Μές στα φωλιάσματα
τα ξένα…»
Τέλλος
Άγρας
ΓΙΑΓΚΟΥ
ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗ
ΠΟΙΗΣΗ
Εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ»
Διαστάσεις 14,5Χ21, σελίδες 32, τιμή 5 ευρώ
Νομίσαμε,
πώς θ’ άξιζε πλάϊ στις μεγάλες φωνές του σύγχρονου ελληνικού ποιητικού λόγου,
πού άλλοτε μεγαλόστομα κι’ άλλοτε σ’ έναν υψηλό, παθητικό τόνο γεμίζουν με τη
γοητευτική τους αρμονία τον ποιητικό χώρο του καιρού μας, να προβάλουν απόψε,
μια ποιητική, θα έλεγα, σχολή, πιο προσιτή και ίσως, πιο συγγενική στο ψυχικό κλίμα της εποχής μας.
Θα θέλαμε
ν’ ακουστεί μια άλλη ποιητική φωνή, χαμηλή αυτή τη φορά, τρυφερή, ευαίσθητη,
υποβλητική, πού αν και απογυμνωμένη από κάθε φραστικό μεγαλείο κατέχει ωστόσο,
το μυστικό, με την απλότητα και μόνο πού είναι διατυπωμένη, που κρύβει μιάν
αλήθεια, να μας αιχμαλωτίζει και να μας αποκαλύπτει, κάποτε, τον εαυτό μας, ως
τα βάθη της ψυχής μας. Κι’ αν, αξιολογικό, η ποίηση αυτή, δε μπορούμε να πούμε,
πώς έχει το προβάδισμα στη σύγχρονη Ελληνική ποιητική πορεία, χρέος μας
θεωρήσαμε ωστόσο, ν’ ασχοληθούμε με την ιδιαίτερη αυτή, και όχι ίσως και τόσο
γνωστή στους πολλούς πτυχή της ελληνικής ποίησης. Και επειδή είναι μια ποίηση
εσωτερική, αληθινή, με λιτά εκφραστικά μέσα-λιτά και απλά-όπως τέτοια είναι και
τα θέματα που την απασχολούν και πλησιάζει, καθώς είπα, περισσότερο στο ψυχικό
κλίμα του καιρού μας, μας συγκινεί αμεσότερα.
Πολλοί,
βέβαια, διακονούν σήμερα την ποίηση. Αλλ’ ατυχώς, υπάρχουν περισσότεροι κακοί
παρά καλοί. Ανάμεσα στις αιρέσεις και στα σχίσματα και παρουσιάζονται τα
τελευταία χρόνια, ζητούμε ν’ ανακαλύψουμε την αληθινή ποίηση.
Υπάρχει
σήμερα, καθώς όλοι ξέρουμε, μια καινούργια επαναστατική αντίληψη, από πολλούς
νέους ποιητές, και από ορισμένο κοινό, πού ζητούν στην ποίηση-όπως και στις
άλλες τέχνες-κάτι το πολύ ξέθωρο, το ψεύτικο, το πολύπλοκο, και πρό πάντων το
εγκεφαλικό, πού καταλήγει σ’ έναν άγονο ερμητισμό, τελείως αντίθετο από τον κοινωνικό
προορισμό πού έχει η ποίηση. Μια στροφή σε μια τεχνική ποίηση περισσότερο
προκλητική παρά αληθινή. Και τούτο, γιατί είναι πολύ πιο εύκολο να την
πραγματοποιήσουν, παρά να μας φανερώσουν την ποίηση στη βαθύτερη και πιο
αληθινή της ουσία. Αναζητούν την ποίηση εκεί που δεν υπάρχει και πολλές φορές
την αγγίζουν χωρίς να την αντιληφθούν. Και όμως, η ποίηση είναι πολύ κοντά μας.
Μες στην ίδια τη ζωή, την καθημερινή μας ζωή. Ποίηση υπάρχει σε κάθε «όν» και
σε κάθε πράγμα. Αλλά χρειάζεται ένστικτο ποιητικό, γνήσιο, πηγαίο τάλαντο, και
υπομονή ακόμα θα έλεγα, και θέληση, για να τη συναντήσει ο ποιητής στα βάθη που
υπάρχει. Να βρίσκει την ποίηση μέσα στα ταπεινά και τα καθημερινά. Να την
αναπλάθει, να την δεσμεύει με την τέχνη του και να την παραδίνει στους άλλους,
καθώς ο μυροποιός μας ξαναδίνει, μετουσιωμένο, το άρωμα των λουλουδιών.
Στο
σημείο αυτό βρίσκω σκόπιμο να πώ λίγα λόγια γενικά, για την ποιητική φόρμα. Ο
Λόγος έχει, μια ιδιαίτερη μορφή. Ό,τι είναι ποιητικό εκφράζεται σε στίχους.
Αυτό είναι πολύ απλό. Αναγνωρίζομε δηλαδή, τη θεά από τη λατρεία, από
θρησκευτικό τυπικό εκείνων, πού την διακονούν. Αλλά, και να μην συγχέουμε τη
φόρμα με την αληθινή ποίηση. Πολλά αρμονικώτατα ποιήματα δέν περιέχουν κάποτε,
παρά κενολογίες. Ο ρυθμός είναι μια καλή μάσκα, και πίσω απ’ αυτήν κρύβεται
κάποτε το κενό… Πολλές φορές, σε παρόμοιους στίχους, διαπιστώνει κανείς έλλειψη
κάθε σκέψης, καθώς και πολλές
κοινοτοπίες. Σε τέτοιους στίχους
εντυπωσιακούς, βλέπομε ν’ αναπληρώνεται η έμπνευση με την αυστηρή τήρηση των
τεχνικών και μόνο κανόνων. Αλλά η ποίηση απουσιάζει. Άλλοι πάλι-και οι
χειρότεροι-ζητούν να την αναπληρώσουν με την αναρχία νοημάτων και ιδεών και τη
ριζική κατάργηση ρυθμών και μέτρων και που είναι σήμερα οι περισσότεροι. Και
στη μία και στην άλλη περίπτωση ο στίχος παραμένει ένα ένδυμα, που δεν μας
δίνει το ποιητικό αίσθημα, όπως η μπλούζα δε μας προσφέρει πάντα, την ιατρική
σοφία.
Η
θαυμαστή συνύπαρξη ουσίας ποιητικής και άψογης εξωτερικής μορφής δημιουργεί τα
μεγάλα και αθάνατα ποιητικά έργα. Πάντως, κάθε εποχή θα εκφραστεί με τα δικά της
μέσα. Και οι στίχοι πού θ’ αποκρυσταλλωθούν με βάση την αληθινή έμπνευση κι’
ένα γνήσιο ποιητικό αίσθημα, δεν είναι δυνατό, παρά να είναι στίχοι αληθινοί
και να συγκινούν.
Μια
τέτοια γνήσια ποίηση με ιδιότυπη σφραγίδα είναι και η ενδόμυχη, η χαμηλόφωνη,
που θα μας απασχολήσει απόψε, και πού μας δείχνει ότι, αντίθετα, με τα ψυχρά
κατασκευάσματα των οπαδών του σουρεαλισμού που περιφρονητικά ατενίζουν τους
ρητορικούς, γι’ αυτούς, και ξεπερασμένους καθώς λένε, μεγάλους μας λυρικούς,
υπάρχουν στίχοι και παλαιότερων ποιητών αλλά και νεώτερων, αληθινά προσωπικοί,
που συνταιριάζουν τη γοητεία του μετρημένου στίχου, του παραδομένου ποιητικού
λόγου, με μια λιτότερη έκφραση, ένα ύφος απλό και συγκρατημένο, πού κρύβει
ωστόσο, τόση συγκίνηση και τόση αλήθεια. Και όλοι ξέρομε, ότι χωρίς αλήθεια,
τέχνη δεν νοείται.
Η ενδόμυχη
αυτή ποίηση, χάρη στη βασική της, συναισθηματική ουσία, θα μπορούσε να
ονομαστεί ακόμα, και ποίηση της καρδιάς και του αισθήματος. Αλλά όχι όπως
μπορεί ίσως, να νομίσει κανείς, αποκλειστικά, του ερωτικού αισθήματος. Είναι
μια ποίηση που εκφράζει κυρίως τον ψυχισμό κόσμο των ανθρώπων, (και αυτό είναι
το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της), χωρίς την έξαρση και το λυρικό ξεχείλισμα των
μεγάλων και ισχυρών αισθημάτων και στην μορφή και στην ουσία-καθώς μας έχουν
συνηθίσει οι σύγχρονοι, καθιερωμένοι λυρικοί μας-είναι μια ποίηση, που εκφράζει
την αγάπη, που φτάνει ή αποκορυφώνεται, και ποτέ ίσαμε το πάθος. Τον πόνο, όχι
τον υπερβολικό και απελπισμένο, αλλά τον ήρεμο και συγκρατημένο, πού
κατασταλάζει μυστικά, ως την εγκαρτέρηση και την γαλήνια υποταγή. Τη στοργή,
που εμπνέει τρυφερότατους στίχους, συγκινητικής απλότητας για το παιδί, και πού
εκφράζει γενικότερα, τόσο απλά και συγκινητικά, τις ψυχικές μας σχέσεις με τους
αγαπημένους δικούς μας. Τά ερωτικά αισθήματα μιάς δειλής παρθενικής ψυχής, κι
ακόμα, τα βαθύτερα εσωτερικά δράματα, που μένουν τις περισσότερες φορές βουβά,
χωρίς καμιά εξωτερίκευση και καμιά δικαίωση ή κάθαρση. Η ψυχική ζωή, δηλαδή,
των ατόμων, αλλά πάντα σ’ ένα μέσο, συγκρατημένο τόνο. Γι’ αυτό μπορεί να
ονομαστεί και λυρική ποίηση του «ήσσονος τόνου», αφού και το ύφος της, όσο κι’
αν κρατιέται συχνά, καθώς είπαμε, στα πλαίσια της παράδοσης, είναι ανάλογο με
την ουσία: συγκρατημένο, λιτό και παράξενο κάποτε, απλό. Λέξεις πεζές και
συνηθισμένες, της καθημερινής ζωής, πού δίνουν ωστόσο, έτσι τεχνικά βαλμένες
στο στίχο, έναν τόνο υποβλητικά ανθρώπινο και τόσο κάποτε αποκαλυπτικό. Τίποτα
το χτυπητό, τίποτα το βουερό, πού να θυμίζει τη μεγαλόστομη,
λαμπρή-ανεπανάληπτη ίσως-λυρική ποίηση ενός Κωστή Παλαμά ή ενός Άγγελου
Σικελιανού.
Τα ψυχικά
γεγονότα, οι συγκινήσεις και οι καταστάσεις μετουσιώνονται εδώ, ποιητικά, μ’
έναν τρόπο που βρίσκει ολόϊσα το δρόμο προς την καρδιά μας, μ’ ένα βαθύ και
πηγαίο αίσθημα. Ένας τρόπος στη διατύπωση και στην όλη έκφραση, πού καλεί τον
κόσμο, αποκαρδιωμένον από τις σύγχρονες-τις περισσότερες, τουλάχιστον-ποιητικές
εκδηλώσεις, τον καλεί λέω, να συμφιλιωθεί με την ποίηση, με μια τέχνη λιτή, πού
είναι τέχνη αληθινή. Πόση ποίηση δεν κλείνουν αίφνης, οι στίχοι που θα ακούσετε
τώρα, τόσο τρυφεροί, πού ανήκουν σ’ έναν ποιητή, όχι και τόσο γνωστό τον Τώνη
Χρηστίδη:
Η νονά μας και το παραμύθι
Πρίν να τελειώσει χτές το βράδι
η
νόνα μας το παραμύθι,
της
λάμπας σώθηκε το λάδι…
κι
εκείνη βαριαποκοιμήθη…
--
Η
νόνα… σαν τηνε φωνάξαμε,
δεν
ξύπνησε πιά το πρωί…
Η
λάμπα χάλασε… Το παραμύθι
κανένα
πιά… δεν τ’ άκουσε παιδί….
Το ίδιο
απλή και βαθιά συγκινητική η ποιητική τέχνη, όταν αναπλάθει κάποια της ψυχής
ιστορία, κάποιο δράμα εσωτερικό, χωρίς φανταχτερές λέξεις και λαμπρά χρώματα.
Σά να μη θέλει να βροντοφωνήσει τους βαθύτερους στεναγμούς της ψυχής, σά να μη
θέλει ν’ ακουστεί μεγαλόφωνα ή λυγμική κάποτε, φωνή μιας πονεμένης καρδιάς…
Αλλά, να έρχομαι να σας μιλήσω απόψε για μια τέτοια ποίηση τόσο «εντίμ», σε μια
μεγάλη αίθουσα, σ’ ένα ευρύ ακροατήριο, αναρωτιέμαι-πολύ αργά βέβαια-εάν αυτό
αποτελεί θέμα δημόσιας ομιλίας. Θα ήταν ίσως, περισσότερο θέμα μιας οικείας
συνομιλίας μέσα σ’ ένα πολύ στενό κύκλο, σε μια γωνία σαλονιού, την ώρα πού
πέφτει το βράδι, ή ακόμα, μετά το δείπνο, όταν με τα μεγάλα φώτα σβησμένα, δεν
υπάρχει στην κώχη του σαλονιού, για να φωτίζει το χώρο, παρά ένα μαλακό φώς,
διακριτικό, απλό, σαν εκείνο απ΄ τις καλές παλιές λάμπες άλλων καιρών… Επάνω σ’
ένα τραπέζι, κοντά μας, λίγα βιβλία με στίχους που μπορούμε να πάρομε στην
τύχη. Γιατί είναι βιβλία, πού είναι φίλοι, πού ανοίγουν μόνα τους στις πιο
συχνοδιαβασμένες σελίδες. Τότε, μπορούμε να διαβάσουμε γλυκά και χαμηλόφωνα…
Εκείνοι
που μας τριγυρίζουν είναι πολύ κοντά μας, και μόνο αυτή η προσέγγιση δημιουργεί
μια ατμόσφαιρα αισθηματική, υποβλητική, γλυκειά, που ανοίγεται η καρδιά, για να
δεχτεί το μύρο της ποίησης και όλοι μαζί είναι έτοιμοι με μια διάθεση
συναισθηματική, για ν’ ακούσουν τον καθαρό ποιητικό λόγο του απλού «χαμηλού
τόνου». Αλλά θα ήταν κάπως δυσάρεστο να προορίζονταν οι στίχοι αυτοί μόνο για
ένα στενό κύκλο.
Φρονούμε,
ότι χωρίς καμιά ζημιά του στίχου, αξιόλογα, μπορούμε να ευρύνουμε τον κύκλο,
μια και όσοι μας ακούνε απόψε είναι κινημένοι από την αγάπη για την ποίηση,
λάτρες κ’ εκείνοι του στίχου. Και θαρρώ, πώς η ατμόσφαιρα που ανέφερα, είναι
κιόλας δημιουργημένη μεταξύ μας… Μια ατμόσφαιρα αισθηματική, μια αρμονία
καρδιών, πού σας κάνει ικανώτερους, ν’ απολαύσετε την εντύπωση, που
αναπληρώνοντας τον ποιητή, με την προσωπική μας ερμηνεία, θα προσπαθήσουμε να
σας δώσουμε απόψε. Γιατί, πραγματικά, οι ποιητές που αγαπούμε είναι μέρος του
εαυτού μας. Είναι εμείς οι ίδιοι.
Υπάρχουν
ορισμένοι στίχοι, όπου εκφράζεται τόσο ωραίο εκείνο που αισθανόμαστε, που
διαβάζοντάς τους, για πρώτη φορά, έχομε την ξαφνική αίσθηση, πώς μας ανήκουν.
Ο ποιητής
θα πρέπει νάχει μπει-χωρίς να πάρουμε είδηση-μέσα στην ψυχή μας, κ’ ένα βράδι
να μας τους έχει «υπεξαιρέσει…». Αλλά αυτό δε μας δυσαρεστεί. Αντίθετα, θέλαμε
μάλιστα, οι στίχοι αυτοί ν’ αγαπηθούν και από άλλους. Εκείνοι που τους αγαπούν,
αγαπούν και μας περισσότερο, είναι πλησιέστεροι μας, ψυχικά. Έχομε την ίδια
συναισθηματική ιδιοσυγκρασία. Γι’ αυτό και εμείς τους αγαπούμε επίσης
περισσότερο. Και θα ήθελα ν’ αναφέρω ιδιαίτερα, ορισμένους νέους ποιητές, με
ουσιαστική ανανέωση του στίχου και με εκφραστικά μέσα εντελώς προσωπικά,
τολμηρά, που ξαφνιάζουν τους πολλούς, μα πού οι στίχοι τους ερμηνεύουν μ’ ένα
βαθύτατα ανθρώπινο, ιδιότυπο τόνο, σε ύφος καθημερινής κουβέντας, όλη την
πικρία και όλες τις αγωνίες της βασανισμένης γενιάς τους. Στίχοι λιτοί, γυμνής
ομορφιάς, που προδίδουν ένα γνήσιο ποιητικό βάθος και μια ψυχική ευαισθησία που
μας γεννά άμεσα και υποβλητικά την πιο δυνατή ανάγνωση. Αλλά, καθώς θα δήτε,
είναι ασυνήθιστη η τεχνοτροπία αυτή που ξαφνιάζει σήμερα τους πολλούς, αλλά πού
θα δικαιωθεί ίσως αργότερα, από το χρόνο.
Τέτοιος
ποιητής είναι ο Αλέξανδρος Μπάρας, ανώτερος διπλωματικός, ο Νίκος Καββαδίας,
επαγγελματίας ναυτικός, που εκφράζει τα συναισθήματά του από τη ναυτική του ζωή
και που στίχους του θ’ ακούσετε απόψε. Ο Γιάννης Ρίτσος, στην ποιητική του
έκφραση τα τελευταία χρόνια, και άλλοι. Ίσως το ποιητικό τους κλίμα και
ιδιαίτερα του Αλέξανδρου Μπάρα χαρακτηρίζεται από βαθιά μελαγχολία και
πεσιμισμό, όπως και του Κώστα Καρυωτάκη, πού δεν φτάνει όμως, ως το σαρκασμό
και το πικρό χιούμορ του τραγικού εκείνου ποιητή, και που τον έχει τόσο
επηρεάσει, καθώς και ο Κωνσταντίνος Καβάφης και μάλιστα ο τελευταίος και στην
τεχνοτροπία του. Και είναι κρίμα, αν τέτοια καταθλιπτικά αισθήματα: η πλήξη, η
ανία, η πληγωμένη ευαισθησία βρίσκουν απήχηση ή και ασκούν-το
χειρότερο-επίδραση στις ψυχές των νέων που τους διαβάζουν. Πάντως, δεν μπορούμε
να μη παραδεχτούμε, ότι είναι γνήσιοι ποιητές, με πραγματικά ανανεωμένο στίχο
και συναισθηματικό πλούτο, αντίθετα από τους παραστρατημένους νέους, δήθεν
μοντέρνους ποιητές, που η εγκεφαλική τους ποιητική παραγωγή φανερώνει απουσία
και αισθήματος και λογικής. Και νομίζω, ότι ταιριάζει ν’ ακουστούν απόψε, οι
εσωτερικοί, εξομολογητικοί τους στίχοι μέσα στα πλαίσια και στο πνεύμα της
χαμηλόφωνης ποίησης και σαν ύφος και σαν ουσία.
Το είδος
αυτό της ποίησης, που χαρακτηρίζεται για την οικειότητα και τρυφερή της
εσωτερικότητα δε μας είναι στον τόπο μας
γνώριμο, παρά σποραδικά, τα τελευταία είκοσι ως τριάντα χρόνια, γιατί γενικά, η
ποίηση από τη φιλολογική επανάσταση του 1880 με τη «Νέα Σχολή» κ’ ύστερα,
κρατιόταν σ’ ένα υψηλό λυρικό τόνο. Όσο για την ακόμα παλαιότερη εποχή των
ρομαντικών, μπορεί να μας έχει δώσει ποιήματα αισθηματικά-και παραέχει
μάλιστα-αλλά ο αισθηματισμός φανερώνονταν πληθωρικά, σε ύφος έντονο, κραυγαλέο.
Σε φόρτον αυτό έριχνε και το φοβερό της βάρος η παγερή γλωσσική έκφραση. Η
ποίηση αυτή, κάθε άλλο παρά να έχει τη γλύκα και την απαλωσύνη της θερμής,
τρυφερής ποίησης των ευγενικών, αγνών αισθημάτων.
Στα
ποιήματα αυτά κυριαρχεί η υπερβολή, αυτή που και χαρακτηρίζει το ρομαντισμό.
Δεν υπάρχει αλήθεια. Στίχοι της καρδιάς, πού δεν είναι καθόλου εμπιστευτικοί,
όπως:
«Και
όταν είς το στήθος σου την χείρα μου εκράτεις,
και
πίστιν μου ωρκίζεσο μέχρι στιγμής υστάτης,
τά
πάντα ήσαν όνειρον οι όρκοι σου εκείνοι
κ’
οι πλάνοι θρήνοι.
--
Φεύ,
έχασα τά όνειρα και μετ’ αυτών τον βίον!
Ναι,
τώρα, πλάνης φέρομαι στενάζων και δακρύων…
άνευ
ελπίδων, έρμαιον δυστυχιών και πόνων
με
μνείας μόνον!»
Αλλά και
η μανιασμένη φύση, οι ανταριασμένοι ουρανοί και τα μαύρα σύννεφα παίρνουν
επίσης μέρος στην ερωτική αυτή ποίηση, μαζί με το δαιμονισμένο πάθος. Μεγάλες
χειρονομίες, μεγάλες φωνές, αποστροφές, επικλήσεις.
«Ώ
αργυρά πανσέληνος μετρίασε το φώς σου,
είς
νέφη κρύψου μελανά, διόλου αμαυρώσου».
Ένας
ρητορισμός και μια εξωτερικότητα. Εκείνο, πού δεν ήταν ίσως, παρά μια ασήμαντη
μικρή αγάπη, πρέπει «πάση θυσία» να γίνει δράμα…. Μια μικρή απογοήτευση, πληγή.
Ένας ελάχιστος πόνος γίνεται απελπισία, που εκδηλώνεται ψεύτικα, περισσότερο
προκλητικά, παρά αληθινά. Αλλ’ αυτό ακριβώς είναι πιο εύκολο να πραγματο-
ποιηθεί. Σε όλα αυτά βέβαια, υπάρχει κάποιο ποιητικό αίσθημα, αλλά πάντα, είναι
μια ποίηση πού της λείπει η δύναμη, η κίνηση, η ομορφιά. Πράγμα πού βρίσκομε στους
Γάλλους ρομαντικούς. Μια ποίηση που γίνεται νέα, εύγλωττη, ριγηλή, παλλόμενη,
πού όταν περνά από την τρυφερή φαντασία ενός Ουγκώ και την αρμονική καρδιά ενός
Λαμαρτίνου, την υψηλή σκέψη ενός Βινύ, τον πυρετικό αισθησιασμό ενός Μυσσέ,
βρίσκει υπέροχους τόνους. Αλλά εδώ πρόκειται για μεγάλους ποιητές, που φυσικά
κάνουν μεγάλο ό,τι κι’ αν αγγίξουν.
Δεν
υπάρχει λοιπόν, άλλη ποίηση πιο προσιτή σε όλους, από την ποίηση που είναι ο
ταπεινός καθρέφτης, όπου η καθημερινή πραγματικότητα δεν παραμορφώνεται, ούτε
μεταμορφώνεται και που μπορεί ν’ αντικρύσει κανείς, όπως είναι, ολοκάθαρη
αληθινή, μια ποίηση μαζί της καρδιάς και της ζωής, της καρδιάς μέσα στη ζωή, με
τις χαρές μας και με τις λύπες μας, μ’ εκείνες τις χαρές και μ’ εκείνες τις
λύπες, πού δεν εξωτερικεύονται με μια βαριά τεχνική, που καλύπτει όλα ένας
μυστικός πέπλος, και που δεν φωνασκούν, που είναι ωστόσο, βαθιές και μυστικές,
και δεν είναι πάντοτε λιγότερο ενδιαφέρουσες. Αυτές οι χαρές και αυτές οι
λύπες, όταν πρόκειται να εκφραστούν, δεν έχουν ανάγκη να στολιστούν, όπως είπα,
με μεγάλα λόγια.
Οι ποιητές
μεταχειρίζονται τις λέξεις όλου του κόσμου, της καθημερινής ζωής. Γι’ αυτό και
συγκινούν και περισσότερο. Μπορεί να έχει κανείς αγαπήσει με όλη του την καρδιά
και να έχει υποφέρει, και όμως να είναι σαν τους άλλους ανθρώπους, χωρίς να
έχει σκεφθεί ποτέ, να σκοτώνει εκείνην που τον άφησε, ούτε η προδομένη γυναίκα
ν’ αφεθεί στο μαρασμό και στο θάνατο. Όλα αυτά τα μεγάλα και υπερβολικά
αισθήματα, πού δίνουν έξαρση στους ποιητές, δεν είναι πάντα εκείνα που διαρκούν
περισσότερο. Είναι παρατηρημένο άλλωστε, ότι, οι απαρηγόρητοι χήροι και χήρες
είναι εκείνοι που συνήθως, παρηγορούνται, γρηγορότερα.
Αλλά, η
χαμηλόφωνη ποίηση, η ήρεμη, η εσωτερική, τρυφερή, με τη λιτή έκφραση, είναι
αληθινά, μια σύγχρονη ποιητική πρωτοτυπία. Ασχολείται όχι μόνο με την
αισθηματική, ερωτική ζωή, αλλά με την οποιαδήποτε ζωή, όπως τη ζούμε, όπως την
αγαπούμε και με όση μπορούμε εγκαρτέρηση. Αλλά χωρίς εκείνες τις εσωτερικές
εξεγέρσεις, τόσο συχνά ανώφελες, πού μαρτυρούν περισσότερο έναν ανήκουστον
εγωϊσμό, παρά ισχνή αδύνατη θέληση.
Ενώ,
αντίθετα, φτάνει κανείς ως την υπέρτατη θυσία, όχι από μιάν άβουλη υποταγή,
αλλά με το τίμημα μιάς οδυνηρής προσπάθειας, επίμονα ηθελημένης, πού κάποτε
λυτρωτικά μας ανανεώνει. Πόσα ανυποψίαστα δράματα, συχνά σπαραχτικά, δεν
παίζονται στο μυστήριο και στη σιωπή των καρδιών… Και τα δράματα αυτά είναι
συχνότερα από ό,τι τα φανταζόμαστε. Μας τα είπε ο ποιητής (ο Κωστής Παλαμάς):
«Είναι
κάποιοι χαλασμοί σε κάποιες χώρες ώρες
δίχως
αστραπόβροντα κι’ ανεμικές και μπόρες…
--
Είναι
κάποια δράματα σκληρά ξετυλιμένα
στις
ζωής τα ταπεινά και τα συνηθισμένα…»
Πόσοι
πόνοι κρυφοί κι’ ανείπωτοι και πόσα αισθήματα ανέκφραστα, για όνειρα που
σβήνουν, για χαμένα ιδανικά, δε μένουν βαθιά θαμμένα στην ψυχή των ανθρώπων,
πού μ’ αυτά ζούν και μ’ αυτά, τις περισσότερες φορές, τελειώνουν τη ζωή τους…,
χωρίς ίσως, κανείς άλλος να τα γνωρίσει… Ο ποιητής μόνο μας φανερώνει τις
συγκινήσεις αυτές, τις δεσμεύει, τις αποκρυσταλλώνει στο στίχο του, και τις παραδίνει
στο μεγάλο χρόνο, για να ζήσουν, για να τις γνωρίσουν, με την αισθητική μορφή
του μετρημένου λόγου, όχι μόνο οι άνθρωποι της εποχής του, αλλά η μιά ύστερα
απ’ την άλλη, οι κατοπινές πού θάρχονται γενεές. Πόσο είναι ζηλευτή η μοίρα του
ποιητή! Ένα ψυχικό γεγονός, μια εσωτερική περιπέτεια, πού θάμενε μόνο στα βάθη
μιάς καρδιάς, ο ποιητής έρχεται, με το στίχο του, να την ξεσκεπάσει στα μάτια
των πολλών, ωραιοποιημένη, με τη μαγεία και την καθολικότητα της τέχνης του.
Τέτοιο είναι το σπαραχτικό ανθρώπινο ποίημα από τους «Σκλάβους πολιορκημένους»
του Κώστα Βάρναλη, πού θ’ ακούσετε σε λίγο και πού είναι η τραγική εικόνα του
αποτυχημένου ανθρώπου στη ζωή. Αλλά δεν είναι μικρή υπόθεση-και αυτό πρέπει να
τονιστεί ιδιαίτερα-να κάνει κανείς ποιητική, τη λεπτομέρεια της καθημερινής
ζωής. Ο στίχος κινδυνεύει σε κάθε βήμα να σκοντάψει, να ισοπεδωθεί, να γίνει
ένα απλό πεζολόγημα. Και χρειάζεται μια ιδιαίτερη μαστοριά, για να συνταιριάξει
κανείς το αληθινό και το ποιητικό μαζί, Και όταν υπάρχει ποίηση, η φόρμα δεν
παίζει, παρά δευτερεύοντα ρόλο.
Τέτοιους
τρυφερούς στίχους, χαμηλού τόνου, βρίσκομε ωστόσο, αρκετούς σκόρπιους στο έργο
και παλαιότερων ποιητών μας, πού συμπεριλάβαμε στο αποψινό πρόγραμμα, όσο κι αν
γενικώτερα και αποκλειστικά, δεν ανήκουν όλοι στη χαμηλόφωνη ποίηση. Πάντως, τα
ποιήματα που θ’ ακούσετε είναι γραμμένα σε ύφος απλό και συγκρατημένο και
ανταποκρίνονται νομίζω, στο πνεύμα της ομιλίας αυτής.
Ειδικώτερα, τη μοντέρνα αυτή σχολή την εκπροσωπούν νεώτεροι ποιητές, που
ζούν σ’ ένα ευαίσθητο ποιητικό κλίμα, πού τους βοηθεί ν’ αποκρυσταλλώσουν τις
συγκινήσεις τους με τον πιο λιτό και τρυφερό κάποτε, τρόπο. Στη χορεία
παλαιότερων ποιητών πρέπει ν’ αναφέρομε και τον αξέχαστο Νίκο Χαντζάρα, που οι
στίχοι του αβροί, ιδιαίτερα, όταν έχουν θέμα το παιδί, είναι γραμμένοι, θα
έλεγα, με μια γυναικεία ευαισθησία , και πού μας δίνουν πάντα βαθύτατη
συγκίνηση. Δεν θα μπορούσαμε όμως να πούμε το ίδιο και για τη χαμηλόφωνη, αλλά
παθητική φωνή του Λάμπρου Πορφύρα, του Ζαχαρία Παπαντωνίου, του Κώστα Χατζόπουλου,
πού αυτοί είναι καθιερωμένοι εκπρόσωποι της παραδοσιακής, λυρικής ποίησης.
Για τον
ίδιο λόγο νομίζομε, ότι δεν θα είχαν τη θέση τους απόψε οι στίχοι τόσων
εκλεκτών ποιητριών μας, καθώς της Μυρτιώτισσας, της Αιμιλίας Δάφνης, της
Κλεαρέτης Δίπλα Μαλάμου, την Μαρία Πολυδούρη και άλλων, όπως θα περίμενε
κανείς, αφού πρόκειται για οικεία, τρυφερή ποίηση, γιατί οι στίχοι τους
αποκαλύπτουν ένα θαυμαστό λυρισμό, μια ορμητική κάποτε ευφράδεια, περισσότερο
λυρικό πάθος, που φτάνει ως τα παράπονο κι άλλοτε ως την απελπισία, παρά
συγκρατημένη αισθαντικότητα και εγκαρτέρηση.
Ωστόσο,
βρίσκει κανείς κάποτε φανερή την επίδραση της μοντέρνας σχολής στο έργο άλλων
ποιητριών και στα θέματα και στη λιτή τεχνοτροπία. Αναφέρομε πρόχειρα, το
τρυφερότατο ποίημα της Μελισάνθης: «Στη μνήμη του πατέρα μου», και τους τόσο
ανθρώπινους πικρούς στίχους της Σοφίας Μαυροειδή-Παπαδάκη: «Το ιδιαίτερο
μάθημα» και της Δώρας Μοάτσου στο «Δε σ’ αγαπώ», πού μπορώ να πώ, θυμίζει
Ζεραλντύ. Αλλά άς αφήσομε ν’ ακουστεί η υποβλητική φωνή των ποιητών μας, που
περιλάβαμε στο αποψινό μας πρόγραμμα και πού οι στίχοι τους κρύβονται σαν τους
μενεξέδες, στον κήπο, τον αρχοντικό και μεγαλόπρεπο, της Ελληνικής ποίησης:
ΝΙΚΟΣ
ΧΑΓΕΡ-ΜΠΟΥΦΙΔΗΣ
Η
αιώνια ιστορία
Καιρός πιά να τελειώνει η ιστορία αυτή…
Πολύ εβάσταξε… Θα βρει έναν τρόπο… Θα της πει…
--
Άλλως τε, αρκεί, λίγη ψυχρότητα να δείξει
κ’ εύκολα η ιστορία αυτή θα λήξει…
--
Έτσι είπε. Και την άλλη Κυριακή
τέτοια, ακολούθησε, ως το τέλος τεχνική:
--
Της μίλησε με «τρυφερήν αδιαφορία»
και πώς… τον κοίταζεν αυτή, με απορία!...
--
-Και βέβαια, θα βλεπόμαστε… Ποιος ξέρει…
Αλήθεια, είδες; Πάει το καλοκαίρι…
--
Αυτή δεν απαντούσε… Κάποιο δάκρι
απ’ των ματιών της στάλαξε την άκρη…
--
Και με παράπονο βουβό, δίχως να κλάψει,
τον ρώτησε, αν θέλει να του γράψει.
--
Αυτός, με τρόπο, άλλαξε ομιλία:
-Ναι, άς του έγραφε… με πρώτην ευκαιρία…
--
…Και έτσι χωρίστηκαν. Μά ήταν δυνατό…
Ήταν, λοιπόν, αυτό τόσο απλό;…
--
…Πέρασαν μέρες. Δεν ελάβαινε το γράμμα,
και τότε αρχίνησε το αληθινό το δράμα:
--
Το βράδι ο ταχυδρόμος σαν περνά,
πώς νιώθει την καρδιά του να χτυπά!...
--
Κ’ οι μνήμες, πού του φαίνονταν σα χρόνοι,
περνάν, κι αυτός… ολοένα μαραζώνει…
--
Το ξέρει πιά, πώς δε θαρθεί το γράμμα ‘
κι όμως… προσμένει ακόμη θάμα…
ΓΕΩΡΓΙΟΣ
ΑΘΑΝΑΣ
Παρασκευούλα
Παρασκευούλα, μούειπαν πώς παντρεύεσαι
κ’ έναν καλό λεβέντη κάνεις ταίρι.
Πόσο βαθιά για την χαρά σου χάρηκα
μόνο η καρδιά μου κι’ ο Θεός το ξέρει.
--
Περνούσε ο γάμος, τόπο αντίκρυ διάλεξα.
Είδε το παλληκάρι πού σ’ ορίζει.
Άκουσα τα βιολιά και τα λαλούμενα
και σ’ έρανα, νυφούλα, με το ρύζι.
--
Ήσουνα τόσο αγνή με τα νυφιάτικα,
που όλος ο κόσμος γκαρδιακά σ’ ευχιότουν
κ’ εκείνοι, που ευλογούσανε την τύχη σου,
κι’ αυτός… πού τη δική του… καταριότουν.
ΚΩΣΤΑΣ
ΒΑΡΝΑΛΗΣ
Απ’ τους «Σκλάβους πολιορκημένους»
Πρόλογος
Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός.
Κι αν τα γόνατά σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός
μπρός στο κάθε τραπεζάκι.
«-Γειά σου Κωνσταντή βαρβάτε!»
«-Καλησπερούδια, αφεντικά’ πώς τα καλοπερνάτε;»
--
Ένας σούδινε ποτήρι κι’ άλλος σούδινεν ελιά.
Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά.
Κι αν σε πείραζε κανένας-άχ εκείνος, ο Τριβέλας!-
Έκανες πώς δεν ένιωθες… και πάντα εγλυκογέλας.
--
Χτές και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρός, χρόνια
μετά…
Η ύπαρξή σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά.
Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;
Άχ, πούσαι νιότη πούδειχνες πώς θα γινόμουν άλλος!
ΦΩΤΟΥ
ΓΙΟΦΥΛΛΗ
Αριθμοί
Βρήκα μές σε χαρτιά κιτρινισμένα
το σονέττο, για κείνη την κυρία,
πούταν τότε, κορίτσι, όλο ευτυχία’
τα 18 δεν τάχε δά κλεισμένα.
--
Κ’ είν’ από τότες χρόνια 23-
λιγότερα μήτ’ ένα-περασμένα.
Θάχει πατήσει πιά τα 41.
Τάχα όμως, νάχει νιώσει δυστυχία;
--
Τώρα δε θάναι πιά μήτε δροσάτη,
μήτε και πεταχτούλα, μήτε νιά…
Θάναι δυσκολοκίνητη, γιομάτη,
--
μα ακόμη θα κρατεί κι όμορφο κάτι.
-«Κλείνω», θα λέει με νάζι, «τά εικοσιεννιά».
Μά οι αριθμοί δεν έχουνε σπλαχνιά!...
ΚΩΣΤΑ
ΚΑΡΘΑΙΟΥ
Μια
γυναίκα
Καμπούριασε η φτωχιά στη μηχανή,
και, ράψε-ράψε, πέρασε όλη μέρα:
πάρα πολύ βαραίνει τον αέρα
ετούτη η ώρα η βραδινή.
--
Στέκεται ετούτη η ώρα, σιγανή,
και σαν τίγρη τα νύχια της απλώνει:
κι’ αν έπαψε η καρδιά πιά να ματώνει,
πιο δυνατά γιαυτό πονεί.
--
Τι να θυμάται εκεί στην ορφανή
γωνιά, και ράψε-ράψε από τις έξι,
καμπούριασε χωρίς να το προσέξει
πάνω σ’ αυτή τη μηχανή…
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
ΚΑΒΑΦΗΣ
Έν
Σπάρτη
Δεν ήξερεν ο βασιλεύς Κλεομένης, δεν τολμούσε-
δεν ήξερε ένα τέτοιον λόγο πώς να πεί
προς την μητέρα του: ότι απαιτούσε ο Πτολεμαίος
για εγγύησιν της συμφωνίας των ν’ αποσταλεί κι αυτή
είς Αίγυπτον και να φυλάττεται-
λίαν ταπεινωτικόν, ανοίκειον πράγμα.
Κι όλα ήρχονταν για να μιλήσει’ κι όλο δίσταζε.
Κι όλο άρχιζε να λέγει κι όλο σταματούσε.
--
Μά η υπέροχη γυναίκα τον κατάλαβε
(είχεν ακούσει κιόλα κάτι διαδόσεις σχετικές),
και τον ενθάρρυνε να εξηγηθεί.
Και μάλιστα χαίρονταν πού μπορούσε νάναι
στο γήρας της ωφέλιμη στην Σπάρτη ακόμη.
Όσο για την ταπείνωση-μά, αδιαφορούσε.
Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός
να νιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός
όθεν κ’ η απαίτησίς του δεν μπορούσε
πραγματικώς να ταπεινώσει Δέσποιναν
επιφανή ως αυτήν-Σπαρτιάτου βασιλέως μητέρα.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Ο πιλότος Νάγκελ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
Ο Μιχαλιός
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑΣ
Η μικροδουλεύτρα
ΔΩΡΑΣ ΜΟΑΤΣΟΥ
Στο παρθεναγωγείο του παλιού καιρού
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΑΡΑΣ
Η «Κλεοπάτρα», η «Σεμίραμις» κ’ η «Θεοδώρα»
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Edward
VI
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ
Οι νέες των Επαρχιών
ΤΑΚΗ ΠΑΠΑΤΖΩΝΗ
Εστία
ΝΙΚΟΥ ΠΕΤΙΜΕΖΑ-ΛΑΥΡΑ
Θειά Μαρώ
ΜΙΧΑΗΛ
ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κυριακή
Μια μικρούλα, μια φτωχούλα, μια ορφανή και
προδομένη,
Κυριακή, τ’ απόγεμά της λυπημένη το περνά.
Τον θυμάται, τον θυμάται πάντα, μέσα στην καρδιά
της,
το σκληρό πούναι μακριά της και την έχει ξεχασμένη.
--
Κυριακή, έξω στο δρόμο τα κορίτσια σεργιανούν,
τα κορίτσια, πού αγαπιούνται καθεμέρα,
τα κορίτσια που αγαπούνε κ’ είναι πάντα προδομένα…
--
Μά η μικρή, πούχε αγαπήσει μόνο μια φορά,
πλάι στο παράθυρό της τον θυμάται και πονά.
--
Το σοφό παράθυρό της τάχει μάθει, τάχει μάθει…
και φυλάει τα μυστικά της απ’ τη γειτονιά…
--
Κυριακή, με φώς, με ήλιο, με φορέματα πολλά,
Κυριακή, ένα τραγουδάκι λένε τα παιδιά,
κι αντηχεί σαν κάποια θλίψη, τονισμένη ρυθμικά,
κι αντηχεί σαν κάποια θλίψη στην φτωχούλα της
καρδιά,
πού ναι πιά συνηθισμένη
νάναι προδομένη…
----------
Ετελείωσα, Κυρίες και Κύριοι.
Περάσαμε μαζί μια ώρα με τη συντροφιά
ποιητών, με στίχους απλούς, βγαλμένους μέσα απ’ τη ζωή. Και μου φαίνεται, ότι
βρήκαμε έτσι την ευκαιρία, να μπούμε λίγο και στη δική μας καρδιά. Να
ξαναδιαβάσουμε μόνοι μας κάποιες σελίδες από το μυστικό εκείνο βιβλίο, πού η
ζωή γράφει μέσα στον καθένα μας, ακόμα και σε κείνους πού ποζάρουν, πώς είναι
λιγότερο ευαίσθητοι. Θα είμαι ευτυχής, αν σας έδωσα μια εικόνα, μιάς αληθινής
και ξάστερης ποίησης. Κι ίσως, να μην είταν απόψε χωρίς ενδιαφέρον, ν’ ανοίξαμε
απλά τις ψυχές μας, στην τόσο απλή ευφράδεια της καρδιάς…
Γιάγκος Αργυρόπουλος
Μεταφέροντας στο ιστολόγιο την
«ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ» διατήρησα την ορθογραφία του προφορικού λόγου του συγγραφέα
Γιάγκου Αργυρόπουλου όπως την βλέπουμε τυπωμένη στο μικρό βιβλιαράκι, εκτός από
ορισμένα τυπογραφικά αβλεπτήματα που μπορεί να μην αλλοίωναν, αλλά δυσκόλευαν
την ροή του κειμένου του ανθολόγου, μια και ο σημερινός αναγνώστης σίγουρα θα
σταματούσε πολλές φορές την ανάγνωση, διαβάζοντας μια διαφορετική γλωσσική
μορφή. Λέξεις που γράφονταν με διαφορετική ορθογραφική φόρμα πριν την κατοπινή
ιστορικά, γλωσσική και εκπαιδευτική ομοιογενοποίηση. Άφησα ανέπαφη την
ορθογραφική εκδοχή των ποιημάτων όπως μας τα παραθέτει ο Αργυρόπουλος, παρότι
γνωρίζω τις αλλαγές που συναντάμε στα Άπαντα των ποιητών και ποιητριών σε
μεταγενέστερες συγκεντρωτικές εκδόσεις, ή στα ίδια τα ποιήματα, που επέλεξε να
παρουσιάσει ο συγγραφέας, τα οποία ανθολογούνται σε άλλες ποιητικές ανθολογίες.
Το βιβλίο είναι τυπωμένο στο πολυτονικό σύστημα της εποχής.
Η ομιλία
αυτή-«ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ»-που δόθηκε από τον Γιάγκο Αργυρόπουλο στην αίθουσα του
Φιλολογικού Συλλόγου του Παρνασσού και ξανάγινε στην Πάτρα, ύστερα από
πρόσκληση του «Μορφωτικού Συλλόγου Πατρών» όπως σημειώνει ο ίδιος ο συγγραφέας
σελίδα 5, εκδόθηκε από το ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ «ΕΣΤΙΑΣ» χωρίς να αναφέρεται η
ημερομηνία έκδοσης. Αυτό αν δεν κάνω λάθος μάλλον σημαίνει, ότι δεν εντάχθηκε
στα επίσημα βιβλία που εξέδιδε ο παραδοσιακός και σημαντικός αυτός εκδοτικός
οίκος. Ίσως έγινε ιδίοις αναλώμασι και η «ΕΣΤΙΑ», του έδωσε τον κυκλοφοριακό
τίτλο. Ερώτημα μάλλον προκαλεί και η αγνόηση (;) της μικρής αυτής ανθολογίας
από μεταγενέστερους ανθολόγους παρόμοιων
ποιητικών χαμηλών φωνών, ή ελάσσονων λυρικών ποιητών του μεσοπολέμου. Δες
παραδείγματος χάριν την προσωπική ανθολογία του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, «Η
ΧΑΜΗΛΗ ΦΩΝΗ» Τα λυρικά μιάς περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς, εκδόσεις
Νεφέλη 1990 σελίδες 224 με εισαγωγή του Αλέξανδρου Αργυρίου, «Ένα σχόλιο (Ίσως
όχι εντελώς περιττό…). Μια ολοκληρωμένη ποιητική ανθολογία χαμηλόφωνων λυρικών
ποιητών του μεσοπολέμου, συγγενική με την ανθολόγηση του Αργυρόπουλου (ακόμα
και στον τίτλο)-φυσικά με άλλες, εγκυρότερες και πληρέστερες ανθολογικές
προδιαγραφές. Επίσης, την ποιητική ανθολογία «Ελάσσονες ποιητές του
Μεσοπολέμου» εκδόσεις Καστανιώτη 2015, σελίδες 175 του συγγραφέα Σωτήρη Τριβιζά
με εισαγωγή δική του, «ΜΙΑ ΛΥΠΗΤΕΡΗ ΜΠΑΛΑΝΤΑ». Μια ενδιαφέρουσα ανθολογία
ποιητών εκείνης της περιόδου που βρίσκονται κάτω από την σκιά της ποίησης του
Κώστα Καρυωτάκη και του πεσιμιστικού του κλίματος, συγγενικές φωνές συνεννόησης
όμως με τις παραπάνω. Να μνημονεύσουμε εδώ και το μικρό μουσικό βιβλιαράκι-ποιητικό
ανθολόγιο, «ΚΥΡΙΑΚΕΣ ΜΕΣ ΣΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ»- ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ.
ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΕΝΘΕΤΟ CD.
Ανθολόγηση Σωτήρης Τριβιζάς, Μουσική Δημήτρης Μαραμπής, Ερμηνεία Κωνσταντίνος
Κληρονόμος, εκδόσεις Σοκόλη-Κουλεδάκη 2006. Μέσα πάνω κάτω στην ίδια ποιητική
ατμόσφαιρα, κινείται και η «ειδική» μικρή ανθολογία του Γεράσιμου
Λυκιαρδόπουλου, «Η ποιητική του παλιάτσου»-ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΙΛΥΡΑ ΣΤΟΝ ΣΚΑΡΙΜΠΑ(Δοκίμιο
ανθολογίου), εκδόσεις Έρασμος 1999. Που αναφέρεται κυρίως στους «φανταιζί»
ποιητές. Ποιητικά ανιχνευτικά λυρικά ίχνη φωνών που βρίσκονται σίγουρα μέσα στο
κλίμα της φανταιζίστικης ποίησης,(θεματογραφία, στιλ, ύφος, περιεχόμενα, κλπ)
άλλα και στο προοιμιακό κράσπεδο του μοντέρνου ποιητικού λόγου. Έτσι όπως αυτός
άρχισε να διαμορφώνεται μετά την έκδοση της «Στροφής» του Γιώργου Σεφέρη, αλλά
και τον διακρίνουμε-εν σπέρματι-σε πολλές ποιητικές μονάδες του αλεξανδρινού
Κωνσταντίνου Καβάφη, στον ποιητή Τάκη Παπατσώνη και σε ορισμένους άλλους
προδρόμους του μοντερνιστικού κινήματος στην ελλάδα. Ποιητικές φωνές που
απομακρύνθηκαν από την βαριά σκιά τόσο του Διονυσίου Σολωμού όσο και μετέπειτα,
του Κωστή Παλαμά και των πνευματικών τους επιγόνων. Ελάσσονες λυρικές φωνές του
μεσοπολέμου, που μορφοποίησαν τον δικό τους ποιητικό στιγματισμό, δημιούργησαν
νέες συμπεριφορές ποιητικού προβληματισμού, καινούργιες τεχνικές ποιητικής
διαπραγμάτευσης, που μπορεί μεν να φέρουν την σφραγίδα ενός σολωμικού
ιδανισμού, κυοφορούν όμως στα σπλάχνα τους τα σπέρματα της νεωτερικότητας.
Φωνές χαμηλής θερμοκρασίας αλλά εξίσου αληθινές, συγκινητικές και ευαίσθητες,
που άφηναν πίσω τους ή ελάχιστα και υποδόρια τονίζονταν η επιρροή τους από το
υστερογενές πεσιμιστικό κλίμα του Καρυωτακικού έργου. Το Καρυωτακικό πνεύμα, με
τον έναν ή άλλον τρόπο παρέμενε ζωντανό και κυρίαρχο για αρκετές δεκαετίες και
μετά την σφαίρα της Πρέβεζας, σχεδόν μέχρι των ημερών μας. Τέλος,
στην συμπληρωματική αυτή παράθεση όχι μάλλον εκτός θέματος τίτλων βιβλίων,
οφείλουμε να αναφέρουμε και την «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΥΡΙΚΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ» εκδόσεις
Πυρσός ΑΕ 1930 του Κλέωνος Παράσχου και Ξ. Λευκοπαρίδη, δες και «ΠΡΟΟΙΜΙΑΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ»
των εκδοτών, που έχει προηγηθεί χρονολογικά από την «ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ» του
Γιάγκου Αργυρόπουλου. Ποιητικές φωνές επίσης συγγενικές, όμορα πρόσωπα και
προσωπεία λυρικών ποιητών, που ανήκουν στην ίδια ατμόσφαιρα. Ποιητικές
συνθέσεις που δεν έχουν οξειδωθεί με το πέρασμα του χρόνου και την αλλαγή των ιστορικών
και κοινωνικών συνθηκών, διατηρώντας ακόμα την πρωταρχική τους στιλπνότητα, την
ποιητική τους φρεσκάδα, την βιωματική τους αλήθεια, την ανιχνεύσιμη και οικεία
εικονοποιίας τους, την μουσικότητα των παλαιών ρυθμών, που μπορεί να μην μας
δημιουργούν στις μέρες μας αυτήν την μοντέρνα «αναρχία των αισθήσεων», την “dereglement des sens”, που έλεγε ο γάλλος ποιητής Arthur Rimbaud, όμως μας δίνουν την
αίσθηση μιας ποιητικής καθολικότητας αξιόλογων χαμηλών φωνών, ποιητών που
ανήκουν στον τελευταίο κύκλο της παράδοσης. Ποιητές και ποιήτριες που τους
αποκαλούμε ελάσσονες λυρικούς, χαμηλόφωνους-σε σχέση παραδείγματος χάριν με την
στεντόρεια φωνή του Άγγελου Σικελιανού-που κατόρθωσαν όμως να διαμορφώσουν την
δική τους αποκλειστική αντιπροσωπευτικότητα και ποιητική σήμανση και
εξακολουθούν ευτυχώς, να συμπεριλαμβάνονται στις μεταγενέστερες χρονολογικά
γενικές ανθολογίες ή εργασίες. Λυρικές χαμηλόφωνες ποιητικές φωνές που ακόμα
μας συγκινεί ο λυρισμό τους, η καθαρότητα του ύφους τους, η αγνότητα των
αισθημάτων τους, η μουσικότητά τους, η ευγενική τους διάθεση, ο βιωματικό τους
βηματισμός, οι εσωτερικοί δρόμοι ανίχνευσης της ατομικής μοίρας των ανθρώπων
στους νέους μοντέρνους καιρούς. Δεσπόζουσες φωνές, που έγραψαν την δική τους
ιστορία, χάραξαν τα ίχνη τους στο πέρασμα του χρόνου και διαβάζονται ακόμα.
Μια ποιητική συνάθροιση του Γιάγκου Αργυρόπουλου,-με
την ευκαιρία μιας ομιλίας του-που ξυπνά αναμνήσεις, μας υπενθυμίζει φωνές που
αρμενίζουν στον ποιητικό χρόνο, αισθητικές της γλώσσας , ύφος γραφής,
ποιητικούς ρυθμούς που συναντάμε ίσως μόνο πλέον στα λαϊκά τραγούδια.
Οφείλουμε ακόμα να επισημάνουμε, ότι το κείμενο του
Γιάγκου Αργυρόπουλου, στέκεται ισάξια-κατά την γνώμη μου πάντα-με τις εισαγωγές
των άλλων ανθολογιών.
Εκτός από ένα μικρό λήμμα στον δεύτερο τόμο της
Λογοτεχνίας των Ελλήνων των εκδόσεων του Χάρη Πάτση, Αθήνα χ.χ. σελίδα 395-, που
υπογράφεται από τον Γιώργο Πράτσικα, και παραθέτει αποσπάσματα από το έργο του
«ΙΟΥΔΑΣ Ο ΙΣΚΑΡΙΩΤΗΣ» και τέσσερα ποιήματά του: «Η ΚΑΛΑΜΙΑ», «Η ΠΟΜΠΗ ΤΟΥ
ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ», «ΣΤΟΝ ΤΑΦΟ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΜΟΥ» και το «ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ», δεν
κατόρθωσα να συναντήσω άλλα στοιχεία για τον συγγραφέα αυτόν όπου ανέτρεξα.
Παρότι έχει εκδώσει αρκετά έργα όπως αναφέρει στην δεύτερη σελίδα του βιβλίου
του.
Σύμφωνα
με τον Γιώργο Πράτσικα, ο Γιάγκος Αργυρόπουλος είναι:
«λόγιος και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στην Πάρο το
1893 και ήταν εξάδελφος του καλλιτέχνη ηθοποιού Βασίλη Αργυρόπουλου. Όλη του
την ζωή την αφιέρωσε στην απαγγελία, που τη δίδαξε πάνω από σαράντα χρόνια ως
καθηγητής στο «Ωδείο Αθηνών», όπου κυρίως δίδασκε ψαλμούς του Δαυίδ και τα
ποιητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Επίσης είχε ιδρύσει δική του σχολή στο
Λύκειο των Ελληνίδων με σημαντικό αριθμό μαθητριών.
Αφού αποφοίτησε από το Βαρβάκειο και πήρε το δίπλωμά
του των Φυσικών Επιστημών από το Πανεπιστήμιο το 1945, χρημάτισε για αρκετά
χρόνια επαγγελματίας δημοσιογράφος στην «Εφημερίδα» του Δημητρίου Κορομηλά,
στην εφημερίδα «Αθήναι» του Πώπ, στην «Εστία» κλπ.
Η
ακαλαίσθητη και στομφώδης απαγγελία που άλλοτε βασίλευε στα κοσμικά σαλόνια και
το θέατρο έδωσε την θέση της στην επίμονη, ακριβή και βαθειά μελέτη των κειμένων
των ποιητών τόσο της παραδόσεως, όσο και των συγχρόνων. Ο Αργυρόπουλος κατόρθωνε
να μεταδίδει στους μαθητές του εσωτερικότερο και ουσιαστικότερο τρόπο απαγγελίας,
αναλύοντας τον ποιητικό λόγο στην αληθινή του έκφραση και το βαθύτερο νόημά του.
Ως άνθρωπος, ο Αργυρόπουλος είχεν ήθος υψηλής στάθμης, ψυχικήν ευγένεια και τελικά
υπήρξε αληθινός ευπατρίδης».
Σημείωση:
τον τίτλο του άρθρου μου, τον δανείστηκα από τον ακροτελεύτιο στίχο του ποιήματος
«Παντοτεινός χωρισμός» του ποιητή και κριτικού Τέλλου Άγρα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα
Πειραιάς, 29 Σεπτεμβρίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου