Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

ΑΛΗΘΙΝΗ ΚΑΙ ΑΠΑΤΗΛΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

ΑΛΗΘΙΝΗ ΚΑΙ ΑΠΑΤΗΛΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

του Πέτρου Χάρη

      Χρόνια τώρα, το ταχυδρομείο μου φέρνει αυτές τις ημέρες το ίδιο πάντα ερώτημα: Από το πλήθος των βιβλίων που συνωστίζονται κάθε Δεκέμβριο στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, τι να διαλέξουμε για να το προσφέρουμε στους φίλους μας και τι να προτιμήσουμε για τη δική μας τέρψη και μόρφωση; Και το ερώτημα δεν περιορίζεται μόνο στην εκλογή των ελληνικών βιβλίων της τελευταίας ώρας. Μας καλεί να προσέξουμε και τα άλλα ελληνικά βιβλία και τα ξένα βιβλία που μας έρχονται από το Παρίσι κι από άλλα μεγάλα πνευματικά κέντρα ή μεταφράζονται στη γλώσσα μας, και γι’ αυτά επίσης θέλει την προτίμησή μας. Έτσι, απομακρυνόμαστε από την εκλογή δώρου και πηγαίνουμε σ’ ένα γενικότερο ζήτημα, που και άλλοτε, νομίζω, υποχρεώθηκα να το συζητήσω σ’ αυτή ή σε άλλη, δε θυμάμαι, στήλη.

      Ένας φίλος από τη Σπάρτη με ρώτησε πώς πρέπει να καταρτίζεται μιά βιβλιοθήκη και το ερώτημά του έγινε αφορμή να χωρίσουμε τη λογοτεχνική παραγωγή σε δύο μεγάλες ομάδες: στα βιβλία- αριστουργήματα, στα πρότυπα και τα αναμφισβήτητα, και στα άλλα, σ’ εκείνα που χωρίς να προβάλλουν υποδειγματικές καταστάσεις, χωρίς να έχουν τα γνωρίσματα της μεγαλοφυϊας, αξίζουν κι αυτά γιατί εκφράζουν μιάν ορισμένη εποχή και γιατί δίνουν τον άνθρωπο στις καθημερινές τους πράξεις, που μπορεί να μην είναι υψηλοί ηρωισμοί αλλά μας πληροφορούν για τις χαρές και για τις στενοχώριες του, για τις φιλοδοξίες και για τα όνειρά του, και διαμορφώνουν την υπόστασή του. Φυσικά, και οι δύο ομάδες βιβλίων πρέπει να υπάρχουν σε κάθε βιβλιοθήκη, προπάντων σε κάθε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική βιβλιοθήκη. Αλλά μπορούμε κι αλλιώς να χωρίσουμε τα βιβλία: με τα στοιχεία της γνησιότητας που έχουν και που ποτέ δεν περνούν απαρατήρητα. Ο Νίτσε λέει στις πρώτες σελίδες του Ζαρατούστρα: «Απ’ όλα τα γραφόμενα εκείνα μόνο μου αρέσουν πού γράφει κανείς με το αίμα του. Γράφε με το αίμα σου και θα μάθεις πώς το αίμα είναι πνεύμα». («Τάδε έφη Ζαρατούστρας», μετ. Ν. Καζαντζάκη). Θα το μάθει ο συγγραφέας, μα πολύ καλά το καταλαβαίνει κι αναγνώστης. Το αίμα «είναι πνεύμα», είναι όμως και φωνή. Και τη φωνή αυτή την ακούει ο καθένας, ακόμα κι ο πιό απαίδευτος. Απόδειξη η στενή επαφή του μεγάλου κοινού με την αρχαία τραγωδία ή με τον Σαίξπηρ. Καθόλου δε δυσκολεύεται ο λαός ν’ ακούσει τη φωνή πού είναι αίμα, κι ας μήν ξέρει να εκτιμήσει τους μύθους ή τα γεγονότα πού είναι η υπόθεση στις τραγωδίες του Αισχύλου ή του Σαίξπηρ κι ας μη μπορεί να εξηγήσει γιατί αισθάνεται ρίγος όταν παρακολουθεί τη διδασκαλία τους. Ακούει το «αίμα» που φωνάζει, κι αυτό φτάνει. Αυτό φέρνει και την αναστάτωση, και τη συγκίνηση, και την περισυλλογή,- την αισθητική χαρά.

     Αλλ’ ας πλησιάσουμε περισσότερο στο ερώτημα του φίλου της Σπάρτης κι ας του δώσουμε μερικές χρήσιμες πληροφορίες. Βέβαια, δεν είναι ανάγκη να του εξηγήσουμε ότι η αληθινή μόρφωση αρχίζει από τους κλασικούς. Και όχι μόνο από τους αρχαίους Έλληνες κλασικούς της ακμής. Πρέπει και τους άλλους κλασικούς να διαβάζουμε, αυτούς που ήρθαν έπειτ’ από τον ε΄ αιώνα και μας δείχνουν τις δύσκολες ώρες της πορείας του ελληνικού πνεύματος, τις αναζητήσεις του, τις αμφιβολίες του. Κι ακόμα, πολύ μας χρειάζονται και οι κλασικοί της λατινικής λογοτεχνίας, που δεν έχουν κι αυτοί λίγα να μας διδάξουν. Αλλά και πάλι, απαραίτητο, είναι να επικοινωνήσουμε και με τους κλασικούς όλων των μεταγενέστερων αιώνων, με τους συγγραφείς που έχουν κλείσει στις σελίδες των βιβλίων τους τη συνείδηση των λαών και εποχών, για να παρακολουθήσουμε τον άνθρωπο σε όλη την κλίμακα της ανόδου του ή και σε όλη τη σειρά των πτώσεών του και να κερδίσουμε έτσι τη μεγάλη πείρα που χαρίζει η φωνή του αίματος που είναι και η φωνή του πνεύματος.

     Ίσως διατυπωθεί η αντίρρηση: Ακόμα και ό,τι έχει «παλιώσει» πρέπει να το διαβάσουμε, να το γνωρίσουμε, να το μελετήσουμε μόνο και μόνο επειδή θεωρείται «κλασικό»; Εδώ υπάρχει μιά παρεξήγηση και ήρθε η στιγμή να την διαλύσουμε. Δέχομαι ότι «παλιώνουν» οι ιδέες, τα κοινωνικά συστήματα, οι τρόποι ζωής, ό,τι άλλο αλλάζει ή παραμερίζεται από την πρόοδο των θετικών επιστημών, ποτέ όμως δεν «παλιώνουν» και ποτέ δεν «αλλάζουν» τα σκιρτήματα της ψυχής. Αυτά μένουν τα ίδια, και σε περιόδους πλούτου και ευτυχίας ή θριάμβου της επιστήμης και θαυμαστών κατακτήσεων του ανθρώπου και σε ώρες στερήσεων και απογοητεύσεων. Είναι τα σκιρτήματα αυτά που κάνουν ζωντανή μιά λογοτεχνική σελίδα. Και η ζωντάνια της αυτή από τίποτα δεν κινδυνεύει. Δεν κινδυνεύει ούτε από το πήδημα του ανθρώπου στο διάστημα, γιατί είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, είναι η φαντασία και η δύναμή του, ό,τι αποτελεί την κορυφή και ακατάλυτη ουσία του. Σκιρτήματα ψυχής νιώθουμε σε μιά τραγωδία του Αισχύλου, του Σοφοκλή ή του Ευριπίδη, στον Βιργίλιο, στον Δάντη ή στον Βοκκάκιο, στον Σαίξπηρ, στον Μπαλζάκ, στον Ντίκενς, στον Σταντάλ ή στον Ντοστογιέφσκι, -σκιρτήματα ψυχής έχουμε και σε όσους πιστά εκφράζουν τη δική μας εποχή. Κι ας μη μας ξεγελάει η μορφή των λογοτεχνικών έργων, που αλλάζει, βέβαια, από εποχή σ’ εποχή, ανανεώνεται και προσαρμόζεται στις νεότερες ανάγκες και προτιμήσεις του ανθρώπου. Μήπως προσαρμογή στις σημερινές απαιτήσεις της ζωής δεν είναι, ως ένα σημείο, κι ο καλός κινηματογράφος, πού ασφαλώς μπορεί να δώσει κι αυτός σκιρτήματα ψυχής όταν απορρίπτει κάθε είδους νοθεία και μένει τέχνη;

      Καταλαβαίνω ότι θα είμαι ακόμα οφειλέτης στο φίλο της Σπάρτης, αν δεν περάσω και στη δική μας λογοτεχνία. Μα και δεν νομίζω ότι έχω να προσθέσω πολλά πράγματα. Η βάση μένει αμετακίνητη. Όποια ελληνική λογοτεχνική σελίδα κλείνει τη συνείδηση της εποχής της, είναι πολύτιμος σύντροφος, είναι η αληθινή, η γνήσια ποίηση ή πεζογραφία, εκείνη που έρχεται σε διάλογο με τον άνθρωπο και του αποκαλύπτει ό,τι διαισθάνεται η ψυχή του και ό,τι προσπαθεί να συλλάβει ο νους του. Φυσικά, αυτή είναι και η αξιανάγνωστη λογοτεχνία. Κ’ έχει τη φωνή που αμέσως την ξεχωρίζει από τις παραποιήσεις και τις νοθείες και δεν αφήνει τον αναγνώστη να γελαστεί: τη φωνή του αίματος και του πνεύματος, που μαζί με τον Νίτσε μπορούμε να την πιστεύουμε κ’ εμείς…

ΠΕΤΡΟΣ  ΧΑΡΗΣ, περιοδικό Νέα Εστία. Έτος ΛΘ΄- τόμος 77ος,- τεύχος 901/ Αθήναι, 15 Ιανουαρίου 1965, σ. 72-73. Στις σελίδες «ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ Κ’ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ».

Διευκρινιστικά

     Όσοι ασχολούνται με τον χώρο του Βιβλίου, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, όσοι σπούδασαν την τέχνη της Βιβλιοθηκονομίας, όσοι εργάζονται στις Βιβλιοθήκες, όσοι και όσες είναι λάτρεις του διαβάσματος ή γράφουν, παραπάνω από μία φορά στην ζωή τους θα έχουν μπει στον «πειρασμό», στο δίλημμα αν θέλετε, να αναρωτηθούν από ποιους και πόσους τίτλους βιβλίων οφείλει να διαθέτει μία δημόσια, δημοτική- τοπική Βιβλιοθήκη, και κατ’ αναλογία, η δική τους περιορισμένου χώρου Βιβλιοθήκη για να έχει την ανάλογη επάρκεια. Το ίδιο ερώτημα σίγουρα θα έθεσαν και θα εξακολουθούν να θέτουν και οι έμποροι Βιβλιοπώλες, όταν πρωτοξεκίνησαν την επιχειρησιακή τους μονάδα, συνεχίζουν να εργάζονται στο δικό τους Βιβλιοπωλείο. Ποιά δηλαδή «αξιανάγνωστα βιβλία», «κλασικούς τίτλους» όπως μας λέει ο έμπειρος συγγραφέας και βιβλιοκριτικός Πέτρος Χάρης, οφείλουν να έχουν στα βιβλιοπωλεία τους ώστε ο αναγνώστης-πελάτης και λάτρης του διαβάσματος, να μένει ικανοποιημένος κάθε φορά που εισέρχεται στο βιβλιοπωλείο, να βρίσκει αυτό που αναζητά ή του έχουν προτείνει και φεύγοντας από το κατάστημα ικανοποιημένος, να επιστρέψει ξανά και να αγοράσει καινούργιους τίτλους βιβλίων της αρεσκείας και προτίμησής του. Να γνωρίσει νέους ή παλαιότερων γενεών συγγραφείς ή να δανειστεί τα έργα τους αντίστοιχα, από δημόσιους χώρους ανάγνωσης. Στον ίδιο πάνω κάτω προβληματισμό υποψιάζομαι θα μπαίνει και το εκπαιδευτικό δυναμικό ενός σχολικού συγκροτήματος, το οποίο έχει επιφορτιστεί στο να επιλέγει και να προμηθεύει τίτλους βιβλίων και συγγραμμάτων, συγγραφείς, με τους οποίους συγκροτείται μία σχολική βιβλιοθήκη για τις ανάγκες των μαθητών και του διδάσκοντος προσωπικού. Πώς «πρέπει να καταρτίζεται μία βιβλιοθήκη»; μας θέτει στο ερώτημά του ο παλαιός έλληνας συγγραφέας από τις σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού το οποίο για αρκετές δεκαετίες υπήρξε διευθυντής του, ο Πέτρος Χάρης (Αθήνα 1902-5/10/ 1998), την παραδοσιακή και χρήσιμη, πλούσια σε ύλη και πληροφορίες «Νέα Εστία». Πρώτος διευθυντής της υπήρξε ο θεατρικός συγγραφέας Γρηγόριος Ξενόπουλος. Ενώ το τιμόνι της κράτησαν κατά διαστήματα, ο πειραιώτης κριτικός και δοκιμιογράφος Ευάγγελος Μόσχος, ο κριτικός, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης Σταύρος Ζουμπουλάκης. Το χρηστικό και ενδέχεται «κρίσιμο» αυτό ερώτημα- που μας θέτει ο Π. Χάρης σε μορφή ερώτησης προς εκείνον στην εποχή του, ακόμα και σήμερα θεωρώ εξακολουθητικά παραμένει ανοιχτό και εν μέρει αναπάντητο. Για ειδικούς και μη, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, εμπόρους και απλούς φιλότεχνους ανώνυμους αναγνώστες στην ευρύτερη πλειοψηφία τους, επαρκείς και σταθερούς και όχι περιστασιακούς που θέλουν να οργανώσουν την ατομική τους Βιβλιοθήκη. Το δικό τους πνευματικό, του διαβάσματος μπουντουάρ θα γράφαμε χαριτολογώντας. Ασφαλώς οι συνθήκες ανάγνωσης όλων μας έχουν αλλάξει, ο χρόνος διαβασμάτων μας έχει δυστυχώς περιοριστεί, εξαιτίας οικογενειακών και επαγγελματικών υποχρεώσεων, δεν είναι πλέον ο ίδιος που είχαμε στα χρόνια της νιότης και των σπουδών μας, έχει επέλθει μία αναγνωστική κόπωση και ελαχιστοποιηθεί το αναγνωστικό ενδιαφέρον. Δεν επαρκεί ο προσωπικός μας ελεύθερος χρόνος στους σύγχρονους τρόπους και συνθήκες ζωής που όλοι μας ζούμε, σωστής πλήρωσης του διαθέσιμου χρόνου μας. Οι πνευματικές και καλλιτεχνικές μας προτιμήσεις από την άλλη, ιδιαίτερα των νεότερων ηλικιακά σύγχρονων γενεών ενασχολήσεις έχουν διαφοροποιηθεί, έχουν αλλάξει τρόπους προσέγγισης της σύγχρονης πραγματικότητας και των προβλημάτων της. Η επιθυμία των παλαιότερων για διάβασμα, δηλώνεται σαν κάτι το ξεχωριστό, το «παράξενο», το «ιδιαίτερο» από τους νεότερους. Ακούγεται κάπως «παλιομοδίτικο», (σαν μία συνήθεια «μερικών καραφλών» όπως άκουσα από νεανικά χείλη προσφάτως) όταν ο σύγχρονος νέος ή νέα μπορεί να πάρει την πληροφορία που αναζητά, τα στοιχεία που θέλει μέσα από το διαδίκτυο καθήμενος στο γραφείο του σπιτιού του ή στην καφετέρια μέσω του κινητού του ή αντίστοιχα να έχει πρόσβαση στην ψηφιοποιημένη γνώση και στις σελίδες ενός βιβλίου μιάς Βιβλιοθήκης χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά του, και με τους κωδικούς που γνωρίζει μπορεί να «κατεβάσει» και να διαβάσει ό,τι επιθυμεί, τότε το βιβλίο στην έντυπη μορφή του έρχεται σε δεύτερη αναγνωστική μοίρα. Αρκετές φορές μάλιστα γίνεται συλλεκτικό είδος και κοστίζει «πανάκριβα» στο εμπόριο των παλαιοπωλείων. Η ανάπτυξη των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων και της επιστήμης, προσφέρουν με ευκολία πρόσβαση στην παγκόσμια και εθνική πολιτιστική παράδοση, πολύπλευρους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, διάδοσης και «μεταφοράς» της πολιτισμικής γνώσης και πνευματικής ταυτότητας, συγγραφικών επιτευγμάτων των διαφόρων λαών προηγούμενων εποχών. Η τεχνολογία, παρά τους κινδύνους που εγκυμονεί από την ανεξέλεγκτη και αλόγιστη χρήση της, συμβάλει στην χάραξη δρόμων και τρόπων αποτελεσματικότερου πλησιάσματος της παγκόσμιας κοινής γνώσης και πολιτιστικής παρακαταθήκης, ανταλλαγής χρήσιμων εμπειριών και πληροφοριών μεταξύ των ανθρώπων ομιλούντων διαφορετική γλώσσα και προερχόμενων από διαφορετικά πολιτισμικά πεδία ιστορικών αναφορών. Οι κλασικοί συγγραφείς κάθε κράτους μας είναι στις μέρες γνωστότεροι από ότι ενδέχεται στην εποχή τους. Το μορφωτικό και της ευρύτερης παιδείας επίπεδο των σύγχρονων ανθρώπων έχει βελτιωθεί και αλλάξει σημαντικά. Οι ιστορικές εποχές της ανθρωπότητας κατά τις οποίες η γνώση προέρχονταν άνωθεν, (άνευ αμφισβητήσεως) ενδεδυμένη με μυθολογικό ή θεϊκό μανδύα έχουν παρέλθει ασυζητητί. Μία γνώση αποκαλυπτική, μία μεταφυσική του ανθρώπου διδαχή, ένας ιερός ή μυστικός λόγος προερχόμενος από τους ιερείς, τους μάντεις, τους προφήτες, τους μύστες, τις θεοποιημένες από το κοινωνικό σώμα εξαιρέσεις ανθρώπων-ηγετών που θυσιάστηκαν για το κοινό καλό και την πρόοδο στο δικό τους πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον, δεν υφίσταται πια. Το Ομηρικό παραγώνι δεν υπάρχει πλέον, ούτε η παραμυθητική παραμυθία μέσα στην φάτνη, κοντά στο τζάκι των γιαγιάδων και πρεσβύτερων γενεών. Τα λεγόμενα κρυφά σχολεία είχαν αμφισβητηθεί από την γέννησή τους, έμεινε μόνο η "κουκλίστικη"αναπαράστασή τους σε χώρους εκκλησιαστικούς όπως πχ. στην ιερά μονή Πεντέλης. Οι νέοι, σύγχρονοι αναγνώστες γίνονται κατά κάποιον τρόπο άμεσοι «συμμέτοχοι» των γνώσεων και των πληροφοριών που γεννιούνται την ίδια στιγμή, την χρονική στιγμή της αναζήτησης τους από τον χρήστη ενός τεχνολογικού μέσου, όσο μικρό και αν αυτό είναι. Επικρατεί πλέον μία διαδικτυακή χρήση και κοινοποίηση της παγκόσμιας γνώσης διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων, πνευματικής και καλλιτεχνικής παραγωγής όπως και σε άλλους τομείς της κοινωνίας, ανταλλαγής ιδεών. Τα βιβλία στέκουν μάλλον μοναχικά, έρημα, στοιβαγμένα πάνω στα ράφια των βιβλιοθηκών, παρατημένα, κλειστά, αδιάβαστα, άκοπα, αχρησιμοποίητα, άγνωστα στους πολλούς, σαν ξεραμένα δέντρα που κάποτε υπήρξαν καρποφόρα. Ενδέχεται να είναι υπερβολική η θέση αλλά αληθινή, φωτογραφίζει μία πραγματικότητα παρά τις πολλές και καλές νέες εκδόσεις ή ανατυπώσεις, που μοιάζουν σαν επανεκτελέσεις τραγουδιών. Τα άτομα που διαβάζουν αποτελούν μία μικρή μειοψηφία σε σχέση με την πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού μιάς χώρας. Οι αναγνωστικές επιλογές τους «κρίνονται» εξετάζονται συνήθως μέσα σε εμπορικά πλαίσια και οικονομικές σκοπιμότητες, και όχι στο κατά πόσο το διάβασμα ενός βιβλίου επηρέασε τις συνειδήσεις και την καθημερινότητά τους, αν μπορούμε να υποστηρίξουμε μία τέτοια άποψη. Μια μειοψηφία αναγνωστών που «αντιστέκεται» άραγε σε τι, που δίνει τις δικές της απαντήσεις και θέτει ερωτήματα σε ποιους; Όμως συνεχίζει να επιμένει έχοντας ίσως κατά νου το παλαιό σύνθημα ο «επιμένων νικά». Ή αν θέλετε, ας το γράψουμε λιγάκι κουλτουριάρικα, για να κάνουμε «μορφωμένους» τους σκώληκες που θα μας φάνε στο τέλος (και εμάς και τις λέξεις των σελίδων των βιβλίων) όταν τελειώσει η παράταση του παιχνιδιού της ζωής μας. Αλλά η υπέρμετρη απαισιοδοξία βλάπτει σοβαρά το διάβασμα. Ή «το γαρ πολύ της νόησης γεννά παραφροσύνη……» και δεν έχουμε πρόχειρα και τα ποιήματα του Γεωργίου Δροσίνη.

     Οι ταξινομήσεις των Βιβλίων γίνεται στις μέρες μας με αρτιότερο, επιστημονικότερο και χρηστικότερο τρόπο στις Βιβλιοθήκες, οι διάφορες καταλογραφήσεις και ευρετηριάσεις των λογοτεχνικών, ιστορικών και άλλων ειδών και θεματολογίας αρχείων επίσης. Δεν υιοθετείται όπως παλαιότερα η χρήση των κίτρινων μικρών καρτελών. Ξεπεράστηκε και αυτή η συνήθεια που ερχόμασταν σε επαφή στην αναζήτηση ενός βιβλίου ή έργων ενός συγγραφέα σαν μαθητές. Σε σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης έχουν ενταχθεί εδώ και χρόνια τα ανάλογα σύγχρονα μαθήματα για εκείνους ή εκείνες τους σπουδαστές και τις σπουδάστριες που θα θελήσουν να ακολουθήσουν το επάγγελμα και θα «απορροφηθούν» επαγγελματικά από τα δημόσια των ανά την ελληνική επικράτεια Βιβλιοθηκών περιβάλλοντα. Θα ακολουθήσουν τον επαγγελματικό δρόμο δύο σημαντικών ποιητών της Θεσσαλονίκης, του Γιώργου Βαφόπουλου και του Ντίνου Χριστιανόπουλου για να θυμηθούμε δύο γνωστά μας παραδείγματα Βιβλιοθηκονόμων εργαζομένων στην Δημοτική Βιβλιοθήκη της συμπρωτεύουσας και σημαντικών ανθρώπων των ελληνικών γραμμάτων.

Μια Δημόσια ή Δημοτική Βιβλιοθήκη οφείλει διαρκώς να ανανεώνεται και να εμπλουτίζεται με νέους τίτλους βιβλίων και περιοδικών για την εξυπηρέτηση του αναγνωστικού της κοινού που την επισκέπτεται σταθερά ή περιστασιακά. Το ίδιο πράττουν και οι σταθεροί αναγνώστες και ερευνητές εφόσον διαθέτουν ιδιωτικό χώρο άνετο και οικονομικούς πόρους. Έτσι, τα «ψυχικά σκιρτήματα» των ανθρώπων συνεχίζονται στον χρόνο, την εποχή τους και πέρα από αυτήν.

     Ο Πέτρος Χάρης για να «στεριώσει» το επιχείρημά του για την σημασία της αξίας της «αληθινής» από την «απατηλή» λογοτεχνία, μας υπενθυμίζει μία φράση από το έργο «Τάδε έφη Ζαρατούστρας» σε μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη του γερμανού ρομαντικού φιλόσοφου Φρειδερίκου Νίτσε, συμπληρώνοντάς μας μάλιστα, ότι το αίμα δεν είναι μόνο πνεύμα αλλά και φωνή. Φωνή αναγνωρίσιμη όχι μόνο από τους λογοτέχνες και λογίους αλλά και το αναγνωστικό κοινό. Τα συγγραφικά παραδείγματα που αναφέρει από πνευματικά μεγέθη όπως ο Αισχύλος και ο Σαίξπηρ και των υπολοίπων ευρωπαίων συγγραφέων δηλώνει στο τι είναι κατά τον έλληνα κριτικό και συγγραφέα κλασικό πνεύμα. Κλασικός συγγραφέας μέσα στην ροή της ιστορίας του παγκόσμιου πολιτισμού και γραμματείας. Το περιοδικό «Νέα Εστία», όπως και το παλαιότερο «Παναθήναια» και άλλα περιοδικά της εποχής, φιλοξένησαν αρκετές φορές σελίδες τους για να προβάλουν τις ιδέες και τις φιλοσοφικές θέσεις του Φρειδερίκου Νίτσε, του έκαναν αξιόλογα αφιερώματα και δημοσιεύτηκαν κριτικές και σχόλια, αναλύσεις και ερμηνείες για το έργο, την τραγική του παρουσία τις φιλοσοφικές θεωρίες και ιδέες του. Ο Φρειδερίκος Νίτσε αυτός ο γερμανός ρομαντικός φιλόσοφος, υπήρξε μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού και παγκόσμιου πνεύματος. Μια προσωπικότητα που επηρέασε ευρωπαίους και έλληνες στοχαστές και συγγραφείς. Οι ιδέες του, είναι διάχυτες σε έργα πολλών ελλήνων συγγραφέων, λογίων, ποιητών και πεζογράφων όχι μόνο ατόμων που ασχολούνται με την αναβίωση της αρχαίας τραγωδίας, της αρχαίας ελληνικής θρησκείας και ρευμάτων φιλοσοφίας. Είναι πολλές οι μελέτες που έχουν γραφτεί στα ελληνικά οι οποίες εξετάζουν το έργο του Φρειδερίκου Νίτσε σε σχέση με την αρχαία ελληνική θρησκεία και Διονυσιακή λατρεία και την ανάλογη Απολλώνια διάσταση του αρχαίου τραγικού λόγου και θεατρικής πράξης. Ο Νίτσε επηρέασε όσο λίγες ευρωπαϊκές προσωπικότητες τη εποχή του και τα μεταγενέστερα χρόνια. Νιτσεϊκές αρχές εξακολουθούν ακόμα και στις μέρες μας να γονιμοποιούν την σκέψη και τις συνειδήσεις χιλιάδων ατόμων, συγγραφέων ή φιλοσόφων και διανοητών. Τα Νιτσεϊκά γραπτά και οι ιδέες μπόλιασαν και πολλούς και σημαντικούς έλληνες δημιουργούς. Το φώς που εξέπεμψε η σκέψη του Φρειδερίκου Νίτσε, το φώς του Βορρά, «συγχωνεύτηκε» με την πάροδο του χρόνου με το φώς του Μεσογειακού Νότου. Σελάγισε πάνω στα κύματα της Μεσογείου. Η μυστηριακή αρχαία ιστορικά περίοδος του Θεού Διονύσου και η περίλαμπρη καθαρότητα φωτός και αρμονίας του Θεού Απόλλωνα που γέννησαν την αρχαία τραγωδία επανήλθαν στο προσκήνιο μέσω των ιδεών και των απόψεων του Φρειδερίκου Νίτσε. Η αρχαία ελληνική χαρά της ζωής βλάστησε και πάλι μέσα από τα χριστιανικά ομιχλώδη μονοπάτια των ανθρώπινων κοιμητηρίων. Η ένταση των Διονυσιακών ψυχών συνάντησε την ένταση των Απολλώνιων συνειδήσεων. Δυστυχώς, η εικόνα του Νίτσε όπως και η φωνή του, παραλλάχθηκαν από τους συμπατριώτες του, για αλλότριους της φιλοσοφίας και  της σκέψης, της καθαρής γνώσης σκοπούς, χρησιμοποιήθηκε για δολοφονικές και άγριες πολιτικές και ιστορικές σκοπιμότητες του προηγούμενου αιώνα με τα γνωστά φοβερά και φρικτά της ανθρωπότητας αποτελέσματα. Ο Νίτσε σπιλώθηκε και από χριστιανικούς κύκλους, λες και ένα τέτοιας ακτινοβολίας μυαλό- έστω και «διαταραγμένο» σπινθηροβόλο πνεύμα, δεν θα ήταν αποδεκτό από τον χριστιανικό ιδεότυπο και τους μαθητές της μεταφυσικής κληρονομιάς του. Ο θρίαμβος της «χαρούμενης γνώσης» του Ζαρατούστρα αμαυρώθηκε από τις βάρβαρες ιαχές και στρατιωτικά πολεμικά κελεύσματα γερμανών στρατοκρατών πάνω στο ευρωπαϊκό έδαφος. Ο Φρειδερίκος Νίτσε υπήρξε η πρόφαση για τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Ναζί όχι μόνο στο Άουσβιτς και το Νταχάου. Όπως το όνομα και ο λόγος του Εμμανουήλ ήταν η συνειδησιακή δικαιολογία για τα εγκλήματα που διέπραξαν οι φορείς της Ιεράς Εξέτασης. Η ανθρώπινη ελευθερία δεν προσφέρεται ούτε άνωθεν ούτε από καθέδρας, ούτε από την ιδεολογική βία πολιτικών ηγετών αλλά, μέσα από διαρκείς καθημερινούς αγώνες και αντιθέσεις, ατομικές μικρές μάχες και διαξιφισμούς με το άρρωστο κοινωνικό μέλος, μέσα από αγωνίες και διαφωνίες ανθρώπων, μικρές και μεγάλες κατακτήσεις τους. Το όραμα του «παραδείσου» χάθηκε για τον παλαιό άνθρωπο όχι γιατί παραστράτησε ή «αμάρτησε» παράκουσε την θεϊκή εντολή, αλλά γιατί αναζήτησε με δικά του μέσα την Ελευθερία του. Στάθηκε στα πόδια του και κοίταξε με τα μάτια ανοιχτά το φώς του ήλιου, αισθάνθηκε την ζωογόνα θερμότητά του. Ο «μηδενισμός» του Φρειδερίκου Νίτσε είναι η νοσταλγία της πρωταρχικής του ανθρώπου αθωότητας. Η επίγνωση του τέλους της Ιστορίας δίχως ελπίδα. Η αυτοεξουσιοδότηση της πρόσκαιρης σωτηρίας μας καθώς κοιτάμε κατάματα το χάος. Αυτό που συνειδητοποίησε ο έλληνας Νίκος Καζαντζάκης και προσπάθησε να υψώσει το ανθρώπινο ανάστημά του, να πλέξει και να γαντζωθεί πάνω σε μία γέφυρα από λέξεις κάθε βαρύτητας και σημασίας. Το τρόπαιο της νίκης επί του Θανάτου δεν υψώνεται μετά την φωνή του Φρειδερίκου Νίτσε μέσω της θρησκευτικής πίστης ή της τυφλής μεταφυσικής εμπιστοσύνης, αλλά της γλώσσας και της όποιας μεταφυσικής παράγει, της ελπιδοφορίας των λέξεων που οικοδομούν τον νέο λαβύρινθο των ερειπίων της ιστορίας των σύγχρονων καιρών. Και οι λέξεις παράγονται και προέρχονται είτε από την αληθινή είτε από την απατηλή λογοτεχνία. Εδώ βρίσκεται η μαγεία του συγγραφικού εγχειρήματος. Ότι τα πάντα στο παιχνίδι της τέχνης και της γραφής όπως και στην ζωή, είναι ανοιχτά και ευπρόσδεκτα προς αποδοχή και αμφισβήτηση. Το τι είναι αλήθεια και τι είναι ψέμα δεν απαντήθηκε όταν έπρεπε πάνω στο πραιτόριο, θα απαντηθεί μέσα σε λογοτεχνικά σπουδαστήρια και αναγνωστήρια, σελίδες κριτικής περιοδικών και εφημερίδων;

     Τα κείμενα και τα άρθρα, τα σχόλια και τα σύντομα μελετήματα του Πέτρου Χάρη που διαβάζουμε στο περιοδικό «Νέα Εστία» είναι εκατοντάδες και όλα-δίχως υπερβολή- διακρίνονται για την ποιότητά τους και την ακριβοδίκαιη ματιά τους. Ο συγγραφικός του όγκος είναι τεράστιος αν προσμετρήσουμε και την συγγραφή διηγημάτων και μυθιστορημάτων που κυκλοφόρησε, ταξιδιωτικών βιβλίων και κριτικών για τις νέες εκδόσεις που κυκλοφόρησαν, μεταφράσεών του. Τις κριτικές του επισημάνσεις και αξιολογήσεις μόνο στην εφημερίδα «Ελευθερία» να διαβάσει κανείς, (μικρές, σύντομες ή συνοπτικές κρίσεις) θα διαπιστώσει το μέγεθος της δουλειάς του. Την ίδια ποιότητα ήρεμου λόγου διαβάζουμε και στις μόνιμες σελίδες που διατηρούσε κάτω από τον γενικό τίτλο «Προβλήματα κ’ ερωτήματα» στο περιοδικό «Νέα Εστία» που για αρκετές δεκαετίες υπήρξε επιμελητής της ύλης του και διευθυντής του. Τα αφιερώματα ιδιαίτερα του περιοδικού σε έλληνες και ξένους λογοτέχνες, επιστήμονες και ξένους συγγραφείς και ανθρώπων της τέχνης και της φιλοσοφίας είναι εξαιρετικά για την εποχή τους και ίσως όχι μόνο. Η «Νέα Εστία» άνθησε επί των ημερών του και, ο ίδιος, πολιτικά ή ιδεολογικά δεν μερολήπτησε. Το ύφος και η ταυτότητά της κρατήθηκαν μακριά από τις πολιτικές και άλλες βλέψεις του διευθυντή της. Κάτω από το στέγαστρο λοιπόν «Προβλήματα κ΄ ερωτήματα», ο Πέτρος Χάρης στοχάστηκε και προβληματίστηκε πάνω σε θέματα αισθητικής και της γραφής, κοινωνικής κριτικής και ζητημάτων που αφορούν τομείς της πεζογραφίας και της ποίησης. Της τέχνης και την τεχνική της γραφής, τον ρόλο της μέσα στην κοινωνία και τον ρόλο του συγγραφέα. Πολυγραφότατος και σταθερός στις απόψεις του, ανοιχτό μυαλό ο Πέτρος Χάρης βοήθησε αρκετούς συγγραφείς να αναδειχτούν, με δική του πρόθεση και συμβολή, βρήκε συγγραφικό «καταφύγιο» ο «αιρετικός» για αρκετούς συγγραφικούς και θρησκευτικούς κύκλους, εργασιομανής και πάντα ακούραστος στην αναζήτηση της Ελευθερίας Νίκος Καζαντζάκης. Πολλά του έργα πρωτοδημοσιεύτηκαν στις σελίδες της πριν και μετά τον θάνατο του Κρητικού συγγραφέα. Ο Πέτρος Χάρης, όπως «συνηθίζεται» στην χώρα μας και στην στενάχωρη λογοτεχνική της επικράτεια, αντιμετωπίστηκε από ορισμένα άτομα ως συντηρητικός και πουριτανικών πολιτικών αντιλήψεων άτομο, κάτι που δεν ευσταθεί. Ούτε για τον Πέτρο Χάρη, ούτε για τον Άγγελο Τερζάκη, ούτε για τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, ούτε για τον Δημήτρη Τσάκωνα, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Κώστα Τσιρόπουλο και άλλους σημαντικούς έλληνες λογίους και πνευματικούς ανθρώπους του προηγούμενου αιώνα. Ακόμα και ο συντηρητικός στοχαστής Χρήστος Μαλεβίτσης μας έχει δώσει εξαιρετικές μελέτες πάνω στην έννοια του «Τραγικού» και όχι μόνο, δεν θα σταθούμε στις πολιτικές του όποιες επιλογές!, όταν έχει μεταφράσει Μάρτιν Χάιντεγκερ. (του δασκάλου μεταξύ άλλων σύγχρονων στοχαστών και φιλοσόφων και της Χάννα Άρεντ). Δυστυχώς τα εμφύλια πάθη και τα τραύματα της πολιτικής και της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας επέδρασαν και στις αξιολογικές πνευματικές αντιλήψεις μας και αναγνώσεις μας, για την μερίδα εκείνη των λογίων και των στοχαστών που δεν ενστερνίζονταν την μαρξιστική, αριστερή ιδεολογία. Ο αποκλεισμός ήταν κάθετος και διαρκής. Από εδώ η Γενιά του 1930 και η συντήρησή της και από εκεί η Γενιά της Αντίστασης και η προοδευτικότητά της. Ακόμα και σήμερα που έπεσαν οι μάσκες και καταργήθηκαν οι μύθοι εντεύθεν κακείθεν των πολιτικών και ιδεολογικών τειχών, οι αποκλεισμοί διατηρούνται για πολλούς συγγραφείς του προηγούμενου αιώνα. Μπορεί να κάνω λάθος στην εκτίμηση. Πάντως, κάτω από αυτό του ιδεολογικού και πολιτικού αποκλεισμού κλίμα, γνωρίσαμε και την κριτική και συγγραφική φωνή του Πέτρου Χάρη.

Μιάς φωνής που έχει ακόμα αρκετά να μας πει σε πολλούς της συγγραφικής λειτουργίας τομείς, τουλάχιστον για όσους ακόμα ασχολούνται και διαβάζουν τα συγγραφικά επιτεύγματα της παλαιότερης ελληνικής παράδοσης. Είτε αυτά τα συναντούν σε αυτόνομες εκδόσεις είτε σε παλαιότερα τεύχη περιοδικών όπως η «Νέα Εστία».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

21 Ιανουαρίου 2024.

ΥΓ. Ανεξάρτητα της θετικής ή αρνητικής στάσης που μπορεί να εκφέρει κανείς για το προκύψαν θέμα του πολιτικού Γάμου των ομοφυλόφιλων ζευγαριών και την συνταγματική και νομική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των υπαρχόντων ή μελλοντικών παιδιών τους, η επισήμανση του κεντροδεξιού πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του, ότι «την τελευταία πεντηκονταετία μετά την μεταπολίτευση, είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε οι προτεινόμενες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις να προέρχονται από την κεντροαριστερά ή από αριστερές πολιτικές παρατάξεις, ενώ σήμερα έρχεται μία κεντροδεξιά παράταξη να εφαρμόσει και υλοποιήσει τις αναγκαίες κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται και έχει ανάγκη η χώρα, και αυτό προσπαθούμε να εφαρμόσουμε με το πρόγραμμά μας» είναι ευστοχότατη και ιστορικά δίκαιη σαν παρατήρηση. Αληθεύει της ιστορικής αλήθειας των ημερών μας. Σε μία σπαρασσόμενη και περί άλλων τυρβάζει αντιπολίτευση, έρχεται ένας πολιτικός ηγέτης της κεντροδεξιάς παράταξης με το επιτελείο του, να λύσει τον γόρδιο δεσμό δεκαετιών, προβλημάτων που κρατούσαν την χώρα βαλτωμένη και στάσιμη στις νέες εξελίξεις, ποδηγετούσαν με αγκυλώσεις αιώνων τις ζωές μας. Οι κυβερνήσεις έρχονταν και παρέρχονταν όπως και οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι και υπουργοί. Στην ουσία του όμως αυτό το διαχρονικό πολιτικό και κυβερνητικό και της ελληνικής κοινωνίας βάλτωμα ήταν σε βάρος των ζωών όλων μας. Ανεξαρτήτως πολιτικών ή ιδεολογικών προτιμήσεων του καθενός και κάθε μίας ελλήνων και ελληνίδων. Κρίμα που για άλλη μία φορά τα επαγγελματικά της δημοκρατίας κόμματα, στάθηκαν κατώτερα των πολιτικών και ιστορικών περιστάσεων και δεν έκατσαν να συζητήσουν για τόσο σημαντικά ζητήματα που αφορούν τις ζωές μας και να βρουν λύσεις από κοινού. Δεν αναφέρομαι μόνο στον πολιτικό γάμο αλλά και σε άλλα θέματα. Καλύτερα θα ήταν οι εκλεγμένοι βουλευτές μας να «απολογούνται» στους εκλογείς τους και όχι στα κανάλια και τους δημοσιογράφους. Και ας μην τρέχουν όλη μέρα από κανάλι σε κανάλι και από ραδιοφωνικό σταθμό σε ραδιοφωνικό σταθμό, ας αφιερώσουν εφόσον έχουν ελεύθερο χρόνο στο να διαβάζουν και να μελετούν τα νομοσχέδια που φέρνουν προς ψήφιση και μας αφορούν. Στο κάτω-κάτω, αν δεν λαθεύω πληρώνονται έξτρα σε κάθε νομοθετική συνεδρίαση που συμμετέχουν ή κάνω λάθος; Όσο για την Ορθόδοξη Ελλαδική Εκκλησία, ας κοιτάξει τα του οίκου της και ας μας εξηγήσει πρώτον, γιατί δεν εκλέγονται οι μητροπολίτες της απευθείας από το λαϊκό εκκλησιαστικό σώμα, τους πιστούς της, αλλά από μία ομάδα μητροπολιτών οι οποίοι κάθε άλλο, παρά το άγιο πνεύμα τους φωτίζει και τους καθοδηγεί στην ψήφο τους. Και δεύτερον, γιατί ακόμα και σήμερα απαγορεύεται σε έναν έγγαμο κληρικό να γίνει επίσκοπος όπως στην αρχαία Εκκλησία. Αλλά εδώ δεν άνοιξαν το ιερό στοματάκι τους να πουν μία κουβέντα για τα δέκα χρόνια της πτώχευσής μας, για τις αυτοκτονίες χιλιάδων Ελλήνων εξαιτίας της οικονομικής τους κατάρρευσης και φτώχειας. Για την εκ των έσω διάλυσης του παραδοσιακού θεσμού  της ετεροφυλόφιλης οικογένειας λόγω οικονομικών και άλλων αδιεξόδων, και τόσα και τόσα άλλα των ανθρώπων αδιέξοδα και προβλήματα και σήκωσαν τα λάβαρα της ηθικής και ξεστόμισαν τις αρές τους για μία μικρή ομάδα ομόφυλων γονέων που θέλουν να εξασφαλίσουν συνταγματικά τα παιδιά τους όσων βρίσκονται στην χώρα ή όσων την επισκέπτονται κρατώντας την ελληνική τους ιθαγένεια; Και μία ερώτηση και απορία θα είχα να κάνω σε αυτά τα ζεύγη του ιδίου φύλου, όσον αφορά δύο άντρες γονείς, αν αποφασίσουν να υιοθετήσουν ένα κοριτσάκι πως θα είναι και πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην ανατροφή του, όταν γνωρίζουμε την ντροπαλότητα των μικρών παιδιών απέναντι ακόμα και στους φυσικούς γονείς τους του αντίθετου φύλου; Πώς θα το πλένουν, πώς θα αισθάνεται εκείνο,-το κορίτσι- και πώς θα αντιμετωπίσουν ζητήματα βιολογικής φύσεως. Δηλαδή την περίοδο που έχουν οι γυναίκες και άλλα γυναικολογικά ζητήματα. Αλλά αυτά είναι θέματα που μόνο οι ειδικοί, η αγάπη και ο χρόνος μπορούν να διευθετήσουν. Η άποψη του φιλόσοφου Στέλιου Ράμφου στέκει επιστημονικά άραγε ή σηκώνει συζήτηση;

Αχ αυτοί οι πλούσιοι ελληνοαμερικανοί τι φουρτούνες ξεσηκώνουν στο πέρασμά τους.

Στις Σπέτσες μικρά στρουφάκια στις Σπέτσες το Καλοκαίρι στο νησί του Ιωάννη και της Ελένης Αλταμούρα.          

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου