Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Εκδόσεις και βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη

              Βιβλιοπωλείο ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ

     Πάνε αρκετές δεκαετίες τώρα, που γνώρισα την εγκυκλοπαίδεια του «ΗΛΙΟΥ», μια εγκυκλοπαίδεια από τις πιο έγκυρες. Και συμπληρωμένη με τους τόμους «ΕΛΛΑΔΑ» και «ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ», αποτελούσαν οι χιλιάδες σελίδες της το απαραίτητο βοήθημα για τους μπόμπιρες των δημοτικών σχολείων, των γυμνασίων, των λυκείων και των φοιτητών. Μια εγκυκλοπαίδεια που παρά την καθαρεύουσα γλώσσα της παρέχει ακόμα και σήμερα πιστεύω, τα απαραίτητα πληροφοριακά εφόδια και ιστορικά στοιχεία στον αναγνώστη, τον επιστήμονα, τον ερευνητή, ανεξάρτητα του γεγονότος ότι η κυκλοφορία της έχει σταματήσει εδώ και πολλές δεκαετίες. Την εγκυκλοπαίδεια την αγοράζαμε σε τεύχη από τα περίπτερα και μια φορά τον μήνα, την επιστρέφαμε στον εφημεριδοπώλη για να δέσει τα τεύχη και να μας επιστρέψει-με το ανάλογο χρηματικό αντίτιμο-τον δεμένο τόμο. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο που αγόραζα τα τεύχη του «΄Ηλιου», γνώρισα και το «ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ». Ένα δεκάτομο έργο-νομίζω με μπλε δέσιμο-σε μια σκληρή άπταιστη καθαρεύουσα. Την Εγκυκλοπαίδεια αυτή την είχα αγοράσει με δόσεις από έναν πλασιέ βιβλίων που γνώριζα τότε, τον κύριο Μελέτη. Ένας πανέξυπνος οικογενειάρχης, διοπτροφόρος, μάλλον ψηλός, με μια μαύρη τσάντα πάντα στο χέρι γεμάτη βιβλία και διαφημιστικά προσπέκτους. Για τον πλασιέ αυτόν που όργωνε την πόλη του Πειραιά πουλώντας βιβλία με δόσεις έχω ξαναγράψει. Το άτομο αυτό, είχε το χάρισμα να σου πουλά τόμους εγκυκλοπαιδειών και τίτλους βιβλίων, να σε φέρνει σε επαφή με συγγραφείς, λογοτεχνικά και ιστορικά έργα, τα οποία ήσαν εντελώς άγνωστα σε εμάς τους τότε εκκολαπτόμενους αναγνώστες μπόμπιρες, μελλοντικούς λάτρεις της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο κύριος Μελέτης μου γνώρισε και το «ΛΕΞΙΚΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ» και με έπεισε, να το αγοράσω, παρά του ότι δυσκολευόμουν πάρα πολύ με την γλώσσα του. Μια γλώσσα παράξενη, που μόνο ψήγματά της μιλούσαμε στα σχολεία, για την ακρίβεια την μιλούσαν οι δάσκαλοί μας, και την διαβάζαμε στα σχολικά βιβλία την περίοδο της επτάχρονης στρατιωτικής διακυβέρνησης στην χώρα. Στους δρόμους και τα παιδικά μας παιχνίδια, στο σπίτι και στις μεταξύ μας κουβεντοπαρέες, μιλούσαμε τη δημοτική γλώσσα όπως την ακούγαμε και την αποτύπωνε το μυαλουδάκι μας, στην καθημερινή ζωή μας. Μεροκαματιάρηδες άνθρωποι, φτωχές οικογένειες που ζούσαν στις γειτονιές του Πειραιά και φυσικά, αντιπαθούσαν βεβαίως-βεβαίως το μυστρί και το πουλί. Τα ένστολα αντράκια των κυβερνόντων στρατιωτικών μας φόβιζαν και μας ερέθιζαν ταυτόχρονα. Έπρεπε να γνωρίσουμε χρόνια αργότερα το εικαστικό έργο του πειραιώτη ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη-μ’ αυτήν την ερωτική στρατιωτική «βαρβατίλα του» να χορεύει ζεμπέκικο, και, να διαβάσουμε τους πανέμορφους στίχους του Θεσσαλονικιού ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, με τα ποιητικά στρατιωτικά φετίχ του, για να αρχίσουμε να βλέπουμε αλλιώς τα άτομα με στολή. Ιδιαίτερα αυτά τα ένστολα παλικαράκια με το σπαθάκι πλάι στους μηρούς και τα γάντια στο χέρι που είναι χάρμα οφθαλμών. Μέχρι εδώ, υπάρχει και Ε, Σου Ρου. 
Ακόμα και η γλώσσα του κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη-για να επανέλθω στην βουδιστική μου αταραξία-που μας δίδασκαν στο σχολείο μας παραξένευε. Κουβαλούσαμε στις μικρές φορτωμένες τσάντες μας το σκοτεινό βιβλίο, το «Πιστεύω» του αρχηγού της επαράτου που μας μοίραζαν δωρεάν, περιμένοντας με χαρά τις απόκριες για να φτιάξουμε την ουρά του χαρταετού μας που πετούσαμε, με τις σελίδες του. Τελικά, κάπου μας φάνηκε χρήσιμο αυτό το βιβλίο. Αυτό και η «Πολιτική Αγωγή» του Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου για να γίνουμε μεγαλώνοντας χρήσιμοι πολίτες στο μαγαζί γωνία βαλκάνια που λέγεται Ελλάδα, με τα άνυδρα πηγάδια και τις άδειες στέρνες που λέει και ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, που μνημόνευσε κατά την εδώ επίσκεψή του όχι η καλοστεκούμενη Μπριζίτ, (στα μέτρα της το έπλασε το γαλλόπουλο, και το έκανε και πρόεδρο και εκείνη πρώτη χαμογελαστή και πρόσχαρη κιουρία) αλλά το τεκνάκι των τραπεζών ο φίλος της Ελλάδας Εμμανουέλ. Παρένθεση εμού του ιδίου, πάντως η προσφώνηση Εμμανουέλ, ενός προέδρου μεγάλης και ισχυρής Ευρωπαϊκής χώρας, μου θυμίζει όνομα από Μεξικάνικη δακρύβρεχτη σαπουνόπερα. Άραγε, τις ελιές που του έστησαν ως ντεκόρ, που θα τις μετά- φυτέψουν; Έφεραν στην μνήμη τις λεύκες που φύτρωσαν εν μία νυχτί στην λεωφόρο Συγγρού επί Εθνάρχη, όταν επισκέφτηκε την χώρα μας ο Βαλερύ Ζισκάρ ντε Στεν. Και ο δικός μας καλέ, ο εξ Άρτης με τα νταούλια και τους ζουρνάδες-την μια Ολλανδρέου, την άλλη Εμμανουέλ, τι πολιτικό σαβουάρ βιβρ είναι αυτό-τι ψωριάρης νεο αριστερός,(συγνώμη νεοδημοκράτης ήθελα να πω) ούτε μια φορά δεν τον απεκάλεσε νομίζω, πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας. Λες και το έκανε επίτηδες στον νεοεκλεγέντα Μανωλάκη, για να δείξει τα τείχη που χωρίζουν έναν μπρούτο αριστερό χωρίς γραβάτα και μαντηλάκι ροζ, από έναν δεξιούλη γόη πονηρούλη, που δεν χάνει στιγμή να μην αναφερθεί στην συμβία του. Από το χέρι το κρατούσε το παιδί καλέ, μην χαθεί στους δρόμους της Αθήνας και τον αποπλανήσει καμιά Ζωζώ Σαπουτζάκη. Κρατάει χρόνια αυτή η κολόνια. Οι δικές μας σιτεμένες να τα βλέπουν αυτά που λατρεύουν μόνο τον Γιώργο Αυτιά που τους μιλά για το κόψιμο της σύνταξής τους και ακούν την Μητσοτακική Σία Κοσιώνη να τις ενημερώνει, με όλο το παλαιό επιτελείο του Μεγάλου Καναλιού. Ούτε καν κυρ Εμμανουήλ δεν τον απεκάλεσε ο μηχανότρατος πρωθυπουργός, που θα ήταν πιο σικ! και θα χαίρονταν και η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, η διαμένουσα στας Παρισίους. Τι έχει να πει περί αυτού ο συγγραφεύς Βασίλης Αλεξάκης, και τι ο Βασίλης Βασιλικός; Γιαυτό και ο Εμμανουέλ για να του την σπάσει, του μνημόνευσε τον αντισοβιετικό και αντισταλινικό φιλόσοφο Κορνήλιο Καστοριάδη εκ Τήνου. 
Τέλος η παρένθεση του σχολιασμού της επικαιρότητας. Μόνο τις αναμνήσεις λοιπόν, του τότε αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου από την Τήνο και αυτός, δεν μας έδιναν δωρεάν, προτιμούσαν τα περιοδικά «Προς τη Νίκη» για να μην μπλέξουμε με κακές παρέες μεγαλώνοντας και παρασυρθούμε σε ακατανόμαστα παιχνίδια, που ρέπουν από αρχαιοτάτων χρόνων οι πεταχτούληδες και πονηρούληδες ταρτούφοι έλληνες με την μίνι χλαμύδα και την φουστανελίτσα με τις σούρες και τις πιέτες. Και τα τιμημένα ευζωνάκια από κοντά πού είσαι Άννα και Μαρία Καλουτά.  Ημείς και Υμείς που το στρίβουν το πόμολο, το πάνε το γράμμα, σβουρίζουν την σβούρα, χαϊδεύουν τον ψιψινέλ, σκύβουν για να μαζέψουν τα ρέστα που τους δίνει το νεαρό ντιλιβερόπουλο παραγγέλνοντας πίτσα με μανιτάρια, ζηλεύουν αυτούς που έχουν πουλ-μπόυ στο σπίτι τους, Αχ! αναστενάζουν βαθειά καθώς παρακολουθούν τους πολίστες και μπασκετμπολίστες, και όλα τα άλλα ευγενή και αθώα ξεμπρατσωμένα ελληνόπουλα, τα καψωμένα και ιδρωμένα με την μπάλα που γυρίζει-άλλο φροϋδικό σύμβολο και αυτό, και φυσικά, διαβάζουν τον «Επιβήτορα» της συχωρεμένης Σπεράντζας Βρανά. «Καλέ, Πιάσε μια μελάτη» για εμάς, όχι για εξαγωγή. Παρόλα αυτά, αγόρασα το Λεξικό και το ξεφύλλιζα συχνά, αντιγράφοντας παράξενες για ένα μικρό παιδί λέξεις, φράσεις, προτάσεις, λήμματα, σε ένα μικρό ντυμένο με μπλε κόλλα τετράδιο που τότε συνηθίζονταν στα σχολεία, και ας μην καταλάβαινα τι σημαίνει αυτή η γλώσσα, που διαστρέβλωνε την γλώσσα που μιλούσαμε αναμεταξύ μας και που οι δάσκαλοί μας τότε, μας επέπλητταν αν την χρησιμοποιούσαμε στα γραπτά μας και στις εκθέσεις μας. «Περί της Αποταμιεύσεως και τα αγαθά αυτής». Καταχρηστικά δέχονταν όταν μας σήκωναν στον πίνακα να πούμε μάθημα να μιλήσουμε την μητρική μας γλώσσα. Όσοι δεν ήσαν κομμουνιστές και συνοδοιπόροι τους, όφειλαν να γνωρίζουν απταίστως την καθαρεύουσα και μια αρχαϊζουσα εντελώς τρελή γλώσσα, αν θέλαμε να γίνουμε επίλεκτα μέλη της κοινωνίας, που να μας σέβονται οι γύρω και να μας ζηλεύουν. Μυστακοφόροι εθνικόφρονες χριστιανοί πατέρες με το μπεγλέρι στο χέρι και το καβουράκι, σαν και αυτούς που παρουσίαζε ο Κάρολος Κουν στις Αριστοφανικές του Κωμωδίες. Ή στην καλύτερη περίπτωση, γραβατοφορεμένες αντρικές στέκες μπροστά στα γκισέ των τραπεζών της εξέλιξης, και όχι τζιτζιφιόγκοι σε κανένα κατάστημα ανδρικών ειδών για μελανζέ ελληνόπουλα που προτιμούν τα αντρικά συνολάκια στις ερωτικές τους εξισώσεις. Ιδού από πού προέρχεται η παρακμή και η ερωτική ακμή της ελληνίδος φυλής. Έπρεπε να κουβαλάς και ένα λεξικό τσέπης μαζί σου για να καταλάβεις την γλώσσα αυτή. Εντέλει, με τις τόσες αλλαγές και γλωσσικές προσμείξεις που διδαχθήκαμε ως τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, μέχρι που ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης να θεσμοθετήσει την Δημοτική Γλώσσα στο δημόσιο, δεινοπαθήσαμε, μπερδευτήκαμε γλωσσικά και ίσως βγήκαν νεανικές γενιές με δύσκολο γλωσσικό βάδισμα. Παρόλα αυτά, απολάμβανα τις καμπανιστές καταλήξεις των λέξεων, αυτά τα ηχηρά τελικά ν των καταλήξεων, αυτές τις δοτικές με την δασεία κάτω από το ω, τα αι των άρθρων, τις προστακτικές με τις περισπωμένες και τις ευκτικές και τα απαρέμφατα, που συνέχιζαν τις παιδικές εικόνες φαντασίας στο μέλλον, αυτά τα απαρέμφατα που τοξεύουν στο αύριο, και προσπαθούσα να ονειρευτώ τις εικόνες και τις οσμές που οι καθαρευουσιάνικες λέξεις και προτάσεις των σελίδων του Λεξικού, φωτογράφιζαν μπροστά στους οφθαλμούς μου.
     Το Λεξικό των Εκδόσεων Ελευθερουδάκη, αυτό το χρήσιμο στην εποχή του πολύτομο έργο καθώς και την Εγκυκλοπαίδεια του «Ηλίου» τα είχα στην κατοχή μου για μεγάλο διάστημα. Στα κατοπινά χρόνια, τα χάρισα σε φιλικό μου πρόσωπο, να τα έχει για τα παιδιά του. Όμως τα βιβλία των εκδόσεων Ελευθερουδάκη όπου τα συναντούσα, τα αγόραζα, αυτά τα μικρά-τσέπης βιβλία με τις πολύ καλές μεταφράσεις και επιμέλειες. Επισκεπτόμουν το βιβλιοπωλείο όταν ακόμα βρίσκονταν κοντά στην Πλατεία Συντάγματος, στην οδό Νίκης, σε παραπλήσιο δρόμο υπάρχει και ο παλαιός εκδοτικός οίκος «ΙΚΑΡΟΣ» με τα δύο του Νόμπελ, η Βιβλιοθήκη της Βουλής στα παλαιά Ανάκτορα, και η θρυλική εφημερίδα, η ανάποδη «ΕΣΤΙΑ», και κατόπιν στο νέο κτηριακό πολυώροφο συγκρότημα των εκδόσεων στο κέντρο της Αθήνας. Ζεστός και φιλικός χώρος, με πρόσχαρους υπαλλήλους, έτοιμους να σε εξυπηρετήσουν και να σου δείξουν τις νέες εκδόσεις. Δυστυχώς, αυτός ο φιλόξενος και ζεστός χώρος του βιβλίου δεν υπάρχει πιά. Σταμάτησε την λειτουργία του εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Όπως και το παραδοσιακό βιβλιοπωλείο των εκδόσεων της «ΕΣΤΙΑΣ», και άλλοι ζεστοί χώροι του βιβλίου και μικροί εκδοτικοί οίκοι. Οι σύγχρονοι έλληνες και ελληνίδες δεν διαβάζουν πλέον, δεν ανοίγουν βιβλίο, βρίσκουν αυτό που θέλουν, ή έτσι τουλάχιστον πιστεύουν, στο ίντερνετ, στα κινητά τους τηλέφωνα, στα τάμπλετ, και ονειρεύονται καθώς ρουφούν την φραπεδιά τους στις καφετέριες, τις καλοκαιρινές τους διακοπές στη Μύκονο, στην παραλία της Ψαρούς και του Σούπερ Παραντάϊς που θα συναντήσουν από κοντά την χλίδα του εξωτερικού και τις στριγκάτες γυναικείες υπάρξεις ή τα φουσκωτά γεμάτα σκουρόχρωμα τατουάζ κορμιά των αντρικών υπάρξεων. Δεν αγοράζουν βιβλία, μαζεύουν το χαρτζιλίκι τους για ιερό σκοπό. Να ακούσουν τις συναυλίες του τραγουδιστή κυρίου Αντώνη Ρέμου στο θρυλικό νησί των ανέμων και να ανοίξουν τις αφρώδεις σαμπάνιες τους. Ιερός σκοπός η διασκέδαση των νεοελλήνων. Το νέο τάμα του Έθνους.
     Αυτά τα ολίγα τραγελαφικά και αδιάφορα για τους νεότερους ήρθαν στην σκέψη, καθώς διαβάζοντας τα μυθιστορήματα του Γιώργου Ιωάννου και του Κώστα Ταχτσή, έπεσε από τις σελίδες ενός μυθιστορήματος ένα απόκομμα της απογευματινής εφημερίδας «Τα Νέα» του παλαιού συγκροτήματος Λαμπράκη, με το Μέγαρο Μουσικής-τώρα τα νέα αριστερά τζάκια της εξουσίας, τα νεόπλουτα και πάντα με το σακίδιο στον ώμο-κάνουν τις κυβερνητικές τους εκδηλώσεις στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Έτσι κύριοι της αντιπολίτευσης δείχνουμε εμείς το νέο αριστερό μας προφίλ, το πλεονέκτημα της πολιτικής ηθικής μας. Μετατοπίζοντας το κέντρο πολιτικού βάρους της κυβερνητικής πολιτικής, από το Μέγαρο στο Φάληρο, με τους νέους κήπους και τις λιμνούλες των ελληνικών Βερσαλλιών, όπου κάνουν τις βεγγέρες τους οι νεοέλληνες. Φτου Κύριε φυλακί τω στόματί μου. Σκηνοθέτα και Ηθοποιέ κύριε Γιώργο Κιμούλη εσύ ένας Πειραιώτης, τι γύρευες να διοικήσεις Εκεί, στο Φάληρο, και ποιους; Οραματίστηκες να αναμορφώσεις την νέα, νεανική σύγχρονη τάξη των τζακιών των δεξιών και αριστερών των μηχανικών και αρχιτεκτόνων γόνων της συγκυβέρνησης; Και ποιος θα σου έδινε το παραδάκι;
     Το απόκομμα αυτό της εφημερίδας «Τα Νέα» της Τρίτης 24 Οκτωβρίου 1989, στις πολιτιστικές της σελίδες αναφέρεται σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο κλεινόν άστυ για τα «Εκατό χρόνια παράδοση» του εκδοτικού οίκου και του βιβλιοπωλείου ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΑΚΗΣ. Ένα ιστορικό βιβλιοπωλείο με παράδοση, που δίδαξε γενιές και γενιές ελλήνων και ελληνίδων το καλό και ποιοτικό βιβλίο, αναγνωστική ανατροφή νέων, τόσο με τα βιβλία που εξέδωσε και μετέφρασε όσο και με αυτά τα οποία εμπορεύονταν στην διάρκεια της εμπορικής και επιχειρηματικής του δραστηριότητας.
     Δυστυχώς οι φωλιές αυτές της γνώσης που κουρνιάζουν τα βιβλία, όπως του ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ,-και άλλων στο κέντρο της Αθήνας και τα περίχωρα, δεν υπάρχουν πιά. Η οικονομική κρίση, η αναγνωστική αδιαφορία των νεοελλήνων, η σύγχρονη ηλεκτρονική τεχνολογία, η αλλαγή του τρόπου ζωής των σύγχρονων ατόμων, ανάγκασαν τις εκδοτικές αυτές επιχειρήσεις να διακόψουν την λειτουργία τους. Οι χώροι αυτοί εστίες πολιτισμού λιγοστεύουν με την πάροδο του χρόνου. Οι παλαιότερες γενιές των συγγραφέων αποσύρονται και οι νεότερες, εκδίδουν τα βιβλία τους είτε ηλεκτρονικά ή στους ελάχιστους απομείναντας εκδοτικούς εμπορικούς οίκους. Οι ελληνίδες συνήθως διαβάζουν τα ερωτικά και αισθηματικά βιβλία-τσιμεντόλιθους», που απευθύνονται μάλλον, σε άτομα που επισκέπτονται τα βιβλιοπωλεία μόνο γιαυτό τον λόγο. Η παλαιά παράδοση των παλαιών εκδοτικών οίκων και βιβλιοπωλείων έχει αρχίσει να γράφει την ιστορία της στις σελίδες της ελληνικής γραμματείας. Βιβλιοπωλεία χώροι που δημιουργούσες σχέσεις αναγνωστικής και πνευματικής συντροφιά, χώροι που αναπτύσσονταν αναπάντεχες παρέες, καλλιτεχνικές ομάδες, γίνονταν ανέλπιστοι διαξιφισμοί, ξαφνικοί τσακωμοί, για το αν ένα βιβλίο αξίζει την προσοχή μας ή όχι, οι γονείς δώριζαν βιβλία όχι μόνο ως δώρο αλλά ως αναγκαίο εφόδιο ζωής. Βιβλιοπωλεία, χώροι των Μουσών που φτερούγιζε η αχειροποίητος φαντασία των καλλιτεχνών. Τώρα όλα αυτά έχουν αντικατασταθεί από τα ογκώδη πολυκαταστήματα προϊόντων παντώς είδους και ποιότητας. Ο κύκλος έκλεισε μαζί με τους ανθρώπους του. Οι νεότεροι και οι νεότερες δημιουργούν τον δικό τους χώρο, ίσως ξένος για εμάς τους παλαιούς Τρώες αναγνώστες και επισκέπτες των βιβλιοπωλείων.
    Σκέφτηκα να αντιγράψω το κείμενο της εφημερίδας, εμπλουτισμένο με την σχετική μνημονική μου ως συνήθως φλυαρία, σαν μια οφειλή σε μια παλαιά παράδοση ενός εκδοτικού οίκου που άφησε εποχή και σημάδεψε τα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας για πολλές γενιές, όπως υπήρξε ο εκδοτικός οίκος ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗ. Θέλω να πιστεύω ότι η οφειλή αυτή συμπεριλαμβάνει και τους άλλους εκδοτικούς οίκους και τα παραδοσιακά βιβλιοπωλεία και τυπογραφεία που δεν υπάρχουν πια, τόποι επιμόρφωσης των ελλήνων. Ανθηρά λιβάδια ζωής και γνώσεων που κάρπισαν θετικά τις σκέψεις μας. Και γιατί επίσης πιστεύω ακράδαντα από παλαιά, ότι η ελληνική γραμματεία δεν αποτελείται μόνο από συγγραφείς, ποιητές, δοκιμιογράφους, θεατρικούς δημιουργούς, μεταφραστές, καθηγητές πανεπιστημίου, διδάσκοντες συγγραφείς κλπ., αλλά, και από άλλες ανθρώπινες ομάδες και μονάδες που βοηθούν με την προσωπική τους εργασία, να οικοδομηθεί αυτό που λέγεται γραπτός πολιτισμός. Όπως είναι οι τυπογράφοι, οι εκδότες, οι διορθωτές κειμένων, οι σχεδιαστές εξωφύλλων, οι επιμελητές βιβλίων, οι υπάλληλοι των βιβλιοπωλείων και οι βιβλιοπώλες, οι πλασιέ, τα άτομα που ασχολούνται με την ποσότητα του χαρτιού που χρειάζεται μια έκδοση, οι βιβλιοδέτες, οι σκιτσογράφοι, οι αναγνώστες έργων, οι κριτικοί βιβλίων, οι δημοσιογράφοι, όλο αυτό το τεράστιο κύκλωμα ανθρώπων που εργάζεται για να εκδοθεί και να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο. Το βιβλίο δεν είναι μόνο ο συγγραφέας του. Αλλά ένας ολόκληρος ίσως άγνωστος σε εμάς τους αναγνώστες κόσμος, μέχρι το πνευματικό αυτό προϊόν να φτάσει στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων και στα χέρια μας.
     Το κείμενο είναι ανυπόγραφο. Σίγουρα θα έγινε από συνεργάτη δημοσιογράφο της εφημερίδας που κρατούσε την πολιτιστική σελίδα.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ
ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
     «Εκείνο που επίσης συνδέει τους νέους λογοτέχνες της δεκαετίας του 1920 μ’ έναν άλλον εκδοτικό οίκο, του Ελευθερουδάκη, είναι η έκδοση απ’ αυτόν το 1922 της ποιητικής ανθολογίας «Οι νέοι». Η ανθολογία που κυκλοφόρησε με την επιμέλεια του Τέλλου Άγρα αποτελεί μια αξιοπρόσεχτη ομαδική παρουσία στο χώρο της λογοτεχνίας. Πραγματοποιήθηκε χάρη στον Ελευθερουδάκη, ο οποίος επίσης τότε εξέδιδε και την αξιόλογη ομώνυμη σειρά». Μ’ αυτά τα λόγια αναφέρεται ο Γιάννης Παπακώστας στο βιβλίο του «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας», στον «Ελευθερουδάκη» ένα από τα κεντρικότερα βιβλιοπωλεία της Αθήνας, που έχει παίξει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πνευματικής ατμόσφαιρας της πρωτεύουσας. Φέτος ο «Ελευθερουδάκης» συμπληρώνει 100 χρόνια ζωής και ο πελάτης όσο και ο περαστικός μπορεί να δει στην βιτρίνα του, με την ευκαιρία αυτή, μια χαρακτηριστική επιλογή από εκδόσεις που έχει κάνει.
     Από ποιήματα της Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου (1922), την «Κερένια Κούκλα» του Χρηστομάνου, τον «Θάνο Βλέκα» του Παύλου Καλλιγά, «Το βυσσινί τριαντάφυλλο» του Πλάτωνος Ροδοκανάκη, την «Επιλογή από το έργο των νέων ελλήνων ποιητών» (που αναφέρεται στο απόσπασμα του Γ. Παπακώστα) έως μεταφράσεις του Σαίξπηρ του Γκαίτε, του Μοντεσκιέ, του Στρίντμπεργκ, του Γκριλπάρτσερ, και φυσικά την «Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη».
     Την επιχείρηση ίδρυσαν δύο Γερμανοί, ο Κάρλ Βίλμπεργκ και ο Καρλ Μπεκ το 1859, και το 1855 ο Μπεκ άνοιξε ένα καινούργιο βιβλιοπωλείο επί της Καραγιώργη Σερβίας 1, και αργότερα Σταδίου 2 και 3 (μαζί με τον Μπαρτ). Στην θέση του όταν αποχώρησε μπήκε ο Κώστας Ελευθερουδάκης που αργότερα έμεινε και ο μόνος κύριος της επιχείρησης. Από το 1909 περίπου και μετά, ο Κώστας Ελευθερουδάκης έριξε το βάρος στον εκδοτικό τομέα και το βιβλιοπωλείο μετατράπηκε σε κόμβο όπου συνέρρεαν οι λογοτέχνες που πήγαιναν εκεί όχι μόνο για τα βιβλία αλλά και για να συναντηθούν μεταξύ τους και να σχολιάσουν τα πνευματικά πράγματα της πρωτεύουσας. Και συχνά άκουγε κανείς να εκσφενδονίζεται η φράση από την πόρτα του βιβλιοπωλείου προς το απέναντι, κλασικό, καφενείο του Ζαχαράτου, «ένα καφέ για τον κύριο Παλαμά», ή «ένα καφέ για τον κ. Πολέμη»
     Σημαντικό υπήρξε επίσης το γεγονός ότι από την αρχή του το βιβλιοπωλείο ήταν δεμένο με το ξενόγλωσσο βιβλίο που έφερνε στην Ελλάδα είτε με το δικό του στοκ είτε με τις ειδικές παραγγελίες των πελατών του. Πολλοί Αθηναίοι και τότε, και τώρα, προμηθεύτηκαν βιβλία από το εξωτερικό παραγγέλνοντάς τα στου «Ελευθερουδάκη».
     Έργο ζωής, όμως του Κώστα Ελευθερουδάκη υπήρξε το 10τομο «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό» ή  «Εγκυκλοπαίδεια» όπως λέγεται, ένα βαρύ οικονομικά έργο για τη δεκαετία του 1930 (ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε το 1927), το οποίο συντάχθηκε από ένα εκλεκτό επιτελείο, Ελλήνων αποκλειστικά, ανθρώπων του πνεύματος, και της επιστήμης. Δύσκολη εποχή για το βιβλιοπωλείο υπήρξε η Κατοχή, που το τέλος της βρήκε  την επιχείρηση  σχεδόν σε κατάρρευση, αλλά ορθοπόδησε και συνέχισε τη λειτουργία του στην οδό Σταδίου.
Μετά το θάνατο, το 1962, του Κώστα Ελευθερουδάκη, ανέλαβε ο γιός του Γιώργος, ο οποίος πήρε την τολμηρή απόφαση να το μεταφέρει στην οδό Νίκης 4 (ισόγειο) όπου βρίσκεται και σήμερα, έναν όχι και τόσο κεντρικό δρόμο τότε. Ο Γιώργος Ελευθερουδάκης πέθανε μετά 6 χρόνια, το 1968, σε ηλικία 49 ετών, αφήνοντας πίσω του τη γυναίκα του τη Βιργινία που αντί να το πουλήσει ανέλαβε την επιχείρηση και την επεξέτεινε, και τις δύο του κόρες Μαρίνα (8 ετών τότε) και Σοφία (13 ετών) που σήμερα διευθύνουν την επιχείρηση.
     Πρόσφατα το βιβλιοπωλείο εκσυγχρονίστηκε ριζικά και για το παρόν του μίλησε χθές στους δημοσιογράφους η Σοφία και η Μαρίνα Ελευθερουδάκη που είπαν ότι ο εκσυγχρονισμός θα προχωρήσει και στον πρώτο όροφο και ότι σύντομα θα ολοκληρωθεί ο εφοδιασμός του βιβλιοπωλείου με κομπιούτερ, ενώ ήδη το βιβλιοπωλείο έχει εφοδιαστεί μ’ έναν υπολογιστή που περιέχει όλα τα βιβλία και τα περιοδικά για όλα τα θέματα, που κυκλοφορούν στις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γαλλία.
    Μιλώντας για την υψηλή τιμή των ξένων βιβλίων είπαν ότι μια πρώτη προσπάθεια για μείωση, είναι το γεγονός ότι για ένα μήνα τα χαρτόδετα βιβλία τσέπης θα πωλούνται στην τιμή του εξωτερικού, και ακόμα ότι θα επιχειρηθεί αναζωπύρωση των εκδόσεων που έχουν ατονήσει. Τα τελευταία χρόνια το βιβλιοπωλείο έχει εκδώσει βιβλία των Α. Γουλυμή, Α. Σαμαράκη, Π. Βαλασάκη, τη σειρά ιατρικών ατλάντων Βολφ, τον Οδηγό Σπουδών Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Ελληνοαγγλικό Λεξικό το «Γκρίτστον».
     Εδώ τελειώνει το ανώνυμο κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» της Τρίτης 24 Οκτωβρίου 1989. Δίπλα από το κείμενο δημοσιεύεται σε μονόστηλο ένα μικρό κείμενο για την δεξίωση που έδωσε το βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη και τα φιλικά πρόσωπα που παρευρέθησαν από τον πολιτικό, τον καλλιτεχνικό και τον λογοτεχνικό και εκδοτικό χώρο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 8 Σεπτεμβρίου 2017

ΥΓ. Το κείμενο της εφημερίδας, δημοσιεύεται το 1989, χρονιά που τα πολιτικά πράγματα της χώρας οδηγούνταν σε μια καταστροφική δίνη. Στο «Βρώμικο ‘89» όπως έγραφε ο στιχουργός και ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος. Να θυμίσουμε για άλλη μία φορά, επειδή η ελληνική ιστορία δεν σταματάει ούτε στην Κατοχή, ούτε στον Εμφύλιο, ούτε στα Μετεμφυλιακά Πέτρινα Χρόνια, ούτε στα χρόνια της επτάχρονης στρατιωτικής δικτατορίας αλλά συνεχίζεται να γράφεται. Ότι ήταν η χρονιά, που ο ηγέτης της συντηρητικής παράταξης και πρωθυπουργός Κώστας Μητσοτάκης μαζί με τον Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας Χαρίλαο Φλωράκη και τον Γραμματέα της Ανανεωτικής Αριστεράς Λεωνίδα Κύρκο, οδήγησαν έναν πρώην πρωθυπουργό, τον Ανδρέα Γ. Παπανδρέου λανθασμένα και εκδικητικά, στο Ειδικό Δικαστήριο, και δίχασαν την Κοινωνία. Μπορεί οι άλλοι να ξέχασαν και δικαίως μετά από τόσα χρόνια, όμως το πολιτικό άγος και των τριών πολιτικών αρχηγών και βουλευτών τους, παραμένει νωπό στην ιστορία της δικής μου γενιάς, γενιάς του 1980.
Ούτως ή άλλως, και η σημερινή κυβέρνηση με στελέχη των δύο προηγούμενων μεγάλων κομμάτων της Νέας Δημοκρατίας και του Πασόκ δεν κυβερνάει και διατηρείται στην εξουσία;
Τον έναν χιτώνα μοιράζονται πονηρέ πολιτευτή που χαμογελάς;
Άσχημη εντύπωση να βλέπεις στην τηλεόραση να μιλούν οι κινέζοι ξένοι και ο έλληνας πρωθυπουργός και πολλοί παρευρισκόμενοι να παίζουν με τα κινητά τους, να χασκογελούν ή να κοιμούνται. Ούτε διάλεξη με τον Γιώργο Βέλτσο να ήταν.                            


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου