Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024

ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΦΥΛΑΧΤΑΡΙΑ

 

Π Ο Ι Η Τ Ι Κ Α  Φ Υ Λ Α Χ Τ Α Ρ Ι Α

 

ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ  ΜΕ  ΤΗ  ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ  ΜΗΤΕΡΑ

Απ’ τη βαθειά λεωφόρο του φθινοπώρου

ακούεται του φορέματός σου η μουσική

κι’ η ταραχή ανεβάζει την καρδιά μου

στο πιό ψηλό κλωνί της μοναξιάς.

Είσαι γλυκειά σαν το ξανθό πουλί

της αυγής της ζωής μου, ευλογημένη

Μελαγχολία Μητέρα μου’ καλώς ναρθείς.

Μέσα στα μάτια σου πάλι θα δω

τα πρωτινά μου μεθυσμένα μάτια.

 

-Στου παιδικού δωμάτιου τον καθρέφτη

ένα σπασμένο πρόσωπο που όλο πλησιάζει.

Στο κομοδίνο το ανοιχτό βιβλίο

της γεωμετρίας παίζει με την  πνοή

του φοβισμένου ονείρου μου. Κλειστά

βήματα. Οι πεθαμένες υπηρέτριες

μου αγγίζουνε το μέτωπο. Κανείς.

Άνοιξε. Μπήκε. Οι πιό αγαθές σκιές

πήδησαν με φωνή από το φεγγίτη.

Μεσ’ στο φανάρι της φυλάκισε το φάντασμα.

Μου έφτιασε τα σκεπάσματα. Κατέβηκε

Έκρουσε το κουδούνι του μεσονυχτιού.

Επήρε βόλτα τρείς φορές το σπίτι…

…Ο πύργος του προγόνου είναι μακρυά

όσο κι’ η σκέψη από την προσωπίδα.

(Εδώ ο πατέρας έφερνε την ερωμένη του,

κι’ όταν πιά βούλιαζε η καρδιά του τη μαστίγωνε

και ξαναγύριζε μασώντας πικροδάφνη.

Η μητέρα μας κοίταζε τις μπότες του

κι’ εκείνος τη φιλούσε στα μαλλιά).

Ξεπέζεψε. Ανέβηκε τη σάλα.

Μιά συφιλιδική βροχή χτυπούσε

στο πρόσωπο μιά κόρη πού ονειρεύονταν.

(Υποκλίθηκε κωμικά. Εξαφανίστηκε)

Άναψε τις κουρτίνες μ’ ένα στεναγμό.

 

Οι μικροί κρότοι βγάλαν τα μουσούδια τους

από το τζάκι και κοιτάχτηκαν περίεργοι.

Ύστερα πιάσανε το κυνηγητό.

Γύρισε τα δωμάτια. Ξεκουράστηκε

απάνω στο σοφό κρεβάτι. Χάϊδεψε

τη θαμπή δόξα, τα σπαθιά, το καμουτσί,

το ζαρκάδι, την πληγωμένη ώρα.

Στο πράσινο τραπέζι έπαιξε ντόμινο

με το νεκρό φύλακα πού έζησε τριάντα χρόνια

ταξιδεύοντας με τον Ροβινσώνα,

καλησπερίζοντας τις θύελλες. Τον κέρδισε.

(Χαμογέλασε. Πέρασε στη θύμηση)

Πήρε το γέλιο του και το άφησε στο πιάνο.

Ακούστηκε ένας ήχος σάμπως δάκρυσμα.

… Στα μαλλιά της χύθηκαν νυχτερίδες.

 

… Περπάτησε-σαν κάψαλο μεσ’ στο νερό…

 

Σούρουπο πέρασε απ’ τον κήπο της αγάπης μου.

Άκουσε τ’ όνομά της μεσ’ στα φύλλα.

Στα σκαλοπάτια της αποκοιμήθηκε.

Μας είδε αγκαλιασμένους ν’ ανεβαίνουμε

ξυπόλητοι έναν πέτρινο ουρανό.

Χαράματα, περνούσε ένας ζητιάνος.

Της έδωσε ψωμί και υπομονή.

Ξεδίψασε στη βρύση του παράπονου.

Γέμισε το ταγάρι της στιφόμηλα

από τον κήπο της αγαπημένης μου,

πού δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό,

πού δεν υπάρχει ούτε στον πέτρινο ουρανό.

Ύστερα χάθηκε σε κάτι καλοκαίρια

γυμνά, χωρίς ανάμνηση, χωρίς φωνή,

 

έρημα, σαν το κάψαλο μεσ’ στο νερό.

…………………………..

Τώρα επιστρέφει. Ακούω το φόρεμά της

να θροΪζη στη λεωφόρο του φθινόπωρου

Μά ίσως-δεν ξέρω- νάρχεσαι πρώτη φορά.

Ίσως το σπίτι μας να μην είχε φαντάσματα,

ούτε ο πατέρας πύργους κι’ ερωμένες.

Ίσως κι’ εγώ να μην αγάπησα ποτέ.

Μά ετούτο εδώ το μήνυμα πώς ν’ το ορίσω;

Σα να φυσάη ένας αγέρας στην καρδιά μου

από την άλλη ζωή. Σα να ξυπνάει μιά μνήμη ορθή

πού αντιπαλεύει μ’ ένα θάνατο από ομίχλη.

Σά ν’ αντικρίζω από ένα βράχο ερημικό

τα κύματα του αιώνιου πεπρωμένου

να με σιμώνουν ψιθυρίζοντάς μου «Μή φοβάσαι.

Θα ξαναρθείς στη σκυθρωπή τούτη αμμουδιά».

 

-Έλα, η γλυκειά σαν το αίμα της αυγής

των παλιών μου ημερών, μακαρισμένη

Μελαγχολία Μητέρα μου.

Πάλι να ξαναδώ τα πρώτα μάτια μου

μεσ’ στα δικά σου τα μεγάλα μάτια.

Έλα ν’ αλλάξουμε τα δώρα τα ακριβά.

Μια λάμπα, δυό λευκές κόλλες χαρτί

Ένα ζεστό μαντήλι μοναξιάς

Ένα μπουκέτο ποιήματα ασημένια.

        ΓΙΩΡΓΟΣ  ΓΕΡΑΛΗΣ

Τεύχος 34/15-10-1945, σ.424-426

--

          Ε Φ Η Β Ο Ι*

Καβάλησαν οι έφηβοι

Τα Θεσσαλικά άτια

Φορώντας κατάσαρκα μαύρους χιτώνες

Ανεμίζοντας τις ξανθές χαίτες

Βαστώντας απάνω τους όλο το βάρος

Των κόκκινων ρόδων της υγείας

Όλο το βάρος των αγαλμάτων της ομορφιάς

Μ’ όλο το βάρος της γαλάζιας φτερούγας

Των ονείρων

Έβαλαν πλώρη για τα Ηλύσια

 

Δίψα μεγάλη του θανάτου

Νόστος για την αρχή της ζωής

Ο «αναθρώσκων καπνός» της ανυπαρξίας

Το ταξίδι της επιστροφής

 

Μακάριοι όσοι επιστρέφουνε

Μακάριοι οι άξιοι πατριώτες των Ηλύσιων

Μακάριοι όσοι έμαθαν το μάθημα του θανάτου

Θα νοιώσουν και την αλήθεια της ανάστασης.

 

        Λ Α Μ Π Ε Ρ Ε Σ  Ε Ι Κ Ο Ν Ε Σ

Έσπασε τον αμφιβληστροειδή του ματιού μου

Κ’ έλαμψαν στα χέρια μου εικόνες

Από μιά μισόγυμνη αδιάντροπη άνοιξη

Ένα ιδρωμένο κίτρινο καλοκαίρι

Μια σταγόνα φεγγαριού μεσ’ στην παλάμη μου

Μιά φθινοπωρινή καμπάνα με τα δάχτυλα

        [γαντζωμένα στον γκρεμό του χειμώνα

Ένα άγουρο βλέμμα που γνέφει στη ζωή

Μιά συγκομιδή κινήσεων τονισμένη στο μοτίβο

        [του «ερχόμενου» έρωτα

Μιά απλή τριμμένη λέξη που γκρεμίζει

        [το φρούριο των αποφάσεών μας

Ένα γυμνό κορμί μπαρούτι μεσ’ στις φλέβες μου

Χρώματα πού βαστάνε από τη ρίζα της καρδιάς μου

Νυχτερινά τηλεγραφήματα με τα ιδανικά μας

Το πύρινο βλέμμα του ήλιου που καμακώνει

        [την ύπαρξή μας.

Λιωμένα κόκκαλα σπαρμένα στο χώμα πού

        [ζητιανεύουν τρυφερότητα

Αττικά πρωϊνά με ανταύγειες σαπισμένων

         [αγαλμάτων

Το διάλογο δυό ερωτευμένων βλεμμάτων

        [ανταμωμένων στην πολυκοσμία

Επιστολές με τίς φλέβες φουσκωμένες από

        [ζωντανά μηνύματα

Το τριχωτό αλυσοδεμένο μου πόδι στο κελί

        [της απογοήτευσης

Το απότομο ράγισμα της καλοφκιαγμένης μάσκας

        [ενός ανθρώπου

Νεανικά στήθια ματωμένα από τ’ αστροπελέκια

        [ της μοίρας χτίζουν αλεξικέραυνα

Μικρά πουλιά ντυμένα πούπουλο κάνουν το

        [πρώτο τους ταξίδι στο διπλανό κλαρί

Αστέρια με την καρδιά τους θρεμμένη από τον

        [ίλιγγο του ύψους

Τον ντροπαλό πόθο ενός κοριτσιού που συλλαβίζει

        [το «έλα»

Τις κόκκινες σταγόνες της πληγωμένης νύχτας

        [απ’ το μαστίγωμα του ήλιου.

                Γ Ε Ν Ν Α Ι Ο Ι  Θ Α Ν Α Τ Ο Ι

Των κήπων οι άρχοντες

Κόκκινα τριαντάφυλλα

Χαρά των αισθήσεων

Πεθάνανε περήφανοι

Υπερασπίζοντας τη ζωή τους

Δανείζοντας το χρώμα τους

Στα χέρια των δολοφόνων.

         ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ  ΜΕΤΑΞΑΣ

Τεύχος 33/15-9-1945, σ.370-371

--

        Ι Σ Μ Η Ν Η  Τ Ε Ρ Ρ

                … σιγιλλάρια νευροσπαστούμενα

                              ΜΑΡΚΟΣ  ΑΥΡΗΛΙΟΣ

                1.

έχω αφήσει πίσω μου πιά

τη σκόνη μιάς λεπτής απόστασης

το γέλιο του κήπου μας κάτω απ’ τις αχνές φυλωσιές

το υγρό βλέμμα των σπιτιών

το ευάλωτο βάδισμα γύρω στη στέρνα

έχω αφήσει πίσω μου

τα λόγια που έπαιρναν το χρώμα του κεριού

έγινα θάμνος το βράδυ

                2.

ο καθρέφτης που τραυματίζει κάθε πρωί τα χείλη σου

είναι σίγουρα πιό νωθρός από τα φύλλα του απέναντι πεύκου

                3.

      ο τέταρτος ήταν πάντοτε ένας σιωπηλός άνθρωπος συνήθως πολύ νέος στα μάτια του κουβαλούσε λίγες ξεριζωμένες στιγμές καλωσύνης το ίδιο προσεχτικά όπως ένας κινέζος νερουλάς μεταφέρει το πολύτιμο ασκί του δεν είχε ίσως καμιά επίδραση στη ζωή των άλλων τριών: έπαιζε όμως το ρόλο του όταν έρχονταν η σειρά του ευσυνείδητα κι όσο πιό αθόρυβα του ήταν δυνατό η σιωπή είναι το κλίμα των νοσούντων έλεγε καμιά φορά αποφεύγοντας το σκοτάδι χωρίς επίδειξη ούτε συνέπεια.

                4.

δέν είμαι πιά Ιππόλυτος

οι μέρες ξανάγιναν εύθραυστες

τ’ όνομά σου αρκούσε:

πολιτεία περιστεριών

                5.

      …. ενώ δεν ήταν και τίποτα το εξαιρετικό: ένα δειλό φώς

     στην κλίμακα ενός φερετροποιείου.

                Θ.  ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ

Τεύχος 37/1-1-1946, σ.19

     ΤΟ  ΤΡΑΓΟΥΔΙ  ΤΗΣ  ΔΙΑΛΕΧΤΗΣ

Έργα και λόγια στο μάρμαρο,

στην καστανιά, στο Μάη.

Κούμπωσες γερά την τρύπια χλαίνα σου

και μας πήρες μαζί σου,

ξέραμε μονάχα τ’ όνομά σου Διαλεχτή,

και την πρόσφατη πατρίδα σου, τον ξερό ποταμό.

 

Είχε το χειμώνα πείνα στο βουνό,

Διαλεχτή, θέλω να κάνω το τραγούδι σου,

το τραγούδι μιάς ηρώϊσσας νέας.

Διαλεχτή, ως πέρσυ πρόσμενες και σύ τους πελαργούς,

που έγινε και ξεφτερούγησε στα δάχτυλά σου,

αυτό το παγκόσμιο και πρωτόγονο ξεφώνημά σου!

Διαλεχτή, κανείς δεν έχει τραγουδήσει τόσο μεστά,

τόσο μελαχρινά, λεβέντικα στα δάση,

εκτός εκείνοι, οι πολλοί, νομίζω τότε

κόκκινα αμάξια μες’ το μεσημέρι,

καβαλαρέοι φωτιάς.

   ΘΑΝΑΣΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ, ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Τεύχος 43/ 7,8, 1946, σ. 258

        ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ  ΔΙΑΘΕΣΗ

Αρρώστησαν τά κουρασμένα τ’ απογεύματα,

κι’ εγώ δε σε γνωρίζω.

-Κι’ όμως, όλο σιμώνω το παράθυρο,

σά νάναι να σε συναντήσω.

 

Έξω ένα φώς σπαρταριστό, που όλο κι’ αγγίζει τις κορφές,

μες στο γαλάζιο γυαλί θρυμματισμένο πέφτει’

τρέμει στον τοίχο σα νερό, γέμισε η κάμαρα φλουρί

και τρέχουν χνούδια στον καθρέφτη.

 

Πέρα, σε δάσος μυθικό, ψίθυρος ήσουν κι’ αντηλιά,

την ώρα που οι λιγνοί κορμοί μακραίνουν τα είδωλά τους,

-και σ’ έφερεν ο ήλιος ο απογευματινός,

από τα δυσμικά παράθυρα του.

 

Μα έφτασες τόσο μυστικά, μέσα στην άχνη τη χρυσή,

πού πιά δε σε γνωρίζω’

-κι’ ο ήλιος που σ’ έφερε μαζί του, ο απογευματινός,

σαν φύγει θα σε πάρει πάλι πίσω.

        ΚΩΣΤΑΣ  ΣΤΕΡΓΙΟΠΟΥΛΟΣ

Τεύχος 44/ Χριστούγεννα 1946, σ.332            

     Τα ποιήματα προέρχονται από το παλαιό λογοτεχνικό περιοδικό ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΑ  ΠΑΡΕΡΓΑ

Πειραιάς,

20/11/2024              

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου