ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ
ΣΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ
Εκδόσεις ΕΡΜΕΙΑΣ-ΑΘΗΝΑ 1977
Το Σηματολόγιον του Οδυσσέα Ελύτη με
σήματα-κοσμήματα του ίδιου τυπώθηκε τον Δεκέμβρη του 1977 στις Γραφικές Τέχνες
Νεοτύη Ο.Ε. για λογαριασμό των Εκδόσεων Ερμείας Βουκουρεστίου 40 και Ρώμα.
Επιμέλεια: Μαρία Μοάτσου. Διαστάσεις 17Χ17, δραχμές 200
Ρήσεις από το ανέκδοτο ποιητικό έργο «Μαρία Νεφέλη»
Έχω
αναφέρει και άλλοτε, την μεγάλη τιμή που είχα στην πνευματική μου διαδρομή-σε
νεαρή ηλικία-να γνωρίσω από κοντά τον νομπελίστα μας ποιητή. Η γνωριμία μου και
η πνευματική σχέση με τον ποιητή, δοκιμιογράφο και μεταφραστή Κίμωνα Φράϊερ, και
τον πεζογράφο Στέλιο Ξεφλούδα, και επίσης, ένα εξαιρετικής ποιότητας άτομο, ένα
άτομο ήθους και σοβαρού χαρακτήρα, έναν
άριστο οικογενειάρχη και καλλιεργημένο πρόσωπο (ιδιαίτερα στον χώρο της
κλασικής μουσικής) τον Νίκο Βαλμά, τρία πρόσωπα που με τον έναν ή άλλον τρόπο διατηρούσαν φιλικές σχέσεις με τον ποιητή πολύ
πριν την βράβευση του το 1979 με το Νόμπελ, μου έδωσαν την δυνατότητα να
γνωρίσω από κοντά τον Οδυσσέα Ελύτη. Έναν «ποιητικό μύθο», για εμάς τα
μειράκια τους τότε εκκολαπτόμενους «διανοούμενους» λάτρεις και αναγνώστες του
ποιητικού λόγου.
Ο Κόσμος της Τέχνης μέσα στο ρου της ανθρώπινης
ιστορίας μεταλαμπαδεύονταν στο ευρύ κοινό, όχι μόνο από το ιδιαίτερο, έμφυτο
ταλέντο των καλλιτεχνών και των όποιων επιτευγμάτων τους, αλλά και από τις
φιλότιμες προσπάθειες ορισμένων ευαίσθητων ανθρώπων να μυήσουν τους νεότερους σε
ηλικία «μαθητές τους», στα ιερά μυστικά και το αποκαλυπτικό σύμπαν της. Η Τέχνη
με την Τέχνη διδάσκεται.
Σαράντα
χρόνια πέρασαν από τότε που εκδόθηκε το μικρό πολύχρωμο αυτό καλαίσθητο βιβλίο,
που περιελαμβάνει τα “minima
moralia”
της ποιητικής σύνθεσης που δύο χρόνια μετά, Δεκέμβρης του 1979 θα ακολουθούσε,
την «ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ» εκδόσεις Ίκαρος. Σαράντα σβησμένα της ζωής μας κεράκια που
όμως ο Χρόνος-Κρόνος, δεν κατόρθωσε να σβήσει το φως των ποιητικών αυτών
«επιγραμματικών» αποφθεγμάτων του έλληνα δημιουργού. Ενός δασκάλου του 20ου
αιώνα του γένους των Ελλήνων. Ενός μαϊστορα της ποιητικής τέχνης. Ενός
δημιουργού σηματωρού της μοντέρνας ελληνικής ποίησης. Ο Οδυσσέας Ελύτης,
περισσότερο μάλλον και από τον Γιώργο Σεφέρη, το πρώτο μας Νόμπελ, άγγιζε τις
ψυχές και τις συνειδήσεις των νεοελλήνων με την ποιητική του δημιουργία, για να
περιοριστώ μόνο, στους δύο βραβευμένους μας και παγκοσμίως γνωστούς δημιουργούς. Αν ο
δοκιμιακός λόγος του Γιώργου Σεφέρη ήταν η «αναγκαία» αναγνωστική προϋπόθεση
για τους νέους και νέες της γενιάς μας αναγνώρισης από τους τότε ποιητικούς
κύκλους, τους μεγαλύτερους σε ηλικία δημιουργούς από εμάς τους εφήβους, η
ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη στα μετά την μεταπολίτευση χρόνια ήταν κατά κάποιον
τρόπο, η πνευματική μας «ενηλικίωση». Ο ποιητικός του λόγος διαβάζονταν περισσότερο
ίσως, και από τα άλλα μελοποιημένα ποιήματα
των μεγάλων μας ποιητών, ακούσματα, που σιγοψιθυρίζαμε στις καθημερινές μας
επαφές και δραστηριότητες, ποιητικά έργα που είχαν μελοποιηθεί από έλληνες
μουσικοσυνθέτες με προεξάρχοντα τον Μίκη Θεοδωράκη. Η δική μου γενιά-αυτή του
1980-γνώριζε και αγαπούσε το έργο του Οδυσσέα Ελύτη ίσως, περισσότερο από τις
προηγούμενες μάλλον γενιές των προδικτατορικών χρόνων της δεκαετίας του 1960,
που τον «έμαθαν» από την μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη. Τον έλληνα συνθέτη που
κατέβασε στα πεζοδρόμια και στις μεγάλες ανθρώπινες μάζες τον έντεχνο λόγο
σημαντικών ποιητών μας. Ανώνυμα πλήθη που διδάχθηκαν να τραγουδούν τον έντεχνο
ποιητικό λόγο, σχεδόν άθελά τους, καθώς τον συνδύασαν παράλληλα με τις τότε
πολιτικές, ιστορικές και κοινωνικές ανατροπές στην χώρα μας. Κάτι που δυστυχώς,
ο μελωδός των ονείρων μας, ο Μάνος Χατζιδάκις, δεν κατόρθωσε να επιτύχει, όταν
πρώτος αυτός, φιλοδόξησε να γνωστοποιήσει στην ελληνική αστική τάξη της εποχής
του, την λαϊκή μας παράδοση και τον πολιτισμό, το ρεμπέτικο τραγούδι και τους
ιδεολογικά και πολιτικά αντίθετους δημιουργούς και συγγραφείς. Δες το έργο
«Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου κλπ. Η τότε κυρίαρχη ελληνική αστική τάξη, δεν
ήταν ευεπίφορη σε αυτές τις αλλαγές, αρνιόταν να κάνει την ιστορική της
υπέρβασή και να αποδεχθεί στους πολιτιστικούς της κόλπους την άλλη πλευρά του
φεγγαριού του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού, αντίθετα από την εργατική τάξη, την
επονομαζόμενη προλεταριακή, η οποία παρά την υστέρησή της σε εκπαιδευτικούς και
ακαδημαϊκούς τίτλους και σπουδές, παρά τα τεράστια βιοποριστικά της αδιέξοδα,
τον αποκλεισμό της από τα πολιτιστικά κρατικά τεκταινόμενα, διέθετε ένα βαθύ
και ουσιαστικό πολιτιστικό ένστικτο που την οδήγησε να ενστερνιστεί και να
ακολουθήσει τα σύγχρονα πνευματικά και καλλιτεχνικά επαναστατικά επιτεύγματα
της εποχής, από όπου και αν αυτά προέρχονταν. Μπορεί να μην γνώριζε ή
καταλάβαινε πολλά από ποίηση, όμως ένιωθε, αφουγκράζονταν τους νέους ιστορικούς
σπασμούς που κυοφορούσαν μέσα στα έργα τους οι άνθρωποι της ποίησης και της
τέχνης γενικότερα. Πολλοί νέοι και νέες της γενιάς μου, γνωρίζαμε και διαβάζαμε
την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη και την αγαπούσαμε, πολύ πριν την ακούσουμε
μελοποιημένη και την τραγουδήσουμε στις μεγάλες τότε πολιτικές πορείες, στις
ιστορικές διαδηλώσεις, τα στάδια και τις πλατείες, που συνήθιζε αβίαστα,
να συμμετέχει η ελληνική νεολαία αλλά και τα μεγαλύτερης ηλικίας άτομα, τα
προερχόμενα από τα ελληνικά έπη της εθνικής αντίστασης, του πολέμου και της
κατοχής και τα μετέπειτα πέτρινα χρόνια. Το ίδιο μπορώ να υποστηρίξω και για
τον βάρδο ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο. Αγωνιζόμασταν με τα ισχνά
πνευματικά εφόδια που διαθέταμε, και πάνω στα ντουζένια της ακαπίστρωτης νιότης
μας, να ακολουθήσουμε τον ποιητικό ρυθμό των ίδιων των κειμένων καθώς τα
διαβάζαμε, παρά τον μουσικό που ακούγαμε από τα μεγάφωνα ή τους μεγάλους
δίσκους στο πικάπ. Πειραματιζόμασταν κατά μόνας ή σε παρέες, στα διάφορα στάδια
ανάγνωσης των ποιητικών αυτών κειμένων που προέρχονταν από την ποιητική φλέβα
καταξιωμένων και φτασμένων ελλήνων ποιητών των προηγούμενων γενιών και σχολών.
Ας μου επιτραπεί να εκμυστηρευτώ κάτι προσωπικό,-τώρα που ο χρόνος έχει
παρέλθει και οι δημιουργοί αυτοί ανήκουν πλέον στο εικονοστάσι της ψυχής μας
και της συνείδησης του έθνους μας-χωρίς να θέλω να μειώσω στο ελάχιστο την
αγάπη και τον σεβασμό μου για τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο και το έργο του, πέρα από
τις όποιες θεμιτές ενστάσεις για ορισμένες του ποιητικές συνθέσεις. Νέος
θυμάμαι μαζί με άλλους νέους της εποχής, κάναμε διάφορα αναγνωστικά πειράματα
καθώς διαβάζαμε και απαγγέλαμε ποιητικά κείμενα. Διαβάζαμε από διάφορες ποιητικές
συλλογές ποιητών και ζητούσαμε από τους άλλους, να μας πουν από ποια
ποιητική συλλογή ήταν το απόσπασμα που άκουσαν. Όταν κάναμε αυτό το πείραμα στις ποιητικές
συνθέσεις ποταμός του Γιάννη Ρίτσου, ο νέος ακροατής της παρέας παρά την
συγκίνηση που ένιωθε από την απαγγελία των ποιημάτων, δεν μπορούσε να ξεχωρίσει
από ποια ποιητική του συλλογή ήταν. Όταν δηλαδή του διάβαζαν έναν στίχο ή μια
παράγραφο από μία ποιητική συλλογή, κατόπιν από μία άλλη, στην
συνέχεια από μία τρίτη, μία τετάρτη... Τα άτομα που άκουγαν τα ποιήματα, δεν
μπορούσαν να ξεχωρίσουν την συλλογή, δεν διέκριναν την ειδοποιό διαφορά των ποιητικών συνθέσεων. Υπήρχε μια οργανική συνέχεια στα αποσπάσματα που άκουγε, μια ποιητική
ταυτότητα ύφους, εικόνων, περιγραφών, θεμάτων, αγωνιστικών προθέσεων κλπ., που
προέρχονταν από μια κοινή και προσδιορισμένη αφετηρία, που όμως έχανε στις
επιμέρους ποιητικές στιγμές και συγγραφικούς σχεδιασμούς. Ο ποιητικός λόγος
του Ρίτσου, στις περισσότερες συνθέσεις του, είναι ένα τεράστιο ποιητικό
«σεντόνι». Γιαυτό και πολλές φορές μπερδευόμαστε να ξεχωρίσουμε μάλλον πολλά
του αποσπάσματα αν θελήσουμε να τα παραθέσουμε σε μια κοινή αναγνωστική
περιπέτεια. Αντίθετα όταν διαβάζαμε άλλους ποιητές, παραδείγματος χάριν τον
Οδυσσέα Ελύτη, μπορεί να μην θυμόμασταν τον τίτλο της συλλογής, αναγνωρίζαμε
όμως σχεδόν αμέσως, ότι τα ποιητικά αποσπάσματα που απαγγέλαμε ήσαν από
διαφορετικές συλλογές και έργα. Πράγμα που καθιστούσε ανέφικτη την πειραματική
προσπάθεια ανάγνωσης ποιητικών κομματιών από διαφορετικές ποιητικές συνθέσεις.
Δεν ταίριαζαν μεταξύ τους, παρότι αναγνώριζες το ποιητικό στίγμα και το ύφος
του ποιητή που διάβαζες. Θέλω να πω με αυτό που καταθέτω,-μετά από τόσες
δεκαετίες-ότι η ποιητική ταυτότητα του Οδυσσέα Ελύτη είναι τόσο έντονη σε κάθε
του έργο, κάθε του συλλογή πέρα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, ίσως και
τεχνοτροπίας της, που μπορείς με τα αναγκαία στηρικτικά της ερμηνείας κλειδιά,
να την αποκωδικοποιήσεις, να την απολαύσεις, να την χαρείς και σαν ενιαίο ποιητικό σώμα και σαν μεμονωμένη ποιητική κατάθεση. Υπάρχει μια ποιητική
ενότητα μέσα στην εσωτερική της διαφορετικότητα. Αντίθετα στον Γιάννη Ρίτσο,
επικρατεί μια κοινή πανσπερμία ποιητικών προθέσεων και ιδεολογικών προτάξεων.
Πολλές του συνθέσεις μικρές ή μεγάλες, επαναλαμβάνονται κάπως άμετρα, ραγίζει
δηλαδή αυτή η αρμονία της συνολικής συνέχειας του ποιητικού του φάσματος.
Πολλές του συνθέσεις, ιδιαίτερα οι προπαγανδιστικές του, μας παρουσιάζονται σαν
ένα ιδεολογικής υφής πρόβλημα παρά σαν μια άλλη διατύπωση και επεξεργασία του
ποιητικού του καθαρά οράματος. Η καλλιτεχνική αξία σε ορισμένες του συνθέσεις
σκιάζεται από το βάρος της ιδεολογίας, που τείνει να μετατρέψει την ποιητική
μονάδα σε πολιτική μπροσούρα χάνοντας έτσι την αυτοτέλειά της. Η γενεσιουργός
αιτιολογική αξία της σύνθεσης δεν έχει ως πηγή της μάλλον την αισθητική αρτίωση
αλλά, την πολιτική εγρήγορση της συνείδησης του αναγνώστη. Έχει σκοπό όχι να
καλλιεργήσει τόσο την ποιητική του ευαισθησία, αλλά να κρατήσει ζωντανό το
πολιτικό του φρόνημα. Οι υψηλόφρονες ποιητικές προθέσεις του Γιάννη Ρίτσου, δεν
βρίσκονται τόσο εντός των ποιητικών τειχών, αλλά μάλλον, μέσα στις προθέσεις
του αναγνώστη του καθώς ο ποιητικός του λόγος τον συντροφεύει στις επαναστατικές
κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές του. Το σύνολο ποιητικό έργο, του πραγματικά
και ουσιαστικά μεγάλου έλληνα δημιουργού Γιάννη Ρίτσου, μοιάζει αν δεν είναι
άστοχο και πάλι το παράδειγμα, με τους τόμους της προσωπικής αλληλογραφίας που
εκδόθηκαν του ποιητή Κωστή Παλαμά σε θηλυκές υπάρξεις της υπηρεσίας του
σπιτιού του. Το μεγαλόπνοο έργο του Γιάννη Ρίτσου, σε πολλά του σημεία
«εξανεμίζεται» μέσα σε έναν επαναστατικό φουρτουνιασμένο ωκεανό λέξεων και
εικόνων, που «καταπλακώνουν» κατά κάποιον τρόπο το κεντρικό ποιητικό
γενεσιουργό αίτιο της αποτύπωσις τους. Στον Γιάννη Ρίτσο όπως και στον Νίκο
Καζαντζάκη, έχουμε ένα τσουνάμι λέξεων που γονατίζουν την ποιητική σύνθεση, την
κάνουν να χάσει την εσωτερική της πύκνωση. Συναντάμε μια αρκετά μεγάλη μάλλον
περιδίνηση εικόνων και λέξεων, επαναλαμβανόμενων φράσεων, που κρατούν σε
υποτέλεια την ιδιαίτερη ανεξαρτησία της εικόνας της σύνθεσης. Η συγκίνηση δεν
προέρχεται από τα ποιητικά συμφραζόμενα των επαναλαμβανόμενων λέξεων, αλλά από
την ιδεολογική τους φόρτιση σε σημείο εξάντλησης. Αλλά για να είμαστε δίκαιοι
με την ιστορία, ο Ρίτσος ζει σε μια εποχή, που οι μακρόστιχες συνθέσεις που
προέρχονται από τις προηγούμενες από αυτόν ποιητικές γενεές, είναι προϋπόθεση
της μεγάλης και καταξιωμένης ποίησης. Και φυσικά, μεγάλωσε μέσα σε μια σκληρή
εποχή που το κοινωνικό όραμα της μαρξιστικής θεωρίας, δεν είχε ακόμα απεκδυθεί
τις όποιες πολιτικές του ψευδαισθήσεις. Από τους ξένους ποιητές, την ίδια
αίσθηση ένιωσα όταν διάβασα το «Κάντο Χενεράλε» του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα.
Αντίθετα στον Οδυσσέα Ελύτη, είναι προσεκτικά επιλεγμένες οι ποιητικές του
μονάδες, πιο άρτια σχεδιασμένες, έχουν έναν ξεχωριστό χρωματισμό και βαρύτητα η
κάθε μία, αποτελούν όλες μαζί, ένα ψηφιδωτό ποιητικής δραματικότητας και
εικαστικής αναφοράς. Είτε είναι λυρικός ο λόγος, είτε είναι σουρεαλιστικός,
είτε είναι υπαρξιακός, είτε είναι πατριωτικός, είτε είναι φυσιολατρικός, είτε
είναι μουσικός, είτε είναι ελεγειακός, είτε είναι θρησκευτικός, είτε είναι
αμιγώς εικαστικός, είτε είναι ερωτικός ή ιστορικός, ο λόγος του Οδυσσέα Ελύτη,
έχει κατά την αναγνωστική μου γνώμη, το ιδιαίτερο ποιητικό του στίγμα, μια
ταυτότητά που συνεχώς εξελίσσεται. Αναγνωρίζουμε μια διαρκή κίνηση μέσα στις
ποιητικές του συνθέσεις, ανάλογα με την εσωτερική του ποιητή ωριμότητα και τα
στάδια επεξεργασίας των πνευματικών και καλλιτεχνικών του ενδιαφερόντων και
ενασχολήσεων. Αντίθετα πάλι, η σταθερή έκφραση μιας διαρκούς δράσης στο έργο του
Ρίτσου, προέρχεται από την επίπονη και θυσιαστική προσήλωση του ποιητή στην
ιδεολογία που υπηρετεί. Ο Ρίτσος αισθάνεται ή αντιλαμβάνεται τον κόσμο και τα
προβλήματά του μέσα από το πρίσμα της καθεαυτό πολιτικής δράσης, ενώ αντίθετα
ο Ελύτης, μέσω μιας μυστικής πανάρχαιας αίσθησης που συνενώνει τα του
σύμπαντος στοιχεία. Στον Ρίτσο, η ποιητική αίσθηση απορροφάτε πολλές φορές από
την ιδεολογία ή υποκλίνεται μπροστά στην πολιτική δράση, ενώ στον Ελύτη η
συγκίνηση προέρχεται από την σύνταξη σοφά οργανωμένων λέξεων με μεγάλη λυρική
βαρύτητα, που σπονδυλώνουν την αισθητική αρτιότητα της εικόνας. Και στους δύο, αναγνωρίζουμε το ιδιαίτερο στοιχείο της ιστορικής και ατομικής
δραματικότητας, έστω και αν προέρχεται από διαφορετικά προσανατολισμένα πεδία
εμπειριών και συγκίνησης, και φυσικά, σύλληψης και επεξεργασίας. Στον Γιάννη
Ρίτσο η ανάπλαση του αισθήματος γίνεται προς όφελος πολλές φορές της
ιδεολογίας, ενώ στον Οδυσσέα Ελύτη, η ανάπλαση των ονείρων και των σκέψεων του
ποιητή οδηγούν σε ένα διαρκές ποιητικό αίσθημα. Αυτό που κάπως λείπει από τον
Ρίτσο, είναι αυτός ο διαρκής γλωσσικός αισθησιασμός του Ελύτη. Αυτή η μεγάλη
προίκα που μας άφησε πίσω του.
Πιστεύω, ότι το ποιητικό σύμπαν του Οδυσσέα Ελύτη,
παραμένει ακόμα σε πολλά του σημεία αχαρτογράφητο. Τόσο στην ερευνητική του
προσέγγιση όσο και στην ανάγνωσή του.
Ο Οδυσσέας Ελύτης και το έργο του είναι μπροστά μας,
μας βλέπει και μας περιμένει υπομονετικά, στο περιπετειώδες και ευχάριστο
ταξίδι των ποιητικών μας αναγνώσεων.
Τελικά
αυτή η παράξενη και κακοτράχαλη χώρα, αυτή η μητέρα και μητριά μαζί πατρίδα μας
η Ελλάδα, στάθηκε πολύ τυχερή στο διάβα της πολιτιστικής της πορείας μέσα στον
χρόνο, γέννησε μεγάλα και οικουμενικά ποιητικά μεγέθη, πέρα από τις διεθνείς
τους αναγνωρίσεις.(βραβεία Νόμπελ και Λένιν). Να θυμηθούμε τα ανώνυμα Δημοτικά
μας Τραγούδια, τον Διονύσιο Σολωμό, τον Ανδρέα Κάλβο, τον Ιάκωβο Πολυλά, τον
Λορέντζο Μαβίλη, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, τον Άγγελο Σικελιανό, τον Κωστή
Παλαμά, τον Κώστα Καρυωτάκη, τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, τον Τάκη Παπατσώνη, την
Μυρτιώτισσα, τον Κώστα Βάρναλη, τον Γιάννη Ρίτσο, την Ρίτα Μπούμη Παππά, τον
Νίκο Καρούζο, τον Γιώργο Σεφέρη, τον Γιώργο Σαραντάρη, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον
Οδυσσέα Ελύτη, την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, την Κική Δημουλά, και άλλες
πολύσπορες αντρικές και γυναικείες ποιητικές υπάρξεις που με τον ποιητικό τους
λόγο κοσμούν τον ελληνικό ποιητικό λειμώνα. Ένα πολύχρωμο ρόδι ο ελληνικός
ποιητικός λόγος, που μέσα του κρύβονται αυτά τα ρουμπινί ποιητικά σπόρια της
ελληνικής πνευματικής δημιουργίας. Κάθε φορά που ο αναγνώστης το σπάει,
ξεπηδούν από μέσα του τα χρώματα, οι μυρωδιές, οι αισθήσεις, τα οράματα, τα
όνειρα, οι εικόνες, οι δεητικές χειρονομίες, οι ψηλαφίσεις ζωής, οι μυριάδες
αναβαθμοί του βίου των ελλήνων της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού.
Το «ΣΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ»
αποτελείται από 44 ποιητικές ρήσεις. Ρήσεις που προέρχονται από την ανοιχτή συνομιλία
της Μαρίας Νεφέλης με τον Αντιφωνητή. Της Ποίησης με τον Ποιητή.
• Ο
Νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει
• Ένα
σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το
Μυστήριο
• Κάνε
άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά
• Το
άπειρο υπάρχει για μας όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο
• Δεν
εγεννήθηκεν ακόμη ο Μαγελλάνος ενός τριαντάφυλλου
• Ο
τρομοκράτης είναι ο άξεστος των θαυμάτων
• Το
«κενό» υπάρχει όσο δεν πέφτεις μέσα του
• Θάλασσα
λανθασμένη δεν γίνεται
• Αν κάτι
αδημονεί μέσα στην άγρια μέντα είναι της αγιοσύνης σου το λαγωνικό
• Από τον
στοχασμό σου πήζει ο ήλιος μές στο ρόδι κι ευφραίνεται
• Έτη
φωτός στους ουρανούς έτη Αρετής μές στον ασβέστη
• Τέτοιαν
εύστοχη δείξε αδεξιότητα και να: ο Θεός!
• Δεν
έχει φτέρνες η Τελειότητα
• Όταν
ακούς αέρα είναι η Γαλήνη που βρυκολάκιασε
• Από
φυσικού της η μαυρίλα πρέπει να ‘ναι και κλεπταποδόχος
• Την
αλήθεια την «φτιάχνει» κανείς ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα
• Θέ μου
τι μπλέ ξοδεύεις για να μην σε βλέπουμε!
•
Προσπάθησε να οδηγήσεις την τεχνική τελειότητα στη φυσική της κατάσταση
• Κι από
την ανάποδη φοριέται η φαντασία και σ’ όλα τά μεγέθη της
• Τρώγε
την πρόοδο και με τα φλούδια και με τά κουκούτσια της
•
Δυστυχώς και η Γή με δικά μας έξοδα γυρίζει
• Στην
κακή μοιρασιά πάντοτε ο Θεός ζημιώνεται
• Χαράξου
κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία
•
Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα
• Κάπου
ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα
• Έχει τη
μέση της και η άκρη-άκρη
• Παιδιά
κι αγγόνια της απάρνησης είναι όλα τους μπάσταρδα
• Κείνο
πού σού προσάπτουνε τα χελιδόνια είναι η άνοιξη πού δεν έφερες
• Η λύπη
ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε
• Στο
χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τήνε λένε Λάμπουσα
• Δίνε
δωρεάν τον χρόνο αν θές να σού μείνει λίγη αξιοπρέπεια
• Είναι
διγαμία ν’ αγαπάς και να ονειρεύεσαι
• Αν δεν
στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ’ τη Γή ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς
επάνω της
•
Φτασμένες οι προλήψεις σε μια καθαρότητα μαθηματική θα μας βοηθούσανε να
κατανοήσουμε
τη βαθύτερη δομή του κόσμου
• Είναι
αγένεια να κάνεις του Χάρου χειροφιλήματα
• Μακριά
μέσα στ’ απώτατα βάθη του Αμνού ο πόλεμος συνεχίζεται
• Όταν η
συμφορά συμφέρει λογάριαζέ την για πόρνη
• Θα
πρέπει να δημιουργούμε αντισώματα και για την Ευθύνη
• Όταν
ακούς «τάξη» ανθρώπινο κρέας μυρίζει
• Μια
νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα ‘τανε αληθινή σωτηρία
• Όταν η
ζωή μάχεται οί νεκροί στον Άδη Μηδίζουν
• Από τον
Θεό τραβιέται ο άνθρωπος όπως ο καρχαρίας από το αίμα
• Όποιος
μπορεί και φορτίζει την ερημιά έχει ακόμη ανθρώπους μέσα του
• Αν
είναι να πεθάνεις πέθανε αλλά κοίτα να γίνεις ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη
Αυτές είναι οι σαράντα
τέσσερεις ρήσεις του έργου «ΣΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΝ», βιβλίο προπομπός της ποιητικής
σύνθεσης «Μαρία Νεφέλη», του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.
Ρήσεις σηματωροί της Ποίησης και της Ζωής.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, 11/5/2017
Πειραιάς, καθώς η ζέστη καλπάζει για να συναντήσει την
θερμή ατμόσφαιρα των ποιημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου