Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017

Η ΠΑΝΩΡΑΙΑ

                      Η ΠΑΝΩΡΑΙΑ
Νάσος Βαγενάς
Πανωραία
εκδόσεις Κέδρος 2016, σελίδες 80
Προμετωπίδα: Χρήστος Μαρκίδης

          «Αποδυσώμεθα ούν, παρακαλώ πάντα ‘ γυμνός γάρ έστηκεν ο αντίπαλος»
                                                                                                       Άγιος Νείλος ο ασκητής

     Γεννημένος στην Δράμα στις 8 Μαρτίου του 1945 ο ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου, δοκιμιογράφος, επιμελητής πολλών εκδόσεων, αρθρογράφος, μεταφραστής και ποιητής Νάσος Βαγενάς, κυκλοφόρησε την νέα του ποιητική συλλογή με τον όμορφο τίτλο «ΠΑΝΩΡΑΙΑ». Ένα γυναικείο βαπτιστικό όνομα σχετικά σπάνιο αλλά που στο άκουσμά του, προκαλεί ευφρόσυνη διάθεση στους γύρω. Πανωραία ήταν το όνομα της αδερφής της γιαγιάς του ποιητή από την πλευρά του πατέρα του όπως μας εξηγεί ο ίδιος, επομένως και συγγενής της, στον μικρό του πρόλογο που μας εισαγάγει στα ποιήματα. Πράγμα που σημαίνει ότι ο ποιητής Νάσος Βαγενάς, εικονογραφεί ποιητικά ή μας εξιστορεί ορθότερα με ποιητικό τρόπο και διάθεση έκπληξης καθώς τα χρόνια έχουν παρέλθει, τις κυριότερες στιγμές του βίου και τα αποφθεγματικά λόγια μιας συγγένισσας του στενού οικογενειακού του κύκλου που η μνήμη του έχει συγκρατήσει από την γνωριμία και την συναναστροφή του με την μεγάλης ηλικίας αυτή γυναίκα. Στην ουσία μας μιλά για το πέρασμά του για ένα χρονικό διάστημα της παιδικής του ηλικίας κοντά της, κάτι που του έδωσε την δυνατότητα να γευτεί εποικοδομητικά τις εντυπώσεις της ζωής της, σκόρπιες στιγμές του καθημερινού της βίου, τις σοφές ή περιπαιχτικές κρίσεις της για πρόσωπα του οικογενειακού της περιβάλλοντος, για ιστορικά γεγονότα της χώρας που σημάδεψαν αμετάκλητα αυτήν και την οικογένειά της, διαμορφώνοντας καταλυτικά την μετέπειτα ατομική της πορεία ζωής, και το κυριότερο, τα θυμοσοφικά της διδάγματα και εμπειρίες βίου. Όπως συνήθως γνωρίζουμε ότι συνέβαινε στην ελληνική επαρχία, στα χωριά και τις μικρές απομακρυσμένες από το κέντρο πόλεις-και όχι μόνο-τα παλαιότερα χρόνια που συνηθίζονταν τα μικρά μέλη της οικογένειας να μεγαλώνουν κοντά με τα μεγάλης ηλικίας άτομα, γιαγιάδες, παππούδες, θιάδες, μπαρμπάδες κλπ. Όταν ακόμα η ελληνική οικογένεια διατηρούσε τον στενό και κλειστό της χαρακτήρα-τον πυρηνικό της, μέσα στην κοινωνία.
Η συλλογή περιέχει πενήντα εννέα άτιτλα ποιήματα ένα σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Ποιήματα δίστιχα, τετράστιχα ή πολύστιχα. Όλα σχεδόν εμπλουτισμένα όχι μόνο με την δυναμική της παρουσία αλλά, με λέξεις, φράσεις, αποφθεγματικές ρήσεις, κρίσεις και στάσεις ζωής της Πανωραίας. Της συλλογής προΐσταται δηλωτικά θα σημειώναμε, στίχος του άγγλου ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Wystan Hugh Auden (Αγγλία 21/2/1907-Αυστρία 29/9/1973) “Any loss always makes me more real που μας προσδιορίζει κατά κάποιον τρόπο και τον ατομικό, κοινωνικό και αξιακό βηματισμό ζωής της Πανωραίας. Στην σελίδα 27 και 65 ο ποιητής μας λέει ότι τα ποιήματα που ακολουθούν είναι ένα «Όνειρο», και ακόμα, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο συνθέτης αυτής της προσωπογραφίας ζωής μιας κατά κάποιον τρόπο αλαφροΐσκιωτης γυναίκας, μας τονίζει από τον πρώτο κιόλας στίχο της ποιητικής του συλλογής σ.13, ότι:
«Τη βλέπω στ’ όνειρό μου κάθε τόσο,
χλωμή, ξερακιανή, αλλοπαρμένη,
με πρόσωπο ένα δίχτυ ρυτίδες,
να σιδερώνει το φόρεμα του γάμου της.»
 Θεωρεί αναγκαίο για την ορθότερη κατανόηση των ποιημάτων να μας διευκρινίσει ότι: η «Πανωραία» ήταν η «Αδερφή της γιαγιάς μου από την πλευρά του πατέρα μου», σ.11 και ακόμα μια γλωσσικής υφής, όπου ο έκτος στίχος του ποιήματος αρχινά με τις λέξεις «Καντ’ έ; καντέ τον κρύβεις…», που σημαίνει «Πού είναι;», σ.42. Στο αυτί του βιβλίου και στο εξώφυλλο, υπάρχει η φωτογραφία της σε διαφορετικά χρονικά της ζωής της στιγμιότυπα. Τέλος να σημειώσουμε, ότι τα ποιήματα εκδίδονται στο πολυτονικό όπως και τα άλλα βιβλία του ποιητή Νάσου Βαγενά.
Πριν εξετάσουμε τα πενήντα εννέα άτιτλα ποιήματα, ας δούμε τι μας λέει στον πρόλογό του ο Νάσος Βαγενάς:
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η θεία μου η Πανωραία, που δεν είχε ιδέα από ποιητικά (είχε τελειώσει μόνο το δημοτικό), μιλούσε, χωρίς να ξέρει, με γλώσσα ποιητική.
     Αλλά μιλούσε και κανονικά. Έλεγε τα σύκα σύκα, το ψωμί ψωμί, τη σκάφη σκάφη, κάθε φορά που έπλενε τη στολή του αντρός της, πού είχε βρεί ηρωικό θάνατο στην Κορυτσά.
     Ένα βράδυ ξαφνικά είπε: «Αρχίζουμε να πεθαίνουμε από τη στιγμή πού γεννιόμαστε»-φράση που με τρόμαξε κι έκλαιγα μέρες (δεν έκανε τον κόπο να την εξηγήσει).
     Θα την καταλάβαινα σαράντα χρόνια αργότερα διαβάζοντας την ίδια φράση σε μια συνέντευξη ενός περιώνυμου διανοητή, πού ήταν, όπως έγραφαν πρόσφατα σε μια νεκρολογία του, «κάτι περισσότερο από φιλόσοφος».
     Την κατάλαβα γιατί κατάλαβα πώς αυτός δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε να πεί με αυτή τη φράση.
     Ο πρόλογος του Νάσου Βαγενά μας δίνει άμεσα και ξεκάθαρα την κοινωνική και προσωπική ταυτότητα της γυναίκας που θα πρωταγωνιστήσει με τα λεγόμενά της στην ποιητική συλλογή. Τις οικογενειακές της στιγμές, τις παραμυθιακές εξιστορήσεις της, την χαροκαμένη ζωή της, τις απόψεις που εξέφραζε για τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω της, το οικογενειακό χώρο μέσα στον οποίο πέρασε την ζωή της και την αγάπη της για την φύση, την λαϊκή της βιοθεωρία που την αποτύπωνε σε κάθε συναναστροφή της ή καθημερινή της δραστηριότητα, τον λιτό και φτωχό τρόπο του βίου της, την βαθειά στωικότητα του χαρακτήρα της, τον λεπτό και χαμηλόφωνο σαρκασμός της, το υποδόριο χιούμορ της που σαν μπαμπάκι «σφάζει» τον γυναικείο πληθυσμό δίπλα της και τις αντιδράσεις τους, τον διακριτικό της σαρκασμό και περιπαικτική διάθεση των λεγομένων της, την κατασταλαγμένη με την πάροδο του χρόνου και των ιστορικών γεγονότων ιδιοσυγκρασία της, τον απλό αλλά αληθινό στοχασμό της καθώς έρχεται σε άμεση επαφή με το φυσικό χώρο μέσα στον οποίον κινείται και δρα, και φυσικά, αυτήν την όλο σπιρτάδα ειρωνεία της, στα ποιήματα που θα ακολουθήσουν. Αυτήν την Καβαφική ειρωνική ματιά των γεγονότων της ζωής και των ανθρώπων,-που έχει επηρεάσει ανεξίτηλα και θετικά τους σύγχρονούς μας ποιητές όλων των κατοπινών γενεών του Αλεξανδρινού και διαφόρων σχολών, που ο Νάσος Βαγενάς αντιμετωπίζει την ζωή και τα πράγματα. Μια κλαυσίγελη ματιά της ζωής και των περιστατικών της τόσο απαραίτητη για την αντοχή των δυσκολιών και αδιεξόδων της.
Η θεία του όπως μας δηλώνει ο εξ αίματος νεαρότερος συγγενής της, που την γνώρισε και συναναστράφηκε σε μικρή τρυφερή ηλικία,-ηλικίες που τα παιδιά σαν σφουγγάρι ρουφούν κάθε παράσταση και εξαιτίας του περιβάλλοντός τους-υπήρξε μια απλή ή και απλοϊκή θα γράφαμε χήρα γυναίκα προχωρημένης ηλικίας. Μια από αυτές τις θυμοσοφικές μοναχικές συνήθως γυναικείες υπάρξεις που η μοίρα τους στάθηκε ενάντια, χωρίς αυτό να θρυμματίζει την ζωή τους, να τις σμπαραλιάσει συναισθηματικά και ψυχικά. Μια λαϊκή μαυροφορεμένη χήρα γυναίκα που ο σύζυγός της ο Χριστόφορος έπεσε νέος, ηρωικά μαχόμενος στην Κορυτσά, μια ίσως συνηθισμένη γυναίκα της ελληνικής επαρχίας των προηγούμενων ιστορικών χρόνων, μια οικεία εικόνα μαυρομαντιλουσών γυναικών που συναντάμε ακόμα και σήμερα στα χωριά της υπαίθρου, ή στους νησιωτικούς χώρους, που δεν είχε τελειώσει καν το δημοτικό σχολείο-και όμως ασύγγνωστα μιλούσε μια γλώσσα ακατέργαστη αλλά αυθεντική και ποιητική, που την διέκρινε μια κάπως αριστοκρατική κυνική ματιά, μια ματιά που είταν σαν να μας έλεγε, τι ξέρετε εσείς οι νεότεροι από την Ζωή, όπως συνηθίζονταν τις προηγούμενες δεκαετίες όπου τα θηλυκά μέλη της οικογένειας δεν στέλνονταν στα σχολεία να μορφωθούν, αφού τον πρώτο ρόλο στην οικογενειακή εστία τον είχαν τα άρρενα μέλη και αυτά είχαν προτεραιότητα στις σπουδές και τα γράμματα. Ιστορικά πλέον γνωρίζουμε, πως ο ρόλος τους μέσα στην οικογένεια ήταν προσδιορισμένος από την κοινωνική παράδοση, τα θρησκευτικά ήθη και τους άγραφους εθιμικούς νόμους που δυνάστευαν την παρουσία της γυναίκας δια βίου. Οι γυναίκες μετείχαν στο σύστημα αυτό των κοινωνικών αξιών και εθιμικών στρωματώσεων ως μητέρες, γιαγιάδες ή ανύπαντρες θείες ή αδελφές, που όφειλαν να φροντίζουν και επεβάλλετο να «κανακεύουν» τα άρρενα μέλη του οίκου. Οι γυναίκες σύζυγοι, (αυτές οι ελληνίδες Πηνελόπες της ιστορικής παράδοσης, χωρίς την συντροφιά των μνηστήρων) ήσαν κλεισμένες κατά κάποιον τρόπο μέσα στην προικώα συζυγική εστία και στον άμεσο περίγυρό της, υπηρετώντας με ευλάβεια και φόβο ενίοτε, τον άντρα τους, τα παιδιά τους και τα άλλα μέλη της οικογένειάς τους, ή συμμετέχοντας παραγωγικά σε αγροτικές εργασίες στα χωράφια βοηθώντας τον άντρα της και τα υπόλοιπα αρσενικά μέλη της οικογενείας στις βαριές δουλειές. Καθημερινές σύνηθες οικογενειακές εικόνες της επαρχίας ή και των μεγάλων επαρχιακών πόλεων και των ανθρώπων τους που η ελληνική πεζογραφία των προηγούμενων δεκαετιών έχει αφειδώς απεικονίσει στις ηθογραφικές κυρίως σελίδες της και στις περιγραφές των οικογενειακών της πορτρέτων. Εξομολογητικές συγγραφικές καταθέσεις δημιουργών που αγαπήθηκαν από το αναγνωστικό κοινό και συμπλήρωναν και αυτές, με την αυθεντικότητά τους, την μεγάλη πανοραμική εικόνα της ελληνικής ζωής της υπαίθρου στο ιστορικό της διάβα. Έτσι και η Πανωραία, αυτή η μαυροφορεμένη αλκυών, που «Ποτέ της δεν ταξίδεψε, κι όμως είδε/ όλο τον κόσμο σ’ ένα παλιό τουρκόσπιτο/με σκαλοπάτια ξύλινα που τρίζαν,/σαρακοφαγωμένα έπιπλα και το άσπρο τρίχωμα ενός γάτου πού τον λέγαν Αλαντίν», σ.20, η γυναίκα που δεν κοίταξε ίσως ποτέ τον εαυτό της σε καθρέφτη, «Καθρέφτη δεν είχε στο σπίτι. Κοιταζόταν στο τζάμι μιας παλιάς φωτογραφίας της» σ.22, σαν να πίστευε ότι θα σταματήσει έτσι τον χρόνο για κείνη, αυτή που φορούσε «Ζακέτα μαύρη, με ασημί κουμπιά, σφιχτόπλεκτη/ (δώρο της Αργυρώς στον αρραβώνα της),/ με τρύπα στο πλευρό από ξιφολόγχη/τη μέρα της σφαγής (Σεμπτέμβριος του ’41). Τη φόραγε αμαντάριστη κι έξω απ’ το σπίτι»., σ.59  δεν ευτύχησε να σπουδάσει, να πάρει τα εφόδια που της αναλογούσαν και ίσως να της άλλαζαν την ατομική της μοίρα. Παρόλα αυτά, αυτή η γυναίκα που δεν άνοιξε ποτέ της την σελίδα ενός βιβλίου, παρά μόνο ίσως μια φορά όταν ο μικρός ανιψιός της «Διαβάζω το βιβλίο της Ιστορίας/ (Τετάρτη ή Πέμπτη δημοτικού)./Το πήρε, το ξεφύλλισε, με ρώτησε:/ «Τη Βαβυλώνα ποιος την έχτισε;» «Ο Ναβουχοδονόσωρ»./ Γέλασε./ «Θα σε το πώ εγώ», είπε ανοίγοντας/τη βρύση για να πλύνει τα λαχανικά./ «Ο Στέλιος ο σακάτης, ο τενεκετζής»., σ.21, διέθετε έντονο αισθητήριο που την βοηθούσε να κρίνει και να σχολιάζει τους ανθρώπους και τις πράξεις τους, να τους αξιολογεί και να τους μετράει με τα δικά της των εμπειριών της ζωής της μέτρα ακριβοδίκαια και αψεγάδιαστα. Η γυναίκα αυτή διέθετε μια βαθειά πίστη και εμπιστοσύνη στην ίδια την απροβλεπτότητα και τυχαιότητα της ζωής.
Όνειρο
«Γαλάζιο είναι», είπε βλέποντας
το χιόνι ένα πρωί στα κεραμίδια.
«Λοιπόν φέτος δεν θα ‘ρθουνε τα χελιδόνια.
Δεν χρειάζεται να ‘ρθουν».
Γαλάζιο ήταν. «Πως γίνεται;» απόρεσα.
«Γίνεται», είπε αφήνοντας
το πιάτο στον αέρα
«φτάνει να το πιστεύεις πραγματικά».  σ.27. 
  Η Πανωραία, διέθετε μια έμφυτη θυμοσοφία που της εμπλούτιζε το κοινωνικό λαϊκό της κριτήριο. Ένα προορατικό χάρισμα να μπορεί να ερμηνεύει πράξεις ανθρώπων αλλά και φαινομένων της φύσης.
Βλέποντας ένα πούπουλο να κατεβαίνει
από τον ουρανό, καθώς ξημέρωνε,
«από πουλί είναι», είπε, «μην ευφραίνεστε.
Σάββατο δεν δουλεύουν οι άγγελοι»., σ.62
 Παρότι εκ πρώτης όψεως θα την χαρακτήριζε ένας σπουδαγμένος κάτοικος της πόλης αγράμματη, θα χρησιμοποιούσε την λέξη αλαφροΐσκιωτη για αυτήν κάπως υποτιμητικά, η Πανωραία ήταν μια αυθεντική φυσιογνωμία, μια γυναίκα με την χαρακτηριστική της προσωπικότητα που είχε διαμορφωθεί με την πάροδο του χρόνου από τα βάσανα τις δύσκολες της ζωής και τις ιστορικές πολεμικές συνθήκες, μέσα στις οποίες ανδρώθηκε ο ψυχισμός της και η λαϊκή της κάπως αγριάδα. Ή για να το εκφράσω κάπως διανοουμενίστικα, η Πανωραία υπήρξε μια αληθινή ποιήτρια του βίου της, ανάλαφρη, πτερωτή, ένθεη, που διέθετε μια αυθεντική ιερότητα ζωής, για να θυμηθούμε και την φράση του Πλάτωνα στο έργο του «ΙΩΝ» που γράφει μεταξύ άλλων ότι: «και αληθή λέγουσι, κούφον γάρ χρήμα ποιητής έστιν και πτηνόν και ιερόν, και ού πρότερον οίος τε ποιείν πρίν αν ένθεός τε γέννηται και έκφρων και ο νούς μηκέτι εν αυτώ ενή, έως δ’ αν τουτί έχη το κτήμα…», σ.84 Πλάτων, «ίων-ευθύφρων-χαρμίδης» εκδόσεις Ι. Ζαχαρόπουλος αρ. 50, Αθήνα χ.χ. Διέθετε έναν πηγαίο ποιητικό χαρακτήρα που της πρόσφερε την δυνατότητα εν σπέρματι ακόμα και να χρησμοδοτεί.
Μου είχαν χαρίσει μια πυξίδα. Μου την κλέψανε.
Της το ‘πα δακρυσμένος. Χαμογέλασε,
«Μην κλαίς», μου λέει. «Καλύτερα έτσι.
Γιατί θα πρέπει πρώτα να χαθείς»., σ.55
Ή να ειρωνευτεί δημιουργικά με σεβασμό και ιερότητα πράξεις ανθρώπων της εκκλησίας, ποίημα της σελίδας 54
Γυρνώντας με τη λαμπάδα σβησμένη απ’ την Ανάσταση
(ήμουν με πυρετό, κρεβατωμένος)
με είδε απορεμένο και μου εξήγησε:
«Να ‘ναι καλά ο δεσπότης, ο Χρυσόστομος
-λόγια μπαλόνια που όλο μεγαλώναν.
Την παραφούσκωσε την αλήθεια τόσο
μέχρι που κλάταρε». 
 Και η Πανωραία με τον ντόμπρο λόγο της, το σοφό ένστικτό της, το γυναικείο θυμοσοφικό βλέμμα της, τον λεπτό σαρκασμό της, την εμπειρία της μικροιστορίας του βίου της και της μακροιστορίας του τόπου της, γνώριζε καλά να μην παραφουσκώνει τα λόγια της για να μην κλατάρει την ζωή της. Γνώριζε να κρατά την ισορροπία των λεγομένων με τις πράξεις του βίου της, και σαν ένθεη που ήταν διαρκώς, σαν μια γυναίκα που την είχε φιλήσει ο θάνατος αλλά εξακολούθησε να ζει φτωχά μεν αλλά ποιητικά, να ειρωνεύεται τους φόβους των άλλων και να μετατρέπει με έναν θα γράφαμε σουρεαλιστικό λόγο, ένα παγόνι σε γαλοπούλα.
Ένα παγόνι βρέθηκε στον κήπο.
Κανείς δεν ήξερε πώς κι από πού.
Μαζεύτηκαν οι γείτονες να το κοιτάνε.
«Φέρνει τύχη», λέγανε κάποιοι. Άλλοι
πώς θα ‘χουμε κακά μαντάτα.
     Αυτή απ’ το παράθυρο
τινάζοντας ένα στρωσίδι
«Τι να μας βρεί χειρότερο;», φωνάζει. «Αλλά μη φοβάστε,
η γαλοπούλα είναι του μπογιατζή, του Στάμου,
πού πέσαν χρώματα επάνω της» σ. 49
Με αυτήν την όλο μειδίαμα διάθεση, με αυτά τα κατασταλαγμένα της ζωής λόγια, ξόρκιζε η Πανωραία το κακό και τον φόβο των ανθρώπων. Γιατί γνώριζε βιωματικά ότι τα χρώματα ενός μπογιατζή δεν φέρνουν ποτέ κακά μαντάτα, αντίθετα, αλλάζουν την εικόνα μας για τον κόσμο. Αυτή που της άρεσε στην ζωή της το χρώμα που έχει η νύχτα το πρωί.
Μιλούσαν για φορέματα και χρώματα
κι ας φορούσαν όλες μαύρα
(στη θράκα καίγονταν μανταρινόφλουδες,
έξω τα είχε σκεπάσει όλα το χιόνι).
Της Αργυρώς της άρεσε το πράσινο.
Της Κορνηλίας το μαβί.
Πορτοκαλί η Ευτέρπη.
          «Εσύ;»
«Εγώ…», σαν να ξύπνησε, «εγώ…
το χρώμα που έχει η νύχτα το πρωί»., σ.63     
      Ταυτότητες γυναικών, πορτραίτα θηλυκών υπάρξεων σαν και αυτές που συναντούσαμε τα προηγούμενα χρόνια, που ζούσαν με βιωμένη την οντολογία της ζωής μέσα τους, πριν η μεγάλη αστυφιλία, ο ανεξέλεγκτος τουρισμός, ο σύγχρονος καταναλωτικός τρόπος ζωής, οι ξενόφερτες συνήθειες, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, εκμαυλίσουν κατά κάποιον τρόπο θα σημειώναμε, τις συνειδήσεις και τις ψυχοσυνθέσεις των ανθρώπων της ελληνικής επαρχίας και αλλοιώσουν την κοινωνική τους ταυτότητα. Και κατ’ επέκταση όλων μας. Η φράση του ποιητή Νάσου Βαγενά ότι η Πανωραία έλεγε τα σύκα σύκα, το ψωμί ψωμί και τη σκάφη σκάφη, φέρνει στο νου, τον γνωστό και χιλιοτραγουδισμένο στίχο του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο. Που με αυτήν την αριστοκρατική του λαϊκότητα, την επαναστατική του ζωγραφική μαεστρία εικονογραφεί πρότυπα ζωής, συνήθειες και αυθεντικούς χαρακτήρες μέσα στην ελληνική ιστορία. Ο άντρας της Πανωραίας μας δηλώνεται ότι είχε βρει ηρωικό θάνατο στην περιοχή της Κορυτσάς, που σημαίνει, ότι ήταν χήρα γυναίκα στρατιώτη-ήρωα που έπεσε στο πεδίο της μάχης για την υπεράσπιση της πατρίδας.
Με τον πρόλογό του ο ποιητής Νάσος Βαγενάς μας δίνει εν τάχει την εικόνα της θείας του όπως την έχει αποτυπώσει η μνήμη του. Επίσης σε παράγραφό του μας εξηγεί τον συσχετισμό μιας φράσης της Πανωραίας, που όπως φαίνεται τον σημάδεψε ψυχικά όταν ήταν ακόμα παιδί καθώς μας δηλώνει τις αντιδράσεις του, και το πως η  θυμοσοφική αυτή εξηγητική φράση για την ζωή και τον θάνατο της απλής αυτής γυναίκας ήρθε και πάλι στην σκέψη του μετά από σαράντα χρόνια όταν την άκουσε ξανά να την προφέρει ένας περιώνυμος διανοητής με φιλοσοφικές δάφνες σε συνέντευξή του, που, σύμφωνα όμως με την κρίση του ποιητή Νάσου Βαγενά,-που ειρωνικά και καυστικά σχολιάζει-δεν κατανοούσε κατά βάθως την ουσιαστική σημασία της φράσης καθώς την ξεστόμιζε. Ότι δηλαδή, «Αρχίζουμε να πεθαίνουμε από τη στιγμή που γεννιόμαστε», σε αντίθεση με την χήρα γυναίκα που χωρίς να ξέρει γράμματα και να διαθέτει τις ανάλογες εκπαιδευτικές εμπειρίες ενός πεπαιδευμένου είχε συναίσθηση των λεγομένων της. Μιλώντας μια γλώσσα που αληθεύει της ζωής, έχοντας μια θυμοσοφική οντολογία περί ζωής, που μόνον ίσως ένας άνθρωπος της υπαίθρου έχει την δυνατότητα να συνειδητοποιήσει άμεσα και εξακολουθητικά παρακολουθώντας και ζώντας βιωματικά χαρούμενα και τραυματικά μέσα στους κύκλους του χρόνου και της φύσης.
     Το προσδιοριστικό προσωπικό ερμηνευτικό σχόλιο του ποιητή και η ετεροβαρής συσχέτιση των δύο προσώπων, είναι και η αφορμή να ξετυλίξει ο Νάσος Βαγενάς το κουβάρι της ποιητικής του αφήγησης. Μιας αφήγησης, που δεν ξενίζει εξαιτίας της έντονης και κυρίαρχης προσωπικής ματιάς με την οποία εικονογραφεί το πορτραίτο της θείας του, δηλαδή ο ιδιοσυγκρασιακός εστιακός φωτισμός σε ένα πρόσωπο του άμεσου συγγενικού του περιβάλλοντος, μια και τα πενήντα εννέα άτιτλα ποιήματα που έχει η ποιητική αυτή συλλογή, δεν είναι παρά οι διάφορες πλευρές κοιτάγματος της ζωής του  ιδίου γυναικείου χαρακτήρα, που από μόνος του άνετα και φυσικά θα μπορούσε να σπονδυλώσει τα επεισόδια ενός ευρύτερου διηγήματος ή νουβέλας. Τα ποιήματα αν δεν κάνω αναγνωστικό λάθος, είναι μικρά επεισοδιακά στιγμιότυπα του βίου μιας οικογένειας αποτυπωμένα μέσα από το βλέμμα μιας γυναίκας με το όνομα Πανωραία, που το όνομά της προσδιορίζει θετικά και κανοναρχεί τα επεισόδια βίου που η μνήμη έχει κρατήσει ζωντανά και μας τα δίνει με ποιητικό τρόπο, σαν υποτυπώδεις μικρές σύγχρονες «ραψωδίες» ενός οικογενειακού έπους των ημερών μας.
     Ο ποιητής Νάσος Βαγενάς, διαχειρίζεται τα πολλαπλά επεισόδια του βίου της γυναίκας αυτής και κατ επέκταση και της οικογένειάς της με μεγάλη ευστοχία. Τα πεζόμορφα ποιήματα δεν χάνουν την μουσικότητά τους, δεν λυγίζουν από την επανάληψη περιγραφής του ίδιου πορτραίτου, δεν βαραίνουν με φιλοσοφικές ιδέες ή από τα πολεμικά πραγματικά συμβάντα και γεγονότα της εποχής, η ιστορία με πολύ διακριτικό τρόπο κάνει εμφανή την παρουσία της μέσα στα ποιήματα, όπως και η ίδια η Πανωραία που δηλώνει την θέση της με σιγαλόφωνο τρόπο: «Προχτές με κοίταζε περίεργα που έλεγα/ στον γαλατά πώς το καλό μου χέρι/είναι το αριστερό», σ.35. Η γλώσσα του Βαγενά δεν πλέει, δεν λυδίζει το ύφος του καθώς περιγράφει στιγμιότυπα βίου συγγενικά που έζησε από κοντά, δεν ρέπει προς το μελό η γραφή του, αλλά αν και ειρωνική, έχει την μουσικότητα της καθημερινής γλώσσας, καθόλου πεποιημένη, περιποιημένη στιχουργικά και ισορροπημένη. Τα ποιήματα αν τα κοιτάξει κανείς από μια άλλα σκοπιά, θεωρεί και όχι αδίκως, ότι είναι μικροί ποιητικοί πυρήνες ενός εξομολογητικού λόγου που παρότι δεν μένει μετέωρος σαν σύνθεση, μπορούν να μετατραπούν σε μικρά θεατρικά σκετσάκια, ή να εξελιχθούν σε μια διηγηματική φόρμα, να διευρυνθούν δηλαδή στην δομή τους και να μετατραπούν σε μικρά διηγήματα. Διαθέτουν την ποιητικότητα που χρειάζεται και ο πεζός λόγος για να γίνει αποδεκτός και αρεστός. Η δροσιά ανθρωπιάς που αποπνέουν σε μαγεύει. Η αίσθηση της ομορφιάς της ζωής μέσα στην απύθμενη τραγικότητά της που αποπνέει ο λόγος και τα διδάγματα της Πανωραίας, σε κάνουν να νιώσεις αυτήν την ιερή μέθεξη των Ποιητών για την οποία μας μιλά ο Πλάτων. Αυτόν τον ένθεο στιγματισμό που δεν είναι κατ’ ανάγκη απαραίτητο να είσαι ποιητής για να τον αισθανθείς, φτάνει να έχεις ανοιχτές τις αντένες της ψυχής σου και των συναισθημάτων σου. Να ζεις χωρίς τεμπέλικη διάθεση την γύρω σου πραγματικότητα. Είναι αυτό που λέει ο υμνωδός: «Άραγε γνωρίζεις ά γνωρίζεις;» Και αυτό δεν το επιθυμούσε αλλά το είχε βιώσει μέσα στην πρόσκαιρη χαροκαμένη ζωή της η ΠΑΝΩΡΑΙΑ.
   Δεν γνωρίζω αν με την ποιητική αυτή συλλογή ο ποιητής Νάσος Βαγενάς εξέλιξε την ποιητική του φωνή, ή απλώς έδωσε στην μνήμη του την ευκαιρία που ο χρόνος απαιτεί καθώς διαβαίνει ανεπιστρεπτί να εκφραστεί με άλλον τρόπο, μπορώ όμως να πω με βεβαιότητα ότι της έδωσε μια άλλη διάσταση, την ανανέωσε από τα μέσα. Και αυτό δεν είναι λίγο. Δηλώνει μια ποιητική ωριμότητα σπάνια στην εποχή μας, που καθιστά τον ποιητικό λόγο ένα πανηγύρι αναγνωστικών στιγμών που ιαίνει τους ανθρώπινους φόβους του εφήμερου.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, 5/9/2017
Πειραιάς, 5 Σεπτεμβρίου 2017

ΥΓ. Φίλος καλός του Πειραιά, μου έφερε την είδηση ότι απεβίωσε πλήρης ημερών η πρώτη γυναίκα ιατρός αναισθησιολόγος της Ελλάδας, η ποιήτρια, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας Αριστέα Μπούτου. Ας είναι ελαφρύ το χώμα της Ανάστασης που την σκεπάζει. Για την Τούλα Μπούτου, θα ξαναγράψω τις σκέψεις μου μετά το πέρας της θερμότητας του αμετάκλητου γεγονότος.                


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου