ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ
ΚΑΙ ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
του Ιωάννη Ν. Θεοδωρακόπουλου
Ιστορική
τύχη έδωσε στις μεταπολεμικές γενιές των Ελλήνων να ζήσουν σε εποχές
κοσμοϊστορικών αλλαγών και οικουμενικών μεταξιώσεων. Αλλά και οι νεότερες
γενιές, οι γενιές της μετά την μεταπολίτευση χρόνων, είδαν τα πάντα γύρω τους
να αλλάζουν ραγδαία και με θυελλώδη αναταραχή. Ένας ιστορικός κρότος ηχεί εδώ
και αρκετές δεκαετίες στην υποτελή χώρα μας, μέσα στις συνειδήσεις των
νεοελλήνων. Μια ισχυρή βουή σαν και αυτήν που ακούγεται όταν σπάνε ογκώδη
παγόβουνα και επιπλέοντας στα παγωμένα νερά ξεκινούν το ταξίδι τους προς τ’
άγνωστο. Ένα παλαιό σύστημα αξιών χάνεται ένα καινούργιο γεννιέται. Είναι αυτός
ο βαθύς και ισχυρός θόρυβος που ακούγεται τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας,
που μας ανέφερε στην κινηματογραφική του ταινία ο σκηνοθέτης Θόδωρος
Αγγελόπουλος, με τα χείλη του Θανάση Βέγγου: «Η Ελλάδα πεθαίνει. Αλλά κάνει
πολύ μεγάλο και παρατεταμένο κρότο σύντροφε». Ένας θάνατος του τέλους του
οικουμενικού της οράματος. Ένας θάνατος που προήλθε από την επίπλαστη
ευδαιμονία της ζωής ημών των νεοελλήνων, και που μετέτρεψε αργά και σταθερά
τους έλληνες-όλους εμάς-από εφήβους «διαμορφωτές» της ιστορίας, στο βαθμό που
σαν φυλή μας αναλογούσε, σε συνταξιούχους αυτής. Ναός της Δημοκρατίας δεν ήταν
το εκλεγμένο κοινοβούλιό τους μόνο, ή τουλάχιστον όχι μόνον αυτό, αλλά
πρωτίστως, οι αγωνιστικές τους συνειδήσεις. Γιατί άμυνα τα ξύλινα τείχη όπως
μας λέει στους επιταφίους του ο Θουκυδίδης, δεν είναι τα πλοία και τα
περιτειχίσματα των πόλεων, αλλά οι ίδιοι οι Αθηναίοι πολίτες και το εθνικό τους
φρόνημα. Εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες, χάσαμε την ιστορική μας ετερότητα και την
πολιτιστική πυξίδα ελευθερίας που είχαμε επάξια κερδίσει και κατορθώσει να
κρατήσουμε ζωντανή στο διάβα του ιστορικού μας χρόνου ως Έθνος, και
μεταλλαχθήκαμε σε μαζάνθρωπους των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Απόγονοι υπερήφανων
Πλατωνικών γονέων, εμείς οι σύγχρονοι Έλληνες γίναμε μεταπρατικά γκαρσόνια
φολκλορικών υπηρεσιών, χριστιανικών ορθόδοξων μεγαλείων της παράδοσης και
αρχαίων της παιδείας και της τέχνης επιτευγμάτων. Με μόνες ίσως πολιτικές μας
σύγχρονες αξιώσεις, ως πολίτες κάτοικοι αυτής της βαλκάνιας πέτρινης λωρίδας, να
δανειζόμαστε από τις διεθνείς αγορές με χαμηλό επιτόκιο για να ορθοποδήσουμε
οικονομικώς, και να προσελκύουμε περισσότερους ξένους τουρίστες για εισροή
συναλλάγματος στα άδεια δημόσια κρατικά μας ταμεία.
Συνήθεια
παλαιά, για διατήρηση της ιστορικής ελληνικής μνήμης ζωντανής μέσα μου, να
διαβάζω και να ξαναδιαβάζω τα ίδια κείμενα και τους ίδιους συγγραφείς που
αναφέρονται στην συνεισφορά της χιλιόχρονης Βυζαντινής αυτοκρατορίας στην
διαμόρφωση της συνείδησης του νέου ελληνισμού και της ψυχοσύνθεσης των νεότερων
ελλήνων. Μνήμη Αλώσεως της Πόλης. Μνήμη αλησμόνητων Εστιών του ελληνικού
πνεύματος. Μνήμη οικουμενική των ελλήνων συνείδηση. Ο Σπυρίδων Λάμπρου και ο
Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος με το έργο τους, ο Νίκος Σβορώνος με το δικό του,
ο Απόστολος Βακαλόπουλος και ο Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος επίσης, ο πατήρ Γεώργιος
Μεταλληνός και η Ελένη Γλύκαντζη Αρβελέρ, ο Φαίδων Κουκουλές και σερ Στήβεν
Ράνσιμαν, Νικόλαος Πολίτης και ο Γεώργιος Μέγας, ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο
Ιωάννης Χατζηφώτης, ο Χρήστος Γιανναράς και ο Στέλιος Ράμφος, ο Παναγιώτης
Κανελλόπουλος και πολλοί άλλοι, σύγχρονοι μας ιστορικοί και φιλόσοφοι,
στοχαστές και λαογράφοι, δάσκαλοι του γένους των ελλήνων, συνομιλούν με το έργο
τους με πρόσωπα και κείμενα της βυζαντινής ιστορίας και παράδοσης, που
οικοδόμησαν το μωσαϊκό του νεότερου ελληνισμού. Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος
Παλαιολόγος και Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, Ιουστινιανός και Μέγας Φώτιος,
Γρηγόριος ο Παλαμάς και Βησσαρίων, Μιχαήλ Ψελλός και Φραντζής, Άννα Κομνηνή και
Θεοδώρα, Θεοφάνης ο Έλληνας και Πανσέληνος, και άλλοι βυζαντινοί έλληνες,
συνομιλούν αιώνες τώρα με σύγχρονους έλληνες δημιουργούς όπως ο Κωστής Παλαμάς,
και ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Οδυσσέας Ελύτης, και ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο
Κωνσταντίνος Καβάφης και ο Φώτης Κόντογλου, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και ο
Κωνσταντίνος Σ. Σοκόλης, για να μνημονεύσω ελάχιστους από τους κρίκους της
αλυσίδας της παράδοσης και της ιστορίας. Ένα ζωντανό εικονοστάσι αξιοσημείωτων
ελλήνων που αποτελούν τις ψηφίδες του προσώπου του νέου ελληνισμού.
Και μέσα
σε αυτό το πολιτιστικό πλέγμα της παράδοσης του έθνους, ανήκει και ο λόγος του
Πλατωνιστή φιλόσοφου και ακαδημαϊκού Ιωάννη Ν. Θεοδωρακόπουλου (Σπάρτη
28/2/1900-Αθήνα 20/2/1981). Ενός έλληνα στοχαστή και δασκάλου, που για πάνω από
τριάντα χρόνια, διέπλασε συνειδήσεις και διαμόρφωσε ίσως τον παιδευτικό
χαρακτήρα των παλαιότερων ελλήνων.
Το
κείμενο «ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ ΚΑΙ ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ», είναι από ομιλία του καθηγητή Ιωάννη
Ν. Θεοδωρακόπουλου σε εκπαιδευτικούς της Μέσης Εκπαίδευσης του Πειραιά που
δόθηκε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά το 1966. Η ομιλία συμπεριλαμβάνεται με άλλα
επτά του κείμενα που αφορούν θέματα της αυτοσυνειδησίας του σύγχρονου ελληνισμού,
στο μικρό βιβλιαράκι που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις των Φίλων το 1972, με τον
γενικό τίτλο «ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ».
Τα άλλα κείμενα του βιβλίου είναι τα εξής:
-ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΘΗΣΕΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΛΑΟΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ
25ΗΝ ΜΑΡΤΙΟΥ 1945
-Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΟΥ 1821
-Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΧΕΔΙΑ ΤΟΥ ΒΙΟΥ
-ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
-ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΑΓΙΑΝ ΛΑΥΡΑΝ
-ΤΟ 1821 ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
-Η ΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΣΜΟΥ ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΝ ΚΟΣΜΟΝ
Το μικρό βιβλιαράκι έχει 96 σελίδες οι διαστάσεις
του είναι 11Χ17,5, τότε που το αγόρασα κόστιζε 50 δραχμές και στον κολοφώνα
αναφέρονται τα εξής: «ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Ι.
Ν. ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Β΄ ΤΟΜΟΣ ΤΗΣ ΣΕΙΡΑΣ «ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ», ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟ
ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ «ΓΡΑΦΙΚΑΙ ΤΕΧΝΑΙ Γ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ-Α. ΖΟΥΜΑΔΑΚΗ, ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ
1972, ΓΙΑ ΤΙΣ «ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ».
ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ
ΚΑΙ ΝΕΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Δύο φορές
υποδουλώθηκε το ελληνικό έθνος κατά την τρισχιλιόχρονη ιστορία του. Την πρώτη
υποδουλώθηκε στους Ρωμαίους και τη δεύτερη στους Τούρκους.
Χίλια και
περισσότερα χρόνια, προτού υποδουλωθή από τους Ρωμαίους, έζησε ελεύθερο και
εδημιούργησε τον αρχαίο, τον κλασσικό πολιτισμό, ημέρωσε τη Μεσόγειο, έφερε εις
φως όλες τις μεγάλες ιδέες της ζωής με τη φιλοσοφία του και παρουσίασε με την
τέχνη του τον άνθρωπο σε όλη του τη λαμπρότητα και το αθάνατο κάλλος. Τέλος
κατά την περίοδο ταύτην το ελληνικό έθνος εδημιούργησε την αρχαία πόλη όταν ο
άνθρωπος έδρασε ως ελεύθερος πολίτης. Κατά την περίοδον αυτήν πουθενά αλλού
στον κόσμο δεν υπήρχε πολιτική ελευθερία, αυτήν ακριβώς την πολιτικήν
ελευθερία, το μεγαλύτερο αγαθό της ζωής, αφήρεσαν από το ελληνικό έθνος οι
Ρωμαίοι.
Με την
παιδεία του όμως και με την ευκαιρία που του έδωσε η Θεία Πρόνοια με τον
Χριστιανισμό, κατόρθωσε το ελληνικό έθνος να αποτινάξη την ρωμαϊκή δουλεία και
μάλιστα με έναν αξιοθαύμαστον τρόπο ή μάλλον με ένα πρωτάκουστο τρόπο, γιατί
έπεισε τους Ρωμαίους να μεταφέρουν την πρωτεύουσα του κράτους των από τη Δύση
στην Ανατολή, ν’ αφήσουν την παλαιά Ρώμη και να χτίσουν τη νέα Ρώμη. Την μεγάλη
αυτήν απόφαση την έλαβε ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος ίδρυσε την
Κωνσταντινούπολη.
Έτσι
έγινε εκείνο πού είχε φοβηθή ο Κάτων, ο οποίος είπε κάποτε ότι οι Ρωμαίοι έναν
εχθρόν πρέπει να φοβούνται, το ελληνικο πνεύμα. Αν οι Έλληνες, είπε ο Κάτων,
κατορθώσουν να επιβάλουν στους Ρωμαίους την παιδεία τους και τη φιλοσοφία τους,
τότε οι Ρωμαίοι θα είναι χαμένοι.
Οι
Έλληνες είχαν το μεγάλο προνόμιο της ιστορίας να παραλάβουν το πνεύμα του Χριστιανισμού,
να το ερμηνεύσουν με τη φιλοσοφία τους πρώτα και έπειτα να το εκφράσουν με την
τέχνη τους και να το παραδώσουν στην Οικουμένη. Και το καταπληκτικό τούτο έργο
το έκαμαν κάτω από την δουλεία των Ρωμαίων.
Ο
Κωνσταντίνος ανεγνώρισε τον άθλο αυτόν των Ελλήνων, ο οποίος είχε μετακινήσει
το κέντρο βάρους της αυτοκρατορίας των Ρωμαίων από τη Δύση στην Ανατολή, γιατί
εδώ στην Ανατολή έγιναν οι μεγάλοι πνευματικοί αγώνες για την επικράτηση του
Χριστιανισμού και εδώ η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία άλλαξε το πρόσωπό της.
Αλλά
χίλια και περισσότερα χρόνια θα κρατήσουν τώρα την αυτοκρατορία στα χέρια τους,
οι Έλληνες, ως αυτοκρατορία δική τους, ως βυζαντινή αυτοκρατορία, θα δοξάσουν
το πνεύμα του Χριστού, θα το μεταδώσουν στους γύρω λαούς και θα παλέψουν με όλα
τα είδη των βαρβάρων που τα ηλέκτριζε και τα εσαγήνευε το μεγαλείο της Πόλης
και θα αποκρούσουν με σκληρούς αγώνες τον Ισλαμισμό, το παντοδύναμο τούτο κύμα
που απλώθηκε ταχύτατα από την Αραβία εις την Ισπανία και έτσι θα δημιουργήσουν
τον δεύτερο μεγάλο πολιτισμό της ιστορίας των, τον χθεσινό πολιτισμό του
ελληνικού έθνους, τον βυζαντινό και δεν ξέρει κανείς πράγματι τι θα θαυμάση
περισσότερο, τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό ή τον βυζαντινό. Πάντως, ως
ιστορικός άθλος ο βυζαντινός πολιτισμός ήταν δυσκολώτερος, γιατί τα προβλήματα
που εδάμασε ο πολιτισμός αυτός ήταν περισσότερα και σκληρότερα. Η βυζαντινή
αυτοκρατορία ήταν μια αριστοτεχνική σύνθεση, ήταν ένα αριστούργημα πολιτικής
τέχνης και πολιτικής σοφίας. Και ο μεγάλος τεχνίτης του αριστουργήματος αυτού
ήταν το ελληνικό πνεύμα. Και δεν υπάρχει καλύτερο σύμβολο του αριστουργήματος
αυτού από το βυζαντινό μωσαϊκό, το οποίον με την ποικιλία και το βάθος των
χρωμάτων που το συνθέτουν μας μεθάει τα μάτια του σώματος και τα μάτια της
ψυχής.
Οι
Έλληνες και κατά την εποχή του Βυζαντίου και κατά την αρχαιότητα, όπως ακριβώς
και σήμερα, ήταν αριθμητικώς ολίγοι. Ολιγάριθμος λαός ήταν έμειναν οι Έλληνες
και ακριβώς γι’ αυτό εχρειάζονταν
πάντοτε μεγάλη τέχνη και σοφία και για να επιζήσουν περιβαλλόμενοι και
βαλλόμενοι συνεχώς από τα πολυάνθρωπα πολυάριθμα πλήθη των άλλων λαών. Για να
συντάξουν λοιπόν και να διατηρήσουν χίλια και περισσότερα χρόνια τη βυζαντινή
τους αυτοκρατορία εχρειάζονταν μεγάλη πολιτική τέχνη και σοφία.
Κάποτε
όμως ήλθε η στιγμή που το αριστούργημα αυτό, το μωσαϊκό της βυζαντινής τέχνης
και της βυζαντινής αυτοκρατορίας άρχισε να διαλύεται. Ο εσωτερικός δυναμισμός
που το συγκρατούσε, άρχισε να μειώνεται, ως που ήλθε η ώρα της μεγάλης συμφοράς
του ελληνικού γένους.
Η Πόλη
έπεσε, έπειτα από αγώνα μέχρις εσχάτων. Και ο τελευταίος αυτοκράτωρ, ο
Κωνσταντίνος, έπεσε τελευταίος. – «Το
δε την πόλιν σοι δούναι ουτ’ εμόν εάν ούτε άλλον των κατοικούντων, έν ταύτη κοινή
γάρ γνώμη πάντες αποθανούμεν και ού φειδόμεθα της ζωής ημών».
Από την
απάντηση του Κωνσταντίνου προς τον Μωάμεθ, ο οποίος τον καλούσε να παραδώση την
πόλη, φαίνεται καθαρά ότι ο Κωνσταντίνος είχε συνείδηση όχι μόνον της μεγάλης
κληρονομιάς, αλλά ότι είχε συνείδηση ότι με τον θάνατό του θέτει τα θεμέλια της
επιβιώσεως του έθνους. Και πράγματι τα ηθικά θεμέλια του νέου Ελληνισμού τα
έθεσε ο Κωνσταντίνος. Για τούτο όταν κατά την επανάσταση, σ’ ένα διάλογο που
είχε ο Κολοκοτρώνης με τον Άγγλο Ναύαρχο της Μεσογείου και ο Άγγλος του είπε
ότι η ελληνική επανάσταση είναι ανταρσία, ο Κολοκοτρώνης απήντησε ότι δεν είναι
ανταρσία αλλά συνέχεια της θυσίας του Κωνσταντίνου. Θα ήταν ανταρσία εάν ο
αυτοκράτωρ είχε συνθηκολογήσει και είχε υπογράψει συνθήκη. Και όλη η
Τουρκοκρατία ήταν μία συνέχεια της μεγάλης θυσίας του αυτοκράτορος. Εκτός από
τον αυτοκράτορα, εκείνος που έθεσε τα πνευματικά θεμέλια του νέου Ελληνισμού,
είναι ο φιλόσοφος Πλήθων, ο οποίος είδε ότι η συμφορά έρχεται και ότι το
Ελληνικόν έθνος έπρεπε να συνειδητοποιήση εκ νέου την μοίρα του και με βάση και
αφετηρία την Πελοπόννησο να διεκδικήση, ό,τι του ανήκει.
Ένας
λοιπόν αυτοκράτωρ με το αίμα του και ένας φιλόσοφος με το πνεύμα του, έθεσαν τα
θεμέλια του Νέου Ελληνισμού.
Ο Πλήθων
ήταν ο τελευταίος Βυζαντινός ο οποίος κατάλαβε ότι για να σωθή το έθνος, να
σωθή ο μεγάλος τεχνίτης του Βυζαντινού μωσαϊκού, έπρεπε να συνειδητοποιήση εκ
νέου τη μοίρα του και να συνδεθή πάλι με την αρχαιότητα. Απ’ αυτήν την
συνείδηση προέρχεται ο λόγος του «Έλληνες
γάρ εσμέν».
Η συμφορά
ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ούτε τα μαρτύρια που πέρασε το έθνος κατά την
Τουρκοκρατία, ούτε το αίμα του Εικοσιένα, ούτε και το άφθονο αίμα που έχυσε το
έθνος από το 1821 ως σήμερα, έφεραν την κάθαρση του δράματος. Το δράμα τούτο
βαραίνει την ψυχή του έθνους ως σήμερα, είτε το ομολογούμε είτε όχι. Συνέχεια
του δράματος τούτου είναι και ο αγών που γίνεται τόσα χρόνια τώρα για την
Κύπρο.
Η συμφορά
του 1453 αποτελεί ένα μεγάλο και συνταρακτικό ορόσημο στην ιστορία του
ελληνικού έθνους, μεγάλο και αρνητικώς και θετικώς. Αρνητικώς γιατί με τη
συμφορά το ελληνικό έθνος έχασε την πολιτική του παρουσία και ύπαρξη, έχασε την
οικουμενικότητά του. Θετικώς γιατί έθεσε τα θεμέλια του Νέου Ελληνισμού.
Ο
Ελληνισμός απέναντι στον κατακλυσμό που τον εσκέπασε έθεσε εκ νέου σε ενέργεια
δύο τρόπους δράσεως και αντιδράσεως, τον ρεαλισμόν του και τον ιδεαλισμόν του.
Με τον ρεαλισμόν του έβλεπε τα πράγματα όπως πράγματι ήταν, εσυνειδητοποίησε τη
μοίρα του. Με τον ιδεαλισμό του έβλεπε τα πράγματα όχι όπως ήταν, αλλά όπως
έπρεπε να είναι, όπως έπρεπε να γίνουν, να ξαναγίνουν. Από τον ιδεαλισμό του
εγεννήθη μέσα του το όραμα της αναγεννήσεώς του. Το όραμα όμως τούτο δεν ήταν
αφηρημένο, δεν ήταν κάτι το ακαθόριστο, αλλά ήταν συνδεδεμένο με τον ρεαλισμό
του, με την βαρειάν του μοίρα. Το ένα εδυνάμωνε το άλλο, ρεαλισμός και
ιδεαλισμός ήταν ακριβώς τα δύο βασικά γνωρίσματα της επαναστάσεως του
Εικοσιένα. Την σκληρή πραγματικότητα της δουλείας των εφώτιζε πάντοτε ο θρύλος
ενός μεγαλείου που πέρασε και που έπρεπε να ξαναγίνη πραγματικότης.
Τον θρύλο
αυτόν τον βρίσκομε μέσα σε όλους τους αγωνιστές του Εικοσιένα. Ο ρεαλισμός τους
έλεγε ότι μόνον με το αίμα μπορεί να ξαναγίνη ό,τι εχάθηκε. Ο ιδεαλισμός πάλι
κρατούσε μέσα τους ζωντανό εκείνο που χάθηκε, δεν το άφηνε να γίνη απλή ιστορία
ή απλό κειμήλιο.
Έτσι
κατόρθωσαν οι Έλληνες να αποκτήσουν ξανά το μεγάλο αγαθό της ελευθερίας. Το
αίμα όμως που έχυσαν από τότε που έχασαν την Πόλη ως σήμερα, είναι τόσο πολύ,
ώστε ό,τι απέκτησαν να τους φαίνεται ακόμη λίγο.
Η
ελευθερία δεν είναι παρά η αφετηρία, είναι η προϋπόθεση για να δημιουργήσουν εκ
νέου αυτό που έχασαν και έχασαν την οικουμενικότητά των. Μόνον όταν
κατορθώσουμε με τους κρουνούς του αίματος που εχύσαμε για την ελευθερία μας να
τους κάμωμε και κρουνούς πνεύματος, μόνον όταν μπορέσουμε να κάμωμε το αίμα που
εχύσαμε πνεύμα, να αναδειχθούμε δηλαδή όχι μόνον με τον ηρωϊσμό μας, αλλά και
με το πνεύμα μας, τότε θα αποκτήσωμε ξανά ό,τι εχάσαμε. Μόνον τότε θα
ξαναγίνουμε λαός οικουμενικός, αυτό άλλωστε είναι και το νόημα όλων των θυσιών.
Δεν
θρηνούμε ούτε πρέπει να θρηνούμε για ό,τι εχάσαμε, γιατί ένας ζωντανός λαός δεν
θρηνεί, ούτε ταράσσει την αιώνια γαλήνη των τάφων των ηρώων του, αλλά τιμά τους
νεκρούς του με ό,τι κάνει, με ό,τι δημιουργεί.
Και όσο
σκληρότερη γίνεται η ζωή-και σήμερα η ζωή έχει γίνει σκληρότερη για μας ως έθνος
από οποτεδήποτε άλλοτε-τόσον περισσότερο πρέπει να εντείνωμε τις δυνάμεις μας
για να αναδειχθούμε, γιατί δίχως ανάδειξη δεν υπάρχει σήμερα επιβίωση.
Κανένα
κήρυγμα απατηλής ευδαιμονίας δεν πρέπει να μας παρασύρη, γιατί η ευδαιμονία δεν
υπάρχει, υπάρχει μόνον η δημιουργία, ο σκληρός αγών της ζωής, τον οποίον και
εκείνοι που κηρύσσουν σε μας την ευδαιμονία ή μας υπόσχονται, γνωρίζουν πολύ
καλά και την εφαρμόζουν στη δική τους ζωή. Η υπόσχεση της ευδαιμονίας έχει
μόνον ένα σκοπό, να μας μεταβάλη σε μάζα από άτομα που είμεθα, από πρόσωπα
αυτεξούσια και αυτοδύναμα να γίνωμε μάζα ομοιόμορφη, οπότε γινόμαστε ευάλωτοι.
Οι
Έλληνες ένα πράγμα έθεσαν πάνω από όλα στην ζωή τους, την ελευθερία των
ανθρώπων, την πραγματική, και η πραγματική ελευθερία ζή μόνον μέσα σε
αυτοδύναμα και αυτεξούσια πρόσωπα, αυτά όμως είναι ανύπαρκτα μέσα στην ομοιομορφία
της μάζης, η οποία είναι το προνόμιο της δουλείας.
Ιωάννης Ν. Θεοδωρακόπουλος 1966, σελίδες 48-54
Αυτή είναι
η ταυτότητα των γένους των ελλήνων, που προέρχεται από την αρχαιότητα όταν με συνείδηση
ελεύθερου πολίτη συγκεντρώνονταν στην Πνύκα και αγόρευαν, κατόπιν συμμετείχαν σε
συνόδους ως πολίτες μιας ενιαίας ελληνικής αυτοκρατορικής συνείδησης, δημιουργούσαν
κοινότητες ζωής και πανηγυριού, πολιτιστικά
καφενεία συζητήσεων σαν ελεύθεροι και ανεξάρτητοι έλληνες. Θυσιαζόμενοι ήρωες υπέρ
βωμών και εστιών, σταυρωμένοι και δολοφονημένοι άγιοι υπέρ πίστεως και πατρίδος,
κυνηγημένοι και εξόριστοι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης, ενάντια στον ξένο κατακτητή.
Έλληνες πολίτες αυτής της χώρας, που, το εθνικό τους φρόνημά δεν το κουβαλούσαν
μέσα στις τσέπες τους, αλλά στα σεντούκια της ψυχής και της συνείδησής τους.
Σήμερα, ο κρότος που μας λέει με θλίψη και απόγνωση ο
Θανάσης Βέγγος σε μας τα ελληνικά συντρόφια του, έχει αρχίσει να αργοσβήνει. Μια
και «Δυνατά, δυνατά γίναν όλα δυνατά τα αδύνατα… σε ένα θέαμα φτηνό»….
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 21/5/2017
Ημέρα των Αναστενάρηδων, που εορτάζουν ο μέγας Κωνσταντίνος
και η μητέρα του αγία Ελένη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου