Τρίτη 30 Μαΐου 2017

Κωνσταντίνος Καβάφης και Έντγκαρ Άλλαν Πόε

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ ΕΝΤΓΚΑΡ ΑΛΛΑΝ ΠΟΟΥ

     Μεταφέροντας στο bloc μου, το κείμενο του σουρεαλιστή ζωγράφου, σκηνογράφου και ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, χωρίς να αναφερθούμε στα κοινά στοιχεία της Καβαφικής ειρωνείας και θεατρικότητας που συναντάμε μέσα στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, στις δάνειες εικόνες και στην σκηνική παράθεση της εξιστόρησης της ποιητικής ιστορίας, στις γλωσσικές συγγένειες, στην άντληση από την μεγάλη διαχρονικά κοινή πηγή λέξεων-αρχαία, αρχαϊζουσα, καθαρεύουσα, μεικτή, δημοτική κλπ, την αφυδατωμένη λυρικά αλλά όχι άρρυθμη στιχοποιία, την αφηγηματική εικονοποιία, την εστίαση σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές της ελληνικής διαδρομής, και γενικά, στο ευρύτερο πλαίσιο τεχνικών ποιητικών αναφορών της Καβαφικής δημιουργίας, που και ο Νίκος Εγγονόπουλος κινείται παράγοντας το δικό του έργο. Αλλά, και στην επίδραση που άσκησε η Καβαφική τεχνική και ποιητική εξιστόρηση στο έργο πολλών ελλήνων υπερρεαλιστών. Θέματα μάλλον γνωστά στους ασχολούμενους συστηματικά με το Καβαφικό έργο, όπως μας μαρτυρεί η ογκώδης και πολύπλευρη βιβλιογραφία εδώ και χρόνια για τον Αλεξανδρινό. Και διαβάζοντας ξανά τα ποιήματα και τις σκέψεις του Νίκου Εγγονόπουλου, ήρθαν στην σκέψη μου μεταξύ άλλων κειμένων και κριτικών για τον Αλεξανδρινό, τα δημοσιευμένα κείμενα, στο λογοτεχνικό περιοδικό: ο «Χάρτης» τχ. 5-6/4,1983, στο πολιτικό περιοδικό της εποχής εκείνης, «Ο Σχολιαστής» τχ. 5/8,1983, και άλλες αναφορές και θέσεις, του εκδότη και διευθυντή ενός αμιγώς υπερρεαλιστικού περιοδικού, που εκδόθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1960 του «ΠΑΛΙ» (1963-1967), του σουρεαλιστή ποιητή και μυθιστοριογράφου Νάνου Βαλαωρίτη. Ενός ακραιφνώς έλληνα υπερρεαλιστή ποιητή που ευτυχώς, εξακολουθεί να δημιουργεί και να μας προσφέρει τα εξαιρετικής ποιότητας ποιήματά του. Τα κείμενα για τον Κωνσταντίνο Καβάφη, του γεννημένου στις 5 Ιουλίου του (1921-) στην Λωζάνη της Ελβετίας Νάνου Βαλαωρίτη, δισέγγονου του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, συμπεριελήφθησαν στην σύναξη δοκιμιακών του μελετών, με τίτλο «ΓΙΑ ΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ» εκδόσεις Εξάντας 1990, σελίδες 320, με διαστάσεις 13,5Χ20, που κόστιζε 1560 παλαιές δραχμές τότε. Το βιβλίο στοιχειοθετήθηκε και σελιδοποιήθηκε στη LEXICON ΟΕ. Διδότου 26 και τυπώθηκε στο λιθογραφείο του Αθανάσιου Φλώρου τον Ιούλιο του 1990 για λογαριασμό των εκδόσεων Εξάντας, της Μάγδας Κοτζιά.
Συμπληρωματικά αναφέρω ότι, από τις εκδόσεις «ΗΛΕΚΤΡΑ» το 2006, κυκλοφόρησε το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη «για μια θεωρία της γραφής Β΄»- Κείμενα για τον Υπερρεαλισμό, συνέχεια της πρώτης ενότητας των δημοσιευμάτων του. Και στον τόμο αυτόν μνημονεύεται σε αρκετές σελίδες ο Καβάφης, και επίσης, από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 1997 κυκλοφόρησε το χρονικό της ιστορικής πορείας και εξέλιξης του περιοδικού «ΠΑΛΙ» που εξέδωσε και διεύθυνε ο Νάνος Βαλαωρίτης. Προσωπικές αναμνήσεις και κρίσεις του Νάνου Βαλαωρίτη που αναφέρονται στα κείμενα, τους συνεργάτες, τους στόχους, τις φιλοδοξίες των συμμετεχόντων συγγραφέων, τους μεταξύ των διαξιφισμούς και άλλα προβλήματα που αντιμετώπισε η έκδοση του περιοδικού(1963-1967), μέχρι την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967 που σταμάτησε βιαίως η έκδοσή του. Όπως και άλλων σημαντικών λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών περιοδικών και εντύπων την περίοδο εκείνη. Ο τίτλος είναι «ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ, ΠΡΩΤΟΠΟΡΙΑ ΚΑΙ «ΠΑΛΙ», με γράμματα των συμμετεχόντων ποιητών γύρω απ’ την έκδοση του «Πάλι», εισαγωγή και σημειώσεις Νάνου Βαλαωρίτη. Και σε αυτήν την εργασία αναφέρονται σχόλια και το όνομα του Καβάφη. Από όσο γνωρίζω, δεν έχει εξεταστεί μέχρι σήμερα, η επιρροή της Καβαφικής ποίησης στην καθεαυτή ποιητική παρουσία του Νάνου Βαλαωρίτη. Παρά το ότι, στα προσωπικά αυτά κείμενα του υπερρεαλιστή συγγραφέα, μας μιλά ο ίδιος άμεσα, με νοσταλγία και σαφήνεια, με ειλικρινή εξομολογητική διάθεση, για τις καθοριστικές αυτές στιγμές της νεανικής του ηλικίας και διάπλασης της κατοπινής πνευματικής του παρουσίας. Οι αφηγηματικές αυτές εν μέρει αναμνήσεις του Νάνου Βαλαωρίτη, έχουν έναν τόνο θαυμαστικό και απολογητικό για το Καβαφικό έργο, για την επίδραση που είχε η κάπως παράξενη, πρωτόγνωρη γλωσσικά και θεματικά ιδιόρρυθμη ποιητική αυτή κατάθεση, προερχόμενη μάλιστα από την περιφέρεια του ελληνισμού, από ένα ακμαίο πνευματικά και ισχυρό οικονομικά, ανθηρό και αρχαίο κομμάτι του ελληνισμού. Μια ποιητική φωνή με τις δικές της κανονιστικές αξιολογήσεις, τις πολύ προσωπικές αποχρώσεις εξομολογητικών ερωτικών διαθέσεων, μια ποίηση που η θεματολογία της και η εντελώς αυστηρή και ιδιαίτερη ιστορική διαπραγμάτευση στιγμών της ελληνιστικής περιόδου, ήσαν κάτι το ξένο και παράτολμο για την εποχή εκείνη. Εποχή που ο ελληνικός ποιητικός λόγος, εστίαζε το ενδιαφέρον του σε θέματα πατριωτικής φύσεως, εμψύχωσης του εθνικού φρονήματος των τότε ελληνοπαίδων, στην έξαρση της ηρωολατρείας και την διδαχή των ανδραγαθημάτων μεγάλων μορφών της επανάστασης του 1821. Στην καλλιέργεια μιας ελληνικής ταυτότητας, που ήταν τόσο θολή, όσο και οι διάφορες εθνικές πληθυσμιακά ομάδες κατοίκων ανά την επικράτεια. Με την ιδιαίτερή τους γλωσσική παράδοση, τα ήθη και τα έθιμά τους, τις ενδυματολογικές τους διαφορές, την ξεχωριστή μουσική και χορευτική πρότασή τους. Τους διαφορετικούς μέσα στο ίδιο πάσχων ελληνικό γεωγραφικό σώμα ρυθμούς ζωής. Και μάλιστα, μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την έλευση των εκατομμυρίων μικρασιατών προσφύγων, ξεριζωμένων ελλήνων, με το μεγάλο πολιτιστικά αριστοκρατικό λαϊκό τους σεντούκι, που έφερναν μαζί τους μετά την εξορία τους από την ελληνική γη των προγόνων τους. Το τέλος της μεγάλης Ιδέας του διαχρονικού ελληνισμού, που ποδηγέτησε για αρκετές δεκαετίες τις συνειδήσεις των νέων ελλήνων και ελληνίδων. Αυτή η παράξενη ηχητικά, ιδιότροπη γλωσσικά και μη οικεία θεματικά ποίηση ενός έλληνα ποιητή, με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό από τον καθιερωμένο,(η περίπτωση του Ναπολέων Λαπαθιώτη, του Μήτσου Παπανικολάου, του Νίκου Χαντζάρα, και ορισμένων άλλων δημιουργών της εποχής, δεν είχε την ίδια βαρύτητα και επίδραση στις συνειδήσεις των εκκολαπτόμενων δημιουργών)  ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για τα τότε πνευματικά και ποιητικά ήθη του κλεινού άστεως, των μέχρι τότε επίσημων εθνικών κοινών πατριωτικών ποιητικών τους ακουσμάτων και αναγνώσεων στον κυρίως ελλαδικό χώρο. Όπως επίσης και, στην στειρότητα της δημόσιας εκπαίδευση, της καθαρευουσιάνικης και αρχαϊζουσας προπαγανδιστικής επίσημης πολιτικής, αλλά, και στην αντίπερα όχθη, την πολιτικά και κοινωνικά προσανατολισμένη και ζυμωμένη με τις θεωρίες και αγωνιστικές δημοκρατικές αξίες του κινήματος του Δημοτικισμού. Περίοδος που επικρατούσαν οι πομπώδεις αναγνωστικές και συγγραφικές αναζητήσεις και λογοτεχνικές περιπέτειες των νέων της εποχής του ελληνικού μεσοπολέμου. Μιας νεολαίας, που δεν είχε τραυματιστεί μόνο θανάσιμα στα πεδία των μαχών, αλλά και είχε ταραχθεί συθέμελα και άρχισε να αναρωτιέται ουσιαστικά για τα οράματα που ακολουθεί, ακούγοντας τον απόηχο του ήχου της Καρυωτακικής σφαίρας. Η ποίηση του Αλεξανδρινού, επέδρασε καταλυτικά στην μετέπειτα ποιητική εξέλιξη και ωριμότητα του Νάνου Βαλαωρίτη, παρά την γνωριμία του με τον Κωστή Παλαμά, όπως ο ίδιος αναφέρει, και το βάρος του ένδοξου ονόματος της οικογένειάς του που κουβαλούσε σαν άτομο, προερχόμενο από έναν εθνικό ποιητή όπως ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, που άφησε σημαντικά ίχνη πίσω του, τόσο στον πολιτικό όσο και στον ποιητικό στίβο.
Διαβάζοντας τον δοκιμιακό λόγο του Νάνου Βαλαωρίτη, αντιλαμβανόμαστε ότι παρά την σταθερή του στράτευση σαν δημιουργού στον ελληνικό, και κυρίως, στον δυτικοευρωπαϊκό υπερρεαλισμό,-συμμετείχε στην υπερρεαλιστική ομάδα του Αντρέ Μπρετόν-παρά το φιλερευνητικό του πνεύμα σε πρόσωπα και κείμενα της δυτικής μοντέρνας ποιητικής παράδοσης και των ρευμάτων του μοντερνισμού, τις διεθνείς του σπουδές και την σταδιοδρομία του ως καθηγητή της Συγκριτικής Λογοτεχνίας και Γράψιμο στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Σαν Φραντσίσκο (San Francisco State University) των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, στις κατοπινές του μελέτες, δεν έπαψε να μνημονεύει τον Αλεξανδρινό και να ερευνά την συμβολή της ποιητικής του δημιουργίας, τόσο σε έργα ελλήνων παλαιότερων και σύγχρονων συγγραφέων, όσο και να αναζητά και να ανακαλύπτει παράλληλους δρόμους ή μονοπάτια σύγκλισης με έργα σημαντικών ξένων δημιουργών, έστω και αν δεν μας είναι τόσο εμφανή τα σημάδια αυτά της επιρροής του, ίσως εκ πρώτης όψεως. Κάτι που μας φανερώνει, με αφορμή την Καβαφική δημιουργία πρωτίστως, την διαρκή συνομιλία του ελληνικού ποιητικού λόγου με τον ποιητικό λόγο της σύγχρονης μοντέρνας και μεταμοντέρνας δυτικής παράδοσης, με ξενόγλωσσες ποιητικές φωνές και με διεθνή ρεύματα και κινήματα στον χώρο της λογοτεχνίας από πολύ νωρίς, πριν ακόμα διαμορφωθεί το ιδιαίτερο πρόσωπό της, ή και συμπληρωματικά πέρα από αυτό. Άλλωστε, και η ίδια η ποιητική και πνευματική πορεία του συγγραφέα Νάνου Βαλαωρίτη, μας αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ελάχιστοι ήσαν οι έλληνες δημιουργοί που ξέκοψαν εντελώς από την ελληνική ποιητική παράδοση, αναφέρομαι στην περίπτωση του σουρεαλιστή ποιητή Νικόλαου Κάλας, που έφυγε για την Αμερική και δεν επέστρεψε ούτε ασχολήθηκε με την ελληνική πραγματικότητα. Και φυσικά, μνημονεύω και την περίπτωση του παλαιότερου συμβολιστή ποιητή Ζαν Μορεάς που σταδιοδρόμησε σαν ποιητής στην Γαλλία. Ένας άλλος ποιητής και μεταφραστής αρκετά γνωστός που σταδιοδρόμησε στις USA, είναι και ο ποιητής Νίκος Σπάνιας, (Καβαφότροπος και αυτός) άλλης εμβέλειας και στιλ δημιουργός, αλλά που κράτησε τους δεσμούς του με την πατρίδα. Και στα ελάχιστα ελληνικά ονόματα, αξίζει να μνημονεύσουμε και τον άλλο αλεξανδρινό ποιητή και δοκιμιογράφο, τον γεννημένο στην πόλη του Πειραιά Τίμο Μαλάνο, που γνώρισε από κοντά τον Κωνσταντίνο Καβάφη και μας έχει αφήσει σημαντικές πληροφορίες για τον ίδιο και το έργο του στα δοκίμια και στις αναμνήσεις του, και έζησε και απεβίωσε στην Λωζάνη της Ελβετίας.
     Τα δοκίμια του Νάνου Βαλαωρίτη, αυτά που συγκέντρωσε στους δύο του τόμους «για μια θεωρία της γραφής», είναι παλαιότερες δημοσιεύσεις του σε περιοδικά της εποχής, όπως στα περιοδικά: Διαβάζω, Επαναστατική Μαρξιστική Επιθεώρηση, Αντί, Σχολιαστής, Πάλι, Το Δέντρο, Η Λέξη, Ο Σχολιαστής που υπήρξε και συνεργάτης του. Και στην συμμετοχή του στο Συμπόσιο Πατρών, ή σε προλόγους βιβλίων. Κείμενα για:
-Τον «ΔΑΝΙΗΛ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ» που μας εκθέτει τις απόψεις του για το γλωσσικό πρόβλημα, πρώτη δημοσίευση περιοδικό Πάλι τχ. 2-3/1963-1964
-Το «ΜΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟΝ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟ»-Ποίηση. Αντιποίηση και Παραποίηση. Ένα εκτενές δοκίμιο που αναφέρεται στο κίνημα του Υπερρεαλισμού και που, το παράδειγμα που ξεκινά την έκθεση των απόψεών του με τον «γείτονα του Χότζα» είναι τόσο χαρακτηριστικό. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κριτήριο 1965
-Το «Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΟΥ ΓΡΑΠΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ»-Σ’ έναν νέο ποιητή. Γράφει ενδεικτικά:
«Το θέαμα της παραγωγής του θεάματος της μετριότητας επεκτείνεται στα προάστια κάθε μεγαλούπολης το θέαμα της ακατάσχετης μετριότητας που καταβροχθίζει το φυσικό περιβάλλον και το ασχημίζει ανεπανόρθωτα με τα υποπροϊόντα μιας αφόρητης αγουστιάς και μονότονης εξαθλίωσης. Η παραγωγή της μετριότητας αρχίζει με την νοοτροπία, με τη σκέψη, με τα αναγνώσματα που διανέμει το τεχνοκρατικό Κατεστημένο, είτε με τη μορφή βιβλίων είτε με τη μορφή στρεβλωμένων ειδήσεων στο καθημερινό Τύπο είτε με τη μορφή εκπομπών της τηλεόρασης, όπου ο μέτριος θεατής αποθεώνεται σαν ήρωας του θεάματος της μετριότητας…».
Απόψεις που φέρνουν στην σκέψη τις θέσεις του Γκυ ντε Μπορ για την Κοινωνία του Θεάματος. Ένα κείμενο, που κάτω από άλλες θεωρητικές προσλαμβάνουσες θυμίζει αμυδρά και το «Γράμμα σε έναν νέο ποιητή» του Ρίλκε. Αν και ο Βαλαωρίτης, με αφορμή μια ανάγνωσή του, με αφορμή μιας τυχαίας συνάντησής του με ένα κείμενο, με την ευκαιρία ενός αφιερώματος, μιας προσωπικής του ανάμνησης, εκθέτει ένα «ολόκληρο» σύστημα συμπληρωματικών σχολίων και θέσεων σχετικά με το θέμα που πρόκειται να διαπραγματευτεί. Πρώτη δημοσίευση περιοδικό Σήμα τχ.2/ περ. Β΄, 1975
-Την σύντομη «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΝΑΝΤΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ». Αρχίζει ως εξής:
«ΔΕΝ υπάρχει βιβλίο του Μεσοπολέμου που να έχει επηρεάσει πιο ανομολόγητα τόσους συγγραφείς, ιδίως στη Γαλλία από τον Αλαίν Ζουφρουά ίσαμε τον Φιλίππ Σολλέρς, όσο το παράξενο αυτό αφήγημα της Νάντιας, που γράφτηκε σχεδόν εναντίον της θέλησης του συγγραφέα…».
Μαδουρή, 26 Ιουλίου 1981. Πρόλογος στην Νάντια του Αντρέ Μπρετόν (εκδόσεις Ύψιλον)
-       Το «ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΚΡΗΣ: Ο ΦΙΛΟΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ», ένα ευαίσθητο κείμενο για τον παλαιό φίλο και συνεργάτη του στο περιοδικό συγγραφέα. Γράφει:
«Κάθε άλλο παρά τέλειος, ο Μακρής ζούσε ακριβώς την ατέλειά του με μια οξύτατη φιλοσοφική και διαισθητική ενάργεια που τον ξεχωρίζουν αμέσως από το περιβάλλον του, αλλά και τον κάνουν μάρτυρα μιας σχέσης με αυτό το περιβάλλον εντελώς μοναδικής…» Στο περιοδικό Η Λέξη τχ. 19/11, 1982
-Το δεύτερο-μικρό αυτή τη φορά, εν είδη σχολίου, και ίσως σύντομων κριτικών αφορισμών-κείμενο για τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, «Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ. ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΣΤΑ ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ» Κείμενο που γράφτηκε με την ευκαιρία των 50 χρόνων από την εκδημία του Αλεξανδρινού. Γράφει μεταξύ άλλων:
«Τόσο πολυσχιδές και πολύπλευρο-εκπλήσσει με τη συνεκτικότητά του.
Τόσο πλούσιο-εκπλήσσει με τη φτώχεια των μέσων του-με το περιορισμένο τόσο των εικόνων όσο και του λεξιλογίου. Τόσο ορατό και κατανοητό-εκπλήσσει με το παράξενο και ιδιότυπο ύφος του, που ‘χει γίνει αντικείμενο τόσων μιμήσεων, παρωδιών και… «διορθώσεων»!! Τόσο φορμαλιστικό-εκπλήσσει με τον ρεαλισμό του. Τόσο «παρνασσιακό» -εκπλήσσει με την πρώτη χρησιμοποίηση κοινών λέξεων καθημερινής χρήσης. Τόσο συμβολικό-εκπλήσσει με την πεζή αφηγηματικότητα, την παραστατικότητα του ύφους της τελευταίας περιόδου. Τόσο θρυμματισμένο και αποσπασματικό-εκπλήσσει με τη συνοχή και την υπόγεια συγκοινωνία των θεμάτων και προσώπων. Τόσο αντι-λυρικό και αντιμεταφορικό-εκπλήσσει με τον έντονο λυρισμό που αναδίδει. Τόσο ευπρόσιτο φαινομενικά-εκπλήσσει, άμα καταπιαστούμε με αυτό, με το ερμητικό κλείσιμό του». Περιοδικό Σχολιαστής τχ. 5/ 8, 1983
-«ΣΤΡΟΥΧΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ», κείμενο από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ, Ιούλιος 1983
-«ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΝΤΩ ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ», περιοδικό Σχολιαστής τχ. 6/9,1983
Επίσης μελετήματα όπως αυτά «Ο ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΡΑΚΛΑΔΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ», Τα πολύ ενδιαφέροντα κείμενα και αναλύσεις για «ΤΟ ΧΙΟΥΜΟΡ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟ» και «Μοντερνιστικό χιούμορ», αυτό για τον νομπελίστα ποιητή που ο Βαλαωρίτης μετέφρασε στα αγγλικά Γιώργο Σεφέρη, τον ισπανό σκηνοθέτη και φίλο του ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, για τον υπερρεαλιστή ποιητή Νίκο Εγγονόπουλο, την πεζογράφο Νίκο Καχτίτση, τον Αντρέα Παγουλάτο, τον Νικόλαο Κάλας, τον παλαιό συνεργάτη του συγγραφέα και μεταφραστή Κώστα Ταχτσή. «Το παιχνίδι της γραφής: μια ενθουσιώδης εμπειρία θανάτου», και άλλα.   
       
     Ο λόγος του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη, είναι μεν ένας λόγος θεωρητικός μια γραφή προσανατολισμένη στα υπερρεαλιστικά ενδιαφέροντα και ενασχολήσεις του συγγραφέα, είναι όμως κείμενα, απόψεις και σχόλια γραμμένα σε μια γλώσσα καθόλου δυσνόητη, καθόλου σκοτεινή ή περίπλοκη για τόσο σοβαρά θέματα που εξετάζει με επιμέλεια, επιστημονική εμβρίθεια, κατάρτιση που ξεπερνά τα όρια των ελληνικών πνευματικών ορίων. Με ξεκάθαρες θέσεις, εύστοχες απόψεις για πρόσωπα και θέσεις για κείμενα που διερευνά, δοκιμιακής υφής κείμενα, που τα διακρίνει η μετριοπάθεια, μια ευλυγισία στις κρίσεις που μας καταθέτει, μια συσχετιστική ερευνητική ματιά, που απλώνεται σε πολλά επίπεδα, μια σύζευξη θεμάτων που ίσως και να μην το περιμέναμε. Το ύφος του είναι εύληπτο και σαφή, δηλώνει άμεσα αυτό που θέλει να μας κοινοποιήσει, σε σχέση με τον θεωρητικό λόγο και τις σκέψεις άλλων υπερρεαλιστών δημιουργών, που είναι πιο περίπλοκο, πιο σκοτεινό, του Βαλαωρίτη αποπνέει μια ανθρώπινη ζεστασιά χωρίς να χάνει τον ερευνητικό του στόχο, μια θεωρητική οικειότητα. Η θεωρητική γραφή του Νάνου Βαλαωρίτη, είναι μια πολυθεματική και ζεστή ξαναγράφω υπερρεαλιστική ματιά, πάνω σε γεγονότα και πράγματα της εποχής του, σε ρεύματα και πνευματικές ζυμώσεις, κινήσεις και αδιέξοδα, καθόλου δυναστευτική, καθόλου απόλυτη και στεγνή, που αναφέρεται σε θέματα και προβλήματα της ελληνικής και της δυτικής ποιητικής παράδοσης. Είναι κείμενα γραμμένα με χιούμορ, πολλά τα διακρίνει μια σατιρική διάθεση, άλλες φορές ένας υποδόριος σαρκασμός τα φωτίζει και τα καθιστά ακόμα πιο ευχάριστα. Μια Καβαφική ειρωνεία, που με τον έναν ή άλλον τρόπο μας θέτουν ερωτήματα περί της γραφής, της αίσθησης του χιουμορ, της λειτουργίας της γλώσσας, των ενδοκειμενικών συνομιλιών μεταξύ διαφορετικών συγγραφέων και κειμένων, για δημιουργούς που συνεργάστηκε μαζί τους και γνώριζε τον χαρακτήρα τους, και που τηρουμένων των καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων των δύο ερευνητών, κατά την αναγνωστική μου επάρκεια, κινούνται σε μια ατμόσφαιρα που φέρνουν στη σκέψη την παλαιά θέση του κριτικού Ζήσιμου Λορεντζάτου, περί χαμένου κέντρου του ελληνισμού της παράδοσης. Δηλαδή, αφήνουν ανοιχτά τα ερωτήματα που θέτουν και εξετάζουν, αφήνουν χαραμάδες επαναξιολόγησης όχι τελειωτικής απόρριψης, ή απαξιωτικής άρνησης, από έναν καθηγητή και δημιουργό, που ούτως ή άλλως έχει τις κατάλληλες θεωρητικές προδιαγραφές και κατάρτιση στα θέματα που εξετάζει. Όχι τα σκόρπια αυτά κείμενα του Νάνου Βαλαωρίτη, που συγκεντρώθηκαν στον παρόντα τόμο,-όπως και στον άλλον-δεν φέρουν το βάρος μιας ηγεμονικής και αλάθητης κρίσης, θέσεις παγιωμένων αξιακών αναφορών, μιας εκ καθέδρας αριστοτελικής αναγνωστικής και μόνο υπόδειξης, θεσφάτων μαρξιστικής απολυτότητας και μονομέρειας, όπως έχουν συνήθως τα κείμενα των σουρεαλιστών που αποφαίνονται τελειωτικά και αμετάκλητα, με ένα εγωιστικό συγγραφικό ύφος τόσο ακαταλαβίστικο στο ευρύ κοινό, τόσο «αλαμπουρνέζικο», αλλά είναι μια σκέψη και μια γραφή ενός έλληνα δημιουργού, που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση. Βλέπουμε μια περιπέτεια του δοκιμιακού λόγου προς ένα σημείο,(αυτό εννοώ με το χαμένο κέντρο) ίσως και μιας παγκόσμιας αναφοράς, που συνεχώς όσο το πλησιάζει ο λόγος του Βαλαωρίτη, μετατίθεται, μετατοπίζεται διευρύνοντας το πεδίο των ερευνητικών του αναζητήσεων. Γιαυτό έκανα λόγο παραπάνω επαναλαμβάνω, για το χαμένο κέντρο του Λορεντζάτου, μόνο που ο Βαλαωρίτης, ίσως και να μην τον ενδιαφέρει καταβάθως να το ανακαλύψει. Να κατοικήσει στην χαμένη Ατλαντίδα της ποίησης, ή της ελληνικότητας και της παράδοσης.  Απολαμβάνει το αναγνωστικό και ερευνητικό της Ιθάκης ταξίδι του, που μας δηλώνει και τις σταθερές του καταβολές. Επίσης, εκείνο που διακρίνει τον δοκιμιακό λόγο του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη είναι αυτή η θερμή ατμόσφαιρα των στιγμών που διαρκώς επισημαίνει, αυτή η ζεστή αύρα των ανοιχτών ερωτημάτων του, των καθαρών στοχαστικών του και νοσταλγικών όπου χρειάζεται προθέσεων. Ίσως αυτό να οφείλεται ότι ο λόγος δεν είναι ενιαίος, δηλαδή δεν έχουμε μια εκτεταμένη συγγραφικά σύλληψη προσεγγίσεων με ένα θεματικό πυρήνα, αλλά ένα αρμονικό πολλαπλών λειτουργιών ερευνητικό σχεδιαστικό πεδίο που προσφέρει την ευκαιρία στον συγγραφέα να σπάσει την παγερότητα της ολοκληρωμένης ερευνητικής αφήγησης και να δημιουργήσει μικρές εστίες ανοιχτών ερευνητικών κοιταγμάτων και προσεγγίσεων. Καθόλου προκλητικός και συγγραφικά θρασύς, εκπληκτικός στους συσχετισμούς του, με σκέψη καθαρή και γλώσσα που δηλώνει ακόμα περισσότερα από όσα ίσως η υπερρεαλιστική γλώσσα αποκρύπτει. Με έναν λόγο σχεδόν καθόλου αφηρημένο, χωρίς νοηματικά κενά, χωρίς χάσματα σε δύσκολες και άγνωστες στους πολλούς περιπτώσεις, που οφείλονται στα ατομικά του εξακολουθητικά διαβάσματα, μας εκθέτει την προσωπική του διαδρομή και ερευνητική πορεία, ενώ ταυτόχρονα, μας φωτίζει με θερμούς χρωματισμούς μια ολόκληρη εποχή που άφησε το στίγμα της στην κατοπινή εξέλιξη τόσο ελλήνων όσο και ξένων δημιουργών. Ίσως, όπως και η περίπτωση του ποιητή και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου, στον χώρο των καθαυτών δημιουργών, σε σχέση με τους καθαρόαιμους μελετητές και δοκιμιογράφους, να είναι ο λόγος τους, η πιο ασφαλής και βατή γέφυρα διάβασης για την κατανόηση του ελληνικού, και διεθνούς κινήματος του υπερρεαλιστικού, από όλους εμάς τους αμύητους, που σε σχέση με τα άλλα κινήματα της εποχής του, όπως ήταν ο Φουτουρισμός και ο Ντανταϊσμός, «η αυτόματη γραφή», κλπ., άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του στα κατοπινά της παγκόσμιας τέχνης μονοπάτια, και αρκετούς επιγόνους ακόμα και σήμερα, παρά την αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών, παρά την ιστορική μετατόπιση των οικονομικών κέντρων από τα δυτικά μητροπολιτικά καπιταλιστικά κέντρα (ΗΠΑ-ΕΥΡΩΠΗ) σε άλλες Ηπείρους, και παρά τον κορεσμό και την κόπωση όσον αφορά τα ελληνικά και διεθνή ρεύματα της μοντέρνας και μεταμοντέρνας τέχνης, όχι μόνο του γραπτού λόγου, και πολλές φορές τον κορεσμό και την εξάντλησή τους.
     Εξάλλου, από την στιγμή που βγήκαμε από το Σπήλαιο και αποκαθηλωθήκαμε από τον Σταυρό, εμείς οι δυτικοί άνθρωποι, πάψαμε να μπουσουλάμε και απολαμβάνουμε το περιπετειώδες ταξίδι της ζωής και της τέχνης, μέσα από δαιδαλώδεις λαβυρίνθους και επαναλαμβανόμενες παρουσίες Μινώταυρων, με ή χωρίς Προσωπείο.           
                Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ Ε. Α. ΠΟΟΥ            

                             Μεταξύ άλλων
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

     Η ΗΜΕΡΟΜΗΝΑ είναι το 1904. Ο στίχος αυτός δηλώνει την εισαγωγή της ελληνικής ποίησης στο μοντερνισμό. Πρίν από τον Πάουντ, πρίν από τον Έλιοτ και πριν από τον Απολιναίρ, παρόλο που στο γαλλικό ποιητικό χώρο ο συμβολισμός και οι ήσσονες ρομαντικοί είχαν νεοτερίσει από την εποχή που ο Μπωντελαίρ διακηρύσσει τον ηρωισμό του να ‘σαι μοντέρνος και που ο Ρεμπώ δηλώνει: «Πρέπει να ‘μαστε απόλυτα μοντέρνοι».
     Στον ελληνικό ποιητικό χώρο κείνη την εποχή δρα ο Παλαμάς και μόλις αρχίζει ο Σικελιανός.
Μεγάλο καριοφίλι και περήφανο
τον ταπεινό εμένα μην καταφρονάς
γράφει ο Παλαμάς το 1885. Και προσθέτει: «Δεν έλαμψα στον ήλιο της ελευθερίας». Το αίσθημα εδώ είναι μιας αδυναμίας να φανεί ισάξιος της ηρωικής ιδεολογίας του Εικοσιένα που βάραινε ακόμα τη συνείδηση του έθνους 55 χρόνια αργότερα. Υπερβολικές υπεράνθρωπες θυσίες για ένα πενιχρό αποτέλεσμα. Το Εικοσιένα στοιχειώνει τις ανήσυχες συνειδήσεις που θέλουν να υπάρξουν πέρα απ’ τη σκιά του. Δεν ήταν εύκολο. Το 1935, όταν πήγα με τρείς συμμαθητές μου να επισκεφτώ τον Παλαμά, έμοιαζε συντετριμμένος κάτω από το βάρος κάποιου αόρατου φορτίου. Κάτω από τα πυκνά του φρύδια με κοίταξε και υα σκέφτηκε: «Τι μπορεί να δώσει ένας απόγονος του μεγάλου Βαλαωρίτη!»
     Ζώντας περίπου την ίδια εποχή, κι οι δυό παλεύουν μ’ ένα απίθανο παρελθόν ηρώων, θυμάτων, γιγάντων και θεών. Το πώς εισέπραξαν αυτή την κληρονομιά, πώς προσπάθησαν να την αφομοιώσουν και να την αντιμετωπίσουν στο έργο τους, θα κάνει όλη τη διαφορά ανάμεσά τους. Τις μέρες που επισκέφτηκα τον Παλαμά, το φθινόπωρο ή τον χειμώνα εκείνο του 1935, αγόρασα τα Ποιήματα του Καβάφη. Θρεμμένος στο σχολείο αποκλειστικά από τον Παλαμά και τη σχολή του, με τους γνωστούς προδρόμους, χάρις στον αξέχαστο δάσκαλό μας Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο, που μας μύησε στα μυστήρια των ελληνικών γραμμάτων όχι σα δάσκαλος μόνο αλλά και σα λογοτέχνης δημιουργικός και κριτικός ζωντανός, σε μια εποχή που ακόμα και ο Παλαμάς ήταν τολμηρός-καθ’ ότι δημοτικιστής-,βρέθηκα στη δύσκολη θέση να μη μπορώ να αντιδράσω θετικά στην ποίηση της δημοτικής παράδοσης που δε μου μιλούσε στην καρδιά. Άλλες ήταν οι δικές μου ανησυχίες, και τα καριοφίλια είχαν χάσει την επιβλητική τους μαγεία. Μ’ άλλα λόγια, δεν αισθανόμουν ένοχος για το Εικοσιένα ούτε αισθανόμουνα πως είχα γεννηθεί από τα ματωμένα σπλάχνα ενός βεζίρη. Πίσω μου ήταν οι πόλεμοι του Δώδεκα, η Μικρασιατική καταστροφή. Η πραγματικότητα για μένα ήταν τα στρατιωτικά κινήματα, που ελάχιστα ηρωικά έμοιαζαν να ‘ναι. Μάλλον απειλητικά γελοία και μια πρόφαση για να μην πάμε στο σχολείο. Εκείνη την εποχή διερωτόμουνα μάλλον για την ύπαρξή μου, για τα ουράνια σώματα, για το μυστήριο της ζωής, για τους ανθρώπους γύρω μου, για το χαρακτήρα τους, για τη διαγωγή τους, για το σεξ. Τα ιδανικά του έθνους με ενδιέφεραν ελάχιστα. Αν λοιπόν αυτά που έγραφε ο Παλαμάς και οι γύρω του ήταν η ποίηση, δεν έβλεπα πως θα μπορούσα ποτέ μου να εκφραστώ σ’ αυτή τη γλώσσα. Η ποίηση του Καβάφη ήταν η μεγάλη αποκάλυψη. Οι αποστροφές, οι ρητορείες, δεν ήταν πια ακατανόητες, απευθυνόμενες σε κάποιο αφηρημένο συμβολικό πρόσωπο ή αντικείμενο. Ήταν ειρωνικές, καυστικές, σαρκαστικές και συγκεκριμένες.
               Είναι οι βάρβαροι να φτάσουν σήμερα
     Ναι, οι Βάρβαροι αυτοί, τα Τείχη, η Πόλις, μου ήταν γνώριμες «καταστάσεις». Η ελαφριά δόση καθαρεύουσας ενέτεινε την ειρωνεία, και το θέατρο των ιστορικών προσώπων, αν δεν το καταλάβαινα αμέσως, μου κεντούσε την περιέργεια να διαβάσω παραπάνω και να λύσω την απορία μου. Έτσι εισήχθην, αβρόχοις ποσί, στο παλάτι των υπονοουμένων, σε μια ποίηση ελλειπτική, που ο τόνος της και μόνο μου ‘δινε όρεξη να γράψω, να συναγωνιστώ, να γίνω ισάξιος, καλύτερος. Και συγχρόνως μου σήκωνε από την πλάτη το μεγάλο βάρος της Ελληνικής Ιστορίας, της τόσο ένδοξης και ακατανόητης. Ίσως γιατί μας την παρουσίαζαν ακατανόητη, μέσω της ξηρής καθαρεύουσας και της πενιχρότητας των εγχειριδίων, ακριβώς επειδή υποσυνείδητα θέλαν και οι δάσκαλοί μας να την καταργήσουν για να υπάρξουν και αυτοί στο μέτρο του δυνατού ως «μοντέρνοι». Έτσι πέρασαν από πάνω μου ο Ξενοφών, ο Θουκυδίδης, ο Ηρόδοτος, ο Σοφοκλής, ο Όμηρος, τα μαθηματικά, η φιλοσοφία, ο Πλάτωνας, ο Σωκράτης, και κάμποσοι άλλοι, μεταξύ των οποίων ο Σολωμός κι ο Κάλβος που στα μάτια μου τότε δεν ξέφευγαν απ’ το γενικό ρητορικό κανόνα μέσα στον οποίο βαπτιζόταν ολόκληρη η ελληνική παιδεία. Καμιά ουσία πουθενά. Μόνο ένα άδειο καυκί. Ένα στείρο και άδειο περικάλυμμα. Πώς να μη μου μιλήσει άμεσα ο Καβάφης, που ολόκληρο το έργο του είναι ένα ξεφούσκωμα ακριβώς αυτού του στοιχείου στη ζωή μας;
     Ναι, ο Καβάφης μ’ έσωσε από έναν εφιάλτη στειρότητας. Με προσανατόλισε σε μια κατεύθυνση που ίσως ποτέ να μην την έπαιρνα χωρίς την παρουσία του. Η αγάπη μου και η ευγνωμοσύνη μου προς αυτόν δεν σταμάτησε, ακόμη κι όταν άλλα ποιητικά στερεώματα τράβηξαν την προσοχή μου. Φαντάζεστε λοιπόν την έκπληξή μου όταν, ετοιμάζοντας να διδάξω συγκριτικά τον Πόου με τον Μπωντελαίρ, διάβασα, πριν από λίγα χρόνια, το παράξενο εκείνο διήγημα-σάτιρα του Πόου για τον Αντίοχο τον Δ΄ τον Επιφανή, που ονομάζεται Τέσσερα ζώα εντός ενός ή ο άνθρωπος καμηλεοπάρδαλης. Εκείνο που δεν περίμενα διόλου ήταν να βρω εκεί το έμβρυο του κόσμου του Καβάφη, όχι μόνο στην έμφασή του για τη λαμπρότητα και την παρακμή της εποχής των Μακεδονικών δυναστειών, αλλά και στο σύστημα στιχομυθίας που χρησιμοποιεί ο Καβάφης στο διάσημο ποίημά του Περιμένοντας τους βαρβάρους. Είναι δυνατόν, αναλογίστηκα, να μην είχε διαβάσει ο Αλεξανδρινός τον Πόου; Ήταν αγγλομαθής και γαλλομαθής. Γνώριζε καλά τον Μπωντελαίρ(1) Ο Μπωντελαίρ είχε μεταφράσει τον Πόου. Ο Πόου ήταν απ’ τους πατέρες της Συμβολικής Σχολής και μάλιστα των λεγομένων «Παρακμασμένων» ποιητών (Decadents). Σε μια τέτοια κατηγορία δεν εμπίπτει κι ο Καβάφης; Δεν είναι αντίστοιχος του Huysmans, του Όσκαρ Ουάιλντ, του Σουίνμπερν; Δεν κατάγεται κι αυτός απ’ τον μεγάλο Μπωντελαίρ; Γιατί να μην είχε προσέξει τον Πόου εκεί όπου τον ενδιέφερε; (2)
     Η σχέση του διηγήματος του Πόου με τον ποιητικό κόσμο του Καβάφη είναι εκπληκτική. Ο σαρκασμός του Πόου και η ειρωνεία του τον έχουν κάνει ελάχιστα δημοφιλή με τους συμπατριώτες του που, ακόμα και σήμερα, δεν σηκώνουν τέτοια, ιδίως όταν κατευθύνονται εναντίον τους. Το διήγημα αυτό είναι μια σάτιρα εναντίον του Προέδρου Άντριου Τζάκσον, που πρώτος επέβαλε τη λεγόμενη λαϊκή δημοκρατία, φέρνοντας στο προσκήνιο τους φτωχούς Αμερικανούς. Ο Πόου, από αγγλική καταγωγή, μεγαλωμένος σ’ ένα περιβάλλον πλουσίων πατρικίων εμπόρων της Βιργινίας, έβλεπε τον Τζάκσον και το λαϊκισμό του σαν κίνδυνο για τις αξίες που θαύμαζε: τη λεπτότητα, την κουλτούρα, το δανδισμό. Τον έβλεπε σαν πρόμαχο του Αμερικανού που θέλει να πλουτίσει και μόνο, χωρίς να μορφωθεί. (Ο ίδιος ο Τζάκσον, παρά την ευγενική του καταγωγή, ήταν σχεδόν αγράμματος.) Ο Αντίοχος ο Επιφανής, με το λαϊκισμό του, τους τζουτζέδες του, τους κόλακές του, τη θεαματική του θεατρική ζωή και την ανοησία του, ήταν ένα καλό κάλυμμα για μια επίθεση στον Πρόεδρο που μισούσε.
     Με κάποιο τρόπο ο Πόου έμοιαζε με τον Καβάφη, που πέρασε τη ζωή του σ’ ένα περιβάλλον εμπόρων και υπαλλήλων μιας αγγλικής αποικίας, ας πούμε ενός αγγλικού προτεκτοράτου. Και οι δύο αισθανόντουσαν ξένοι με πολλαπλούς τρόπους. Ο Πόου, εκδιωγμένος από το θετό του πατέρα, πέρασε τη ζωή του με τους Yankees του Βορρά, στη Νέα Υόρκη ή αλλού, που τον πολεμούσαν με κάθε ευκαιρία. Το έργο του Πόου, ιδίως το σατιρικό, είναι μια πανοπλία εναντίον αυτών των απειλών. Και ο Πόου και ο Καβάφης είχαν μια λαβυρινθώδη προστατευτική νοοτροπία, που τους επέτρεπε και να ειρωνεύονται το περιβάλλον τους και να συζούνε μαζί του φιλικά. Η κρυπτογραφική και υπονοηματική τάση και των δύο είναι χαρακτηριστικά ανθρώπων με ισχυρό ταλέντο και προβληματικότητα, που ωστόσο προσέχουν να μην εκτεθούν. Ο δανδισμός του Πόου, και η λεπτότητά του, είναι κάποιο αντίστοιχο του ομοφυλοφιλικού δανδισμού του Καβάφη. Διόλου παράξενο λοιπόν να συμπέσουν τουλάχιστον σ’ ένα σημείο. Στο γούστο τους για μια εποχή, την ελληνιστική, και στην κατανόησή της. Γιατί ο Πόου καταλαβαίνει την ατμόσφαιρα του Ελληνιστικού Βασιλείου όσο καλά την καταλαβαίνει κι ο Καβάφης. Μόνο που ο τελευταίος ετούτος ειδικεύεται και ερευνάει όλες τις πλευρές του κόσμου που μόνο επεισοδιακά τον αγγίζει στο πέρασμά του ο Πόου. Φυσικά δεν είναι οι μόνοι συγγραφείς που ενδιαφέρθηκαν για την παρακμή. Από τον Σουητόνιο των Δώδεκα Καισάρων ίσαμε τον Μπωντελαίρ, τον Γκωτιέ, τον Φλωμπέρ, ο μύθος της παρακμής ήταν πάντοτε παρών στην ευρωπαϊκή γραφή. Την ίδια εποχή που έγραφε ο Καβάφης τους Βαρβάρους ο Αλφρέντ Ζαρρύ έγραψε τη Μεσσαλίνα. Το αίσθημα της παρακμής του μοντέρνου κόσμου σε αντιπαράθεση με κάποιο μυθικό ή ιστορικό παρελθόν απαντιέται συχνά στη λογοτεχνία και τη μυθολογία. Η παραδοξολογία εδώ στη σχέση του Πόου με τον Καβάφη είναι ότι για τον Πόου ο καινούργιος κόσμος της Αμερικανικής είναι μια παρακμή του πολιτισμού, είναι μια στροφή σ’ έναν ακόρεστο συναγωνισμό για την απόκτηση χρημάτων. Η ανησυχία του Καβάφη για τα χρήματα εκδηλώνεται συχνά στα νεανικά του ποιήματα και μετατρέπεται αργότερα στην περίφημη «υποκρισία» του Λαγίδη. Αλλά ο Καβάφης αισθανόταν ότι ο κόσμος του ήταν μια παρακμή τρομερή σε σύγκριση ακόμα και με τα βραχύβια εκείνα τεχνητά άνθη των τελευταίων ελληνιστικών επικρατειών που τόσο γρήγορα μαραίνονται. Και οι δυο λοιπόν θα αισθάνονταν με κάποιο τρόπο τριγυρισμένοι από βάρβαρους, από τους οποίους έπρεπε να προστατευτούν, λαμβάνοντας δρακόντεια μέτρα.
     Διόλου δε με καταβάλλει ότι ο Καβάφης δανείστηκε από κάπου μια ρητορική, ένα όραμα, μια τεχνική. Την ανέπτυξε από έμβρυο σ’ ένα ολόκληρο σύστημα. Σήμερα, στα μεταμοντερνιστικά πλαίσια της κριτικής, αυτό που πήρε από τον Πόου θα μπορούσε να το είχε πάρει από τον Γκαίτε, τις δημοτικές μπαλάντες των Άγγλων, από τα δικά μας τα δημοτικά, όπου υπάρχουν παρόμοιες στιχομυθίες με ή χωρίς πρόσωπα που μιλάνε. Εκείνο που εκπλήσσει είναι ότι ο Πόου χρησιμοποιεί αυτή την τεχνική της μπαλάντας σε ένα περιβάλλον ελληνικής παρακμής. Και εδώ η σύμπτωση μοιάζει να είναι κάπως απίθανη. Και πάλι αυτό δε με αποθαρρύνει. Γιατί όχι; Ο Καβάφης με αυτό το γεγονός αποκαλύπτεται κι αυτός όχι μόνο ένας μοναδικός μοντερνιστής, που φέρνει τη γλώσσα στην πιο προφητική και καθημερινή της υφή, αλλά κι ένας μεταμοντερνιστής που δε φοβάται να δανειστεί από δεξιά κι αριστερά ό,τι του χρειάζεται με μια άνευ προηγουμένου τόλμη και θρασύτητα, σίγουρος πως μπορεί ν’ αφομοιώσει αυτό που παίρνει σε μιάν έκφραση μοναδική. Έτσι δανείζεται από τους Έλληνες ιστορικούς, τους ξένους, τον Γίββωνα ειδικά, τον Πλούταρχο, απ’ τους οποίους δανείστηκε στο κάτω-κάτω και ο Σαίξπηρ, για να μην αναφερθούμε στους Γάλλους κλασικούς, που τόσα οφείλουν στους αρχαίους τραγικούς.
     Το κείμενο του Πόου γράφτηκε το 1833 και πρωτοδημοσιεύτηκε το 1836 στο Νότιο Λογοτεχνικό Ταχυδρόμιο. Να μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα:
….Ποιο είναι το νόημα εκείνης της μοναδικής οικοδομής, που, κοίτα, υψώνεται πάνω απ’ όλα τ’ άλλα κτίρια προς ανατολάς των Ανακτόρων;
     -Αυτός είναι ο νέος Ναός του Ήλιου που λατρεύεται στη Συρία με τον Έλα Γκαμπάλ…
     -Ποια να ‘ναι άραγε αυτά τα παράξενα όντα που μισόγυμνα με βαμμένα πρόσωπα φωνάζουν και χειρονομούν;…
Μερικά είναι γελωτοποιοί, κι άλλα, πιο συγκεκριμένα, ανήκουν στην φυλή των φιλοσόφων…
    Μά, θεοί, τι συμβαίνει τώρα. Η πόλη γέμισε άγρια θηρία. Πόσο τρομερό αλήθεια αυτό το θέαμα! Τι επικίνδυνη ιδιοτροπία!
     Τρομερό ναι, αλλά επικίνδυνο όχι. Κάθε ζώο ακολουθεί υποτακτικά τον κύριό του…
     Μα τι ‘ναι αυτός ο θόρυβος ο εκπληκτικός που ακούω; Ασφαλώς αυτό πάει πολύ, ακόμα και για την Αντιόχεια.
Είναι μια χλαλοή που δε θάχει ασυνήθιστο ενδιαφέρον…
     Ναι, βεβαιότατα, ο Βασιλεύς έχει διατάξει κάποιο καινούργιο θέαμα…
     Το κείμενο συνεχίζει με τις απαριθμήσεις των θεαμάτων, ώσπου ξαναρχίζουν σε ερωταποκρίσεις:
-Ακούς αυτόν τον ήχο σαλπίγγων;
-Ναι, έρχεται ο Βασιλεύς. Το πλήθος μένει άναυδο από το θαυμασμό του…
-Πού, πώς ο Βασιλεύς; Δεν τον βλέπω.
-Τότε θα ‘σαι τυφλός…
-Πολύ πιθανό. Μα δε βλέπω παρά έναν όχλο από ηλιθίους και τρελούς που προσκυνάνε μια γιγάντια καμηλεοπάρδαλη προσπαθώντας να φιλήσουν τις οπλές του ζώου.
-Όχλος μα το θεό!!! Αυτοί είναι οι ευγενείς κι ελεύθεροι πολίτες της Επιδάφνης. Ζώο είπες; Πρόσεξε μη σ’ ακούσουν. Δε βλέπεις πως το ζώο έχει πρόσωπο ανθρώπινο; Αγαπητέ μου Κύριε. Αυτή η καμηλεοπάρδαλη δεν είναι παρά ο Αντίοχος ο Επιφανής, ο διάσημος Μονάρχης της Συρίας, ο ισχυρότερος αυθέντης της Ανατολής. Είναι αλήθεια πως καμιά φορά τον λένε Επιμανή, δηλαδή τρελό. Όμως αυτό γιατί ο κόσμος δεν μπορεί να δει τις αρετές του.
-Μά το Δία, τι κακό έπιασε το πλήθος πίσω μας;
-Πίσω μας είπες; Α, ναι, βλέπω. Καλά που μίλησες, φίλε μου, εγκαίρως. Πάμε γρήγορα σε ασφαλέστερο μέρος…
     Τα ζώα της Αντιόχειας, τα πραγματικά, επαναστατούν με το θέαμα και κυνηγάνε τον Αντίοχο ως το Στάδιο, όπου ο λαός τον ανακηρύσσει προκαταβολικά Ολυμπιονίκη στο τρέξιμο, αφού ο «Πρίγκιψ των Ποιητών» έτρεξε και σώθηκε με τα δυο του πόδια από τα ζώα. Και συνεχίζει:
     Η πόλις ετούτη δίχως άλλο, η πολυπληθέστερη της Ανατολής. Πόση άγρια βλάστηση ανθρώπων, τι ανακάτεμα όλων των τάξεων και ηλικιών. Πόσο μεγάλη ποικιλία αιρέσεων και εθνών. Τι πλούτος ενδυμασιών. Τι Βαβυλωνία γλωσσών. Πόσα μουγκρητά θηρίων. Τι κουδούνισμα οργάνων μουσικών, και τι πλήθος φιλοσόφων συμπαγές!
     Τα ειρωνικά αυτά αναφωνήματα θυμίζουν Καβάφη, από τα πρώτα του ποιήματα ίσαμε εκείνο το συμπυκνωμένο «με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών».
     Στο νεανικό ποίημα Όποιος απέτυχε, γράφει:
Όποιος απέτυχε όποιος ξέπεσε
Τι δύσκολο να μάθει της πενίας
τη νέα γλώσσα και τους νέους τρόπους.
     Κάτω απ’ τη ρεαλιστική αναφορά σε κάποιο νεόπτωχο (3) υπάρχει η μεταφορική αναφορά σ’ έναν ευνουχισμό γλωσσικής φύσεως. Η ποιητική είναι ακριβώς βασανισμένη σ’ αυτή την υποτίμηση στην οποία υποβάλλονται τα διάφορα πρόσωπα των ποιημάτων του. Η θεατρικότητά τους εξαρτιέται από αυτό το ξαφνικό ξεφούσκωμα των υπερβολικών ονείρων και απαιτήσεών τους. Αυτά είναι τα πρόσωπα, που ζούνε με ψευδαπάτες, που οικοδομούν μάταια οχυρά εναντίον της πραγματικότητας. Ο ξεπεσμός, ο εξευτελισμός, η πτώχευση, είναι ένα μέρος της γλωσσικής του στρατηγικής. Η εγκατάλειψη της ρητορείας της καθαρεύουσας και της δημοτικής, η μεικτή καθομιλούμενη που χρησιμοποιεί, αποτελούν τη μοντερνιστική του συνείδηση. Εκείνο που αντιπαραθέτει ο Καβάφης εναντίον της φθοράς είναι η αληθινή τέχνη της γλώσσας, η νέα γλώσσα της πενίας με τους νέους τρόπους της, με τη διπλή τους αναφορά στον ψυχολογικό (4) και τον αισθητικό.
     Το μεγαλείο του Καβάφη είναι ακριβώς αυτή η αναγνώριση, που θα οδηγήσει τη Γενιά του Τριάντα στο μοντερνισμό. Παρ’ όλες τις διαφορές προσανατολισμών των κυριότερων ποιητών της εποχής αυτής, η επιρροή του Καβάφη διαγράφεται στα έργα τους και στις προσωπικές τους ομολογίες. Κατά πρώτο λόγο η μεικτή καθαρεύουσα των υπερρεαλιστών με την ειρωνική τους διάθεση. Στον Εμπειρίκο και στον Εγγονόπουλο, μπορούμε μάλιστα να την πούμε υπονομευτική ενός στόμφου. Η αισθητική της εκμετάλλευση από τον Ελύτη και τον Γκάτσο, όπως οι λόγιες εκφράσεις της εποχής του Άξιον Εστί, που  μερικές ηχούν τελείως καβαφικά. Στον Σεφέρη πάλι βλέπουμε μια ιδεολογική ταύτιση με την στρατηγική του μοντερνισμού, όχι μόνο στην υποβίβαση της γλώσσας στο «βαθμό μηδέν», αλλά και στη χρησιμοποίηση της αντίθεσης αρχαιότητα/σύγχρονος κόσμος, στην ελλειπτικότητα και στη χρησιμοποίηση υπονοουμένων. Και στα έργα του Παπατσώνη, του Κάλας και του Ρίτσου, τα καβαφικά στοιχεία αφθονούν. Επίσης, η επιρροή του Καβάφη γλωσσικά και θεματικά εμφανίζεται σε δύο μυθιστορήματα, στην Ερόικα του Κοσμά Πολίτη-όπου μάλιστα σκιαγραφείται ένα καβαφικό πρόσωπο-και στο Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή. Στα δύο αυτά έργα ο διάλογος με τα μεικτά στοιχεία, με το χιούμορ του, η ανάμειξη του αρχαίου με το νέο, έχουν καβαφικές καταβολές.
     Στη μεταπολεμική γενιά, η επιρροή του Καβάφη εξακολουθεί. Εδώ, όμως, ένα άλλο στοιχείο, ο κόρος, η συνήθεια της πεζολογίας, οδηγεί σε μια ξηρότητα του λόγου, αφ’ ενός, ή σ’ ένα βερμπαλισμό. Η καβαφική πυξίδα εξαφανίστηκε και τα δύο άκρα λειτουργούν ανεξέλεγκτα. Στη νεότερη ωστόσο γενιά βλέπω να επανέρχεται το στοιχείο εκείνο που τόσο αγαπούμε στον Καβάφη, η φροντίδα της έκφρασης. Ίσως επειδή η δυσκολία της γενιάς του Β΄ Παγκόσμιου έδωσε προτεραιότητα στο περιεχόμενο, λόγω των τρομερών εμπειριών, το σημαινόμενο, ξεχείλησε και έπνιξε το σημαίνον. Πρέπει φυσικά να επισημάνω κάποιες εξαιρέσεις. Στα έργα του Μιχάλη Κατσαρού, της Μαντώς Αραβαντινού, του Μίλτου Σαχτούρη, του Νώντα Γονατά, έχουμε μια έγνοια για την έκφραση, έστω και αν το ισχυρό σημαινόμενο της εμπειρίας τα σπρώχνει σε σημεία ακραία, όπου εφάπτονται με το παραλήρημα. Στα έργα αυτά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ο καβαφισμός επιζεί, δραματικά, γλωσσικά, στην οικονομία των μέσων έκφρασης, στη λιτότητα του ύφους και σ’ ένα στήσιμο του σκηνικού, για να δοθεί η ισχυρή εντύπωση, που τόσο την αγαπούσαν και ο Πόου και ο Καβάφης.
                                     Καλιφόρνια, Γενάρης 1983
            Περιοδικό Χάρτης, τεύχος 5-6, Απρίλης 1983

     Κράτησα την ορθογραφία των κειμένων και των παραθεμάτων του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη. Δεν αντέγραψα τις σημειώσεις για να μην βαρύνει πολύ το κείμενο. Δεν ανέτρεξα σε εκδόσεις και περιοδικά που γνωρίζω ότι δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά τα κείμενα, και ούτε αναφέρομαι σε Άπαντα του αμερικανού ποιητή Έντγκαρ Άλλαν Πόε, και μεταφράσεις που συναντάμε την μεταφρασμένη στα ελληνικά διηγηματική του παρουσία. Προτίμησα να αφήσω το ίδιο το κείμενο του Νάνου Βαλαωρίτη με την καθαρότητά του και την νοσταλγική θερμότητά του να μιλήσει από μόνο του χωρίς τα βαρίδια των επεξηγηματικών αναφορών. Ευελπιστώντας κάποιος που θα διαβάσει το κείμενο, να σπεύσει και να αγοράσει και προ παντός να διαβάσει τα θεωρητικά κείμενα του Βαλαωρίτη. Είναι μια μικρή όαση αναγνωστικής ευκαιρίας μέσα σε έναν Κόσμου που αλλάζει ραγδαία και αφήνει πίσω του ότιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς. Εκτός από τα χαλάσματα της ίδιας του της αναθεωρητικής δίνης μέσα στις συνειδήσεις των ανθρώπων, όλων μας.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 30/5/2017

Υ. Γ. Αλήθεια έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο, ή είναι ένα ακόμα πολιτικό του κρητικό τρικ;
Ο χαρακτηρισμός του μελωδού των ονείρων μας Μάνου Χατζιδάκι, ως πολιτικού Δρακουμέλ, για τον αιωνία του η μνήμη ρεαλιστή αιωνόβιο πολιτικό, που του κόστισε την εκπαραθύρωσή του από το Τρίτο Πρόγραμμα που ο ίδιος δημιούργησε, είναι κάτι που θα θυμάται η δική μου γενιά. Όπως επίσης, και η προσαγωγή ενός πρώην πρωθυπουργού στο Ειδικό Δικαστήριο με την συνεργασία των άλλων δύο κομμουνιστικών κομμάτων. Ενώ, αρνήθηκε να ακούσει την σοφή πολιτικά ρήση του Εθνάρχη, «ότι έναν πρώην πρωθυπουργό τον στέλνεις στο σπίτι του, όχι στο Ειδικό Δικαστήριο»,-και μάλιστα όταν μεταγενέστερα ιστορικά, εξομολογήθηκαν δημόσια, ότι δεν είχαν επαρκή στοιχεία για μια τέτοια πολιτική ενέργεια. Ίσως αυτή η έλλειψη πολιτικής ωριμότητας και ανυπακοής στην ρήση του Εθνάρχη που τον κράτησε κοντά του στις κυβερνήσεις του, από ένα προσωπικό του γινάτι, να ήταν η δική του πολιτική Ύβρις, που το πλήρωσε με την ανατροπή του από την πρωθυπουργία και το ρίξιμο της κυβέρνησής του, από τον ευεργετηθέντα από τον ίδιο,  ομοϊδεάτη Καλαματιανό πολιτικό.
Σίγουρα πάντως, οι πρώην πρωθυπουργοί, ο εν ενεργεία και οι υπηρεσιακοί, ιεροκρυφίως θα «χαίρονται», που δεν τους έθαψε και αυτούς. Ας είναι μαλακό το Κρητικό χώμα, που θα τον κρατήσει αιωνίως εκεί.                      
         
      

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου