Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

ΣΤΙΣ ΠΈΝΤΕ ΤΗΝ ΑΥΓΗ

ΣΤΙΣ ΠΕΝΤΕ ΤΗΝ ΑΥΓΗ

          Στη μνήμη του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

     «Ξύπνα, φίλε, τα βουνά ακόμα δεν ανασαίνουν. Ετοίμασε το σκελετό σου για το θάνατο…».
     Πάνω από το χτίριο της «Διοίκησης», άστραψε φλόγα, ανάσα ψυχής… (Για όσους θα μπορούσαν να τη δουν ή καλύτερα να τη φανταστούν). Στους δρόμους και στο κτίριο άντρες με στολές, με σήματα και διακριτικά, με όπλα. Μπροστά στα όπλα στημένοι άνθρωποι διαμαρτύρονται, παραπονιούνται, βρίζουν, βλαστημούν, προκαλούν. Αποτέλεσμα: Τα όπλα εκτελούν το σκοπό πού γι’ αυτόν έγιναν.
     Στριμωγμένοι, πατείσμε, πατώσε, μέσα σ’ ένα δωμάτιο της «Διοίκησης» οι «ανεπιθύμητοι», οι «ύποπτοι»,  οι συλληφθέντες περιμένουν. Ένας όγκος από σφυγμούς και αίμα κυκλοφορεί αλαφιασμένο μέσα στις φλέβες των ανθρώπων που δεν γίνεται να μετακινηθούν ούτε τρίχα. Και είναι τούτοι οι άνθρωποι καθηγητές και δάσκαλοι, εργάτες και νοικοκυραίοι, τσιγγάνοι, γεωργοί, ταυρομάχοι. Κι’ ο ποιητής. Πανόραμα απαράδεκτο τούτη η στρίμωξη, «πανόραμα» από ορθάνοιχτα μάτια, από πικρές φλογισμένες ψυχές…».
     Καμιόνια κάθε τόσο φεύγουν από τη διοίκηση φορτωμένα ανθρώπους από αυτούς που κιόλας είπαμε. Ανθρώπους ορθούς για να χωρούν περισσότεροι, σφιγμένους μέσα στον κλοιό των φρουρών με τα όπλα πού τους πάνε για τον «περίπατο». Πού τους πάνε για τον «καφέ».
-Δώστε του τον «καφέ» και να μη με ξαναρωτήσεις για δαύτον.
     Έτσι θ’ αποκριθεί από την άλλη μεριά του σύρματος, αργότερα, ο στρατηγός στον αξιωματικό της «Διοίκησης». Έ, μα πιά! Τον σκότισαν με τον ποιητή. Τον πράχτορα της Μόσχας. Κι’ αυτό δεν το ‘βγαλε από το κεφάλι του, του το είπαν. Και είναι η πιο αποτελεσματική κατηγορία. Άσε το ποίημά του που μας είπαν από το ραδιόφωνό τους… Για τέτοιους προδότες… Καφές! Να τελειώνουμε. Γιατί, μεγαλύτερο κακό κάνει αυτός με την πέννα του παρά οι άλλοι με τά ντουφέκια. Κλειδωμένος τώρα μέσα σ’ ένα άλλο δωμάτιο της «Διοίκησης» μπροστά σ’ ένα τραπέζι, ο ποιητής μόνος, ολομόναχος κάτι γράφει βιαστικά.
     Η σκέψη του, σκοντάφτοντας τα γεγονότα, προσπαθεί να βρεί την άκρη. Κι’ όσο δεν τα καταφέρνει τόσο πιο αβάσταχτη γίνεται η λαχτάρα να ξεφύγει. Να ελευθερωθεί από τη λογική του. Να ξεφύγει από το κορμί του. Από το κορμί που τόσο μεγάλος είναι ο πόνος του ώστε: «να μη δέχεται μέσα του άλλο από τον ίσκιο της πιο μαύρης νύχτας. Σκοτάδι. Σκοτάδι και κρύο. Σκοτάδι παγερό σαν του ποταμού το νερό…». Μόνο η φλόγα. Ο παλμός της φλόγας θα μπορέσει να διαπεράσει το σκοτάδι…
     Άλλο τσιγάρο ανάβει ο ποιητής από του προηγούμενου την κάφτρα. Ετούτο το άχρηστο το ρίχνει κάτω, μπροστά στα πόδια του. Το τρίβει με τη σόλα του παπουτσιού του. Το βαθύ, καστανό του βλέμμα μένει εκεί. Στα παπούτσια του. Στ’ ακίνητα πόδια του. Ποτέ δεν μπόρεσε να τα υποφέρει έτσι ακίνητα. Μέσα στα παπούτσια τα πόδια του είναι νεκρά. Έτοιμα να χωθούν στη γη. Να ρίξουν ρίζες. Να γίνουν ένα με το χώμα.
     Από καιρό, από πολύν καιρό, ούτε πιά θυμάται από πότε, η σκέψη αυτή τον βασανίζει. Ακόμα και μέσα σε κόσμο σαν βρισκόταν, ακόμα και με φίλους. «Μην πας, Φεντερίκο, στη Γρανάδα. Έτσι που είναι τα πράματα, καλύτερα να μην πάς…». Και το συλλογίστηκε, το συλλογίστηκε πολύ. Κι’ όσο το συλλογιζόταν τόσο πιο επιτακτικά ένιωθε εκείνο το κάλεσμα…». Αυτό που συχνά τον έκανε ν’ ανατριχιάζει, κι ακριβώς αυτή η αλλιώτικη ανατριχίλα τον τραβούσε σ’ ένα θαμπωτικό βάραθρο πού δεν ήταν δυνατόν ν’ αποφύγει.
     Τη φορά αυτή το «κάλεσμα» παρουσιάστηκε καμουφλαρισμένο με θύμησες από χρόνια με χαρές κι’ ευχές, και φορτωμένο τραπέζι, με δικούς, με φίλους, με κιθάρες και κρασί 18 Ιουλίου, του Αγίου Φεντερίκο. Τ’ όνομα του πατέρα και δικό του. Έπρεπε να γιορτάσει μαζί του, όπως πάντα, 18 Ιουλίου (1936) μέρα σημαδιακή. Το κίνημα του στρατού στην Αφρική. Η κατάληψη της Σεβίλλιας από τους αντάρτες της Φάλαγγας.
Το στρατηγείο τους εκεί.
«Μην πάς, Φεντερίκο στη Γρανάδα».
     Όμως η Γρανάδα τον καλούσε ανένδοτη. Η Γρανάδα με τους δυό ποταμούς, ο ένας αίμα ο άλλος δάκρυα.
     Η φλόγα, ανάσα ψυχής, στέλνει τους παλμούς της, παράκληση, να φτάσει στον ουρανό. Ο άνθρωπος μόνος κλειδωμένος στο δωμάτιο της «Διοίκησης» σκέφτεται: Ποια η κατηγορία; Κι’ αν είναι αυτή που άκουσε, εύκολα θ’ αποδείξει το αντίθετο, με μάρτυρες, με πολλούς μάρτυρες. Όλοι οι φίλοι θα τρέξουν να τον σώσουν… Άσε πού για αυτό θα φροντίσει οπωσδήποτε ο Λουϊς. Και τ’ αδέρφια του, ο Μιγέλ, ο Χοσέ. Τι ανώτεροι αξιωματικοί της Φάλαγγας είναι; Κι’ ο Λουϊς, έστω και απλός φαλαγγίτης, σίγουρα τώρα θα τρέχει. Δεν θα τον αφήσει έτσι. Εξάλλου να, πού κάποιος κιόλας θα μιλήσει αφού τον έβγαλαν από τους πολλούς, τον έφεραν εδώ. Αν και ένιωθε πιο ζεστή, πιο υποφερτή την αγωνία του εκεί, μαζί με τους πολλούς πού ήταν τόσο κοντά του, που αισθανόταν της καρδιάς τους να σφυροκοπούν μέσα στο δικό του αίμα. Εδώ τώρα, μόνος, κρυώνει. Κρυώνει αφόρητα. Τρέμει. Σα να του έβγαλαν τα ρούχα μαζί με το δέρμα του, κ’ είναι όλος μια ανοιχτή πληγή και τρέμει απ’ το κρύο ενώ είναι μήνας Αύγουστος.
     Ωστόσο, όταν βοηθάει η λογική μπορεί κανείς να πεί ότι: Αυτή η «ειδική μεταχείριση» κάτι σημαίνει. Στη χειρότερη περίπτωση ότι θα πάει για δίκη. Κι’ εκεί θ’ αποδείξει πώς δεν έχει καμιά σχέση με τη Μόσχα, πώς δεν έδωσε στο ραδιόφωνο κανένα του ποίημα.  Θα το αποδείξει με μάρτυρες αξιόπιστους που θα έρθουν γι αυτόν κι’ από τους άλλους κι’ από τους δικούς τους. Ίσως θα είναι φρόνιμο να έρθουν μόνο από δικούς τους, έτσι θα πεισθούν ευκολότερα. Άνθρωποι στο κάτω κάτω είναι και τούτοι. Άνθρωποι σαν τον Λουϊς, όχι ποιητές σαν κι’ αυτόν, αλλά άνθρωποι κανονικοί σαν τον Μιγέλ, σαν τον Χοσέ, σαν και τόσους φίλους, που αγαπάει.
     Ένας άσκημος θόρυβος κόβει, μαχαίρι, ετούτους τους λογισμούς: Το καμιόνι. Τσίριγμα αφόρητο τα φρένα του. Κι’ έπειτα κουβέντες, πατήματα, πόρτες, φασαρία… Κλείνει τ’ αυτιά του. Μένει με το τσιγάρο κάμποσο να τρέμει ανάμεσα στα χείλια του. Ώσπου το φτήνει. Μηχανικά το πόδι του κάνει την κίνηση, το τσαλαπατάει.
     Το καμιόνι… Αν δεν προλάβουν; Πρέπει να βιαστούν οι φίλοι. Να βιαστούν. Γιατί, «τα όνειρα σπαράζουν μπρός στον άσπρο τοίχο της πατρίδας». Γιατί, «το αίμα των αδερφιών, κρύα, σκοτεινή, θλιβερή γλώσσα σχηματίζει λασπόλακκο αγωνίας…».
     Μέσα σ’ αυτό το λασπόλακκο κυλάει το καμιόνι. Κυλάει. Ώσπου ο κρότος της μηχανής του να πάψει ν’ ακούγεται… Ξεβούλωσε τ’ αυτιά του. Ανάβει άλλο τσιγάρο. Κοιτάζει τη φλόγα της φωτιάς πρίν σβήσει. Την αφήνει κάμποσο να του ζεστάνει το βλέμμα. Να τον θαμπώσει, να τον κάνει να δακρύσει καθώς ένας τίτλος τινάχτηκε άξαφνα στο νου του: «Εισαγωγή στο θάνατο». Οι στίχοι της Νέας Υόρκης. Και ακολούθησαν λέξεις. Λέξεις πολλές που συνωστίζονται, που παρουσιάζουν έναν κόσμο αλλοπρόσαλλο, ένα συρφετό από ανθρώπους και χτυπητά ονόματα: Χιούδσον, Μπρούκλιν, Χάρλεμ…». Άχ, Χάρλεμ δεν υπάρχει αγωνία χειρότερη από τα καταπονημένα σου μάτια, από το φυλακισμένο βασιλιά σου μέσα στη στολή του θυρωρού…». Νέγροι, λευκοί, κ’ οι «Αμερικάνες κοπέλες με παιδιά και μονάδες στην κοιλιά… Και τ’ αγόρια ρουφούν το ουίσκι και καταπίνουν σπασμένα κομμάτια από καρδιές…». Και όλοι τρέχουν, τρέχουν, δούλοι των ντόλαρς… Συμφέροντα, πάθη. Πάθη αποκρουστικά μέσα στους τσιμεντένιους ουρανοξύστες, κάτω από τις σιδερένιες γέφυρες…
     Λέξεις. Όλα τούτα λέξεις… Άλλο τσιγάρο. Κι άλλο… Και τώρα; Τώρα ο συνωστισμός πήρε να διαλύεται, ο συρφετός να κατασταλάξει για ν’ αφήσει καρφωμένες στην καρδιά του με πύρινα καρφιά ετούτες μονάχα τις λέξεις: «Βούρκος. Τσιμέντο. Σύρματα. Θάνατος.». Κρότος από σιδερικά στην πόρτα. Ο φρουρός ξεκλειδώνει. Με το όπλο στο χέρι.
-Έγραψες το χαρτί; Γι’ αυτό έρχομαι…
     Κάτι σαν οίκτος γυάλισε στο μάτι του. Το πρόσεξε, ενώ αμίλητος απλώνει το χαρτί που τον πρόσταξαν να γράψει όταν τον έφεραν εδώ. Το χαρτί λέει: «Αγαπητέ πατέρα, δώσε σε παρακαλώ χίλιες πεσέτες. Σε ασπάζομαι, Φεντερίκο».
     Ο φρουρός παίρνει το χαρτί και δίχως πιά να κοιτάζει τον κρατούμενο, βγήκε, κλείδωσε την πόρτα.
     Και να, λίγη ελπίδα: Κάτι θα γίνει. Οι Ροσάλες, ο Μιγέλ, ο Χοσέ, ο Λουϊς, ο αγαπημένος του Λουϊς, δεν μπορεί, θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν. Ό,τι; Κι’ ως που άραγε να φτάνει αυτό το «ό,τι»;
     Ορίστε όμως που τον βοήθησαν ως εδώ. Το ό,τι θα φτάσει εκεί που πρέπει. Αχ, ανόητε, άνθρωπε. Όταν σου είπαν πως μπορούσαν να σε βοηθήσουν να περάσεις στη ζώνη των άλλων, γιατί δεν το θέλησες; Λίγα χιλιόμετρα κατά το βοριά βρίσκονται οι «άλλοι». Τώρα θα ήσουνα ελεύθερος. Ωστόσο, αφού βρίσκονται λίγα χιλιόμετρα από δω, τότε δεν αποκλείεται να έρθουν, ίσως και πολύ σύντομα. Γιατί όχι; Αφού κιόλας μας στέλνουν τις βόμβες τους… Μόνο που για κάθε βομβαρδισμό έχουμε από τούτη τη μεριά τ’ αντίποινα. Και τ’ αντίποινα αυτά είναι που οδηγούν τα καμιόνια στον άσπρο τοίχο του νεκροταφείου. Στον άσπρο τοίχο της πατρίδας. «Το αίμα των αδερφιών, κρύα, σκοτεινή γλώσσα σχηματίζει λασπόλακκο αγωνίας. Λασπόλακκο αγωνίας… Λασπόλακκο αγωνίας… Λασπόλακκο…». Όμως οι φίλοι; Πιστεύει στους φίλους; Αν δεν ήταν για τους φίλους, το έχει κιόλας πει πολλές φορές, ίσως δε θα έγραφε, ίσως δεν θα χαιρόταν τα χειροκροτήματα στις παραστάσεις των έργων του. «Έλα στο Μπουένος Άϋρες, Φεντερίκο. Πώς θα κάνω πρεμιέρα στο Σπίτι της Μπερνάρντα δίχως εσένα;»
     Σά να την ακούει τη ζεστή, λίγο βαρειά φωνή της πρωταγωνίστριάς του της Μαργαρίτας: «Έλα μαζί μας… Έλα… Εδώ θα γίνει πόλεμος… Δεν έχουν θέση τα θέατρα… Έλα…».
     Από παντού τον καλούσαν: Έλα. Όμως αυτός δεν μπόρεσε παρά να υπακούσει στο άλλο, ανώτατο κάλεσμα. «Φωνές θανάτου ηχήσαν δίπλα στη Γουαδαλκιβίρ…».
     Κι’ έφτασαν στη Γρανάδα. Σε λίγες μέρες έγινε η πρώτη επιδρομή των φαλαγγιτών στο σπίτι. Έρευνα. Ανακάτωσαν τά χαρτιά του, τά μαγάρισαν με τα χέρια τους. Ως και μέσα στο πιάνο γύρευαν να βρουν «ενοχοποιητικά στοιχεία». Δεν βρήκαν. Έφυγαν. Δεν τον πείραξαν. Είχαν όμως πιάσει το γαμπρό του, το δήμαρχο. Και δεν μπορούσε να μείνει κοντά στην Κόντσα, στα παιδιά, έπρεπε να φύγει. Να φύγει από το σπίτι το ταχύτερο. Όλοι του το είπαν. Την άλλη φορά πού θα έρθουν δεν θα τον αφήσουν. Κ’ η άλλη φορά μπορεί να είναι γρήγορα, πολύ γρήγορα. Πιο γρήγορα απ’ ό,τι φαντάζονται.
     Τότε σκέφτηκε τον Λουϊς. Τον φίλο του, τον ποιητή… Εκεί. Μόνο εκεί, στο σπίτι των Ροσάλες δεν ήταν σίγουρος.
      Μέρες αγωνίας. Μέρες ζεστασιάς. Εκεί στο πάνω πάτωμα, στης θείας τους της Λουϊζας. Εκεί, μόνος με τη γλυκειά του δεσμοφυλακίνα, έτσι την είπε τη θεία Λουϊζα. Εκεί το καταφύγιό του, με την κουνιστή πολυθρόνα, την κονσόλα, το πιάνο, τα κουρτινάκια τα κολλαριστά να σκεπάζουν τα τζάμια. Δεν έβλεπε τον ουρανό της Γρανάδας, δεν ήταν η περίσταση ν’ αντικρύσει τον ήλιο της που έτσι μεσ’ από τα κουρτινάκια έριχνε ένα φώς κιτρινόασπρο… Όχι, κίτρινο. Κίτρινο χολής… Και σαν έφευγε ο ήλιος τότε έμεναν άσπρα τα κουρτινάκια. Άσπρα. «Άσπρος ο τοίχος της πατρίδας…».
     Διάβαζε τις εφημερίδες που του έφερναν. Εκεί, είδε πως σκότωσαν το γαμπρό του.
-Ώ θεία Λουϊζα! Η Κόντσα… Τα παιδιά… Ηθελε να κλάψει και τα δάκρυα στέγνωσαν από την πύρα της αναστατωμένης του καρδιάς. Έκαναν τα πάντα η θεία Λουϊζα, η Εσπεράνθα, η αδερφή των Ροσάλες, για να τον παρηγορήσουν. Η Εσπεράνθα ερχόταν συχνά απάνω, του έφερνε φαγητό, λιχουδιές, κουβέντιαζε μαζί του. Τον παρακάλεσε κάποια μέρα κι’ αυτή η θεία Λουϊζα να παίξει πιάνο. Όχι. Δεν μπορούσε. Αργότερα άλλη φορά.
     Τους άντρες σχεδόν δεν τους έβλεπε. Ο Μιγέλ, ο Χοσέ έλειπαν σ’ επιχειρήσεις. Ο Λουϊς πού και πού ανέβαινε. Αισιόδοξος ο Λουϊς, μπόρα είναι, θα περάσει. Και γύριζε αλλού την κουβέντα. Στα έργα του, στο θέατρο, στις μεγάλες του επιτυχίες, στους κριτικούς. Θυμάται πώς του είχε πει ακόμα και για το «χαμένο Παράδεισο», για το έπος που σχεδίαζε με ήρωα τον Αδάμ. Ο χαμένος Παράδεισος…. Ύστερα από λίγες μέρες, ανέβηκε η Εσπεράνθα απάνω άσπρη, ίδια νεκρή.
-Σε γυρεύουν. Φεντερίκο.
Δε μίλησε. Την κοίταξε, αυτή αποκρίθηκε:
-Όχι. Δεν είναι κάτω ο Λουϊς. Κάπου πήγε. Μα θα τον βρω. Έννοια σου. Θα τον βρώ το ταχύτερο. Θα έρθει… Θα….
     Τότε η θεία Λουϊζα τον έπιασε με το παγωμένο, τρεμάμενο χέρι της, τον τράβηξε εκεί δίπλα στο πιάνο μπροστά στο άγαλμα  της Παναγιάς του Πόνου, γονάτισε. Γονάτισε κι’ αυτός, προσευχήθηκαν. Κατόπι τον αγκάλιασε, τον φίλησε:
-Σύντομα θα ιδωθούμε πάλι, Φεντερίκο, αγάπη μου. Σύντομα…
Φόρεσε το σακάκι του, έβαλε και γραβάτα, πήρε τσιγάρα, κατέβηκε με την Εσπεράνθα. Ο φαλαγγίτης:
-Έλα, σενιόρ Λόρκα. Θα πάμε μια στιγμή ως τη «Διοίκηση». Έχω κάπου τ’  αυτοκίνητο.
Ψύχραιμος αποκρίθηκε:
-Και δεν πάμε με τα πόδια;
-Όχι. Όχι. Καλύτερα με τ’ αυτοκίνητο.
     Στη σύντομη διαδρομή, έτσι σα μέσα σε αστραπή, είδε φρουρούς στις γωνιές, στα πεζοδρόμια, είδε κάτι πολίτες σταματημένους να κοιτάν τ’ αυτοκίνητο. Ύστερα εκεί με τους πολλούς. Με την αγωνία και τη ζεστασιά τους…
    Ένα καμιόνι έφυγε κιόλας. Θα φύγουν κι άλλα. Θεέ, τι κάνουν οι Ροσάλες; Που είναι ο Λουϊς; Γιατί αργούν; Πέρασε μια μέρα… Μια νύχτα… Άλλη μέρα, κι’ άλλη νύχτα γεμάτη κι’ αυτή γρύλλους. Μά όχι. Απόψε δεν είναι πια γρύλλοι. Είναι σφυρίχτρες. Σφυρίχτρες που όσο πάνε πληθαίνουν, αφηνιάζουν στα σφυρίγματα. Του σκίζουν τ’ αυτιά. Του σημαδεύουν την καρδιά, φαρμακερές σαΐτες, με το ανατριχιαστικό τους κάλεσμα.
     Η νύχτα προχωρεί. Πέρα, βαθειά από τον ορίζοντα έρχεται ένα γαυγητό, κι’ άλλο, κι’ άλλο. Ώσπου ξεχείλησε ο ορίζοντας από γαυγητά, από αλυχτίσματα σκυλιών, ξεχείλησε από παράπονο που υψώθηκε να καταγκρεμίσει τα ουράνια καθώς ανακατεύθηκε με τον πάταγο από το καμιόνι που πάλι έρχεται.  Ζυγώνει. Τσιρίζουν τα φρένα του μπροστά στη «Διοίκηση». Βουλώνει τ’ αυτιά του. Μένει έτσι ώσπου χάραξε. Άλλαξε μια αυγή. Πρωί. Η πόρτα. Ο φρουρός.
-Ορίστε. Εδώ είναι.
Ανέλπιστη χαρά. Η Αγγελίνα, βαστάει καλαθάκι σκεπασμένο με λινή κεντητή πετσέτα.
-Σού έφερα αφέντη κάτι να φας.
-Είναι καλά όλοι στο σπίτι;
-Καλά είναι. Έλαβαν το σημείωμά σου. Μη φοβάσαι όλα θα διορθωθούν. Όλα…
Ο φρουρός πλησιάζει:
-Άνοιξε το καλάθι.
-Μά…
-Άνοιξέ το. Προτείνει τ’ όπλο στη γυναίκα. Εξετάζει το καλάθι. Ανασκαλεύει με τα βρωμόχερά του το φαγητό. Κοτόπουλο. Ομελέτα. Τυρί. Ψωμί. Τσιγάρα.
-Επιτρέπεις; Ρωτάει μαλακά ο κρατούμενος.
Απλώνει το χέρι και παίρνει τα τσιγάρα.
-Άντε τώρα. Δίνε του.
     Ο φρουρός σπρώχνει βάναυσα με τον υποκόπανο τη γυναίκα κι’ αυτή φεύγει παραπατώντας σά μεθυσμένη. Η πόρτα έκλεισε. Έτριξε το κλειδί απ’ έξω.
     Καλός οιωνός. Καλός οιωνός. Η Αγγελίνα. Για να την αφήσουν να έρθει θα πει πώς.. Κοιτάζει το καλάθι με τα φαγητά. Σηκώνεται από την καρέκλα του, πιάνει την πετσέτα που ήταν πεταμένη πιο εκεί τη βαστά κάμποσο στα χέρια του, σαν κάτι πολύτιμο, κάτι ζωντανό. Τη φέρνει στο μάγουλό του, τη σφίγγει εκεί να προλάβει ένα δάκρυ. Τα χέρια του τρέμουν καθώς την απλώνει πάνω στο καλάθι, καθώς σκεπάζει προσεκτικά τα φαγητά. Έπειτα βγάζει τσιγάρο από το καινούργιο πακέτο, ενώ μια σκέψη που τώρα μόλις πλήγωσε το νου του, του ακινήτησε το χέρι με το τσιγάρο: Πώς έμαθαν ετούτοι ότι  βρισκόμουν στους Ροσάλες;
     Ερωτηματικό ύπουλο, ίδιο φίδι ζώνει το κορμί του.
Όχι. Όχι οι φίλοι. Όχι. Γιατί αν παραδεχτούμε ακόμα και το χειρότερο, δε θα ήταν δυνατόν να ήθελαν οι Ροσάλες να εκτεθούν πώς με έκρυβαν σπίτι τους. Δε γίνεται. Όχι, δε γίνεται. Τότε πώς; Πώς το έμαθαν; Ίσως φοβέρισαν κανέναν από τους δικούς μου; Ώ Θεέ… Όχι αυτό. Όχι. Πρέπει να ηρεμήσει. Άς έχει λίγη υπομονή. Κάποιος θα έρθει. Θα έρθουν. Θα μάθει… Να κιόλας που ήρθε η Αγγελίνα. Θα έρθουν… Και ήρθε. Λασπόλακκος αγωνίας. Λασπόλακκος αγωνίας. Ήρθε το καμιόνι.
     Ο κάμπος με τις ελιές. Το καμιόνι κυλάει στο δρόμο της Μεγάλης Πηγής. Αϊντάμαρ, έτσι την είπαν οι άραβες πρίν από αιώνες. Πηγή των δακρύων.
Περ’ από τις ελιές, περ’ από τα δεντροπερίβολα, τα βουνά. Η Σιέρρα. Εδώ το Βίθναρ. Τα κτίρια της «Αποικίας» «Λα Κολώνια», όπως έλεγαν τα χτίρια από τότε που τα έπιασε ο στρατός. Τα χτίρια που άλλοτε ήταν παιδικές εξοχές. Ήταν εκεί κι’ ο περίπατος των ήσυχων ανθρώπων. Τ’ ακούσατε; «Ο περίπατος…!». Οι διαταγές εκτελούνται έστω και με καθυστέρηση. Την καθυστέρηση της αμφιβολίας, καθώς οι φίλοι τρέχουν, προσπαθούν, παρακαλούν: Μην το κάνετε αυτό. Σε βάρος σας θα είναι. Μη…
-Έ, πιά μας σκότισαν με τον ποιητή τους! Δώστου τον καφέ το ταχύτερο. Να ξεμπερδεύουμε. Ήρθε η φωνή από την άλλη άκρη του σύρματος. Γιατί αν δεν το αποφάσιζαν στα γρήγορα, κι’ αρκετά μάλιστα χασομέρησαν, μπορεί να προλάβαιναν τίποτα φίλοι, κι’ έχει πολλούς…
     Και τότε… «Στις πέντε την αυγή… Ήταν ακριβώς πέντε την αυγή όταν ήρθε ο παγωμένος ίδρος», εκεί, στον τάφο του Βίθναρ. Εκεί στο λάκκο που διατάχθηκε να σκάψει για τον εαυτό του ο ποιητής. «Δε θέλω… Δε θέλω να βλέπω το χυμένο αίμα…». Ήταν πέντε ακριβώς σε όλα τα ρολόγια, όταν τα ντουφέκια εκτελέσανε τον προορισμό τους. Όταν η καμπύλη μιάς κραυγής, ανάσα ψυχής, πού λευτερώθηκε, τινάχτηκε από τις ελιές, πάνω από κήπους και δεντροπερίβολα και βουνοκορφές, για να υψωθείς τον κόσμο, φλόγα αλήθειας, με τον λέξεων τον παλμό. Φλόγα θαμπωτική, ακόμα κι’ αν κάποτε ο ήλιος γίνεται χολή, ακόμα κι’ αν από τον τάφρο του Βίθναρ, ή όποιου  Βίθναρ, πιάνει «μαύρο ουρανοδόξαρο» για ν’ απλώσει τη φοβέρα του στους ανθρώπους.
-------

     Μεταφέροντας την διηγηματική ανάπλαση των τελευταίων κρίσιμων στιγμών του ισπανού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Federico Garcia Lorca, λίγο πριν την εκτέλεσή του από ισπανούς φαλαγγίτες, από την μυθιστοριογράφο, μεταφράστρια και μουσικό Ιουλία Ιατρίδη, (Νέο Φάληρο 1914- 9/10/1996) διατήρησα την ορθογραφία της μικρής αυτής διήγησης, που δανείζει και τον γενικό τίτλο στην συλλογή διηγημάτων της. Το αφήγημα, είναι το πρώτο από τα δεκατρία διηγήματα που η Ιουλία Ιατρίδη μας δίνει στο βιβλίο της με τίτλο «ΣΤΙΣ ΠΕΝΤΕ ΤΗΝ ΑΥΓΗ». Το δεμένο αυτό βιβλίο «τσέπης» 228 σελίδων, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της «ΕΣΤΙΑΣ» το 1981 νούμερο 254 της γνωστής σειράς του εκδοτικού οίκου «ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ», με σχεδιασμό της κουβερτούρας του από τον Εργοτέλη Λουκάκη. Οι τίτλοι των άλλων δώδεκα διηγημάτων είναι οι εξής:
ΕΓΡΗΓΟΡΣΗ/ ΝΤΟΥΜΠΛΕΞ
 Η ΥΠΟΔΟΧΗ
 ΩΡΑ ΔΕΚΑΕΝΝΕΑ
 ΕΝΑ ΠΑΚΕΤΟ ΤΣΙΓΑΡΑ
 ΕΚ ΤΩΝ ΩΝ ΟΥΚ ΑΝΕΥ
 ΣΗΜΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
 ΓΡΑΦΕΙΟ «ΕΥΡΕΣΕΩΣ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΗΣ»
 ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΚΡΙΑΡΙ
 ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ «ΕΝΥΠΝΙΟΝ..»
 ΜΟΤΑΔΙΔ Ο ΝΙΚΗΜΕΝΟΣ
 Ο ΑΒΒΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΜΑΓΙΩΡ.
     Το μεγαλύτερο από τα δεκατρία αυτά λαϊκότροπα διηγήματα είναι ο «Ο ΑΒΒΑΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕΜΑΓΙΩΡ», (του Δον Χουάν) που κλείνει και την συλλογή, σελίδες 124 έως 228. Το πρώτο, που αναφέρεται στην σύλληψη, την φυλάκιση και την «αναμονή» εκτέλεσης του ισπανού ποιητή από ισπανούς φαλαγγίτες είναι αφιερωμένο «Στη μνήμη του Φ. ΓΚ. Λ.» είναι από τα σχετικά σύντομα του βιβλίου και καταλαμβάνει τις σελίδες 11έως 22. Το «Στις πέντε την αυγή», δεν είναι το μόνο διήγημα που διαπραγματεύεται θέματα αντλημένα από την Ιβηρική χερσόνησο, είναι όμως αυτό που έχει άμεση σχέση με τον δολοφονημένο ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
     Η πεζογράφος, μεταφράστρια, καθηγήτρια της ισπανικής γλώσσας και μουσικός Ιουλία Ιατρίδη, κόρη του ισπανού αρχιμουσικού J. Bustinduy,  εκτός από τις σπουδές της στην ισπανική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης, σπούδασε και βιολί στο Ωδείο Αθηνών. Σαν δασκάλα βιολιού, δίδαξε στο Ωδείο του Πειραϊκού Συνδέσμου Πειραιά. Με την ιδιότητά της αυτή, μπορούμε να σημειώσουμε κατά κάποιον τρόπο, ότι η Ιουλία Ιατρίδη είχε σχέση με την πόλη μας, τον Πειραιά. (Ανοίγοντας μικρή παρένθεση αναφέρω ότι, θα άξιζε μια εργασία-καταγραφή των σημαντικών προσώπων μη πειραιωτών καλλιτεχνών που δίδαξαν στις διάφορες σχολές του Πειραϊκού Συνδέσμου Πειραιά. Περισσότερο μας είναι γνωστά ορισμένα άτομα από τον χώρο του Θεάτρου, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, σκηνογράφοι κλπ.). Σημειώνουμε επίσης ότι, τα διάφορα λογοτεχνικά λεξικά ή σημειώματα σε λογοτεχνικά περιοδικά ή βιβλία που αναφέρονται στα βιογραφικά της πεζογράφου, αναφέρουν ότι η Ιουλία Ιατρίδη γεννήθηκε στην Αθήνα, άλλοι στο Παλαιό Φάληρο το 1914, ενώ άλλες πηγές αναφέρουν ως τόπο γέννησής της το Νέο Φάληρο,-οι αρχαίες Εχελίδες- πράγμα που σημαίνει ότι αν γνωρίσουμε το γεωγραφικό διαμέρισμα της περιοχής, η Ιουλία Ιατρίδη, έχει άμεση σχέση με τον Πειραιά. Ανήκει δηλαδή στους καλλιτέχνες και τους πνευματικούς ανθρώπους που γεννήθηκαν στην πόλη μας.
     Η Ιατρίδη, εκτός από το καθαρά διηγηματικό και πεζογραφικό της έργο, μας έχει αφήσει και εξαιρετικές μεταφράσεις, από τα Ισπανικά, όπως είναι τα μυθιστορήματα του Μιγέλ ντε Ουναμούνο «Καταχνιά» και «Ο Παίχτης του σκακιού», αλλά και το ενδιαφέρον μικρό δοκίμιο του ίδιου συγγραφέα «Η αγωνία του Χριστιανισμού», που έχουν εκδοθεί από τις Εκδόσεις των Φίλων του ποιητή και μεταφραστή Κώστα Τσιρόπουλου. Ακόμα, το πεζό Ανωνύμου συγγραφέως «Ο Λαζαρίλιο ντε Τόρμες» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, το θεατρικό έργο «Θεϊκά Λόγια» (DIVINAS PALABRAS) του Ραμόν ντελ Βάλλιε Ινκλάν, με μια εκτενέστατη εισαγωγή 7-54 σελίδων από τον εκδοτικό οίκο της Δωδώνης,  το έργο του Αλέξανδρου Κασόνα «ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΟΡΘΙΑ»(Alejandro Casona, Los Arboles mueren de pie), με έναν χρήσιμο πρόλογο για τον συγγραφέα και το έργο, εκδόσεις Δωδώνη χ.χ., καθώς και τα θεατρικά έργα του Federico Garcia Lorca, «Τα μάγια της πεταλούδας. Δόν Κριστομπίτα. Δόνια Ροζίτα», το 1969 από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Για να μείνω σε ενδεικτικούς μεταφραστικούς τίτλους που απασχόλησαν την πεζογράφο και μουσικό. Συζητήθηκαν επίσης, θετικά, και ορισμένα από τα έργα της βραβεύτηκαν με κρατικά βραβεία, η μυθιστορηματική της βιογραφία «ΠΥΡΙΓΟΝΟΣ» εκδόσεις Αρσενίδη 1976, «Τα πέτρινα λιοντάρια» πρώτη έκδοση Γεώργιος Φέξης 1964, δεύτερη έκδοση Εξάντας 1980 (της Μάγδας Κοτζιά), το μυθιστόρημά της «Καβαλάρης στον άνεμο» που εκδόθηκε το 1958 από τις εκδόσεις Δίφρος του (Γιάννη Γουδέλη) και άλλα. Κατά την διάρκεια της θητείας της στο παλαιό (ΕΙΡ, 1950-1970) διασκεύασε δεκάδες διηγήματα και μυθιστορήματα για θεατρικές ραδιοφωνικές εκπομπές και για  εκπομπές λόγου και λογοτεχνίας. Αλησμόνητη εμπειρία σε εμάς τους εφήβους αλλά και στους μεγαλύτερους, θα μείνει η ανάγνωση του μυθιστορήματός της « Τα πέτρινα λιοντάρια» από το ραδιόφωνο, την δεκαετία του 1980, όπως επίσης, και οι θεατρικές της διασκευές για τις θεατρικές εκπομπές της ελληνικής ραδιοφωνίας.
Πολλές μεταφράσεις της ισπανικών κειμένων, βρίσκονται διάσπαρτες σε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά, δες ενδεικτικά «Ευθύνη», «Νέα Εστία», «Χριστιανικό Συμπόσιο» κ. ά. Η πεζογράφος, ανάμεσα στα άλλα, μας προτείνει προς ανάγνωση με την στρωτή της απόδοση στην ελληνική γλώσσα του κειμένου «ΑΓΙΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ, Ο ΚΑΛΟΣ, Ο ΜΑΡΤΥΡΑΣ» του Μιγέλ ντε Ουναμούνο, στον αφιερωματικό τόμο στην ΙΣΠΑΝΙΑ του Χριστιανικού Συμποσίου, πράγμα που μας δηλώνει και τις άμεσες επιρροές της πεζογραφικής της περιπέτειας, από ισπανούς συγγραφείς, φιλοσόφους και στοχαστές. Μεταφράσεις που μας φανερώνουν με σαφή τρόπο τις πηγές των δικών της μυθιστορηματικών προσωπογραφιών, τις ισπανόφωνες επιρροές των χαρακτήρων των ηρώων της, τις παράλληλες συγγενικές της αφήγησης φωνές, τις ενδοκειμενικές της συνομιλίες με ισπανούς ομοτέχνους της, τον φιλοσοφικός της προσανατολισμό, τον θεματικό πυρήνα πολλών πεζών της, τις υφολογικές της προσμείξεις, και την κατ’ εξακολούθηση ενασχόλησή της με  θέματα που αφορούν την λαϊκή παράδοση, την ισπανική  ιστορία, ιδιαίτερα την περίοδο της κατάκτησης της Ισπανίας από τους άραβες.. Τα πεζά της, έχουν την ατμόσφαιρα των λαϊκών μυθιστορημάτων, λαϊκά ανώνυμα ή επώνυμα κείμενα που διαβάζονταν από μεγάλες μάζες απλών και αγράμματων ανθρώπων, όπως τα ψυχωφελή συναξάρια των αγίων. Ο ιστορικός χώρος μέσα στον οποίον πολλοί ήρωές της και ηρωίδες της κινούνται και δρουν, είναι οι βασιλικοί οίκοι ή οι εκκλησιαστικοί.  Το περιβάλλον είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις ζωές και τα ιστορικά ανδραγαθήματα των ανθρώπων, και συνήθως, επιδρά δραματικά πάνω τους και τους διαπλάθει την ψυχοσύνθεση. Ο άνθρωπος βρίσκεται μάλλον διαρκώς απέναντι στη φύση, αντιμέτωπος με τις χθόνιες δυνάμεις της μοίρας, που επιδρούν πάνω του και του αλλάζουν την πορεία, ή τον θέτουν ενώπιων πρωτόγνωρων υπαρξιακών διλημμάτων και ερωτημάτων.  Το έργο της είναι κατάστικτο από υπαρξιακές σκέψεις και ερωτήματα ηθικής ή οντολογικής συμπεριφοράς. Ο βαθύς στοχασμός των ηρώων της δεν βαραίνει την ροή της αφήγησης, ώστε να μετατρέψει την μυθοπλασία σε φιλοσοφικό δοκίμιο, ξεστρατίζοντας από την αρχική δομή της αφήγησης, απεναντίας, όντας πλεγμένος με μια λεπτή ειρωνεία ή και έναν περιπαιχτικό σχολιασμό, μας αποκαλύπτεται το ουσιαστικό και αληθινό κίνητρο των πράξεων και των επιλογών των ηρώων της Ένα άλλο θετικό στοιχείο της αφηγηματικής της μαεστρίας, είναι η ευρηματικότητά των διαθέσεών της και η ώριμη και κατεργασμένη πλοκή των μικρών ή μεγάλων ιστοριών της, έστω και αν αυτό δεν επιτυγχάνεται πάντα. Η συνολική αίσθηση πάντως που αφήνει στον αναγνώστη είναι σίγουρα θετική., κυρίως εξαιτίας της συναισθηματικής φόρτισης και ψυχικής έντασης που υποβάλλει η Ιουλία Ιατρίδη τους ήρωές της. Ήρωες με ρέοντα συναισθήματα που κινούνται μεταξύ μιας κάπως παιδικής αφέλειας και ίσως σκληρού ρομαντισμού και υπαρξιακής αθωότητας, ενδεδυμένης έναν χριστιανικό καθαρτήριο στοχασμό. Θερμές παρουσίες ζωντανών ή κεκοιμημένων υπάρξεων που ονειροπολούν, δοκιμάζονται συνέχεια μέσα σ’ ένα σκληρό περιβάλλον και μετά από πραγματικά ή φανταστικά ιστορικά ένθετα επεισόδια δράσης και περιπετειών, οδηγούνται στο μαρτύριο θα γράφαμε της αυτογνωσίας τους. Της επίγνωσης της αντιφατικής γύρω τους πραγματικότητας. Στιγμές και γεγονότα της επίσημης ισπανικής ιστορίας, ιστορικά πρόσωπα και πολεμικά συμβάντα, παρεμβάλλονται ένθετα μέσα στην νευρώδη και δυνατή αφήγησή της,  συμπλεκόμενα αρμονικά μέσα στην σύνολη μυθιστορηματική ή διηγηματική της εξιστόρηση. Το γυναικείο ύφος της επαναλαμβάνω, είναι εξαιρετικά προσεγμένο, θα γράφαμε χωρίς ίσως να είναι υπερβολή, ότι είναι κεντητό. Ένας λογοτεχνικός αργαλειός, που μια πεζογράφος υφάντρα πλέκει τις ιστορίες της.  Ο λόγος της παραστατικός και καθαρός στις προθέσεις του, διακρίνεται για την διαυγή περιγραφή των εικόνων που αναπλάθει και την ανάπλαση των χαρακτήρων των προσώπων που σκιτσάρει, όπως και των εσωτερικών τους συγκρούσεων. Ορισμένες της αφηγήσεις, έχουν έντονο το μεταφυσικό  στοιχείο φέρουν το στίγμα μιας διηγηματικής σουρεαλιστικής αγριάδας, δοσμένη όμως, με αριστοτεχνικό τρόπο, όπως είναι το διήγημά της «ΜΟΤΑΔΙΔ Ο ΝΙΚΗΜΕΝΟΣ», όπου ο άραβας κατακτητής  ο «ξακουστός Μοτάδιδ, ο γιός του Αμπούλ Κασίμ, από το τρανό σόϊ των Γεμενιτών….», συνήθιζε να συγκεντρώνει τα καύκαλα των διάσημων εχθρών του και των ανώνυμων στρατιωτών που σκότωσε κατά την διάρκεια των κατακτητικών του επιδρομών, και μέσα σε αυτά με την βοήθεια του κηπουρού του Ζαϊδέ, να φυτεύει διάφορα μυροφόρα και πολύχρωμα άνθη. Χρησιμοποιούσε δηλαδή τα κρανία των εχθρών του, ως γλάστρες, για να φυτεύει μέσα τους λουλούδια, φτιάχνοντας το ατομικό του παρτέρι και κήπο, το οποίο συνήθιζε να επισκέπτεται για να ξεκουραστεί, να αναπαυθεί, η να πέσει σε περισυλλογή, για το βαθύτερο νόημα της ζωής και του κόσμου. Μια εξαιρετικά άγρια και μακάβρια περιγραφή, δοσμένη όμως με λυρισμό και λεπτή ειρωνεία.
     Οι αφηγήσεις της Ιουλίας Ιατρίδη, θυμίζουν αυτά τα τεράστια σχεδιασμένα με μεράκι χαλιά ή πάντες των τοίχων των λαών της μέσης και άπω ανατολής, που εξιστορούσαν πάνω τους τα ιστορικά ανδραγαθήματα της φυλής τους. Έχουν μια μυστηριώδη ανατολίτικη κάπως ατμόσφαιρα, που επικρατεί το στοιχείο του παράλογου, σαν να θέλει να τονίσει την αληθινή όψη της ζωής. Λαϊκές αφηγήσεις, που υποβάλουν είτε με την ατμόσφαιρά τους είτε με την υποβλητικότητα των εικόνων τους την φαντασία του αναγνώστη, και του δίνουν την αίσθηση ότι έχει μπροστά του και διαβάζει όχι ένα διήγημα ή μυθιστόρημα, αλλά ένα ανώνυμο ή όχι λαϊκό ή και ιστορικό χρονικό. Είναι τόσο όμορφα πλεγμένες οι ένθετες ιστορικές με τις ατομικές ιδιαίτερες ψυχογραφίες των ηρώων της, που ανακαλύπτεις, αν δεν κάνω λάθος, ότι και η ελληνική λογοτεχνία από τις αρχές της δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα,  δεν υστερεί σε σχέση με την ευρωπαϊκή, στην σπουδή της γυναικείας γραφής στο να ασχοληθεί συστηματικά και δημιουργικά με το ιστορικό μυθιστόρημα, και μάλιστα, ενός ιστορικού μυθιστορήματος λαϊκότροπου, ή αυθεντικά λαϊκού. Ίσως πολύ πριν ή παράλληλα με τις γυναικείες σχολές γραφής-της εποχής- ιστορικών μυθιστορημάτων. Και αναφέρομαι στην γυναικεία περιπέτεια της ενασχόλησης με το ιστορικό μυθιστόρημα και όχι της αντρικής γραφής που είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Μια γυναικεία σπουδή πάνω στο ιστορικό μυθιστόρημα, μια γυναικεία ματιά και ερμηνεία των ιστορικών συμβάντων, που, δεν της λείπει ούτε η ιστορική τεκμηρίωση, ούτε η αυθεντικότητα της έμπνευσης. Μια  μυθοπλαστική αφήγηση δοσμένη με ένα παραμυθιακό διηγηματικό ή μυθιστορηματικό τρόπο.  Πάμπολλα ιστορικά μοτίβα που ενέπνευσαν έλληνες και ελληνίδες συγγραφείς μέχρι των ημερών μας, και που με την υποβλητική γραφή των δεκάδων δημιουργών, εικονογράφησαν ιστορικές καθαρά περιόδους. Παραστατικότητα και δραματική πρωτοτυπία, λεπτός σαρκασμός και διακριτική ειρωνεία, θεατρικότητα και καθαρή αφήγηση, ατομικά διλήμματα και προσωπικός στοχασμός, λυρισμός και σκληρές εικόνες, ανθρώπινες θερμοκρασίες σχέσεων και λάβρα ζωής, τοπία ηλιόλουστα και υπαίθριοι χώροι που κοχλάζουν από ζωντάνια και εσωτερικά πάθη, είναι ορισμένα από τα στοιχεία της σύνθεσης του συγγραφικού προσανατολισμού της μυθιστοριογράφου, μουσικού και μεταφράστριας Ιουλίας Ιατρίδη. Με ύφος πολύ προσωπικό, και γλώσσα στρωτή μεν, αλλά με πολλά δάνεια στοιχεία από την προφορική, σχεδιάζει το ταμπλό των εξωτερικών και εσωτερικών δράσεων των ηρώων της. Μια γλώσσα που κινείται ορισμένες φορές μέσα σε αφαιρετικά πεδία. Εικόνες γραφής, που αφήνουν μια παράξενη αλλά ευχάριστη αίσθηση στον αναγνώστη. Μια εισβολή του παράλογου στοιχείου μέσα στην ομαλή εξέλιξη της αφήγησης που σε εκπλήσσει και σε προβληματίζει θετικά. Κάτι, που κάτω από άλλες μεταφυσικές παραμέτρους, φέρνει στη σκέψη το πεζογραφικό έργο της γεννημένης στον Πειραιά, γαλαξιδιώτισσας μυθιστοριογράφου Εύας Βλάμη, συντρόφου του έλληνα εθνολόγου Παναγή Λεκατσά.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
-Κώστας Ασημακόπουλος, συνέντευξη με την Ιουλία Ιατρίδη, εφημερίδα Εβδόμη 12/4/1987
-Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια της αυτοσχέδιας ανάπτυξης (1957-1963), τόμος ΣΤ΄, εκδόσεις Καστανιώτη 2005
-Βάσος Βαρίκας, Συγγραφείς και Κείμενα 1955-1957, εκδόσεις Ερμής 2003
-Θ. Ι. Γαλάνης, Γραμματολογία, εκδόσεις Κνωσός χ.χ.
-Δημήτρης Γιάκος, Μορφές και θέματα λογοτεχνίας, Αθήνα 1964
-Σοφοκλής Γ. Δημητρακόπουλος, Νεοελληνική Λογοτεχνία, Αθήνα 1978
-Αλέξης Ζήρας, λήμμα στο Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Πατάκη 2007
-Άλκης Θρύλος, Το λογοτεχνικό 1955, στον τόμο της Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς νούμερο 13/1956
-Αντρέας Καραντώνης, 24 σύγχρονοι πεζογράφοι, εκδόσεις Νικόδημος 1978
-Αλέξανδρος Κοτζιάς, Μεταπολεμικοί Πεζογράφοι, εκδόσεις Κέδρος 1982
-Αλέκος Κουτσούκαλης, Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδόσεις Ιωλκός τόμος 3ος
-Ευάγγελος Ν. Μόσχος, περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1664/1-11-1996
-Νίκος Παππάς, Η Αληθινή Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1100-1973), εκδόσεις Τύμφη 1973
-Τάσος Ν. Πετρής, λήμμα στη Λογοτεχνία των Ελλήνων, τόμος 7ος, εκδόσεις Χάρη Πάτση χ.χ.
-Θ. Δ. Φραγκόπουλος, κείμενο στο περιοδικό η λέξη τχ. 135/9,10,1996

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, 18/5/2017
Πειραιάς, 18/5/2017
Υ Γ. τρία μικρά σχόλια στην επικαιρότητα.
Α. Σαν ερώτηση θέτω τον εξής προβληματισμό. Μήπως θα ήταν δημοκρατική και ίσως εργασιακά υπεύθυνη η εξής στάση των εργαζομένων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα σε αυτές τις περιόδους κρίσεις που περνάμε. Δηλαδή, αντί να κάνουν απεργία χθες οι εργαζόμενοι, να εργαστούν(σαν συμμετοχή στην απεργία), και τα χρήματα της εργασίας τους να τα προσφέρουν στους ανέργους; Μήπως αυτό θα ήταν μια γνήσια δημοκρατική και συνδικαλιστική πράξη;
Β. ο κύριος Κώστας Σκανδαλίδης παλαιός βουλευτής και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, δήλωσε, ότι το κίνημα έκλεισε τον κύκλο του. Ωραία, τότε ποιους εκπροσωπεί ο ίδιος σαν πολιτικό πρόσωπο; Και γιατί είναι ακόμα βουλευτής με τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο;
Γ. Αν αρχίζουν και κλέβουν ιατρικά μηχανήματα από τα δημόσια νοσοκομεία, που η αξία τους δεν έγκειται στο πόσο στοιχίζουν, αλλά στο πόσες ζωές ασθενών σώζουν, τότε η ελληνική κοινωνία που αποδέχεται αυτές τις παθογένειες, βρίσκεται σε χειρότερη παρακμή από όσο είχαμε φανταστεί. Και με το πέρας των Μνημονίων δεν θα επέλθει η Κάθαρσις αλλά η συνέχιση της Ύβρις. Όποια κυβέρνηση και αν βρίσκεται στην εξουσία, όποια αντιπολίτευση και αν έχουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου