Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΧΑΙΛΝΤΕΡΛΙΝ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, μετάφραση ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ, εκδ. Αρμός 2020

 

ΦΡΗΝΤΡΙΧ  ΧΑΙΛΝΤΕΡΛΙΝ

        Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

ΝΕΑΝΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ- ΥΜΝΟΙ- ΕΛΕΓΕΙΑ

ΗΜΙΤΕΛΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

ΟΨΙΜΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Μετάφραση- Σχόλια- Σημειώσεις- Χρονολόγιο:

      ΘΑΝΑΣΗΣ ΛΑΜΠΡΟΥ

Επιμέλεια διορθώσεων: Ευαγγελία Δάλκου

ΔΙΓΛΩΣΣΗ ΕΚΔΟΣΗ

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ, Αθήνα 7, 2020, σ.566, τιμή 25 ευρώ

Η ανά χείρας έκδοση των Ποιημάτων του Φρήντριχ Χαίλντερλιν πραγματοποιήθηκε με την οικονομική στήριξη του «Ιδρύματος Αμβούργου για την προώθηση της Επιστήμης και του Πολιτισμού.»

     ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ- INHALT

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1796-1799

[GEDICHTE AUS DEN JAHREN 1796-1799]

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1799-1802

[GEDICHTE AUS DEN JAHREN 1799-1802]

ΗΜΙΤΕΛΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1796-1806

[UNVOLLENDETE GEDICHTE UND FRAGMENTE AUS DEN JAHREN 1796-1806]

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ 1806-1843

[GEDICHTE AUS DEN JAHREN 1806-1843]

ΣΧΟΛΙΑ ΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Στοχαστικοί σχολιασμοί διαβάζοντας την ποίηση του Φ. Χαίλντερλιν:

« Ξαίρεις τι σε κάνει να πενθείς; Δεν είναι κάτι που χάθηκε σ’ έναν ωρισμένο    χρόνο’ ποτέ δε μπορούμε ακριβώς να πούμε πότε ήταν δώ, πότε έφυγε, μά ήταν δώ, είναι δω ακόμα, είναι εντός σου. Αναζητάς μιά καλύτερη εποχή, ένα ομορφώτερον κόσμο».   ΔΙΟΤΙΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΕΡΙΩΝΑ

  

          «Ο Ηράκλειτος δεν είχε ήδη μιλήσει για μιάν εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίην; Εάν είναι ο Απόλλων ή η Αφροδίτη, ο Χριστός ή η Παναγία που ενσαρκώνουν και προσωποποιούν την ανάγκη να δούμε υλοποιημένο εκείνο που σε ορισμένες στιγμές διαισθανόμαστε, δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η αναπνοή της αθανασίας που μας επιτρέπουν. Η Ποίηση οφείλει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, πέραν από συγκεκριμένα δόγματα, να επιτρέπει αυτή την αναπνοή.

          Πώς να μην αναφερθώ εδώ πέρα στον Φρειδερίκο Χαίλντερλιν, τον μεγάλο ποιητή που με το ίδιο πνεύμα εστράφηκε προς τους θεούς του Ολύμπου και προς τον Ιησού; Η σταθερότητα που έδωσε σ’ ένα είδος οράματος είναι ανεκτίμητη. Και η έκταση που μας αποκάλυψε, μεγάλη. Θα έλεγα τρομακτική. Αυτή άλλωστε είναι που τον έκανε, όταν μόλις ακόμη άρχιζε το κακό που σήμερα μας πλήττει, ν’ ανακράξει:

                   Wozu Dichter in durftiger Zeit!

Οι καιροί φευ εστάθηκαν ανέκαθεν για τον άνθρωπο durftiger. Αλλά και η ποίηση ανέκαθεν λειτουργούσε. Δύο φαινόμενα προορισμένα να συνοδεύουν την επίγεια μοίρα μας και πού το ένα τους αντισταθμίζει το άλλο. Πώς αλλιώς….»

Οδυσσέας Ελύτης, «Λόγος στην Ακαδημία της Στοκχόλμης». Στο «Έν λευκώ», εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1992, σελ.323.         

      Έχοντας πλοηγό τον λόγο του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, στο βιβλίο του «Εν λευκώ», η θερμότητα της αγάπης του έλληνα ποιητή για την ποίηση και τον οραματισμό του γερμανού λυρικού είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, και για εμάς τους σταθερούς αναγνώστες τόσο του ποιητικού λόγου του Οδυσσέα Ελύτη όσο και του Φρήντριχ Χαίλντερλιν είναι προσδιοριστική, για όσους αγαπούν την Ποίηση στην διαχρονική καθολικότητά της και ιστορική λειτουργία της. Αυτήν την «αναπνοή αθανασίας» για όποιους πιστούς της. Διαβάζω εξακολουθητικά το τελευταίο διάστημα μεταφράσεις ποιημάτων και μελέτες, βιβλία, άρθρα για τον γερμανό λυρικό ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν (20/3/1770- 7/6/ 1843) και αντιγράφω μελέτες για το έργο του. Ένα έργο, που για να είμαστε δίκαιοι αναγνωστικά, οι μελέτες του πολιτικού και διανοούμενου Παναγιώτη Κανελλόπουλου και τα κείμενα και οι μεταφράσεις του ποιητή και μεταφραστή Άρη Δικταίου μας έφεραν σε επαφή, μας τον γνώρισαν, πριν ακόμα απολαύσουμε το επιστολικό μυθιστόρημά του «ΥΠΕΡΙΩΝ ή Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ». Το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Ηριδανός», Αθήνα χ.χ. στην εξαιρετική ποιητική μετάφραση του Λαυρέντιου Γκέμερεϋ και επιμέλεια του Δήμου Μαυρομάτη. Η μόνη που υπάρχει αν δεν κάνω λάθος μέχρι σήμερα μετάφρασή του στα ελληνικά που κυκλοφορεί, συνοδεύεται, σελίδες 233-276 με την πολυσέλιδη μελέτη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου “Friedrich Holderlin, Η ζωή και το έργο του». (Από το Κεφάλαιο 192 της «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού Πνεύματος»). Η πολύτομη σειρά εκδόθηκε από τις εκδόσεις Γιαλλελή. Το κατατοπιστικό κείμενο, όπως και ένα ακόμη του Παναγιώτη Κανελλόπουλου αναδημοσιεύονται στον τόμο Π. Κανελλόπουλος, «ΤΑ ΔΟΚΙΜΙΑ» Φιλοσοφικά, Θρησκευτικά, Επιστημονικά, Ιστορικά, Λογοτεχνικά, Πολιτικά και άλλα δοκίμια και άρθρα. Τόμος Τρίτος ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ ΔΟΚΙΜΙΑ, ΣΚΙΑΓΡΑΦΙΕΣ, ΝΕΚΡΟΛΟΓΙΕΣ. Εκδόσεις Εταιρείας Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Αθήνα 2002. (Τα κείμενα πρωτοδημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία»). Έκτοτε, για εμάς τους νέους και τις νέες φιλότεχνους αναγνώστες και σταθερούς θιασώτες της ποίησης μετά την μεταπολίτευση του 1974 και την πτώση του στρατιωτικού καθεστώτος, ο ποιητικός λόγος του γερμανού λυρικού μας έγινε περισσότερο οικείος και αγαπητός από τις διάφορες μεταφράσεις του σε λογοτεχνικά περιοδικά και αυτόνομες εκδόσεις. Για να αναφερθούμε κυρίως, μόνο στις μετά το 1974 ελληνικές μεταφράσεις του, δίχως να παραγνωρίζουμε και αυτές των αρχών του προηγούμενου αιώνα. Με αυτά τα μάλλον σχετικά επαρκεί «εφόδια» για τον λυρικό γερμανό ποιητή, στο παρόν Χαιλντερλιανό σημείωμα, ας μας επιτραπεί να διατυπώσουμε ευθαρσώς την προσωπική μας αναγνωστική γνώμη. Η έκδοση αυτή που έχουμε στα χέρια μας των εκδόσεων «Αρμός» και η εξαιρετική μετάφραση των Ποιημάτων από τον κύριο Θανάση Λάμπρου, συνοδευόμενη με τους απαραίτητους σχολιασμούς, τις χρήσιμες πληροφορίες για κάθε ποιητική σύνθεση και το χρονολόγιο, αποτελούν την πληρέστερη, την αρτιότερη εκδοτική και μεταφραστική πρόταση των ποιημάτων του αρχαιολάτρη λυρικού ποιητή στις ημέρες μας, εν έτη 2024. (Δεν συμπεριλαμβάνουμε το επιστολικό του μυθιστόρημα «Υπερίων» και το μισοτελειωμένο δράμα του «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή»). Είναι από όσο μπορώ να γνωρίζω, η τελευταία και πιο σύγχρονη από μεταφραστική και εκδοτική πλευρά γνωριμία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με την ποίηση του Φρήντριχ Χαίλντερλιν. Η νέα αυτή έκδοση έρχεται να προστεθεί στις προγενέστερες μεταφραστικές και εκδοτικές εργασίες του κ. Θανάση Λάμπρου. Το 1996 από τις εκδόσεις «Υπερίων» της Θεσσαλονίκης κυκλοφόρησαν οι «Ύμνοι και Αποσπάσματα» του Φ. Χ. σε μετάφραση Θ. Λάμπρου. Τον Σεπτέμβριο του 2006 από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» κυκλοφορούν σε β΄ έκδοση οι «Ύμνοι, ελεγεία και αποσπάσματα» του Φ. Χ. σε μετάφραση και σχόλια του Θανάση Λάμπρου. (παρενθετικά να προσθέσουμε ότι σε δική του μετάφραση, εισαγωγή και σχόλια είναι και ο τόμος «ΣΙΛΛΕΡ- ΓΚΑΙΤΕ, Αλληλογραφία», επιλογή κειμένων Βίλχελμ Μπεννινγκ. Επιμέλεια: Λένα Σακαλή, εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 12, 2001). Έχουμε δηλαδή, μία τριπλή μεταφραστική και εκδοτική πρόταση του έλληνα γερμανομαθούς μεταφραστή. Εκδόσεις, βιβλία, μεταφράσεις, αρθρογραφία στην ελληνική γλώσσα που έρχονται να προστεθούν στην πρώτη Βιβλιογραφία για τον Φρήντριχ Χαίλντερλιν μετά το 1977, όταν εκδόθηκε η «Ελληνική Βιβλιογραφία 1903-1976 ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΧΕΛΝΤΕΡΛΙΝ» του Λάμπρου Μυγδάλη από τις εκδόσεις «Διαγωνίου», Θεσσαλονίκη 1977, του ποιητή και εκδότη Ντίνου Χριστιανόπουλου.

Η νέα δίγλωσση έκδοση που κυκλοφόρησε πριν τέσσερα χρόνια, Φ. Χαίλντερλιν, «ΠΟΙΗΜΑΤΑ», μτφ.- σχόλια-σημειώσεις- χρονολόγιο Θανάση Λάμπρου, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα Ιούλιος 2020, σελ. 566, τιμή 23 ευρώ, συμβάλλει από την μεριά της, με την σύγχρονη ματιά εξέτασης, ανάλυσης, επιμέλειας, σημειώσεων και σχολίων του γερμανομαθούς μεταφραστή, (συγκεφαλαιώνοντας τις προηγούμενες εργασίες του) στο να έρθουμε εγγύτερα, ως σύγχρονο αναγνωστικό κοινό με το πνεύμα και την ποιητική φιλοσοφία, τις ιδέες και το σχεδιασμό της δομής των ποιημάτων του γερμανού λυρικού ποιητή διττά. Απολαμβάνοντας από την μία την ποίησή του και την λειτουργία της μέσα στο κλίμα της εποχής της που αυτή γεννήθηκε και τροφοδοτήθηκε θεματικά, υφολογικά, νοηματικά, εννοιολογικά, και από την άλλη, χαιρόμαστε την σύγχρονη γλώσσα της μετάφρασης, με τα σημερινά της βαδίσματα, μουσικά τσακίσματα, ρυθμολογία, η οποία ρέει αβίαστα, ομαλά, ρυθμικά, διατηρώντας τόσο την νοηματική ετερότητα των πρωτότυπων ποιημάτων ή αποσπασμάτων, τις προεκτάσεις των συμβολισμών τους, όσο και τον μουσικό και ισοτονικό παλμό, το πνεύμα της ελληνικής γλώσσας στην επιθυμία απόδοσή της των ποιητικών μυστικών της γερμανικής αντίστοιχή της. Οι ευτυχείς που γνωρίζουν Γερμανικά έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν τα ποιήματα και στις δύο τους προτάσεις, την πρωτότυπη, γενέθλια γλώσσα του ποιητή και εκείνη του μεταφραστή, και ίσως, να προβούν σε επιμέρους σχολιασμούς ή να θελήσουν να δώσουν μία δική τους μεταφραστική εκδοχή εάν η γερμανομάθειά τους υπερβαίνει τα όρια του απλού και τυχαίου αναγνώστη της Ποίησης, απολαμβάνοντας και τις δύο επεξεργασμένες ηχητικότητες των γλωσσών και τις επιλογές των αντίστοιχων λέξεων και φράσεων.

Και μία αναδρομή από το παρελθόν, έχει περάσει- παρά δέκα χρόνια- σχεδόν ένας αιώνας, πριν 90 χρόνια από τότε που αποφάσισαν το Βιβλιοπωλείο και οι εκδόσεις της «ΕΣΤΙΑΣ» του Ιωάννου Δ. Κολλάρου, Αθήνα 1934, να γνωρίσουν στο ελληνικό κοινό της ποίησης τα ποιήματα του Φρήντριχ Χαίλντερλιν και καμιά εκατοσταριά ακόμα Τραγούδια γερμανών κλασσικών λυρικών. Για να σταθούμε σε ένα μόνο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα γνωριμίας μας με την Γερμανική ποίηση τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, και ενδεχομένως, άγνωστα στο ευρύ κοινό ονόματα γερμανών ποιητών, γνωστά όμως στους έλληνες ποιητές και λόγιους των χρόνων εκείνων. Μιλώ για την δίτομη έκδοση «Τραγούδια των Γερμανών Κλασσικών» σε μετάφραση του Δημήτρη Ι. Λάμψα. Ένα έργο με αντιπροσωπευτικές γερμανικές ποιητικές φωνές της λυρικής της παράδοσης. Ο τότε μεταφραστής αφιερώνει με θαυμασμό και λατρεία την δουλειά του «Στον κλασσικό λυρικό ποιητή του νέου ελληνικού έθνους κύριο ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ». Ο πρώτος τόμος ανοίγει την αυλαία του με ΠΡΟΛΟΓΟ του εθνικού μας ποιητή Κωστή Παλαμά, ένα σημείωμα που έγραψε ο μεγάλος μας ποιητής την 15 Ιουνίου 1933, όταν ο εκδοτικός οίκος του έδωσε τα Χειρόγραφα να τα διαβάσει και να εκφράσει την γνώμη του. Μιλώντας μας για τα Τραγούδια και τα Ονόματα γερμανών ποιητών- με «θρησκευτική ευλάβεια» ο δάσκαλος Παλαμάς- που μεταφράζει ο Δημήτρης Ι. Λάμψας, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Φτάνει να σημειωθή, ότι μέσα εκεί ξαναβρίσκουμε ονόματα, που γονατιστοί πρέπει κι’ ακόμα καθώς πάντοτε να τ’ ακούμε: είναι ο Γκαίτε, ο Σίλλερ, ο Χάϊνε, ο Holderlin…».  Η φράση αυτή του εθνικού μας ποιητή δασκάλου και κριτικού της Ποίησης Κωστή Παλαμά, ότι δηλαδή πρέπει και στο μέλλον «γονατιστοί ν’ τ’ ακούμε», να τα διαβάζουμε, ίσως ακούγεται σαν μία ενθουσιαστική υπερβολή της εποχής, των ελλήνων ποιητών και λογίων οι οποίοι έγραφαν, μετέφραζαν και διάβαζαν ποίηση, ήταν ενήμεροι για τα ποιητικά πράγματα και πέραν της πατρίδας μας. Να ηχεί σαν ένα είδος «δέσμευσης» για τον σύγχρονο έλληνα αναγνώστη, σαν απόηχος ενός άλλου ποιητικού κλίματος που ζούσαν οι τότε έλληνες φιλότεχνοι. Ενδέχεται όμως να περιέχει μία ουσιαστική δόση ποιητικής και φιλολογικής αλήθειας για όσους έχουν αποφασίσει συστηματικά να σπουδάσουν τα παγκόσμια ποιητικά ρεύματα και κινήματα, να τα γνωρίσουν, να μελετήσουν τα συγγραφικά επιτεύγματα, ιδιαίτερα τον ποιητικό κόσμο των γερμανών ρομαντικών λυρικών ποιητών του 18ου  και του 19ου αιώνα, ο οποίος είχε αρχίσει να γίνεται γνωστότερος και πέραν της παρουσίας του ολύμπιου Β. φον Γκαίτε διεθνώς. Συζητώ ασφαλώς  για τους έλληνες εκείνους και τις ελληνίδες ανεξαρτήτου γενεών που αγαπούν την Ποίηση, μεταφράζουν ξένους ποιητές, γράφουν ποίηση και προπάντων διαβάζουν συστηματικά Ποίηση, επηρεάζονται από τα διάφορα ντόπια και ξένα ρεύματά της στις δικές τους ποιητικές ενασχολήσεις. Έτσι, αν όχι γονατιστοί λόγω χρόνων, τουλάχιστον με προσοχή και ουσιαστικό ενδιαφέρον προμηθευτήκαμε, πήραμε στα χέρια μας τον τόμο των εκδόσεων «Αρμός», αποφασίσαμε να συνταξιδέψουμε με τις μεταφράσεις των ποιημάτων του Φρήντριχ Χαίλντερλιν από τον Θανάση Λάμπρου, με πλοηγό τις θέσεις του Οδυσσέα Ελύτη.  Να γίνουμε ενήμεροι «Με τη δεξιοσύνη της μεταφραστικής του μεταφοράς» όπως γράφει ο γεραρός Κωστής Παλαμάς για τον παλαιό Δ. Λάμψα, δανειζόμενοι και αποδεχόμενοι την φράση και για τον σύγχρονο μεταφραστή της πρώτης εικοσαετίας του 21ου αιώνα. Έχουμε την άποψη του Θανάση Λάμπρου για μεταφράσεις, τις θέσεις, τις κρίσεις του και τις όποιες «ενστάσεις» εκφέρει, απόψεις. Στην Συνοπτική Βιβλιογραφία που παραθέτει σ. 553-555, ο Θανάσης Λάμπρου καταγράφει τις οργανικές βοηθητικές ξενόγλωσσες εκδόσεις των έργων του Φ. Χαίλντερλιν ενώ στην σελίδα 557, έχουμε τις ευχαριστίες του στους βοηθούς συντελεστές της έκδοσης. Η επιδέξια μεταφραστική επιμέλεια του κυρίου Θανάση Λάμπρου διακρίνεται ακόμα και από μερικές άλλες του μικρές λεπτομέρειες βιβλιογραφικών αναφορών του που συμβουλεύεται και πέραν των γερμανικών. Πχ. τον αρχαίο ποιητή Πίνδαρο, τις τραγωδίες του Ευριπίδη, του Σοφοκλή, τον Πλάτωνα, τους λατίνους ποιητές Οράτιο, τον Οβίδιο και τις Μεταμορφώσεις του, την μελέτη για τον «Διόνυσο» του Κάρλ Κερένυϊ, τα Κείμενα του πειραιώτη ποιητή αρχιτέκτονα Δημήτρη Πικιώνη, τα διάφορα Λεξικά όπως του Liddell- Scott- Κωνσταντινίδου κλπ. Κάτι που μας φανερώνει την εξονυχιστική του έρευνα και εξέταση τεκμηρίωση των εργασιών του. Το βάρος της εξεταστικής του ματιάς πέφτει στην φιλοσοφία της ποίησης και των οραμάτων του Φ. Χαίλντερλιν. Δεν αναφέρεται σε προγενέστερες ελληνικές μεταφράσεις. Όπως και νάχει η δουλειά του αξίζει την αναγνωστική επιδοκιμασία μας.

     Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, διαπιστώνουμε ότι έχουμε μπροστά μας έναν θαυμάσιο και ελκυστικό ποιητικό λόγο άλλων εποχών, μιάς άλλης κοινωνικής και φυσικής πραγματικότητας, ενός φυσικού περιβάλλοντος διαφορετικής από την σημερινή πραγματικότητα ατμόσφαιρας. Μιά ποίηση ενός σημαντικότατου ποιητή με ταυτότητα και οραματικό σχεδιασμό ανάμεσα στον περιρρέοντα ρομαντικό λυρισμό του αιώνα. Μια φωνή νοσταλγική, πένθιμη, με νότες θλίψης, αλλά θαυμαστική και δοξαστική απέναντι στην Ομορφιά του φυσικού τοπίου και των μηχανισμών του. Ποιήματα ισχυρών λυρικών συμβολισμών με τις ιδιαιτερότητές τους, την χάρη τους, την μαγεία που γεννά η ατμόσφαιρά τους. Ποίηση με τα ξεχωριστά της μυστικά και το οικουμενικό της πνεύμα, την άρτια τεχνική της, (των διαφορετικών σχεδιαστικών της στιχουργικών εκδοχών), την δομή της, ενός νεανικού και εφηβικού ποιητικού λόγου (ας μην μας τρομάζει το νεανικό και εφηβικό) πού μιμείται την αρχαία Πινδαρική επική τεχνική και φιλοσοφία. Του αρχαίου έλληνα επικού ποιητή Πινδάρου που η φωνή του υπερίπταται μέσα στο έργο του, ενώ ο ίδιος ο γερμανός λυρικός μας αναφέρει ξεκάθαρα την εκτίμησή και τον θαυμασμό του. Τα ποιήματα του Φρήντριχ Χαίλντερλιν είναι διάσπαρτα από τις φιλοσοφικές του ιδέες, τις ατομικές του θεωρήσεις περί Θεού, περί της συμπαντικής αρχής, της πρώτης αρχής του ανωτάτου όντος που είναι ο Αιθέρας. Ο ποιητικός του λόγος φέρει μέσα του ζωντανά σπέρματα αρχαίας ελληνικής επιστημονικής και φιλοσοφικής θεώρησης του κόσμου, της γενέσεώς του, της αρχαίας κοσμολογίας. Ιδέες και θέσεις βασιζόμενες στην κοσμολογία και θεολογία, φιλοσοφικών προταγμάτων της αρχαίας ελληνικής σκέψης και διανόησης. Η Ελλάδα, στην αρχαία της οπτική και ερμηνεία μα και στην σύγχρονη, την περίοδο των νεότερων αιώνων-βλέπε το επιστολικό του μυθιστόρημα «Υπερίων»,- είναι άμεσα ή έμμεσα παρούσα δυναμικά στον έμμετρο και πεζό λόγο του γερμανού λυρικού. Ιδεαλιστή και οραματιστή κακότυχου στην ζωή του ποιητή. Ο έλληνας σημερινός αναγνώστης που κρατά στα χέρια του το βιβλίο με τις μεταφράσεις του Θανάση Λάμπρου, έχοντας στην αριστερή σελίδα το γερμανικό πρωτότυπο απολαμβάνει την κάπως «βαριά» ηχητική των γερμανικών λέξεων, τις σύνθετες, πολυσύλλαβες λέξεις, αλλά και την στιχουργική μελωδία του ποιητή, την καθαρότητας της λυρικής φόρμας, ευχαριστιέται με τα υπέροχα, εκτενή και πλούσια ταμπλό της εικονοποιίας του. Στέκεται στους συμβολισμούς του, στον αρχαιοελληνικό του μυθολογικό καμβά στις ευρύτερες και επιμέρους διαστάσεις του, στην χριστιανική του φλέβα, στην φιλοδοξία του όχι μόνο να κατανοήσει τους δύο αυτούς ξεχωριστούς κόσμους και θεωρήσεις ζωής κοσμοείδωλα αλλά, να τους φέρει κοντύτερα, να τους συνενώσει σε ένα ενιαίο φιλοσοφικό και θεολογικό της κοινωνίας όλον, το κατορθώνει με επιτυχία, όπως πράττει σε ποιητικές του συνθέσεις. Από την μία έχουμε την κυρίαρχη παρουσία της εικόνας της Πλατωνικής «ΔΙΟΤΙΜΑΣ» (Την Διοτίμα από την Μαντινεία στο «Συμπόσιο» όπως ο Σωκράτης την επικαλείται για να μας εκθέσει τις περί Έρωτος απόψεις του) ως βοηθού Μούσα του ποιητή (αντλημένης από τον πραγματικό του παθιασμένο έρωτα για την πολύτεκνη σύζυγο Susette Gontard) και από την άλλη πρόσωπα της χριστιανικής θεολογίας και τόποι. Ο Χριστός, η Παναγία, η Πάτμος με τον ευαγγελιστή Ιωάννη, η παρουσία της ενοποιούς αρχής του σύμπαντος του παντοκράτορος Δία, στην μονοθεϊστική ουσία του τον «Αιθέρα». Του καθολικού καρδινάλιου Μπελλαρμίνο που του απευθύνει τις επιστολές του και ο πελασγικός μύθος του Υπερίωνα της Ομηρικής Ιλιάδας. Η αρχαία Ελλάδα και η μεσαιωνική, πρόσωπά της και τοποθεσίες της κάνουν εμφανή την παρουσία τους στον πεζό και τον έμμετρο λόγο του Χαίλντερλιν, όπως και τοποθεσίες της Ιταλίας και του Γερμανικού εδάφους. Ένα είδος ονειρικής ποιητικής γεωγραφίας είναι μεταξύ άλλων η γραφή του. Το ποιητικό σύμπαν του Φρήντριχ Χαίλντερλιν συντίθεται από τα τέσσερα κυρίαρχα στοιχεία του Φυσικού κόσμου. Αέρας, Γη, Φωτιά, Νερό, δεν έχει σημασία ποιό αναφέρεται περισσότερο, ποιό είναι ισχυρό και επικρατέστερο από τα άλλα, σημασία έχει στο πώς με τον ποιητικό του οραματισμό την προσωπική του σύλληψη τα ενοποιεί και τα καθιστά οργανικά λειτουργικά. Είναι μία ποίηση και ένας λόγος κοσμολογικός. Ο παρ’ ολίγον ιερωμένος και σπουδαστής της θεολογίας, προβαίνει σε μία σύνθεση του αρχαίου κόσμου με τον σύγχρονο, είναι ο ποιητής-προφήτης, όπως ο ευαγγελιστής Ιωάννης που μέσα στο ιερό σπήλαιο της Αποκάλυψης οραματίστηκε τον προφητικό του λόγο εκ Θεού. Από την μία ο φιλόσοφος Εμπεδοκλής και ότι σηματοδοτεί η ζωή του, η διδασκαλία του, ο θάνατός του και από την άλλη ο ποιητής-προφήτης. Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ότι το έργο του Φρήντριχ Χαίλντερλιν είναι μια μορφή; εκδοχή; των φιλοσοφικών αξιών και αρχών του σημαντικού γερμανού φιλόσοφου Φρειδερίκου Νίτσε. Είναι το γερμανικό και όχι μόνο κυρίαρχο ποιητικό, φιλοσοφικό και πνευματικό ρεύμα της εποχής, που επιδιώκουν μορφές ποιητών-προφητών-φιλοσόφων να συνενώσουν, να φέρουν σε επικοινωνία τον αρχαίο των εθνικών πολυθεϊστικό κόσμο και τους συμβολισμούς του, με τον νέο κόσμο του αποκαλυπτικού μονοθεϊσμού, του χριστιανικού σύμπαντος και τις μεταφυσικές του επιταγές. Ο ποιητικός λόγος είναι το όχημα αυτής της εξερεύνησης και περιπέτειας του ρομαντικού ανθρώπου, του ανθρώπου ως αναπόσπαστο μέρος του όλου της Φύσης. Ο ποιητής δεν είναι παρά ένας μύστης «αγωγός» μιάς ποιητικής τελετουργίας ο οποίος προσπαθεί να ερμηνεύσει, αποκωδικοποιήσει, να κοινοποιήσει σε εμάς τα αινίγματα και μυστικά του Φυσικού Κόσμου. Θεάται το σύμπαν όπως το παρατηρούσαν οι αρχαίοι έλληνες ποιητές-φιλόσοφοι και το υφαίνει μέσα σε ένα χριστιανικής υφής «τελετουργικό» περιβάλλον. Ίσως δεν θα πρέπει να στεκόμαστε στην πρώτη εντύπωση που μας δίνει η γραφή του, ότι δηλαδή ο νεαρός Χαίλντερλιν περισσότερο οραματίζεται, ονειρεύεται τον κόσμο και την κοινωνία, την φύση, τους ανθρώπους, σίγουρα συμβαίνει και αυτό μέσα στο «ταραγμένο» όχι πάντα μυαλό του όμως, αν έχουμε την επιθυμία να εμβαθύνουμε λιγάκι περισσότερο στην σκέψη του, να κατανοήσουμε τους συλλογισμούς του και τα ποιητικά του νοήματα, θα δούμε ότι έχουμε μπροστά μας την παρουσία ενός νεαρού- έφηβου ποιητή ο οποίος συνθέτει ένα άλλο σύμπαν, υφαίνει ομού φιλοσοφικές ιδέες και θέσεις σε ένα «άλλο» της ανθρώπινης ύπαρξης καθολικό σύμπαν. Ο ποιητής είναι ο χρησμένος από τους Θεούς στο να είναι ο προφήτης που θα εξαγγείλει τα μυστικά τους, θα ερμηνεύσει τα αινίγματά τους που δεν είναι άλλα, παρά τα ίδια τα μυστικά της υφαντουργού και δημιουργού Φύσης. Έχει μία πανθεϊστική φυσιολατρία η ποιητική φιλοσοφία και δοξασία του Φρήντριχ Χαίλντερλιν. Η κομμώτρια και πανσθενουργός Φύση είναι αυτή και μόνο αυτή η οποία με τις άμεσες και έμμεσες δυνάμεις και εκδηλώσεις της καθορίζει το παρόν και το μέλλον του ανθρωπίνου όντος. Είναι αυτάρκης, αυτοκίνητη, μεταμορφούμενη, αυτοτελής, ανασημασιοδοτούμενη, αυτοτροφοδοτούμενη από τις ίδιες των εγκάτων της δυνάμεις, αποτελεί το όλον της ύπαρξης των μορφών και των ειδών ζωών που κυοφόρησε και εξακολουθεί να γεννά, να τρέφει και να φροντίζει, να θάβει, να καταστρέφει και να αναδημιουργεί σύμφωνα με τους αόρατους και αιώνιους νόμους που την διέπουν, είναι ο πλανήτης Γη όπως τον ορίζει το μέγα πολυκάντηλο ο ΗΛΙΟΣ. Η Φύση είναι το άπαν, η ανθρώπινη παρουσία είναι ένα μικρό πρόσκαιρο και τυχαίο μέρος της. Την Κτήση οφείλουμε να την διαφυλάσσουμε και να προστατεύουμε μάλλον «παρακούοντας»  τον Κτήσαντα και τις ιερές αρχές του. Θρησκευτικές αξιακές  συμπαγείς προθέσεις που θεωρούν τον Άνθρωπο κορωνίδα της Φύσης, κυρίαρχό της, δεσμώτη της και δικαιωματικά καταστροφέα της. Οι Ιδέες και θεωρήσεις του Φ. Χαίλντερλιν είναι απότοκοι των απόψεων και παιδαγωγικών θέσεων των γάλλων φυσιολατρών με «πρώτη» διδασκαλία αυτή του Ζαν Ζακ Ρουσώ. Ο Φρήντριχ Χαίλντερλιν αντιμετωπίζει, βλέπει τον κόσμο με παιδική αθωότητα και έκπληξη, έχει το θαυμαστικό και ερωτηματικό βλέμμα ενός αθώου παιδιού που όλα ξεδιπλώνονται μπροστά του με έναν μαγικό τρόπο, ονειρικό, εξωπραγματικό, φανταστικό και ταυτόχρονα επιστημονικό, δηλαδή ερωτηματικό, όπως στηρίζεται ο αρχαίος ελληνικός επιστημονικός λόγος και οι διδασκαλίες του, στην πρώτη του ανθρώπου Απορία, την πρώτη Ερώτηση, την πρώτη Έκπληξη, το πρώτο του Ανθρώπου γιατί; Πώς; Από πού προέρχεται το θαύμα γύρω μας όπως το αντιλαμβανόμαστε με τις φυσικές μας αισθήσεις; Δεν είναι μία ποίηση περίκλειστη μέσα στο αξιακό της ποιητικό σύστημα και τέχνη, μεταφέρει στα έγκατά της την ερωτηματική σοφία αιώνων, μιάς πανάρχαιας παράδοσης όταν ο κόσμος και η φύση βρίσκονταν σε αρμονία, σε ισορροπία με τον άνθρωπο, πριν εμφανιστεί η «ύβρις» του ορθού λόγου και της ανθρώπινης άτεγκτης νόησης. Είναι το κοσμοείδωλο ενός Κόσμου προνεωτερικών αντιλήψεων πριν κατακλεισθεί από τα επιτεύγματα των Επιστημονικών ανακαλύψεων και της Τεχνολογίας. Η ιδέα ενός Κόσμου και η φιλοσοφία μας για αυτόν ξέχωρη και αντίθετη από τις μοντέρνες φιλοδοξίες του Ανθρώπου. Η ποίηση του Φρήντριχ Χαίλντερλιν και άλλων γερμανών λυρικών ανήκει σε ένα φυσικό σύμπαν που ακόμα δεν έχει απομαγευτεί, δεν έχει χάσει τις υπερφυσικές διαστάσεις του και επενέργειές του, βρίσκεται μέσα στο μαγευτικό, θεολογικό του κουκούλι, το ανέγγιχτο από την ανθρώπινη σκέψη πριν οι τριγμοί των νέων ανακαλύψεων διαβρώσουν αυτήν την αρχαία μαγεία. Οι παλαιοί Θεοί περπατούν μαζί, αγκαλιά με τους ανθρώπους, επεμβαίνουν στις ζωές τους, τους ζηλεύουν και τους μιμούνται, τους βλέπει το μάτι του ποιητή να τους εκδικούνται, να τους ερωτεύονται, να τους επιλέγουν να γεννήσουν τα παιδιά τους, τους Ήρωες, τους Ημίθεους, τους Ποιητές, τους Ευαγγελιστές Προφήτες. Κοινωνεί ο σύγχρονος άνθρωπος της τεχνολογίας και των επιστημονικών επιτευγμάτων των μετά ρομαντικών χρόνων με αυτές τις εποχές, δίχως αμφιβολία θα γράφαμε όχι. Άλλο το εμβατήριο ζωής της δικής τους και άλλο της δικής μας. Ο Κόσμος αυτός, ο παλαιός, ο μαγευτικός έσβησε μέσα στην ρομαντική αχλή του, διασκορπίστηκε διαλυόμενος στους επόμενους αιώνες, τι μας κληροδότησε αυθεντικά, τα μνημεία του, τις εντυπώσεις της γραπτής μνήμης των ανθρώπων, την πένθιμη ατμόσφαιρά του, τον χαροποιό λυρισμό του, την φρεσκάδα της παιδικότητάς του, τα πεζά και την ποίησή του, τους θρύλους και τα παραμύθια του, την μυθολογούσα προφορική παραμυθία του, τα πολιτιστικά του έργα ως ανάμνηση μιάς προτεραίας αθωότητας και αγνότητας της ματιάς μας, άσπιλης, ενός νοσταλγικού βλέμματος πριν την βίαιη ιστορική ενηλικίωσή μας που θα επέρχονταν και θα άλλαζε οριστικά την οπτική μας. Και ασφαλώς, το αναπάντητο ερώτημα του Ποιητή αν χρειάζονται οι Ποιητές σε αυτούς τους σκοτεινούς και δύστοκους Καιρούς. Χρειάζονται; Η εκτίμηση που τρέφει ο Φρήντριχ Χαίλντερλιν για τους Ποιητές και τον λόγο-ρόλο τους είναι απεριόριστη, η λέξη Ποιητής, τα αφιερωματικά ποιήματα σε Ποιητές είναι πάρα πολλά μέσα στο έργο του. Αποτελούν μία ιδιαίτερη ενότητα.

     Η έκδοση των εκδόσεων «Αρμός» και η επιμελημένη μετάφραση του Θανάση Λάμπρου, μας φέρνει σε οικεία επαφή με την ποιητική γραφή του Φρήντριχ Χαίλντερλιν. Ευχαριστιόμαστε τις ολοκληρωμένες συνθέσεις του, τις άρτιες ποιητικά καταθέσεις του, τα σπαράγματα των στίχων του, τα «προπλάσματα» των ποιητικών του λειψάνων, τους σχεδιασμούς του, τις ποιητικές του αφηγήσεις και εντυπώσεις του χώρου. Όλα όσα μας κληροδότησε στα σκόρπια χειρόγραφά του ο λυρικός ποιητής κατά τακτά χρονικές περιόδους, όπως τις επιλέγει για εμάς κατά την κρίση του ο έλληνας μεταφραστής, ποιητικές μονάδες τις οποίες διέσωσαν οι πρώτοι επιμελητές γερμανοί εκδότες του κοντινοί του άνθρωποι. Αναφέρουμε την λέξη επιλογή γιατί αν σταθούμε στις σελίδες των Γερμανικών Απάντων του Χαίλντερλιν θα διαπιστώσουμε ότι τα Άπαντά του αποτελούνται από αρκετούς τόμους.

Ποίηση μιάς άλλης λογοτεχνικής βορειοευρωπαϊκής  κουλτούρας και παράδοσης. Ένα άλλο ποιητικό ύφος, ποιητικής λειτουργίας μέσα στην κοινωνία, το κοινωνικό σώμα του ποιητικού λόγου, της αξίας και της σημασίας του που έχει παρέλθει. (Σήμερα μπορεί να διαβάζουμε ή να γράφουμε Ποίηση αλλά δεν επηρεάζει καθόλου τις ζωές μας, δεν τις αλλάζει, δεν τις κάνει καλύτερες, αθωότερες, άλλαξαν οι Καιροί. Μέσα στον ευρύ κύκλο της Ποίησης και των Ποιητών εντάσσω και την θρησκευτική- θεολογική ποίηση της εκκλησιαστικής πανάρχαιας παράδοσης που, ακούγεται μεν όσο ακούγεται αλλά μένει μετέωρη μεταξύ επίγειου και ουράνιου θόλου, δεν αλλάζει τις  ανθρώπινες συνειδήσεις των πιστών.) Ρομαντική Ποίηση, προσλαμβάνουσες βίου άλλων ιδεολογικών, φιλοσοφικών και αξιακών προτύπων, αντιδράσεων ζωής ατόμων και πολιτείας, κατοίκων της επαρχίας, γερμανικών κοινοτήτων, διαφορετικής χωροταξικής σύνθεσης. Ο ποιητικός λόγος λογίων, σπουδαστών, φιλοσόφων, οικοδιδασκάλων, ερωτευμένων νέων, ανήσυχων φωνών και ακουσμάτων διαθλάται στα ποιήματα του Χαίλντερλιν. Σκιές ζωντανές παλαιές και εκκολαπτόμενων γερμανικών μορφών εξέχουσας προσφοράς στον παγκόσμιο πολιτισμό και τα φιλοσοφικά γράμματα. Μια ποίηση καθρέφτισμα μιάς άλλης εποχής παντελώς ξένης, ατομικών βιωμάτων, καταστάσεων και παραστάσεων από την δική μας την μοντέρνα και ανατρεπτική εποχή συνθηκών αλλότριων. Ιστορικοί περίοδοι της ευρωπαϊκής ηπείρου άλλης οικογενειακής και εκπαιδευτικής αγωγής, πεδίων και συστημάτων πνευματικής καλλιέργειας, ανθρώπινων σχέσεων, συμπεριφορών, αγωνιών, ερωτημάτων, των διαφόρων «ελίτ», μορφωμένων του πνεύματος ομάδων. Επαφών του ανθρώπινου υποκειμένου με το Φυσικό περιβάλλον, αδιαμεσολάβητα, αυθεντικά, σεβαστικά. Εικονοποιία αγροτικών εργασιών, της επαρχίας πληθυσμών σε κίνηση της ηπειρωτικής Ευρώπης. Γερμανικών τοποθεσιών και περιοχών, κατοίκων με τους δικούς τους μυθικούς και μεταφυσικούς συμβολισμούς- της τευτονικής παράδοσης, συλλογικών και ιδιωτικών εκδηλώσεων του κατακερματισμένου γερμανικού λαού μιας προνεωτερικής ιστορικής εποχής της ανθρωπότητας. Γερμανικές κοινότητες και δουκάτα, πριγκιπάτα πριν την ένωση των διάσπαρτων γερμανικών κρατιδίων στην ενιαία τους ιστορική μορφή του γερμανικού imperium που γνωρίζουμε σήμερα, της Γερμανικής πατρίδας που διαμορφώθηκε πριν την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου επί Κάϊζερ και ζήτησε να αυξηθούν τα σύνορα της Γερμανικής πατρίδας στην αναζήτησή της για περισσότερο ζωτικό χώρο κατά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την ναζιστική λαίλαπα κυριαρχίας. Μιάς εποχής «προκαπιταλιστικής» ανάπτυξης για να χρησιμοποιήσουμε έναν της οικονομικής φιλοσοφίας όρο είναι τα ρομαντικά χρόνια. Όταν ακόμα ο άνθρωπος σαν φυσικό και πολιτικό υποκείμενο ποδηγετούνταν από την Εκκλησία και τους θεσμούς της, και η πλαστουργός και υφάντρα, ζωοδότρα Φύση, τροφοδοτούσε όχι μόνο τα των βιολογικών του αναγκών αλλά και διέπλαθε τα της ψυχής του φτερουγίσματα, έδινε απαντήσεις στις έκδηλες φοβίες και ανησυχίες του, διαμόρφωνε την πλαστικότητα της σκέψης του, οργάνωνε την αισθητική του, προκαλούσε την εξερευνητική του μανία. Το πάθος και τα πάθια της ζωής των ανθρώπων δεν ήσαν αίολα, θεωρητικές αναλύσεις, προέρχονταν μέσα στην ιστορία από εμπράγματες παρατηρήσεις του φυσικού περιβάλλοντος, των αλλαγών του, της κοινωνίας στον ποταμό του χρόνου. Η σοφία της Φύσης μεταδίδονταν έμπρακτα, βιωματικά στις πρακτικές καθημερινές αντιδράσεις των ανθρώπων. Η ψυχή της ήταν και ψυχή τους. Άνθηση και φθορά, ζωή και θάνατος, όνειρο και πραγματικότητα ένα. Κοινός ο στεναγμός και το μεγαλείο του φαινομένου της Ζωής. Χώρος και άνθρωποι, τόπος και κάτοικοι άλλαζαν μαζί, διαμόρφωναν την εικόνα και τις συνειδήσεις τους μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι σαν αλληλοσυμπληρούμενα σύνολα, έβλεπαν στον καθρέφτη της Ιστορίας τους το ενιαίο του κόσμου τους που πρόβαλε, ανέτειλε, εξελίσσονταν με ραγδαίους ρυθμούς. Μετρημένες οι φωνές του πνεύματος και της καλλιτεχνίας που διαισθάνονταν την επερχόμενη ρήξη, τον κατακερματισμό του καθρέφτη. Μία από αυτές, είναι η περίπτωση του νεαρού ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν, ενός μοναχικού και εσωστρεφούς χαρακτήρα αγοριού, που τον προόριζε η διπλοπαντρεμένη, χήρα μητέρα του για θεολογικές σπουδές και το επάγγελμα του ιερέα. Η εκπαιδευτική αγωγή των νέων της εποχής ήταν κυρίως θρησκευτική η δε θεώρηση και ερμηνεία του σύμπαντος προέρχονταν από τις ιερές της παράδοσης γραφές και τα ιερά βιβλία της χριστιανικής θρησκείας. Η παλαιά των γερμανών μυθολογία και τελετουργία και η χριστιανική διδασκαλία μέσα από τις διάφορες των δογμάτων δοξασίες της υπήρξαν η σύγχρονη της Ιστορίας Εθνική ταυτότητα των γερμανικών φυλών το συγκεφαλαιωτικό ενοποιό στοιχείο της εθνικής τους αυτοσυνειδησίας. Η χριστιανική διδασκαλία άλλοτε ομαλά και άλλοτε όχι, άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε με βίαιες ενέργειες ενσωμάτωσε τις τοπικές κατακερματισμένες παραδόσεις και ενσωματώθηκε η ίδια συμβάλλοντας στην ιδεολογική και εθνική ενοποίηση των Γερμανικών μικρών κρατών σε ένα ενιαίο εθνικό κρατικό σύνολο, κρατική υπόσταση, σχηματίζοντας τα χαρακτηριστικά των επί μέρους πληθυσμών της. Παιδί αυτών των κοινωνιών και συνθηκών υπήρξε ο παρ’ ολίγον ιεροδιδάσκαλος, ευαίσθητος και ρομαντικός γερμανός ποιητής, ο ερημίτης λυρικός ποιητής που ίσως οραματίζονταν τον Κόσμο περισσότερο από άλλους συγχρόνους του, τον αρχιτεκτονούσε με την φαντασία του παρά ζούσε την πραγματικότητά του. Η περιπέτεια με την υγεία του στα μισά περίπου του βίου του, φιλάσθενος από το 1802 περίπου και κατόπιν, του στέρησε την δυνατότητα ταξιδιωτικών εμπειριών, του αφαίρεσε τις σωματικές ευκαιρίες γνωριμίας του με άλλους πολιτισμούς επισκεπτόμενος χώρες, γνωριμία του με άλλων ταυτοτήτων ανθρώπους. Το άπλωμα της σκέψης του περιορίστηκε μέσα σε ένα ονειρικό σύμπαν, κατάντησε ένα άτομο που η σύγχρονη ψυχιατρική ονομάζει «οριακή προσωπικότητα», δηλαδή παραφρόνησε. Ο κοινωνιολόγος και παλαιός πολιτικός Παναγιώτης Κανελλόπουλος στις μελέτες του για τον Φρήντριχ Χαίλντερλιν μας λέει: «ότι οι γιατροί της εποχής όταν έπεσε στα χέρια τους ο άρρωστος ο νεαρός ποιητής, έκαναν ότι περνούσε από το χέρι τους να τον αποτρελάνουν». Η μοίρα του σαν να είχε «προαποφασισθεί».  Ότι διδάχτηκε από την αρχαία σοφία και συμβολιστική ερμηνεία του Κόσμου ήταν την περίοδο κυρίως των σπουδών του και των συναναστροφών του με ποιητές και φιλοσόφους της εποχής του, Σίλλερ, Χέγκελ, Κλόπστακ κ.ά. πρόσωπα σημαντικά που χάραξαν τους τομείς της φιλοσοφίας και της ποίησης. Το μισό περίπου του βίου του το πέρασε σε έναν αυτοεγκλεισμό. Η συγγραφική του παραγωγή χωρίζεται στα πριν και τα μετά των χρόνων της εκδήλωσης της αρρώστιας του χρόνια. Δεν παύει όμως ο λόγος του να διαθέτει μία ευγενική και τρυφερή απλότητα, να μας αφήνει την αίσθηση ενός ήρεμου αν και σκοτεινού, αινιγματικού μεγαλείου. Ο λόγος του αμέσως σε αγγίζει, νιώθεις ότι ο νεαρός ευαίσθητος και ρομαντικός ποιητής δεν ανήκει στην κατηγορία των νέων που οι αδιαμόρφωτες ακόμα ψυχές και αισθήσεις τους αδιαφορούν για την μαγεία του κόσμου που ανατέλλει μπροστά τους. Φιγούρες ανθρώπινες που εξακολουθούν να παραμένουν «αναίσθητες», ασυγκίνητες μπροστά στο θαύμα και την μαγεία της Φύσης. «Η Φύση ολοκληρώνει την εικόνα των καιρών,/ Η Φύση μένει, αντίθετα γοργά περνούν οι καιροί,/ Απ’ την τελειότητα έρχεται τούτο, ύστερα τα ύψη τ’ ουρανού/ Τον άνθρωπο φωτίζουν, τον στεφανώνουν όπως των δέντρων οι ανθοί.» Μας λέει στο ποίημα με τίτλο «Η ΘΕΑ». Η καλαισθησία και η μίμηση των τεχνουργημάτων, της των αρχαίων ελλήνων θεώρηση ζωής και του κόσμου εξήγηση βοήθησε τον νεαρό Φρήντριχ Χαίλντερλιν να ανακαλύψει τον δικό του βηματισμό και το στίγμα σαν αληθινός, αυθεντικός ποιητής στον ποιητικό περίβολο της εποχή του. Ο λόγος του έχει μια ηρεμία, αποπνέει μια γαλήνη, είναι ουσιαστικά πένθιμη η ατμόσφαιρά του, περισσότερο πονεμένη και πικραμένη η φωνή του. «Των παιδικών χρόνων η γαλήνη, η νιότη, ο πόθος κι η αγάπη», μας λέει σε στίχο του. Από το ποίημα «Επιστροφή στην Πατρίδα». Θλιμμένοι οι τόνοι της αθωότητάς του, ενώ άλλοτε έχουν έναν τόνο δοξαστικών αποχρώσεων, ηρωικών ενθυμήσεων. Η γραφή του ευλογημένα μεγαλειώδες, το περίγραμμά της, ο σχεδιασμός της ακέραιος, εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο τον ψυχικό ερεθισμό του ποιητή, την ταραχή του, την αναστάτωσή του μέσα στην εσωτερική του φωτοχυσία ή σκοτοδίνη του μυαλού του. Είναι ένας λόγος εξασκημένος, μεγάλης θερμότητας και ανάσας που δεν ακολουθεί πάντα τους σκοτεινούς λαβυρίνθους που διαβαίνει το μυαλό του. Είναι οι χρονικές περίοδοι που η φωνή του ποιητή αποκτά ένα είδος συστολής απέναντι των ανθρώπων, του κόσμου και των νέων παραστάσεών του. Είναι οι στιγμές που ο ποιητής δεν αναγνωρίζει ούτε το όνομά του και αποκαλείται με άλλο όνομα, Scardanelli. Σαν ένα κακό αντιστάθμισμα της προσωπικής του μοίρας στο μεγαλείο των ποιητικών του συλλήψεων. Και εδώ, μας έρχεται στο νου η περίπτωση του Τηνιακού μάγου της γλυπτικής τέχνης του Γιαννούλη Χαλεπά, και στο τι μεγαλείο ψυχής βλέπουμε να έχουν τα γλυπτικά του προπλάσματα, τα ολοκληρωμένα του έργα, οι μινιατούρες του. Ευαίσθητες χειρονομίες ενός αυθεντικού ταλέντου στο σκοτάδι της σκέψης του, συγκινητικές αιθέριες υπάρξεις, απαλές αγγελόμορφες σκιές όπως είναι οι πίνακες του ζωγράφου Κώστα Παρθένη. Αχ! Φωνές του Ρώμου Φιλύρα και του Γεωργίου Βιζυηνού πόσα όνειρα και πραγματικότητες βίου φιλοτεχνήσατε για μας. Λύχνοι φωτός πένθιμης ζωής, λαμπάδες μορφές της τέχνης σας και της γραφής σας. Γλυκό φώς της τέχνης σας. «Ώ, λησμόνησε και συγχώρεσε! Όπως τα σύννεφα/ Που διαβαίνουν γοργά μπροστά απ’ το ειρηνικό φεγγάρι/ Περνώ και φεύγω κι εγώ όσο εσύ γαληνεύεις/ Κι’ αστράφτεις μέσα στην ομορφιά  σου, γλυκό φώς εσύ!» γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Παράκληση».

Στους αιώνες του Γερμανικού ιδεαλισμού

 Όταν άνοιγε τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού του, της καλύβας του, του κάστρου του, των συναισθημάτων του, της ψυχής του, ο άνθρωπος της γερμανικής υπαίθρου εκείνων των ρομαντικών αιώνων, έβλεπε άμεσα, απευθείας τα ήσυχα ή ταραγμένα νερά των ποταμιών να κυλούν δίπλα του, του μεγάλου Ρήνου, που υμνεί ο ποιητής στους στίχους του, άκουγε την βουή των ανέμων στα κοντινά δάση και σκιάζονταν, το θρόισμα των φύλων των δέντρων τις νύχτες και κρυβόταν στα κρεβάτια του. Την φωνή της κουκουβάγιας και των άλλων νύκτιων πουλιών και ανέμενε κάτι καλό ή αντίστοιχα κακό να του συμβεί. Έβλεπε τον ουράνιο θόλο και προσπαθούσε να μαντέψει τι του ξημερώνει. Βάδιζε μόνος ή με φιλική συντροφιά τις ξάστερες νύχτες στην ύπαιθρο και παρατηρούσε τις τροχιές των άστρων, τις κατέγραφε στις σημειώσεις του, προσπαθούσε να εξηγήσει τον έντονο τρεμοσβήνοντα φωτισμό τους, την ξαφνική τους λαμπράδα. Περπατούσε ανάμεσα στα δάση και τα άλση και μάθαινε τις συνήθειες και τις συμπεριφορές των διαφόρων μορφών άγριας ζωής που κατοικούσαν μέσα σε αυτά. Σιγοψιθύριζε τους πρωινούς κελαϊδισμούς των πουλιών, τα ερωτικά τους τιτιβίσματα ήταν τα δικά του ερωτικά λόγια προς την αγαπημένη του, έβγαινε να σεργιανήσει με την οικογένειά του ή την ή τους αγαπημένους του και γέμιζε αισθήσεις η ψυχή του. Ξυπνούσε και πήγαινε κάθε πρωί στα κτήματά του, στις δουλειές του, το ρολόι της φύσης ήταν οδηγός του βιολογικού του χρόνου. Είχε άμεση επαφή, συνομιλούσε με τα οικόσιτα ζώα που μεγάλωνε στην αυλή του, στον στάβλο του, τα φρόντιζε και τα περιποιόταν, τα ταΐζε και τα αγγάρευε στις δουλειές του, στα κτήματά του, τα περβόλια του. Αυτά έτρεφαν αυτόν και την οικογένειά του, πωλούσε και αντάλλασσε τα αγαθά και τα προϊόντα τους τα παραγόμενα τους. Τα χρησιμοποιούσε στις κάθε είδους μικρές και μεγάλες αγροτικές του εργασίες, σαν μέσο διακίνησής του, στις πολεμικές του εξορμήσεις και ασκήσεις. Οιονοσκοπούσε με τα σπλάχνα τους. Οι παλαιοί θρύλοι για τις ζωές και τις αντιδράσεις τους απέναντι στους ανθρώπους περνούσε από γενιά σε γενιά στην προφορική τους παράδοση, γίνονταν αφηγήσεις θαυμαστές, τρομακτικές ιστορίες στα χείλη των μεγαλύτερων στους μικρότερους, ιστορημένες εικονογραφήσεις στα παραμύθια του,  εκπαιδευτικό υλικό στα σχολικά του βιβλία, γίνονταν κομμάτι της μυθολογικής ερμηνείας του κόσμου, της εθνικής του Μυθολογίας. Χαίρονταν ο άνθρωπος των ρομαντικών εκείνων εποχών όταν η φτερωτή του Μύλου γύριζε με τον ούριο άνεμο και πότιζε τα μποστάνια και τα περιβόλια του, δρόσιζε με γάργαρο και κρύο νερό τις ζωές του, γέμιζε τις στέρνες του, τα βαρέλια του, άλεθε το στάρι του. Συνάζονταν και έπλεναν τα ρούχα τους στις λίμνες και στις ακτές των ποταμιών τραγουδώντας λαϊκά της παράδοσής τους τραγούδια, ή εξομολογούνταν τα καθέκαστα της καθημερινότητάς του. Σε αδαμιαία περιβολή έκαναν ομαδικά μπάνιο στους ποταμούς στις λίμνες. Συγκεντρώνονταν στις εκκλησίες και τους ναούς για να προσευχηθούν, να ακούσουν το κοινοτικό κήρυγμα, κήδευαν τους νεκρούς τους στον προαύλιο χώρο των ναών. Οι άνθρωποι των αιώνων εκείνων πίστευαν σε ενέργειες και παρεμβάσεις Θεών και Δαιμόνων, σε τελώνια και στοιχειά της νύχτας, στις μυστικές δυνάμεις της φύσης (φυτών και λουλουδιών). Σε επεμβάσεις έξω λογικών σκοτεινών όντων, σε φαντάσματα και σε ακατανόητα όντα που έρχονταν στον ύπνο τους, εμφανίζονταν στα όνειρά τους, ακύρωναν επιλογές τους ματαίωναν έρωτές τους. Των ευρωπαίων κατοίκων του βορρά που πίστευαν ότι κάθε άγριο ζώο κάθε εξωτικό πουλί, κάθε ασυνήθιστο πτηνό κρύβει μέσα του άλογες, επικίνδυνες, φοβερές δυνάμεις υπέρτερες της ανθρώπινης αντοχής και αντίληψης. Έβλεπαν ζωντανές πανέμορφες αέρινες νεράιδες να περπατούν ανάμεσά τους, να χορεύουν κοντά στις λίμνες, να στεφανώνουν τους έρωτές τους καθώς κοιμούνταν. Μοίρες να μυρώνουν την γέννησή τους, μάγισσες με βοτάνια και μαντζούνια να καταστρέφουν τον βίο τους, την σοδιά τους. Προστάτιδες αγγελικές δυνάμεις να τους ευλογούν από ψηλά. Ένας Κόσμος αόρατος και ταυτόχρονα τόσο ορατός, που ενσωμάτωνε τον χώρο και τον άνθρωπο, το όνειρο και την πραγματικότητα σε ένα ενιαίο όλο ζωής στην διάρκειά της.  Ήταν ο Εθνικός των ανθρώπων και του βίου κόσμος αυτόν που η χριστιανική εκκλησία και διδασκαλία προσπαθούσε είτε να εξαλείψει είτε να ενσωματώσει στο δικό της κοσμοείδωλο ζωής και μεταφυσικών δοξασιών. Όπως πράττει στην ποιητική του σύνθεση ενσωμάτωσης των δύο παραδόσεων στην σύνθεση «Άρτος και Οίνος» ο Φρήντριχ Χαίλντερλιν. Είναι ο παλαιός κόσμος των προλήψεων των εθνικών, ο ειδωλολατρικός, της πολυθεΐας αρχαίο σύμπαν όπως διασώθηκε στον χρόνο. Αυτήν την παράδοση προσπαθεί να εντάξει αιώνες τώρα στο εικονοστάσι της και στα μαρτυρολόγιά της η χριστιανική, μονοθεϊστική, αποκαλυπτική πίστη και διδασκαλία και πάντα κάτι από αυτόν τον παλαιό κόσμο ξεφεύγει, ξεγλιστρά, διατηρεί την αυτονομία του, την αυτοτέλειά του, την μαγγανεία του, τις παμπάλαιες μνήμες και αρχές του, μεταφυσικές αναφορές του, φοβίες του. Οι αρχαίοι των γερμανικών φυλών μεγάλοι Θεοί και Θεές είναι ακόμα παρόντες στις συνειδήσεις των απλών λαϊκών ανθρώπων της υπαίθρου, αυτών που ακολουθούν τους ρυθμούς και τις εναλλαγές της Φύσης για αιώνες. Το παλαιό μοντέλο ζωής πλάι στο νέο. Η παλαιά μυθολογία, θεολογία και τελετουργία της εμφανίζεται μέσα στα καινούργια του μονοθεϊσμού ασκιά και δογμάτων αγωγής.  Όπως οι αρχαίοι ελληνικοί Θεοί και Θεές που λόγιοι και γερμανοί διανοούμενοι και ποιητές ταύτιζαν με το γερμανικό μυθικό της παράδοσής τους πάνθεον. Ορφέας και Χριστός ένα. Απόλλων και Εμμανουήλ επίσης. Κοσμοκράτορας Δίας και Εβραίος γενάρχης δημιουργός Θεός ταυτίζονται.  Ένας κοινός πολύχρωμος και πολύπτυχος Κόσμος πότε παραδείσιας ατμόσφαιρας και πότε σκοτεινού και εχθρικού κλίματος εμφανίζονταν μπροστά στα έκπληκτα  μάτια τους. Είναι η Φύση στην ολότητά της-μετά τέσσερα κυρίαρχα στοιχεία της, το νερό, τον αέρα, την φωτιά, το χώμα, την γη- την καθολικότητα των συμπεριφορών και των εναλλαγών της, των μυστικών και αινιγματικών εκδηλώσεών της, της αυτοκαταστροφικής της μανίας και τρομακτικής, μυστικής, σιωπηρής αναδημιουργίας της. Είναι το θαυμαστό μεγαλείο της Φύσης όπως το βίωναν και το ζούσαν τα ανθρώπινα όντα, την Φύση όπως την έπλαθαν με τα όνειρα και την φαντασία τους, την αφουγκράζονταν έκπληκτοι οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, πριν αρχίζουν να την ερμηνεύουν αλλιώς, να την αποκωδικοποιούν επιστημονικά, να την κατανοούν με μόνο τους εφόδιο τον ορθό λόγο, να την απομαγεύουν, να επιλέξουν να υπερβούν τους κανόνες και τις αρχές λειτουργίας της. Αρχίζουν οι νέοι καιροί της αλόγιστης υπόταξής της, των ανθρώπινων υπερήφανων επεμβάσεων μέσω των επιτευγμάτων της τεχνολογίας, της επιστήμης, των νέων ιδεών, το άνοιγμα της ανθρώπινης σκέψης μετά τις ταξιδιωτικές ανακαλύψεις και εξερευνήσεις του νέου κόσμου, των ιστορικών γεγονότων και ανατροπών που άλλαξαν τις αντιλήψεις μας απέναντι στο Φυσικό περιβάλλον. Είναι η αποικιακή πολιτική των ανθρώπων έναντι της Φύσης. Διαχώρισαν χρηστικά και καταχρηστικά οι άνθρωποι της εξουσίας την δίποδη έμβια από τις άλλες μορφές ζωής. Από την μία η Φύση και από την άλλη ο Άνθρωπος, η συνύπαρξή τους είχε διαρραγεί σε βάρος της πρώτης. Ο άνθρωπος πλέον εκπαιδεύονταν να πιστεύει ότι είναι η κορωνίδα της φύσης, ο αφέντης της, πράγμα που σήμαινε ότι είναι υπέρτερός της και όχι αναπόσπαστο ισότιμο μέλος με τις άλλες μορφές ζωής που αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν από τα σπλάχνα της. Οι χρόνοι της «καθαρής» φυσιολατρίας που είχαν την χαραυγή τους στην αρχαιότητα είχαν παρέλθει. Το φιλοσοφικό ρεύμα που καλλιέργησε ο γάλλος συγγραφέας Ζαν Ζακ Ρουσσώ (1712- 1778) με τα βιβλία και την παιδαγωγική του διδασκαλία, «Αιμίλιος», με όλα τα θετικά και αρνητικά που έφερνε μέσα του αυτό το κίνημα που προπαγάνδιζαν φυσιολάτρες διανοούμενοι και λόγιοι, φιλόσοφοι και ποιητές, επηρέασε μεν φωνές στην πρώτη του φάση διάφορα έργα ποιητών-φιλοσόφων, αλλά δεν έφερε τις αναγκαίες ανατροπές στις ζωές των ανθρώπων, έκλεισε μάλλον τον κύκλο του νωρίτερα από όσο ονειρεύονταν οι πρώτοι εμπνευστές του, ή έγινε παιδική ξέγνοιαστη ανάμνηση και εικόνες ενός μαγικού κόσμου νεανικής ανεμελιάς και συμβιβαστικής ενηλικίωσης. Η απομάγευση της αληθινής πραγματικότητας του Κόσμου μας είχε αρχίσει να υλοποιείται. Ο Κόσμος μας δεν χρειάζονταν πλέον τις προφητικές φωνές των ιερέων ποιητών-ηρώων και φιλοσόφων αλλά την ισχύ και την πυγμή στρατοκρατών ηγεμόνων και βασιλιάδων τα όπλα, οι οποίοι διαμόρφωναν την νέα ιστορική πραγματικότητα των οικογενειακών τους κληρονομικών δικαιωμάτων. Η παλαιά αρχοντική φεουδαρχία έδινε την θέση της στην αστική ζωή και τους νέους κληρονομικούς δεσποτάδες της. Η επίδραση όμως και η ανάμνηση της παλαιάς ζωής, των αξιών της και της παράδοσής της διατηρήθηκε σπερματικά μέχρι τον 20ο αιώνα από διάφορες μικρές ομάδες της κοινωνίας, είτε αυτές προέρχονταν από τον κόσμο της τέχνης είτε από τα μικρά ριζοσπαστικά και φυσιολατρικά κοινωνικά κινήματα της πολιτικής. «Χαμένο παράδεισο» ονομάζει την ποιητική του σύνθεση ο Μίλτων, το ίδιο αναπολούν και οι σημερινοί κάτοικοι της γης, στους μεσσιανικούς τους οραματισμούς και πιστεύω, βλέποντας και συνειδητοποιώντας το μέγεθος καταστροφής της Φύσης από τις άμυαλες παρεμβάσεις και ενέργειες του ανθρώπου. Αυτήν την παλαιά μυθολογική και μυθολογούσα αρχική κατάσταση και εμφάνιση- ζωή του ανθρώπου αναπολούν οι διάφορες θεολογικές δοξασίες της ανθρωπότητας, καταγράφουν τα ιερά τους βιβλία. Σε αυτήν επιθυμούν να επιστρέψουν μετά τον βιολογικό τους θάνατο οι πιστοί. Στον νοητό παράδεισο της αιωνιότητας.

     Αυτή η εποχή και το φυσικό περιβάλλον του 18ου αιώνα διαμόρφωσε και διέπλασε τη συνείδηση του νεαρού ευαίσθητου και ντροπαλού ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν, η ιερατική του εκπαίδευσή και η νομική ζύμωσε τον χαρακτήρα του, καθόρισε τις δημόσιες συμπεριφορές του, οργάνωσε την σκέψη του ως νέο άτομο, προσανατόλισε τα όνειρά του. Γέννημα αυτών των συνθηκών και των φιλοσοφικών δοξασιών είναι η γραφή του, η ποίησή του, η γλώσσα του, το ύφος του. Ότι με δύο λόγια μορφοποίησε την ποιητική του, προσωπική ματιά. Μια ποιητική γλώσσα άμεσα «δεμένη» με τον γενέθλιο τόπο του, την ατμόσφαιρά του, αντιπροσωπευτική της αθωότητας των παιδικών του χρόνων και των αποτυχημένων ερωτικών του περιπλανήσεων. Οι προσλαμβάνουσες του λυρικού ποιητή-όπως και των συγκαιρινών του ποιητών και φιλοσόφων από εδώ προέρχονται. Η φυσική γεωγραφία του γερμανικού εδάφους,  οι χιονισμένες δασώδεις και άγριες  βουνοκορφές, τα ποτάμια και τα ρυάκια, οι λίμνες, η πανίδα και χλωρίδα, τα χρώματα και οι μυρωδιές της γης καλλιέργησαν την κουλτούρα της εθνικής συνείδησης των γερμανικών φυλών των κρατιδίων. Μέσα σε αυτό το εύοσμο και πολύχρωμο κάδρο της πρωτόγονης ακόμα φύσης και των αστείρευτων δυνάμεών της οργανώνεται και πηγάζει μεγάλο μέρος της θεματικής ποιητικής του ύλης και φιλοσοφίας. Οι σκέψεις του ξεδιπλώνονται, οι στοχασμοί του απλώνονται, οι παραστάσεις του εμπλουτίζονται από την επαφή του με το φυσικό περιβάλλον. Αυτό και τις όποιες θεϊκές του δυνάμεις επιδιώκει να σκιαγραφήσει στο έργο του. Ο μυθολογικός του καμβάς υφαίνεται με τα κυρίαρχα στοιχεία της φύσης, από μελέτες του πάνω στην αρχαία ελληνική κοσμολογία και θεολογία. Η Φύση λειτουργικά εντάσσεται στους στίχους του, στις συνθέσεις του, στο επιστολικής μορφής μυθιστόρημά του, την μισοτελειωμένη δραματική θεατρική του εργασία, οικοδομεί τον στοχασμό και την φιλοσοφική του θεώρηση. Το λεξιλόγιό του είναι το καθρέφτισμα της οδοιπορίας του στον γερμανικό χώρο του αιώνα του Ρομαντισμού, των μορφών και των αρχών του Γερμανικού ιδεαλισμού.  Αντίστοιχες ποιητικές θεωρήσεις έχουμε και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, την Αγγλία, την Γαλλία κλπ. Από την κλασική του εκπαίδευση ως γερμανός μαθητής διαμορφώνεται η ψυχοσύνθεση, ο χαρακτήρας του φιλέρημου ποιητή, ενός έφηβου, ο οποίος στάθηκε δύο φορές άτυχος στην παιδική του ηλικία. Μια που έχασε σε ηλικία 2 ετών τον πατέρα του, αλλά και μετά τον δεύτερο γάμο της μητέρας του χάνει και τον πατριό του. Παιχνίδια της Μοίρας που τον σημάδεψαν. Η αρχαιολατρία του έντονη, ισχυρός ο φιλελληνισμός του. Αδύνατη η κράση του, ασθενική η φύση του, μιά κλήση του από τα διαβάσματά του, στρέφει το ενδιαφέρον του, την σκέψη του προς τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την φιλοσοφία και επιστήμη, την λυρική και επική ποίηση, αγάπησε την ηρωική ποίηση του Πινδάρου, πόθησε να γνωρίσει τα πολιτιστικά επιτεύγματα της Ελλάδας, ως κοιτίδας του παγκόσμιου πολιτισμού. Μια Ελλάδα όμως Ουτοπία, Ονειρική,  και ας μην είχε ιδέα της σύγχρονης πραγματικότητάς της. Ο ποιητής-φιλόσοφος δεν την επισκέφτηκε ποτέ του, δεν πάτησε ποτέ τα ιερά της χώματά. Ότι αγάπησε από αυτήν, όποια εικόνα της έπλασε με την φαντασία του ήταν έμμεση όχι άμεση, προέρχεται από βιβλία περιηγητών του καιρού του που είχε μελετήσει. Όταν η Ελλάδα στους αιματηρούς αγώνες της περιόδου της παλιγγενεσίας της απελευθερώθηκε από τον Οθωμανικό ζυγό, έγινε ελεύθερο κράτος, απέκτησε τον πρώτο έλληνα κυβερνήτη της, τον Ιωάννη Καποδίστρια ο λυρικός ποιητής ζούσε το δικό του προσωπικό δράμα, την τραγική μορφή της ατομικής του παραφροσύνης. Ας το επαναλάβουμε και ας γινόμαστε κουραστικοί, τον θεώρησαν κλινική περίπτωση τρελού, όπως μας λέει σε μία από την μελέτη του ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, οι γιατροί της εποχής του που ανέλαβαν την νοσηλεία του έκαναν ότι μπορούσαν για να τον αποτρελάνουν. Έφυγε φροντίζοντάς τον και περιθάλποντάς τον η αγάπη της οικογένειας ενός ξυλουργού θαυμαστή της ποίησής του. Του ταπεινού αλλά φιλεύσπλαχνου ξυλουργού Έρνστ Τσίμμερ. Αλλά και σε αυτήν την κατάσταση πάλι στάθηκε άτυχος ο ποιητής, ο προστάτης του φεύγει από την ζωή στις 18 Νοεμβρίου 1838 πέντε χρόνια πριν την δική του απώλεια 7 Ιουνίου 1843, ο φίλος του Χέγκελ είχε φύγει από τις 14 Νοεμβρίου του 1831. Δεν ξέρεις αν πρέπει να δακρύζεις ή να στέκεσαι ενεός μπροστά στα σκοτεινά παιχνίδια της μοίρας του Salvador Rosa. Τα εκατοντάδες χειρόγραφά του έμειναν σκόρπια, ασύντακτα, αδημοσίευτα για μεγάλο διάστημα μέχρι να προκαλέσουν το ενδιαφέρον των συγχρόνων του. Μετά από μία εικοσαετία θα έφευγε από την ζωή ο τραγικός ποιητής Φ. Χαίλντερλιν, έντεκα χρόνια μετά τον θάνατο του ολύμπιου Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (28/8/1749- 22 / 3 / 1832). Μετά τον φυσική του απώλεια η πορεία της αναγνώρισής του σαν ένας από τους σημαντικότερους γερμανούς λυρικούς ποιητές και της τύχης των σκόρπιων χειρογράφων του θα διέλθουν από πολλά εκδοτικά σκαμπανεβάσματα  στον χρόνο. Πολλές από τις χειρόγραφες σημειώσεις και ποιητικά του σχεδιάσματα χάθηκαν, τα σκέπασε η λήθη, παραμελήθηκαν, αγνοήθηκαν από τους επιμελητές και εκδότες που ανέλαβαν να τα κυκλοφορήσουν μετά την απώλειά του, καταστράφηκαν. Ο ίδιος, δύο μόνο τίτλους βιβλίων του πρόλαβε να δει να εκδίδονται εν ζωή. «Είναι κανιβαλικό» το μυθιστόρημά του «Υπερίων» φημολογείται ότι είπε σε φίλο του που τον επισκέφτηκε αποτρέποντάς τον να το διαβάσει. Η «ασθενική του φύση» του στέρησε την δυνατότητα να φροντίσει το υπόλοιπο χειρόγραφο έργο του αν και έγραφε- έγραφε ποιήματα μέχρι την τελευταία του στιγμή. Ταγμένος αυτός ο «σαλός» στην Ποίηση. Σε αυτό συνέτεινε και η αρρώστια του που εκδηλώθηκε στα μισά περίπου του βίου του, έπειτα και (εξ αφορμής!) ενός αποτυχημένου παράφορου και παθιασμένου έρωτά του προς μία παντρεμένη γυναίκα μητέρα τεσσάρων παιδιών που ο ποιητής ως οικοδιδάσκαλος είχε αναλάβει την διαπαιδαγώγησή τους. Το όνομα της Μούσας του ποιητή, της ΔΙΟΤΙΜΑΣ του όπως εμφανίζεται μέσα στα ποιήματά του και το επιστολικό μυθιστόρημά του που της αφιερώνει, ήταν Susette Gontard (1769-1802). Σύζυγος του εύπορου μεγαλέμπορα και τραπεζίτη Γιάκομπ Φρήντριχ Γκόνταντ (1764- 1843). Η όμορφη Σουζέττε που κέρδισε αμέσως την καρδιά του ευαίσθητου ποιητή και παιδαγωγού των τέκνων της έφυγε νωρίς χτυπημένη από την φυματίωση, πριν τον θάνατο του ποιητή φίλου και προστάτη της. Ο Χαίλντερλιν δεν ξεπέρασε τον θάνατό της και αυτό συνέτεινε στην εξέλιξη της αρρώστιας του. Παρά τον μονόπλευρο αυτόν αγνό έρωτα (Η Σουζέττε τον αντιμετώπιζε και τον έβλεπε φιλικά και όχι ερωτικά) μετά την εγκατάλειψη της οικίας που διέμενε και εργάζονταν της αγαπημένης του, (εξαιτίας της κακής συμπεριφοράς και ζηλοτυπίας του συζύγου της) εξακολούθησαν να συναντιόνται κρυφά και να ανταλλάσσουν επιστολές. Σώζονται μόνο 17 από αυτές που του έστειλε η Σουζέττε. Τα γράμματα που εκείνος τις έστελνε όπως φαίνεται καταστράφηκαν από τον σύζυγο της ΔΙΟΤΙΜΑΣ του. Η ιδεατή, ιδανική εικόνα της είναι τόσο ζωντανή μέσα στα ποιήματά του και το επιστολικό μυθιστόρημά του, την παρομοιάζει να διαθέτει την ελληνική γυναικεία κλασική ομορφιά. Συχνά συναντάται το όνομα της Μούσας του της ΔΙΟΤΙΜΑΣ μέσα στα ποιήματά του και στις επιστολές του μυθιστορήματός του. «Στη Διοτίμα» (Όμορφη ζωή!), «Διοτίμα» (Σωπαίνεις κι υπομένεις), της περιόδου 1796-1799. «Διοτίμα» της περιόδους 1796-1806, και σε άλλες του ποιητικές μονάδες. Ενώ η Ελλάδα σαν αίσθηση χώρου και ζωής μας δίνεται και σε ένα και σε δεύτερο και σε τρίτο του σχεδίασμα και όχι μόνο. Άλλα του Ποιήματα αφιερώνει στην αδερφή του και σε φίλους του μεγαλόσχημους αριστοκράτες.

Ο Φρήντριχ Χαίλντερλιν ήταν όπως φαίνεται χρησμένος από την Μοίρα να μείνει πιστός και να διακονήσει μέχρι το τέλος του βίου του την Ποίηση. Γράφει σε επιστολή προς την μητέρα του: «Είμαι βαθύτατα πεπεισμένος πώς η ποίηση, για την οποία ζω, είναι όλο ευγένεια και έχει θεραπευτική δύναμη (“heilsam”)  για τον άνθρωπο, από τη στιγμή που θα αναπτυχθεί, και θα βρει την καίρια έκφραση». Διαβάζουμε στην σελίδα 541. Και συνεχίζει ο έλληνας μεταφραστής Θανάσης Λάμπρου παρακάτω: «Σε ποίημά του το οποίο αφιερώνει στα γενέθλια της Πριγκίπισσας Αυγούστας του Χόμπουργκ (Auguste von Homburg, 1776-1871), της κόρης του Κόμητος του Χόμπουργκ στον οποίο ο ποιητής θα αφιερώσει τον Ύμνο «Πάτμος», γράφει: «Το λειτούργημά μου/ Είναι να υμνώ το Υψηλό… Γι’ αυτό μου ‘δωσε τη /Γλώσσα ο θεός και την ευχαριστία μέσα στην καρδιά μου.». Σπάνια μέσα στην διαχρονική ιστορία των ευρωπαϊκών γραμμάτων συναντάμε Ποιητή τόσο αφιερωμένο και δοσμένο στην Ποίηση. Είναι  μάλλον δύσκολο να εικάσουμε τι θα μας είχε ποιητικά κληροδοτήσει ο παρ’ ολίγον ιερωμένος λειτουργός του υψίστου, το σίγουρο πάντως είναι ότι θα κέρδιζε άξια την θέση του τόσο μέσα στην ιστορία της γερμανικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας γραμματείας, όσο και την τιμητική του στο χώρο του ποιητικού λυρισμού.

Τα θαυματουργά παιδιά του 18ου  αιώνα

    Παιδί του 18ου  ευρωπαϊκού ρομαντικού αιώνα είναι ο λυρικός ποιητής Φρήντριχ Χαίλντερλιν, μα και ο συνομήλικός του και φίλος του φιλόσοφος Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ (27/8/1770- 14/11/ 1831),-μαζί διαβάζουν Πλάτωνα, Μπαρούχ Σπινόζα, Ζ.Ζ. Ρουσώ. Παιδί του ίδιου αιώνα και ο φιλόσοφος Ιμμάνουελ Καντ (1724- 1804), ο επίγονός του Γιόχαν Γκόττλιμπ Φίχτε (1762-1814) ο μια εικοσαετία μεγαλύτερός του ολύμπιος Γιόχαν Β. φον Γκαίτε (28/8/1749- 22/3/1832), ο νύκτιος ποιητής Φρήντριχ φόν Χάρντενμπεργκ, γνωστός ως Νοβάλις (1772- 1801), ο μεγάλος Σίλλερ (1759-1805) το ίνδαλμα των νεανικών του χρόνων, ο ποιητής που θαυμάζει ο Χαίλντερλιν και ήθελε να του μοιάσει, ο θρησκευτικός Φρήντριχ Γκόττλημπ Κλόπστοκ (1724-1803). Ζητά να φτάσει με τα ποιήματά του «το πέταγμα του Πινδάρου και το μεγαλείο του Κλόπστοκ» (του γνωστότερου αυτή την εποχή Γερμανού ποιητή) τον οποίο θαυμάζει ιδιαίτερα, μας λέει ο Θανάσης Λάμπρου, σ. 533 του Χρονολογίου του ποιητή, στο έτος 1786. Μας δίδονται οι εξής ακόμα πληροφορίες 1786: «Συνεχίζει τις σπουδές του στην ανώτερη Εκκλησιαστική Σχολή της Μονής του Μάουλμπρον. Η ζωή στις δύο Μονές ήταν μια τραυματική εμπειρία για τον ποιητή και η αφορμή να μισήσει στο έπακρο τη θρησκεία και την Εκκλησία, κάθε δογματική πίστη και κάθε υποκριτική προσήλωση στα «χριστιανικά ιδεώδη». Γνωρίζει και ερωτεύεται τη Λουίζα Ναστ (1768-1839)….».  Η μητέρα του ποιητή και μετά τον θάνατο του πατριού του τον προορίζει για το ιερατικό λειτούργημα κάτι ξένο προς την φύση του. Στον ίδιο τροφό αιώνα των ρομαντικών ποιητών και φιλοσόφων ακούστηκαν η φωνή και οι ιδέες του γιού του παπουτσή και της υφάντρας, του θεολόγου και αισθητιστή, αυστριακού, Ιωάννη- Ιωακείμ Βίνκελμαν (4/10/1717- 8/6/1768), ενός σπουδαίου αρχαιολάτρη ελληνιστή, του σημαντικότερου της εποχής του, με τον οποίον αρχίζει η επιστήμη της κλασικής αρχαιολογίας.

Ο χρονολογικός διαχωρισμός των ποιημάτων ή αποσπασμάτων, ο καταμερισμός τους κατά χρονικές περιόδους και όχι θεματικές, εννοιολογικές ή άλλες, βοηθά τον αναγνώστη να έρθει με ασφάλεια σε επαφή με την ποίηση του γερμανού ποιητή και να παρακολουθήσει την εξέλιξή της και τις όποιες επαναλήψεις της. Η φροντίδα και η επιμέλεια του μεταφραστή είναι εξαιρετική, διακρίνεται από την πρώτη στιγμή που θα πιάσεις στα χέρια σου τον τόμο και θα αρχίσεις να τον διαβάζεις. Ο εμπεριστατωμένος και τεκμηριωμένος ακριβής σχολιασμός των ποιημάτων από τον Θανάση Λάμπρου μας βοηθά να κατανοήσουμε ανετότερα το πνεύμα του ποιητή, να δούμε την εξέλιξη των ποιητικών του συλλήψεων στα διάφορα στάδια της ταραγμένης ζωής του, να εντοπίσουμε την θεματική των ποιημάτων και πως την διαπραγματεύεται τεχνικά στον χρόνο, τους επανασχεδιασμούς του, τα δεύτερα σχεδιάσματα αρκετών ποιητικών του μονάδων, ή τις ημιτελείς. (Ας θυμηθούμε την αντίστοιχη περίπτωση του έλληνα ρομαντικού εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού και τα σχεδιάσματά του). Έχουμε την ευχέρεια της συγκριτικής εξέτασης των ποιητικών συνθέσεων, να εντοπίσουμε τις επαναλήψεις της εικονοποιίας του, να απολαύσουμε την ποιητική του τονικότητα, την μουσική ρυθμολογία, την μελωδικότητα των ολοκληρωμένων ή αποσπασματικών στίχων του. Να συσχετίσουμε τους χρονολογικούς σταθμούς  με αυτούς της ιδιωτικής του ζωής. Να απολαύσουμε την ποιητική του φρεσκάδα, την φλόγα της ερωτευμένης καρδιάς του, τις αναζητήσεις του πνεύματός του, της φιλοσοφίας και των οραμάτων του, των αστείρευτων ονειροπολήσεών του. Η έμπνευση και η φρεσκάδα ποτέ δεν εγκατέλειψαν τον ποιητή σε όποιο στάδιο της συγγραφικής του εξέλιξης και αν βρίσκονταν.

           Σύμφωνα με τους συντελεστές της έκδοσης και τον έλληνα μεταφραστή πληροφορούμαστε τα εξής:

«Από τα τέλη του 19ου αιώνα επικράτησε για αρκετές δεκαετίες η πεποίθηση πως η ποίηση του Φρήντριχ Χαίλντερλιν είναι μία ποίηση ιδεαλιστική, με έντονα τα ρομαντικά χαρακτηριστικά, η οποία έχει ως μέτρο και οδηγό την Αρχαία Ελλάδα. Εάν ωστόσο εμβαθύνει κανείς στο έργο του ποιητή, θα διαπιστώσει πώς όλα αυτά τα γνωρίσματα κείνται στην επιφάνεια και πώς βαθύτερα η ποίηση του όπως και ολόκληρο το έργο του μιλούν με έναν άμεσα σημερινό τρόπο. Ο Χαίλντερλιν είδε καθαρά όσα αδυνατούμε να δούμε εμείς σήμερα. Γι’ αυτό παραμένει επίκαιρος όσο κανείς άλλος και δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον ρομαντισμό και τον νεοκλασικισμό, την αρχαιολατρία και της ελληνολατρία της εποχής του.

          Στην ανά χείρας δίγλωσση έκδοση συγκεντρώνονται τα γνωστότερα και σπουδαιότερα ποιήματα από όλες τις δημιουργικές περιόδους του ποιητή, από τα νεανικά του ποιήματα μέχρι τα ποιήματα των τελευταίων χρόνων της ζωής του. Πολλά από τα ποιήματα όπως και τα αποσπάσματα από την εποχή της τρέλας  μεταφράζονται για πρώτη φορά στα ελληνικά. Επιστολές του ποιητή, σχόλια, πραγματολογικά στοιχεία και σημειώσεις ζητούν να αναδείξουν τη σπουδαιότητα και τη διαχρονικότητα του ποιητικού έργου του Φρήντριχ Χαίλντερλιν, του μεγαλύτερου, όπως αναγνωρίζεται ομόφωνα σήμερα, Γερμανού λυρικού ποιητή και λάτρη της Ελλάδας.».

          Είναι δύσκολο να μην συγκινηθεί ένας φιλότεχνος αναγνώστης και λάτρης της παγκόσμιας ποίησης από το ποιητικό έργο του Γερμανού ρομαντικού Φρήντριχ Χαίλντερλιν έστω και αν έχουν περάσει πάνω από 2 αιώνες από την συγγραφή του. Αμέσως μας κεντρίζει το ενδιαφέρον, διαπιστώνουμε την ποιητική του στόφα, το ποιητικό του ταλέντο, το ένστικτο της ποιητικής αμεσότητας που είχε να μετατρέπει με «ευκολία» έναν του οραματισμό, μία ιδέα, μία παράσταση του εξωτερικού χώρου, ένα ερέθισμα της ζωής και των λειτουργιών του φυσικού περιβάλλοντος, μία εντύπωση, μία σύλληψη, ένα προσωπικό του αίσθημα σε ποίημα, σε ποιητική σύνθεση, σε πεζό. Ο Χαίλντερλιν δεν μένει μόνο στην πρώτη εντύπωση, τον ψυχικό του κλονισμό τον επεξεργάζεται, του δίνει ποιητική μορφή, φόρμα συγγραφική, την οποία φορές την δουλεύει και δεύτερη και τρίτη φορά. Μας δίνει τον πρώτο του ποιητικό σχεδιασμό και κατόπιν την δεύτερη και τρίτη σχεδιαστική εκδοχή του. Ο Χαίλντερλιν είναι ο χρησμένος ποιητής από τις Μούσες, δεν είναι απλά ένας πολύ καλός ρομαντικός ποιητής ανάμεσα στους άλλους της γενιάς και της εποχής του, είναι ένας χαρισματικός δημιουργός προερχόμενος από τις ρίζες των αρχαίων ελλήνων λυρικών ποιητών αλλά και των επικών όπως ο Πίνδαρος. Ο αρχαίος των ελλήνων λυρισμός, ο λυρικός ποιητικός τους λόγος αρδεύει και τον δικό του ποιητικό λειμώνα, τον σύγχρονο της εποχής του. Η γραφή του είναι λιτή, απέριττη, δεν έχει πολλά στολίδια, έχει δωρικότητα τείνει προς την επιγραμματικότητα, τον φιλοσοφικό στοχασμό και αναστοχασμό, έχει νοηματική πληρότητα, οι προτάσεις του είναι μικρές, δεν συναντάμε περιττούς στίχους, στροφές. Οι φράσεις του πολλές φορές αποκτούν την αυτονομία που έχουν οι «θυμοσοφικές» ρήσεις, τα αποφθέγματα σοφίας ζωής και σκέψης μεγάλων στοχαστών. Αν αποδελτιωθούν οι επιγραμματικές του ρήσεις θα συντάξουμε την φιλοσοφία ζωής του και των μεταφυσικών του θεωριών, του θεολογικού του ατομικού συστήματος, αυτού που ενώνει το αρχαίο θρησκευτικό των εθνικών σύμπαν με εκείνο των νέων χριστιανικών χρόνων. Η Πάτμος είναι ο ιερός τόπος του ευαγγελιστή προφήτη ποιητή. Αλλά και οι άλλες, εκτενέστερες ποιητικές του συνθέσεις ολοκληρώνονται μέσω ενός φιλοσοφικού μηχανισμού της ποίησής του που σου δίνουν την αίσθηση ότι έχεις μπροστά σου έναν σύγχρονο φιλόσοφο- επιστήμονα που αποτυπώνει τις σκέψεις του στα ποιητικά του ειλητάρια  μικρής ή μεγάλης φόρμας. Όπως μας λένε οι σχολιαστές του ήταν πολυγραφότατος, ακόμα και τα χρόνια της ψυχικής τους ασθένειας και μόνωσής δεν σταμάτησε να γράφει, πολλά χειρόγραφά του χάθηκαν, αγνοήθηκαν ή καταστράφηκαν από τους πρώτους εκδότες του, η κοσμοθεώρησή του ήταν στραμμένη, εστιασμένη στην ελληνική αρχαιότητα τις τέχνες και τα γράμματα, την φιλοσοφία, το θεολογικό και μυθολογικό σύστημα των εθνικών, φυσιολατρών και πολυθεϊστών Ελλήνων. Είτε διαβάσει κανείς το επιστολικής φόρμας μυθιστόρημά του «Υπερίων», είτε το ανολοκλήρωτο ποιητικό θεατρικό του δράμα «Ο θάνατος του Εμπεδοκλή» είτε εντρυφήσει στα ολοκληρωμένα ή θρυμματισμένα ποιήματά του, η αίσθηση είναι η ίδια. Βλέπεις την αγαλλίαση και την αγωνία ενός βόρειου ευρωπαίου της ρομαντικής εποχής που αναζητά να αναπνεύσει από την ατμόσφαιρα της αρχαίας ελληνικής ποιητικής και φιλοσοφικής σκέψης, ανάσας ζωής ενός ηλιοφώτιστου τοπίου έκφρασης. Να βιώσει εκ νέου το κλίμα πολιτισμού των αρχαίων ελλήνων, της αρχαίας Ελλάδας, και ας μην κατόρθωσε ποτέ στην διάρκεια του βίου του να την επισκεφτεί, να την δει από κοντά, να ταξιδέψει στην χώρα μας, να δει τα σημαντικά της ιστορικής παρουσίας της ερείπια της όπως άλλοι φημισμένοι ρομαντικοί ποιητές και ταξιδευτές.  Την γνώρισε μέσα από τις Ταξιδιωτικές Εντυπώσεις, τα βιβλία του Ρίτσαρντ Τσάντλερ (Richard Chandler) και τα Ταξίδια του Κόμη Choiseul Gouffier. Ο λυρικός γερμανός δεν είχε την ευτυχία του ποιητή Λόρδου Βύρωνα ο οποίος παράτησε τις ανέσεις της εποχής του και της ζωής του και ήρθε να βοηθήσει, θυσιαζόμενος για τον αγώνα ανεξαρτησίας των Ελλήνων. Να γίνει ίνδαλμα του φιλελληνισμού μέσα στην Ιστορία. Ο Φρήντριχ Χαίλντερλιν εμφανίστηκε σαν ποιητής και πεζογράφος σε εποχές έντονης ευρωπαϊκής ελληνικής αρχαιολατρίας. Μιάς επιστροφής των ευρωπαίων διανοουμένων και λογίων, ποιητών και λογοτεχνών στα πνευματικά και καλλιτεχνικά κληροδοτήματα της Αρχαίας Ελλάδας και τα τοπία της, τις φυσικές της καλλονές, τα αρχαιολογικά της μνημεία όπως διατηρήθηκαν στον χρόνο και τα διαχειρίστηκε η ανθρώπινη αμέλεια και αδιαφορία (Ο άγγλος συγγραφέας Φόρστερ αναφέρεται σε αυτά ως βαμμένα σπασμένα ερείπια), ότι είχε απομείνει και διασωθεί μετά από τέσσερεις αιώνες οθωμανικής σκλαβιάς, και του λόρδου Έλγιν αφαιρέσεις, αλλά και όπως την είχαν εξιδανικεύσει και ονειρευτεί μέσα στο μυαλό τους. Μια Ελλάδα που ταίριαζε κυρίως στις δικές τους νεανικές ρομαντικές ονειροφαντασίες που τους καλλιεργούσε τα αισθήματα προσωπικής υπερηφάνειας αρχαίων κατορθωμάτων, αξίες του σύγχρονου ταξιδιωτικού φιλελληνισμού. Μια ιδεατή εικόνα που δεν ανταποκρίνονταν στην σύγχρονη ιστορική και γεωγραφική, πνευματική της πραγματικότητα, των αγροτών Ελλήνων και άλλων ξένων φυλών που είχαν εγκατασταθεί σε διάφορες περιοχές της. Εδώ, έχουν δίκιο όσοι από τους μελετητές του έργου του λένε ότι όλα όσα συναντάμε στα ποιήματά του είναι αποκύημα της φαντασίας του, των ονειρικών του περιπλανήσεων και όχι της πραγματικότητας της εποχής του. Όμως έστω και έτσι να είναι, και το έργο του γερμανού λυρικού ποιητή να ανήκει σ’ αυτήν την «ανεδαφική» κατηγορία του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού, η αδιάψευστη μαρτυρία των ποιητικών του καταθέσεων, η ποιητική του θεματογραφία, τα αρχαία πρόσωπα που επιλέγει και αναφέρει στο έργο του, «Διοτίμα», «Εμπεδοκλής» κλπ. φανερώνουν έναν ευαίσθητο γερμανό ποιητή ο οποίος αγάπησε και θαύμασε την χώρα μας και το ένδοξο αρχαίο παρελθόν της, την παράδοσή της. Ουδέν κρυπτόν υπό του ποιητικού του ήλιου και του φεγγαρόφωτος θα προσθέταμε. Από την άλλη, έχουμε μπροστά μας την παρουσία ενός δημιουργού, ενός ατόμου που παλεύει με τους δαίμονές του, αυτούς που του επιφυλάσσουν οι Μοίρες του επίγειου βίου του. Αυτοέγκλειστος, αποκομμένος από την γύρω του πραγματικότητα διατηρεί την ποιητική του φλέβα, ο στοχασμός του ακόμα φτερουγίζει, παρά τις διαλείψεις του νου του. Υπάγεται στην κατηγορία που ονομάζονται «νευροπαθείς». Είναι οι καλλιτεχνικές εκείνες φυσιογνωμίες τις οποίες έχει «χτυπήσει» η θεϊκή μανία του θεού Απόλλωνος γι’ αυτό έχει μια προφητική διάσταση ο λόγος τους. Συνήθως ακατανόητος σε εμάς τους απλούς θνητούς. Όπως ο ίδιος μας λέει σε ακροτελεύτιους στίχους του

«Μ’ ανάθρεψε η μουσική που αναβλύζει:

Απ’ το θρόϊσμα των δέντρων

Κι έμαθα ν’ αγαπώ

Μές στα λουλούδια.

 

Μεγάλωσα στην αγκαλιά των θεών»

        «ΟΤΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΑΙΔΙ ΑΚΟΜΑ»

Η πρόθεση του μεταφραστή Θανάση Λάμπρου και των εκδόσεων «Αρμός» να μας τον γνωρίσει εκ νέου στις μέρες μας, να μας φέρει σε επαφή με τα ποιήματά του, είναι μία επαινετή προσπάθεια. Η ορθή διάταξη της ύλης η άψογη τεχνική της απόδοσης των ποιημάτων στην ελληνική γλώσσα, οι σχολιασμοί του μεταφραστή είναι απαραίτητος συμπαραστάτης στην γνωριμία μας μαζί του και την εκ νέου ανάγνωση των ποιημάτων του. Σε μία γρήγορη αρίθμηση τα Ποιήματα των ετών 1796-1799 είναι 24. Τα Ποιήματα των ετών 1799-1802 είναι 30. Αυτά των ετών 1796-1806 πάνω από 29. Των ετών 1806-1843 είναι 11.

Και πάλι ο λόγος του έλληνα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη έρχεται σηματωρός στην σκέψη μας: "Από τον Holderlin έως τον Rimbaud, από τον Leopardi ως τον Baudelaire, από τον Rilke ως τον Ungaretti, έχει τεντωθεί ένα νήμα που σε κάθε του άγγιγμα τινάζει σπίθες αλήθειας. Ένα νήμα που μας συνδέει με ό,τι πιό άξιο, πιό ανθρώπινο, πιό αληθές υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο.».  Από «ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΕΨΙΛΟΝ» σ.305.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

10 έως 25 Νοεμβρίου 2024.

        

 

 

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Στον αστερισμό του κόσμου της ΣΑΠΦΩΣ

 

Σ Α Π Φ Ω   Π Ρ Ο Σ   Φ Α Ω Ν Α

                  …..Έρως δ’ ετίναξέ μοι

          φρένας, ως άνεμος κατ’ όρος δρύσιν εμπέτων.

        Ι

Ώ Φάωνε, γιέ του Απόλλωνα η ζωή μου

Είναι ένα κύμα τώρα μανιασμένο,

Πού έξω από σε δεν ξέρει, για ν’ αράξει,

        Άλλο λιμάνι.

 

Ώ Φάωνα, της ψυχής μου όλη η ευφροσύνη

Χάθηκε, του ύπνου μου η χαρά σκοτώθη,

Κι όμως λαός, λαός τα ονείρατά μου

        Και συ εκλεχτός τους.

 

Ως και της λύρας μου η γλυκύτατη έγνοια,

Ώ Φάωνα, μ’ απαράτησε και τώρα,

Θέλοντας να σε υμνήσω, την καρδιά μου

        Σου κρούω για λύρα.

        ΙΙ

Αν σ’ άλλα χρόνια ετούτο το στεφάνι

Της Ολυμπίας κοσμούσε τα μαλλιά μου,

Άχ όμοια με ατιθάσευτη ελαφίνα

        Στα στήθια μέσα

 

Ποθόπληχτη η καρδιά μου θα σκιρτούσε.

Μά τώρα το κρατώ χωρίς να νιώθω

Χαράν ή περηφάνια- μόνο εσένα

        Γυρεύει ο νούς μου.

 

Και σαν αναλογιέμαι τα δυό μάτια,

Τα χείλια, το κορμί και την αλκή σου,

Παράλυτα τα χέρια μου το αφήνουν

        Να πέσει χάμω.

 

Ώ πώς μπορεί των Ελικωνιάδων

Το φίλημα τον πόθο μου να πραϋνει;

Οι νύχτες μου ασυντρόφιαστες περνάνε’

        Προσμένω σε, έλα!

        ΙΙΙ

‘Α, της Μελίττας νάβλεπες τα μάτια

Τις ώρες που αγρυπνώ πώς με κοιτάνε!

Είναι απορία γιομάτα και λαχτάρα

        Και σιγοκλαίνε.

 

Δεν ξέρει το κρυφό, πού με παιδεύει,

Κι όπως με βλέπει μοναχή τις νύχτες,

Της ηδονής απάντεχο προσμένει

        Το άφραστο ρίγος.

 

Θέλω να της μιλήσω, μα φοβάμαι.

Σ’ αυτήν που είταν πιστή συντρόφισσά μου,

Σ’ αυτήν που με τ’ αμύριστα τα ρόδα

        Της παρθενιάς της

 

Την έρμη κλίνη μου έστρωσε μιά νύχτα

Κ’ έγινε πιά από τότε η σύνευνή μου,

Πώς θες να πω πώς πλάϊ της νιώθω τώρα

        Νάμαι πιο μόνη;

        IV

             … πάρα δ’ έρχεται ώρα,

               εγώ δε μόνα καθεύδω.

Κάτωχρη απόψε κι άγρυπνη η σελήνη

Και τα βασιλεμένα της τα μάτια

Με ίσκιους βαθιούς η κούραση του πόθου

        Τα στεφανώνει.

 

Άχ ξέρω πώς γυρίζει από το Λάτμο,

Κι αν φαίνεται μονάχη σαν εμένα,

Τη συντροφεύει η θύμηση μιάς νύχτας

        Γιομάτης όργια.

 

Μονάχη της δεν πλάγιασε ούτε απόψε’

Τα χείλια του Ενδυμίωνα στην ειδή της

Έχουνε αφήσει-να, τις βλέπω ακόμα!-

        Πυρές σφραγίδες.

 

Μά εγώ και πάλι μόνη θα πλαγιάσω,

Χωρίς να ξέρω, αλλί μου, αν έχω τύχη,

Τουλάχιστο τον ύπνο μου ο καλός μου

        Να συντροφέψει.

        V

Δε λέμε μόνο για τη δύναμή τους

Θεούς, ώ Φάωνα, τους θεούς του Ολύμπου,

Πρό πάντων γιατί γεύονται το μέλι

        Της ευφροσύνης

 

Κι απ’ το χρυσό και ξέχειλο αμφορέα

Της ευτυχίας το θείο κρασί της πίνουν,

Θεούς της γης τα πλάσματα τους λένε

        Κι αρμόζει και είναι.

 

Γι’ αυτό τώρα κ’ εγώ που ευτυχισμένη

Όσο καμιά θνητή είμαι κ’ έχω εντός μου,

Χαράς πηγή λαλίστατη κ’ αιώνια,

        Τον έρωτά σου,

 

Δε νιώθω καθώς πρίν τα μάγουλά μου

Κόκκινα ο φόβος και η ντροπή να βάφουν,

Όταν, σα νάμαι αθάνατη, με κράζουν

        Δέκατη Μούσα.

        VI

Με βία χαϊδευτική απ’ τα χρυσονέφια

Της Τέχνης με κατέβασες στα εγκόσμια

Και τώρα πιά έναν πόθο έχω: να ζήσω

        Με σένα, πάντα.

 

Άχ μιά ζωή βουκολική, τρισόλβια

Ποθώ κάτω απ’ τους ίσκιους και τους μόσκους

Των γονικών δρυμών. Σά μιά παιδούλα

        Μάταιο παιχνίδι,

 

Παιχνίδι πού βαρέθηκε, τη λύρα

Στα κλώνια του πλατάνου θα κρεμάσω,

Πού το κρυφό τραγούδι της καρδιάς μας

        Μόνος θ’ ακούει.

 

Ώ δράμε, μην αργείς’ σε περιμένω

Τον άγραφο τον ύμνο για να ζήσω,

Μ’ ένα σμυρτιάς αλλάζοντας στεφάνι

        Τη μάταιη δάφνη.

        VII

Τον έρωτά μου πρόδωσες, το ξέρω,

Και η σκέψη πώς σε λίγο ίσως μ’ αφήσεις,

Στα μάτια, πού ήλιους τάλεγες, μου φέρνει

        Κρουνοί το δάκρυ.

 

Και σά λογιάζω πώς μιάς άλλης τώρα

Τά χάδια τους αρμούς σου παραλούνε,

Τη Λύκη τη δρυμίδα θέλω, αλήθεια,

        Φάωνα, να μοιάσω.

 

Κι όπως εκείνη πέτρωσε τη Δάφνη

Το Σικελό, απ’ τη ζήλεια τυφλωμένη,

Έτσι και σένα θάθελα να κάνω

        Ψυχρή μιά πέτρα.

 

Μά κι αν μπορούσα ακόμα, ποιό το κέρδος;

Τάχα μ’ αυτό θα γλύτωνα απ’ τον πόνο,

Πού τη ζωή μου πιά θα συντροφεύει

        Πιστά σαν ίσκιος;

 

Ωϊμένα! Πέτρα κάλλιο να μπορούσα

Την ίδια τη φτωχή Σαπφώ να κάνω,

Τους παιδεμούς της μνήμης και του πόθου

        Για να μή νιώθω.

        VIII

Μην το πιστέψεις, Φάωνα, στην ψυχή μου

Ντροπή γι’ αυτή την περιφρόνησή σου

Πώς νιώθω. Όχι, μονάχα ο πόνος θλίβει

        Την ύπαρξή μου.

 

Κι αν κάποτε, σε χρόνια ευτυχισμένα,

Σούλεγα πώς αξίζει να με κράζουν

Του Απόλλωνα αδερφή για τη χαρά μου

        Την υπερκόσμια.

 

Τώρα που η μοίρα ενάντια την ανέμη

Γυρνάει, θαρρώ πώς πιότερο μου αρμόζει

Για τον τρανό μου πόνο να με λένε

        Θέαινα και Μούσα.

        IX

Ροδόπη, Καλλιστώ, γλυκές μου φίλες,

Και συ μικρή Μελίττα αγαπημένη,

Μην κλαίτε, δεν το θέλω, βλέποντάς με

        Δυστυχισμένη.

 

Από της ηδονής τον αμφορέα

Πόσο κρασί δεν ήπιαμε- θυμάστε!

Μά είναι αδερφή, καλές μου, της αγάπης

        Η δυστυχία.

 

Γι’ αυτό μην κλαίτε σείς, πού της χαράς μου

Μαζί μου μοιραστήκατε το μέλι

Και νιώσατε τη δόξα μου σα νάταν

        Δόξα δικιά σας.

 

Να με φθονήστε, αν θέλετε, μπορείτε’

Μα όχι γιατί στής Ολυμπίας το στίβο

Νίκησα τον Αλκαίο κι’ ένα στεφάνι

        Κέρδισα δάφνης.

 

Κι αν όταν πεθάνω ύμνο μου πλέξει

Κανένας για της λύρας μου την τέχνη,

Σείς μόνο γιατί αγάπησα να πείτε

        Πώς τον αξίζω.

        X

Είταν βαθύς, μεγάλος ο έρωτάς μου,

Τόσος πού δεν τον άξιζες. Έτσι όμως

Μονάχα στη Σαπφώ ταίριαζε, Φάωνα,

        Να σ’ αγαπήσει.

 

Μέγας, βαθύς κι ο πόνος πού με φλέγει,

Μ’ αυτός δεν είναι της αξίας σου μέτρο’

Είναι το μέτρο της δικής μας αγάπης

        Πού δεν πεθαίνει.

 

Γι’ αυτό στη γη δε βρίσκω πιά ησυχία

Και θάλασσα η ζωή μου είναι οργισμένη,

Πού με καλεί στη λήθη της να πνίξω

        Τον έρωτά μου.

 

Θα την ακούσω, Φάωνα, κ’ είναι, αλήθεια,

Παρηγοριά κρυφή μου πώς ένα άξιο

Μνήμα για την αγάπη μου διαλέγω:

        Το πόντιο κύμα.

 

Άπ’ της ζωής μου ετούτο ψυχωμένο

Της ερωτοχαμένης τη θυσία,

Θα χρησμωδεί τον πόνο της αγάπης

        Μέσα στους αιώνες.

Σελίδες 43-55.

--

 Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Ε Ι Σ

ΣΑΠΦΩ

        ΣΤΗΝ  ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Αθάνατη, ομορφόθρονη Αφροδίτη,

Πλάνα κόρη του Δία, παρακαλώ σε,

Μή με καημούς και πίκρες την καρδιά μου,

        Πότνια, παιδεύεις.

 

Μά έλα, όπως ήρθες κάποτε, από πέρα

Τη δεητική σαν άκουσες φωνή μου

Κι άφησες του πατρός σου το παλάτι,

        Χρυσό να ζέψεις

Το αμάξι σου’ κι ωραία στρουθιά πετώντας

Από τον ουρανό γοργά στη μαύρη

Σ’ έφερναν γη, χτυπώντας τα φτερά τους

        Μες στους αιθέρες.

 

Και τί ζητά η πολύπαθη ψυχή μου

Να γίνει:- «Ποιόν ποθείς στον έρωτά σου

Πάλι η Πειθώ να φέρει και ποιός πάλι,

        Ψάπφα, σε θλίβει;

 

Γιατί κι αν φεύγει, πίσω σου θα τρέξει

Κι αν δώρα σου δεν παίρνει, θα σου δώσει

Κι όσο αν δε στέργει σε, άθελα μιά μέρα

        Θα σ’ αγαπήσει.»

 

Ώ, έλα ξανά απ’ τις έγνοιες τις σκληρές μου

Να με λυτρώσεις, κάμε ν’ αληθέψουν

Όσα η ψυχή μου αποθυμάει και γίνε

        Πάλι βοηθός μου.

 

        ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΜΟΙ….

Με τους θεούς μου φαίνεται πώς μοιάζει

Ο άντρας αυτός που κάθεται αντικρύ σου

Και τη γλυκιά φωνή σου ακούει με πόθο,

        Πλάϊ του σαν είσαι

 

Και του μιλείς και του γελάς με χάρη,

Εμένα όμως σπαράζεται η καρδιά μου,

Γιατί μόλις σε δώ, η λαλιά μου αμέσως

        Πιάνεται, σβήνει,

 

Σά να τραβιέται η γλώσσα στο λαιμό μου,

Σ’ όλο μου το κορμί σάμπως να τρέχει

Μιά φλόγα αργή, τα μάτια μου θαμπώνουν,

        Βουίζουν τ’ αυτιά μου,

 

Σύγκορμη τρέμω, κρύος με κόβει ιδρώτας,

Το χρώμα μου πιό πράσινο απ’ το χόρτο

Γίνεται και θαρρώ πώς λίγο ακόμα

        Και θα πεθάνω.

Σελίδες 117-119

Από την δεύτερη ποιητική του ποιητή, μεταφραστή και θεατράνθρωπου ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ, ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ, εκδότης «ΑΕΤΟΣ», Αθήνα 1940.

Σχετικά:

«Η ομορφιά πού αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις έδινε στον καλλιτέχνη τα όμορφα φυσικά χαρακτηριστικά’ η ιδεατή ομορφιά τα εξιδανικευμένα γνωρίσματα: από εκείνην λάμβανε το ανθρώπινο, από αυτήν το θεϊκό».

Ι. Ι. Βίνκελμαν, «Σκέψεις για την μίμηση των ελληνικών έργων στη ζωγραφική και τη γλυπτική», μτφ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 1996, σ.20

 

     Μέσα στον κύκλο των διαβασμάτων μας αυτήν την περίοδο, επικεντρωνόμενοι ιδιαίτερα στις ελληνικές μεταφράσεις, τις μελέτες τα άρθρα που έχουν δημοσιευτεί και τα βιβλία που έχουν εκδοθεί για τον Γερμανό λυρικό ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν, μιάς από τις εμβληματικότερες ποιητικές φωνές του 18ου αιώνα του ρομαντικού κινήματος, του γερμανικού ιδεαλισμού, ανατρέξαμε και στην δεύτερη ποιητική συλλογή  «ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΔΡΟΜΟΙ» του Συριανού ποιητή, μεταφραστή και δασκάλου της θεατρικής τέχνης  Λέοντος Κουκούλα (Σύρος- Ερμούπολη 1894- Αθήνα 17/10/1967). Οι παλαιότερες γενιές των ελλήνων συγγραφέων και των σπουδαστών του θεατρικού λόγου, γνώριζαν την παρουσία του Λέοντος Κουκούλα ως καλλιτεχνικού διευθυντή στο Εθνικό Θέατρο, ως δασκάλου της δραματικής τέχνης της Σχολής του Πέλου Κατσέλη, ως προέδρου της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.  Σαν ποιητή και θεατρικό κριτικό στην παλαιά εφημερίδα «Αθηναϊκή» στο περιοδικό «Νέα Εστία» και σε άλλα έντυπα της εποχής του που έγραφε κριτικές. Δραστήριος συγγραφικά ο Λέων Κουκούλας άφησε ένα σημαντικό αποτύπωμα πίσω του, έστω και αν δεν είναι τόσο ευρέως γνωστός μάλλον στους σύγχρονους λογοτέχνες. Όπως φαίνεται, το μεγαλύτερο μέρος των δημοσιευμάτων του παραμένει σκόρπιο και ασυγκέντρωτο στα διάφορα παλαιά περιοδικά. Στις 5 Νοεμβρίου του 2024, ανάρτησα στα Λογοτεχνικά Πάρεργα ένα σημείωμα για τον Λέοντα Κουκούλα και σε αυτό, με την ευκαιρία των μεταφράσεών του γερμανών ποιητών, αναφέρθηκα σε δύο εκδόσεις που γνωρίζω. Αυτή των εκδόσεων «Γαβριηλίδη» «ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ, μιά παρουσίαση από τον Θ. Νιάρχο», Αθήνα 2000 και εκείνη των εκδόσεων «Καστανιώτη» «Πώς βλέπει ο ποιητής» με πρόλογο της Εύας Γεωργουσοπούλου και επίλογο Θ.Ν., Αθήνα 1998, οι οποίες με την φροντίδα και επιμέλεια του ακούραστου πάντα συγγραφέα και επιμελητή Θανάση Θ. Νιάρχου μας φέρνουν σε επαφή με την ποίηση και την αισθητική σκέψη του Συριανού ταλαντούχου λογοτέχνη. Στο σημείωμα της 5 Νοεμβρίου 2024 ανθολόγησα ορισμένα από τα ποιήματά του της δεύτερης ποιητικής του συλλογής και εξέθεσα τις σκέψεις μου.

Η δεύτερη και τελευταία ποιητική του συλλογή «Γνώριμοι Δρόμοι» όπως μιλήσαμε και στο πρώτο σημείωμά μας, ο ποιητής Λέων Κουκούλας μαζί με τα επιλεγμένα ποιήματά του μας παρουσιάζει και μέρος των μεταφράσεών του. Μεταφράσεις αρχαίων ελληνίδων ποιητριών, Σαπφώ, από την λατινική γραμματεία τον Οράτιο, και δύο γερμανούς ποιητές του 18ου αιώνα. Τον Friedrich Klopstock και τον Friedrich Holderlin εκπροσώπους του γερμανικού ποιητικού ρομαντισμού και ιδεαλισμού. Απολαμβάνοντας την ποίηση του Λέοντος Κουκούλα στο παρόν σημείωμα, θα σταθούμε στα ποιήματα που συνέθεσε πάνω στην τεχνική και την ποιητική ατμόσφαιρα της αρχαίας ελληνίδας ποιήτριας Σαπφώς, και παράλληλα, στις δύο μεταφράσεις του από την ποίησή της. Δεν γνωρίζω αν έχει εντοπιστεί και έχει αποδελτιωθεί η διττή αυτή συγγραφική κατάθεση του Κουκούλα από τους ειδικούς και ερευνητές του αρχαίου ελληνικού ποιητικού λυρικού λόγου και ιδιαίτερα της Σαπφώς. Σίγουρα πάντως, οι αναγνώστες της ποίησής του την περίοδο του πολέμου και της κατοχής και φυσικά οι μαθητές στην θεατρική σχολή που δίδασκε τα μεταγενέστερα χρόνια θα είχαν έρθει σε επαφή τόσο με τον ποιητικό του λόγο όσο και με τις κλασικές μεταφράσεις του.

     Τα ποιήματα που εδώ αντιγράφω-και οι μεταφράσεις- έχουν ακόμα και σήμερα πιστεύω ενδιαφέρον, για την φρεσκάδα τους, την τόλμη τους, την λυρική τους διάθεση, την επιθυμία τους να «αναμετρηθούν» γιατί όχι και να «συγκριθούν» με τον λόγο της Σαπφούς, τον σοβαρό τους λόγο και μετρημένη έκφραση. Και ασφαλώς, δεν μας δίνουν την αίσθηση ότι επιθυμούν να αντιπαραβληθούν οι μεταφράσεις του με άλλες συγχρόνων του ή των προγενέστερων χρόνων. Ειδικότερες φιλολογικές αντιβολές και σχολιασμούς. Οι καταθέσεις του διαβάζονται αυτόνομα μέσα στο ποιητικό, των ιδεών, φιλοσοφικό και αισθητικό κλίμα των ημερών που συνθέτονται και κυοφορούνται οι υπόλοιπες ποιητικές του μονάδες, οι οποίες δεν είναι και τόσες πολλές. Ποιήματα τα οποία κατά την αναγνωστική μας κρίση δεν απέχουν και τόσο πολύ μεταξύ τους, έχουν ένα μικρό θεματικό εύρος. Ίσως να μην είναι τυχαίες άνευ λόγου και οι αφιερώσεις του και οι ρήσεις που παρουσιάζει στις σελίδες του. Συνολικά αν ειδωθεί ο λόγος του έχει μια οργανική ενότητα ίσως περιορισμένων θεματικών διαστάσεων να επαναλάβουμε, πέρα από ιδεολογικές και των αντιστασιακών καιρών αποχρώσεις και υιοθετήσεις της εποχής. Ένας λόγος μάλλον εσωστρεφής και στοχαστικός που αντιπροσωπεύει τον εσωτερικό κόσμο του Λέοντος Κουκούλα, την ιδιοσυγκρασία του, την στάση του απέναντι στον κόσμο τους ανθρώπους, τις καταστάσεις και τα πράγματα της ζωής. Από την πρώτη κιόλας ματιά που θα ρίξουμε στα ποιήματά του συνειδητοποιούμε ότι ο Λέων Κουκούλας έχει αφομοιώσει οργανικά τον λόγο της Σαπφούς, το συναισθηματικό της κλίμα του πηγαίνει, και όχι μόνο αυτό, τον εικονοποιεί με την προσωπική του τεχνική και λεξιλόγιο μέσα στα ποιήματά του, στο σύγχρονο ύφος της εποχής του. Τον ενσωματώνει αρμονικά και ισορροπημένα στο δικό του έργο σαν μία ενότητα που συνεχίζεται στο χρόνο. Ο Κουκούλας δεν πειραματίζεται είτε στην πρωτογενή του δημιουργία, την ποίηση, είτε στην δευτερογενή, τις μεταφράσεις του. Δεν προσπαθεί να αναμετρηθεί με παλαιότερες γνωστές μεταφράσεις της Σαπφούς, διατηρεί την αυτονομία του λόγου του και υφαίνει την δική του σύγχρονη αίσθηση και ερωτική ατμόσφαιρα δίχως να ελαττώνει ούτε τους ποιητικού του τόνους ούτε τις ατομικές του ερωτικές εντυπώσεις τις οποίες διαχέει στην έκφραση της αρχαίας ελληνίδας λυρικής ποιήτριας και του εξομολογητικού της λόγου, χωρίς να υπερβάλει στην δική του εκφραστική ή να μειώνει την σύγχρονη έντασή της. Ο λόγος στην διττή του εκφορά κυλά ήρεμα, η συγκίνηση είναι εσωτερική και διαρκής, δεν κραυγάζει, δεν υπερβαίνει το ποιητικό μέτρο, δεν σκανδαλίζουν οι εικόνες του, δεν ξεστρατίζουν από την «αστική» ευπρέπεια. Οι στίχοι ενώνονται ομαλά ο ένας με τον άλλον παρά τα σημεία στίξεως που ενδέχεται να σταματούν για λίγο  την αναγνωστική μας ανάσα. Ίσως να υπάρχουν τυπογραφικές της εποχής αβλεψίες, όπως και νάχει, η ποιητική σύνθεση αρτιώνεται, ρέει αρμονικά και κάπως χαμηλόφωνα. Η γλώσσα του δεν ξενίζει ούτε απωθεί.

Εδώ ανοίγοντας αναγκαία παρένθεση να δηλώσουμε το εξής. Στα Λογοτεχνικά Πάρεργα έχουμε ασχοληθεί και γράψει, δημοσιεύσει αρκετές φορές για την αρχαία ελληνίδα λυρική ποιήτρια Σαπφώ, την ποίησή της και τις κατά καιρούς σύγχρονες μεταφράσεις της που γνωρίζουμε. Τις μελέτες που έχουν κυκλοφορήσει. Η αναγνωστική μας θέση εξακολουθεί να παραμένει σταθερή, μπορεί η αρχαία ελληνίδα λυρική ποιήτρια μέσα από τα σπαράγματα των στίχων της και τις ολοκληρωμένες ποιητικές της μονάδες να μας δηλώνει και το αμφίπλευρο άνοιγμα της ερωτικής της ευαισθησίας και ίσως σεξουαλικής προτίμησης, όμως θεωρούμε ότι είναι λανθασμένη η ερμηνευτική προσέγγιση της ποίησής της μόνο και αποκλειστικά από αυτήν την ερωτική της λεσβιακή επιλογή. Το  πώς διαχειρίστηκε τον προσωπικό της βίο και πώς έβλεπε και αντιμετώπιζε τις φιλενάδες του κύκλου της, το πώς μας τις περιγράφει και τι αναφέρει για τις πλέον αγαπημένες της, είναι άλλο πράγμα, και δεν μας πέφτει λόγος, και μάλιστα μετά από τόσους αιώνες που δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια τις κοινωνικές συνθήκες ή τις μεταλλάξεις τους. Η διασωθείσα όμως θρυμματισμένη ποίησή της, ο υπέροχος λυρικός ποιητικός της λόγος, η μαγεία που εκπέμπει η φωνή της, οι λάμπουσες και αστραφτερές λέξεις της, η ονειρική της ατμόσφαιρα, η συγκίνηση που γεννά η ευαισθησία της μετά από τόσους αιώνες, οι περιγραφές του φυσικού τοπίου αλληλένδετου με τα ατομικά συναισθήματα και τις ψυχικές διακυμάνσεις των κοριτσιών- μαθητριών της, είναι κάτι το αποκαλυπτικό και ανεπανάληπτο το οποίο ξεφεύγει από την όποια ερωτική ή σεξουαλική περιπτωσιολογία ή επικαιρική τουριστικών προδιαγραφών επικαιρότητα. Μιάς μάλιστα ποιητικής θηλυκής φωνής προερχόμενη από την  ελληνική περιφέρεια, τις εσχατιές του Αιγαίου πελάγους του νησιώτικου ελληνικού υφαντού, και όχι το κέντρο της Ελλάδος, την ανδροκρατούμενη φιλοσοφομάνα  Αθήνα. Να το επαναλάβουμε, δεν πρέπει να περιορίζεται το ποιητικό της έργο στα πολύ στενά όρια ενός σύγχρονου σεξουαλικού ρεύματος, του λεσβιακού. Μπορεί οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ερωτική επιθυμία και ασφαλώς το δικαίωμα, να εκπροσωπούνται και να διεκδικούν στον σύγχρονο κόσμο τα δικαιώματά τους, να εκφράζουν ελεύθερα και ακηδεμόνευτα από της πολιτείας και του κράτους νόμους και απαγορεύσεις ερωτική τους επιλογή, νομικούς αναχρονισμούς οικογενειακού δικαίου και ατομικής ζωής περασμένων καιρών αγκυλώσεις όμως, ο ποιητικός λόγος της Σαπφούς δεν μπορεί να γίνεται λάβαρο και κοινωνικό πρόταγμα διαφήμισης και συμβολισμού οποιασδήποτε ερωτικής μειονότητας, θηλυκής ή αντρικής, αναφερόμενος και στην περίπτωση του αλεξανδρινού ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη. Η θέση αυτή, δεν υπάγεται σε καμία αντί ομοφυλόφιλη, ομοφοβική ή αντί λεσβιακή οπτική, κάθε άλλο, ούτε ο γράφων ούτε αυτή η ιστοσελίδα έχει δείξει τέτοιου είδους δείγματα και απαγορευτικές συντηρητικές συμπεριφορές. Μιλώ καθαρά για τον ποιητικό λόγο, για τον λόγο της Ποίησης. Ένας τέτοιας δυναμικής και ποιητικής ισχύς και ποιότητας κλασικός λόγος και αίσθησης, όπως αυτός της λυρικής ποιήτριας Σαπφούς είναι λάθος να εγκλωβίζεται μέσα στα στενά εφήμερα όρια δικαιωματικών επιθυμιών όλων μας. (Μέχρι να κατοχυρωθούν οι ελευθερίες και οι μειονοτικοί δικαιωματισμοί και να αποτελούν και αυτοί από την μεριά τους κατεστημένο). Μπορεί να εμπεριέχει την λεσβιακή αισθησιακή αισθητική η ποίηση της Σαπφώς όμως όλοι μας οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι την υπερβαίνει, την υπέρ καλύπτει η ποιητική της αξία, η ποιητική του λόγου της, οι αισθητικοί του εσωτερικοί κανόνες, το άπλωμα της ευαισθησίας του, οι διδαχές του,  ακόμα και οι προτροπές του και νοσταλγίες του, θλίψεις του ποιητικού υποκειμένου. Είναι ένας λόγος προσωπικός που εκφράζει την ετερότητα της ταυτότητας που τον υφαίνει στον αργαλειό του χρόνου και της νύχτιας ατμόσφαιρας, του φεγγαρόφωτου και της ερωτολάγνας Σελήνης αλλά υπερβαίνει τα όποια ενδεχομένως όρια του θέτει η ποιήτρια δημιουργός του. Υπερβαίνει και τον χρόνο και τον τόπο και το φύλο. Ας κάνουμε ένα πείραμα,-σαν αναγνώστες- ας απομονώσουμε τις ποιητικές εκείνες μονάδες της Σαπφώς των οποίων το πρόσημο έχει θηλυκό φύλο- όχι τις άλλες της που αναφέρονται στο αντρικό- και ας τους αφαιρέσουμε το άρθρο και την θηλυκή εικονοποιία και ας την αντικαταστήσουμε με το άλλο φύλο το αντρικό, η ερωτική αίσθηση, η λυρική ερωτική μαγεία, η ατμόσφαιρα είναι σχεδόν η ίδια, το ποιητικό αποτέλεσμα που απολαμβάνουμε λειτουργεί με ασφάλεια στις συνειδήσεις μας δίχως διαχωριστικές γραμμές. Γιατί, η ποίηση της Σαπφώς, είναι κλασική δηλαδή υπερβαίνει τον χρόνο και την θεματογραφία της αφορμής της που την γέννησε, άγγιζε τους αναγνώστες και αναγνώστριες της εποχής της όπως  μας αγγίζει και εμάς σήμερα εξίσου το ίδιο όπως μας διασώθηκε. Ασφαλώς κεντρίζει και ερεθίζει ξεχωριστά τις γυναίκες ομοφυλόφιλες περισσότερο, λόγω της κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης της γυναικείας ερωτικής και σεξουαλικής επιθυμίας από τους άντρες, των συστημάτων της πατριαρχικής διακυβέρνησης μέσα στους αιώνες. Εξάλλου, το ερωτικό ένστικτο πάντα ήταν δαιμονοποιημένο από τις εκάστοτε εξουσίες. Αυτό όμως το ζήτημα υπάγεται στην κοινωνιολογική ερμηνεία των ζωών μας και του ανθρώπινου πολιτισμού και όχι στον αποκλειστικό προσδιορισμό των ορόσημων του ποιητικού γυναικείου λόγου και τις μετρήσεις απαγορεύσεών του. Οφείλεται στο γεγονός ότι ο γυναικείος ποιητικός διαχρονικά μέσα στην ανθρώπινη ιστορία της θηλυκής παρουσίας λόγος, είναι μικρότερος από αυτόν των αντρών παγκοσμίως. Το γυναικείο ποιητικό δυναμικό υπολείπεται του αντρικού και στην συγγραφή και στην προβολή του. Το ζήτημα κατά την κρίση μας εντοπίζεται στις πολιτικές και κοινωνικές καταστάσεις, ηθικών κανόνων και θρησκευτικών απαγορεύσεων σχέσεις που επικράτησαν και επικρατούν είτε στο καπιταλιστικό σύστημα είτε στα πρώην ανατολικά κράτη, (που εφαρμόστηκε η Πρωσική νομοθεσία ή στον Αγγλοσαξονικό κόσμο η Βικτωριανή ηθική, μέχρι περίπου το δεύτερο μισό του 20 αιώνα)  και όχι στην αισθητική και καθαρότητα και αξία του αυτού καθ’ εαυτού του ποιητικού λόγου. Η ποίηση της αρχαίας ελληνίδας λυρικής ποιήτριας Σαπφώς είναι ερωτική, έμφυλη, αλλά και πέρα και πάνω από αυτήν. Όπως αντίστοιχα και η ομοερωτική πλευρά της ποίησης του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, η οποία διαθέτει την διδακτική της πλευρά, την φιλοσοφική της, την αισθητική της, την αρχαιοελληνική της, την ιστορική της, την θρησκευτική της, την βυζαντινή της κλπ., και εμείς στεκόμαστε ερωτικά «πιασάρικα» στην ομοερωτική. Ένα αντίστοιχο άλλου επιπέδου και κριτικής ματιάς παράδειγμα στον χώρο της ελληνικής ποίησης, είναι η ποίηση του μεγάλου κομμουνιστή ποιητή Γιάννη Ρίτσου. Είναι κατά την γνώμη μου αστείο να εγκλωβίζουμε το ωκεάνιο ποιητικό του έργο μέσα στα όρια της κόκκινης ιδεολογίας που υποτάχθηκε, υπηρέτησε, θυσιάστηκε και πρέσβευε μέχρι τα στερνά του βίου του ως γνήσιος κομμουνιστής. Ο ποιητικός κόσμος του Γιάννη Ρίτσου είναι μία θεόρατη «πολυκατοικία» και εμείς στρεφόμαστε μόνο! Στα της ιδεολογίας του προπαγανδιστικά « προλεταριακά υπόγεια». Τα ποιήματα των τεράστιων λαϊκών διαδηλώσεων που όλοι μας- κομμουνιστές και μη μαρξιστές τραγουδάμε με υπερηφάνεια. Το ποιητικό σύμπαν του Γιάννη Ρίτσου είναι και πολύχρωμο και τεράστιων νοηματικών διαστάσεων. Διαθέτει πολλά πατώματα θεματικής και αισθητικής, ποιητικής απόλαυσης. Έχουμε τα ποιήματα της αξεπέραστης Τέταρτης Διάστασης, τα αρχαιόθεμά του, τα θεατρικής ατμόσφαιρας, τα υπαρξιακά και οντολογικά του, της θεολογίας του. Έχουμε τον κοινωνικό Ρίτσο, τον πολιτικό, τον εικαστικό, τον εκπαιδευτικό, τον ποιητή των απλών πραγμάτων, των καθημερινών στιγμών, τον φυσιολάτρη, των χρωματικών διαθλάσεων, των σπιτιών και των οικισμών και τόσες άλλες ποιητικές του εξακτινώσεις. Το ίδιο και η ποίηση του δασκάλου ποιητή Κωστή Παλαμά. Η ποίηση της ερωτικής Μυρτιώτισσας, της Θεώνης Δρακοπούλου, εμπεριέχει την γυναικεία ομοφυλοφιλία αλλά δεν εγκιβωτίζεται μέσα σε αυτήν. Η μουσική μελωδία του Μελωδού των Ονείρων μας, του Μάνου Χατζιδάκι και ο δίσκος του «Μεγάλος Ερωτικός» τι άλλο εκφράζει από τις διάφορες μορφές και είδη της ερωτικής μας ευαισθησίας και συγκίνησης δίχως να εστιάζονται οι αισθήσεις μας σε μία μόνο μορφή του ερωτικού συναισθήματος και φαινομένου. Τον άνθρωπο μπορεί να τον εντάσσουμε σε εξέτασης και χειραγώγησης κουτάκια, πλαίσια, την ποίηση όμως, τον ποιητικό λόγο όμως όχι γιατί είναι διαρκώς ρέον, φουρτουνιασμένος, οραματικός, ελπιδοφόρος ή νοσταλγικός, πικραμένος ή πένθιμος, όπως το τραγούδι της φύσης και της ζωής στην καθολικότητά της μέσα στην Ιστορία. Μπορεί να λαθεύω, δέχομαι κάθε τεκμηριωμένη καλόπιστη αντίθεση μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα εξέτασης του ποιητικού λόγου, ο οποίος διαθέτει τους δικούς του κανόνες και αξίες, αρχές και σημασιολογικούς κώδικες αναφορών, δεν υπόκειται στις όποιες ατομικές μας μικρές ή και μεγάλες επιθυμίες. Ευελπιστώ οι αναγνώστες αυτής της Λογοτεχνικής Ιστοσελίδας, να κατανοήσουν τις ποιητικές μου προθέσεις. Με δεκάδες τρόπους εξάλλου από παλαιά διατυπωμένες. Εύχομαι να μην κάνω λάθος. Χωρίς πάντως διάθεση συνηγορίας των παραπάνω θέσεων μου, ότι δηλαδή η ποίηση της Σαπφώς είναι ερωτική στις προθέσεις της και όχι λεσβιακή μόνο στις δηλώσεις της, σε σύντομη συζήτηση με άτομα ευυπόληπτο στον χώρο της φιλολογίας και περισσότερο έμπειρα από εμένα πάνω στις Σαπφικές σπουδές, στην ποίηση της Σαπφώς, επικρότησαν τον διαχωρισμό μου. Αλλά, ακόμα και λανθασμένη να είναι η ερμηνευτική οπτική μου, απορριπτέα στους σύγχρονους καιρούς των εκατοντάδων δικαιωματισμών, και μόνο το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ακόμα και στις μέρες μας, την πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα εξακολουθεί να μας απασχολεί άμεσα ή έμμεσα, βιωματικά ή όχι, λόγιους και ποιητές, μεταφραστές και αναγνώστες, μαθητές, ο λόγος της ΣΑΠΦΟΥΣ φανερώνει την σπουδαιότητα της γυναικείας χειραφετημένης της παρουσίας, της ευαίσθητης ματιάς της, της ειλικρίνειας του λόγου της, το τι επιδράσεις είχε και εξακολουθεί να έχει η σπαραγματική ποιητική της γραφή στις καρδιές, τις ψυχές, τις συνειδήσεις, τις επιθυμίες χιλιάδων ανθρώπων της παγκόσμιας Ποίησης ερωτευμένων και μη ανθρώπων πέρα από φύλο και φυλή, εθνικότητα και πίστη. Και κάτι ακόμα, μας αποκαλύπτει την σπουδαιότητα του αρχαίου ελληνικού λυρικού λόγου και των εκπροσώπων του.

        Εν κατακλείδι, πέρασε από την σκέψη μου να αντιγράψω μεταφράσεις ποιημάτων της Σαπφώς που γνωρίζω ή τον πρωτότυπο αρχαίο λόγο της παράλληλα με τις καταθέσεις του ποιητή και μεταφραστή Λέοντος Κουκούλα, αλλά φοβήθηκα ότι ίσως εστιαζότανε το βλέμμα μας στην σύγκριση, την κριτική συσχέτιση, στους λαβυρίνθους της γλώσσας και των αποδόσεών της σε διάφορες ιστορικές ελληνικές περιόδους, να στεκόμασταν σε λέξεις που μας άρεσαν, σε ύφη ποιητών-μεταφραστών και ο σκοπός μου δεν ήταν αυτός. Πρόθεσή μου ήταν να φέρω στην ποιητική επιφάνεια του χρόνου έναν σημαντικό παλαιότερων γενεών ποιητή και μεταφραστή, να διαπιστώσουμε μόνοι μας το πώς διαπραγματεύεται μέσα στο ποιητικό του σώμα τον ποιητικό κόσμο της Σαπφώς και πώς τον αποδίδει στις μέρες του.

Ας ευχηθούμε κάποιος σύγχρονος εκδοτικός οίκος που θα τον ξαναανακαλύψει να ενδιαφερθεί για την ποιητική, μεταφραστική και θεατρική κριτική και άλλων πτυχών παρουσία του Λέων Κουκούλα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 21/ 11/2024

Οι «αδερφοί Ντάλτον» σε δράση.

Έφυγε και ένας πολύ καλός και σοβαρός σκηνοθέτης αρκετών τηλεοπτικών επιτυχιών ο Μανούσος Μανουσάκης.