Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης του Αλέξη Μινωτή

Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης με τα μάτια του Αλέξη Μινωτή
    
     Ξαναδιαβάζοντας τα ποιήματα του Αλεξανδρινού και ορισμένες από τις παλαιότερες και νεότερες μελέτες που εκδόθηκαν για το ποιητικό του έργο, η σκέψη μου φτερούγισε στα άτομα εκείνα της εποχής του, που τον γνώρισαν από κοντά. Συγγραφείς, ποιητές, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, θεατρικοί θίασοι, εκδότες, διευθυντές περιοδικών, δημοσιογράφοι και ανταποκριτές, καλλιτέχνες, ξένοι και έλληνες δημιουργοί, άνθρωποι του πνεύματος και της τέχνης που στις μικρές ή μεγάλες βιογραφικές τους αναμνήσεις, μας σκιαγράφησαν το πορτραίτο του ποιητή, και του ατόμου Καβάφη. Του έλληνα ποιητή της περιφέρειας, που διχογνωμίες όχι λίγες, προκάλεσε το έργο και ο προσωπικός του βίος. Τον απέρριψαν, τον λοιδόρησαν, τον αρνήθηκαν, τον «εχθρεύτηκαν», τον αγάπησαν, τον λάτρεψαν, τον μιμήθηκαν, τον παράλλαξαν, τον σατίρισαν, τον αντέγραψαν, τον ακολούθησαν, του στάθηκαν φίλοι πιστοί, έγραψαν κείμενα, άρθρα, σημειώσεις με τα λεγόμενά του, παρακράτησαν τις σημειώσεις που έγραψε στο κρεβάτι του πόνου για να επικοινωνήσει μαζί τους στα δυσμάς της ζωής του, δημοσίευσαν βιβλία για τον ίδιο, τις σκέψεις, τις ιδέες του τις απόψεις του το έργο του. Έγινε «ήρωας» σε έλληνες (Στρατής Τσίρκας) και σε ξένους (Λώρενς Ντάρελ) μυθιστοριογράφους.  Εξέδωσαν αφηγήσεις και περιστατικά, ιστορίες και συμβάντα από τις συναντήσεις τους μαζί του. Όσοι ταξίδεψαν στην πόλη της Αλεξάνδρειας και όσοι επισκέφτηκαν την μεγάλη και ανθηρή ελληνική κοινότητά της, θεώρησαν υποχρέωσή τους να τον επισκεφτούν. Να του υποβάλλουν τα σέβη τους. Από πολύ νωρίς, όταν ακόμα βρίσκονταν στην ακμή της συγγραφικής του δημιουργίας, θέλησαν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο Καβάφη. Τον ποιητή, τον άνθρωπο, τον έλληνα της διασποράς. Αίνιγμα στάθηκε ο ερωτικός του βίος. Δεν μας έχει διασωθεί κείμενο ή αφήγηση από την πλευρά των εραστών του. Από τα λαϊκά παιδιά που συναναστράφηκε και τόσο παραστατικά, εικονογράφησε μέσα στην ποίησή του. Και εκείνος, σοφός και πολύπειρος, προσεκτικός και ακριβής, σαφής και σκηνοθέτης, είναι η μόνη μας πηγή των ερώτων του, κράτησε στην σκιά την φωνή την δική τους, προτίμησε να δώσει φωνή και υπόσταση μόνο στην σωματική τους παρουσία, την ηδονική τους προτίμηση, την προσωπική ιδιαίτερη συνάντηση μαζί τους. Ίσως, η μνημονική τους και μόνο ανάκληση, να προσδιόριζε και το τι θα ήθελε να θυμούνται οι κατοπινές νέες γενιές των αναγνωστών του από αυτόν. Δημιούργησε τον προσωπικό της ζωής του μύθο και έζησε μέσα σ' αυτόν. Ακόμα και ο τελευταίος κληρονόμος του, ο διαχειριστής του έργου του και των όποιων περιουσιακών του στοιχείων, έμεινε μέσα στο σκιόφως. Ήταν γιος του όπως ήθελαν οι φήμες, ή ο τελευταίος εραστής του; Είπαν και έγραψαν ότι ήταν «αυνανιστής», ότι ήταν «πότης», ότι ήταν «ερωτικός μυθοπλάστης», ότι ήταν ένας «ντεκαντάνς», ότι ήταν «αμαρτωλός», ότι ήταν «ομοφυλόφιλος», ότι ήταν «ηδονιστής» ότι «δεν ήξερε ελληνικά», ότι «ήταν άπιστος», ότι «ήταν παρακμιακός» ότι ήταν, ήταν, ήταν. Ναι ήταν, ο παμπόνηρος, πολύστροφος, σοφός γέρων της Αλεξάνδρειας. Ένας ασκητής της γραφής και χαρισματικός άγιος της σάρκας. Ένας κοσμοπολίτης της πόλης των ηδονών και της λαγνείας, της αφής και του βλέμματος. Ο ποιητής, που δεν μιλούσε την γλώσσα την ελληνική όπως την μιλούσαν οι ομότεχνοί του πνευματικοί δημιουργοί του ελλαδικού βασιλείου, όπως υποστήριζαν οι πολέμιοί του. Ο ποιητής που αφουγκράζονταν μόνο τους χτύπους των φλεβών της παρακμής. Ο «αντιδημοτικιστής», σε μια περίοδο σκληρών αγώνων των ελλαδιτών δημιουργών για την επικράτηση της δημοτικής στην ζωή της χώρας. Ο «αντιρομαντικός», όπως υιοθετούσαν το κίνημα του ρομαντισμού, το προερχόμενο εξ εσπερίας οι έλληνες συγγραφείς. Ο «πεζολόγος», που παραγνώριζε τις άτυπες αρχές του λυρισμού. Ο σαρκαστής ιστορικών πορτρέτων της ζωής προσώπων της ελληνιστικής περιόδου, ο είρων των αυτοκρατορικών γεγονότων, ο βυζαντινός και ο σωματολάγνος. Ο έλληνας Οδυσσέας των ηδονικών εμπειριών, των πολλών ηδονικών μυρωδικών, που αρνήθηκε να κλείσει με κερί τα αυτιά του. Που αφέθηκε σαν αντρείος στις σειρήνες της ηδονής μέσα στο ιστορικό διάβα. Ο ποιητής που σύχναζε στα καφενεία και τις ταβέρνες, στα χαμαιτυπεία της Αλεξάνδρειας και τα βρώμικα ξενοδοχεία. Που περιδιάβαινε ιεροκρυφίως τα υγρά της λαγνείας σοκάκια και περιέγραφε με τόλμη τις λερωμένες και φτωχές κάμαρες που απολάμβανε την αντρική ηδονή. Που συναναστρέφονταν λαϊκά αγόρια, προλεταριακές της ηδονής ταυτότητες, φιλήδονα «εικοσπεντάρικα» αγόρια που μοναδική τους περιουσία ήταν το ερωτικό σφρίγος του κορμιού τους, τα μυρωμένα από ερωτικό ιδρώτα μέλη τους, το πονηρό τους βλέμμα, τα σαρκώδη χείλη τους, το λάγνο γεμάτο κρυφό πόθο πρόσωπό τους. Ήταν ο ποιητής που την μία στιγμή αλληλογραφούσε με πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του,-και έχαιρε αναγνώρισης από τους ομοτέχνους του, και την άλλη, απολάμβανε με όλες του τις αισθήσεις τους σωματικούς του ερωτικούς αναβαθμούς, τις ανεπανάληπτες ερωτικές στιγμές του βίου του, τις συντροφιές των ενήλικων εραστών της θάλλουσας μνήμης του. Ο ποιητής που αγαπούσε και μελετούσε την ελληνική μακρό Ιστορία, και ταυτόχρονα εξιστορούσε την προσωπική του μικρό Ιστορία. Που συνέθετε τα ποιήματα του στο φως της καπνισμένης λάμπας του δωματίου του και συγχρόνως χαίρονταν να παίζει χαρτιά στα καφενεία με φίλους και νεαρούς. Ένας ποιητής, αποδεσμευμένος από τον πνευματικό καθωσπρεπισμό της εποχής του, και πέρα από τα όρια της αστικής ηθικής των ατόμων της. Ένας ποιητής, που δημιούργησε με τον προσωπικό του βίο και την αδέσμευτη φωνή του την ατομική του παράδοση. Μας φανέρωσε με το έργο του το Πινδαρικό «γένοιο οίος έσει».
      Ποιος ήταν αλήθεια ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης,  ο από αλεξανδρινή πολύτεκνη ελληνική οικογένεια γεννημένος, ίσως και να μην μάθουμε ποτέ ξεκάθαρα, το της ζωής του «ευγενές ψέμα». Αυτή είναι η μοίρα των αντρείων της ηδονής. Να παραμένει ο βίος τους και τα πραγματικά κίνητρα των πράξεών τους ένα αίνιγμα για εμάς τους κατοπινούς. Εμάς τους αμύητους των ερωτικών μυστηρίων, τους άγευστους των ηδονών και των της ζωής αισθήσεων ψηλαφισμάτων, τους αποστειρωμένους της ουσιαστικής ελευθερίας καταναλωτές αναγνώστες του έργου του. Και ίσως καλύτερα. Το Αύριο με τα κλειστά του Παράθυρα, δεν αντέχει το δροσερό αεράκι της ελευθερίας των ηδονών του παρελθόντος.
     Εκείνοι που τον σκιαγράφησαν μέσα στα κείμενά τους, δεν ήσαν θα γράφαμε ομοφυλόφιλοι, δεν ενστερνίζονταν τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, δεν επικροτούσαν τις ερωτικές του επιλογές, θεωρούσαν διαστροφή, πολλοί από αυτούς, την γενετήσια κλίση του. Ελάχιστοι ήσαν οι κοινωνικά ελεύθεροι και οι ηθικά ανεκτικοί σε τέτοιου είδους του βίου περιπέτειες. Και όμως, από τον Νίκο Καζαντζάκη έως τον Μοδινό, τον Τίμο Μαλάνο ως τον Αλέξη Μινωτή, μας έδωσαν μια εικόνα ενός ανθρώπου ακέραιου, συνειδητού, φιλικού, με αισθήματα ζεστά χωρίς μεγάλα εσωτερικά ψυχικά χάσματα. Λουστραρισμένο στην εξωτερική του εμφάνιση, μια μορφή των γραμμάτων που χαιρόσουν να βρίσκεσαι κοντά του, να συνομιλείς μαζί του, να απολαμβάνεις την παρουσία του, να γίνεσαι ωριμότερος με τα λεγόμενά του. Τα άλλα, τα προσωπικά του, αφορούσαν τους τυχαίους ταξιδιώτες των προσωπικών του εμπειριών. Τους έχοντες έμφυτο το ένστικτο της περιπέτειας του σύντομου της ζωής μας ταξιδιού, πριν η όποια μεταφυσική «δικαίωση» μας οδηγήσει ξανά στο επέκεινα των κοινών μας ονείρων, του φωτισμού του λύχνου της πρόσκαιρης και τυχαίας ζωής μας.
     Ο Αλέξης Μινωτής αυτός ο σημαντικός της εποχής μας θεατράνθρωπος, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, ο εκλεκτικός δάσκαλος πολλών από τους σύγχρονούς μας τεχνίτες της τέχνηςτης ηθοποιίας του 20ου αιώνα στον ελληνικό χώρο, ο βαθύς γνώστης των μυστικών της τεχνικής του ανεβάσματος της αρχαίας τραγωδίας στον καιρό του, ο θιασώτης ενός προσωπικού τρόπου παραστάσεώς της, αυτός που οικοδόμησε μια μέθοδο κοιτάγματος των αρχαίων τραγικών συγγραφέων, μια άλλη σύγχρονη ερμηνεία των έργων τους, από εκείνη του Πειραιώτη Δημήτρη Ροντήρη, του Καρόλου Κουν, του Σωκράτη Καραντινού, του Αλέξη Σολομού, και άλλων μεγάλων θεατρικών δασκάλων της εποχής του, ο αγαπημένος μέχρι τέλους σύντροφος της μεγάλης μας Πειραιώτισσας τραγωδού Κατίνας Παξινού, μας κληροδότησε εκτός από την τέχνη του και πολλές από τις απόψεις, τις θέσεις και τις κρίσεις του, για άτομα του θεατρικού χώρου κυρίως, την θεατρική παραγωγή αλλά και πρόσωπα, που συνάντησε στην πολύχρονη καριέρα του. Με τις κατά καιρούς συνεντεύξεις του, τα σκόρπια δημοσιευμένα κείμενά του σε διάφορα έντυπα, τις κρίσεις του, τα λεγόμενά του σχεδίασε με καθαρές πινελιές τα πορτραίτα ζωής πολλών φυσιογνωμιών που γνώρισε από κοντά. Ένα από αυτά, που η μνήμη του συγκράτησε ενεργά μέσα στον της προσωπικής του πινακοθήκης χρόνο, είναι και ο αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης.
     Στο σύνθετο βιβλίο του με τίτλο «Μακρινές φιλίες» εκδόσεις Κάκτος 1981, σελίδες 156, ο Αλέξης Μινωτής σε ένα ευαίσθητο, τρυφερό, καθόλα διακριτικό κείμενο, κρατώντας την πρέπουσα ευγενική απόσταση από βιώματα διαφορετικής ιδιοσυγκρασίας από την δική του, μας αφηγείται την συνάντηση μαζί του και την ανάμνησή της. Στο κείμενο: «ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ», το κείμενο καταλαμβάνει τις σελίδες 51-66 και συνοδεύεται από ποίημα του ποιητή, και ένα από τα γνωστά ασπρόμαυρα πορτραίτα του, που φιλοτέχνησε ο Παναγιώτης Τέτσης, με το σκουρόχρωμο κοστούμι και τα γυαλιά καθισμένος στην πολυθρόνα. Τα πορτραίτα αυτά μαζί με άλλα του έργα, είχαν εκτεθεί παλιότερα προς τέρψη και πώληση για κάθε ενδιαφερόμενο, στον εκθεσιακό καλλιτεχνικό χώρο «ΩΡΑ» κοντά στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα.
Το βιβλίο περιλαμβάνει τα εξής κείμενα: μια μικρή εισαγωγή με τίτλο, «Η φιλία κατά βάθος». Το κείμενο για την γνωριμία του με τον Αμερικανό συγγραφέα Ευγένιο Ο’ Νηλ, «Ο Ευγένιος Ο’ Νηλ όπως τον γνώρισα», περιγράφει την γνωριμία του με τον σύντεκνό του συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη στο κείμενο, «Με τον Νίκο Καζαντζάκη», αυτό για την «Γνωριμία και ανάμνηση του Καβάφη», το γραπτό για τον Φώτο Πολίτη, «Ο Φώτος Πολίτης και ο θεατρικός μας πολιτισμός», το κείμενο για τον εκ Μικράς Ασίας προερχόμενο πρόσφυγα Κόντογλου, «Φώτης Κόντογλου, ο πιστός της ουσίας», το «Ο μαέστρος στο θέατρο» που αναφέρεται στον διεθνούς φήμης μουσικό Έλληνα Δημήτρη Μητρόπουλο, αυτό για την «Μαρία Κάλλας», για την σύντροφο της ζωής του Πειραιώτισσα τραγωδό «Κατίνα Παξινού», και τα κείμενα για τον γενέθλιο τόπο «Αναφορά στην Κρήτη» και το φιλοσοφικού στοχασμού  περί Ψυχής, «Το ερώτημα περί Θεού».
       Κείμενα νοσταλγικά, που ακτινοβολούν αγαπητική διάθεση για τα πρόσωπα που σκιαγραφεί και γνώρισε από κοντά, συγκινητικά και λυρικά, όπως αυτό που μας μιλά για τον Ο’ Νηλ, που επικεντρώνει τη ματιά του στην ανθρώπινη ψυχή και τον πυρήνα του έργου του με ορθές κρίσεις και παρατηρήσεις. Κείμενα ευσύνοπτα, στρωτά με ύφος που δηλώνει τον Κρητικής καταγωγής συντάκτη τους, όπως αυτό που αναφέρεται στον Νίκο Καζαντζάκη. Το ωραίο αφήγημα φόρο τιμής στον δάσκαλό του και πνευματικό πατέρα του ελληνικού Θεάτρου «Ο ΦΩΤΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ ΚΑΙ Ο ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΜΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ», που μας μιλά για το «λόγιο θέατρο», την σημαντική παρουσία του ηθοποιού στο ανέβασμα μιας παράστασης, την κινησιολογία του και τον τρόπο εκφοράς του λόγου του, τον ρόλο του σκηνοθέτη, την Ελληνικότητα, την Παράδοση και την διαφορά Ατομισμού και Ατομικισμού κλπ. Η γραφή του για το «χαμαντράκι» της Ορθοδοξίας στο «Φώτης Κόντογλου, ο πιστός της ουσίας» και τις απόψεις του για το Θέατρο, το λυρικό και ευαίσθητο για τον ιεροφάντη της μουσικής που μάργωνε την ψυχή με τη θεϊκή του λατρεία για τις μουσικές μελωδίες, αυτό το σύντομο ελληνικό και παγκόσμιο διαβατάρικο άστρο, που χάθηκε πρόωρα, τον «Μαέστρο στο Θέατρο» Δημήτρη Μητρόπουλο. Το κείμενο για την ακέραιη και μοναδική ελληνίδα «Τεσιτούρα» την δραματική σοπράνο, που δεν ανέχονταν κανόνες στην τέχνη της αλλά που η «ίδια έφτιαχνε τους κανόνες της» την «Μαρία Κάλλας». Αυτό που αναφέρεται σε ένα από τα «δύο αληθινά «ιερά τέρατα» της Σκηνής της εποχής μας» την σύντροφό του Κατίνα Παξινού, «αυτό το έρρυθμο πλάσμα, μια μουσική ευγλωττία υψηλού επιπέδου» σαν μια «βουή του τραγικού χρόνου», που όπως γράφει: «επειδή ακριβώς είχε το θείο δώρο της γνήσιας εξωτερίκευσης και στην ελάχιστη απόχρωση της πτυχής του καθενός. Η φωνή της, που είναι ακόμα στ’ αυτιά μας, ήταν το όργανο πειθούς και της δικαίωσης των τραγικών μορφών». Την ομιλία του για την Κρήτη, που όπως σημειώνει: «Πενήντα κύκλους κλειδωτούς ως τούτη την ώρα, μισόν αιώνα βάστηξε η αποστολή μου στα ξένα-ξένα λέω ό,τι δεν είναι Κρήτη, και αποστολή την ευθύνη της καταγωγής που δεν την καμαρώνω μόνο σαν προνόμιο, μα και την θεωρώ πάντα σαν κατηγορική προσταγή, σαν χρέος-έναν άρρηκτο δεσμό με την υψηλόφρονη ψυχή του μεγάλου νησιού-μια υπηρεσία στο τραγικό πνεύμα και στο υπαρξιακό του ήθος». Και τέλος, το φιλοσοφικό και στοχαστικό του κείμενο «Το ερώτημα περί Θεού». Αυτό το αναπάντητο ερώτημα του πρωταρχικού δέους, της αψηλάφητης του πνεύματος ουσία. Σημειώνει: «Θεό λέω την ανεξιχνίαστη δύναμη του ρυθμού που πνευματοποιεί την ύλη και συνάμα υλοποιεί το πνεύμα σε μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, από ανάγκη θρησκευτική ή και απλά αισθητική, που είναι αναπόσπαστη από την ηθική». Και συνεχίζει: «Ψυχή είναι, φαντάζομαι, πάλι αυτή η άναρχη, συμπαντική, εκρηκτική δύναμη που παράγει τις μορφές και κινεί τα φαινόμενα του κόσμου, ορατού και αοράτου».
     Μέσα σε αυτή την πνευματική, καλλιτεχνική και φιλοσοφική πανδαισία των φωνών και των έργων που γνώρισε και βίωσε στο διάβα της καριέρας του ο Αλέξης Μινωτής και σκιαγραφεί στο βιβλίο του «Μακρινές Φιλίες», έχει θέση και η συνάντησή του με τον ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη.
ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΒΑΦΗ
     Το ανεκδοτολογικό υλικό για τον Καβάφη έχει πιά νομίζω συγκεντρωθεί στα τόσα βιβλία που έχουν γραφτεί για τη ζωή και το έργο του, κι έχει εξαντληθεί. Το μεγάλο κεφάλαιο που μένει πάντα ορθάνοιχτο στον κόσμο του πνεύματος, είναι το ποιητικό του έργο που έχει προ   πολλού καθιερωθεί από την παγκόσμια κριτική σαν ένα από τα σημαντικότερα του αιώνα μας. Αν και σε τόσο διάφορη αίσθηση των πραγμάτων και των εννοιών, σε περιεχόμενο και μορφή, από την ποίηση του Έζρα Πάουντ, που θεωρείται επίσης μοναδικός, η παρουσία του Καβάφη πρωτεύει, ως προς το ύφος και την απαράμιλλη πλαστικότητα του στίχου, στην συνοδοιπορία αυτών των δύο Διόσκουρων του σύγχρονου λυρισμού.
     Περιττή, πολύ σωστά, θα έλεγε λοιπόν κανείς, η καβαφική ανεκδοτολογία, και μάλιστα αφού έρχεται τόσο καθυστερημένη. Ωστόσο μιάς και η καλή τύχη και οι συνθήκες το φεραν να έχω γνωρίσει τον μεγάλο Αλεξαντρινό ποιητή από κοντά επί σειρά ετών, και μάλιστα στην εποχή ακόμα της δημιουργικής του ακμής-κάθε που το φερνε η περίσταση να βρίσκομαι στην Αίγυπτο σε θεατρική περιοδεία-μπορώ, αφού τόσο το επιθυμεί το περιοδικό «Ορίζοντες», να αναφερθώ στις τότε εντυπώσεις μου από την πολύτιμη γνωριμία, που μου χάρισε χώρια απ’ τη φιλία του, και μιά, από πρώτο χέρι, μύηση στην καλλιτεχνική του ευαισθησία, στην ανθρωπιστική του σκέψη και στην ιδιορρυθμία της γοητευτικής του προσωπικότητας.
    Δεν στέκει φυσικά σε μένα να καταπιαστώ, τώρα στα καλά καθούμενα, με τη σπουδή του έργου του, αφού ούτε κριτικός είμαι και ούτε φιλόλογος, ταιριάζει όμως νομίζω να εκφράσω το βαθύ θαυμασμό μου και για τον ποιητή και τον άνθρωπο, με ένα αίσθημα όχι μόνο τωρινό, μά που χρονολογείται πολύ πριν από την διεθνή του αναγνώριση, κι από την μυθοποίησή του μές στο χρόνο.
     Ο Καβάφης, την εποχή που τον πρωτογνώρισα,-πάνε πιά 40 χρόνια, από τότε-ήταν, παρ’ όλη την επιρροή του στους φιλολογικούς κύκλους της τότε δοκιμάζουσας πνευματικά ελληνικής κοινότητας της Αλεξάνδρειας, αμφισβητούμενη καλλιτεχνική μονάδα, ένα μεμονωμένο κάζο, μια ασυμβίβαστη μείξη ποίησης και πεζότητας. Τον θεωρούσαν ένα ντιλετάντη της παρακμής και μάλιστα ερασιτέχνη, αφού ούτε κάν εξέδιδε τα ποιήματά του, μα τά τύπωνε σε μονόφυλλα και τα χάριζε σ’ όσους ήξερε ή μάντευε πώς θα τα τιμούσαν, έστω και αν δεν ήσαν σε θέση να εμβαθύνουν σ’ αυτά.
     Περισσότερο η μεγάλη του μόρφωση, η πολυμάθειά του, και ο αρχοντικός του τόνος σ’ όλες του τις εκδηλώσεις,-η απροσπέλαστη ευφυϊα του, όσο και η ραφινάτη όψη του-αλλά και η οικονομική του ανεξαρτησία, τον έκαναν σεβαστό σε όλους και αγαπητό, ακόμα και σ’ αυτούς που τους σκανδάλιζε «της τέχνης του η περιοχή».
     Στην φιλολογούσα Αθήνα που πάλλονταν ακόμα τότε από την ρωμαλεότητα των αγώνων του δημοτικισμού, και τα πλεονάζοντα, τότε πιά, θούρια του «Νουμά» για την όντως σωτηρία, ψυχαρική αναμόρφωση, ο Καβάφης λογιάζονταν «παρατράγουδο». Ακόμα και στην ξεσκολισμένη κι ευρωπαϊζουσα φιλολογική παρέα της Δεξαμενής, οι στίχοι του ακούγονταν σαν μισοκαθαρευουσιάνικος σχολαστικός απόηχος, εκ του αποδήμου γραικολεβαντινισμού.
     Τότε ως και ο Κρυστάλλης ακόμα-απ’ αφορμή τη γλώσσα-λογαριαζότανε Εθνικός ποιητής, και άξιοι όλοι όσοι είχαν υιοθετήσει, άτεχνα ή όχι, αδιάφορο, την λεβεντιά και την ανδροπρέπεια της ανένδοτης δημοτικής. Το «γλωσσικό» και δίκαια τότε, ήταν Προκρούστης που δεν χαριζόταν σε κανένα, και πιο πολύ βέβαια στην λεπτότητα του ύφους, στις αρητόρευτες έννοιες, και στην περίτεχνη αλλά τόσο υποβλητική εγκράτεια του Αλεξανδρινού ποιητικού λόγου.
     Ο Καβάφης ήταν εξαίρεσις-ήταν αιρετικός-και εικονοκλάστης, μπορεί, να πεί κανείς, για τά γλωσσολογικά «ταμπού» της νεοελληνικής λογοτεχνικής παλιγγενεσίας. Ο ίδιος το ήξερε, όπως ήξερε, παρόλα αυτά, πως ήταν όχι μόνο γνωστός στο Πανελλήνιο, μα κι επιβεβλημένος στην φιλολογική συνείδηση του τόπου, που  μπορεί να μην τον καταξίωνε εκεί που ώφειλε, μα που όμως δεν αψηφούσε καθόλου το μεγάλο του ταλέντο.
     Υπήρχε μια περίεργη διάχυτη ευλάβεια για τον μονήρη αριστοκράτη των Αλεξαντρινών γραμμάτων.
     Πού και πού μόνο, ξεπηδούσε στις στήλες κανενός μικροπεριοδικού ή εφημερίδας, κάποιο σατιρικό ποιηματάκι παρωδώντας το εξωτερικό ύφος της γραφής του: πχ.
«Νέος 28 ετών ήλθε με πλοίον Τήνιον πίνιον, πιπίνιον, «Πάνθεον» και «Πανελλήνιον».
Ή:  «Είχε διατελέσει μαθητής του Αμωνίου Σακκά
απ’ όλα δε τα φαγητά του άρεσε… ο μουσακάς».
Ανώδυνα πειράγματα και υπαινιγμοί με αναφορές στους στίχους:
«….κι’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι
είχα το σώμα του έρωτος
είχα τα χείλη, τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης
Ή, όπως:
«…. κι’ όχι τες φαντασίες μου,
τές αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής».
     Οι «Βάρβαροι» όμως, το «Απολείπειν Θεός Αντώνιον» και «Η Πόλις» καθώς και η «Ιθάκη» απαγγέλλονταν συχνά και που, στις φιλολογικές συντροφιές των κάπως πρωτοποριακών τότε λογίων μαζί με τους «Μοιραίους» του Βάρναλη με τα «Νηπενθή» του Καρυωτάκη ή τη «Σάτυρα» του Γρυπάρη.
     Με μερικούς φιλολογούντες φίλους πήγαινα κι εγώ, νέος τότε ηθοποιός, σ’ αυτά τα πενιχρά συμπόσια στην καρδιά ή στις συνοικίες της Αθήνας στις ταβέρνες, που φιλοξενούσαν τα άστεγα νεοελληνικά γράμματα,-«κατεστημένο» τότε δεν υπήρχε ακόμα στον «μαλλιαρό» αυτό τομέα της διανόησης, ούτε Ακαδημίες, ούτε Στέγες Γραμμάτων, ούτε θέσεις Διευθυντών στα ανύπαρκτα ακόμα Κρατικά Θέατρα, ούτε πρόθυμοι εκδοτικοί οίκοι, αλλά ούτε και χρήματα, αναγκαστικά δε, αλλά και από μποέμικη διάθεση, το «πνεύμα» επικοινωνούσε «ξεροσφύρι» ανάμεσα στους θεράποντές του, στα γλιτσιασμένα τραπέζια της υπόγας, της οδού Χαβρίου, ή, τα καλοκαίρια, στο κηπάριο της ταβέρνας του Καλέργη στην οδό Μεταξά, στα Εξάρχεια, ή αλλού, ακόμα και στα κοντινά προάστεια.
     Ο Πορφύρας, ο Βάρναλης, ο Καρθαίος, ο Χατζόπουλος(-Μποέμ), ο Βουτυράς, ο Σπαταλάς, ο Σπεράντζας, ο Κάρλ Ντήτριχ(Γερμανός Ελληνιστής), ο Σπύρος Μελάς κάποτε, κι απ’ τους νεώτερους ο Καρυωτάκης, ο Πάνος Ταγκόπουλος, ο Γιώργος Σταυρόπουλος, ο Φώτος Γιοφύλλης, ο Πώλ Νορ, ο Μάριος Βαγιάνος, ο Δούμας, ο Νέστωρας Οικονόμου, ο Βασίλης Μεσολογγίτης, και άλλοι διάσημοι και άσημοι, μαζεύονταν παρέες-παρέες για ένα κατοστάρι, καμιά καλή κουβέντα, κανένα πείραγμα, ή σε ώρες διάχυσης για καμιά απαγγελία ποιήματος, το συχνότερο του παρόντος στην συντροφιά ποιητών. Ο Κόντογλους, ο Μπαστιάς, ο Βασίλης Ρώτας, ερχόταν κι αυτοί αλλά στη χάση και στη φέξη. Ο Πορφύρας συνήθιζε να απαγγέλλει τα δικά του ποιήματα ο ίδιος με μια αχνή τρυφερή φωνή που μόλις ακούγονταν, κι έπρεπε για να χει επιτυχιά, να είχε αδειάσει το μαγαζί απ’ τους πληβείους στις πολλές αυγινές ώρες. Για αυτό προτιμούσε να μας καλεί στο Πασαλιμάνι στου Κουλουριώτη την ταβέρνα που εξουσίαζε εκεί σαν Πειραιώτης ο ίδιος, και που μόνο η παρουσία του επέβαλε σιωπή και σεβασμό, ακόμα και στους ψαράδες του δυναμίτη, της Φρεατίδας. Σε τέτοιες απλές ώρες, και ευκαιρίες εγκάρδιες, πρόκοβε ο καημός για ποιητική έκφραση, μα και η ενημέρωση των νεώτερων που άκουαν τον Μελά να αντικρούει τον Βάρναλη τόσο για το βιβλίο του τελευταίου «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» ή το Καρυωτάκη να εκθειάζει την ποίηση του Καβάφη.
     Τα διαβάσματα φυσικά, δεν έλειπαν γιατί σε τέτοιες συντροφιές δεν ίσχυε μόνο ο ρεφενές στο λογαριασμό, μα και η συμμετοχή στις φιλολογικές συζητήσεις που, κατά ένα αφελή τρόπο, πές πως μοιάζαν με υποκοριστικά σωκρατικά τσιμπούσια.
     Ο Ντήτριχ, θυμάται, μιλούσε ένα βράδυ ολόκληρο, για γλωσσολογικά γιατί έτυχε να ‘ναι στην παρέα ο Μένος Φιλήντας, κι όλοι τον άκουγαν σαν να έκανε καμιά ομιλία από Πανεπιστημιακή έδρα.
     Τα αναφέρω αυτά για να φανεί ποια ήταν η πνευματική ας την πούμε, ολιγογράμματη μου αρματωσιά, όταν πρωτοαντάμωσα τον Καβάφη στην Αλεξάντρεια.
     Είχαμε φτάσει με τον θίασο Κοτοπούλη εκεί για ν’ αρχίσουμε παραστάσεις και καθώς περιμέναμε κοντά μεσημέρι, στο καφενείο του θεάτρου «Αλάμπρα» να μας φωνάξουν για δοκιμή μπήκε ο Ποιητής με τον Στέφανο Πάργα και τον μακαρίτη Γιάγκο Πιερίδη. Πλησίασαν στο τραπέζι που καθόμασταν και μας σύστησαν στον «δάσκαλο» όπως τον είπαν. Σηκωθήκαμε όλοι αυτόματα όρθιοι, κι έγιναν οι χειραψίες. Ο Αιμίλιος Βεάκης μόνο έμεινε καθισμένος επειδή ως φαίνεται, δεν έτρεφε καμιά εκτίμηση ούτε στον ποιητή ούτε στον εκπρόσωπο του τρίτου γένους, όπως τον έλεγε. Πέταξε ένα τραχύ και βιαστικό «χαίρω πολύ» κι εγύρισε την πλάτη ρουφώντας τον καφέ του. Κάτι σαν δισταγμός, σαν ψύχρα διέτρεξε την ομήγυρη στιγμιαία. Εγώ στάθηκα με σέβας και φανερή στα μάτια και σ’ όλο μου το ύφος, καθώς φαίνεται, συγκίνηση, κι εξεδήλωσα δειλά τη χαρά μου και την τιμή που μου έκανε η γνωριμία ενός σπουδαίου και ξακουστού ποιητή. Ο Καβάφης μου κρατούσε το χέρι και δεν μου το άφηνε για πολλή ώρα αναλόγως, πράμα που φυσικά έφερε ένα υπονοούμενο μειδίαμα στα χείλη των παρισταμένων σ’ όλο το καφενείο, πονηρών του θιάσου.
     Ξαφνικά, αφήνοντάς μου το χέρι, διακόπτει την αμήχανη στιγμή και με ρωτά: «Τι νομίζετε κύριε Μινωτή δια τον Μαλακάση και τον Παλαμά; «Εψέλλισα κάτι σαν πχ. «… τους θεωρώ εξαιρετικούς ποιητές» ή κάτι τέτοιο, επαναλαμβάνοντας όμως τα ίδια ονόματα αλλά του Παλαμά πρώτο, οπότε με σταματά με υψωμένη φωνή σε αγγλική προφορά διορθώνοντάς με: «Εγώ τον Μαλακάση τον προτάσσω, τον προτάσσω…» κι ύστερα μ’ ένα ανεξιχνίαστο ειρωνικό χαμόγελο προσθέτει: «Με λέγουν Μινωτή, (χωρίς το κύριε, σαν από γενναιοδωρία οικειότητας), ότι αγαπάτε την ποίηση! Μην χάσετε την ευκαιρία να πάτε αύριο το απόγευμα εις την συγκέντρωσιν των Αλεξανδρινών μας φίλων, που θα συζητήσουν δια την «Φοινικιά» του Παλαμά. Θέλουν επιτέλους να την καταλάβουν, να εννοήσουν τον συμβολισμόν της. Επωφεληθήτε λοιπόν, εκτός αν προτιμάτε, εγώ δεν θα υπάγω, να έλθετε εις το σπίτι μου. Επιθυμώ να σας περιποιηθώ και να σας δω καλύτερα με το φως των κεριών μου». Απάντησα, κολακευμένος, πως προτιμώ να τον επισκεφθώ κι έτσι άρχισε η φιλία. Αλλά βέβαια, ήμουν πολύ νέος τότε, και η πρόθυμη αποδοχή  της προσκλήσεως θεωρήθηκε σαν γκάφα από τους συναδέλφους, που άρχισαν μετά να με πειράζουν και να μου επισείουν τους κινδύνους ενός τέτοιου tete a tete…».
     «Να δούμε πως θα τα βγάλεις πέρα» μου ‘λεγαν, κι ένα σωρό πειρακτικά, άλλοι, και πιο σκαμπρόζικα, κυρίως η Μαρίκα, που αρέσκονταν σε τέτοιες αμήχανες καταστάσεις των άλλων. Το ίδιο βράδυ παίζαμε τον «Μάκμπεθ» με τον Βεάκη στον ομώνυμο ρόλο, και την Μαρίκα στη Λαίδη. Εγώ έπαιζα ένα μικρό ρόλο, τον Στρατάρχη Ρός. Ο Καβάφης, φίλος της Μαρίκας, ήρθε στην παράσταση, κι ανέβηκε στο τέλος στα παρασκήνια, συνεχάρη όλους εκτός από τον Βεάκη, όπως έμαθα κατόπιν, κι εζήτησε να με δεί, η Μαρίκα έστειλε να με φωνάξουν κι έτρεξα στο καμαρίνι της μισοντυμένος, όπου ο Καβάφης πριν προλάβω να πω λέξη, αναφωνεί: «Είσουν λαμπρός Μινωτή, λαμπρός, όλοι οι νέοι λαμπροί! Αύριο λοιπόν θα σαν αναμένω στο σπίτι μου. Θα σας φέρει ο Γιάγκος (ο Πιερίδης δηλαδή)». «Χωρίς άλλο», του είπα ανακουφισμένος, αλλά πρόσθεσε ευθύς αμέσως «ο Γιάγκος δε θα μείνει μαζί μας, έχει ασχολίες-θα είμεθα μόνοι». Η Μαρίκα προσπαθούσε να κρύψει ένα χαιρέκακο γέλιο-γλεντούσε την κατάσταση. Εγώ δαγκώθηκα και σιωπηλά πήγα πίσω στο καμαρίνι μου, όπου άρχισε η νίλα από Λογοθετίδη και λοιπούς για την επερχόμενή μου δοκιμασία της αύριο. Εγώ, μ’ όλο που καταλάβαινα, περισσότερο από διαίσθηση, παρά από άλλο τι, πως το ενδιαφέρον του για μένα ήταν απλώς φιλικό και προέρχονταν από τις πληροφορίες που είχε πως «ασχολούμαι με τα ποιητικά», άρχισα να το σκέφτομαι πολύ «λες», έλεγα με το νου μου, να χουν δίκιο, χώρια τα πειράγματα, και να βρεθώ σε δύσκολη θέση;» πήρα την απόφαση να μην πάω τελικά, βρίσκοντας μια κάποια πρόφαση, όμως όταν ήρθε ο Πιερίδης να με πάρει απ’ το ξενοδοχείο, δεν είχα ακόμα σκαρφιστεί τίποτα, και στο μόνο που αρκέστηκα ήταν να τον παρακαλέσω θερμά να μείνει κι αυτός στη βίζιτα. Ίσως να κατάλαβε την ανησυχία μου ή να κολακεύτηκε, μπορεί, που τον ζητούσα τόσο επίμονα να μείνει, ώστε με βεβαίωσε πως θα γύριζε το συντομότερο να μας βρει-αναπτέρωσε το ηθικό μου! Φτάσαμε στην πόρτα του σπιτιού, στην οδό Lepsius που βρίσκονταν σε μια λαϊκή μάλλον κακόφημη συνοικία, κοσμοβριθή, πολύχρωμη, θορυβώδη, όζουσα, γεμάτη μικροπωλητές, παιδιά και πόρνες-ένα χαρακτηριστικό κομμάτι της αισθησιακής Αλεξάνδρειας, όπως θαυμάσια την περιγράφει ο Γιάννης Χατζίνης.
     Κτυπήσαμε το κουδούνι, βγήκε ο μπουάμπης (ιθαγενής υπηρέτης) και με παρέλαβε. Ανέβηκα τα ολοσκότεινα σκαλιά κι έφτασα σε μια μεγάλη ή μικρή, δεν ξεχώριζε κανείς καλά, σάλα, φωτισμένη αμυδρά από καντιλέρια, γεμάτη αναμμένα κεριά. Κάθισα σε μια μοναχική ξέχωρη πολυθρόνα, την πιο φωτισμένη, και περίμενα όχι πολύ, όσο που πρόφτασα να μυρικάσω, άθελά μου, τους τέσσερεις πρώτους στίχους από το ποίημα του, «Τα Κεριά»:
«Οι αγαπητές του μέλλοντος μας μέρες
ωσάν κεράκια στέκονται εμπροστά μας
σαν μια σειρά κεράκια αναμμένα
χρυσά, ζεστά και ζωηρά κεράκια»
γιατί πρόβαλε ο Καβάφης από κάποια σκοτεινή γωνιά του βάθους, άψογα ντυμένος, και μόνο αντίς γραβάτα, είχε τυλιγμένο ολόγυρα στο λαιμό, ένα αστραφτερό μεταξωτό άσπρο φουλάρι. Άθελά μου ‘ρθε στο νου ο χαρακτηρισμός του Καζαντζάκη για τον Καβάφη: «… όλο φινέτσα, παρακμή και κούραση-βαμμένη στολισμένη γραία η αμαρτωλή ψυχή του…». Με χαιρέτησε με μεγάλη ευγένεια, έκαμε μετά μια ευκίνητη απότομη στροφή ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια, προς τα πλάγια, λες κι έκανε να πετάξει, και πήγε και κάθισε μακριά-μακριά, απέναντί μου αφήνοντας μια υπερβολική απόσταση ανάμεσά μας, λες και είχε μαντέψει την ανησυχία μου, και μ’ αυτή την τοπογραφική μανούβρα, προσπαθούσε να με απαλλάξει από κάποιο τυχόν άγχος και να με βάλει σε άνεση. Κατά ένα τρόπο «παρίστανε» και με πολλή άνεση-είχε ταλέντο ηθοποιού ράτσας. Έπαιζε και κυριολεκτικά σκηνοθετούσε την στάση του και την συμπεριφορά του, υποχρεώνοντας τον απέναντί του να αντιδράσει όπως εκείνος επιζητούσε, όπως εκείνος βουλευόταν.
     Πέρασε μια ανυπόφορη στιγμή αναμέτρησης-κι αμέσως άρχισε να μιλά για την παράσταση του Μάκμπεθ: «Λαμπρή παράστασις, λαμπροτάτη και η Κοτοπούλη, και όλοι…». Ρώτησα δειλά πως του φάνηκε ο Βεάκης. Έπεσε σε συλλογή όθεν: «Βεάκης, Βεάκης, ποιος Βεάκης;» μουρμούρισε σαν να ‘ψαχνε να θυμηθεί τι ήταν αυτό το «Βεάκης». Και αμέσως γοργά, σαν να το βρήκε ή το θυμήθηκε: «Ά! ναι ο Βεάκης, και αυτός καλός, αλλά ολιγότερον, ολιγότερον…,» και συνέχισε: «Με λέγουν Μινωτή ότι ο κύριος Βεάκης γράφει ποιήματα, με λέγουν μάλιστα ότι γράφει καλύτερα ποιήματα και από τον κύριο Μυράτ και από τον κύριο Παπαγεωργίου». Με ένα σπάρο, που λένε… τρία τριγώνια! Η σύγκριση με τους δυό άλλους συναδέλφους του στιχοπλόκους ήταν εξουθενωτική. Έπαιρνε την εκδίκησή του, έτσι, για την αψηφισιά που του έδειξε ο Βεάκης, το πρωί που έγιναν οι συστάσεις.
     Ύστερα άρχισε να με ρωτάει, φωναχτά λόγω αποστάσεως, τι νόμιζα για τους Νεοέλληνες λογοτέχνες, ποιες είναι πάλι οι προτιμήσεις μου και χίλια δυό άλλα «τι νομίζω» για κάθε τι.
     Μ’ άφησε εκεί στη μακρινή καρέκλα για πολλή ώρα, τόση, που όσο κρατούσε η άβολη αυτή συζήτηση εγώ αναγκαζόμουν αυτόματα να μετακινούμαι όλο και πιο κοντά, για να μην φωνάζω και ν’ ακούω καλύτερα, κι έτσι χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα από μόνος μου πλάι του. Είχα ξεχάσει φόβους και υποψίες, κι ένιωθα πραγματική άνεση καθώς τραβήχτηκε και πήρε, από ένα μαύρο μικρό γραφείο, μια δέσμη χαρτιά κι άρχισε να τα ξεφυλλίζει-Γύρισε άξαφνα με την ίδια απλωτή κίνηση των χεριών, κραδαίνοντας τα χαρτιά, και μ’ ένα μεφιστοφελικό γέλιο σε σουρντίνα, μου λέει: «Τώρα Μινωτή που είσαι ηρεμισμένος, πλησίασε, μην φοβάσαι, να διούμε μαζί λιγοστά ποιήματά μου φτιαγμένα στην Αγγλικήν. Με λέγουν ότι τα αγγλικά σας είναι λαμπρά, λαμπρά…» «Όχι, όχι» του είπα «όχι και τόσο καλά», σαστισμένος καθώς αυτός το ‘νοιωσε. Οι φράσεις «έλα» και το «μη φοβάσαι», έδειχναν πως ήταν ενήμερος της αρχικής μου ανησυχίας, και μου εξηγούσαν στη στιγμή, το λόγο που κάθισε τόσο μακριά μου για να με βάλει στη θέση μου. Ντράπηκα. Και καθώς αυτός το ‘νιωσε, σίγουρα ευχαριστημένος που τιμωρήθηκα για την αγενέστατη καχυποψία μου που ασφαλώς τον είχε θίξει, για να με ξαλαφρώσει άρχισε να διαβάζει τα μεταφρασμένα στ’ αγγλικά ποιήματα, σταματώντας κάθε τόσο για να βεβαιωθεί πως καταλάβαινα. Σαν διάβασε κάνα-δυό γραπτά, τα παράτησε πάνω στο γραφείο, κι άρχισε να με ανακρίνει, ποια από τα ποιήματα που ξέρω, και με παρεκάλεσε να του απαγγείλω «σαν ηθοποιός του στίχου και του λόγου», ένα, όποιο ήθελα, και δεν πείραζε αν δεν το ‘ξερα απ’ έξω, μπορούσε, λέει, να το βρω και να το διαβάσω στη μικρή σαν τετράδιο συλλογή του («Ποιήματα», 1907-1915), που μου χάρισε, εκεί επί τόπου, και μάλιστα με αφιέρωση:
Εις τον φίλον καλλιτέχνη Α. Μινωτή.
                                                           Κ. Π. Καβάφης
     Την έγραψε με σβελτέτσα καλλιγραφικά, κάνοντας όμως την παράδοξη παρατήρηση πως θα ‘πρεπε το Μινωτής, να το γράφω με Ο κι όχι με Ω. Εξήγησα πως το επίθετό μου προέρχεται από το κύριο όνομα Μίνως.
-«Σωστό, σωστό, μα το όμικρον έχει άλλη χάρη, έχει πολιτισμό» ψιθύρισε μ’ ένα αόριστο μειδίαμα».
-«Τότε και το «της» με γιώτα, το γιώτα είναι πιο κομψό» του είπα.
-«Όχι, όχι μου λέει, «υπερβολή! Κράτησε το η αλλά ας αφήσουμε αυτά τα αισθητικά. Άς υπάγωμε στην απαγγελία, ανυπομονώ να σε ακούσω».
     Τον ευχαρίστησα τότε κι άρχισα να διαβάζω το «Απολείπειν Θεός Αντώνιον» που το μισοήξερα απ’ έξω. Προσποιήθηκε πως του άρεσε ο τρόπος που το απάγγειλα διαβάζοντας, γιατί μετά τα συγχαρητήρια, το απήγγειλε κι ο ίδιος αιφνιδιαστικά, με μια φωνή απόμακρη, αργή και νοσταλγική τονίζοντας ξεχωριστά μόνο σαν επωδό τον στίχο: «αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις».
     Κατάλαβα πως ήθελε να λέγεται παθητικά, μελαγχολικά, μακρόσυρτα, μι όχι «λογικευμένα», όπως είπε μετά.
-«Ένα ποίημα είναι αίσθημα που το προκαλούν οι έννοιες που εκφράζει» μου λέει και προσθέτει «ουδέν εν τη αισθήσει ο μη πρότερον εν τω νώ» και αμέσως απνευστί, «ή και το αντίθετο: «ουδέν εν τω νώ, ό μη πρότερον εν τη αισθήσει», και τα δύο, και τα δύο, επαναλαμβάνει, είναι θεμιτά και ισότιμα, και πρέπει εις την ποίησιν να διασταυρώνονται επιμελώς». Ύστερα αποτόμως με ρωτά:
-«Πότε θα εκδηλωθείς Μινωτή;» Δεν κατάλαβα, φυσικά αμέσως και τον κοίταξα σαν χαζός-«Πότε θα εκδηλωθείς;» ξαναρωτά, «είναι καιρός να εκδηλωθείς ως ποιητής Μινωτή». Χαμογέλασα για τον αστεϊσμό, αλλά επέμενε: «Είναι εις την φύσιν σου να είσαι ποιητής» μου λέει. Το πήρα βέβαια σαν φιλοφρόνηση, όπως και ήταν υποθέτω, όμως ποτέ δεν τον συνάντησα μετά για χρόνια χωρίς να με υποδεχθεί μ’ αυτή την μόνιμη φράση, «πότε θα εκδηλωθείς Μινωτή;».
     Έφυγα απ’ αυτή την πρώτη μας συνάντηση μαγεμένος από την γοητεία του πνεύματός του, από τους προσεκτικούς ευγενικούς του τρόπους, και βαθιά κολακευμένος, όπως ήταν φυσικό, από την σημασία που μου ‘δωσε χωρίς κανενός είδους ιδιοτέλεια ή υστεροβουλία όπως αποδείχτηκε. Κείνη την εποχή ήταν που ενώθηκα  από αγάπη με την Κατίνα Παξινού, που έγινε αργότερα γυναίκα μου και σύντροφος της ζωής μου και της τέχνης μου.
     Δεν ήταν ακόμα ηθοποιός. Είχαν περάσει κάπου δέκα μέρες από τον χωρισμό μας στην Αθήνα και μου τηλεγράφησε άξαφνα πως έρχεται στην Αλεξάνδρεια να με βρεί. Το είπα στον Καβάφη, όπως το είπα και σ’ άλλους λίγους στενούς φίλους. Ο Καβάφης με ρώτησε τ’ όνομά της, πότε φτάνει και με ποιο πλοίο. Του τά είπα, αναφέροντάς του το «Αρκαδία», (ένα από τα ελληνικά πλοία που έκαναν τη γραμμή από τον Πειραιά).
     Την παράλληλη μέρα που πήγα στο λιμάνι να την παραλάβω, καθώς περίμενα στην είσοδο του Τελωνείου, την βλέπω ξαφνικά να κατεβαίνει τη σκάλα του βαποριού, χέρι με χέρι, με τον Καβάφη, που είχε πάρει άδεια ν’ ανέβει στο πλοίο με λουλούδια, για να την υποδεχτεί. Ήταν και συγκινητικό και παράδοξο, γιατί, ανεξάρτητα από την σεξουαλική του ιδιορρυθμία, ο Καβάφης δεν αγαπούσε τις γυναίκες γενικά, δεν τις συναναστρέφονταν παρά σπανίως και κατ’ ανάγκη, και ποτέ δεν τις ανέφερε στις συζητήσεις του.
     Με την Κατίνα όμως έγιναν φίλοι, κι όσο καιρό έμεινε μαζί μου στην Αλεξάνδρεια την έβλεπε τακτικά και την καλούσε, όταν εμείς είχαμε παράσταση, και πήγαιναν οι δυό τους σε κανένα ρεστοράν ή ζαχαροπλαστείο. Μας έδειχνε πάντα θερμή φιλία και μας τιμούσε με την εκτίμησή του. Ένας τέλειος κύριος, ένας πολύ αισθηματικός άνθρωπος στο βάθος, γεμάτος ευγένεια και ευφυϊα μοναδική στον κόσμο. Ένας φίλος χαριτωμένος.
     Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, όπως περνούν, και μια κακή μέρα, ο Καβάφης μεταφέρθηκε από την Αίγυπτο άρρωστος βαριά στην Αθήνα και μπήκε στο θεραπευτήριο του Ερυθρού Σταυρού.
     Δεν είχε απομακρυνθεί ποτέ ως τότε απ’ την αγαπημένη του Αλεξάνδρεια, κι αυτό το έφερε πιο βαριά, κι από την πάθηση της υγείας του.
     Στον «Ερυθρό Σταυρό» νοσηλευόταν τότε κατά σύμπτωση και η Παξινού από βαρύ τύφο, κι εγώ βρισκόμουν εκεί μέρα-νύχτα. Ζήτησα αμέσως, μόλις έμαθα πως ήταν εκεί, να τον δώ, μα μου είπαν πως δεν θέλει να δεί κανέναν. Ο Αλέκος Σεγκόπουλος που τον συνόδευε στο ταξίδι και τον φρόντιζε εδώ, μου εξήγησε πως του είχαν κάνει τραχιεκτομή, και του βάλαν μια αναπνευστική βαλβίδα στο λαιμό, για να τον ελευθερώσουν από την πίεση του κακοήθους όγκου, που είχε σχηματισθεί στον λάρυγγα, και πως από κοκεταρία δεν ήθελε να τον δουν. Δεν μπορούσε άλλωστε να μιλήσει πιά καθόλου. Ο Θεός να φυλάει. Ωστόσο σαν του είπαν πως η Κατίνα ήταν στον ίδιο όροφο του Νοσοκομείου, στο παρακάτω ακριβώς δωμάτιο άρρωστη, τ’ αποφάσισε κι ήρθε να την επισκεφτεί. Με νοήματα ή σε φύλλα ενός μπλοκ, που κρατούσε διαρκώς, έγραφε ό,τι ήθελε να πεί, κι εμείς, του απαντούσαμε προφορικά, ή αν τον κούραζε, κι εμείς γραπτά. Κάθε μέρα τον βλέπαμε.
     Πολλές φορές ανεβοκατέβαινε για ώρες με ρυθμικά βήματα πάνω-κάτω στο διάδρομο του θαλάμου, κι έκανε πως δεν έβλεπε κανένα. Σκυφτός, ερειπωμένος, άπελπις, αγανακτισμένος για την αναπηρία του, πειραγμένος θανάσιμα για το αντιαισθητικό αυτό τέλος που τον είχε κυκλώσει και τον ταπείνωνε.
      Ο θάνατος δεν είχε σεβαστεί την αριστοκρατική του λεπτότητα, την ωραιοπάθειά του, κι ούτε την άξια ζωή του, ούτε την ωραία του τέχνη, την ποίηση. Η Αθανασία όμως τον πήρε μαζί της πρόθυμα και με «τα εξαίσια όργανα του μυστικού Θιάσου» τον συνοδεύει παντοτινά  στο χώρο της Ιστορίας.
     Τέτοιες οι μνήμες για τον Καβάφη, και πάμπολλες άλλες, που χάθηκαν στο βάθος του καιρού. Τώρα που πέρασαν τα χρόνια, κι ήρθε η λυπημένη ώρα της θύμησης, τώρα λέω είναι η στιγμή ν’ αποσώσω το ποίημά του, που άρχισα να μουρμουρίζω στη σάλα της Αλεξάνδρειας με τα κεριά!
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν
μια θλιβερή σειρά κεριά σβησμένα.
Τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμα
κατάμαυρα κεριά κυρτά, λυωμένα….
Δεν θέλω να τα βλέπω! Με λυπεί η μορφή των
και με λυπεί το πρώτο φως των
να θυμούνται-Εμπρός κοιτάζω
τ’ αναμμένα μου κεριά, Δεν
θέλω να γυρίσω, να μη διώ και φρίξω,
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει
τι γρήγορα πού τα σβηστά κεριά πληθαίνουν…

      Αυτή είναι η εικόνα του ποιητή Κωνσταντίνου Π. Καβάφη, σχεδιασμένη από έναν δάσκαλο της θεατρικής τέχνης, με διαφορετική ψυχική ιδιοσυγκρασία και διαφορετικό ερωτικό προσανατολισμό. Έναν νεαρό ηθοποιό,-τότε- που παρά τους αρχικούς ενδοιασμούς του, η συνάντησή τους, στάθηκε εποικοδομητική στις κατοπινές στιγμές του. Ο Αλέξης Μινωτής, μας δίνει την εικόνα ενός ατόμου αριστοκρατικού, ευγενικού, φιλικού προς τους νέους καλλιτέχνες, με αξιοπρέπεια και ήθος. Και σίγουρα διπλωμάτη, όπως βλέπουμε από την στάση που κράτησε και την κρίση που εξέφρασε για τον Πειραιώτη ηθοποιό Αιμίλιο Βεάκη, έναν ηθοποιό μεγάλου εκτοπίσματος,-όπως γράφουν οι ιστορικοί του ελληνικού θεάτρου- που όμως, είχε και αυτός, τις δικές του εμμονές. Η αρνητική στάση του ενός Πειραιώτη καλλιτέχνη, αναπληρώθηκε από την θερμή συναναστροφή του με την άλλη γυναικεία αυτή την φορά Πειραιώτισσα τραγωδό. Διπλωμάτης ικανός ο ποιητής Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, διέβλεπε ποια άτομα θα του στέκονταν υποστηρικτές του έργου του στο μέλλον. Οι προτομές των δύο αυτών Πειραιωτών δημιουργών, κοσμούν τον εξωτερικό χώρο του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.(ευτυχώς ακόμα).
Τυχεροί στάθηκαν οι Πειραιώτες των προηγούμενων γενεών, που πρόλαβαν και είδαν την Κατίνα Παξινού στο Θέατρο. Τυχεροί επίσης, και οι θεατρόφιλοι της δικής μου γενιάς, που παρακολούθησαν παραστάσεις της αρχαίας τραγωδίας και του σύγχρονου ρεπερτορίου με τον Αλέξη Μινωτή. Μόνο αγκαθάκι, η αρνητική και περίεργη στάση του ζεύγους Μινωτή-Παξινού, εναντίον του άλλου Πειραιώτη ηθοποιού και σκηνοθέτη Δημήτρη Ροντήρη. Μια έχθρα που κράτησε δια βίου.
     Κλείνοντας την μικρή αναφορά και μεταφορά του κειμένου του Αλέξη Μινωτή στον αλεξανδρινού ποιητή, προσθέτω ακόμα τρείς τίτλους μελετημάτων που εκδόθηκαν το 2013, και αφορούν το έργο του. Μελετήματα που με τον έναν ή άλλον τρόπο, φωτίζουν δημιουργικά το ποιητικό του σύμπαν.
•Το μελέτημα του εκ Θεσσαλονίκης, Βασίλη Κολωνά, «Η Πόλις-Ο ΑΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ ΣΤΟΝ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ», εκδόσεις University Studio Press-Θεσσαλονίκη 2013. Ένα κείμενο, που είχε εκφωνηθεί στο Α΄ Διεθνές Συμπόσιο Καβάφη στην πόλη της Αλεξάνδρειας, και είχε δημοσιευθεί παραλλαγμένο στο περιοδικό «Εντευκτήριο» το 1996. Το βιβλίο συμπληρώνεται με φωτογραφίες από την σύγχρονη πόλη της Αλεξάνδρειας.
• Από την πόλη της Θεσσαλονίκης την ίδια χρονιά, εκδίδεται μια ογκώδη μελέτη της Λένας Αραμπατζίδου, με τίτλο «ΤΟ ΔΙΑΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΑΙΣΘΗΤΙΣΜΟΎ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ», η μελέτη εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Αδελφών Κυριακίδη 2013. Μια σημαντική μελέτη, που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Στα εννέα της κεφάλαια μας υποδηλώνεται η σχέση του Καβάφη με το κίνημα του Αισθητισμού. Την σχέση του ποιητή με διανοούμενους της νεωτερικότητας κλπ.
• Από τις εκδόσεις (poema)-φιλολογικά, την ίδια χρονιά στην Αθήνα, εκδίδεται η σπονδυλωτή εργασία Κ. Π. Καβάφης «Κλασικός και μοντέρνος Ελληνικός και παγκόσμιος». Την επιμέλεια του τόμου είχε ο συγγραφέας Κώστας Βούλγαρης, που υπογράφει και το εισαγωγικό κείμενο «Ο Καβάφης και η «εργολαβία» του μοντερνισμού. Τις τυπογραφικές διορθώσεις είχε η ποιήτρια Μαρία Κούρση, που δημοσιεύει το ποίημα «Κατρακύλησα» που είναι αφιερωμένο στον Αλεξανδρινό. Στο 110 σελίδων βιβλίο δημοσιεύονται κείμενα για τον ποιητή διαφόρων συνεργατών της Κυριακάτικης εφημερίδας Αυγή, και ιδιαίτερα των ένθετων σελίδων των «Αναγνώσεων» των ημερών 19/5, 26/5, 2/6, του 2013, που ήταν αφιερωμένες στον ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Συμμετέχουν συγγραφείς όπως ο κριτικός Αλέξης Ζήρας, και ο ποιητής και κριτικός Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, οι καθηγητές Παναγιώτης Νούτσος και Άλκης Ρήγος, η Μαρία Ψάχου, η Αθηνά Βογιατζόγλου, ο Δημήτρης Δημηρούλης, ο Σπύρος Λ. Βρεττός, η Μαρία Χατζηγιακουμή, ο Θωμάς Τσαλαπάτης και άλλοι συνεργάτες της εφημερίδας και των σελίδων των «Αναγνώσεων».
Αλλά για τις καινούργιες αυτές εκδόσεις που ανέφερα και στα προηγούμενα δημοσιεύματά μου, στο bloc, θα αναφερθώ μετά την ανάγνωσή τους.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, 7/5/2017
Πειραιάς, επτά Μαΐου του 2017
Η Πόλις θα σε ακολουθεί.     

                                    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου