Πέμπτη 25 Μαΐου 2017

ΚΑΒΑΦΗΣ, Ο ΤΕΛΕΙΟΣ

ΚΑΒΑΦΗΣ, Ο ΤΕΛΕΙΟΣ

«Σήμερα, η πείρα μου μού επιτρέπει νάν το πώ, με απόλυτη ευθύνη, πώς, στον τόπο μας, και μάλιστα στα χρόνια τα δικά μας, η εκτίμησις εκδηλώνεται με αμείλικτη καταδιώξη. Πιστεύω πως, παλαιότερα, τον πνευματικό άνθρωπο, η νέο-ελληνική κοινωνία τον περιέβαλλε μόνο μ’ απόλυτη αδιαφορία, δίχως μίσος».
                                                Νίκος Εγγονόπουλος
      Μεταφέροντας στο bloc πληροφορίες για τον ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη, ήρθε στην σκέψη μου το λυρικό και ευαίσθητο κείμενο του υπερρεαλιστή ποιητή, εικαστικού, σκηνογράφου, ενδυματολόγου και καθηγητή στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Κωνσταντινουπολίτη την καταγωγή από την μεριά του πατέρα του, Νίκου Εγγονόπουλου (Αθήνα 21 Οκτωβρίου 1907-Αθήνα 31 Οκτωβρίου 1985) για τον Αλεξανδρινό. Το ιδιοσυγκρασιακής αλλά θερμής λυρικής ατμόσφαιρας κείμενο (όπως όλα τα πεζά του βιβλίου) του Νίκου Εγγονόπουλου, συμπεριλαμβάνεται στον τόμο του «ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ» που εκδόθηκε δύο χρόνια μετά την εκδημία του, από τις καλαίσθητες και προσεγμένες εκδόσεις ύψιλον 1987, του ποιητή, μεταφραστή, εκδότη του περιοδικού «χάρτης» και επιμελητή δεκάδων εκδόσεων Δημήτρη Καλοκύρη. Τα «αειθαλή» αυτά πεζά, όπως εύστοχα τα χαρακτήρισε ο πειραιώτης κριτικός Κώστας Σταματίου στην απογευματινή εφημερίδα «Τα Νέα» της 30/1/1988 «Τα αειθαλή πεζά κείμενα του Νίκου Εγγονόπουλου. Περί ΠΙΚΑΣΣΟ, ΚΑΒΑΦΗ, ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΥ, ΤΣΙΤΣΑΝΗ, ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ… ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ…», βρίσκονταν σκόρπια σε διάφορα έντυπα της εποχής,-ορισμένα ήσαν ανέκδοτα -που με την επιμελημένη φροντίδα της Αναστασίας Λαμπρία συγκεντρώθηκαν στον παρόντα τόμο και εκδόθηκαν τον Νοέμβριο του 1987 από τον εκδοτικό οίκο. Τα πεζά στοιχειοθετήθηκαν στο «ΦΩΤΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΕ» και τυπώθηκαν στην «ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΕΠΕ» όπως αναφέρεται στον κολοφώνα του βιβλίου. Οι διαστάσεις του είναι 24Χ17 έχει 128 σελίδες και κοσμείται με δύο πίνακες του Νίκου Εγγονόπουλου. Μαλακό ανοιχτό πράσινο χρώμα έχουν το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο, που καλύπτονται από κουβερτούρα που στο εξώφυλλο απεικονίζεται η «Ναυσικά και Οδυσσεύς στο νησί των Φαιάκων»,  γνωστός πίνακας του ποιητή και εικαστικού που φιλοτεχνήθηκε το 1982 (Λάδι σε μουσαμά). Εύκολα διαπιστώνει ο αναγνώστης του ποιητικού του έργου, ότι η έκδοση από αισθητικής πλευράς είναι εξαιρετική, πέρα από το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα ποικίλης αναφοράς σε πρόσωπα και γεγονότα, αποκαλυπτικά της βιωματικής προσέγγισης των τεκταινομένων στον χώρο της κοινωνίας και της τέχνης, κοσμοθεωρίας του ποιητή και ζωγράφου.
     Δέκα χρόνια νωρίτερα, το 1977, οι εκδόσεις «Ίκαρος» εκδίδουν το δίτομο έργο «ΠΟΙΗΜΑΤΑ», που περιλαμβάνει τις μέχρι τότε ποιητικές του συλλογές. Ο πρώτος τόμος έχει τις δύο μεγάλες του ποιητικές συνθέσεις, «ΜΗΝ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΝ» του 1938 και «ΤΑ ΚΛΕΙΔΟΚΥΜΒΑΛΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ» του 1939, καθώς και τις χρήσιμες και διευκρινιστικές «Σημειώσεις» του επαγγελματία ζωγράφου όπως ο ίδιος αναφέρει, και ποιητή που μας μιλά για τις θέσεις του όσον αφορά τον ποιητικό λόγο, την γλώσσα και την ποιητική της χρήση, τους έλληνες καλλιτέχνες που γνώρισε και μαθήτευσε κοντά τους, συμβάντα της ατομικής του ζωής και επαγγελματικής σταδιοδρομίας κλπ. Οι «Σημειώσεις» του είναι, απαραίτητος οδοδείχτης αποκοδικωποιήσης της ανάγνωσης του έργου του, των ειδικών συμβόλων που χρησιμοποιεί, το πως χειρίζεται την ελληνική γλώσσα, και τα δάνεια στοιχεία που χρησιμοποιεί από όλο το ιστορικό φάσμα εξέλιξης της και ιστορικά διαφορετικής κάθε φορά τυπολογία της, την ηχητική της εξέλιξη και συντακτική αποτύπωση. Για την ασυνήθιστη σε εμάς αναγνώστες-το ευρύ κοινό, γλωσσοπλαστικότητα και πολύμορφη νόμιμη ή μη γλωσσική τεχνική του Εγγονόπουλου μέσα στην ποίησή του, και τις πολλαπλές της εναλλαγές ακόμα και μέσα στην ίδια την ποιητική μονάδα, δες την εξαιρετική εργασία του Αδαμάντιου Κουμπή, «Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του Νίκου Εγγονόπουλου» σε εισαγωγή και επιμέλεια του συγγραφέα και καθηγητή Γιώργη Γιατρομανωλάκη, από τις ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ 1999.  Ο δεύτερος τόμος περιλαμβάνει την γνωστή του σύνθεση «ΜΠΟΛΙΒΑΡ» του 1944, την «Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ» του 1946, την «ΕΛΕΥΣΙΣ» του 1948, «Ο ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΣ» ΤΟΥ 1954 και «ΕΝ ΑΝΘΗΡΩ ΕΛΛΗΝΙ ΛΟΓΩ» σύνθεση του 1957.  Ένα χρόνο μετά, το 1978 πάλι από τις εκδόσεις «Ίκαρος» κυκλοφορεί η ποιητική του συλλογή «Στην Κοιλάδα με τους Ροδώνες» με είκοσι έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο του ποιητή, μια εκπληκτικής ομορφιάς και ωριμότητας ποιητική σύνθεση, που περιλαμβάνει ένα πανόραμα ελλήνων και ξένων προσώπων, μια συνθετική ποιητική «μετώπη» από πρόσωπα της παράδοσης και της ιστορίας, ποιητές, γεγονότα, ποιητικές καταθέσεις, ποιήματα γραμμένα στα ελληνικά αλλά και στα γαλλικά, καθώς και μεταφράσεις των γάλλων κυρίως ποιητών, όπως είναι ο Charles Baudelaire, ο Isidore Ducasse, comte de Lautreamont, αλλά και του Ισπανού ποιητή Federico Garcia Lorca, του Ρώσου Βλαντιμίρ Μαγιακόβσκι, του μυστικού John Donne, του Dante Alighieri, και άλλων ξένων δημιουργών. Μια πολύστικτη ποιητικά και πολυσημαντική ποιητική συλλογή, εξαιτίας της οποίας τον επόμενο χρόνο, το 1979, θα του αποδοθεί το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος θα βραβευτεί ο Θεσσαλονικιός συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου για το έργο του «Το δικό μας αίμα» ενώ το βραβείο μυθιστορήματος θα απονεμηθεί στον ποιητή και εκδότη του περιοδικού «Ευθύνη» Κώστα Τσιρόπουλο για το πεζό του «Η Επιθυμία».  Ακόμα, πριν την έκδοση των «ΠΕΖΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ» θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «ύψιλον» το 1980 η μελέτη του «Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ» που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Λωτός» τχ. 6/12, 1969, η σύνθεσή του «ΜΠΟΛΙΒΑΡ» με 9 έγχρωμους πίνακες εκτός κειμένου, σε τέταρτη έκδοση από τις εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ 1983, πρώτη έκδοση 1944. Μετά την έκδοση των «ΠΕΖΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ» το 1987, θα κυκλοφορήσουν τα εξής βιβλία του: «…. και σ’ αγαπώ παράφορα» Γράμματα στη Λένα, 1959-1967, με 15 έγχρωμους πίνακές του, σε φιλολογική επιμέλεια του συγγραφέα και βιβλιογράφου Δημήτρη Δασκαλόπουλου, εκδόσεις «ΊΚΑΡΟΣ» 1993, περιλαμβάνει 43 επιστολές του ποιητή προς την σύζυγό του. Ακόμα, ο τόμος με την σύναξη δημοσιευμένων συνεντεύξεών του, σχολίων και γνωμών του, με τίτλο, «οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά…» σε επιμέλεια Γιώργου Κεντρωτή, εκδόσεις ύψιλον 1999, και τέλος το 2005 από τις ίδιες εκδόσεις, η συλλογή του «ΤΟ ΜΕΤΡΟΝ: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ» ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΔΕΚΑ ΠΙΝΑΚΕΣ, που την σελιδοποίηση και τις διορθώσεις είχαν ο ποιητής Δημήτρης Αρμάος και ο ποιητής και θεατρικός κριτικός Γιάννης Βαρβέρης.      
     Ο Νίκος Εγγονόπουλος, είναι ένας από τους σημαντικότερους και πιο ενδιαφέροντες έλληνες σουρεαλιστές δημιουργούς, ο περισσότερο μάλλον αγαπητός και αναγνωρίσιμος σουρεαλιστής ποιητής, σε σχέση με άλλους ομοτέχνους του της γενιάς του. Είναι επίσης, και ένας ειρηνικά προκλητικός καλλιτέχνης που οι εικαστικές του συνθέσεις, μας νοηματοδοτούν μια δυναμική και εναργή ιστορικά ελληνικότητα, που διευρύνει τα όρια της πολιτιστικής παράδοσης μέσα στην οποία κινείται και που η αυθεντικότητά της και πηγαία της συμβολιστική είναι σημείο αναφοράς ζωογόνο μέσα στον χρόνο, στην επανατοποθέτηση των αξιών και αληθειών της, και που προκαλούν ακόμα και σήμερα, το ενδιαφέρον και την αποδοχή της από το ελληνικό κοινό, και αυτό, το δηλώνουν οι μελέτες που εκδόθηκαν και τα πάμπολλα άρθρα που γράφτηκαν για το εικαστικό του σύμπαν. Ενδεικτικά αναφέρω, την ογκώδη και εξαντλητική της ζωγραφικής του εργασίας ερευνητική μελέτη της Κατερίνας Περπινιώτη-Αγκαζίρ, «ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ. Ο ζωγραφικός του κόσμος», έκδοση ΜΟΥΣΕΙΟ ΜΠΕΝΑΚΗ 2007, την κυκλοφορία του τόμου «ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ-ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΧΡΩΜΑΤΑ», εκδόσεις Ύψιλον 1996, με κατατοπιστικά κείμενα του Άγγελου Δεληβοριά και Ιάκωβου Βούρτση, το «ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ο βυζαντινός», σαράντα μία αυγοτέμπερες, επτά σχέδια, είκοσι ποιήματα και μια σινική μελάνη σε χαρτί, Αθήνα 2001, χορηγός ΕΚΟ-ΕΛΔΑ ΑΒΕΕ, με κείμενα του Άγγελου Δεληβοριά και Νίκου Ζία και καλλιτεχνική επιμέλεια της Ξανθίππης Μίχα Μπανιά. Και συμπληρωματικά, την μελέτη της Νίκη Λοϊζίδη, «Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ»-Η περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου, εκδόσεις Νεφέλη 1984 και Τα Πρακτικά Συνεδρίου 23-24/11,2007, «ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ-Ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ», έκδοση ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ 2010.
 Όπως με ικανοποίηση διαπιστώνουμε, το ενδιαφέρον για τις εικαστικές του εργασίες παραμένει αμείωτο μέχρι των ημερών μας. Τόσο ο εικαστικός όσο και ο ποιητικός του κόσμος, που συνπερπατούν σχεδόν παράλληλα, υπερβαίνουν τα όρια αποδοχής τους από τον στενό κύκλο των ελλήνων φιλότεχνων και των ιστορικών της πορείας του ελληνικού ποιητικού λόγου, και της ελληνικής εκδοχής του ελληνικού υπερρεαλισμού και της πρόσληψής του από μια μεγάλη ομάδα ελλήνων καλλιτεχνών.
      Ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος είχε το χάρισμα με οτιδήποτε καταπιάνονταν να το μετατρέπει σε «ζωντανή» ποίηση, σε χρωματικό λυρισμό, σε σχεδιαστική ονειροπόληση. Σε ξύπνημα των ναρκωμένων αισθήσεών μας, σε μορφές αντίστασης ενάντια στους παραλογισμούς της ίδιας της ζωής, στην επικράτηση των άπληστων αξιών μωροφιλόδοξων και ουτιδανών ατόμων. Βαθιά συγκίνηση αισθανόμαστε όταν παρακολουθούμε ακόμα και για πρώτη φορά το εικαστικό και σκηνογραφικό του έργο. Ένα χρωματικό και σχεδιαστικό έργο που εντάσσεται μέσα σε μια καθαρά ελληνική ποιητική ατμόσφαιρα, ένα περιβάλλον ονειρικό αλλά ταυτόχρονα δραστικά ρεαλιστικό. Ένας κόσμος και οι σχέσεις του, που δονούνται από τους μυστικούς παλμούς της ελληνικής φύσης, που αποσυμπιέζει την χρονική φθορά του για να παραδοθεί αληθινός στον επαναστατικό κόσμο της τέχνης. Μια σοφά παρατεταγμένη θεσπέσια σκηνογραφία στιγμών και γεγονότων, προσώπων και χώρων, αρχιτεκτονημάτων και αντικειμένων, εν κινήσει σκηνών του ελληνικού πολιτιστικού και πνευματικού βίου, δράσεις ποιητικές και λεπτομέρειες χειρονομιών των ανθρώπων απελευθερωτικές που τροφοδοτούν και τα πεζά του κείμενά, πέρα από την καθαυτή ποιητική του παραγωγή. Ευτύχησα να δω αρκετά νέος, εκθέσεις με έργα του στην ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ, στην γκαλερί Ζουμπουλάκη, αρχές της δεκαετίας του 1980, αργότερα στην αίθουσα ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ στη Δεξαμενή το 1999, «Ν. Εγγονόπουλος-ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ-ΒΥΖΑΝΤΙΟ-ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ»-όπως μου υπενθυμίζει ο κατάλογος- όπως και σκόρπια έργα του σε ομαδικές εκθέσεις ελλήνων καλλιτεχνών, εκθέσεις και παρουσιάσεις έργων που αφορούσαν εκτός των άλλων, και το εικαστικό ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού. Θεωρώ, χωρίς να έχω τις απαραίτητες ειδικές γνώσεις πάνω στις εικαστικές τέχνες, (παρά μόνο την σταθερή παρακολούθηση εκθέσεων και την μελέτη εργασιών και κειμένων που αφορούν την ιστορική πορεία και εξέλιξη της ζωγραφικής, άρα η θέση μου, είναι καθαρά εμπειρική) ότι είναι ίσως, ο μόνος, ή τουλάχιστον ένας από τους λίγους έλληνες εικαστικούς, που θήτευσαν κατά την διάρκεια της καλλιτεχνικής τους σταδιοδρομίας από νωρίς, στον ανατρεπτικό χώρο του υπερρεαλιστικού κινήματος(των γάλλων κυρίως υπερρεαλιστών) με συνέπεια και επιμονή, θάρρος και αμείωτο ενδιαφέρον, και μας το μετέφεραν τόσο αρμονικά δεμένο με την ελληνική πραγματικότητα. Ο Εγγονόπουλος κρατά σταθερά το βλέμμα του προσανατολισμένο στο διεθνές αυτό κίνημα, και παρόλα αυτά, μας είναι αρκετά κατανοητός και ερμηνεύσιμος. Μια αδιόρατη ευφροσύνη αισθάνεσαι βλέποντας τους πίνακες του, ένα ρίγος νιώθεις να περνά μέσα στις φλέβες του κορμιού σου που σε συγκλονίζει μυστικά, αντιλαμβάνεσαι την μαγευτική αρμονική σύνθεση των χρωμάτων, σε σαγηνεύουν οι ισορροπημένες και ορθά αρχιτεκτονημένες συνθέσεις του. Οι  θεματικές του αφηγήσεις, οι σχεδιαστικές του απεικονίσεις απρόσωπων γυμνών σωμάτων σε στάσεις νωχελικές, ερωτικές, καθόλου προκλητικές, με χάρη και ελευθερία όχι όμως ελευθεριότητα, στάσεις και πόζες χορευτικές σωμάτων γυμνών που συνομιλούν μεταξύ τους μυστικά και συντροφικά. Σε συγκινούν οι πολύστικτες ζωγραφικές του αναφορές σε πρόσωπα της παράδοσης, της παλαιότερης, της μεσαιωνικής και της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Είναι τόσο εύληπτες, ξεκάθαρες οι μηνυματικές αυτές στοχεύσεις του ζωγράφου, αυτές του οι απεικονίσεις, που σε εκπλήσσουν, σε αφήνουν σκεπτικό, σου δίνουν αφορμή για μια αναψηλάφηση των βεβαιοτήτων του βίου σου, την εκ νέου καταβύθιση στις ρίζες της προσωπικής σου αυτογνωσίας, σε ένα νέο αναστοχασμό.  Φωνές και οσμές της ελληνικής γης, ήχοι λησμονημένοι της ελληνικής παράδοσης, ιστορικά στιγμιότυπα που «ακούγονται τόσο καθαρά» από το βάθος του χρόνου μέσα σ' αυτές τις μεγαλοπρεπείς σχεδιαστικές του συνθέσεις και ενθαρρυντικές των ονείρων μας απεικονίσεις, πίνακες μοναδικοί, ανεπανάληπτης μαγευτικής ατμόσφαιρας. Οι οραματικές του εικαστικές προθέσεις είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς, χωρίς σκιές ή σύννεφα αμφιβολίας για το τι μας λέει με την πένα του και το τι μας σκιτσάρει με τον χρωστήρα του. Χρώματα και σχέδια, διακοσμήσεις και μικρολεπτομέρειες, προερχόμενες από τον ελληνικό χώρο της παράδοσης χώρο, ήχοι και εικόνες, οσμές και λέξεις ξεχασμένες, σελαγίσματα αισθήσεων, φανερώνονται μπροστά στα μάτια μας αβίαστα, λειτουργικά. Φωτίζονται οι πίνακές του, από ένα μεσογειακό φως που σε τρελαίνει, ένας κόσμος «γαλανόλευκης» ατμόσφαιρας. Πρόσωπα αριστοκρατικά ή ασκητικά, γυναικείες φιγούρες λουσμένες στην λαμπρότητα της ιστορίας του βίου τους, συνομιλούν με μυθολογικά πρόσωπα, ήρωες της ελληνική ιστορίας και της γης των πατέρων τους. Ο Εγγονόπουλος, πάντρεψε τις αρχές του ανατρεπτικού υπερρεαλισμού με κλασικές ελληνικές εικαστικές φόρμες και καταβολές, αρμονικά και ισορροπημένα, αυθεντικά και παρηγορητικά. Τα πρόσωπα στους πίνακες του δεν αντιμάχονται το ένα το άλλο, συμπληρώνουν το ένα το άλλο, ιστορούν κοινές ιστορίες βίου και ιστορικών στιγμών. Ο Εγγονόπουλος εξελλήνισε, θα σημειώναμε, ένα κίνημα τόσο άναρχο, τόσο ακανθώδες, τόσο σκληρό και απόλυτο, ρηξικέλευθο και σε σημεία του τερατώδες, και του έδωσε μια ανθρωπιστική διάσταση. Έναν τόνο μεταφυσικής γαλήνης. Μια ανάπαυλα και ανακούφιση από τον διαρκή μαχόμενο κόσμο των αξιών και θέσεών του που ήσαν παραπόδας. Το σάρκωσε μέσα στο ελληνικό περιβάλλον με μαεστρία και ποιητική ένταση,  αλλάζοντας την πυξίδα της θερμοκρασίας του από το παγερό και κυνικό, στο θερμό και οικείο. Από το σκοτεινό και θανατολάγνο, στο χαροποιό και ελπιδοφόρο. Άξια θεωρείται από τους ειδικούς των εικαστικών τεχνών και τους ειδήμονες της ελληνικής ποίησης,-από την δεκαετία ήδη του 1950,-ως ένας από τους αρχηγέτες του ελληνικού υπερρεαλιστικού κινήματος στην χώρα μας. Ο άλλος σημαντικός πυλώνας στον ποιητικό χώρο είναι ο Αντρέας Εμπειρίκος. Αυθεντικά αριστοκράτης  Έλλην, ο Νίκος Εγγονόπουλος, Ωραίος ως Έλλην, πολύμορφος γλωσσοπλάστης, πειραματιστής και αναθεωρητής καθιερωμένων γραμματικών κανόνων, ανατροπέας των γλωσσικών μας βεβαιοτήτων, "γλωσσολογικός" ηχολάτρης και αμφισβητίας αρχών, έμπειρος γνώστης του υπερρεαλισμού και του ντανταϊσμού, ρεύματα της παγκόσμιας τέχνης με μεγάλη και σημαντική πολιτιστική εμβέλεια, τροφοδότες της ποιητικής του γραφής και της εικαστικής του οράσεως. Συνειδητά ελληνολάτρης, παιχνιδιάρης και καυστικός, σοβαρός και πηγαίος, αυτοσαρκαστικός και διακριτικά είρων, γνήσια λαϊκός και καλλιτέχνης με ήθος, κουβαλούσε μέσα στα σεντούκια της καρδιάς του έναν ασυνήθιστο ελληνικό οραματισμό για την εποχή του. Ένα πολιτιστικό τζιβαϊρικό μεγάλης και πολύτιμης πολιτιστικής αξίας. Καλλιτέχνης με τσαγανό και συνέπεια, ντροπαλός και σεμνός, καθόλου όμως απόξενος από τα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας της εποχής του. Συμμέτοχος πάντα στις συζητήσεις άλλων ομοτέχνων του πάνω σε ερωτήματα υπαρξιακής φύσεως και αισθητικής, με ένα διαβρωτικό χιούμορ τεράστιο, έναν αυτοσαρκασμό και μια περιπαιχτική διάθεση που ξαφνιάζει, αντιμετώπισε τους αρνητές του έργου του, τους αμφισβητίες του ποιητικού του λόγου, τις απαξιωτικές των επιθεωρησιογράφων κρίσεις και επιθέσεις εναντίων των υπερρεαλιστικών του ποιητικών έργων. Δεν στάθηκε παράκαιρος από τα  σκληρά και βίαια πολιτικά, πολεμικά και κοινωνικά τεκταινόμενα της εποχής του. Σαν απλός στρατιώτης υπηρέτησε στο μέτωπο, σαν καθηγητής στην πανεπιστημιακή σχολή διακόνησε την τέχνη του και δίδαξε γενιές φοιτητών. Στάθηκε κριτικός σχολιαστής των θέσεων των άλλων, με μόνο του εφόδιο το ποιητικό και ζωγραφικό του έργο. Η διακριτική του ειρωνεία, είναι αυτή η λεπτή γραμμή που τον φέρνει σιμά στον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Αυτό το βλέμμα που δεν γνωρίζεις αν σε επιπλήττει ή σε εκθειάζει. Ένας παθιασμένος στο φρόνημα έλληνας αλλά και οικουμενικός δημιουργός ταυτόχρονα, όπως είναι κάθε άτομο ή καλλιτέχνης αυτής της χώρας, που έχει την ωριμότητα να μαθητεύσει δημιουργικά στις ανθρωπιστικές αξίες της παράδοσής της και των ηρωικών της κατορθωμάτων και αιματοβαμμένων στιγμών της ιστορίας της. Σίγουρος στους σχεδιαστικούς και χρωματικούς του στόχους, υιοθέτησε τα πλέον εναργή στοιχεία της ελληνικής παράδοσης που αφήνουν πίσω τους την στειρότητα της ζωγραφικής ακαδημαϊκής ματιάς. Την από καθέδρας εξέταση και κρίση θεμάτων και προβλημάτων της τέχνης και της κοινωνίας. Θυμόσοφος ενίοτε, αναζήτησε τα κρύα νερά της ελληνικής παράδοσης που δροσίζουν ακόμα και σήμερα την ζωή των ελλήνων. Ύφανε δημιουργικούς κόμβους στιγμών της ελληνικής ιστορίας, του πολιτισμού και των προσωπικοτήτων της χώρας μας, με μοντέρνα υπερρεαλιστική τεχνοτροπία ισορροπημένα και με θετικό ανθρωπιστικό πρόσημο, προσφέροντάς μας αυτό το φαντασμαγορικό εύρος των σχεδιαστικών και χρωματικών του συνθέσεων. Συνεχείς σπουδές πάνω σε μοτίβα αντλημένα από την αρχαία ελλάδα, την μεσαιωνική περίοδο, εικόνες και θέματα της λαϊκής τέχνης, ιστορικά ανδραγαθήματα της ελληνικής επανάστασης και των ζυμώσεων της εποχής του, δένουν θεσπέσια με τις αρχές και τους κανόνες ενός κινήματος όπως το σουρεαλιστικό, που τόσο στην εποχή του όσο και μεταγενέστερα, είχε αρκετές και ποικίλες δυσκολίες στην κατανόηση των καλλιτεχνικών του προθέσεων και οραματικών του στόχων από το ευρύ κοινό. Πάμπολλες και συνεχείς ήσαν οι αντιδράσεις και οι αντεγκλήσεις ειδικών και μη, οι διαξιφισμοί και οι αντιπαραθέσεις στο πεδίο της τέχνης για τον υπερρεαλισμό, αλλά και σταθεροί οι λάτρεις του και οι συνεχιστές των αρχών του. Οι μιμητές του και οι αναθεωρητές του, οι επίγονοί του και οι καθαρόαιμοι συνεχιστές του στον χώρο της ζωγραφικής, της ποίησης, της πεζογραφίας, της αρχιτεκτονικής κλπ. Ο Νίκος  Εγγονόπουλος με το έργο του, όπως και ο Τζώρτζιο ντε Κίρικο κατά την γνώμη μου, μας έκανε να αγαπήσουμε το ανατρεπτικό αυτό για την εποχή του καλλιτεχνικό ρεύμα, όπως αντίστοιχα έπραξε ο ισπανός ζωγράφος Σαλβαντόρ Νταλί με αυτόν τον ονειρώδη χρωματικό σχεδιασμό των μυστικών του συνθέσεων, ο Πάμπλο Πικάσο με τις ιστορικές προεκτάσεις που του έδωσε με το έργο του, και αρκετοί άλλοι εικαστικοί φάροι του υπερρεαλιστικού εικαστικού κινήματος στην εποχή τους. Οι μελέτες και τα επεξηγηματικά άρθρα για το ανατρεπτικό αυτό κίνημα της τέχνης του μεσοπολέμου, που δημιουργήθηκε από τον γάλλο συγγραφέα Αντρέ Μπρετόν και μια αναρχίζουσα ετερόκλητη ομάδα καλλιτεχνών, στον δυτικό κόσμο(Ευρώπη-Αμερική) και μεταφέρθηκε στην χώρα μας από τον Αντρέα Εμπειρίκο μαζί με την τέχνη της Ψυχανάλυσης, είναι εκατοντάδες και επαναλαμβανόμενες. Παρότι έχουν χαρτογραφηθεί οι αρχές, οι αξίες, οι τεχνικές, οι στόχοι και το όραμα του υπερρεαλιστικού κινήματος και των ανθρώπων του, από τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα που ο Andre Breton δημοσίευσε την μελέτη του “Manifeste du Surrealisme”, 1924/1929 δες στον ελληνικό εκδοτικό χώρο τα βιβλία: Αντρέ Μπρετόν, «ΜΑΝΙΦΕΣΤΑ ΤΟΥ ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ», εκδόσεις Δωδώνη 1972, σε εισαγωγή, μετάφραση και σημειώσεις της Ελένης Μοσχονάς, το Αντρέ Μπρετόν, «Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ»(Position politique du surrealisme), εκδόσεις Ουτοπία 1980 σε μετάφραση των Γιόλα Γεωργαντζή και Νίκου Μπαλή, και ακόμα, την μελέτη των Λέων Τρότσκι και Αντρέ Μπρετόν, «ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ» και άλλα κείμενα, εκδόσεις Αλλαγή 1985 σε επιμέλεια κειμένων Θ. Θωμαδάκης, για να αναφέρω τρις ενδεικτικούς τίτλους των έργων του Μπρετόν που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, οι παρακαταθήκες του παραμένουν ακόμα παρούσες παρά την σταδιακή κάμψη που έχει επέλθει στις αρχές του κινήματος και το ενδιαφέρον των κοινωνικών του προδιαγραφών. Ας μου επιτραπεί να αναφέρω και τρις κλασικούς ακόμα τίτλους βιβλίων που αφορούν τον ελληνικό υπερρεαλισμό από έλληνες συγγραφείς, χωρίς να έχω πρόθεση να συντάξω έναν κατάλογο υπερρεαλιστικών μελετών ή άρθρων, μια και το παρόν θέμα είναι το κείμενο του Νίκου Εγγονόπουλου για τον ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Την ενδιαφέρουσα ανθολογία-μελέτη της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου, «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΥ»…. δεν άνθησαν ματαίως, εκδόσεις Νεφέλη 1980, ένα βιβλίο 414 σελίδων σταθμός στα εκδοτικά ελληνικά πράγματα, για το κίνημα αυτό του μεσοπολέμου με σχόλια, διευκρινιστικές σημειώσεις και παραθέσεις κειμένων ελλήνων και ξένων δημιουργών, τον σχετικά σύγχρονο ογκώδη τόμο που εκδόθηκε από την Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, «ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ» εκδόσεις περί τεχνών-Πάτρα 2005, με εισαγωγή του κυρού καθηγητή πανεπιστημίου και συγγραφέα Ερατοσθένη Γ. Καψωμένου και επιμέλεια κειμένων Γιάννη Η. Παππά. Ένας σύμμεικτος τόμος 518 σελίδων που οι συμμετέχοντες, μας δίνουν ένα πανόραμα θέσεων πάνω στην πρόσληψη του υπερρεαλισμού στον ελληνικό χώρο και την άνθηση του ελληνικού σουρεαλιστικού ρεύματος. Και φυσικά, το μελέτημα του Σωτήρη Τριβιζά, «ΤΟ ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΚΑΝΔΑΛΟ»-Χρονικό της υποδοχής του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, εκδόσεις Καστανιώτη 1996, μελέτη και ανθολόγιο κειμένων από έλληνες σουρεαλιστές, αναγκαία αναφορά για τους ερευνητές και μελετητές του θέματος.          
      Η κατά σποραδικά διαστήματα ανάγνωση της ποίησης του Νίκου Εγγονόπουλου με έκανε να πιστεύω, ότι ο υπερρεαλιστικός λόγος του δημιουργού μας είναι πιο βατός, πιο οικείος, έχει περισσότερα κομβικά σημεία πρόσληψης και κατανόησης από τον αναγνώστη, που αν επιμείνεις και τα ξεκλειδώσεις, έχουν μάλλον μεγαλύτερη αναγνωστική σαφήνεια, σε σχέση με τον υπερρεαλιστικό ποιητικό λόγο παραδείγματος χάριν του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Θεόδωρου Ντόρρου, ή του Πειραιώτη μαθηματικού και ποιητή  Έκτορα Κακναβάτου, και ίσως, να μας προσφέρει τις ίδιες αναγνωστικές ευχέρειες με τις υπερρεαλιστικές προσλαμβάνουσες του έργου του ποιητή Νικήτα Ράντου. Αφήνω απέξω τις περιπτώσεις του ποιητή Μίλτου Σαχτούρη, που είναι ο λιγότερο δυσνόητος σε σχέση με τους άλλους (παρά τους λαγούς του), την περίπτωση του σημαντικού Νίκου Γκάτσου και της μοναδικής «Αμοργού», για να μείνω σε ελάχιστες σουρεαλιστικές ποιητικές φωνές της εποχής του. Και φυσικά παραγνωρίζω θετικά τον πρώιμο Οδυσσέα Ελύτη και τους Προσανατολισμούς του, την καθαρή και σταθερή σουρεαλιστική περίπτωση του ποιητή, πεζογράφου και εκδότη περιοδικού Νάνου Βαλαωρίτη, την κάπως προβληματική γλωσσικά ποιητική εργασία του Νικαιώτη Δημήτρη Παπαδίτσα, του όχι και τόσο γνωστού Γιώργου Λίκου και άλλων ελλήνων ποιητών που μαγεύτηκαν από τον υπερρεαλισμό και μας μετέδωσαν την άναρχη και εξτρεμιστική σε πολλά του σημεία μαγεία και ανατρεπτική του διάθεση, μέσα στο έργο τους. Είτε αυτό είναι ποιητικό, είτε πεζογραφικό, είτε είναι εικαστικό κλπ.
     Βοηθήματα ενδεικτικά για το έργο του ποιητή και εικαστικού Νίκου Εγγονόπουλου:
-Επετειακός τόμος, «η αγάπη είναι ο μόνος δρόμος» ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ. 2007, έκδοση του ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. Φιλολογική επιμέλεια Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, σχεδιασμός Σταύρος Κούλας.
-Αφιέρωμα του περιοδικού «ΧΑΡΤΗΣ» τεύχος 25-26/11, 1988, επιμέλεια: Γιώργος Χουλιάρας, Θανάσης Χαρμάνης
-Αφιέρωμα του περιοδικού η λέξη τεύχος 179/1,3, 2004
-Αφιέρωμα του περιοδικού «ΑΝΤΙ» τεύχος 900-901/27 Ιουλίου έως 7 Σεπτεμβρίου 2007, με την βοήθεια συγκέντρωσης υλικού από τον Δημήτρη Μπαγέρη.
-Αφιέρωμα του περιοδικού Νέα Εστία τχ. 1804/10,2007
-Ημερολόγιο 2007, ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος, επιμέλεια: Θανάσης Χατζόπουλος, εκδόσεις Ύψιλον 2006
-Κατερίνα Περπινιώτη-Αγκαζίρ, «Νίκος Εγγονόπουλος. Ο ζωγραφικός του κόσμος», εκδόσεις Μουσείο Μπενάκη 2007
-Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ». Η ποίηση στον καιρό του τραβήγματος της ψηλής σκάλας, εκδόσεις στιγμή 1987
-Νέλλη Ανδρικοπούλου, «ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ», εκδόσεις ποταμός 2003
-Δημήτρης Βλαχοδήμος, «ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΣΤΟΝ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ», εκδόσεις Ίνδικτος 2006
-Ανδρέας Εμπειρίκος, «ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ ΄Η ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΕΛΜΠΑΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΞΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟ», εκδόσεις Άγρα 1999
-Δημήτρης Ιατρόπουλος, «Μπολιβάρ ο ελευθερωτής»-Εγγονόπουλος 30 χρόνια, εκδόσεις Καστανιώτη 1973
-Ρένα Ζαμάρου, «Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ». Επίσκεψη Τόπων και Προσώπων, εκδόσεις Καρδαμίτσα 1993
-Αδαμάντιος Κουμπής, «Πίνακας λέξεων των ποιημάτων του Νίκου Εγγονόπουλου». Εισαγωγή και επιμέλεια: Γιώργης Γιατρομανωλάκης, εκδόσεις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1999
-Νίκη Λοϊζίδη, «Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ»-Η περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου, εκδόσεις Νεφέλη 1984
-Έλλη ΦΙΛΟΚΎΠΡΟΥ, «ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΠΟΔΗΛΑΤΩΝ». Αφηγηματικά σχήματα στις δύο πρώτες συλλογές του Νίκου Εγγονόπουλου, εκδόσεις Δίαυλος 1996
- Αγαθή Γεωργιάδου, «Ιδανικές Φωνές κι αγαπημένες»(Ρίτσος-Βρεττάκος-Ελύτης-Εμπειρίκος-Εγγονόπουλος), εκδόσεις Μεταίχμιο 2006
-Επιμέλεια: Γιώργης Γιατρομανωλάκης, «ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ-ΩΡΑΙΟΣ ΣΑΝ ΕΛΛΗΝΑΣ» (Εννέα μελέτες), έκδοση ΙΔΡΥΜΑ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ-ΧΟΡΝ 1996
-Επιμέλεια: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΗΣΗ ΤΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ». Επιλογή κριτικών κειμένων. Εκδόσεις ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ-Ιδρυτική δωρεά Παγκρητικής Ενώσεως Αμερικής. Ηράκλειο 2008

ΚΑΒΑΦΗΣ, Ο ΤΕΛΕΙΟΣ          
     «Δε μπορεί να είναι κανείς χριστιανός και να φαντάζεται τον Καβάφη πεθαμένο. Ο Καβάφης μας βοηθάει να ζήσουμε. Ο Καβάφης δεν ήταν ένας παράξενος άνθρωπος, ξένος προς την Αλεξάνδρεια. Με τά χρήματά του, την ομοφυλοφιλία του, τους τρόπους συμπεριφοράς του, ήταν ένας Αλεξανδρινός. Ήταν ένας άνθρωπος σοφός που συνελάμβανε τις μορφές της ζωής και τις μετέδιδε ενισχυμένες. Καθώς ήταν ένας άνθρωπος εξαίσιος, σ’ αυτές τις μορφές της ζωής του έδινε μια ποιότητα τρομαχτική κι έτσι δεν μας πέφτει λόγος να τον κατακρίνουμε γι’ αυτές. Κανείς δε μπορεί ν’ απαγγείλει Καβάφη, μόνο ο ίδιος θα μπορούσε να διαβάσει Καβάφη. Οι άλλοι μόνο σεβασμό μπορούν να έχουν γι’ αυτόν. Έτσι ανάβει κανείς τη λάμπα το βράδυ και τον διαβάζει. Δεν είναι ο Καβάφης ο μόνος ποιητής που θαυμάζω. Θαυμάζω τον Σολωμό, τον Μπωντλαίρ, τον Χαίλντερλιν. Συζητούν συχνά για αδυναμίες στο έργο του Καβάφη. Όπως και να το κάνουμε, μπροστά στις Πυραμίδες δεν συζητάς την αρχιτεκτονική τους, αλλά μένεις άφωνος. Ήταν τόσο μεγάλος, πού δεν του ξέφυγε κανένα ψεγάδι κι όπου υπάρχει τέτοιο είναι ηθελημένο. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους ευεργέτες της ανθρωπότητας. Αυτό που έλεγε ο Σολωμός. «Πρέπει με δύναμη να συλλάβει ο νούς και μετά βαθιά η καρδιά να αισθανθεί, ό,τι ο νους συνέλαβε», το συναντούμε εξαίσια στον Καβάφη. Χρειάζεται να πιάνουμε το κεφάλι μας και να τον διαβάζουμε για να δεχόμαστε το πότισμα απ’ τα νάματα της μεγαλοφυϊας του, όπως όταν ήμασταν παιδιά και τρέχαμε υπό βροχήν. Τα πάντα πρέπει ν’ ατενίζονται με σεβασμό σ’ αυτόν και να προσπαθούμε να τα πάρουμε στην ψυχή μας.
Έχει πολλή εργασία στο έργο του ο Καβάφης. Δεν είναι μικρόψυχος. Το κείμενο που γράφει το ξανασκέφτεται, το ξανααισθάνεται, το ξαναπονά. Η αγάπη του για την ανθρωπότητα είναι μεγάλη. Δε θα επέτρεπε ποτέ να υπάρχει κάτι βλαβερό στα ποιήματά του. Δε ξέρω αν μπορεί να παραδεχτεί κανείς τη μεγαλοψυχία στη μεγαλοφυϊα, αλλά ο Καβάφης την είχε. Όπως είχε έναν σπάνιο ανδρισμό, πού μας αποκαλύπτεται μέσα απ’ την ποίησή του. Καθώς ήταν ένας άνθρωπος τέλειος, και ο άνδρας σ’ αυτόν ήταν μεγάλος. Αλλά οι άνθρωποι είναι μικροί και θέλουν να ταυτίζουν ανόμοια πράγματα μεταξύ τους. Ξέρετε τι λέγεται «καβάφης»; «Καβάφης» λέγεται αυτός που πουλά έτοιμα παπούτσια, ετοιματζίδικα. Ο Καβάφης έκανε να προφέρουμε αυτό το όνομα και να είναι σά να λέμε ψωμί. Ο Καβάφης ήταν αυτό που είναι οι μεγάλοι ποιητές: citoyens du monde. Ταυτόχρονα με τη δύναμή του είχε απέραντη καλωσύνη. Δε θα μπορούσε να περιφρονήσει την πόλη και τους ανθρώπους πού μ’ αυτούς ζούσε. Είχε αγάπη για όλα. Όπου και να είχε γεννηθεί θα ήταν ο ίδιος. Οι γενικοί κανόνες της ζωής δεν αφορούν τις μεγαλοφυϊες. Είχε τη μεγάλη ευτυχία-και ήταν σε θέση να την κατανοήσει-ότι ήταν Έλλην. Ο λαός μας έχει δίκιο-ή μάλλον ο Νασρεντίν Χότζας που δεν είναι Τούρκος, αλλά Έλληνας. Του είπαν: «Λένε κακά είς βάρος σου». Και απάντησε: «Κάτι καλό θα του έχω κάνει». Οι δυό μεγάλοι λαοί της γης είναι οι Έλληνες και οι Εβραίοι. Οι Έλληνες είπαν τα πάντα για τον άνθρωπο. Οι Εβραίοι μας μίλησαν για τον Θεό. Γι’ αυτό τόσα χρόνια καταδιωκόμαστε, γιατί κάτι καλό έχουμε κάνει. Είναι πραγματικοί λαοί, όχι από συμφέροντα καμωμένοι και σ’ έναν απ’ αυτούς τους μεγάλους λαούς ανήκει ο Καβάφης. Ο δημιουργός έχει αγάπη μέσα του. Ο ελληνισμός έχει αγάπη μέσα του. Οι Έλληνες ποτέ δεν έσφαξαν. Ποτέ δεν θα δείτε Νύχτα Αγίου Βαρθολομαίου παρά τοις ΄Ελλησι. Ήμουν στον πόλεμο του 40-41 και οι Ιταλοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας σκοτώσουν. Εγώ χρησιμοποιούσα τις χειροβομβίδες για να βάζω τα τσιγάρα μέσα. Όταν ερχόταν η στιγμή της επιθέσεως, μόλις έφταναν με απήλασσαν απ’ το καθήκον να τους ξεκοιλιάσω καθώς μου φώναζαν «Μπέλλα Γκρέτσια». Βλέπετε η ζωή έχει πολλά φάρδυτα, όπως έλεγε ο Κόντογλου. Οι άνθρωποι όταν δεν είναι όχλος, είναι πολύ διαφορετικοί γι’ αυτό έχουμε από τη μια τον Παπαδιαμάντη και από την άλλη τον Καβάφη. Αλλά και τότε μόνο είναι μεγάλοι. Η ευτυχία τους όμως είναι να είναι δυστυχισμένοι γιατί όπως λέει ο Λαφονταίν “les delicats sont malheureux”.
     Κάποτε μού έδειξε ο γλύπτης Τόμπρος μια φωτογραφία πού είχε πάρει του Καβάφη στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού μετά την εγχείρηση. Ήταν πολύ καταπονημένος, αλλά είχε μια φλόγα μέσα του, αυτή τη θεϊκιά φλόγα. Και αυτή τη φωτογραφία δεν ήθελα να την αφήσω έτσι κει με τον πίνακά μου την καθάρισα. Ο Καβάφης ακόμη και στα γηρατειά του ήταν έφηβος, ωραίος, δε μπορούσε ποτέ να είναι κουρασμένος. Στην ομοφυλοφιλία του δεν έχουμε δικαίωμα να επεμβαίνουμε. Η ζωή είναι τόσο λεπτή, που δεν μπορούμε να καταδικάζουμε. Διαφορετικά όλες οι κρίσεις και επικρίσεις εξυπηρετούν αυτό το φοβερό πάθος που υπάρχει γύρω μας, να μας κάνουν όλους ίδιους. Πολύ εθαύμαζε ο Μερλιέ ένα τραγούδι που λένε οι χασικλήδες:
Μη μου χαλάς τα γούστα μου
Και πάρε μου τά ούλα
Κι αν θέλεις τη σακούλα μου
Πάρε και τη σακούλα.
Φτάνει να σκεφτεί κανείς ότι για τους χασικλήδες η σακούλα είναι το άπαντο και τη θυσιάζουν κι’ αυτή, φτάνει να μη τους καταστρέψουν τη ζωή. Γιατί η ζωή είναι τόσο λεπτή που πρέπει να τη σεβόμαστε-όποια κι αν είναι αυτή.
     Τι να πεί κανείς περισσότερο για τον Καβάφη; Τι άλλο από το θαυμασμό του, να κάνει τον σταυρό του για να τον πλησιάζει, να οπλίζει το μέτωπό του με το σημείο του σταυρού. Τι θα γινόμασταν αν δεν υπήρχαν αυτοί οι μεγάλοι παρηγορητές; Του Καβάφη του είχαν αλλάξει τα φώτα οι βλάκες. Πηγαίναν και τον σκοτίζαν λέγοντάς του τι λέει ο ένας κι ο άλλος ποιητής γι’ αυτόν. Κι ο Καβάφης, αγαθός όπως ήταν, έπεφτε στην παγίδα και τους πίστευε. Αλλά δεν είχε καμιά ανάγκη να μιλήσει γι’ αυτούς. Είχε τέτοια συνείδηση της δύναμής του, που δεν σκεφτόταν να υποτιμήσει κανένα. Έχει τέτοια πληρότητα, που δεν το επιτρέπει στον εαυτό του, δεν το καταδέχεται. Το μόνο που χρειάζεται ο Καβάφης είναι μαζί με την ευγνωμοσύνη πού του έχουμε, να χύνουμε δάκρυα, πολλά δάκρυα γι’ αυτά πού τράβηξε. Ο Καβάφης δεν είχε ανάγκη να πει ότι είναι μεγάλος. Γιατί με τα ποιήματά του είναι σα να μας λέει: «Θέλετε αριστουργήματα; Να τα!». Θυμίζει τον Χατζή-Σεχρέτ που τελειώνει την «Αληπασιάδα» του με τούτα τα λόγια: «Χατζή Σεχρέτης τάγραψε
ετούτα τα μπεγέτια (κείμενα)
οπού ‘χει μές στην τζέπην του
χίλιες χιλιάδες τέτοια».
Είναι δυσάρεστο για τον Χατζή-Σεχρέτ ότι ήταν poete courtisan, πράγμα πού δεν θα ήταν ποτέ ο Καβάφης. Ο γραμματέας του Χατζή-Σεχρέτ, ο Παναγιώτης Σαλονίτογλου, που ήταν Αμφισσεύς, δε μπορούσε να τον παρακολουθήσει γιατί ο ποιητής είχε τέτοιο πλούτο λέξεων και εμπνεύσεων, πού όταν τον φώναζε και του υπαγόρευε τον έπιανε πρεμούρα.
     Νίκος Εγγονόπουλος, πρώτη δημοσίευση περιοδικό Η Λέξη τχ. 23/Μάρτης-Απρίλης 1983 σ. 185 (αφιέρωμα στον Κ.Π. Καβάφη). Δεύτερη δημοσίευση Νίκου Εγγονόπουλου, «ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ» εκδόσεις Ύψιλον 1987, σελίδες 75-78.
     Ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, μνημονεύεται αρκετές φορές μέσα στο έργο, τα γραπτά και τον λόγο του Νίκου Εγγονόπουλου. Στον πρώτο τόμο των ποιητικών του απάντων, και στις ατομικές του διευκρινιστικές «Σημειώσεις» των σελίδων 145-159 που αναφέρεται στην ατομική του πορεία, την πνευματική του ταυτότητα, τις επιρροές του, με αναφορές στον κοινωνικό του περίγυρο, την πολιτική, την τέχνη, την γλώσσα που χρησιμοποιεί, «…Πρέπει να σας πώ είναι απλούστατα η γλώσσα πού μιλώ. Άλλωστε πρωτεύουσα σημασία δεν έχει το να γίνεται κανείς αντιληπτός από κείνους που επιθυμούν, πραγματικά, να τον καταλάβουν; Νόμιμη γλώσσα, για μας, είναι η γλώσσα η ελληνική. Δεν έχουν κανένα νόημα απολύτως αυτές οι γνώμες οι φανατικές για «μικτή», «καθαρεύουσα», «δημοτική»…»., τα διαβάσματά του, «η απέραντη αγάπη που έχω για την ανάγνωση αρχαίων, βυζαντινών και μεταβυζαντινών κειμένων…» σε πρόσωπα που γνώρισε όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Απόστολος Μελαχρινός, και αυτοί που του στάθηκαν σηματωροί στην καλλιτεχνική του διαδρομή, όπως οι δάσκαλοί του εικαστικοί Κωνσταντίνος Παρθένης «ένας αριστοκράτης του πνεύματος και της ζωής», τον σεβασμό του για τον αγιογράφο και συγγραφέα Φώτη Κόντογλου, που μαθήτευσε κοντά του, κλπ, εξομολογείται καθώς μας μιλά για την ελληνική γλώσσα και την χρήση της: «Ακριβώς όπως μας διδάσκουν τ’ αθάνατα γραπτά του Παπαδιαμάντη και του Καβάφη». Επίσης, σε αυτήν την εκπληκτική ποιητική συλλογή του, «ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ», υπάρχει το ποίημα «ΣΥΝΤΟΜΟΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΒΑΦΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΑΘΕΝΟΣ ΜΑΣ-ΑΛΛΩΣΤΕ).
νταλγκαδιασμένος και βαρύς
γυρνάει τά στενορρύμια
της πολιτείας της άχαρης
που τρώει τα σωθικά του
--
σ’ αυτήν εδώ γεννήθηκε
σ’ αυτή θε ν’ αποθάνη
εδώ πίκρες τον πότισαν
                     κρουνηδόν
εδώ τον βασανίσαν
μόνος του
πίστεψε-φορές-
πώς τη χαράν ευρήκε          σπανίως
--
κάποτε θέλησε κι’ αυτός
κάπου μακρυά να φύγη
μά εκατέβη στο γιαλό
και δεν είχε καράβι.
Ένα συγκινητικό ποίημα, που δείχνει τον σεβασμό του Εγγονόπουλου για τον Αλεξανδρινό και πως ο ίδιος τον κατανόησε. Και ίσως, του πρόσφερε και αυτός, την γλωσσική γέφυρα για να περπατήσει μέσα στην δική του ποιητική δημιουργία. Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης και ο Νίκος Εγγονόπουλος, ίσως είναι οι δύο πλέον αναγνωρίσιμοι βυζαντινοί-βυζαντινολάτρες ποιητές μας των νεότερων χρόνων. Οι διαπρέψαντες σε κοινά μετερίζια, κοινά διαβάσματα βυζαντινών κειμένων, παράλληλες γλωσσικές διαδρομές. Μια ποιητική κατάθεση που έρχεται να κουμπώσει με το ποίημά του «ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ», που δημοσιεύεται στον δεύτερο  τόμο των ποιητικών του απάντων:
η τέχνη κι’ η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
--
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θορύβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι’ αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορρίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
--
μα επί τέλους! πιά ο καθένας γνωρίζει
πώς
από καιρό τώρα
-και πρό παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν
τους ποιητάς
Στην σύναξη επίσης των συνεντεύξεών του, των σχολίων του και των γνωμών του για τα πολιτιστικά και κοινωνικά πράγματα της χώρας, στον τόμο «οι άγγελοι στον παράδεισο μιλούν ελληνικά…», πάλι ο Καβάφης είναι παρών: «Η Αλεξάνδρεια είναι ελληνική. Ο Καβάφης είναι μεγάλη μορφή του ελληνισμού. Η προσπάθεια του διασυρμού του από ορισμένους κριτικούς του δεν πρόκειται να τον βλάψει. Όσο για το πάθος του δεν φταίει η Αλεξάνδρεια, αλλά η μητέρα του.», σ. 29. Μνεία του ονόματός του και του έργου του, και στο τι οφείλει σε αυτόν ακόμα και στο εικαστικό του έργο, γίνεται και στις σελίδες 30, 36, 40,76,80,99,134,140,142, 165, 182, 183.
Βλέπουμε λοιπόν, αυτό το ιδιόμορφο και τόσο προσωπικό Καβαφικό ποιητικό σύμπαν, που προέρχεται από ένα κέντρο του ελληνισμού της περιφέρειας, όπως αντίστοιχα ο Εγγονόπουλος φέρει το βάρος της Βυζαντινής Κωνσταντινουπολίτικης παράδοσης,(των πόλεων της καρδιάς μας για να χρησιμοποιήσω έναν σύγχρονο όρο) να τον θέλγει και να αναζητά τρόπους επικοινωνίας με αυτό. Η συνομιλία με το έργο του, είναι εξίσου διαρκής όπως και η συνομιλία του με το κίνημα το υπερρεαλιστικό. Ο Εγγονόπουλος, φαίνεται καθαρά, ότι αντιτίθεται σε κάθε γλωσσική τυπολογία, σε κάθε γλωσσικό-ορθογραφικό ή συντακτικό περιορισμό της ποιητικής του έκφρασης από τους γραμματικούς κανόνες που τυποποιούν την ποιητική μονάδα σε μία και μόνο φόρμα. Στις εντολοδόχες λέξεις που προσδιορίζουν ασφυκτικά το ποιητικό αίσθημα και πολλές φορές το αδρανοποιούν σε βάρος της ποιητικής αίσθησης. Η γλώσσα κυριαρχεί της ποίησης και του αισθήματός της. Αυτός ο γλωσσοκεντρισμός μιας μερίδας των σουρεαλιστών. Κυριαρχεί μέσα στο έργο του, μια γλωσσική πολυτυπία που μας ξαφνιάζει και μας παραξενεύει, όπως παράλληλα, και στο έργο του Καβάφη. Συμπερασματικά, αυτή η αναρχούμενη ποιητική γλώσσα, αυτές οι οπτικές λεκτικές και συντακτικές παραλλαγές του κύριου Νίκου Εγγονόπουλου, είναι που μας τραβούν σαν το δόλωμα το ψάρι.
     Ο Καβάφης ακόμα, αναφέρεται και σε άλλες σελίδες των «ΠΕΖΩΝ ΚΕΜΕΝΩΝ» του, από όπου αντλώ το παραπάνω κείμενό και το μεταφέρω στο bloc. Επίσης έχει φιλοτεχνήσει αυτό το αισθησιακό πορτρέτο του ποιητή, σαν «βυζαντινού αγίου», με φόντο το ειλητάριο ενός άλλου αγίου της εκκλησίας, πίνακας που κοσμεί το βιβλίο της Ελένης Λαδιά «ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΒΑΦΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ», εκδόσεις Γεωργίου Φέξη 1975, β΄έκδοση. Πορτρέτο βυζαντινής τεχνοτροπίας που δηλώνει καθαρά τον μεταφυσικό και λειτουργικό χώρο της ελληνικής παράδοσης, που ο ζωγράφος και ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος εντάσσει τον Αλεξανδρινό. Στην χορεία των βυζαντινών αγίων του λαϊκού-κοινωνικού σώματος. Έτσι δικαιολογείται η ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη θέση του, στην αρχή του κειμένου ότι: «Δεν μπορεί να είναι κανείς χριστιανός και να φαντάζεται τον Καβάφη πεθαμένο. Ο Καβάφης μας βοηθάει να ζήσουμε».
     Τα «ΠΕΖΑ ΚΕΙΜΕΝΑ» του ποιητή και ζωγράφου Νίκου Εγγονόπουλου, είτε αναφέρονται σε πρόσωπα, Μάρκος Αυγέρης, Διονύσιος Σολωμός, Άγγελος Σικελιανός, Βασίλης Τσιτσάνης κλπ, είτε αφορούν προβλήματα της ελληνικής αρχιτεκτονικής, Ελληνικά σπίτια, είτε άλλα κινήματα της παγκόσμιας πρωτοπορίας, Παρουσίαση του Φουτουρισμού με την ευκαιρία μιας επετείου, είτε αφορούν θέματα σκηνικής παρουσίασης, Το Ρομάντζο της πεντάρας, είτε την πολιτική, Για τη Δημοκρατία κλπ, είναι κείμενα που εκφράζουν με θάρρος και παρρησία, στοχασμό και ειλικρινή διάθεση τις απόψεις και αξίες που είχε ο άνθρωπος και καλλιτέχνης Νίκος Εγγονόπουλος. Κείμενα που μας αποκαλύπτουν το εύρος των ενδιαφερόντων του καλλιτέχνη, το βάθος και την θερμότητα της σκέψης του, την θετική αύρα που εκπνέουν τα κείμενα αυτά, τα καθόλου πολεμικά, απόλυτα ή φανατισμένα. Σκέψεις ενός έλληνα δημιουργού πέρα από σκοπιμότητες, μακριά από πολιτικές αγκυλώσεις, πνευματικούς διαξιφισμούς, και αλληλοφαγωμάρες μεταξύ διανοουμένων. Ένας λόγος πράος, μειλίχιος, μεστός, ζεστός, ανθρωπιστικός, σε σημεία του χριστιανικής υφής, καλόκαρδος αλλά και χιουμοριστικός και καθόλα έγκυρος. Ενός έλληνος δημιουργού που στην εποχή του το έργο του, προκάλεσε πολλές αντιδράσεις, αλλά που με την αληθινή και αυθεντική του αξία, κέρδισε επάξια το στοίχημα με τον χρόνο και τους αναγνώστες.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 25/5/2017
      

    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου