Μνήμη ποιητή και στιχουργού
ΜΙΧΑΛΗ ΓΚΑΝΑ (1944-12/11/2024)
Μ ι κ ρ ό Α ν θ ο λ ό
γ ι ο
Θεμέλιο χρώμα
Πληγωμένο
κοτσύφι
από κλαρί σε
κλαρί.
Καθώς το
αίμα του
στάζει στο
χιόνι,
πληθαίνει το
μαύρο.
--
Το σκυλί
Το ΄να σκυλί
το σκότωσαν
τ’ άλλο το
πήραν οι γειτόνοι.
Βγαίνει τις
νύχτες
και κοιτάει
το φεγγάρι,
μυρίζει στις
μολόχες
πού του
‘ριχνες ψωμί.
‘Υστερα
βρίσκει τον τορό
κ’ έρχεται
με μουσούδα
όλο δροσιές
στο μνήμα σου.
Κάθεται στα
πισινά κι ακούει
τ’ άλλο
σκυλί που αλυχτάει κάποιο διαβάτη.
--
Οι μέρες κ’ οι νύχτες μου
Οι μέρες κ’
οι νύχτες μου
κι όλος ο
χρόνος που πέρασε.
Α’ φημένος
εδώ
ένα τίποτε ή
ένα σημάδι
κάτω απ’ το
γλόμπο του ήλιου.
Καίει το
σκοτάδι αθόρυβα
καταναλώνει
τα δέντρα και τη φυλή μου.
Ο’λα τούτα
προστίθενται
κάπου ή αφαιρούνται!
--
Ομαδικό
πορτραίτο
Έσκαψαν το
βουνό. Έβγαλαν πέτρα.
Το ‘χτισαν
πάλι με την ίδια του την πέτρα.
Στερέωσαν τα
χώματα. Πιάσαν νερά.
Σημάδεψαν τα
βήματα του θεού στους λόφους
κ’ έφεραν
λάδι από μακριά για το καντήλι τους.
--
Ώ αγέννητε γέροντα
εσύ με τα
μακριά μαλλιά
με τα άκοπα
νύχια
έρχεται
μπόρα.
Τα πουλιά
τρυπώνουν στα κλαργιά
εσύ με τα
μεγάλα φρύδια.
Είμαι
μυρμήγκι στην παλάμη σου
και τα
μυρμήγκια έχουν φωλιά
εσύ με τα
παγωμένα μουστάκια.
Φύλαξέ με
Πάρε το φόβο
να περάσει η
νύχτα
εσύ με τα
κατηφένια γένια.
Αγέννητε
γέροντα αιώνιο βρέφος.
--
Λίγα φύλλα λίγα πουλιά
στο τέλος
του φθινοπώρου.
Νύχτα ώ
σκοτεινέ βατήρα της ψυχής μου.
Τελευταίο
χορτάρι
τελευταίος
άνεμος πάνω στη γη.
Σκοτεινή
μητέρα
χτυπάει
ακόμα η ζεστή σου καρδιά.
--
Ν
Α Υ Α Γ Ι Ο
Παλιό το
σπίτι, πέφτουν σοβάδες,
μετριούνται
τα πλευρά του τοίχου.
Από μέσα η
μάνα,
απ’ έξω ο
αντίχειρας του Θεού,
θα τη
λιώσει.
Σ’ όποια
γωνιά κι αν πας,
τα πράγματα
γυρίζουν να σε δούν,
απότιστα
γελάδια.
Πίσω απ’ τα
ντουλάπια της κουζίνας
είναι άλλα
ντουλάπια
και πίσω απ’
αυτά πάλι ντουλάπια
ως το βυθό
του τοίχου
και το παλιό
ψυγείο.
Εδώ
κοιμίζουνε τ’ αρθριτικά τους χέρια
η κυρά- Λένη
η κυρά-Μαρία…
Το σπίτι
παλιό, πολυταξιδεμένο,
άξαφνα κάνει
μνήμες, βουλιάζει.
--
Νοσοκομείο
Ερυθρού Σταυρού
στη
μάνα
Τα χέρια σου
τα κέρινα
η Παναγιά
εκράτει.
Χιόνιζε στα
σεντόνια σου
και σ’ όλο
το κρεβάτι.
Η κόκκινη
λιανή γραμμή
του
πλαστικού σωλήνα,
από τη
φανερή πληγή
σαν ποταμάκι
εκίνα.
Κι έφευγαν
απ’ τα μάτια σου
σκιαγμένα τα
τρυγόνια
και μ’ έφερναν
σ’ άλλους καιρούς
και στα
μικρά μου χρόνια.
Μικρά πολύ
πικρά πολύ
χτισμένα
γύρα γύρα
και μόνο από
τη χούφτα σου
σπυρί χαράς
επήρα.
--
ΑΝΤΙΤΙΜΟ
Μόνο το φίδι
ξέρει τί θα πεί
ν’ αλλάζεις
το πετσί σου,
γι’ αυτό του
περισσεύει το φαρμάκι.
--
ΑΝΟΧΥΡΩΤΟ
Θόλοι
του άσπρου. Στουπέτσι
και
γλειμμένα κόκαλα.
Περνούν οι
πεθαμένοι με νοτισμένα
σπίρτα και
θαμπά
φανάρια.
Οι πόρτες
των σπιτιών
ανοίγουν
όλες προς τα έξω.
--
Μνήμη
Κ. Γ. Καρυωτάκη
Στον Γ. Π. Σαββίδη
Παράθυρα που
κούρασε η θέα
στη Νίκαια,
στο Μετς, στην Καλλιθέα
και δεν
μπορούν ν’ αλλάξουν περιβάλλον.
Τα χτίζουν
ένα ένα τα καημένα
στών τοίχων
τα πλευρά και των μετάλλων,
άνθρωποι σαν
εσένα σαν εμένα.
Στο τέλος τα
δουλεύουν οι τζαμτζήδες
γράφοντας
τις ομάδες που αγαπάνε.
Φαίνεται
καθαρά πόσο πονάνε
σ’ εμάς τους
μανιακούς μπανιστιρτζήδες.
Οι ένοικοι
κρεμάνε τις κουρτίνες,
να κρύψουν
τί στ’ αλήθεια κι από ποιόνε.
Όλοι το ίδιο
γδύνονται και τρώνε
και χάνονται
στο κρεβατιού τις δίνες.
Γιατί να
τελειώνει λυπημένα
το ποίημα
πού τόσοι κατοικούνε.
Ποιός τάχα
να το χρέωσε σε μένα
και πίσω από
την πλάτη μου γελούνε
ένοικοι,
εργολάβοι, θυρωροί…
--
Α
Κ Α Ρ Ι Α Ι Α
1., Θα
‘χουμε σε παλιό καθρέφτη γνωριστεί
κι έμεινε
αυτό το ράγισμα στα μάτια.
3., Θέλει κι
η νύχτα μιά γουλιά απ’ το αίμα σου
για να
σαλπίσει τ’ άστρα της.
4., Κάποτε
πέφτει η ψυχή, εκεί πού
το κορμί
σκοντάφτει.
Πέφτει σαν
αρμαθιά κλειδιά,
μένεις απ’
έξω.
5., Χρόνια
που πέσαν πάνω μας σαν προβολείς.
Μας
ντουφεκίζουν έναν έναν,
σαστισμένους
λαγούς.
6.,
Περίπολοι της νικοτίνης.
Οι κάννες
τόσων τσιγάρων
στραμμένες
επάνω μου.
9., Τριμμένο
σακάκι, τριμμένο χέρι
μασχάλες
ξηλωμένες.
Πού θα
φανούν στη σταύρωση.
10., Ζυγώνει
το μέλλον, σφραγισμένη μποτίλια.
Αδειανή ή
γεμάτη, ρωτούν οι γονείς.
Μαύρη, παιδιά
μου, μαύρη τους λέω.
11., Ελλάδα ‘80
Μοιάζεις επιπλωμένο οικόπεδο
με θυρωρό βεβαίως και γκαράζ.
13., Ο θάνατος
παλιό μπροστογεμές.
Μ’ όλες του τις
αφλογιστίες,
πιάνει κάποτε.
--
Εγώ τον πόνο
τον βαστώ την πίκρα την αντέχω
κλαίω γιατί
σε ξέχασα και όχι που δεν σ’ έχω.
--
Έτσι ήταν η Ελλάδα
πάντοτε
ένας δίσκος
με αντίδωρα.
Κανένας δεν
τη χόρτασε.
--
Α
Ν Ι Σ Α Δ Ι Κ Α Ι Ω Μ Α Τ Α
Άλλη μια νύχτα
με σκυμμένους ώμους,
με νάιλον
σακούλες και τσαντάκια.
Των διαβάσεων
τα φαναράκια
ηλιοβασίλεμα
θυμίζουνε και δρόμους.
που παίρναμε
παιδιά και δε μας βγάζαν
στο σπίτι με
την άγκυρα στον πάτο,
αλλά γραμμή στον
Πόντιο Πιλάτο
Τα χέρια του
δυό ζώα που νυστάζαν.
Ώ συμπολίτες,
ώ πικροί μου φίλοι
άνισα δικαιώματα
ζητήστε
κι αν πιάσει
της ψυχής σας το φιτίλι,
όλους τους βουλευτές
καταψηφίστε
και βγείτε
με το μπόι του ο καθένας,
να λάμψει ο
κρυμμένος σας πυθμένας.
--
Από την σειρά Ο ύπνος του καπνιστή 2003
Λίγο πρίν
κοιμηθώ αργά το βράδυ
ανοίγει κάποια
πόρτα στο σκοτάδι
κι ακούω μες
στο στήθος μου γατάκια
που κλαίνε
σε αυλές και σε σοκάκια
μέχρι να βρούνε
στο μαστό του ύπνου
το ρόφημα
του βλαβερού τους δείπνου
θηλάζοντας
την πίσσα της ημέρας
στη ρώγα μιάς
αόρατης μητέρας.
Βυθίζομαι μαζί
τους λίγο λίγο
στης νύχτας
την τυφλή δικαιοσύνη
και σ’ έναν
εφιάλτη καταλήγω’
ιαγουάροι μαύροι
έχουν γίνει
κι αλαφιασμένος
τρέχω να ξεφύγω
σε στέπες
που αχνίζουν νικοτίνη.
--
Π
Ε Ρ Ι Π Ο Ι Η Σ Ε Ω Σ
Κι εσύ που ξέρεις από ποίηση
κι εγώ πού δεν διαβάζω
κινδυνεύουμε.
Εσύ να χάσεις τα ποιήματα
κι εγώ τις αφορμές τους.
Όλα τα ποιήματα του σπουδαίου ποιητή και
στιχουργού Μιχάλη Γκανά (1944-12/11/2024) προέρχονται από
διάφορες ποιητικές του συλλογές που έχω από παλαιά διαβάσει. Από την περίοδο
που ο σημαντικός αυτός έλληνας ποιητής και σεμνός άνθρωπος εργάζονταν ως
υπάλληλος στο παλαιό βιβλιοπωλείο της «Δωδώνης» στην Αθήνα, κάτω από το
σπίτι-ίδρυμα του δασκάλου ποιητή Κωστή Παλαμά. Πάντοτε ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς
από τις λίγες κουβέντες που αντάλλασσε μαζί σου, καταλάβαινε τι σχέση έχεις (ο
πελάτης) με την ποίηση και φορές, ποιος ποιητής ή ποιήτρια εκφράζει την
αναγνωστική σου ιδιοσυγκρασία και γούστο. Ήταν σωστός και ακριβοδίκαιος
συμβουλάτορας και αυτό ήτανε κάτι που το διαισθανόσουν αμέσως όταν πιάνατε
συζήτηση. Διακρίνονταν για την πνευματική του καλλιέργεια, την αξιοπρέπεια και
ήθος, διέθετε ένα είδος έμφυτης εσωτερικής αίσθησης του τι είναι και πως
λειτουργεί η ποίηση, ποιοι οι κανόνες της. Τα ποιητικά του διαβάσματα πολλά, το
ένιωθες αμέσως και ιδιαίτερα των παλαιότερων γενεών ποιητές που αγαπούσε όπως ο
Κώστας Κρυστάλης. Ο δικός του ποιητικός λόγος από την άλλη, εμφορούνταν έντονα,
από τα στοιχεία του λαϊκού ρυθμού, της αυθεντικής λαϊκής παραδοσιακής μουσικότητας
και ηχητικής της γλώσσας, ενταγμένη ομαλά στην σύγχρονη ποιητική τεχνική και
της μικρής φόρμας στιχουργημάτων. Η γλωσσική του έκφραση έχει τους τόνους και
τους τονισμούς τις αποχρώσεις της προφορικής λαϊκής λαλιάς. (ντοπιολαλιάς). Ο
ποιητής Μιχάλης Γκανάς διαθέτει το ένστικτο εκείνο που σε κάνει να γνωρίζεις
πότε μία ποιητική μονάδα ή ποιητική σύνθεση είναι άρτια στα μάτια του
αναγνώστη, μπορεί να σου προσφέρει ένα αισθητικό αποτέλεσμα, συγκίνηση, χαρά, οικεία και θερμή εικονοποιία.
Ακόμα και αν δεν το αντιλαμβανόμαστε με την πρώτη ματιά, τα ποιήματά του,
διαθέτουν εσωτερικό ρυθμό, έχουν θα γράφαμε μία μουσική δομή. Είτε ως δύστυχα,
είτε ως πεζολογικά πολύστιχα είτε ως ποιητική ολοκληρωμένη σύνθεση. Μία ηχητική
η οποία θυμίζει λαϊκά παραδοσιακά άσματα και γνήσιο ελληνικό δημοτικό τραγούδι
πρίν αυτό χάσει την βιωματική αυθεντικότητά του,-των ανθρώπων και της
τοποθεσίας που εξέφραζε- προσαρμοστεί σε τουριστικογλεντζέδικα διασκεδάσματα
εμπορικοχορευτικών προδιαγραφών. Ακούσματα, ήχοι, κελαϊδισμοί, συρσίματα
ζωντανής οργανικής ύλης, θροΐσματα φύλλων και βουητά ανέμων που περιδιαβαίνουν
ανάμεσα στα δέντρα, ψιθυρισμοί ενός Φυσικού Τοπίου, της ιδιαίτερης πατρίδας
του, του γενέθλιου τόπου του που είναι στην αληθινή του διάσταση το Ελληνικό
Τοπίο της Ελλάδας στις διάφορες εποχιακές αλλαγές του αλλά, και στις ιστορικές
και πολιτικές παρεμβάσεις που επήλθαν κατά τα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού και
της κατοπινής αστικοποίησής του αποτελούν το ποιητικό –στιχουργικό σύμπαν του
Μιχάλη Γκανά. Αστραπές και χρώματα, σιωπές και πρωτόπλαστη φυσική αγριάδα,
βελάσματα και πατήματα ζώων, φωνές ελεύθερων πουλιών, θεοπούλια και μποστάνια,
άγγελοι της νύχτας και γυναικεία φεγγίσματα προσώπων, απόκρημνα φαράγγια αλλά
προπάντων, όψεις και είδωλα, φιγούρες και εικόνες, ονόματα κεκοιμημένων, μια
ατέλειωτη του χάρου παρουσία, σκιές πεθαμένων που περπατούν με τους ζωντανούς,
θλιμμένες σκιές, εξόριστες παλαιών εποχών υπάρξεις, βασανισμένες και πικραμένες
φωνές, ένα σιγανό υπόγειο τραγούδι ζωντανής μνήμης είναι η ποίησή του. Αν την
προσεγγίσουμε εν συνόλω, (από τα πρώτα της ίχνη ως τα τελευταία της βαδίσματα)
η ποίηση του Μιχάλη Γκανά μοιάζει με ένα ανοιγμένο οικογενειακό φωτογραφικό
άλμπουμ, είναι το προσωπικό και της οικογένειάς του, των φιλικών του ατόμων και
συγχωριανών, των γυναικών που αγάπησε και ορέχτηκε ασπρόμαυρο άλμπουμ, είτε αυτές
οι φιγούρες βρίσκονται εν ζωή είτε έχουν φύγει από κοντά μας. Δεν παύουν οι
ψυχές τους να φτερουγίζουν ανάμεσά μας. Ενώ παράλληλα, με την απεικόνιση των
δεκάδων επώνυμων και ανώνυμων πορτραίτων των διαφόρων χαρακτήρων και των καθημερινών τους στιγμών, βλέπουμε και
την «στατικότητα» ή τις αλλαγές που επέρχονται στο φυσικό τοπίο, μυρίζουμε,
αναπνέουμε τις εύοσμες μυρωδιές του, απολαμβάνουμε τις ομορφιές του, χαιρόμαστε
τα μυστικά του δώρα, τους κύκλους των εποχών του. Τρεφόμαστε από το λίπασμα των
εντολών του, ακούμε τις ιστορίες του σαν παραμύθι στο ποιητικό παραγώνι. Δεν
ξεχωρίζεις ποιος ο μύθος του χώρου και ποιά η αλήθεια του, ποιοι οι ζωντανοί
και ποιοι οι πεθαμένοι. Ένα ελληνικό τοπίο που αλλάζει και γεννά θετικά και
αρνητικά συναισθήματα στους κατοίκους, στους Έλληνες. Στο χώμα που μυρίζει
θυμάρι και «αθέατο βασιλικό», κεράκι πολύφυλλο καθώς σουρουπώνει και τα όνειρα
των άστρων μπερδεύονται με αυτά των ονειροπόλων ερωτευμένων ανθρώπων καθώς
βαδίζουν αγκαλιασμένοι πάνω στις πευκοβελόνες, ορειβατούν στις χιονισμένες
βουνοκορφές αναμένοντας τις πρώτες αχτίδες του ήλιου να δροσίσει τα αισθήματά
τους. Μια πατρίδα που πότε φιλεύσπλαχνος μητέρα και παιδαγωγός ζωής και πότε
μητριά πατρίδα άσπλαχνη τροφός που διώχνει τα παιδιά της. Μια Μάννα, που, όπως
γράφει σε Επίγραμμά του: «Μάνα, ας είναι/ ελαφρύς ο πόνος μας/ που σε
σκεπάζει». Έντονη, ισχυρή και άσπιλη η «πατριδολατρία» του Μιχάλη Γκανά είτε
στις φωτεινές της πτυχές είτε στις σκοτεινές πλευρές, τις θλιμμένες και
απεγνωσμένες της ποίησής του. Μια ποίηση που ότι και να διαλέξεις να διαβάσεις
από αυτήν στην πορεία της στο χρόνο θα σε συγκινήσει, θα σε γεμίσει
συναισθήματα, θα σου ξυπνήσει μνήμες και παραστάσεις, εικόνες που δεν θέλουν να
σβήσουν. Σαν το κανάτι που γεμίζει ξανά και ξανά από το κρύο και δροσερό νερό
της βρύσης της κοινότητας και δεν λες να ξεδιψάσεις. Ιστορία και παραμυθία,
εμφύλια τραύματα και βάσανα ανθρώπων, συνήθειες και παραδόσεις, μύθος και
ελληνική παράδοση, τοποανθρωπογεωγραφία που χάνεται στα βάθη των καιρών, μια
διαρκή πνοή έρωτα και ματαιότητας, ευτυχίας και εσωτερικής πληρότητας αλλά και
πένθους, όχι όμως πλησμονής, λήθης. Τα «παράσημα» της θλίψης κρατούν ανοιχτούς
τους διαύλους της μνήμης, τις γέφυρες επικοινωνίας του παλαιού πολιτιστικού
λιπάσματος με το νέο. Η γλώσσα κοινή, η αίσθηση του τοπίου επίσης, οι ήχοι των
λέξεων διαχρονικό τραγούδι- ποίημα στα ανθρώπινα χείλη δίχως διάκριση και
λογιοσύνης αποκλεισμούς.
Τα
ποιήματα του Μιχάλη Γκανά λειτουργούν οργανικά και με την ποιητική φόρμα και
την πεζολογική, δίχως να χάνουν την ποιητικότητα και την μουσικότητά τους.
Είναι αυθεντικά Τραγούδια που γίνονται Ποιήματα και ένας Ποιητικός λόγος ο
οποίος τείνει και γίνεται στην ουσία του Τραγούδι. Αγγίζει και συγκινεί δηλαδή
τόσο το επώνυμο άτομο όσο και το ανώνυμο πλήθος. Η ποιητικότητα του και ο
συναισθηματικός του κόσμος, οι ερωτικοί του αναβαθμοί, οι συγκινήσεις του με
ότι έρχεται σε κοινωνία ανθρώπων ή τοπίου, ανασαίνουν εξίσου αρμονικά είτε ως
καθαρό ποίημα είτε ως αυθεντικό λαϊκό τραγούδι. Είναι ίσως, από τους λίγους
σύγχρονους έλληνες ποιητές (αν και έχουμε και τις περιπτώσεις του Γιάννη
Ρίτσου, του Μάνου Ελευθερίου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου, του Διονύση
Σαββόπουλου…) του οποίου η ποιητική παραγωγή μπορεί να μελοποιηθεί και να
τραγουδηθεί άνετα, αβίαστα, δίχως ενδοιασμούς από το μεγάλο μουσικόφιλο κοινό,
το πλήθος που δεν το αγγίζει εύκολα η λόγια ποίηση, και αντίστοιχα οι στίχοι
των τραγουδιών του μπορούν να συμπεριληφθούν σε μία ποιητική ανθολογία ή να
διαβαστούν από το λόγιο κοινό ως ποιήματα, να κυκλοφορήσουν αυτόνομα ως
ποιητική συλλογή. Μιάς ποίησης Ηπειρώτικο τραγούδι, βουνίσιας ατμόσφαιρας.
Είναι «μαλαματένια» ακόμα και τα «Μαύρα λιθάρια» του ποιητή και στιχουργού
Μιχάλη Γκανά. Μια μουσική μεν αλλά δωρική γλώσσα η οποία χαρακτηρίζεται
από την αφθονία των ολοκληρωμένων ή θρυμματισμένων λέξεών της, αυτών που
σπονδυλώνουν την επωνυμία και ανωνυμία του πλήθους μέσα και του πέριξ χώρου των
Ιωαννίνων. Ατέλειωτες ώρες της ξενιτειάς και αναρίθμητες ώρες του νόστου. Και
«Η μάνα μοναχή στο σπίτι/ και τα παιδιά στις πολιτείες/ το ένα γκαρσόνι το άλλο
σωφέρ/ το τρίτο μετανάστης. –Θα ‘ρθω μανούλα νοικοκύρης/ με κούρσα κόκκινη και
με γραβάτα./ - Θα ‘ρθεις παιδί μου μουσαφίρης/ με δυό βρυσούλες στα πικρά σου
μάτια».
Τον ποιητή και στιχουργό Μιχάλη Γκανά τον
συναντούσες ενίοτε και στο τυπογραφείο-εκδόσεις «Κείμενα» του συγχωρεμένου
Φίλιππου Βλάχου όπου είχε κυκλοφορήσει την πρώτη του αλλά και την δεύτερη
ποιητική του συλλογή. «ΑΚΑΘΙΣΤΟΣ ΔΕΙΠΝΟΣ» (1978) και «ΜΑΥΡΑ ΛΙΘΑΡΙΑ» (1981). Οι
δύο αυτές πρώτες του ποιητικές συλλογές επανεκδόθηκαν τα κατοπινά χρόνια από
τις εκδόσεις «Καστανιώτη» όπως και οι υπόλοιπές του. «ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ» (1989),
«ΠΑΡΑΛΟΓΗ» (1993), «ΤΑ ΜΙΚΡΑ» (2000), «Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ» (2003). Στα
κατοπινά χρόνια τόσο οι ποιητικές του συλλογές όσο και τα αφηγήματά του της
«Μητριάς πατρίδας» και άλλες του Μικρές ιστορίες, επανακυκλοφόρησαν από τις
εκδόσεις «Μελάνι». Τα Ποιήματά του της περιόδου 1978-2012, κυκλοφόρησαν για
πρώτη φορά από τις εκδόσεις «Μελάνι» το Νοέμβριο του 2013. Έκτοτε έχουν κάνει
πάνω από επτά επανεκδόσεις. Πράγμα που φανερώνει την αγάπη του φιλότεχνου
κοινού αλλά και του φιλόμουσου, που γνωρίζει να ξεχωρίζει τα αισθητικής
ποιότητας τραγούδια που διαθέτουν καλό στίχο. Και αυτό είναι ευχάριστο και
αισιόδοξο. Ο Μιχάλης Γκανάς μεταξύ άλλων συμμετείχε και στον τόμο «ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ»
με ποιήματα και τραγούδια που κυκλοφόρησαν οι εκδόσεις «Άγρα» (1993), με την
συμμετοχή και των ποιητών Διονύση Καψάλη, Γιώργου Κοροπούλη και Ηλία Λάγιου.
Ενώ μας έχει δώσει σε ελεύθερη απόδοση το ερωτικό εκκλησιαστικό ποίημα «Άσμα
Ασμάτων», εκδ. «Μελάνι» 2005. Μέχρι πριν φύγει εχθές από κοντά μας, ήταν αν και
δωρικός και λιγομίλητος ποιητικά παραγωγικότατος.
Δεν θέλησα στο μικρό αυτό ποιητικό
ανθολόγιο στη μνήμη του, να συντάξω τις ποιητικές μονάδες σύμφωνα με την χρονιά
κυκλοφορίας των συλλογών του, ούτε να σημειώσω τους διάφορους εκδοτικούς οίκους
που επανεκδόθηκαν,- αυτούς τους αναφέρω στον σχολιασμό μου, ούτε και τις
αντίστοιχες σελίδες. Θέλησα διαβάζοντάς τα, να τα δω ως μία ενιαία ποιητική
ολότητα, σαν μία συνέχεια του ποιητικού λόγου δίχως τις όποιες αχνές ή έντονες
«διαχωριστικές» γραμμές χρονικών περιόδων που γίνονται από τους κριτικούς και
σχολιαστές της ποίησής του.
Ας είναι η ποίηση και των τραγουδιών
του χλωροφύλλη αιωνία.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς
Τετάρτη 13
Νοεμβρίου 2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου