ΕΙΡΗΝΗ ΑΛΙΦΕΡΗ
(Πειραιάς 18 Νοεμβρίου 1946- Αθήνα 18 Νοεμβρίου
2009)
«Το
φανάρι του κάβου
ο
Έρωτας
κι
η Κυρά-Παναγιά
θα
συντρέξουν.»
Μία
από τις πιο ενδιαφέρουσες γυναικείες ποιητικές φωνές της πόλης του σύγχρονου
Πειραιά είναι και η ποιήτρια Ειρήνη Αλιφέρη. Γεννήθηκε στον Πειραιά στις 18
Νοεμβρίου του 1946 και έφυγε από κοντά μας στο Αττικό Νοσοκομείο την ημέρα των
γενεθλίων της το 2009. Μεγάλωσε στην περιοχή της Καλλίπολης του Πειραιά και
σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, συνεχίζοντας κατόπιν
τις σπουδαίες της στο Πανεπιστήμιου του Νότινγχαμ και του Ρέντιγκ στην Αγγλία,
επιστρέφοντας στην γενέθλια πόλη της κατοικεί στην οδό Υψηλάντου 132, και Ακτή
Μουτσοπούλου 44 μετέπειτα, όπου εργάζεται επαγγελματικά ως καθηγήτρια αγγλικών,
είτε στο Γραφείο της είτε σε διάφορα Φροντιστήρια στον Πειραιά. Παράλληλα,
ασχολείται συστηματικά με την ποίηση, εκδίδοντας μέχρι την ημέρα που έφυγε από
κοντά μας, έξι ποιητικές συλλογές, και μία ολιγοσέλιδη μελέτη τριών
δεκαεξασέλιδων το 1978 στον Πειραιά «Τη Γλώσσα μου έδωσαν Ελληνική», τίτλος που
παραπέμπει άμεσα και φανερά στον ποιητή Οδυσσέα Ελύτη. Στο μικρό αυτό μελέτημα
της η φιλόλογος και ποιήτρια, εκθέτει τις απόψεις της για το γλωσσικό ζήτημα
στην εποχή μας, και την γλωσσική επάρκεια των νεοελλήνων, η ειδίκευσή της κατά
την διάρκεια των σπουδών της στο εξωτερικό σε θέματα και προβλήματα που
άπτονται του χώρου της Γλωσσολογίας της προσθέτει τα αναγκαία εκείνα εφόδια
στην εξέταση του θέματος. Ασχολείται ενδεικτικά αναφέρω, με το θέμα των
συνωνύμων που συναντώνται μέσα στον πλούτο της ελληνικής γλώσσας, της
πολυσημίας των λέξεων και των αναφορών τους, των αντωνύμων, των διαφόρων
σύγχρονων λεκτικών ιδιωμάτων κλπ., ενώ δημοσιεύει σποραδικά μικρά μελετήματα
που αφορούν το θέμα, όπως το «Ένα σχόλιο για τη γλώσσα», δες περιοδικό Φιλολογική Στέγη τχ. 34/10,12,1985,
σ.349.
Την
ποιήτρια Ειρήνη Αλιφέρη, είχα την χαρά να γνωρίσω από κοντά από πολύ νωρίς,
καθώς είχα βρει στις προσθήκες των παλαιοβιβλιοπωλείων τις πρώτες της ποιητικές
συλλογές, που με συγκλόνισαν. Οι συλλογές της, είναι από τις περιπτώσεις
εκείνες που όσο και να στις πωλήσει ο παλαιοπώλης αξίζουν τα χρήματά τους. Και
ήταν μεγάλη η χαρά μου, όταν μέσα στα ογδόντα περίπου άτομα του Πειραιά που
παραβρέθηκαν στην πρώτη μου λογοτεχνική διάλεξη στο Δημοτικό Θέατρο του
Πειραιά,-στις γνωστές πνευματικές εκδηλώσεις που διοργάνωσε στην πόλη μας ο
τόσο πρόωρα φευγάτος και αυτός, λογοτέχνης Χρίστος Αδαμόπουλος-βρίσκονταν και η
ποιήτρια Ειρήνη Αλιφέρη. Στην ίδια σειρά εκδηλώσεων, του ΠΟ.ΚΕ.ΔΗ.Π. είχε
μιλήσει και εκείνη 7/2/1989, με θέμα «Διαθλάσεις του ποιητικού λόγου». Η κοινή
μας αγάπη για την ποιητική δημιουργία του Οδυσσέα Ελύτη μας έφερε πιο κοντά,
καθώς και η κοινή εκτίμηση για τον πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη και Χρίστο
Αδαμόπουλο που ήσαν και προσωπικοί της φίλοι. Ο χρόνος κύλησε γρήγορα στον
Πειραιά, η γνωριμία μου και με άλλους πνευματικούς δημιουργούς της πόλης, με
έκανε να θαυμάσω ακόμα περισσότερο την ποιητική της φωνή, και να εκτιμήσω το
πρόσωπο-γυναίκα Ειρήνη Αλιφέρη, που στάθηκε σχεδόν απόμακρη από τα φώτα της
Πειραϊκής πνευματικής δημοσιότητας κατά την διάρκεια του σύντομου βίου της.
Ευαίσθητη και ρομαντική, τρυφερή και ονειροπόλα, σοβαρή ποιήτρια και καλή
καθηγήτρια αγγλικών, κάπως αυτοκαταστροφική στην προσωπική της ζωή, η φιλόλογος
και ποιήτρια Ειρήνη Αλιφέρη μας έδωσε εξαίρετους ποιητικούς στίχους που έμειναν
στον χρόνο και μας συγκινούν ακόμα, συνεχίζοντας την άξια λόγου γυναικεία
πειραϊκή ποιητική παράδοση της πόλης, και η ευαίσθητη φωνή της, δικαίως ξέφυγε
από τα στενά «επαρχιώτικα» όρια του Πειραϊκού χώρου. Σχεδόν όλα τα ποιήματα και
των έξη συλλογών της είναι μια διαρκής ανοιχτή συνομιλία με την τέχνη της
Ποίησης. Η λέξη Ποίηση και Ποίημα επαναλαμβάνονται διαρκώς μέσα στους στίχους της.
Η Ποίηση συμπλέκεται αρμονικά με τα προσωπικά της βιώματα και αδιέξοδα και
εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο το όραμα και τους στόχους της ζωής της. Η
Ποίηση, είναι η ατομική της θρησκεία που με ευλάβεια και σεβασμό προσεύχεται.
Γράφει στο ποίημα «Συγγένεια» της συλλογής της «Ενδοσκόπιον»
ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ
Τον
αντίχειρα
τον
μέσο και το δείχτη
για
να κάνω το σταυρό μου.
Τον
αντίχειρα
το
μέσο και το δείχτη
για να πιάσω το μολύβι μου.
Συγγενεύουν
στενά
ο
Θεός μου και η Ποίηση.
Ποίημα καθαρά αυτοβιογραφικό που εκφράζει με τον
ακριβέστερο τρόπο την φιλοσοφία της ζωής της. Και συνεχίζει εύστοχα στο άτιτλο
ποίημα της συλλογής της «Φωτοσκιάσεις»:
Θεέ
μου
για
λίγους γράφω
και
Σύ
μου
τους κάνεις λιγότερους.
Η Ειρήνη
Αλιφέρη, αυτή η μικρή το δέμας νεραΐδα των δρόμων της Πόλης του Πειραιά, έζησε
για την Ποίηση, τροφοδότησε με τα ατομικά της βιώματα τον ποιητικό λόγο και μας
άφησε στίχους βαθειάς γυναικείας ευαισθησίας, λυρισμού και τρυφερότητας.
Ποιήματα αισθήματα και συναισθήματα, που αποτυπώνουν ανάγλυφα τις εσωτερικές
της ανησυχίες, τους προβληματισμούς, τους στοχασμούς, τα αδιέξοδα ζωής και
έρωτος, και άγχη μιας ατομικής διαδρομής που αφιερώθηκε με πάθος στην
υπεράσπιση του ποιητικού λόγου. Που για εκείνη, δεν είναι παρά η αληθινή νομοθέτηση
του βίου των ανθρώπων σε όλες του τις εκφάνσεις. Λέξεις βιώματα προσωπικής
διαδρομής ζωής, που υμνούν ή προσεύχονται στον ποιητικό λόγο, που δοξάζουν ή
ζητούν την συντροφιά του ποιητικού λόγου, που εξομολογούνται σε αυτόν ή ζητούν
την παραμυθία της παρηγοριάς του. Η εικόνα των εμπειριών της ζωής της
ταυτίζεται με την εικόνα της ποίησης και βαπτίζεται μέσα στην καθαρότητά της.
Οι λέξεις που χρησιμοποιεί, οι δικές της «Λέξεις
χρυσόμυγες» έχουν η καθεμία την ιδιαίτερή τους σημασία, σηκώνουν το βάρος
των προσωπικών της αδιεξόδων, της νοσταλγίας των ερωτικών της διαψεύσεων, της
διαρκούς παρούσας ευπρόσδεκτης μνήμης «της διαρκούς παρούσας απουσίας», χωρίς
όμως να λυγίζουν ή να κάμπτονται, αλλά, εικονίζουν με σαφήνεια την γυναικεία
μελαγχολία και πρόσκαιρη παραίτηση των ονειροπολήσεών της. Καθώς εκείνος,
ετοιμάζει την επιστροφή του για να «ενσαρκώσει
το λόγο/στου χαρτιού μου/την κατάλευκη αμμουδιά». Ο Έρωτας δεν κατονομάζει
το αντρικό πρόσωπο, δεν περιγράφει το αντρικό σώμα, δεν θωπεύει τα αντρικά
μέλη, που η ερωμένη αντίζηλος θάλασσα τα γεύτηκε με πάθος, «αντίζηλή μου η θάλασσα/ που σε παίρνει αγκαλιά/ξεδιάντροπα
μπροστά μου», ενώ εκείνη με αρμυρή μελαγχολία στα χείλη ψιθυρίζει,
«Νόστος
και άλγος
Ψιθύριζα
σε
μια γλώσσα που κανείς δεν μιλάει
αν
δεν έχει ερωτευθεί όπως εγώ.
Η νοστ’ αλγία.»,
δεν διαψεύδεται από το σαράκι της ζήλειας, αυτόν τον
ανοίκειο νόστο, γιατί η ματιά της, λούζεται «στην βυσσινάδα του απόβραδου»,
λούζεται σκορπίζεται με χάρη μέσα σε κυματισμούς θαλάσσης, η φλόγα του
μετατρέπεται σε ευωδία λουλουδιών, σε ανοιξιάτικη ανθοφορία, καλοκαιρινό
απόγευμα, σε χρώματα «χαμαιλέοντες των
αισθημάτων», και σε νοσταλγικούς ψιθύρους που οδηγούν κατευθείαν στο λευκό
αειπάρθενο χαρτί της ποιητικής κατάθεσης, σε ήχους νοσταλγικούς «αυτά τα άκακα
ερπετά του αέρα». Τα ποιήματά της είναι συνήθως μικρής φόρμας, μικρής εκπνοής
ποιητικοί πυρήνες που αποτυπώνουν με μεγάλη ενάργεια την σαγηνευτική της
εκμυστήρευση.
«Λευκό
παντελονάκι για χαρτί
και
μπλέ πουκαμισάκι για μελάνι
Έφηβος
ο στίχος καλοκαίριασε».
Λυρικά ποιήματα γεμάτα ρυθμό και χαροποιό
μουσικότητα που, κάθε στίχος τους, είναι και μια αποκαλυπτική εικονοποιία.
Εικόνες μιας επαναλαμβανόμενης παρθένας ματιάς που δεν χορταίνει να συνάζει
εμπειρίες, να γεύεται φυσικά χρώματα, να αισθηματοποιεί καταστάσεις χωρίς να
αισθηματολογεί, όπως συνήθως συμβαίνει σε πολλές ποιητικές καταθέσεις της γυναικείας
γραφής για να δηλώσει την παρουσία της. Η έμπνευσή της δεν είναι ακατανόητη, δεν προέρχεται από έναν άλλο
κόσμο, έναν κόσμο σκοτεινών σκιών, θρυμματισμένων προσωπικών της συναισθημάτων,
γιατί, βρίσκει την πλήρωσή της μέσα στο ίδιο το ποιητικό γεγονός, στην ίδια την
επιθυμία της να μετατρέψει την έμπνευση σε ποιητική αφήγηση, σε ποιητική
γαλήνια ματιά που αντηχεί το εξαγνισμένο βάθος της ανθρώπινης εμπειρίας, με
έναν λόγο γεμάτο κατανόηση, γεμάτο νοσταλγική χαρά, ποιητική διεισδυτικότητα
που, δεν ξαφνιάζει γιατί προέρχεται από το ίδιο το γεγονός της Ποίησης. Η
ποιητική δημιουργία είναι το ελπιδοφόρο φίλτρο, το εξαγνιστικό κρησάρισμα των
σκοτεινών στιγμών του βίου. Είναι η δική της προσωπική συγγραφική Μήτρα:
Η ΜΗΤΡΑ
Φτιάχνω
καινούργια ποιήματα
τον
τελευταίο καιρό
που
εγκαταστάθηκε στη μήτρα μου
μια
κόλλα χαρτί
κι
εσύ με το ζεστό μολύβι σου
αποθέτεις
χειρόγραφα
τα
σπέρματα των στίχων
μιάν
υπόσχεση ποίησης
την
ισόβια μου εγκυμοσύνη.
Τα μελανώματα
της ερωτικής απόρριψης της ζωής καθώς ο χρόνος κυλά, ενσωματώνονται αρμονικά με
τα χρώματα του ουράνιου τόξου της Φύσης, γίνονται λίπασμα παραμυθίας για να
γεννηθούν οι νέες ποιητικές καταθέσεις της. Στίχοι καθαρής λεκτικής ομορφιάς,
χωρίς παραγεμίσματα ιδεατών αναφορών, χωρίς να φορτώνονται με βαθυστόχαστες
ιδέες, χωρίς να ρέπουν στην συνήθη σύγχρονη μας πεζολογία ή αφελή κοινωνική
κριτική και θεωρία, μας αποκαλύπτουν τον εσώτερο χαρακτήρα μιας δημιουργού που
τόλμησε-τουλάχιστον στον Πειραϊκό χώρο-να υπερασπιστεί με τον βίο της τον
ποιητικό λόγο. Επανέφερε στην επιφάνεια την «παλαιά ρομαντική άποψη» της «αγνής
και καθαρής ποίησης» που στέκει συνήγορος της ζωής του καθενός μας, ευφρόσυνο
κουκούλι ποιητικής παρηγοριάς, παντάνασσα Παναγιά Ποίηση του ελέους και της
ερωτικής παρθένας ματιάς. Η δομή των ποιητικών της συνθέσεων είναι ευανάγνωστη ακόμα
και στον πιο αδαή περί τα ποιητικά θέματα αναγνώστη, η ενσωμάτωση λέξεων με
ειδικό βάρος και ιδιαίτερη ποιητική φυσιογνωμία, θα σημειώναμε, που
χρησιμοποιεί, ερανίζονται από την μεγάλη ποιητική δεξαμενή, εν μέρει του
Οδυσσέα Ελύτη, εν μέρει από τη βρυσομάνα πηγή του Διονυσίου Σολωμού, αλλά
κυρίως, από την κλασική μουσική ρυθμολογία ενός Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπάχ, ενός
Βιβάλντι, ενός κονσέρτου του Σεργκέι Ραχμάνινωφ, ή ενός ακούσματος του
«Χαμόγελου της Τζοκόντας» του μελωδού των ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι, οδηγούν αυτό καθεαυτό το ποιητικό γεγονός, σε ένα ποιητικό
λειτουργικό τύπο πρωτότυπο και με σαφή προσανατολισμό, συμπληρώνοντας με τον
ορθότερο τρόπο την μορφή και την σύλληψη της ποιητικής ιδέας. Οι λέξεις της,
έχουν άμεση και στενή σχέση με τον χώρο της μουσικής, η ίδια η ποιήτρια μας
αποκαλύπτει την σχέση αυτή, χωρίς να διστάζει ή να φοβάται ότι θα ξενίσει στα
αυτιά μας η σύγκριση αυτή. Συνθέτει ακόμα και μακροσκελή ποιήματα «ΣΕ ΣΟΛ ΔΙΕΣΗ»
ΤΟ
ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ
Αμφιβολία
καμμιά.
Έχει
ο Μπάχ αντικλείδι.
Μπαίνει
κρυφά στο σπίτι μου
και
βλέπει τα χαρτιά μου.
Αλλοιώς
δεν εξηγείται
να
μοιάζουνε τόσο πολύ
τα
ποιήματά του
με
τη μουσική μου.
Και από τις «Δεκάξη στιγμιαίες φωτογραφίες»
•Τι όμορφη
διαδρομή
από
τα δικά σου λόγια
στην
Ενάτη.
•Όποτε
λούζομαι με Ποίηση
μυρίζουν
τα μαλλιά μου Μουσική.
•
Μόλις μπήκε το πιάνο
στη
θέση του
μαράθηκαν
τα δάχτυλά μου.
•Αγκαλιά:
Μετακομίζει
η θάλασσα
από
την παλάμη σου
σε
μια φυλλωσιά κιθάρες.
Μικρές ποιητικές πνοές, που φέρνουν στη σκέψη τον
κόσμο των Χάι-Κάι, ποιητικά αποσπάσματα των μικρών μελτεμιών της ζωής, εικόνες
στιγμιότυπα λυρικής ματιάς, περιπλάνηση στον κήπο των ποιητικών διαθέσεων, σιγανό
ρυάκι ποιητικής ομορφιάς που μέσα του σελαγίζουν οι τέσσερεις εποχές της ζωής
μας. Σπινθήρες ποιητικής ομορφιάς και προσωπικής νοσταλγίας.
«…αγάπη,
βότσαλό μου μωβ»
Η ποίηση
της Ειρήνης Αλιφέρη, δεν προέρχεται από εγωτικά γυναικεία καπρίτσια, δεν
πηγάζει από τα μαραμένα άνθη ενός παιδικού γυναικείου εφηβικού λευκώματος, δεν
παράγεται από την αβάσταχτη θλίψη ενός χαμένου έρωτα, αλλά από μια φυσική αναγκαιότητα,
την αναγκαιότητα Ζωής και Ονείρων της ίδιας της Πειραιώτισσας δημιουργού. Που,
επιλέγοντας ένα στενό περιθώριο, «εμείς παλεύουμε/να γράψουμε στίχους» όπως
γράφει η ίδια. Η έντασή της, αντιστοιχεί στα διάφορα κατά καιρούς στάδια ζωής
της ίδιας της ποιήτριας, γιαυτό και ο λόγος της δεν παρουσιάζει ίχνος
διανοητικότητας, ακόμα και η συλλογή της «Ιουλιανή η Παραβάτισσα», παρά τον
εμπλουτισμό της με λέξεις και εικόνες, μεταφορές και συγκρίσεις που ανοίγουν
την βεντάλια των προηγούμενών της ποιητικών συλλογών, δεν παύει να κινείται
μέσα στον χώρο της προσωπικής λυρικής νοσταλγίας και εξομολόγησης. Συνεχίζει
την ανοιχτή διαρκή της συνομιλία με την Ποίηση. Η Ποίησή της, συνομιλεί διαρκώς
με την Ποίηση
ΚΑΘΑΡΗ
ΔΕΥΤΕΡΑ
Κι
ο χαρταετός μου Ποίηση
Κύριε
των Δυνάμεων
Περιμένει
στα χέρια μου
πότε
θα φυσήξεις Ουρανό.
Και
η συνομιλία της με την Ποίηση συνεχίζεται
ΦΩΣ
ΜΟΥ
Το
σκοτάδι ανθίζει
στα
ξερά παράθυρα.
Πρέπει
να επιπλώσω τη σιωπή.
Θα σε φορέσω κατάστιχα
Για
ν’ ανατείλει ο Λόγος.
Και το Δημοτικοφανές με το διπλό δίστιχο
ΔΗΜΟΤΙΚΟ
-Πάρτε
μου δέντρα τα φτερά
για
ν’ αποκτήσω ρίζες.
-Πάρτε
πουλιά τις ρίζες μου
να
φύγω πιά απ’ το χώμα.
Και το επίσης αυτοβιογραφικό
ΣΤΟ
ΓΚΡΙΖΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ
Στο
γκρίζο που είμαι
θέλω
να υπερέχει το λευκό.
Αποκηλιδώνοντας
το φως
θέλω
να λέω πως γράφω.
Να
σπαράσσει η νύχτα
σα
μαυρόψαρο
στην
πετονιά του καλημέρα
όχι
να με κατασπαράζει
απ’
αυγή σ’ αυγή.
Σκακιέρα
παράλογη:
νάχουνε
τα λευκά την πρώτη κίνηση
κι
όλο τα μαύρα να με βγάζουν μάτ.
Και μια ακόμα ποιητική ηλιαχτίδα κοσμογραφική
δροσοσταλιά ζωής
ΚΟΣΜΟΓΡΑΦΙΑ
Αχινός
πλανόδιος
στο
βυθό του σύμπαντος
αγκυλών’
η Γή
τους
εφήμερούς της αναβάτες.
Έργα της:
• ΙΔΙΟΜΕΛΑ, εκδόσεις Ίκαρος 1972, σ.70
ΝΟΣΤΑΛΓΗΣΑ
Νοστάλγησα
τους φίλους μου
νοστάλγησα
τους φίλους μου πού βλέπω
κάθε
μέρα.
Έχουν
μεταναστέψει
Στη
δική τους Ανταρκτική.
Η ΕΠΑΛΗΘΕΨΗ
Επαληθεύτηκαν
οι φοβίες
μέσα
στο τετράδιο των Μαθηματικών
όπου
ο έρωτας
υποτιθέμενο
σημείο ωμέγα
αποδείχτηκε
τόπος
γεωμετρικός
ανάμεσα
σε δύο ανθρώπινα όντα
ανισοσκελή.
• ΑΠΟΔΕΙΠΝΑ, εκδόσεις Ίκαρος1973, σ.52
ΧΡΕΟΣ
Χρωστώ
στίχους στους φίλους μου
και χάδια στους εχθρούς μου.
ΛΟΓΟΣ ΚΑΛΟΣ
Γαλανομάτης
Άγγελος
στην
άκρη τ’ ουρανού
λόγος
καλός
στις
άκρες των χειλιών σου.
Καλοκαιριάζει.
• ΤΑ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΑ, Ίκαρος 1974, σ.48
ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ
Εσύ κατοικείς στο
μολύβι μου.
Κάθε φορά που γράφω
συγυρίζω το δικό σου σπιτικό.
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ ΤΕΛΕΙΩΝΕ
Το τελευταίο βιβλίο μου τέλειωνε
σ’ ένα δίεση σόλ.
Θάθελα να το ξαναγράψω.
Μόνο για να τονίσω τη λεπτομέρεια
πως πρέπει ν’ ακουστεί με σουρτίνα.
• ΕΝΔΟΣΚΟΠΙΟ, εκδόσεις Ίκαρος 1981, σ. 62
• Ιουλιανή η Παραβάτισσα, Πειραιάς 1985, σ.47
• ΦΩΤΟΣΚΙΑΣΕΙΣ, Πειραιάς 2003, σ.48
ΜΝΗΜΗ
Μνήμη
καρφίτσα
σκουριασμένη
τρύπησες
το βλέμμα μου.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, Κυριακή 28 Αυγούστου 2016
Πειραιάς 28/8/2016
ΑΡΓΑ
Αργά
τις νύχτες
βάζω
μυστική μπουγάδα
πλένω
τα σεντόνια της σφαγής.
Μέχρι
να γίνει μέρα
Δαμάζω
βράχους κατάστηθους
ξυπνώ
τον κόσμο
που
τολμά και κουβεντιάζει
για
το μεροκάματο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου