«Το Κόμμα δεν είναι κριτικός της
λογοτεχνίας»
Συνέντευξη του Μανόλη
Αναγνωστάκη
Περιοδικό Η Αριστερά Σήμερα, τεύχος
12-13/ Ιούνιος- Σεπτέμβριος 1985, σ.80-83.
Συνήθως, οι μέχρι τώρα
συζητήσεις (ίσως όχι ο προβληματισμός των πρωτοπόρων της ανανέωσης) για τον
ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος στην πολιτιστική ζωή περιοριζόταν στη σχέση
της ηγεσίας τους με τους δημιουργούς, στο αν επιτρέπεται το Κόμμα, ως
ιεραρχικός πολιτικός οργανισμός, να επιλέγει και να απορρίπτει έργα, αισθητικές
σχολές και νοοτροπίες. Για τον ανανεωτικό χώρο, τουλάχιστον, κατακτήθηκε η
σταθερή θέση του πλουραλισμού, της απόρριψης της ιδέας ότι κάποιο κέντρο
ελέγχει την «ιδεολογική ορθότητα» των έργων τέχνης.
Όμως,
νέα προβλήματα φωτίζουν και από άλλες πλευρές το ίδιο ερώτημα:
α)
Μήπως, όπως, έχει επισημανθεί με διάφορες ευκαιρίες, ο πλουραλισμός συνδέεται
σήμερα και με μία απονεύρωση; Ο κριτικός λόγος έχει πέσει σε λήθαργο;
β)
Ποιός μπορεί να είναι ο ρόλος η συμβολή του Κόμματος στον πολιτισμό συνολικά,
και όχι μόνο στην καλλιτεχνική δημιουργία;
Μανόλης
Αναγνωστάκης: Καταρχήν, και αν ακόμα δεχτούμε σαν σωστή αυτή τη διαπίστωση
(περί λήθαργου κ.λπ.) η θεραπεία δεν είναι οπωσδήποτε η άρνηση και ο ξορκισμός
του πλουραλισμού. Αλλά γιατί, άραγε, έχει περιπέσει σε λήθαργο ο κριτικός λόγος;
Συνδέεται αναγκαστικά, νομοτελειακά, ο πλουραλισμός με την απονεύρωση; Ή,
αντίθετα, έχουμε έναν ανάλογο και παράλληλο πλουραλισμό και στην κριτική, έτσι
ώστε να καταργούνται ουσιαστικά «οι αυθεντίες»-και ακριβώς αυτός ο
πλουραλισμός, μας φέρνει σε αμηχανία, γιατί δεν υπάρχουν πια οι καταξιωμένες
αυθεντίες και τα ασφαλή σημεία αναφοράς;
Η εκ νέου αναζήτηση αυτών των αυθεντιών
και αυτών των σημείων αναφοράς, δύσκολα κρύβεται μερικές φορές. Η νοσταλγική
επίκληση της «θέσης» είναι, για πολλούς ακόμα, βασανιστική, έστω και
ανομολόγητη. Ποιό το καλό, ποιό το κακό-αυτό, υποτίθεται, είναι το χρέος της
κριτικής και, εντελώς ιδιαίτερα, το χρέος αυτό απαιτείται από την αριστερή κριτική. Αλλά τι θα πει αριστερή κριτική στις
μέρες μας; Και σε ποιό βαθμό η όποια κριτική, που βλέπει «από τ’ αριστερά»
αγκαζάρει το σύνολο των αριστερών, που ιδεολογικά ταυτίζονται με τον
κριτικό-και, πολύ περισσότερο, με το Κόμμα στο οποίο ανήκει ή του οποίου τις
γενικές γραμμές ακολουθεί;
Αν υπάρχει πρόβλημα κριτικής αυτή τη
στιγμή στην Ελλάδα (παίρνοντας ως δεδομένο ότι υπάρχει, ενώ είναι μάλλον
ζητούμενο), αν υπάρχει έλλειψη ενός περιοδικού κριτικής, αν δεν υπάρχει μιά
ομάδα κριτικών που θα λειτουργούσε σαν υποκινητής ιδεών και φορέας ενός
συγχρονισμένου ανανεωτικού κριτικού πνεύματος- για όλα αυτά δεν ευθύνεται
φυσικά ο οργανισμός που λέγεται Κόμμα ή, για να το συγκεκριμενοποιήσουμε, το
ΚΚΕ Εσωτερικού. Απλούστατα, αυτές οι δυνάμεις και αυτές οι πραγματώσεις δεν υπάρχουν. Ας αναζητηθούν αλλού οι ευθύνες και οι αδυναμίες, που είναι
οπωσδήποτε υποκειμενικές, γιατί- μην
κρυβόμαστε- οι αντικειμενικές προϋποθέσεις ουδέποτε ήταν προσφορότερες στον
τόπο.
Ούτε το Κόμμα, σαν Κόμμα, μπορεί να
πάρει την πρωτοβουλία να εκδώσει «για λογαριασμό» του ένα τέτοιο περιοδικό, με
την σφραγίδα του, σαν «οργανισμό» του. Κριτικοί που ανήκουν στο Κόμμα, ναι,
αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ενεργούν σαν εκφραστές, σαν πόρτ-παρόλ, μιας
κομματικής γραμμής (επίσημης!), που μόνον σε θέματα πολιτιστικής πολιτικής
υπάρχει (ή πρέπει να υπάρχει) και επουδενί
σε θέματα αποτίμησης ή αξιολόγησης του συγκεκριμένου έργου, της
συγκεκριμένης τεχνοτροπίας, του συγκεκριμένου αισθητικού ρεύματος.
Μήπως η απονεύρωση, λοιπόν, για την
οποία μιλάμε, δεν πρέπει να χρεώνεται στον πλουραλισμό, που είναι κατάκτηση
(διατηρητέα ως κόρη οφθαλμού!), αλλά σ’ εμάς τους ίδιους, που τον εκλαμβάνουμε
σαν «κακό» που παρεμποδίζει τη δική μας άποψη (που πρέπει να είναι πάντα η σωστή) να περιβάλλεται μια «επισημότερη»
αποδοχή;
Τα πλην
του πλουραλισμού είναι γνωστά. Δεν υπάρχει πρακτικά φραγμός (και λέμε, έτσι πρέπει, να μην υπάρχει) σε κάθε
ηλίθιο να βγαίνει και να διατυπώνει τις γνώμες του, να βγάζει τα βιβλία του, να
εκδίδει τα περιοδικά του και, μάλιστα, με την εκμετάλλευση των μέσων μαζικής
ενημέρωσης, να έχει ενδεχομένως πλατύτερη διάδοση από τις ανάλογες
δραστηριότητες ενός ιδιοφυούς.
Αλλά ποιός θα κρίνει τον ηλίθιο και
ποιός τον Ιδιοφυή;
Κάποτε καλούνταν το Κόμμα να παίξει αυτό
το ρόλο-και τον έπαιζε τόσο ωραία, ώστε πολλοί ηλίθιοι πέρασαν στην ιστορία σαν
ιδιοφυείς και πολλοί ιδιοφυείς καταδικάστηκαν στη σιωπή ως ηλίθιοι.
Σήμερα αρνούμαστε στο Κόμμα αυτό το ρόλο, το προφυλάσσουμε μάλιστα με κάθε
τρόπο, ώστε να μην παρασυρθεί και τον παίξει καμιά φορά. Όπως αρνούμαστε,
εξίσου, και σε κάθε κριτικό να αποφαίνεται
εξ ονόματος του Κόμματος,
γιατί-ας το πούμε ακόμη μια φορά: το Κόμμα δεν
έχει αισθητική άποψη, δεν τοποθετείται υπέρ της μιας ή της άλλης καλλιτεχνικής
τάσης, δεν έχει συμπαθούσα ή αντιπαθούσα απόκλιση, προς την άλφα ή βήτα
εκφραστική μορφή.
Αλλά η πολιτισμική ζωή και δραστηριότητα
δεν σημαίνει μόνον προσωπική δημιουργία, και δη καλλιτεχνική. Και (εδώ
ερχόμαστε στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σου) το πολιτισμικό φαινόμενο δεν
εξαντλείται στην πράξη της δημιουργίας, αλλά κ.λπ., κ.λπ. Είναι πράγματα που τα
έχουμε πει τόσες φορές και φοβάμαι ότι έχουν καταντήσει πια ανιαρές
κοινοτοπίες. Έν πάση περιπτώσει. Νομίζω ότι είναι πιο σαφές ότι άλλο πράγμα η
κατηγορηματική απαίτηση της μη επέμβασης
του Κόμματος στην περιοχή της πνευματικής προσωπικής δημιουργίας και άλλο η
αξίωση-αλλά και υποχρέωση- παρέμβασης στο πολιτιστικό γίγνεσθαι, τόσο στο
σύνολό του, σαν αντίληψη, όσο και στις επιμέρους παρεμβάσεις. Όπως το Κόμμα
έχει μιά πολιτική στα θέματα της οικονομικής ανάπτυξης, στην εξωτερική
πολιτική, στη σύνδεση με την κοινή αγορά κ.λπ., το ίδιο έχει-οφείλει να έχει-
και μια πολιτική στα θέματα της κουλτούρας, στην ευρύτατη διάστασή της βέβαια,
που δεν ορίζεται από το καλλιτεχνικό παράγωγο, αλλά αγκαλιάζει ένα τεράστιο
φάσμα δραστηριοτήτων- ό,τι τελικά τείνει να μεταβάλει την ποιότητα της ζωής του
ανθρώπου και να προβάλει μια νέα αντίληψη ζωής, σχέσεων, συμπεριφοράς, στα
πλαίσια μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας με ελευθερία, δημοκρατία και πολυφωνία. Η
πολιτική αυτή οφείλει να είναι πολύ πιό ευέλικτη, πιό προσεκτική, πιό πλατιά,
γιατί και οι στόχοι της τελικά είναι πολύ πιο μακροπρόθεσμοι ή, μάλλον, μη ληξιπρόθεσμοι’ είναι πάντως μια
πολιτική που, κάθε φορά, πέρα από τη γενικότερη συλλογιστική και τον ιδεολογικό
άξονα που τη διαπερνά, πρέπει με ακρίβεια να διατυπώνεται και να
συγκεκριμενοποιείται.
-Θα μπορούσες να μιλήσεις με κάποιο
παράδειγμα;
Μ.Α.:
Δεν πιστεύω πως το παράδειγμα αποτελεί επιχείρημα, αλλά πώς να γίνει, έτσι
συνεννοούμαστε καλύτερα. Λοιπόν: μέσα στο πλαίσιο της συλλογικής μορφωτικής
ανάπτυξης, της γνωστικής αναβάθμισης και της καλλιέργειας του λαού, το Κόμμα
πιστεύει στην αναγκαιότητα και την προτεραιότητα ίδρυσης βιβλιοθηκών, απ’ άκρου
σ’ άκρο της χώρας. Στις μεγάλες πόλεις, στα χωριά, κινητές βιβλιοθήκες στην
ενδοχώρα, κ.λπ. Προτείνει την ίδρυση έδρας βιβλιοθηκονομίας στο Πανεπιστήμιο,
ώστε σε λίγα χρόνια να γίνει δυνατή η επάνδρωση σχολής κ.λπ. Αυτό είναι μια πολιτιστική πρόταση. Έχει το
δικαίωμα το Κόμμα να κάνει αυτή την πρόταση; Ποιός μπορεί να του το αρνηθεί;
Από κει και πέρα τώρα: ποιά βιβλία
θα μπουν σ’ αυτές τις βιβλιοθήκες, αυτό δεν είναι σε καμιά περίπτωση
αρμοδιότητα και δουλειά του Κόμματος. Φυσικά θα συγκροτηθούν επιτροπές οιονεί
αρμοδίων, όργανα διάφορα κ.λπ., που θα αποφασίζουν’ αλλά η ευθύνη παραμένει
αυστηρότατα σ’ αυτές τις επιτροπές, δεν μεταβιβάζεται
στο Κόμμα. Το Κόμμα προτείνει το πλαίσιο, αγωνίζεται για την πραγμάτωσή του-
από ‘κει και πέρα μη το μπλέκουμε σε άλλες διαδικασίες.
-Ανάφερες ένα
παράδειγμα, που και άλλοτε το χρησιμοποίησες, σε δημόσια εκδήλωση, και υπήρξαν
αντιδράσεις. Να ρωτήσω κι εγώ με τη σειρά μου: αν περιοριστούμε στον τομέα της
λογοτεχνίας, γιατί εκεί υπάρχει η μεγαλύτερη αμφισβήτηση (προκειμένου για
βιβλία ιατρικής, π.χ., ή νομικής ή γεωπονίας κάποια κριτήρια υπάρχουν, απ’
όλους αποδεκτά)’ αλλά μ’ όλη αυτή τη λογοτεχνική σαβούρα που κυκλοφορεί τι πρέπει
να γίνει
Μ.Α.: Καταρχήν ποιός αποφαίνεται για τη σαβούρα; Σκέψου να προσχωρούσαμε στην
άποψή της «Σύγχρονης Εποχής»: το καλό βιβλίο και το κακό βιβλίο. Το προοδευτικό
βιβλίο και το αντιδραστικό. Αλλά, πρώτα-πρώτα, τι είναι λογοτεχνικό βιβλίο; Πώς
ορίζεται το λογοτεχνικό βιβλίο, που μπορεί να είναι «καλό» ή να είναι «κακό»,
βγαίνει όμως με την πρόθεση να είναι μέσα
στην περιοχή της λογοτεχνίας; Ναι, ακριβώς, ένα τέτοιο «εξυπηρετικό» ορισμό
μπορώ να δώσω: Λογοτεχνικό είναι κάθε
βιβλίο που κυκλοφορεί με την πρόθεση να είναι λογοτεχνία. Ο νέος ποιητάκος
που βγάζει ένα δεκαεξασέλιδο, το βγάζει με την πρόθεση να κάνει ποίηση, να ενταχθεί στο σώμα της λογοτεχνίας, να
κριθεί με τα μέτρα της λογοτεχνίας.
Δεν το βγάζει ούτε για να κερδοσκοπήσει ούτε για να διεκδικήσει το Νόμπελ. Σαν
κριτικός της λογοτεχνίας έχω το δικαίωμα να αγνοήσω, να το χλευάσω, να το
πετάξω στα σκουπίδια. Σαν οργανισμός, όμως, σαν δημόσια βιβλιοθήκη, ας πούμε,
δεν έχω κανένα τέτοιο δικαίωμα. Θα το καταχωρήσω κανονικά στα ράφια μου. Οι
«Δαιμονισμένοι» του Ντοστογιέφσκι είναι ένα πνευματικό προϊόν. Πνευματικό
προϊόν είναι και «Τ’ αγριολούλουδα του αγρού» του άγνωστου Τρεχαγυρευόπουλου.
Απέναντι σ’ αυτά τα δύο βιβλία, το Κόμμα, σαν Κόμμα, δεν αποφαίνεται ποιό είναι
το καλύτερο. Όλοι οι κριτικοί, όπου γης, είναι απολύτως βέβαιο πως θα κρατήσουν
το πρώτο και θα το πετάξουν το δεύτερο. Αυτό είναι απολύτως βέβαιο. Αλλά
αλίμονο αν βγει το Κόμμα και αποφασίσει το
ίδιο πράγμα. Γιατί το παράδειγμα μεν που αναφέραμε είναι παρατραβηγμένο και
κραυγαλέο, αλλά ανάμεσα στα δυο αυτά βιβλία κινείται ένα ατέλειωτο φάσμα
περιπτώσεων- και όταν αναγνωρίσουμε το δικαίωμα των αποφάνσεων και των
αποφάσεων δεν ξέρουμε αυτή η ιστορία που θα σταματήσει (ή μάλλον ξέρουμε ότι
δεν θα σταματήσει πουθενά). Επιτρέψτε μου μια μικρή παρένθεση, σχετική. Ίσως ο
μεγαλύτερος ζων σοβιετικός ποιητής σήμερα είναι ο Αρσένι Αλεξάνδροβιτς
Ταρκόφσκυ (πατέρας του διάσημου σκηνοθέτη). Μέχρι πριν λίγο ακόμα τα έργα του
κυκλοφορούσαν. Προ ημερών, ματαίως τα αναζήτησα στα κεντρικότερα βιβλιοπωλεία
της Μόσχας. Το Κόμμα, προφανώς, αποφάσισε την απαγόρευσή τους. Γιατί; Με ποιά
κριτήρια; Με ποιά λογική; Με ποιό δικαίωμα; Μα, μ’ αυτό ακριβώς το δικαίωμα,
που ορισμένοι νοσταλγούμε ακόμα. Κλείνει η παρένθεση.
Όλα αυτά πρέπει να ξεκαθαριστούν σ’ εμάς
εδώ, στην ανανεωτική αριστερά, μια για
πάντα. Το Κόμμα δεν μπορεί να μεταβληθεί σε κριτικό της λογοτεχνίας, δεν
επιδοκιμάζει, δεν αποδοκιμάζει, δεν δείχνει καμιά προτίμηση, δεν καταδικάζει.
Σε μια συνέντευξή του, πρίν 5-6 χρόνια, στο περιοδικό «Διαβάζω», ο σ. Μπάμπης
Δρακόπουλος, τότε γραμματέας του Κόμματος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση είπε
κατηγορηματικά- και αυτό αποτελεί πάγια
θέση του Κόμματός μας: Το Κόμμα προτρέπει, συνιστά στα μέλη του να διαβάζουν.
Το τι διαβάζουν, όμως, είναι δικός τους λογαριασμός.
Δεν πρέπει να επιτρέψουμε πια καμιά
παρέκκλιση απ’ αυτή την αρχή.
Να προσπαθήσουμε να ξεκαθαρίσουμε τώρα
και κάτι άλλο. Από τη μια μεριά έχουμε την προσωπική δημιουργία. Από την άλλη,
όμως, έχουμε την περίπτωση του δημιουργού πού, από ένα σημείο και πέρα, δρα σαν φορέας μιάς πολιτισμικής
αντίληψης, που αυτονομείται πια από
το προσωπικό του έργο. Τί εννοώ; Πάλι, δυστυχώς, ένα παράδειγμα. Το Κόμμα σε
καμιά περίπτωση δεν αξιολογεί, δεν κρίνει, δεν «απαγορεύει» ή «επιτρέπει» τη
μουσική του Ιάνη Ξενάκη, δεν τοποθετείται.
Αλλά όταν ο Ξενάκης, πέραν της προσωπικής του δημιουργίας, προχωρεί σε μια
πολιτιστική πρόταση- όπως αυτά που
ήθελε να κάνει στην Ακρόπολη με τα λέηζερ, τα κανόνια κ.λπ.- δεν λειτουργεί πια
σαν Ξενάκης- προσωπικός δημιουργός, αλλά σαν φορέας μιας πολιτισμικής
αντίληψης, στην οποία μετέχει το περιβάλλον, ο αρχαιολογικός χώρος, το Δημόσιο
κ.λπ. και η οποία, ακριβώς σαν αντίληψη,
λειτουργεί με τρόπο που έρχεται (ή δεν έρχεται) σε αντίθεση με τη δική σου
αντίληψη για το περιβάλλον, για τη διοργάνωση τέτοιων εκδηλώσεων, για τη
συμμετοχή του κοινού κ.λπ. Ξεφεύγουμε πια από την περίπτωση του σεβασμού (του
απόλυτου) που πρέπει να έχει το Κόμμα, σαν Κόμμα, στην προσωπική δημιουργία και
περνάμε στην περιοχή του καθολικότερου πολιτισμικού συμβαίνοντος, όπου ένας
παρεμβατικός λόγος δεν μπορεί, βέβαια, να αποκλειστεί. Το Κόμμα, δεν
νομιμοποιείται να τοποθετηθεί, να εκφράσει μια άποψη, να συνταχτεί ή να
αντιταχτεί, χωρίς, φυσικά, η όποια τοποθέτησή του να αποτελεί δεσμευτική
«γραμμή» για τα μέλη και τους οπαδούς του, που έχουν διαφορετική άποψη- ας το
πούμε πιο ωμά: σ’ αυτά τα πράγματα δεν μπαίνει ζήτημα «πειθαρχίας». Μιλάω κάπως
πρόχειρα και σχηματικά, αλλά πιστεύω συνεννοούμαστε. Και, φυσικά, είμαι
πρόθυμος για τον αντίλογο.
-Η αριστερά, οπωσδήποτε, μετά τη μεταπολίτευση, έχει
ξεπεράσει τον αγώνα της νομιμοποίησης και της αποδοχής της, ως συνιστώσας της
ζωής του τόπου. Καθώς πολλοί διανοούμενοι και δημιουργοί αριστερής προέλευσης
και κουλτούρας δρουν και στους κρατικούς θεσμούς, προκύπτει η ανάγκη θετικού
περιεχομένου στην «παρέμβαση της Αριστεράς», πιθανόν ακόμα και στην επεξεργασία
της κουλτούρας και στη διαμόρφωση των φορέων, που θα ενοποιούν τις διάσπαρτες,
σήμερα, δραστηριότητες.
Με ποιό τρόπο και μέχρι ποιά όρια μπορεί το Κόμμα να παίξει
ένα τέτοιο ρόλο;
Πόσο είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των ίδιων καλλιτεχνών;
Δημιουργικών ομάδων και ρευμάτων;
Μ.Α.:
Κατά βάθος, το ερώτημά σου νομίζω ότι επισημαίνει τον κίνδυνο της περίφημης
«ενσωμάτωσης» και τι μπορεί να γίνει για να την αποφύγουμε. Έτσι δεν είναι;
Λοιπόν: ότι χαρακτηρίζει την πολιτισμική μας πραγματικότητα μέχρι πριν λίγα
χρόνια ακόμα, εξαιτίας του μόνιμα
ανώμαλου (επιεικής έκφραση!) πολιτικού κλίματος στον τόπο, ήταν ένας
ιδεολογικός μανιχαϊσμός, με επιπτώσεις ακόμα και στις διαπροσωπικές σχέσεις
και, φυσικά, στις συμπεριφορές μας, πού, όπως στον καθαρά πολιτικό χώρο, έτσι
και στον πολιτισμικό, με τις ιδιοτυπίες του, με τις αντιφάσεις του, με τις
ιδιαιτερότητές του, κατέληγε στο «δικό μας» και «δικός τους» ή σ’ αυτό το
εκχυδαϊστικό: δεξιά κουλτούρα, αριστερή κουλτούρα. Νομίζω, όσο κι αν φανεί
παράδοξο και ίσως προκλητικό, ότι μετά 10 χρόνια, όχι μόνο νομιμότητας του Κομμουνιστικού Κινήματος
αλλά και πλήρους αποδοχής του ως παράγοντα και αποφασιστικής συνιστώσας στην
κοινωνική ζωή της χώρας, νομίζω λοιπόν, έχω κάποτε την αίσθηση, πώς η αριστερά-
στο σύνολό της και δεν εξαιρώ τη δική μας ανανεωτική εκδοχή- δεν έχει ακόμα
ολότελα απελευθερωθεί από το πλέγμα της
παρανομίας, του περιθωρίου, του κοινωνικού παρία και, καμιά φορά υποσυνείδητα,
νοσταλγικά, το ανακαλεί.
Παρά τους διωγμούς, τα αδιέξοδα, τους
θανάσιμους κινδύνους, η παρανομία-
ιδιαίτερα για όσους δεν την γνώρισαν, βέβαια- έχει και μια αναμφισβήτητη
γοητεία. Ορισμένα πράγματα φαίνονται πολύ απλά. Οι αγώνες είναι δυσκολότεροι,
αλλά υπάρχουν μονιμότερα ερεθίσματα, υπάρχουν και «θέσεις» και –κυρίως- ο
αντίπαλος είναι ορατός, πάντα παρών, απέναντί σου, η μάχη είναι πιο δύσκολη στη
διεξαγωγή της, αλλά πολύ πιο εύκολη στους στόχους της. Οι επιλογές είναι
ξεκάθαρες. Το κράτος είναι αυτόχρημα αντιδραστικό σε όλους τους αρμούς του. Η πολιτιστική
του πολιτική= ή μάλλον η πολιτιστική του συμπεριφορά, γιατί δεν επρόκειτο καν
περί πολιτικής- είναι σκοταδιστική. Τα περιγράμματα είναι διαυγή. Η μάχη
δίνεται με αδρούς ιδεολογικούς όρους. Θυμάμαι φίλο συγγραφέα, τόχω γράψει κι
άλλη φορά, με πόση νοσταλγία και θέρμη μιλούσε για την προχουντική περίοδο,
όπου όλα ήταν σωστά βαλμένα στη θέση τους, ξέραμε ποιός λογοτέχνης ήταν
αριστερός και ποιός δεξιός και βολευόμασταν. Και ήρθε η χούντα και ύστερα η
μεταπολίτευση και μας τάκαναν όλα σούπα και χάσαμε τ’ αυγά και τα πασχάλια. Η
αντίληψη αυτή, κάτω από την πίεση μιας άλλης πραγματικότητας, όπως άρχισε να
διαμορφώνεται και πριν από τη μεταπολίτευση, ακόμα μέσα στα χρόνια της χούντας, η αντίληψη, λοιπόν, αυτή των
«ξεκαθαρισμένων ορίων» άρχισε να κάνει ρωγμές, να μπάζει από παντού.
Διαδικασία όχι ιδεολογικής αναδίπλωσης ή
συμψηφισμών, όπως κάποιοι νομίζουν, αλλά, αντίθετα, μιάς συγχρονισμένης
καινούργιας αντιμετώπισης του πολιτισμικού φαινομένου, πέρα από δηλώσεις
εντάξεων και πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης, εδώ ή εκεί.
Είναι μιά αντίληψη που δεν
«απολιτικοποιεί», σε καμιά περίπτωση, την πολιτισμική προσφορά και το
πολιτισμικό συμβαίνον, αλλά και δεν το εγκλωβίζει σε εκ των προτέρων πλαίσια
(δημιουργού και κοινού), σπάζει προκαταλήψεις και σχηματοποιήσεις και
απευθύνεται σε μια ολοένα πλατύτερη «καταναλωτική» βάση, μέσα σε μιά άλλη
διαδικασία σχέσεων πομπού- δέκτη και άλλα καινούργια (ποια; Ιδού το χρέος μας
να τα βρούμε) κανάλια επικοινωνίας.
Τα παλαιά διεκδικητικά αιτήματα της
αριστεράς: πολυφωνία, κατάργηση λογοκρισίας, ανοιχτή διακίνηση των ιδεών, δεν
είναι πια στην ημερήσια διάταξη (αφήνω που ακούγονται φωνές για μια αντίστροφη μέτρηση: όχι τόση ασύδοτη
πολυφωνία, όχι κατάχρηση του δικαιώματος του λόγου). Περάσαμε σε διεκδικήσεις
άλλου τύπου. Λιγότερο γοητευτικές ίσως, ελάχιστα κραυγαλέες ασφαλώς και,
οπωσδήποτε, με μεγαλύτερο περιθώριο «λαθών» και αντιφάσεων.
Αλλά η αριστερά είναι σήμερα μέσα στο ρεύμα, έτσι ή αλλιώς.
Το θέμα είναι πώς αγωνίζεται- μιλάμε πάντα για την πολιτισμική περιοχή- πώς γρηγορεί, ώστε το ρεύμα να μην
εκτρέπεται από την κοίτη, γιατί ανάμεσα στις πομπώδεις εξαγγελίες και στην
πρακτική, ανάμεσα στα προγράμματα και τις υλοποιήσεις δεν υπάρχουν μόνο
καθυστερήσεις και αδυναμίες (συγγνωστές πάντα) αλλά, κυρίως, πλαστογραφίες, «σοσιαλιστικές» συνταγές που εγγράφονται στη
συνείδηση του κοινού και οδηγούν σε εκτρωματικές πολιτισμικές μορφές, πάντα με
την ταμπέλα του προοδευτικού και του σοσιαλιστικού.
Σήμερα, δεν επιδιώκεται η
περιθωριοποίηση του αριστερού διανοούμενου ή του καλλιτέχνη –εντελώς αντίθετα,
ευνοείται η συμμετοχή του, η δραστηριοποίησή του και, τελικά, η συναίνεσή του.
Με ποιους όρους, όμως; Με ποιες συνέπειες; Με ποιό κόστος; Εδώ είναι το κρίσιμο
ερώτημα και μια απάντηση (τι πρακτέον;) δεν μπορεί να είναι γενικής ισχύος,
«μια κι όξω», άνωθεν εκπορευόμενη, που να καλύπτει όλο το φάσμα των περιπτώσεων
(γενικότερων και εξατομικευμένων). Και, οπωσδήποτε, μη ζητάμε με τέτοια
απάντηση από το Κόμμα (αυτό το παντοδύναμο, το σοφό, το έχον έτοιμες λύσεις για
όλα!), μην εκλιπαρούμε το παρεμβατικό ή το διορθωτικό του κύρος.
Προορισμός της ανανεωτικής αριστεράς δεν
είναι να απαρνηθεί, να καταργήσει, να ξεθεμελιώσει τις υπάρχουσες πολιτισμικές
αξίες και ν’ αρχίσει την πολιτισμική ιστορία ξανά πάλι απ’ την αρχή.
Τέτοιο «επαναστατικό» πολιτιστικό
ολοκαύτωμα δεν υπάρχει.
Δουλειά της είναι η ανακάλυψη,
διαμόρφωση και προβολή νέων πολιτιστικών δομών,
νέων πολιτισμικών σχέσεων μέσα στην προοπτική του δρόμου για έναν
σοσιαλισμό με δημοκρατία, ελευθερία και πολυφωνία- και όχι η επιβολή νέων
(«δικών μας») αξιών, η εγκαθίδρυση ενός καινούργιου («δικού μας») μοντέλου, σε
αντικατάσταση των μοντέλων του αστικού και του «υπαρκτού».
Δύσκολο; Επίμοχθο; Ουτοπικό;
Όσο δύσκολος, επίμοχθος ή «ουτοπικός»
είναι ο δρόμος για μια κοινωνία που οραματιζόμαστε.
ΜΑΝΟΛΗΣ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ
Περιοδικό Η
Αριστερά Σήμερα τχ. 12-13/ 6, 7, 8,9, 1985, σ. 80-83.
«Και,
φυσικά, είμαι πρόθυμος για τον αντίλογο»
Μανόλης Αναγνωστάκης
Λογοτεχνία του Κόμματος; Λογοτεχνικές σκληροπυρηνικές τάσεις και απαγορευτικοί
κανόνες και διατάξεις; Λογοτεχνικές ιδεολογικές φράξιες; Ή δογματικές αποφάσεις
και θέσεις εγκάθετων κομματικών Κριτικών, στελεχών που αποτελούν τους
πολιτιστικούς και καλλιτεχνικούς πυλώνες και εικόνα της κομματικής παράταξης,
που αποφασίζουν a priori τι είναι λογοτεχνικά, συγγραφικά ορθό και τι όχι για τον Λαό; Των στενών
κύκλων που έχουν αποφασίσει να επιλέγουν για εμάς, δίχως εμάς, το τι θα
επιλέξουμε να διαβάσουμε και τι όχι, ποια βιβλία θα έχουμε στην βιβλιοθήκη μας;
Ποιοι κομματικοί μηχανισμοί δίνουν το δικαίωμα, επιτρέπουν μόνο στα υπάκουα
κομματικά εξουσιοδοτημένα στελέχη να αποφασίζουν ποιό θέμα πρέπει αναγκαστικά
να επιλέξει να ασχοληθεί ένας δημιουργός, τι να διαπραγματεύεται ένα
λογοτεχνικό κείμενο, ποια φόρμα να έχει ένα ποίημα, ένα πεζό, ένα θεατρικό έργο
που θα θελήσουμε να γράψουμε, να εκφραστούμε ως ελεύθεροι συγγραφείς- πολίτες;
Ποια τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας των Ηρώων που θα «κατασκευάσουμε»
στην οργάνωση της μυθοπλασίας μας, των συγγραφικών μας διηγήσεων; Θα μπορούσαμε
από την μεριά μας να αναρωτηθούμε για την διαχρονική αξία και την καθαρότητα
των θέσεών της Συνέντευξης που διαβάζουμε, του νηφάλιου και ακηδεμόνευτου λόγου
ενός ποιητή-ενεργού πολίτη ο οποίος υπήρξε πνευματικά και πολιτικά μάχιμος όπως
ο Μανόλης Αναγνωστάκης; Ποια μηνύματα μπορούμε να εξαγάγουμε διαβάζοντας τις
απαντήσεις του, τι οφείλουμε σε θεωρητικό καθαρά λογοτεχνικό επίπεδο να
επαναδιαπραγματευθούμε σαν λογοτέχνες και αναγνώστες έχοντας στα χέρια μας εκ
νέου, σαράντα χρόνια μετά, την ενδιαφέρουσα και χρήσιμη ακόμα και εν έτη 2024
που την φέρνουμε στην επιφάνεια, μεστή και ουσιαστική, θα τολμούσαμε και
διδακτική στα ερωτήματα που θέτει και τους προβληματισμούς που καταθέτει, τις
λογοτεχνικές επεξηγήσεις που μας δίνει, στην εποχή φυσικά που δόθηκε, η Συνέντευξη
του ποιητή-πολίτη και αριστερού διανοούμενου Μανόλη Αναγνωστάκη; Ενός πολίτη-
ποιητή ο οποίος έχαιρε της εκτίμησης και το σεβασμό ενός κοινού και πέραν των
ιδεολογικών και κομματικών συνόρων στους οποίους ήταν από τα νιάτα του
στρατευμένος ο αγωνιστής Θεσσαλονικιός στον επίγειο βίο του. Δυστυχώς το
απόκομμα που έχω διαφυλάξει και αντιγράφω δεν αναφέρει το όνομα που του παίρνει
συνέντευξη και του κάνει τις ερωτήσεις.
Μανόλης Αναγνωστάκης, ο κομμουνιστής
διανοούμενος που εκδιώχθηκε-διαγράφηκε από το κόμμα που υποστήριξε από τα
εφηβικά του χρόνια, τα αγωνιστικά νιάτα του, φυλακίστηκε και ταλαιπωρήθηκε
καταδικάστηκε σε θάνατο, από την αντίθετη πολιτική κυβερνώσα νικητήρια παράταξη
μετά το τέρμα του εμφύλιου σπαραγμού. Του αριστερού στην συνείδηση έλληνα
πολίτη ο οποίος εντάχθηκε στην ανανεωτική πλευρά της ιδεολογίας του παλαιού
επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος το οποίο υπηρέτησε μέχρι τέλους. Ο
Μανόλης Αναγνωστάκης ανήκει στην κατηγορία εκείνη των αριστερών δημιουργών που
την μεγαλύτερη πολιτική περίοδο των δράσεών του, κυνηγήθηκε τόσο από τους
ομοϊδεάτες του όσο και τους ιδεολογικούς του αντιπάλους. Δεν ακολούθησε τα
πολιτικά- ιδεολογικά χνάρια ούτε των στρατευμένων επίσης ποιητών όπως ο Γιάννης
Ρίτσος, ο Κώστας Βάρναλης, ο Νίκος Παππάς, ο Νίκος Καρβούνης, ο Γιάννης
Κορδάτος, ο Θέμης Κορνάρος, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Έλλη Αλεξίου, ο Μάρκος
Αυγέρης, ο Μενέλαος Λουντέμης και άλλοι, οι οποίοι δεν αποστρατεύτηκαν ποτέ
τους από την πολιτική γραμμή και «καθοδήγηση» του Κόμματος. Αποδέχτηκαν δίχως
αμφισβήτηση τις θέσεις και τις αρχές του, και κατά κάποιον τρόπο, θα σημειώναμε
«υποτάχτηκαν» στις δογματικές θέσεις του, δεν τις αναθεώρησαν, δεν τις
αμφισβήτησαν, δεν τις διαπραγματεύτηκαν, περιορίζοντας ίσως, κατά κάποιον
τρόπο, το αναγνωστικό και πνευματικό τους ακροατήριο μέσα στην κομματική
«στρούγκα» αναγνώρισης. Διατήρησαν το ακροατήριό τους και επαναπαύθηκαν στις
κομματικές τους δάφνες γράφοντας την ιστορία τους και ομνύοντας και
υμνολογώντας τις κοινωνικές αρχές της στράτευσής τους. Υπερίσχυσαν, για να μην
λανθασμένα γράψουμε «καπέλωσαν» άλλες αριστερές της αμφισβήτησης του Κόμματος
ποιητικές φωνές όπως ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Θωμάς Γκόρπας, η
Κατερίνα Γώγου, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Δημήτρης Χατζής, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, ο
Βύρων Λεοντάρης και αρκετοί άλλοι και άλλες του τελευταίου μισού αιώνα έλληνες
πεζογράφοι, ποιητές, διανοούμενοι, δοκιμιογράφοι, ιστορικοί της λογοτεχνίας.
Από την εποχή της κυκλοφορίας του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» είχαν αρχίσει
να διαφαίνονται οι μαρξιστικοί τριγμοί, οι σκοτεινές πλευρές της κομμουνιστικής
προπαγανδιστικής πρακτικής και εφαρμογής- κάτι, που δεν ήθελαν να αποδεχτούν οι
πνευματικοί κύκλοι του περιοδικού «Πρωτοπόροι» και «Νέοι Πρωτοπόροι», «Ελεύθερα
Γράμματα» κλπ, οι λογοτέχνες που συμμετείχαν και έγραφαν στις σελίδες των περιοδικών
του Μεσοπολέμου. Οι λανθασμένες κυβερνητικές πρακτικές εξουσίας της «Μέκκας»
του Κομμουνισμού οι οποίες ήσαν ενάντια στο ονομαζόμενο προλεταριάτο δεν
μπορούσαν πλέον να κρυφθούν ούτε να καλυφθούν των δεκαετιών στης Σταλινικής
δικτατορικής κυριαρχίας. Οι κόκκινες αποφάσεις των επίσημων παραγόντων που
λειτουργούσαν εις βάρος του λαού και ουσιαστικά, μακροπρόθεσμα εναντίον του,
των ελευθεριών του. Η αυτοκτονία του σοβιετικού συντρόφου φουτουριστή ποιητή
Βλαδιμήρ Μαγιακόφσκι, οι διώξεις ρώσων συγγραφέων, η περίπτωση της ποιήτριας
Άννας Αχμάτοβα, του Μπορίς Πάστερνακ και άλλων σπουδαίων Ρώσων δημιουργών,
καλλιτεχνών, φιλοσόφων, στοχαστών της ορθόδοξης απολογητικής, οι απαγορεύσεις
βιβλίων και ομιλιών, εκδηλώσεων αντιφρονούντων, οι εξορίες και οι φυλακίσεις,
είχαν ταρακουνήσει τις πολιτικές συνειδήσεις των ελλήνων και ελληνίδων
συγγραφέων στην χώρα μας. Ο θόλος του ιδεολογικού τους πιστεύω που τους σκέπαζε
είχε διαρραγεί. Ήσαν έκπτωτοι τόσο από τον ιδεολογικό χώρο που υποστήριζαν
(φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν, διώχθηκαν για αυτήν τους την επιλογή)
όσο και από τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους που είχαν καταλάβει τα
κυβερνητικά «πόστα» της νικητήριας αστικής πολιτικής παράταξης μετά το 1950. Στον
χώρο του πνεύματος και της καλλιτεχνίας τα «εκτρωματικά» μπαλώματα αρχών του Σοσιαλιστικού
ρεαλισμού έδιναν συγγραφικά αποτελέσματα αντίθετα από αυτά που ανέμεναν οι
πάπες δογματοφύλακες του μαρξισμού-λενινισμού. Ο μεταπολεμικός Κόσμος άλλαζε,
οι Κοινωνίες εκσυγχρονίζονταν προσαρμόζονταν στις νέες της επιστήμης και της
τεχνολογία εξελίξεις, άφηναν πίσω τους Μεσσιανικά οράματα και δοξασίες άλλων
προ- νεωτερικών εποχών.
Πού
βρίσκεται λοιπόν το πρόβλημα που θέτει ο Αναγνωστάκης-εφόσον πιστοποιούμε ακόμα
ίσως και στις μέρες μας, ότι υπάρχει-, υφίστανται ακόμα οι αποκλεισμοί
δημιουργών και καλλιτεχνών αντίθετων προς τις κομματικές και μαρξιστικές της
ιδεολογίας διατάξεις; Κυριαρχούν
ιδεολογικών αποχρώσεων λογοτεχνικές ομαδοποιήσεις και σέχτες; Καταλαμβάνονται οι θέσεις και τα πόστα από
πνευματικές φυσιογνωμίες κομματικής καθαρότητας και υπακοής; Αποκλείονται
δημιουργοί από εφημερίδες, έντυπα, ηλεκτρονικά και άλλα περιοδικά τα οποία
«υπηρετούν αποκλειστικά» συγκεκριμένες κομματικές σκοπιμότητες και πολιτικές
ιδεολογίες, τα οποία θέλουν να αυτοαποκαλούνται αριστερά και των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, συνήθως κατά το κομματικό τους δοκούν; Ή μήπως, ο καθείς και κάθε
μία, κάθε συντροφικός κύκλος, ομάδα και ομαδούλα κατά παραχώρηση ή ανοχή μιάς
προοδευτικότητας διαφυλάσσει την δική του συγγραφική και αναγνωστική
«πελατεία»; Το Κόμμα έχει ακόμα την ίδια ισχύ στις συνειδήσεις και αντιλήψεις
των διανοουμένων και λογοτεχνών; Δόθηκε απάντηση ή λύση από τις παλαιότερες
γενιές αριστερών- κομμουνιστών συγγραφέων και καλλιτεχνών σε αυτά που μας λέει
ο Μανόλης Αναγνωστάκης στην Συνέντευξή του; Και αν ναι, ποια ήταν αυτή και ποιό
το λογοτεχνικό διακύβευμα- καλλιτεχνικό τίμημα αποδοχής ή απόρριψης που
πλήρωσαν οι αντιρρησίες, οι αμφισβητίες, οι αρνητές της κομματικής ιδεολογικής
καθαρότητας και κομματικής προπαγανδιστικής εκφραστικής; Οι λογοτέχνες και οι
λόγιοι οι οποίο αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τα ίχνη του σοσιαλιστικού ρεαλισμού
στον χώρο της Τέχνης σε όλα της τα πολιτισμικά είδη και κατηγορίες πως
αντιμετωπίστηκαν; Μήπως απορρίφθηκαν οι θέσεις του αγωνιστή ποιητή- πολίτη
ακόμα και από τους ίδιους του τους ιδεολογικά συντρόφους; Είχαν επίδραση τα
λόγια και οι συγγραφικές του αξίες στο κοινό της εφημερίδας και όχι μόνο, που,
διάβαζαν διαχρονικά τα δημοσιεύματά του; Ή μήπως απλώς τα κείμενά του και οι
απόψεις του, θέσεις του γέμιζαν τις σελίδες της εφημερίδας στην εύλογη
προσπάθειά της να αυξήσει το αναγνωστικό της κοινό; Μήπως έμειναν σχολιασμένες
ή ασχολίαστες οι θέσεις του σε ένα περιορισμένο αναγνωστικό κομματικό κοινό της
ανανεωτικής αριστεράς και που στο τέλος κατέληγαν στο γνωστό και σημαδιακό
σλόγκαν «Μας τα είπατε, σας τα είπαμε, μας τα ξαναλέτε», όπως φανερώνει ο
πολιτικός και πνευματικός ιστορικός χρόνος. Θέλω να πω με δυό λόγια, ποιά
επίδραση είχαν αυτά τα πολιτικά, αντιδογματικά δημοσιεύματα του Μανόλη
Αναγνωστάκη στην εφημερίδα «Η Αυγή» μετά την μεταπολίτευση αλλά και στον υπόλοιπο
πνευματικό χώρο και κύκλους. Μήπως και ο ίδιος ο πολίτης- ποιητής
συνειδητοποίησε το αδιέξοδο των σκέψεών του, την έλλειψη ενδιαφέροντος ακόμα
και από τους συντρόφους του, γι’ αυτό δεν ενήργησε στα χρόνια της ζωής του ώστε
να συγκεντρωθεί η πολιτική και ιδεολογική του δημοσιογραφική αρθρογραφία και να
εκδοθεί αυτόνομα σε βιβλία; Δημοσιεύματα που έμειναν σκόρπια σε σελίδες
εφημερίδων και περιοδικών.
Θα άξιζε να γνωρίζαμε ποιά ήταν η γνώμη
του ποιητή-ανθολόγου και αρθρογράφου πολίτη Μανόλη Αναγνωστάκη για ιστορικούς
της ελληνικής λογοτεχνίας ομοιδεάτες του, προερχόμενους από τους μαρξιστικούς
χώρους. Τον Γιάννη Κορδάτο, τον Νίκο Παππά, τον Αλέξανδρο Αργυρίου, τον Μιχάλη
Μερακλή, τον Μ. Μ. Παπαϊωάννου, τον Μάρκο Αυγέρη, τον Γιώργο Βαλέτα, τον Αλέκο
Κουτσούκαλη, ακόμα και για τα ιστορικά λογοτεχνικά σχεδιαγράμματα του Νίκου
Μπελογιάννη. (των συγγραφικών απόψεων του Νίκου Ζαχαριάδη, του «Αληθινού Παλαμά»).
Αλλά και ιστορικών της ελληνικής γραμματείας καταξιωμένων, από το άλλο πολιτικό
και ιδεολογικό μετερίζι, όπως ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Λίνος Πολίτης, ο Δημήτρης
Τσάκωνας, ο Μάριο Βίττι, ο Άριστος Καμπάνης, ο Ηλίας Βουτιερίδης κλπ.
Πίστευε
αλήθεια ο Μανόλης Αναγνωστάκης ότι έχει μέλλον η ιδεολογία που πρέσβευε και
ήταν στρατευμένος ή ότι ήταν ένα χαμένο όραμα της ιστορικής πορείας του
προηγούμενου αιώνα της ανθρωπότητας; Των
νέων μιάς διαφορετικής ιστορικά εποχής;Τι επιδράσεις είχαν τα λόγια του-αν
είχαν-σε έλληνες λογοτέχνες, ποιητές και ποιήτριες πνευματικούς ανθρώπους οι
οποίοι δεν ασπάζονταν την ιδεολογία που υποστήριζε και κατ’ αναλογία τι και
πόση εμπιστοσύνη και αλήθεια είχαν και ενδέχεται εκ του ιστορικού αποτελέσματος
να έχουν τα λόγια του;
Ποιοί
σύγχρονοι αναγνώστες τον διαβάζουν σήμερα, πέρα από τους κλειστούς φιλολογικούς
κύκλους και τις πανεπιστημιακές και της μέσης εκπαίδευσης αίθουσες διδασκαλίας
και γνωριμίας των νέων σε ηλικία μαθητών και μαθητριών με την σύγχρονη ελληνική
λογοτεχνική παράδοση; Περιορίζεται ο λόγος του στους φιλολογικούς πολιτικούς κύκλους
μόνο, σε αυτούς που αγαπούν τις ποιητικές μελοποιήσεις του Μίκη Θεοδωράκη;
Μήπως ακόμα, και αυτή η σημερινή
αντιγραφή και ανάρτηση από τον γράφοντα- ενός πολίτη που διαφοροποιήθηκε εδώ
και καιρό από την ιδεολογία και τον πολιτικό χώρο που ακολουθούσε ο Μανόλης
Αναγνωστάκης είναι μια άκαιρη και φρούδα «κουλτουριάρικη» επαναφορά από ένα
αριστερό περιοδικό που δεν αφορά κανέναν; Μια αναμνησιολογία των πέντε
δεκαετιών από το Πολυτεχνείο; Με διάθεση θλίψης και αηδίας, απογοήτευσης,
αντίδρασης, για όλα αυτά που συμβαίνουν πολιτικά στις μέρες μας σε έναν
πολιτικό χώρο αδικαιολόγητα και αντιδημοκρατικά, που κάποτε ανοήτως πιστέψαμε
ότι θα φέρει την πολιτική και πνευματική άνοιξη στον τόπο μας; Τα άλλα, είναι
για τα τηλεοπτικά θεάματα ακροαματικότητες των ραδιοφωνικών συχνοτήτων. Ά! και
τις κρατικές επιχορηγήσεις των ελληνικών κομμάτων. Όποιος προλάβει και πάρει.
Κάνουμε λάθος; Τις πολιτικές μεταγραφές δεν τις απέφυγαν ούτε οι διάφοροι χώροι
που αυτοαποκαλούνται αριστεροί στον μισό αιώνα της μεταπολίτευσης.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς
11/11/2024.
ΥΓ. Επωφελής
πολιτικά η παρακολούθηση της ομιλίας του συνταγματολόγου κυρίου Αλεβιζάτου και
των δύο άλλων ομιλητών στο Κανάλι της Βουλής για την έκδοση του τόμου των
οικονομικών της επταετίας από την Βουλή των Ελλήνων. Αλγεινή η φωτογραφία του
δισέγγονου της Πηνελόπης Δέλτα, συντηρητικού πολιτικού με τον διώκτη του για το
οικονομικό «σκάνδαλο» καθώς και η τηλεοπτική παρουσία στην δημόσια τηλεόραση
και τα λόγια του πρώην προέδρου κυρίου Αλαβάνου. Ένα πολιτικό σύστημα κυβερνητικών
και αντιπολιτευτικών δυνάμεων σικέ. Άντε, μπρε! και στην εκλογή του Ευρωπαίου
δισεκατομμυριούχου ερωτύλου άντρα ως προέδρου την επόμενη τετραετία, δίχως τους
σαμάνους του φυσικά, αλλά με υπόκρουση της μουσικής των Βίλατζ πίπολ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου