί εκεί. Πρέπει κατά κάποιο τρόπο να επωφελείτο από την γειτνίαση αυτή με τα πορνεία. Και όταν λέω «επωφελείτο» εννοώ έστω και ψυχικώς. Έστω και οπτικώς, καθώς κάτι διαρκώς πρέπει να συνέβαινε εκεί.

     Όπως ακριβώς και στην ποίησή του, κάτι διαρκώς το ερωτικό συμβαίνει. Όλα τα ποιήματά του στηρίζονται σε ένα ερωτικό υπόστρωμα. Έναν πυρήνα ερωτικό, λιγότερο ή περισσότερο κρυμμένο. Θα τολμούσα να πω ότι οι στόχοι του όλοι έχουν κάτι, έναν τόνο, ερωτικό. Δηλαδή είναι στίχοι περασμένοι μέσα από την ομοφυλόφιλη- την παθητικά ομοφυλόφιλη- επιθυμία του.

     Ναι, δεν αντιλέγω ότι αρκετά ποιήματά του μοιάζουν με διδασκαλίες και άλλα με ιστορικές σκηνοθεσίες. Ή είναι σε πρώτο κοίταγμα «ιστορικοδιδακτικά».

     Αυτό το φαινόμενο το έχουν αντιμετωπίσει πολύ «σοβαρά» και πολύ ρηχά διάφοροι μελετητές του. Πιστεύω ότι τα συμπεράσματα που αντλούν από τα «διδακτικά» του είναι παρατραβηγμένα και εν πολλοίς λαθεμένα. «Λαθεμένα» γιατί στηρίζονται σε άλλη βάση από την πραγματική τους. Δηλαδή άλλα εννοούσε ο Καβάφης και για άλλα τον βάζουν να μιλάει οι μελετητές και οι ρήτορες. Το ίδιο συμβαίνει και με τα «ιστορικά» του. Άλλο θέλει να τονίσει αυτός, άλλο να φωτίσει και άλλο τον βάζουν-και με πόσο αφόρητη επιμονή- να λέει οι διάφοροι «καθώς πρέπει» μελετητές.

     Ο Καβάφης μιλάει μόνο για τον έρωτά του, για το είδος του έρωτά του ή και για τους συγκεκριμένους έρωτες που τον τυραννούν εκείνο τον καιρό. Δίνει συμβουλές- στον εαυτό του προφανώς-βγάζει συμπεράσματα, κάνει διακηρύξεις, με μια επιγραμματικότητα και διπλωματικότητα, που μόνον οι πολύ καταπιεσμένοι-και οι πολύ ευφυείς, βέβαια- ομοφυλόφιλοι μπορούν να αναπτύξουν. Η αλήθεια είναι ότι τελικά όλοι οι ομοφυλόφιλοι αναπτύσσουν την τέχνη του υπαινιγμού και του διφορούμενου λόγου και πολύ περισσότερο αυτοί που γράφουν ή που γράφαν κάποτε.

     Άλλωστε, όλη η άλλη κοινωνία αυτό τους υποδεικνύει- και τους επιβάλλει-είτε είναι συγγραφείς είτε απλοί άνθρωποι. Τους πιέζει να είναι «σεμνοί», να είναι μετρημένοι, αδιάφοροι στα λόγια τους και όμοιοι όσο μπορούν με τους άλλους. Έτσι μόνο τους δέχεται, δεν τους χλευάζει και μπορεί να τους παρουσιάζει και ως φίλους της.

     Μήπως και αυτό που συμβαίνει με τον Καβάφη κάτι τέτοιο δεν αποδεικνύει; Ο Καβάφης είναι ένας ομοφυλόφιλος- παθητικά ομοφυλόφιλος ποιητής- που αναγκάζεται να γράφει σκεπασμένα. Αυτό ακριβώς το «σκεπασμένα» είναι τρόπαιον της κοινωνίας. Το παίρνουν τώρα και το περιφέρουν, κάνοντάς το, βέβαια, ακόμα πιο σκεπασμένο, ακόμα πιο απόμακρο και άσχετο από τις πληγές του. Αποδώ και πέρα τα παχιά λόγια είναι πολύ εύκολα.

     Και εμείς πιστεύουμε ότι ο Καβάφης είναι μεγάλος ποιητής Αλλά, μα την αλήθεια, δεν πιστεύουμε, δεν μπορούμε να πιστέψουμε, ότι είναι ο σημαντικότερος εκφραστής, όχι μόνο του ελλαδικού χώρου αλλά και του μείζονος ελληνισμού, όπως πρόσφατα ισχυρίσθηκε από την τηλεόραση ο εκ των μελετητών του Γ. Π. Σαββίδης. Όχι διότι δεν είναι μεγάλος ποιητής ο Καβάφης- το ξαναλέμε και ζητούμε συγγνώμη, μα έχουμε το λόγο μας-αλλά διότι είναι ερωτικός ποιητής, ομοφυλόφιλος ερωτικός ποιητής, που εκφράζει απαράμιλλα τα θέματα αυτά και τις καταστάσεις που από αυτά προκύπτουν. Τα παχιά λόγια είναι εύκολα.

     Άλλωστε, πώς μπορεί να είναι ποιητής του μείζονος ελληνισμού ο άνθρωπος που δεν έγραψε τίποτε-και το λέω μόνο ως διαπίστωση-για τη μικρασιατική καταστροφή, ενώ εκείνο τον καιρό βρισκόταν σε όλη την ποιητική ακμή του; Αυτά που λέει ο Σεφέρης πως το ποίημα «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες» πιθανώς αναφέρεται στη μικρασιατική καταστροφή δεν μπορούν να συζητηθούν. Όχι, δεν αναφέρεται. Και θα ‘ταν πολύ χειρότερα αν αναφερόταν «πιθανώς» παρά που δεν αναφέρεται καθόλου. Η Μικρασία δεν ήταν από τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται κανείς με γρίφους. Εξάλλου εκείνο που λένε πως είπε ο Καβάφης, όταν συνετελείτο το ασύλληπτο μακελειό, ότι «αυτό σημαίνει για τον ελληνισμό απώλεια αστικών κέντρων», καλύτερα να μην αναφέρεται, τον χαντακώνει.

     Νομίζω πώς όλα αυτά είναι πράγματα που δεν μπορούμε να τα αντιπαρερχόμεθα έτσι. Όχι για να αποτιμήσουμε το καβαφικό έργο, αλλά για να προσδιορίσουμε επακριβώς την αποξενωμένη ουσία του θαυμαστού αυτού ποιητικού ταλέντου. Κατά βάθος πιστεύω ότι η στάση του αυτή δεν είναι άσχετη από την ερωτική ζωή του μέσα σε κείνη τη δεδομένη κοινωνία και εκείνη την ερωτική στιγμή.

     Λοιπόν, και μόνο σ’ αυτά να μείνουμε, φαίνεται καθαρά, νομίζω πώς ο Καβάφης μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος ποιητής του απόδημου ελληνισμού, αλλά δεν είναι ο μεγαλύτερος εκφραστής του. Δεν είναι καν εκφραστής του. Είναι εκφραστής, σπουδαίος και πνευματικότατος εκφραστής, της ομοφυλόφιλης περίπτωσης του Έλληνα ανθρώπου-του απόδημου Έλληνα, προσθέτω με πολύ κόπο.

     Άλλωστε και θετικά να το αντικρίσουμε, και  από την έννοια όχι μονάχα της απουσίας μα προπαντός της παρουσίας, των καταστάσεων δηλαδή από τις οποίες εμφορείται η  ποίησή του, δεν μπορούμε, θαρρώ να πούμε πώς αυτές οι κουρασμένες και διαβρωμένες καταστάσεις, οι χαμηλές αυτές φωνές και ψίθυροι, εκφράζουν τον Ελληνισμό. Όχι, αυτά είναι υπερβολές.

     Θα πει ίσως κανείς πως ο Καβάφης, διαβάζεται άπληστα, όσο ουδείς Νεοέλληνας ποιητής’ πως συγκινεί’ πως αρέσει’ πώς θαυμάζεται απεριόριστα και μάλιστα από ανθρώπους όλων των φύλων και όλων των ροπών- περισσότερο μάλιστα των άλλων από αυτού ροπών, εφόσον, φυσικά, είναι και οι πολύ περισσότεροι.

     Σύμφωνοι, έτσι είναι. Δεν βγήκαμε εδώ να διεκδικήσουμε υπέρ της μιας ή της άλλης ροπής του Καβάφη, να ανοίξουμε δηλαδή τον σεξουαλικό του φάκελο και να τον τοποθετήσουμε προς τα εδώ ή προς τα εκεί. Βγήκαμε να πούμε μερικές αλήθειες που με το συμφεροντολογικό τραβολόγημα ξεχάστηκαν και να φωτίσουμε ως πιο έμπειροι ορισμένες καταστάσεις που συνεχώς βλέπουμε να παρερμηνεύονται ή και να αγνοούνται.

     Για μας δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Καβάφης είναι ένας συνειδητά ομοφυλόφιλος ποιητής με σπουδαίο ταλέντο. Είναι ακόμα ένας πνευματικός άνθρωπος της παρακμής, παρακμασμένων καταστάσεων, χωρίς ενθουσιασμούς, ηρωϊσμούς και εξάρσεις. Εκείνο όμως που δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε είναι το τεράστιο ρεύμα των θαυμαστών που έχει. Αποτελεί για μας κάπως μυστήριο.

     Οι θαυμαστές του δεν είναι ομοφυλόφιλοι μόνον. Μπορούμε να πούμε πως οι ομοφυλόφιλοι που ασχολούνται μαζί του είναι λιγότεροι κατ’ αναλογία απ’ ό,τι μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Οι ομοφυλόφιλοι έχουν μία στάση οικογενειακή, συγγενική, απέναντι στον Καβάφη’ τον καταλαβαίνουν, τον νιώθουν μάλλον καλύτερα γι’ αυτό και τον θαυμάζουν κάπως πιο συγκρατημένα. Ίσως λιγάκι και να τον υποτιμούν.

     Παρατηρήσαμε ήδη ότι οι αφοσιωμένοι ή οι κατ’ επάγγελμα μελετητές του δεν είναι κατά κανόνα ομοφυλόφιλοι. Αυτό είναι καλό από τη μια μεριά- γιατί οι ομοφυλόφιλοι πνευματικοί συνουσιαστές του πρέπει να θεωρούνται ως δεδομένοι-αλλά έχει συντελέσει, όπως είπαμε, σε πλήθος παρερμηνείες. Μεγάλο μέρος από την ανυπόφορη εμβρίθεια και την περιπλοκή στην ερμηνεία των κειμένων του Καβάφη οφείλεται στο ότι δεν καταλαβαίνουν ή κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν τι ακριβώς θέλει να πει. Αυτό μπορεί να χαντακώνει την ερμηνεία αλλά κατά τα άλλα είναι γι’ αυτούς πολύ πιο ωφέλιμο. Και την αθωότητά τους τονίζει και τη μη συμμετοχή τους σε περίεργες καταστάσεις διαλαλεί και κατάλληλα τα κείμενά τους κάνει για διατριβές και άλλα έμπλαστρα. Άλλωστε σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι πολύ σημαντικότερο να αποδείξεις ότι μπορείς πάνω σε ανύπαρκτα θέματα να στήνεις συγγράμματα ολόκληρα παρά να φέρεις σε φώς μερικές αλήθειες πάνω στο θέμα σου….

     Όταν διαβάζουμε τα απλά και απλοϊκά ακόμα πεζά κείμενα και κριτικά σημειώματα του Καβάφη, σκεφτόμαστε πώς τις περισσότερες από τις μελέτες που αναφέρονται στο έργο του ο ίδιος δεν θα μπορούσε να τις καταλάβει ούτε και θα ήθελε να τις διαβάσει.

Τι εμβρίθεια! Όπου δεν υπάρχει γνήσιο ταλέντο υπάρχει εμβρίθεια.

     Λοιπόν για να τελειώνουμε έχω να πω- και να ξαναπώ-τα εξής:

     Ο Καβάφης είναι ποιητής συνειδητά ομοφυλόφιλος. Ακόμα και οι πιο αδιάφορες κατά το φαινόμενο καταστάσεις που παρουσιάζει είναι διαποτισμένες από την αποκαρδίωση και την κοινωνική ερμηνεία, που συνοδεύει τη φυσική ωστόσο αυτή τάση.

     Ο Καβάφης διαβάζεται άπληστα-θαυμάζεται. Έχει επισκιάσει αυτή  τη στιγμή τους πάντες. Πού οφείλεται αυτό;

     Οφείλεται, νομίζω, στο ότι ο Καβάφης εξέφρασε όχι τον μείζονα Ελληνισμό, όπως ελέχθη, αλλά την εξής μείζονα αλήθεια: Ο Έρως είναι ο ίδιος σε όλες τις περιπτώσεις και τον διέπουν οι αυτοί ψυχολογικοί νόμοι.

     Και αυτό, που ανεπιτυχώς το είπαν και πολλοί άλλοι, με την τέχνη του το κάνει ο Καβάφης παραδεχτό.

               ΠΑΥΛΟΣ  ΣΙΛΕΝΤΙΑΡΙΟΣ

Περιοδικό ΑΜΦΙ Β΄ περίοδος, τεύχος 16-17/ Άνοιξη- Καλοκαίρι 1984, σ. 14-18. Αφιέρωμα Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ. ΕΞΗ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΒΑΦΗ.

         ΓΙΩΡΓΟΣ  ΙΩΑΝΝΟΥ

του Βασίλη Βασιλικού

       1955. Σιδηροδρομικός σταθμός Θεσσαλονίκης. Ο Αντώνης Σαμαράκης, ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας, συνοδεύει τους πρώτους τριακόσιους Έλληνες μετανάστες για τα ανθρακωρυχεία του Βελγίου (στο Charleroi). Έχουμε γνωριστεί με τον Αντώνη ένα χρόνο πριν, όταν εκείνος εξέδωσε το Ζητείται ελπίς κι εγώ τη Διήγηση του Ιάσονα. Μου προτείνει να τον συνοδεύσω στο Βέλγιο, ως μεταφραστής. Κυρίως γιατί είχαμε πολύ αγαπηθεί ως άνθρωποι. Δέχομαι.

    Πρωί άνοιξης του 1955. Βγάζουμε αναμνηστικές φωτογραφίες στο σταθμό. Το τραίνο μετά σταματά στη Νέα Σάντα. Ξανά φωτογραφίες. Στο Σοχό. Τόπο έμπνευσης της Ζυράννας Ζατέλη. Εκεί, πίσω από ένα υπέργειο υδραγωγείο (κοινώς δεξαμενή), στις φωτογραφίες που βλέπουμε κατόπιν, ξεπροβάλλει μια κεφάλα ίδιου μεγέθους, περίπου, με την υδροδεξαμενή (chateau deau, κατά τους Γάλλους).

      Δεκαετίες μετά, όταν βγήκε στη δημοσιότητα, ανακαλύπτουμε πώς η αδήλωτη αυτή «κεφάλα» ανήκει στον Γιώργο Ιωάννου, πού ήταν τότε καθηγητής στη Νέα Σάντα ή Σοχό.

     Αυτή είναι και η πρώτη γνωριμία. (Στον κύκλο των λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης, ως τότε, το 1955, ο Γιώργος δεν είχε σκάσει μύτη.).

     Πρωτοεμφανίζεται με τα Χίλια Δέντρα, ποιητική συλλογή που περνά εντελώς απαρατήρητη.

     Ο Ιωάννου δεν αποτελεί μέλος του in-group, που εκείνη την εποχή (μιλάμε για το 1953-1957) αποτελείται από τους Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, Λέανδρο Βαζάκα, Ντίνο Χριστιανόπουλο, Φαίδωνα Πολίτη (Ιωαννίδη), τον υποφαινόμενο και μερικούς ακόμα, που ας με συγχωρέσουν αν τους λησμονώ.

      Ο Γιώργος Ιωάννου είναι απών λόγω βιοπορισμού, όπως απών είναι κι ο Μανώλης Αναγνωστάκης λόγω πολιτικών φρονημάτων.

     Παρόντες είναι τα φαρμακεία (Πεντζίκη- Κατσόγιαννη), που όμως δεν μπορούν να επουλώσουν τις πληγές, γιατί αυτές είναι ανίατες. Έπρεπε να περάσουν δύο τουλάχιστον δεκαετίες πριν ο Γιώργος Ιωάννου εμφανιστεί ως μείζον λογοτεχνικό φαινόμενο.

      Μου έστειλε το ’71, νομίζω, στο Παρίσι, τη συλλογή του (πεζογραφήματα) Για ένα φιλότιμο, και του απάντησα με ένα ακόμα πιο φιλότιμο γράμμα, που πρέπει να βρίσκεται στα αρχεία του.

     Κατόπιν παρακολούθησα ανελλιπώς την πεζογραφική του παραγωγή και την επικροτούσα, μέχρι που έγινε «σχολή».

     Κάθε ατάλαντος συγγραφίσκος μπορούσε να επικαλεστεί τη μέθοδο γραφής του Ιωάννου και να καταθέσει τα μικροαπωθημένα του, αυτοονομαζόμενος «μείζων» επειδή είχε ως πρότυπο το «ελάσσον» του Ιωάννου. Όμως, κύριοι ατάλαντοι συγγραφίσκοι της συμφοράς, ο Ιωάννου έφερνε μαζί του βιώματα που εσείς ούτε διανοηθήκατε ποτέ να τα αποκτήσετε.

      Πρόσφυγας, κυνηγημένος, κατατρεγμένος από μάστιγες τύπου Χριστιανόπουλου, με εμπειρίες από την εβραϊκή Θεσσαλονίκη, τη μαύρη Αφρική, την απάνθρωπη Αθήνα (πώς να ξεχάσω τις αναφορές τους στους «μακρυχέρηδες»), ζώντας μια κόλαση ο ίδιος, βρήκε τον παράδεισο μέσω της γραφής.

      Φαίνεται εύκολο εκ πρώτης όψεως διαβάζοντας Ιωάννου (τον πεζογράφο) να τον μιμηθείς. Διαλέγει ο ίδιος τον εύκολο (εξομολογητικό) τόνο, γιατί τα βιώματά του είναι πολύ δύσκολα.

     Όποιος ξεκινά από την «ευκολία» της αφήγησης του Ιωάννου λαθεύει τραγικά, γιατί εκείνο που δεν είπε ποτέ ο Γιώργος είναι το τι προηγήθηκε.

     Κι εκείνο που προηγήθηκε από το 1950 ως το 1970, πριν αποφασίσει να εκφραστεί, είναι το σημαντικό. Μια συμπαγής μάζα ανείπωτων εμπειριών, από τον καστανά της γειτονιάς του μέχρι την αράπισσα της Αφρικής, αυτά όλα, αυτά και μόνο, ο Γιώργος τα έκανε τέχνη. Με τα πιο ταπεινά υλικά.

      Δεν μάθαμε ποτέ τα ονόματα των γιατρών που κάναν τη λάθος διάγνωση. (Όπως και στην περίπτωση του Αντώνη Τρίτση).

     Δεν θα μάθουμε ποτέ τι ένιωσε τις τελευταίες του ώρες, όταν, αυτός που τόσο μόχθησε για τον πολιτισμό, βρέθηκε έρμαιο σε χέρια βαρβάρων.

     Θα τελειώσω με μια προσωπική ανάμνηση (μάλλον με δύο). 1982. Ο Θεοδόσης Πελεγρίνης, ο φιλόσοφος, από την Κάρπαθο, καλεί τρείς συγγραφείς σε ένα συμπόσιο στο νησί του: τον Κώστα Ταχτσή, τον Γιώργο Ιωάννου κι εμένα.

     Ο Ταχτσής, σαν παγόνι, θέλει να μονοπωλήσει (και τα καταφέρνει με το οξύτατο πνεύμα του) τη σκηνή. Εγώ, από χέρι, είμαι «σημαντικός», όχι ως συγγραφέας, αλλά ως γενικός διευθυντής της τότε ΕΡΤ. Κι ο Ιωάννου, που δεν εκφράζεται, δεν εικάζεται, δεν προσωπολατρεί και δεν καθαγιάζεται, κερδίζει τους Καρπάθιους, με το βαρύ ανεξίτηλο της ψυχής του.

      Πόσο στενοχωρήθηκα όταν κοινός «φίλος» τη μέρα του θανάτου του, καθώς τυχαία τον συνάντησα στο δρόμο, μου είπε: «Ευτυχώς απαλλαχτήκαμε απ’ αυτόν». Έμεινα άναυδος εν μέσω του δρόμου. Κι έτσι με πάτησε (τραυματίζοντάς με ελαφρά) ένα γιωταχί.

Βασίλης Βασιλικός, σ. 15-18.

Στον τόμο «Με τον ρυθμό της ψυχής» Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου. Επιμέλεια: Νάσος Βαγενάς- Γιάννης Κοντός- Νινέττα Μακρυνικόλα. Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2006.

Κάτι σαν πολλαπλή μνήμη

          «Τι κυβερνάει μια καρδιά; Άραγε ο έρωτας; Αμφίβολο. Μπορεί να ξέρεις τι είναι ο πόνος του έρωτα, αλλά δεν ξέρεις τι είναι ο έρωτας. Εδώ είναι στέρηση, θλίψη, αδειανά χέρια. Δε θα έχω την ορμή του’ μου απομένει η αγωνία. Μια κόλαση, όπου όλα προϋποθέτουν τον παράδεισο. Ωστόσο κόλαση. Ονομάζω ζωή και έρωτα ό,τι με αφήνει κενό. Αναχώρηση, καταναγκασμός, ρήξη, τούτη η καρδιά δίχως φώς μέσα μου, η αρμυρή γεύση των δακρύων του έρωτα.»

          Albert Camus, (Carnets) ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΑ, μτφ. Λήδα Παλαντίου, εκδ. Εξάντας 1987

        Μέσα σε αυτόν τον δημοσιογραφικό, πολιτικό, θρησκευτικό και της κοινωνικής δικτύωσης «τζερτζελέ» για τον πολιτικό γάμο των ομοφυλόφιλων και το δικαίωμα στην υιοθεσία, αυτήν την «βαβούρα» ενίοτε δίχως σωστή και επιστημονική πληροφόρηση και σχολιασμό, ίσως και παραπληροφόρηση, από τα ουσιώδη προβλήματα της σημερινής σύγχρονης ζωής μας που αλλάζει ραγδαία και βίαια από διάφορους ανεξέλεγκτους (πέρα και πάνω από εμάς τους ίδιους) πολιτικούς και κοινωνικούς, οικονομικούς παράγοντες, «παρλαπίπες» καφενείου, εξακολουθώ να ξεφυλλίζω τις σελίδες του περιοδικού «Αμφί» και να διαβάζω εκ νέου, τα άρθρα και τα κείμενά του. Θυμάμαι πρόσωπα, άτομα, βλέμματα και ανθρώπινα σώματα, φιλικά και άλλα αγγίγματα, μουσικούς ήχους διαμαρτυρίας και τρεχαλητά αδιάκοπα. Εικόνες αντίστασης ενάντια στο σύστημα και στα τότε κυβερνητικά μέτρα, με μόνη πανοπλία τα νιάτα μας και τον θυελλώδη ενθουσιασμό μας. Καταστάσεις αδιέξοδες που μας κύκλωναν από παντού, ρευστότητα άγνωστων φόβων, θολές και εφήμερες συγκινήσεις, σκληρές της μοναξιάς περιπέτειες, ομαδικές πορείες και συνθήματα, ξενύχτια και ξεφαντώματα, ιδρωμένα σεντόνια και αίθουσες γεμάτες καπνούς τσιγάρων και άδεια μπουκάλια και κουτάκια μπύρας. Μυρωδιές σπέρματος και επαναστατικού περασμένου μεγαλείου. Η φωνή του Καζαντζίδη στο «Υπάρχω» να ενώνεται με εκείνη της Λίτσας Διαμάντη στο «Δεν παντρεύομαι, δεν παντρεύομαι και δεν νοικοκυρεύομαι…», προσπαθώντας να ηρεμήσει τον νταλκά της εφηβείας μας. Τα μεγάφωνα να διαλαλούν την κόκκινη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη στις πολυπληθείς διαδηλώσεις μας με τα πολιτικά συνθήματα και την εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» παραμάσχαλα. Στεντόρειες νεανικές φωνές, βραχνιασμένες από ιδεολογικό φόρτο-αγοριών αμούστακων και κοριτσιών πριν ωριμάσουν ως γυναίκες- για τα ερωτικά δίκαιά μας να απλώνονται στους αθηναϊκούς δρόμους, πέρα από το υπόγειο της οδού Ζαλόγγου που στεγάζονταν το ΑΚΟΕ, στα στενά της Πλάκας, τα υγρά πάρκα, τις σάουνες και τα σινεμά. Και η φωνή του Μελωδού των Ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι να νανουρίζει τα όνειρά και τα οράματά μας, να «καθοδηγεί» το ερωτικό μας ήθος με τον απαράμιλλο ανδρισμό του και κοινωνική αντρίκια συμπεριφορά και τόλμη του. Γεγονότα που έζησα, βίωσα, μου αφηγήθηκαν, συγκράτησε η μνήμη έστω και ξεθωριασμένη, οι πόροι του σώματός μου. Ποιός άραγε αλλάζει ταχύτερα, η Ζωή ή Εμείς; Η Ζωή ή Εμείς ξεχαρβαλωνόμαστε γρηγορότερα στο αλωνάκι των καιρών; Και αναρωτιέμαι, τι θα έλεγαν σήμερα, τι θα υποστήριζαν οι τότε πρωτεργάτες της κίνησης του ΑΚΟΕ για το προτεινόμενο νομοσχέδιο και τα συνταγματικά δικαιώματα μιάς μερίδας συμπολιτών μας; πολιτικοί ηγέτες του διαμετρήματος ενός δεξιού εθνάρχη, ενός σοσιαλιστή Ανδρέα, ενός Λεωνίδα απαλλαγμένου από τα βαρίδια και τα ιστορικά πεπραγμένα του σταλινισμού, ενός φωτισμένου ιερέα όπως ο π. Γεώργιος Πυρουνάκης, ένας Τιμόθεος Κιλίφης, ένας μοναχός Ιερόθεος, ένας αντιστασιακός χριστιανός πολιτικός όπως ο Νίκος Ψαρουδάκης; Οι καλλιτέχνες και οι εικαστικοί της εποχής, οι  ποιητές και οι πεζογράφοι, οι διανοούμενοι και οι λόγιοι μετά την μεταπολίτευση, δημοσιογράφοι του μεγέθους ενός Γιώργου Βότση, ο Βασίλης Ραφαηλίδης; Αλλά ας μην μεμψιμοιρούμε, ο Χρόνος κυλάει για όλους μας το ίδιο. Διαβάζω τον Γιώργο Ιωάννου και ορισμένα από τα βιβλία του Βασίλη Βασιλικού και προσπαθώ να στήσω, καθυστερημένα ασφαλώς, γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των δύο σημαντικών αυτών πεζογράφων της συμπρωτεύουσας του προηγούμενου αιώνα πού σημάδεψαν θετικά τα ελληνικά γράμματα με τα βιβλία και τις πνευματικές τους δράσεις. Συγγραφέων προερχόμενων από διαφορετικό ερωτικό και πολιτικό μετερίζι, αξιολογικό σύστημα ζωής. Ο Γιώργος Ιωάννου έχει συμπεριλάβει το κείμενο που δημοσιεύεται με ψευδώνυμο στο περιοδικό «Αμφί», στον τόμο με τα δοκίμιά του «ο της φύσεως έρως» Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1985. Σε προηγούμενη ανάρτηση έχω αναφερθεί και καταγράψει την παρουσία του φιλόλογου και συγγραφέα Γιώργου Ιωάννου στο περιοδικό. Το ευαίσθητο και θερμής ατμόσφαιρας προσωπικό κείμενο του Βασίλη Βασιλικού, συμπεριλαμβάνεται στον αφιερωματικό τόμο «Με τον ρυθμό της ψυχής». Αφιέρωμα στον Γιώργο Ιωάννου, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 2006.

Η συγγραφική περίπτωση και παρουσία του Θεσσαλονικιού Βασίλη Βασιλικού, δεν έχει εξετασθεί στο σύνολό της όπως γνωρίζουμε, παρά τα δεκάδες κριτικά σημειώματα που έχουν δημοσιευθεί για τα πάνω από 120 τίτλους βιβλία του. Ο Βασιλικός, δεν υπήρξε μόνο ένας αντισυμβατικός πολιτικός συγγραφέας, ένας πολιτικός και κοινωνικός συγγραφέας-ρεπόρτερ της καθημερινής του πολιτικής-αστικής πραγματικότητας, αλλά ένας πολυτάλαντος έλληνας πολίτης και πολίτης του κόσμου που καταπιάστηκε με διάφορα πράγματα και μετείχε σε ποικίλες πνευματικές και πολιτικές δραστηριότητες στην εποχή του. Βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου, στέλεχος και διευθυντής στην Δημόσια Τηλεόραση, σεναριογράφος, ποιητής, ανθολόγος, τηλεοπτικός κριτικός της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, «Άξιον Εστί», δημοσιογράφος, μεταφραστής, επαγγελματίας πεζογράφος. Ο Βασίλης Βασιλικός υπήρξε από τους πρώτους έλληνες συγγραφείς, αν όχι ο «μοναδικός», ο οποίος ζούσε από τα συγγραφικά δικαιώματα των βιβλίων του. Από το χαρτί και το μελάνι της γραφομηχανής του. Κάτι σπάνιο για τα δεδομένα των ελληνικών γραμμάτων. Διάβαζε και αφομοίωνε τα πάντα και τα μετέπλαθε μέσα στα πεζά του, τις δημοσιεύσεις του. Ξανάγραφε τα κοινωνικά και πολιτικά καθέκαστα και γεγονότα της εποχής του και όχι μόνο, και τους έδινε σύγχρονη διάσταση, μηνύματα και προβληματισμό. Από τα συγγραφικά του ενδιαφέροντα δεν «γλύτωσε» ούτε ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Και πως θα γινόταν άλλωστε να παραβλέψει ένα μέγεθος σαν τον Παπαδιαμάντη. Βλέπε το βιβλίο του "Αναμνήσεις από τον Χείρωνα" και άλλες ιστορίες, εκδόσεις "Εστίας" 1974 και το "Γράμμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη" από την ενότητα "Οι πρώτοι μετανάστες". Σε μελλοντικό σημείωμα στα «Λογοτεχνικά Πάρεργα» θα αντιγράψω παράλληλα τα συγγενικά διηγήματα. Το παλαιότερο του σκιαθίτη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και το νεότερο του Θεσσαλονικιού Βασίλη Βασιλικού όχι ως συγγραφική σύγκριση ή αξιολόγηση γραφής, αλλά ως «μοντέλο» μυθοπλαστικής ανάπλασης δύο διαφορετικών φωνών, και πώς ο ένας, ο προγενέστερος, μπόλιασε τον μεταγενέστερο. Γιατί αυτό έχει-τουλάχιστον κατά την κρίση μου- σημασία, οι δίαυλοι επικοινωνίας που στήνονται μεταξύ συγγενών ή όμορων ή και διαφορετικών συγγραφέων. Πώς ο Γιώργος Ιωάννου βλέπει τον αλεξανδρινό ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη από την μία και τον αντιμετωπίζει, και πώς από την άλλη, μιλά και αναφέρεται ο Βασίλης Βασιλικός για έναν συμπατριώτη ομότεχνό του. (Γιαυτό δημοσιεύω μαζί στο σημείωμα αυτό τις δύο πεζογραφικές φωνές). Και αναρωτιόμαστε, τι εντύπωση μπορεί να δίνουν αυτές οι γέφυρες επικοινωνίας που έχουν στηθεί στην εποχή τους στον σημερινό αναγνώστη της ελληνικής πεζογραφίας, ή τουλάχιστον, σε όσους διαβάζουν ακόμα το έργο τους, ενδιαφέρονται για την λογοτεχνική παράδοση; Όσον αφορά την κρίση του Βασίλη Βασιλικού για τον έτερο ποιητή της Θεσσαλονίκης, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, παντού και πάντα τα πάντα σε όλους τους χώρους.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

Παρασκευή 26/1/2024      

         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου