ΣΤΕΦΑΝ ΤΣΒΑΙΧ
Χ Α
Ι Λ Ν Τ Ε Ρ Λ Ι Ν
Ο ΛΑΤΡΗΣ ΤΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΗΣ
Μετάφραση:
Κ. ΜΕΡΑΝΑΙΟΥ- Π. ΚΑΛΑΝΤΖΗ
Εκδόσεις
ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ, Αθήνα χ.χ., σ.142
Τύποις Σ.
& Α. ΣΟΦΙΚΙΤΗ, Εμμανουήλ Μπενάκη 42
(σύγχρονη
τιμή παλαιοπωλείου 15 ευρώ)
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΜΕ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΑ
«Όσο με πιό μεγάλη δυσκολία ελευθερώνεται ένας θνητός, τόσο πιό πολύ μας συγκινεί.». CONRAD FERNINAND MEYER
Π Ρ Ο Ο Ι Μ Ι Ο
Τούτο το
έργο περιλαβαίνει τρείς μορφές συγγραφέων που συγγενεύουν από μιά κοινότητα
αισθημάτων. Για μας πάντως η συγγένεια αυτή έχει την αξία σύμπτωσης. Δεν
αποζητάμε να δώσουμε φόρμουλες του πνευματικού, μάλλον επικαλούμαστε, τις
φόρμες του πνεύματος. Κι’ αν στα βιβλία μας συνηθίζουμε να φέρνουμε κοντά το
ένα στο άλλο ορισμένα πορτραίτα, το κάνουμε αποκλειστικά όπως ο ζωγράφος, που
διαλέγει για τα έργα του την ευνοϊκή θέση, όπου, με την αμοιβαία επίδραση του
φωτός και του ίσκιου και μιάς συμμετρικής διάταξης, φανερώνεται με ενάργεια η
αναλογία, η κρυμμένη στην αρχή, του τύπου. Τη σύγκριση πάντα τη θεωρήσαμε για
γόνιμο στοιχείο, για δημιουργικό και την αγαπάμε σαν μέθοδο, γιατί εφαρμόζεται
αβίαστα. Πλουτίζει όσο η φόρμα φτωχαίνει’ ανυψώνει όλες τις αξίες προκαλώντας
λάμψεις από αναπάντεχες ανταύγειες και περιβάλλει με βαθύ διάστημα, το
πορτραίτο πού προβαίνει σαν από ένα πλαίσιο. Ο Πλούταρχος, ο αρχαιότερος από
τους πορτραιτίστες συγγραφείς, γνώριζε άριστα τούτο το πλαστικό μυστικό’ στους
Π α ρ ά λ λ η λ ο υ ς Β ί ο υ ς του,
περιγράφει πάντα ταυτόχρονα και με τον ίδιο τρόπο μιά ελληνική προσωπικότητα
και μιά ρωμαϊκή, για να παρουσιαστεί καθαρότερα, πίσω απ’ την καταυγαζόμενη
προσωπικότητα η πνευματική σκιά που προβάλλει ο τύπος. Ό,τι έκανε ο επιφανής
πρόγονος στην ιστορικά βιογραφία, σκοπεύουμε να το επιχειρήσουμε σε γειτονικό
πνευματικό πεδίο, στη φιλολογική χαρακτηρολογία. Τίποτα, ωστόσο, δεν βρίσκεται
μακρύτερά μας, απ’ τη σκέψη να φτιάξουμε στον κόσμο του πνεύματος ένα αυστηρό
σύστημα. Ψυχολόγοι από πάθος, εκούσιοι δημιουργοί, εξασκούμε την τέχνη μας
σύμφωνα με τις βαθειές μας συγγένειες. Αποφεύγουμε έτσι ευθύς απ’ την αρχή να
δώσουμε κάτι το πλήρες και δε λυπόμαστε γι’ αυτό, γιατί μονάχα εκείνος που
πιστεύει στα συστήματα στην περιοχή της δημιουργίας και διατείνεται αλαζονικά
πώς μπορεί να περικλείσει τον απέραντο κόσμο του πνεύματος, παραξενεύεται μ’
ό,τι μονάχα αποσπασματικό υπάρχει. Εκείνο που μας τραβάει σ’ αυτόν τον τρόπο
της δουλειάς, είναι ότι ο τρόπος αυτός αγγίζει το άπειρο δίχως να χαράζει
σύνορα. Κι’ έτσι αργά και συνάμα παράφορα, υψώνουμε πάντα ψηλότερα, σ’ αυτό το
σύντομο ράκος του χρόνου, πούναι η ζωή μας, το οικοδόμημα το αρχινισμένο απ’
την τύχη.
Εκείνο που ενώνει κιόλας τις τρείς
ηρωικέ μορφές του Χαίλντερλιν, του Κλάϊστ και του Νίτσε, είναι το πεπρωμένο τους: παρουσιάζονται, όπως λέμε, κάτω απ’
το ίδιο ωροσκόπιο. Κι’ οι τρείς προβλήθηκαν έξω απ’ το εγώ τους από μια φοβερή,
υπέργεια δύναμη, σ’ ένα βίαιο κυκλώνα παθών, πεθαίνοντας πρόωρα, από τρέλλα ή
αυτοκτονία. Δίχως δεσμό με την εποχή τους, ακατανόητοι από τη γενιά τους,
διαβαίνουν σαν μετέωρα, αχτινοβολώντας μ’ ένα σύντομο φώς στα σκοτάδια της
αποστολής τους. Κι’ οι ίδιοι δεν ξέρουν ούτε ποιοί είναι, ούτε το δρόμο πού
παίρνουν, γιατί έρχονται απ’ το άπειρο για να πάνε στο άπειρο: στη γρήγορη
άνοδο και στην πτώση τους, πού είναι η ζωή τους, μόλις κι’ αγγίζουνε τον
πραγματικό κόσμο. Κάτι το εξωανθρώπινο δρά μέσα τους, κάποια δύναμη πάνω απ’ τη
δική τους και πού αισθάνονται πώς είναι υποταχτικοί της’ δεν υπακούνε (το
διακρίνουν, κατάπληκτοι, στις σπάνιες στιγμές τους της διαύγειας) στη θέλησή
τους, είναι δαιμονόπληχτοι σκλάβοι μιάς δύναμης ανώτερης ενός δαίμονα.
Η τελευταία τούτη λέξη χρησιμοποιήθηκε
σε τόσες έννοιες απ’ την αρχαιότητα ίσαμε τις ημέρες μας, ώστε είναι ανάγκη να
εξηγήσουμε το δικό μας τρόπο ερμηνείας της. Ονομάζουμε δαίμονα την πρωταρχική
και σύμφυτη σε κάθε άνθρωπο ανησυχία, που τον αναγκάζει νάβγει απ’ τον εαυτό
του και να ριχτεί στο άπειρο, στο στοιχειώδες, λές και η φύση άφησε στο βάθος
των ψυχών μας κάτι απ’ το παλιό χάος της, απ’ όπου δεν μπορούμε ν’ απαλλαχτούμε
και που παράφορα τείνει να ξαναγυρίσει στο υπεράνθρωπο και στο υπερφυσικό. Ο δαίμονας
είναι το προζύμι που προκαλεί τον αναβρασμό των ψυχών μας, και μας παρακινεί σ’
όλες τις υπερβολές, σ’ όλες τις εκστάσεις. Στα περισσότερα άτομα, ωστόσο, στις
μέσες φύσεις το τμήμα τούτο ταυτόχρονα πολύτιμο και επικίνδυνο της ψυχής δεν
αργεί ν’ απορροφηθεί και να εξαφανιστεί, μονάχα σε σπάνιες στιγμές, στις
κρίσεις της εφηβείας, στις στιγμές όπου ο έρωτας ή ο σεξουαλικός πόθος
κινητοποιούνε τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, τούτη η θέληση της εξόδου απ’
το εγώ, τούτη η έξαρση, τούτη η έλλειψη ελέγχου πετυχαίνει να φανερωθεί και
στην αγοραία μπουρζουάδικη ύπαρξη.
Συνηθίζουν
οι μετρημένοι άνθρωποι να καταπνίγουν μέσα τους τούτη τη φαουστική παρόρμηση, η
δουλειά τη γαληνεύει, η τάξη τη χαλιναγωγεί, η ηθική την χλωροφορμίζει: ο
μπουρζουάς είναι ορκισμένος εχθρός της αταξίας, όχι μόνο στον κόσμο μα και στον
εαυτό του. Στον ανώτερο άνθρωπο, και προπαντός σε κείνον που δημιουργεί, η
γόνιμη ανησυχία επιμένει, εκφράζει το ανικανοποίητό της απ’ τα καθημερινά έργα
και του δίνει «αυτή την ανώτερη καρδιά που βασανίζεται», πού γι’ αυτήν μιλάει ο
Ντοστογιέβσκη. Κάθε τι που μας σπρώχνει νοσταλγικά και παράξενα πέρα απ’ το εγώ
μας, απ’ τα προσωπικά μας συμφέροντα, το χρωστάμε στο δαίμονα που βρίσκεται
εντός μας. Μά τούτος δώ είναι δύναμη ευμενής κι’ ευνοϊκή όσο μπορούμε και τον
δαμάζουμε, όσο μας βοηθάει να εντείνουμε την ενεργητικότητά μας και να
υψωθούμε, αρχίζει να γίνεται επικίνδυνος όταν η σωτήρια ένταση γίνεται
υπερένταση, όταν η ψυχή κυριεύεται από την επαναστατική ροπή του, απ’ την
ηφαίστεια δύναμή του. Γιατί ο δαίμονας μόνο καταστρέφοντας άσπλαχνα το
περασμένο, το γήϊνο, το σώμα που ενοικεί, μπορεί να φτάσει στην πατρίδα του,
στο άπειρο, στο στοιχείο του, αρχίζει δυναμώνοντας την προσωπικότητα, μα τείνει
στην καταστροφή της.
Γεμίζει τα όντα πού δεν ξέρουν έγκαιρα
να τον διαφεντέψουν με μιά φριχτή ανησυχία, τους αρπάζει απ’ τα χέρια το
πηδάλιο της βούλησής τους, κάνοντάς τους άτομα αδύναμα και κυνηγημένα, που μη
μπορώντας να οδηγηθούν μονάχα τους μέσα στη θύελλα, γκρεμοτσακίζονται
αναπόφευκτα στους ύφαλους του πεπρωμένου τους.
Κάθε δημιουργικό πνεύμα λοιπόν έρχεται
αναπόδραστα σε πάλη με το δαίμονά του κι’ αυτό είναι πάντα ένας παράφορος
αγώνας, ηρωϊκός, ο μεγαλειωδέστερος απ’ όλους τους αγώνες. Άλλοι υποκύπτουν
στην ορμητική πίεση του αντιπάλου τους όπως η γυναίκα στον άντρα, υποχωρούν
στην δύναμή του κι αφήνονται, ευτυχισμένοι, στο γόνιμο στοιχείο που τους
γεμίζει και τους κατακλύζει’ άλλοι τον υποτάσσουν κι’ επιβάλλουν την ψυχρή και
δραστήρια αποφασιστικότητά τους στην παλλόμενη ζέση του, συχνά αυτή η μεγαλόπρεπη
και μυστηριώδη πάλη βαστάει μιάν ολόκληρη ζωή. Παίρνει την ορατή μορφή της στο
έργο του καλλιτέχνη, όπου δονείται η φλογερή πνοή του οργασμού του πνεύματος
και της αιώνιας γοητείας. Μονάχα στον καλλιτέχνη που υπόκυψε σ’ αυτόν, ο
δαίμονας κατορθώνει νάβγει απ’ τον ίσκιο και γίνεται φώς και λόγος, σ’ αυτόν
ακριβώς ξεχωρίζουν με τον καθαρότερο τρόπο τα παράφορα χαρακτηριστικά του. Ο Χαίλντερλιν, ο Κλάϊστ κι’ ο Νίτσε είναι
οι γερμανικοί τύποι οι πιό αντιπροσωπευτικοί του ποιητή του κατασυντριμμένου
απ’ το δαίμονα. Όταν ένας καλλιτέχνης βρίσκεται σε τούτη την κατάσταση,
γεννιέται τότε μιά ξεχωριστή τέχνη, που αναπηδάει σαν φλόγα, μιά τέχνη καμωμένη
από μέθη, έξαρση, πυρετό, μανία, σπασμωδικές ορμές του πνεύματος, που
συνηθισμένα ανήκουνε στο πυθικό και στο προφητικό’ η πρώτη τούτη ένδειξη της
τέχνης παντοτινά είναι υπερβολή, το υπέρμετρο, ο αιώνιος πόθος να ξεπεραστεί,
να φτάσει το άπειρο. Κι’ οι τρείς είναι απ’ αυτή την προμηθεϊκή ράτσα που
στάζει τα πλαίσια, συντρίβει τους φραγμούς της ζωής και αυτοκαταστρέφεται μέσα
στο πάθος και στην υπερβολή. Το παράξενο και πυρετώδες βλέμμα του δαίμονα
αστράφτει στο βάθος των ματιών τους, ο δαίμονας μιλάει με τα χείλη τους. Μιλάει
ακόμα μέσα τους κι’ όταν τούτα τα χείλη είναι βουβά, όταν το μυαλό τους έχει
σβυστεί, όταν το σώμα τους πεθαίνει’ ποτέ ο φριχτός ξένος που κατοικεί εντός
τους δεν είναι πιό ορατός απ’ τη στιγμή που η ψυχή τους ξεσκίζεται,
κατακομματιασμένη απ’ την υπερβολή της οδύνης και που η όραση βυθίζεται από μιά
χαραμάδα ίσαμε τα πιό απώτερα τρίσβαθα. Ακριβώς την ώρα που καταποντίζεται το
πνεύμα τους η κρυμμένη εντός τους δαιμονιακή δύναμη φανερώνεται ξαφνικά με
πλαστικόν τρόπο.
Για να καταστήσουμε πιό ευκολονόητο το
μυστήριο του ποιητή του υποταγμένου στο δαίμονά του, καθώς και το ίδιο το
δαιμονιακό στοιχείο, πιστοί στη συγκριτική μέθοδό μας, αντιπαραθέσαμε έναν
αόρατο ανταγωνιστή στους τρείς μας τραγικούς ήρωες. Άς πούμε ωστόσο αμέσως πώς
δεν υπάρχει μεγάλη τέχνη δίχως την παρουσία του δαίμονα’ κανένας δεν το
καθόρισε καλύτερα απ’ τον Γκαίτε,
τον δηλωμένο εχθρό του, όταν λέει: «Κάθε έργο αξίας, κάθε, δημιουργία ανώτερης
κατηγορίας βρίσκεται έξω απ’ τη δύναμή μας, είναι ανεξάρτητη απ’ την ανθρώπινη
δύναμη». Δεν υπάρχει μεγάλη τέχνη δίχως έμπνευση και κάθε έμπνευση πηγάζει από
ένα ασυνείδητο υπερπέραν, από μιά διαίσθηση που ξεπερνάει τη διάνοια. Για μας ο
αληθινός ανταγωνιστής και ταυτόχρονα ο ισότιμος του παράφορου ποιητή, του
αποσπασμένου απ’ τον εαυτό του με την ορμή του, του θεία υπέρμετρου, είναι ο
καλλιτέχνης ο αφέντης της τέχνης του, εκείνος που η θέλησή του δαμάζει και
κατευθύνει τη δαιμονιακή δύναμη που βρίσκεται εντός του, εκείνος που δίνει στη
δύναμη τούτη το γήϊνο μέτρο της, σαν το Γκαίτε μη όντας ο σκλάβος του δαίμονά
του μα ο αφέντης του, «διατάζει» την ποίηση και μορφοποιεί το «απροσμέτρητο».
Προφέροντας το όνομα του Γκαίτε
θυμίζουμε τον τύπο του ποιητή του αντιτιθέμενου στους δαιμονιακούς, που στο
παρόν βιβλίο θα παρουσιαστεί σα σύμβολο. Γιατί όχι μονάχα σαν φυσιοδίφης, σαν
γεωλόγος, μα και σαν καλλιτέχνης έβαλε το εξελικτικό πιό πάνω απ’ το εκρηκτικό,
καταπολέμησε κάθε αιφνίδια αναταραχή, κάθε τι το ηφαιστιακό με μιά
ενεργητικότητα πού δεν την ασώτευε. Κι’ αυτό ακριβώς μας δείχνει καλύτερα πώς
και γι’ αυτόν όμοια η πάλη με το δαίμονα ήταν το ζωτικό πρόβλημα της τέχνης
του. Γιατί μονάχα εκείνος που συναπάντησε το δαίμονα στη ζωή του, που ρίγησε
μπροστά στο σαν μέδουσας βλέμμα του, κείνος που ένοιωσε τον κίνδυνο πού
αντιπροσωπεύει, μονάχα κείνος μπορεί να τον φοβάται τόσο πολύ. Κάπου στις
λόχμες των νιάτων του ο Γκαίτε ασφαλώς θα βρέθηκε καταπρόσωπο μ’ αυτό το τέρας
και με τη δημιουργία μονάχα- ο Βέρθερος το αποδείχνει- ξέφυγε απ’ τη μοίρα του Κλάϊστ και του Τάσσου, του Χαίλντερλιν και του Νίτσε! Αυτό το φοβερό συναπάντημα του
έμπνευσε σ’ όλη του τη ζωή βαθύ σεβασμό για τον αντίπαλό του, ένα δέος πού δεν
το απόκρυβε, για τη δύναμή του. Το μαγικό βλέμμα του Γκαίτε αναγνώρισε το
θανάσιμο εχθρό κάτω απ’ όλες τις όψεις του και τις μεταμορφώσεις, στην μουσική
του Μπετόβεν, στην Π ε ν θ ε σ ί λ ε
ι α του Κλάϊστ, στις τραγωδίες του Σαίξπηρ
(πού δεν τολμάει να τον διαβάσει: «Αυτό θα μού ήταν ολέθριο», ομολογεί)’ κι όσο
συλλογιέται την ανάπτυξή του και τη συντήρησή του τόσο τον αποφεύγει με αγωνία.
Ξέρει τι γίνεται όταν κανένας παραδίνεται στον δαίμονα, γι’ αυτό υπερασπίζεται,
κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος, πού, μάταια, τον κάνει να προειδοποιεί τους
άλλους. Ο Γκαίτε μεταχειρίζεται τόσο ηρωική δύναμη για να συντηρηθεί, όσο οι
δαιμονιακοί για να σπαταληθούν. Και γι’ αυτόν όμοια το γέρας του αγώνα ήταν η
υπέρτατη λευτεριά, παλεύει για το μέτρο του εναντίον του υπέρμετρου, για την
τελείωσή του και κείνοι για το άπειρο.
Μονάχα κάτω απ’ το πρίσμα τούτο κι’ όχι
απ’ το πρίσμα μιάς αντιζηλίας (πραγματικής ωστόσο, στη ζωή) αντιπαράθεσα τον
Γκαίτε στους τρείς ποιητές, τους θεράποντες του δαίμονα, νόμισα ωφέλιμο ν’
ανατρέξω σε μιά μεγάλη αντίθετη φωνή, για να φανερωθεί το υμνικό, το τιτανικό,
το υπέρμετρο που λατρεύω περιγράφοντάς το, στον Κλάϊστ, στον Χαίλντερλιν και
στον Νίτσε, για μοναδικώτερη και υπεροχώτερη τέχνη. Αυτή η έμμονη αντιπαράθεση,
ακριβώς, μου φαίνεται για πρόβλημα πνευματικής πολικότητας πρώτης κατηγορίας’
λοιπόν δεν είναι ίσως ανώφελο να την επιθεωρήσουμε σε μερικές από τις σχέσεις
της.
Ό,τι μας προξενεί εντύπωση στην αρχή,
στους τρείς δαιμονιακούς μας ποιητές, είναι η απουσία κάθε δεσμού τους με τον
κόσμο. Ο δαίμονας ξεριζώνει απ’ την πραγματικότητα όποιον κυρίεψε. Κανένας τους
δεν έχει γυναίκα και παιδιά (όπως και τ’ αδέρφια τους ο Μπετόβεν κι’ ο Μιχαήλ
Άγγελος), δεν έχουν ούτε περιουσία, ούτε παραστιά. Είναι φύσεις νομαδικές,
αλήτες, ιδιόρρυθμοι, όντα ξεχωριστά, λιγοχτίμητα, που ζούνε μιά σχεδόν ανώνυμη
ζωή. Δε ριζώνουν πουθενά. Ακόμα κι’ ο Έρωτας δεν καταφέρνει να τα κρατήσει για
καιρό. Οι φιλίες τους θραύονται, χάνουν τις θέσεις τους, και δεν κερδίζουν
τίποτα απ’ το έργο τους. Παντοτινά κρέμονται πάνω απ’ το κενό και δουλεύουνε
στο κενό. Η ζωή τους έχει κάτι το μετεωρικό, είναι ένας διάττοντας πού
περιδινείται στον ουρανό πρίν γκρεμοσωριαστεί στη γη, ενώ του Γκαίτε ακολουθάει
μιάν καθάρια και θαυμαστά καθορισμένη τροχιά. Ο Γκαίτε είναι βαθειορριζωμένος κι’
οι ρίζες του απλώνονται σε πλάτος και βάθος. Έχει σύζυγο, παιδιά, αγγόνια,
γυναίκες ομορφαίνουν τη ζωή του, φίλοι λίγοι μα σταθεροί, δεν τον αφήνουν.
Κάθεται σ’ ένα σπίτι απλόχωρο κι’ άνετο, που το γεμίζει από συλλογές και σπάνια
αντικείμενα, ζει μέσα στην προστατευτική θέρμη της δόξας, που περιβάλλει το
όνομά του περισσότερο από μισόν αιώνα. Παίρνει τις ανώτερες θέσεις, φορτώνεται
με αξιώματα, γίνεται υπουργός και μυστικοσύμβουλος, κι’ όλα τα παράσημα της γης
αστροφωτίζουν το φαρδύ του στήθος. Οι δεσμοί του με το γήϊνο αναπτύσσονται όσο
δυναμώνει το πνευματικό πέταγμα εκείνων’ ολοένα και γίνεται περισσότερο
νοικοκύρης, η σιγουριά του μεγαλώνει με τα χρόνια, ενώ στους άλλους θεριεύει η
αστάθεια και η ζωή τους γίνεται σαν τη ζωή των κυνηγημένων αγριμιών. Εκεί όπου
βρίσκεται είναι το κέντρο του εγώ του και συνάμα το πνευματικό κέντρο του
έθνους, από ένα σταθερό σημείο, ο Γκαίτε, γαλήνιος και δραστήριος, αγκαλιάζει
τον κόσμο’ η αγάπη του απλώνεται πολύ πιό πέρα απ’ τους ανθρώπους, φτάνει ίσαμε
τα ζώα, τα φυτά, τα μέταλλα πραγματοποιώντας με το πρωταρχικό στοιχείο γόνιμη
σύζευξη.
Κι’ έτσι στο τέλος της ζωής του ο
αφέντης του δαίμονα είναι ένας δυνατός άνθρωπος, ενώ κείνοι σπαράζονται απ’ τα
λαγωνικά σκυλιά όπως ο Διόνυσος. Η ύπαρξη του Γκαίτε είναι η στρατηγική
κατάκτηση του κόσμου, ενώ οι άλλοι που πολεμάνε ηρωϊκά μα άταχτα, αποδιώχνονται
απ’ τη γη και καταφεύγουνε στο άπειρο. Πρέπει βίαια να αποσπαστούν απ’ το γήϊνο
για να ενωθούν στο υπέργειο. Ο Γκαίτε δεν έχει ούτε τη παραμικρή ανάγκη ν’
αφήσει τούτη τη γη για να φτάσει στο άπειρο, αργά, υπομονετικά, το ελκύει στον
εαυτό του. Η μέθοδός του είναι ολότελα καπιταλιστική, βάζει παράμερα ταχτικά
για πνευματικό κέρδος ένα μέρος της αποχτημένης πείρας, που στο τέλος της
χρονιάς φιγουράρει φροντισμένα στα βιβλία, όπως το κάνει ένας ταχτικός έμπορος.
Μα οι άλλοι μοιάζουν με τους παίχτες: με μεγαλόπρεπη αδιαφορία απέναντι στον
κόσμο, διακινδυνεύουν όλη τους τη ζωή σ’ ένα μονάχα χαρτί, κερδίζουν ή χάνουν
το άπειρο, ο δαίμονας σιχαίνεται το κέρδος που σωρεύεται καρτερικά δεκάρα-
δεκάρα. Οι δοκιμές που για έναν Γκαίτε είναι η ουσία της ύπαρξης δεν έχουν
καμιάν αξία γι’ αυτούς’ κι’ όλοι αυτοί οι ονειροπόλοι και φανατικοί γίνονται η
αφορμή του ολέθρου τους, γιατί το μόνο πού τους μαθαίνει η οδύνη τους είναι να
αισθάνονται εντονότερα. Ο Γκαίτε δεν παύει να μαθαίνει, το βιβλίο της ζωής
πάντα είναι ορθάνοιχτο μπροστά του, μελετάει ευσυνείδητα, γραμμή-γραμμή, με
ζήλο και επιμονή’ νοιώθει αιώνια πώς είναι μαθητής και μονάχα πολύ αργότερα θα
τολμήσει να προφέρει τούτα τα βαθυστόχαστα λόγια:
Έμαθα να ζω, θεοί, δώστε μου καιρό.
Εκείνοι δεν νομίζουν πώς η ζωή μπορεί να
μαθευτεί όπως αξίζει να μαθευτεί, αποδίνουν μεγαλύτερη αξία στη μεγαλοφυϊα παρά
στην πείρα και στη γνώση. Κάθε τι που δεν τους έδωσε η μεγαλοφυϊα, δεν θα το
αποχτήσουν ποτέ. Ό,τι έχουν το χρωστάνε στη δύναμή τους’ την ευαισθησία τους,
τον ενθουσιασμό τους και την έξαρσή τους την αντλούν απ’ το βάθος του εαυτού
τους. Η φωτιά γίνεται το στοιχείο τους, φλόγα η δράση τους και η ορμή αυτή πού
τους υψώνει, κατατρώει όλη τους τη ζωή. Είναι πιό εγκαταλειμμένοι, πιό
μοναχικοί, πιό ξένοι στη γη στο τέλος της ύπαρξής τους παρά στην αρχή, ενώ στον
Γκαίτε κάθε ώρα είναι πλουσιότερη απ’ την προηγούμενη. Μονάχα η δύναμη του
δαίμονά τους μεγαλώνει, μονάχα το άπειρο κυριαρχεί ολοένα και περισσότερο μέσα
τους. Η ζωή τους είναι φτωχιά στην ομορφιά της κι’ είναι όμορφη στη φτώχεια της
ευτυχίας τους.
Απ’ αυτή την απόλυτα αντίθετη στάση στη
ζωή προέρχεται παρ’ όλη τη βαθειά συγγένεια της μεγαλοφυϊας, η διαφορά στην
αξιολογική τους εκτίμηση. Κάθε δαιμονιακός περιφρονεί την πραγματικότητα, γιατί
δεν τον ικανοποιεί’ ο Χαίλντερλιν, ο Κλάϊν και ο Νίτσε- ο καθένας με τον τρόπο
του- είναι αντάρτες, επαναστάτες, στασιαστές εναντίον της υπάρχουσας τάξης.
Προτιμούν να συντριφτούν, παρά να υποχωρήσουν’ σπρώχνουν την αδιαλλαξία τους
ίσαμε τον όλεθρο, ίσαμε το θάνατο. Αυτό ακριβώς είναι που τους κάνει χαρακτήρες
τραγικούς και τη ζωή τους δράμα. Ο Γκαίτε αντίθετα- πόσο σαφής ήταν απέναντι
στον εαυτό του- εμπιστεύεται στον Τσέλτερ, πώς δεν νιώθει μέσα του τον
προορισμό ενός τραγικού ήρωα, «γιατί η φύση του είναι διαλλαχτική». Δεν ποθεί,
όπως κείνοι, τον αιώνιο πόλεμο’ χάρη στη συντηρητική και συμβιβαστική δύναμή»
του επιθυμεί τη συμφωνία και την αρμονία. Μ’ ένα συναίσθημα που δεν θα
μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε αλλιώτικα από ευλάβεια, υποτάσσεται στη ζωή,
στην ανώτερη, υπέρτατη δύναμη που τη λατρεύει σ’ όλες της τις μορφές (όποια κι’
αν είναι η ζωή, δηλώνει, είναι καλή).
Κείνοι που κυνηγιώνται, βασανίζονται και
σπαράζονται απ’ το δαίμονα γνωρίζουνε μονάχα το άπειρο, και για μοναδικό δρόμο,
για να το φτάσουν, την τέχνη που τη βάζουν πάνω απ’ την πραγματικότητα’ με ορμή
και μανία ενός Μιχαήλ Άγγελου που σμιλεύει την πέτρα για να την ξαναζωντανέψει,
βυθίζονται παράφορα, φανατικά, στη σκοτεινή στοά της ύπαρξής τους αναζητώντας
το σπινθηροβόλο μέταλλο, που την παρουσία του την ανακάλυψαν στα όνειρά τους,
ενώ για τον Γκαίτε (όπως και για το Λεονάρντο ντα Βίντσι), η τέχνη όπως και η
επιστήμη ή η φιλοσοφία είναι μιά απ’ τις χίλιες δυό μορφές της ζωής που του
είναι τόσο ακριβές, ένα μικρό μονάχα κομμάτι της δραστήριας ζωής τους. Γι’ αυτό
η τέχνη των δαιμονιακών αναπτύσσεται σε ένταση ενώ του Γκαίτε σε «έκταση»’
εκείνοι τείνουνε ολοένα και πιό πολύ στο μοναδικό, στο απόλυτο, αυτός στο
παγκόσμιο.
Το κάθε τι στον αντιδαιμονιακό Γκαίτε
αποβλέπει στη σιγουριά, στη γνωστική συντήρηση του εαυτού του, ενώ η
περιφρόνηση της πραγματικότητας σπρώχνει τους δαιμονιακούς στο παιχνίδι, στον
κίνδυνο, στο βίαιο ξεχείλισμα και τέλος στον εξολοθρεμό τους. Όλες οι δυνάμεις,
στον Γκαίτε είναι κεντρομόλες, συναθροίζονται για να έρθουν απ’ τα έξω στο
κέντρο’ στους άλλους η ώθηση είναι κεντρόφυγα, οι δυνάμεις τείνουν νάβγουν απ’
τον κύκλο της ζωής, κι’ αυτό τους είναι μοιραία ολέθριο. Αυτή η τάση νάβγουν
έξω απ’ τους εαυτούς τους, να ξεχυθούν στο διάστημα, στο άπειρο βρίσκει την
εναργέστερη εξύψωσή της στην αγάπη τους για τη μουσική. Εκεί, μέσα στο στοιχείο
τους, δεν βρίσκεται κανένας φραγμός, κανένας καταναγκασμός, ακριβώς στη στιγμή
της πτώσης τους ο Χαίλντερλιν κι’ ο Νίτσε, ακόμα κι’ ο σκληρός Κλάϊστ, πέφτουνε
κάτω απ’ τη γοητεία της.
Το λογικό τότε διαλύεται σε «έκταση» κι’
η γλώσσα μεταμορφώνεται σε ρυθμό, η μουσική συντροφεύει πάντα το γκρέμισμα του
δαιμονιακού. Ο Γκαίτε αντίθετα κρατάει απέναντί της, «μιά συνετή στάση»,
φοβάται το γήτεμα της δύναμής της, που παρασέρνει τη θέληση για όφελος της
χίμαιρας και της κλείνει την καρδιά του’ της την ανοίγει μονάχα στις ώρες της
αδυναμίας, όταν η αρρώστια ή ο έρωτας κυριαρχούν στη δράση του. Το αληθινό
στοιχείο του Γκαίτε είναι το σχέδιο, η πλαστική τέχνη, κάθε τι που προσφέρει
συγκριμένες μορφές, κάθε τι που αντιτάσσεται στο ακαθόριστο, στο αφηρημένο,
κάθε τι που είναι εναντίον της διάλυσης της ύλης. Αν κείνοι αγαπούν ό,τι
λευτερώνει, διαλύει και ξαναφέρνει στο χάος των αισθημάτων, το σοφό ένστικτο
της συντήρησης τούτου τείνει σε κάθε τι που ευνοεί τη σταθερότητα του ατόμου,
την τάξη, τον κανόνα, τον τύπο και τον νόμο.
Θα μπορούσαμε ν’ ανατρέξουμε σε
πάμπολλες εικόνες για να απεικονίσουμε αυτή τη γόνιμη αντινομία ανάμεσα στον
αφέντη και στους σκλάβους του δαίμονα, θα κάμουμε ακόμα μιά γεωμετρική
σύγκριση, που πάντα είναι η σαφέστερη. Η ζωή του Γκαίτε, που είναι μία αιώνια
επαναστροφή στον εαυτό του παρασταίνει μιά περιφέρεια πού όλα της τα σημεία
βρίσκονται σε ίση απόσταση απ’ το κέντρο, απ’ όπου αναπτύσσεται σ’ όλες τις
κατευθύνσεις, δεν υπάρχει αληθινό απώτατο σημείο στην ύπαρξή του, αληθινή κορφή
στο έργο του. Η ζωή των δαιμονιακών διαγράφει μιά παραβολή: γρήγορη άνοδος σε
μιά μοναδική κατεύθυνση, στο άπειρο, ύστερα καμπύλη απότομη και ορμητική πτώση.
Το ύψιστο σημείο του έργου τους και της ζωής τους προηγείται άμεσα απ’ την
συντριβή, συγχέονται μάλιστα μυστηριακά
μαζί της. Γι’ αυτό το τραγικό τέλος του Χαίλντερλιν, του Κλάϊστ και του Νίτσε είναι αναπόσπαστο τμήμα
της ειμαρμένης τους. Τελειοποιεί το ψυχολογικό πορτραίτο τους, όπως η πτώση της
παραβολής τελειώνει το γεωμετρικό σχήμα. Ο θάνατος του Γκαίτε, αντίθετα, είναι
ένα απλό σημείο στον ολοκληρωμένο κύκλο, και δεν προσθέτει τίποτα στην εικόνα
της ζωής του.
Δεν είναι όπως των δαιμονιακών, ηρωϊκός
και θρυλικός, πεθαίνει στο κρεβάτι του, μ’ έναν πατριαρχικό θάνατο, που ο λαός
μάταια προσπάθησε να τον παραστήσει συμβολικό και προφητικό, προσθέτοντάς του
τον περίφημο μύθο: «Περισσότερο φώς!». Παρόμοια ζωή δεν έχει τέλος, γιατί βρήκε
μέσα της την τελείωσή της’ των δαιμονιακών περατώνεται δραματικά. Ο θάνατος
τους αποζημιώνει για τη φτώχια της ύπαρξής τους και χαρίζει στο τέλος τους μιά
μυστική δύναμη. Οποιανού η ζωή ξετυλίγεται σαν τραγωδία, εκείνος έχει το θάνατο
ενός ήρωα.
Είτε παίρνει τη μορφή της παράφορης
αυτοεγκατάλειψης ίσαμε τη διάλυση στο στοιχειώδες ή την ακαταπόνητη προσπάθεια
της συντήρησης και ανάπτυξης της προσωπικότητας, ο αγώνας με το δαίμονα
χρειάζεται καρδιά ηρωϊκή και υπόσχεται μεγαλόπρεπες πνευματικές νίκες. Άν
αντιπαραθέσαμε στο προκείμενο τον χαρακτήρα των δύο μορφών, το κάναμε μονάχα,
για να προκύψει με το σύμβολο η ομορφιά καθεμιάς, όχι για ν’ αποφανθούμε
ευνοϊκά για την μία ή για την άλλη κι’ ακόμα λιγότερο για να στηρίξουμε την
τρέχουσα αγοραία κλινική ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία ο Γκαίτε θα
αντιπροσώπευε το ομαλό και κείνοι το παθολογικό, ο ένας την υγεία κι’ οι άλλοι
την αρρώστια. Γιατί η αρρώστια που δημιουργεί αθάνατες αξίες δεν είναι πιά
αρρώστια μα μιά μορφή περίσσειας υγείας, υπέρτατης υγείας. Κι’ αν ακόμα ο δαιμονιακός
βρίσκεται στο έσχατο όριο ζωής και σκύβει κιόλας πάνω απ’ το απροσπέλαστο, απ’
το άπειρο, δεν παύει λιγότερο ν’ ανήκει στον άνθρωπο και δεν είναι καθόλου
αταίριαστος με τη φύση. Γιατί κι’ αυτή κάποτε είναι τραγική, κι’ αυτή όμοια,
πρωτότυπο όλων των νόμων, έχει τις στιγμές της έξαρσης, όπου εντείνει φοβερά
τις δυνάμεις της προκαλώντας την καταστροφή της. Κι’ αυτή κάποτε σταματάει την
ήρεμη πορεία της, μα τότε σε κείνες τις ώρες, στο υπέρμετρό της, αποχτάμε
συνείδηση του μέτρου της. Μόνο το έκτακτο ξανοίγει το πνεύμα μας, μονάχα το
ρίγος μπρος στις καινούργιες δυνάμεις μεγαλώνει την ευαισθησία μας. Γι’ αυτό το
εξαιρετικό είναι παντοτινά το μέτρο κάθε μεγέθους. Και το δημιουργικό στοιχείο
μένει, ακόμα και στις πιό αναταραγμένες κι’ επικίνδυνες δημιουργίες, αξία πάνω
απ’ όλες τις αξίες, έννοια πάνω απ’ όλες τις έννοιες.
Σάλτσμπουργκ 1925.
Χ Α Ι Λ Ν Τ Ε Ρ Λ Ι Ν
«Οι άνθρωποι δύσκολα αναγνωρίζουν τους αγνούς»
Ο θάνατος του Εμπεδοκλή
Τ Ο Ι Ε Ρ Ο
Κ Ο Π Α Δ Ι
….. Η Νύχτα κι’ η χειμωνιά θα βασιλεύανε στη γης.
Κι’ η ψυχή θα χανόταν μέσ’ την αγωνία.
Αν καμμιά φορά οι καλοί Θεοί
Δεν έστελναν παρόμοιους έφηβους,
Για να δροσίζουνε τη ζωή των ανθρώπων,
αποδιώχνοντας μακρυά το μαρασμό.
Ο
θάνατος του Εμπεδοκλή….
Ο καινούργιος αιώνας
, ο ΧΙΧος, δεν αγάπησε τα νιά του βλαστάρια. Μιά φλογερή γενιά
γεννήθηκε: ολόγιομη από φωτιά και τόλμη, εφορμάει απ’ όλα, ταυτόχρονα, τα
σημεία του ορίζοντα κι’ απ’ τα σπλάχνα των σβωλοκοπημένων χωραφιών της Ευρώπης
προς τη χαραυγή μιάς καινούργιας λευτεριάς. Το βούκινο της Επανάστασης ξύπνησε
αυτούς τους νέους’ μιά θεία άνοιξη, μιά καινούργια πίστη αγκαλιάζει τις ψυχές
τους. Το αδύνατο ξαφνικά φανερώνεται σαν ευκολοπραγματοποίητο’ η δύναμη και η
μεγαλοπρέπεια της γης, παρουσιάζονται σαν κάτι το υποσχόμενο για κάθε τολμηρόν,
από τότε που ένας άνθρωπος είκοσι τριών χρόνων, από τότε που ο Κάμιλλος
Ντεμουλέν, με μιά μονάχα θαρραλέα χειρονομία, ανάτρεψε τη Βαστίλη, από τότε πού
ένας δικηγόρος του Αρράς, λεπτοκαμωμένος σαν παιδί, από τότε που ο Ροβεσπιέρος
κάνει τους βασιλιάδες και τους αυτοκράτορες να τρέμουνε μπροστά στη λαίλαπα των
διαταγμάτων, από τότε πού ο μικρός Κορσικανός ανθυπολοχαγός, ο Βοναπάρτης, με
το σπαθί του, χαράζει στη φαντασία του τα σύνορα της Ευρώπης και πιάνει με τα
παράτολμα χέρια του το υπεροχώτερο στέμμα του κόσμου. Τώρα η ώρα τους, η ώρα
των νιάτων, έφτασε σαν τα πρώτα φύλλα μιάς απαλής πρασινάδας, ύστερα απ’ τις
πρώτες ανοιξιάτικες βροχές, ξεβλασταίνει αιφνίδια αυτή η ηρωϊκή σπορά των φαεινών
και ενθουσιωδών έφηβων. Σ’ όλες τις χώρες ανυψώνονται ταυτόχρονα, με το βλέμμα
στραμμένο στ’ αστέρια και εφορμούνε στο κατώφλι του καινούργιου αιώνα, όπως σ’
ένα βασίλειο προαιώνια προορισμένο γι’ αυτούς. Ο XVIIIος , αιώνας όπως νομίζουνε, ανήκε στους
γέροντες και στους φιλόσοφους, στο Βολταίρο και στον Ρουσσώ, στο Λάϊμπνιτς και
στον Κάντ, στον Χάϋντ και στον Βίλαντ, στους πράους και στους ανεχτικούς, στα
μεγάλα πνεύματα και στους σοφούς: μα τώρα είναι η βασιλεία της νιότης και της
αφοβίας, του πάθους και της ανησυχίας. Τους ξεσηκώνει μ’ όλη τη δύναμή του, το
κύμα πού, ολοένα φουσκώνει και πιο πολύ,
ποτέ η Ευρώπη απ’ τις μέρες της Αναγέννησης, δεν είδε καθαρότερη ορμή του
πνεύματος, ομορφότερη γενιά.
Ο καινούργιος αιώνας δεν αγαπάει τα
ατρόμητα νιάτα του, φοβάται την περίσσειά τους’ σκιάζεται από έναν φιλύποπτο
τρόμο μπροστά στην εκστατική ρώμη της υπεραφθονία τους. Και το σίδερο του
δρεπανιού του θερίζει ανελέητα τα σπαρτά της ίδιας του της άνοιξης. Εκατοντάδες
χιλιάδες συντρίβουνε, απ’ τους θαρραλέους αυτούς, οι ναπολεόντειοι πόλεμοι’
δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια ο φονικός μύλος των εθνικών ανταγωνισμών εξουθενώνει
τους ευγενικότερους, τους τολμηρότερους, τους ζωηρότερους ανάμεσα σ’ όλα τα
έθνη, και η γη της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας, ίσαμε τις
χιονοσκέπαστες στέππες της Ρωσσίας κι’ ίσαμε τις έρημους της Αιγύπτου, έχει
λιπανθεί κι’ έχει ποτισθεί με το ζεστό τους ακόμα αίμα. Μα σαν να μην γύρευε
μονάχα να εξολοθρέψει τα νιάτα, εκείνα που μπορούν να φέρουνε τα όπλα, σαν ν’
αποζητούσε να καταστρέψει κι’ αυτό ακόμα το πνεύμα των νιάτων, αυτή η μανία
αυτοκτονίας δεν περιορίζεται μονάχα προσβάλλοντας τους πολεμιστάδες, τους
στρατιώτες ακόμα και εναντίον των ονειροπόλων και των ποιητών, πού, ακόμα
σχεδόν παιδιά, διάβηκαν το κατώφλι του αιώνα, ακόμα και εναντίον των ιερότερων
μορφών, ο Όλεθρος σηκώνει το πελέκι του. Ποτέ τόσο βραχύχρονα, δε θυσιάστηκε
μιά τόσο περίλαμπρη άνθηση ποιητών και καλλιτεχνών όσο στις αρχές, αυτής της καινούργιας εποχής, πού την χαιρέτησε
μ’ έναν αρμονικό ύμνο ο Σίλλερ, αγνοώντας ακόμα τη μοίρα πού ύστερα από λίγο θα
χτυπούσε κι’ αυτόν τον ίδιο. Ποτέ η ειμαρμένη δεν πραγματοποίησε ολεθριώτερη
συγκομιδή αγνών πνευμάτων πρόωρα αφιερωμένων στην αθανασία. Ποτέ τόσο θείο αίμα
δεν πότισε το βωμό των θεών.
Διαφορετικός είναι ο χαμός τους, μα για
όλους πρώϊμους’ όλους τους χτύπησε στην πιο συγκινητική στιγμή της ανόδους
τους. Ο πρώτος, ο Αντρέ Σενιέ, αυτός ο νέος Απόλλωνας, πού στο πρόσωπό του
άνθιζε ένας καινούργιος ελληνισμός στη Γαλλία, σύρθηκε στη γκιλοτίνα απ’ το
τελευταίο αμάξι της Τρομοκρατίας: μιά μέρα αργότερα, μιά μέρα μονάχα, τη νύχτα
της 8 προς την 9 του Θερμιδώρ, και θάχε σωθεί απ’ το ικρίωμα και θάχε αποδοθεί
στην κλασσική αγνότητα του τραγουδιού του. Η μοίρα όμως δε θέλει να τον
γλιτώσει ούτε αυτόν, ούτε τους άλλους, με την οξύχολη βούλησή της, εξολοθρεύει
πάντα, σαν μιά Ύδρα, μιά ολόκληρη γενιά. Η Αγγλία είδε να ξαναπαρουσιάζεται,
ύστερα από αιώνες, μια λυρική μεγαλοφυϊα, ένας έφηβος με ελεγειακή
ονειροπόληση, ο Τζών Κήτς, αυτός ο υπέροχος προάγγελος του σύμπαντος, να πού
στα εικοσιεφτά του χρόνια η μοίρα του αρπάζει την τελευταία πνοή απ’ το
συμφωνικό του στήθος.
Ένας πνευματικός αδερφός υποκλίνεται
ευλαβικά μπροστά στον τάφο του, ο Σέλλεϋ, αυτός ο φλογερός ζηλωτής, που η φύση
τον διάλεξε για πρόδρομο των ομορφότερων μυστικών της, γεμάτος συγκίνηση,
ψέλνει, τιμώντας, τον πνευματικό αδερφό του το υπεροχώτερο επικήδειο άσμα, που
σύνθεσε ποτέ ποιητής για έναν άλλον, την ελεγεία του «Αδωνάϊ»,- μερικά όμως
χρόνια μονάχα περνούν και μιά ακατανόητη καταιγίδα ξεβράζει το κουφάρι του στο
τυρρηνικό ακρογιάλι. Ο Λόρδος Βύρωνας, ο φίλος του, ο αγαπημένος κληρονόμος του
Γκαίτε, τρέχει κι’ ανάβει, όπως ο Αχιλλέας για τον Πάτροκλο, τη φωτιά που θα
κάψει το σώμα του νεκρού στην άκρη του μεσογειακού πόντου, το θνητό σκήνωμα του
Σέλλεϋ ανεβαίνει μέσα απ’ τις φλόγες
στον ιταλικό ουρανό,- αλλά κι’ αυτός ο ίδιος, ο Βύρωνας, καίγεται, λίγα χρόνια
αργότερα, απ’ τον πυρετό στο Μεσολόγγι. Δέκα χρόνια μονάχα κι’ η ευγενικότερη
λυρική άνθηση που δόθηκε ποτέ στην Αγγλία και στην Γαλλία εκμηδενίζεται.
Αλλά και για τη νιά γενιά της Γερμανίας,
το σκληρό αυτό χέρι δεν γνωρίζει επιείκεια: ο Νοβάλις, που ο ευλαβικός του
μυστικισμός εισχώρησε ίσαμε το υπέρτατο μυστήριο της φύσης, σβύνει πολύ
γρήγορα, στερεύοντας σταλαγματιά –σταλαγματιά, σαν το φώς ενός κεριού, σ’ ένα
σκοτεινό κελλί. Ο Κλάϊστ συντρίβει το κρανίο του σε μιά παραφορά απελπισίας κι’
ο Ραϊμούντ τον ακολουθεί σε λίγο με τον ίδιο σκληρό θάνατο’ ο Γκέοργκ Μπύχνερ χάνεται στα είκοσι τέσσερα χρόνια του από έναν νευρικό πυρετό. Ο Βίλελμ Χάουφφ, ο διηγητής
με την τόσο λαμπρή φαντασία, αυτή η μεγαλοφυϊα πού δεν πρόφτασε ν’ ανθίσει,
τραβάει για το νεκροταφείο στα είκοσι πέντε του χρόνια, κι’ ο Σούμπερτ, που στα
τραγούδια του ενσαρκωνόταν η ψυχή όλων των τραγουδιστάδων, ξεψυχάει πρόωρα μέσα
σε μιάν υπέρτατη μελωδία. Η αρρώστια μ’ όλα της τα όπλα και μ’ όλα της τα
δηλητήρια, η αυτοκτονία και η δολοφονία καταστρέφουν ολάκερη τούτη τη νιά
γενιά’ ο Μπελλίνι, ο ποιητής της Νόρμας πεθαίνει μέσα στη μαγεία αυτού του
ντεμπούτου, κι’ ο Γκριντοζέντοβ, το διαυγέστερο πνεύμα της γεννώμενης Ρωσσίας,
δολοφονιέται από έναν Πέρση στην Τυφλίδα. Ο Αλέξανδρος Πούσκιν, αυτή η
καινούργια μεγαλοφυϊα της Ρωσσίας, η διανοητική της χαραυγή, συναπαντάει τυχαία
στον Καύκασο την πένθιμη πομπή του δολοφονημένου. Μά δε θα κλαίει για καιρό
κείνον που ο θάνατος τόσο σύντομα πήρε’ ένα ζευγάρι χρόνων μονάχα, κι’ η σφαίρα
του χάρου τον πετυχαίνει σε μιά μονομαχία.
Κανένας απ’ αυτούς δεν φτάνει στα
σαράντα και σπάνιοι είναι κείνοι που φτάνουν στα τριάντα: Κι’ έτσι η λυρική
άνθιση η πιό αρμονική πού γνώρισε ποτέ η Ευρώπη εξουθενώνεται σε μιά νύχτα, και
το ιερό κοπάδι των νεαρών πού, σ’ όλες τις γλώσσες, τραγούδησαν ταυτόχρονα τον
ύμνο της φύσης και του υπέργειου κόσμου, σφαγιάστηκε και διαμελίστηκε σε χίλια
δυό κομμάτια. Μοναχικός όπως ο Μερλέν στο μαγεμένο δάσος, δίχως να προσέχει τον
χρόνο που διαβαίνει, κιόλας μισο- λησμονημένος, κιόλας μισο-θρυλικός, ο Γκαίτε-
γεμάτος σοφία και γεροντάματα- στέκεται πάντα ορθός στη Βαϊμάρη, απ’ τ’
αρχαιόπρεπα χείλη του αναδίνεται ακόμα, μιά φορά τυχαία, κάποιο ορφικό άσμα.
Ταυτόχρονα πρόγονος και κληρονόμος της καινούργιας γενιάς, πού σαν από θαύμα
της επιζεί, διατηρεί σε μιά χαλύβδινη υδρία την ιερή φωτιά της ποίησης.
Ένας μονάχος, ένας μονάχος απ’ το ιερό
κοπάδι, ο αγνότερος απ’ όλους, δε θέλει ν’ αφήσει τούτη τη γη την απογυμνωμένη
απ’ τους θεούς της, ο Χαίλντερλιν’ μα η μοίρα τον μεταχειρίστηκε με τον πιό
παραδοξώτερο τρόπο. Ακόμα το χείλι του χαμογελάει, ακόμα το γερασμένο του σώμα,
βαδίζει ψηλαφιστά πάνω στη γερμανική γη, ακόμα τα βλέμματά του βυθίζουν απ’ το
παράθυρο το ολογάλαζο χρώμα τους στο αγαπημένο τοπίο του Νέκαρ, ακόμα μπορεί ν’
ανοίξει τα βλέφαρα της ευλαβικής ματιάς του στον «Πατέρα Αιθέρα», στον Αιώνιο
Ουρανό’ μα το πνεύμα του δεν είναι πιά φαεινό, είναι βυθισμένο σ’ ένα απέραντο
όνειρο. Οι θεοί, οι ζηλιάρηδες, δεν σκότωσαν κείνον που τους παραμόνευε, όπως ο
Τειρεσίας, μα αρκέστηκαν να τυφλώσουν τη διάνοιά του. Δεν τον έσφαξαν, όπως την
Ιφιγένεια, το ιερό θύμα, μα τον τύλιξαν με μιά νεφέλη και τον μετέφεραν στον
Εύξεινο Πόντο του πνεύματος, στα κιμμεριανά σκοτάδια του συναισθήματος. ‘Ένα
πέπλο πυκνό σχηματίστηκε γύρω απ’ τα λόγια του και την ψυχή του, μ’
αναταραγμένες τις αισθήσεις, «υποταγμένος σε μιάν ουράνια σλάβιά», ζει στα
ερέβη δεκάδες ακόμα χρόνια, ξένος για τον κόσμο, όπως και για τον εαυτό του,
και μονάχα ο ρυθμός, το κύμα μιάς βουβής μουσικής, βγάζει απ’ το παλλόμενο σώμα
του θρύψαλα και ξεσπάσματα ήχων. Γύρω του ανθίζουνε και μαραίνονται οι
αγαπημένες του άνοιξες, δεν τις νοιώθει πιά. Γύρω του σωριάζονται και πεθαίνουν
οι άνθρωποι, δεν το ξέρει πιά.
Ο Σίλλερ κι’ ο Γκαίτε, ο Κάντ κι’ ο
Ναπολέοντας, οι θεοί των νιάτων του, προπορεύτηκαν από καιρό στο μνήμα. Βουεροί
σιδηρόδρομοι διασχίζουν τη Γερμανία των ονείρων του, οι πολιτείες μεγαλώνουν
όμοια κι’ οι χώρες, και τίποτε απ’ όλα αυτά δε φτάνει ίσαμε τη
βαρειοσυννεφιασμένη καρδιά του. Σιγά- σιγά τα μαλλιά του αρχίζουν κι’
ασπρίζουν’ από δω και πέρα είναι ο δειλός ίσκιος, το φάντασμα του αλλοτινού
γοητευτικού όντος, που ψηλαφητά βαδίζει στους δρόμους της Τυβίγκης, ανάμεσα στα
περιγέλια των παιδιών και στα πειράγματα των σπουδαστών, πού πίσω απ’ την
τραγική τούτη μάσκα δεν αναγνωρίζουν το σβυσμένο πνεύμα’ κι’ από καιρό τώρα
κανένας ζωντανός δεν τον συλλογάται. Κάποτε, στη μέση του καινούργιου αιώνα, η
Μπεττίνα,- κείνη που άλλοτε τον χαιρέτησε για θεό- ακούει να λένε, πώς ζει
ακόμα τη «σερνάμενη φιδίσια ζωή» του, στο σπίτι του αγαθού ξυλουργού και
παραξενεύεται λες κι’ αντικρίζει έναν αποσταλμένο του Άδη, τόσο αποξενώθηκε απ’
το παρόν, τόσο το όνομά του φαίνεται σαν ν’ ανήκει σ’ ένα πτώμα, τόσο ξεχάστηκε
η μεγαλοπρέπειά του. Και τη μέρα που πλαγιάζει και πεθαίνει σιωπηλά, η βουβή
του φευγάλα δεν κάνει περισσότερο θόρυβο στη γερμανική γη, απ’ το κιτρινισμένο
φθινοπωρινό φύλλο που πέφτει στο χώμα. Εργάτες τον φέρνουν στο κοιμητήρι, μ’
ένα τριμμένο ρούχο’ χιλιάδες χειρόγραφες σελίδες σκορπίζονται ή φυλάγονται
ανάκατα και κοιμούνται χρόνια ολάκερα κάτω απ’ τη σκόνη των βιβλιοθηκών.
Κανένας δεν τις διαβάζει’ για μιά ολόκληρη γενιά, το ηρωικό μήνυμα τούτου του
στερνού γιού του ιερού κοπαδιού, του πιό αγνού απ’ όλους, δεν βρίσκει κανένα
αυτί για να το αφουγκραστεί.
Σαν άγαλμα ελληνικό στα σπλάχνα της γης,
η πνευματική εικόνα του Χαίλντερλιν, είναι κρυμμένη ολόκληρα χρόνια, δεκάδες
χρόνια, στα ερημωμένα χαλάσματα της λήθης. Κι’ όπως τέλος οι ευλαβικές
φροντίδες ανασηκώνουν, φέρνοντάς τον στο φώς, απ’ τα βάθη των σκοταδιών, τον
ακρωτηριασμένον ανδριάντα, η καινούργια γενιά νοιώθει με ιερό ρίγος την
αδιάφθορη καθαρότητα τούτης της μαρμαρένιας εφηβικής μορφής. Με την αρμονία των
αναλογιών του, τούτος ο ύστατος άλκιμος του ελλαδικού ελληνισμού, ορθώνεται
ξανά στον ουρανό και σήμερα όπως άλλοτε τα μελωδικά του χείλη ανθίζουν’ απ’ την
έξαρση. Όλα τα μαγιάπριλα πού προμήνυσε φαίνονται πώς γίνονται αιώνια μόνο με
το φανέρωμά του, και με το αχτινοβόλο μέτωπο κείνων που τους στεφανώνει η δόξα,
βγαίνει απ’ τα σκοτάδια, όπως από μιά μυστηριακή πατρίδα, για να φωτίσει την
εποχή μας. σελ. 13-19.
Ακολουθούν τα κεφάλαια:
ΠΑΙΔΙΚΑ
ΧΡΟΝΙΑ, σ.19-26
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ
ΤΥΒΙΓΚΗΣ, σ. 26-30
Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ
ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, σ.30-38
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ,
σ.38-46
ΦΑΕΘΩΝ Ή
ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ, σ.47-56
Η ΕΙΣΟΔΟΣ
ΣΤΝ ΚΟΣΜΟ, σ.56-59
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ
ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ, σ.60-73
ΔΙΟΤΙΜΑ,
σ.74-81
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
ΤΟΥ ΑΗΔΟΝΙΟΥ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, σ. 81-83
ΥΠΕΡΙΩΝ, σ.
84-92
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΤΟΥ ΕΜΠΕΔΟΚΛΗ, σ.92-100
Στην σελίδα 100 ολοκληρώνεται η
μελέτη-ανάλυση του αυστριακού συγγραφέα Στέφαν Τσβάϊχ για τον γερμανό λυρικό
ποιητή Φρήντριχ Χαίλντερλιν. Μια συνσυσχέτιση της ποίησής και της φυσιογνωμίας
του, της ζωής του με δύο άλλες μορφές της ευρωπαϊκής κουλτούρας τον Χάινριχ
Κλάϊστ και τον φιλόσοφο-«χορευτή» Φρειδερίκο Νίτσε. Και οι τρείς αυτές
φυσιογνωμίες της γερμανικής παράδοσης «αντιπαραβάλλονται» με την προσωπικότητα
και την παρουσία, τον χαρακτήρα του κραταιού και ολύμπιου, του ποιητή της
Βαϊμάρης Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe Φρανκφούρτη 28/8/ 1749- Βαϊμάρη
22/3/1832). Του «διανοητικού μονάρχη της εποχής του» όπως τον χαρακτήρισαν. Τον
ένα εκ των δύο "Διόσκουρων» κατά τον έλληνα εθνικό ποιητή Κωστή Παλαμά. Ό άλλος
είναι ο Φ. Σίλλερ. Δεν είναι τυχαία η συσχέτιση που κάνει στην μεστή ψυχολογική
ανάλυσή του ο Στέφαν Τσβάϊχ, του έργου των παραπάνω με την παρουσία και το βίο
του Γκαίτε. Ο Γκαίτε αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί ένα παγκόσμιο
πνευματικό σύμβολο του ευρωπαϊκού και όχι μόνο πολιτισμού. Είναι ο ποιητής-συγγραφέας
ο οποίος άλλαξε με το έργο του τον ρου της ευρωπαϊκής παράδοσης, όπως μερικούς
αιώνες πρωτύτερα, είχε πράξει ο ελισαβετιανός δραματουργός Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Ο
Γκαίτε είναι ο ποιητής-πολιτικός και ο πολιτικός- ποιητής. Ο άνθρωπος που
μετείχε στα πολιτικά κοινά της εποχής του δίχως να εγκαταλείψει τους τομείς των
επιστημονικών ερευνών του-βλέπε τις θεωρίες του περί των Χρωμάτων- και τις
άλλες συγγραφικές του ενασχολήσεις. Υπήρξε παραγωγικός και αποδοτικός με
όποιους τομείς καταπιάστηκε. Υπήρξε η τιμημένη και φημισμένη οικουμενική
προσωπικότητα όχι μόνο από φίλους και «αντιπάλους» αλλά ο τιμημένος από την
Εποχή του, γιατί όχι άστοχα θα σημειώναμε, ότι ο αιώνας που έζησε είναι ο
αιώνας του Γκαίτε. Ακόμα και ο σημαντικότερος στρατάρχης-αυτοκράτορας της εποχής
του ο Μεγάλος Ναπολέων όχι μόνο εκτιμούσε τον Γκαίτε αλλά, κατά την διαμονή του
στην περιοχή του Έρφουρτ, το 1808, ζήτησε να γνωρίσει από κοντά, να συναντηθεί
με τον Γκαίτε. Όπως οι ιστορικοί βιογράφοι της εποχής μας εξιστορούν, η
συνάντηση των δύο Μεγάλων Ανδρών διήρκησε αρκετές ώρες. Κατά την διάρκεια της
ιδιωτικής τους συνομιλίας, ο Μέγας Ναπολέων (ο πολιτικός που άλλαξε την μοίρα
της Ευρώπης, παρά το προσωπικό του Βατερλό) έκανε μία κίνηση που ξάφνιασε τους
στενούς του συνεργάτες. Βγάζει από την στολή του- στο στήθος του- το παράσημο
της Λεγεώνας της Τιμής με το οποίο είχε παρασημοφορηθεί, και το καρφιτσώνει στο
στήθος του Γιόχαν Β. φον Γκαίτε. Η κίνηση αυτή ξάφνιασε τον στενό κύκλο των
παρευρισκόμενων. Για το συμβάν αυτό, της τιμής του Γκαίτε από τον Γάλλο
δημοκράτη και επαναστάτη αυτοκράτορα, ρωτήθηκε κάποια στιγμή ο Ναπολέων από
έναν στρατάρχη του, τον Λεφέβρ. Του είπε: «Αλήθεια μεγαλειότατε άξιζε ο Γκαίτε
την τιμή που του κάνατε;». Και ο ευφυής πολιτικός απάντησε: «Αντιστρέψατε τους
όρους και θα πείτε την αλήθεια. Ίσως ν’ άξιζα εγώ την τιμή που μου έκανε ο
Γκαίτε..». Το παραπάνω γεγονός- το από πολιτικής απόψεως χαρακτηριστικό, μια
και οι δύο λαοί ήσαν σε μια εμπόλεμη μακροχρόνια περίοδο,
υπεροχής και κυριαρχίας τους στην γηραιά ευρωπαϊκή ήπειρο μέχρι το τέλος του
Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, φανερώνει τον σεβασμό και την εκτίμηση που έτρεφαν οι
πολιτικές και ηγετικές προσωπικότητες των αιώνων αυτών στο πρόσωπο και το έργο
του Γκαίτε. Είναι όπως φαίνεται ο μόνος (;) Γερμανός δημιουργός ο οποίος
αναγνωρίστηκε αμέσως στην εποχή του διεθνώς, δοξάστηκε και τιμήθηκε και
παράλληλα, ενδέχεται ο πλέον πολυμεταφρασμένος γερμανός δημιουργός ακόμα και
στις μέρες μας. Η ογκώδης ποιητική-θεατρική του σύνθεση «Ο ΦΑΟΥΣΤ» δεν ανήκει
μόνο στα κλασικά έργα της παγκόσμιας γραμματείας (διαχρονικά) αλλά και έχει χαρακτηριστεί ως ένα παγκόσμιο σύμβολο των χώρων και των ρευμάτων της ιστορίας της Φιλοσοφίας.
Αλλά και τα άλλα του έργα δεν υπολείπονται της μεγαλοσύνης και συγγραφικής του
αξίας. Ο «Τουρκουάτο Τάσσο», «Η Ιφιγένεια εν Ταύροις», Ο «Βέρθερος», Ο «Βίλχελμ
Μάϊστερ», ο «Χέρμαν και Δωροθέα», τα κείμενά του «Περί Τέχνης» οι «Στοχασμοί
του» και άλλα, είναι κείμενα και έργα που αγαπήθηκαν και εξακολουθούν να
αγαπιούνται από το αναγνωστικό κοινό παρά τους δύο αιώνες που πέρασαν από την
συγγραφή τους.
Η πειραιώτικη γενιά που ανδρώθηκε αναγνωστικά μετά την μεταπολίτευση του 1974, ήρθε σε επαφή με το έργο του Γκαίτε μέσω δύο βιβλίων. Το πρώτο είναι η γνωστή μετάφραση του “FAUST”, από τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, στην έκδοση των Κλασικών Παπύρου, νούμερο 1 σελίδες 194, παλαιές δραχμές 14. Η έκδοση της «Πάπυρος Πρεσσ», χωρίς χρονολογία κυκλοφορίας, συνοδεύεται από το κείμενο «Ο ΓΚΑΙΤΕ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ» υπογεγραμμένο με τα αρχικά Α. Ν. Για την πειραϊκή ιστορία να αναφέρουμε ότι μπροστά από το κτήριο της σημερινής Πινακοθήκης Πειραιά επί της Φίλωνος, δεξιά και αριστερά υπήρχαν δύο περίπτερα τα οποία ήταν τίγκα σε Βιπεράκια, Φλίπερ, Δελφίνι, (κατηγορία μικρών βιβλίων τσέπης. Αν θυμάμαι σωστά είχε κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα "Love Srory" σε μετάφραση του Κώστα Ταχτσή. Διάσημη ταινία της εποχής) και παλαιά βιβλία. Το νεοκλασικό παλαιό οίκημα στέγαζε στα παλαιότερα χρόνια το Ταχυδρομείο του Πειραιά, ενώ, στον απέναντι ακάλυπτο χώρο έρχονταν κατά διαστήματα Λούνα Πάρκ. Παραδίπλα από την σημερινή Πινακοθήκη του Δήμου βρίσκονταν η Πυροσβεστική υπηρεσία και μέχρι το τέρμα του τετραγώνου που συναντά την οδό Τσαμαδού υπήρχαν και υπάρχουν ακόμα βιβλιοπωλεία- χαρτοπωλεία. Καθώς και το μαγαζί του Μαρινάκη το οποίο ήταν στέκι των Φιλοτελιστών. Στην βιτρίνα του δέσποζαν οι σειρές των ελληνικών γραμματοσήμων- με την κεφαλή του Ερμή- και ο κατάλογος του «Βλαστού». Σε ένα λοιπόν από τα Περίπτερα ο γράφων αγόρασε το Βιπεράκι και διάβασε την μετάφραση του Α΄ μέρους του «Φάουστ». Χρόνια αργότερα, στην πόλη μας, τον Πειραιά, ο πειραιώτης φιλόλογος και συγγραφέας Γιάννης Παυλάκης κυκλοφορεί την δική του μετάφραση-ολόκληρου του έργου-σε δύο τόμους, από τις εκδόσεις «Αστήρ» Παπαδημητρίου. Η έκδοση-δεν κυκλοφόρησε ταυτόχρονα, δηλαδή και οι δύο τόμοι μαζί την ίδια χρονιά. Το γεγονός αυτό έκανε τους τόμους δυσεύρετους πέρα του γεγονότος ότι εξαντλήθηκαν αμέσως. Μερικά χρόνια αργότερα, και πάλι ο γράφων το σημείωμα αυτό παρακολούθησε μία ομιλία στο Ινστιτούτο Γκαίτε (Του «Θωμά»), επί της ΙΙ Μεραρχίας, δίπλα στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Το κτήριο σήμερα ανήκει στην Βιβλιοθήκη της Αικατερίνης Λασκαρίδη. Η ομιλία πραγματοποιήθηκε για τους μαθητές του φροντιστηρίου, με σλάϊτς. Ενώ στις 29 Μαρτίου του 1995 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, και πάλι ο γράφων, παρακολούθησε την διάλεξη του δικηγόρου-λογοτέχνη (της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών) Γιάννη Λυκ. Μαντούβαλου, για τον Γκαίτε. Ο τίτλος ήταν «ΓΚΑΙΤΕ Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ- Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟΣ», η διάλεξη οργανώθηκε από το Δήμο Πειραιά σε συνεργασία με το Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά στις 29 του Μάρτη 1995 στην αίθουσα του Δημοτικού Θεάτρου όπως μας πληροφορεί το 32 σελίδων βιβλιαράκι που κυκλοφόρησε. Η ομιλία πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία της επετείου των 163 χρόνων από το θάνατο του μεγάλου γερμανού ποιητή, δικηγόρου- νομικού και θερμού φιλέλληνα. Η ομιλία αρχινά και τελειώνει με στίχους του Κωστή Παλαμά.
Η δεύτερη
πηγή γνωριμία μας με τον Γκαίτε (δεν περιλαμβάνω την παρουσία του Κωστή Παλαμά) ήταν η πολύ καλή μετάφραση του
Νίκου Καζαντζάκη, του βιβλίου T. P. ECKERMANN, «ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΓΚΑΙΤΕ», με πρόλογο του ποιητή και
μεταφραστή Άρη Δικταίου. Είναι επανέκδοση της α΄ έκδοσης της Φιλοσοφικής και
Κοινωνιολογικής Βιβλιοθήκης του Γεωργίου Φέξη 1913, από τις εκδόσεις Γ. Λαδιά,
Αθήνα 1965. (ο τόμος επανεκδόθηκε αρκετές φορές έκτοτε). Μέσα στις 164 σελίδες του βιβλίου
ανακαλύπτουμε το πνεύμα και τις ιδέες του Γκαίτε, την φιλοσοφία, τον πλούτο των
συγγραφικών του ενδιαφερόντων, τις συγγραφικές του ενασχολήσεις. Και μόνο αυτό
το βιβλίο να έχουμε υπόψη μας, μας βοηθά να κατανοήσουμε τον κόσμο του Γκαίτε
στις ευρύτερες διαστάσεις του. Εδώ, ας μνημονεύσουμε και την έκδοση μέρους του «ΦΑΟΥΣΤ» την "Ελένη" από την Σχολή Μωραϊτη και φυσικά την καλογυρισμένη κινηματογραφική
ταινία «Αλίμονο στους Νέους» με τον Δημήτρη Χορν, τον Κώστα Μουσούρη, την Μάρω
Κοντού, την Σμάρω Στεφανίδου και τον Ντούζο. Η οποία είναι μία παραλλαγή του
μύθου του «Φάουστ». Μέχρι την τελευταία μετάφρασή του από τον Πέτρο Μάρκαρη των εκδόσεων Γαβριηλίδη η
πορεία του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε είναι μακρά και ανθηρή. Αξίζει να
μνημονεύσουμε και μία θεατρική παράσταση που είχαμε παρακολουθήσει από το
Θέατρο και το επιτελείο του σκηνοθέτη Σπύρου Ευαγγελάτου, με τα χρήσιμα
μακρόστενα θεατρικά του προγράμματα.
Ο Στέφαν Τσβάϊχ στέκεται στον ορισμό του
«δαιμονιακού», του δημιουργού «δαίμονα» που φέρουν ως συστατικό της ψυχοσύνθεσής
τους οι τρείς τραγικές προσωπικότητες, ο Φρήντριχ Χαίλντερλιν, ο Χάινριχ Κλάϊστ
και ο Φρειδερίκος Νίτσε, σε αντιδιαστολή με το έργο και την ζωή του Γκαίτε. Ο
Στέφαν Τσβάϊχ έχει κυκλοφορήσει μελέτες και για τους άλλους δύο γερμανούς
δημιουργούς (Κλάϊστ και Νίτσε, έχουν μεταφραστεί κατά καιρούς στα ελληνικά). Η
έννοια του δαιμονιακού μας πάει αρκετούς αιώνες πίσω, στον αρχαίο έλληνα
φιλόσοφο- παιδαγωγό Σωκράτη και το δαιμόνιο που τον κέντριζε (την αλογόμυγα) στις αποφάσεις και
ανιχνεύσεις του, τα υπαρξιακά του ερωτήματά. Ο Τσβάιχ οικοδομεί την δική του
θεωρία, άποψη, στο πώς οφείλουμε να εξετάσουμε την ζωή και το έργο τόσο του
Χαίλντερλιν όσο και των άλλων δύο συγγραφέων, και αυτών που ανήκουν, υπάγονται σε
αυτήν την κατηγορία. Είναι δύο Κόσμοι που έχουμε μπροστά μας. Δύο φωτισμοί όχι
αποκλειστικά αντιθετικοί μεταξύ τους αλλά μάλλον συμπληρωματικοί στην ανίχνευση
του παγκόσμιου πνεύματος. Και στα άλλα του βιβλία στην δεδομένη περίπτωση, για
τον Κλάϊστ και τον Νίτσε, μεταφέρει τον κεντρικό πυρήνα των ιδεών του, της
συνεξέτασης των συγγραφέων.
Οι θέσεις και οι απόψεις του Στέφαν
Τσβάιχ για τον Χαίλντερλιν είναι ουσιαστικές, καίριες οι επισημάνσεις του,
βρίσκονται μέσα σε ένα φιλολογικό πλαίσιο πλαισιωμένες από την ιστορία και την
ευρύτερη λογοτεχνική παράδοση της Ευρώπης. Οι σκέψεις του διαθέτουν καθαρότητα,
ο λόγος του σαφήνεια, η γλώσσα του είναι κατανοητή και το ύφος του απλό. Είναι
μία γραφή και ανάλυση ενός φιλόσοφου- δημοσιογράφου, συγγραφέα ο οποίος
διαθέτει το ταλέντο να μπορεί να πιάσει και να αφουγκραστεί τον αναγνωστικό
σφυγμό της εποχής του. Στο τι αναζητά να διαβάσει το ευρωπαϊκό κοινό εκείνων
των χρόνων γι' αυτό και είναι ο πλέον διάσημος και μεταφρασμένος συγγραφέας
τουλάχιστον των δύο δεκαετιών του Μεσοπολέμου, (1920-1930) αλλά όπως δείχνουν και οι
κατοπινές εκδόσεις και εξακολουθητικές μεταφράσεις των βιβλίων του μέχρι σήμερα.
Και μόνο στον ελληνικό χώρο να σταθούμε θα του αναγνωρίσουμε το θετικό
πρόσημο (πάνω από 82 τίτλοι). Ο Τσβάϊχ κατόρθωσε να κάνει κοινό κτήμα στις μεγάλες αναγνωστικές
μάζες, αγαπητή την Ιστορία, ή τουλάχιστον, Μεγάλες Στιγμές της και Προσωπικότητές
της. Όπως ο ίδιος μας λέει, μεγάλος του δάσκαλος υπήρξε ο αρχαίος ιστορικός και
πορτραιτίστας Πλούταρχος. Τα Πλουταρχικά ιστορικά και πολιτικά ζεύγη της
αρχαιότητας όπως μας δίνονται στους Βίους Παράλληλους του Πλουτάρχου είναι
μέγιστο παράδειγμα ιστορικής και συγγραφικής προσέγγισης, ακριβοδίκαιης εξέτασης. Είναι
βιβλία μοντέλα συγγραφής προσωπογραφιών και όχι μόνο. Στην παρούσα περίπτωση
και φιλολογικών αντίστοιχα. Και όπως ο Στέφαν Τσβάϊχ γράφει, στόχος του
είναι η οικοδόμηση μιάς «φιλολογικής χαρακτηρολογίας» και το πετυχαίνει με τον
καλύτερο τρόπο και μέθοδο ανάγνωσης.
Μαζί με το κείμενο-ανάλυση του Στέφαν
Τσβάϊχ, διαβάζουμε και την μελέτη «Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΙΛΝΤΕΡΛΙΝ» ενός από τους
μεταφραστές, του Κωστή Μεραναίου. Σελίδες 101-140. Η μελέτη χωρίζεται στις εξής
ενότητες: «Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΙΛΝΤΕΡΛΙΝ», σ.101-113. – «ΤΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΑ ΣΤΟ ΑΠΕΙΡΟ»,
σ.113-122. – «ΠΟΡΦΥΡΩΜΕΝΑ ΕΡΕΒΗ», σ.122-131. –«ΣΚΑΡΝΤΑΝΕΛΛΙ», σ.131-137. –«ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ
ΑΝΑΣΤΑΣΗ», σ.137-140.
Κάθε κεφάλαιο- ενότητα του καλογραμμένου
και καλομεταφρασμένου αυτού παλαιού μικρού βιβλίου, διανθίζεται με ποιήματα και
ρήσεις του Φρήντριχ Χαίλντερλιν.
Μεταφέροντας τις πρώτες σελίδες του
βιβλίου θεωρώ ότι έχουμε μια γενική εικόνα της μεθόδου γραφής και της
συγγραφικής οπτικής του Στέφαν Τσβάϊχ και ταυτόχρονα μια γενική επισκόπηση του
γερμανού ποιητή.
Όμως το ταξίδι στο ποιητικό σύμπαν του Φρήντριχ Χαίλντερλιν συνεχίζεται.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς
5-8 Νοεμβρίου
2024.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου