Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Η Αλαλία του κοινού μας πένθους


Η Αλαλία του πένθους

     Είναι στιγμές μέσα στην ελληνική ιστορία, τον ελληνικό πολιτισμό και ίσως και στην πολιτική, που, ακόμα και οι πιο κοινόχρηστες και φθαρμένες λέξεις, οι πλέον κακοποιημένες-πολυχρησιμοποιημένες λέξεις, λέξεις σλόγκαν στις διάφορες δημόσιες δηλώσεις μας, επαληθεύονται μέσα στην συνείδηση του κοινωνικού σώματος. Όταν παραδείγματος χάριν φεύγει από τον μάταιο τούτο κόσμο ένα πρόσωπο της επιστήμης, της τέχνης, της καλλιτεχνίας του πολιτισμού μιας χώρας, με ευκολία ύφος σοβαρό και περίλυπο, αβασάνιστα πολλές φορές κοιτώντας την κάμερα, βαριεστημένα άλλες που μας θυμήθηκαν ξαφνικά, απαντάμε δημόσια στις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα ή σε ερώτηση των δημοσιογράφων στις σελίδες των εφημερίδων, ότι ο θάνατος του τάδε ή του δείνα είναι μεγάλη απώλεια για τον τόπο και τα γράμματα, τον χώρο της τέχνης, Μια κλισέ απάντηση. Μεγάλη απώλεια και ότι έγινε φτωχότερο από σήμερα το ελληνικό θέατρο, ο κινηματογράφος, ο κόσμος της δημοσιογραφίας, ο κόσμος της ποίησης, της λογοτεχνίας. Και μάλλον η απάντηση αυτή συνοδεύεται από την δημόσια και πάλι παρουσία μας στην εξόδιο ακολουθία του κεκοιμημένου, και στα μικρά πηγαδάκια που στήνονται πέριξ της εκκλησίας και του κοιμητηρίου. Ακόμα και αν δεν τον γνωρίζαμε τον θανόντα, ακόμα και αν δεν είχαμε διαβάσει κανένα του βιβλίο, δεν είχαμε παρακολουθήσει κανέναν του έργο, δεν τον είχαμε καθηγητή, γείτονα ή έστω συμφοιτητή. Ανθρώπινα και απλά μόνο και μόνο επειδή έτυχε να τον δούμε αρκετές φορές στις οθόνες των τηλεοράσεων ή συναντήσαμε το όνομά του στον ημερήσιο τύπο που ξεφυλλίσαμε. Είναι μια συνήθεια των καιρών μας και επαναλαμβάνεται χωρίς ίσως περίσκεψη και αιδώ.
     Αυτή η ανθρώπινη και όχι «κατακριτέα» του πένθους βαττολογία, αυτή η λαπαλιστική κοινωνική του δημόσιου πένθους συνήθεια ημών των ανθρώπων, και οι δύο λεξούλες που προανέφερα, δηλαδή «έγιναν φτωχότερα από σήμερα τα ελληνικά γράμματα» και είναι «εθνική απώλεια» ο χαμός του συγχωρεμένου, που δηλώνει το ακατέργαστο συναίσθημά μας, μπροστά στην απώλεια ενός ανθρώπου, υπάρχουν στιγμές που επαληθεύονται επάξια. Αληθεύουν-χωρίς να σταματούν-την ιστορική διαδρομή της πατρίδας μας, δίχως να αποτρέπουν την συνέχεια του βαδίσματος του ελληνικού πολιτισμού. Και, κατά την γνώμη μου-και θέλω να πιστεύω και για αρκετούς άλλους συνειδητούς φιλίστορες και της αρχαίας γραμματείας λάτρεις αναγνώστες συμπατριώτες μου, πέρα φυσικά από τον στενό πανεπιστημιακό επαγγελματικό και εκπαιδευτικό κύκλο και των κύκλο των φιλολόγων της δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης, είναι πράγματι μεγάλη απώλεια ο χαμός δύο σημαντικών προσωπικοτήτων των ελληνικών γραμμάτων. Του ομότιμου καθηγητή κλασικής φιλολογίας Φάνη Ι. Κακριδή και του φιλόλογου και ιστορικού Σαράντου Ι. Καργάκου. Δύο επιστήμονες, από διαφορετικές περιοχές της ελληνικής επικράτειας, (Αθήνα ο γιός του Ιωάννη Κακριδή, Γύθειο της Λακωνίας ο Σαράντος Ι. Καργάκος) δύο δάσκαλοι της ίδιας ηλικιακής γενιάς, (ο ένας γεννήθηκε το 1933 ο άλλος το 1937) πολλών ελληνικών γενεών σπουδαστών και φοιτητών, που διακόνησαν με ζήλο, μεράκι, αγάπη και προπαντός εκπαιδευτικό και συγγραφικό ήθος και αυταπάρνηση ο καθένας από το μετερίζι του την ελληνική παιδεία και τον πολιτισμό. Δυό αξιοσημείωτες προσωπικότητες της επιστήμης και των γραμμάτων που αναδύθηκαν και άνθισαν στα μετά κατοχικά και μετεμφυλιακά χρόνια στην χώρα μας, και, που με το έργο τους, όχι μόνο γαλούχησαν γενιές ελλήνων αλλά, συνέβαλαν στην οικοδόμηση αυτού που αποκαλούμε ελληνικός πολιτισμός. Είναι οι έλληνες δάσκαλοι που βοήθησαν την ξενοκρατούμενη πατρίδα μας να μην εκβαρβαριστεί ακόμα περισσότερο, είναι οι παιδαγωγοί που έστερξαν με αγωνία πάνω στα προβλήματα της ελληνικής γλώσσας και βοήθησαν να μην μηχανοποιηθεί ακόμα περισσότερο αυτός ο πολιτιστικός πλούτος που προέρχεται από τα πανάρχαια χρόνια και φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Είναι η γενιά εκείνη των ελλήνων δασκάλων και επιστημόνων που έστερξαν να μας κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου στην γλωσσική μας υπομείωση. Η γλώσσα μου είναι η πατρίδα μου έγραφε ο έλληνας παραμυθάς κρητικός συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης, το όνομά μου είναι η ψυχή μου μας έλεγε ο νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, για να μείνω σε δύο ενδεικτικά παραδείγματα ελλήνων δημιουργών, και αυτή την παράλληλη σύζευξη του έθνους μας με την γλώσσα μας είναι που υπηρέτησαν από το δικό του εκπαιδευτικό και εργασιακό κονάκι οι δύο έλληνες που έφυγαν σχεδόν μαζί με την νέα χρονιά.
      Δεν θα αναφερθώ στην περίπτωση του κλασικού φιλόλογου Φάνη Ι. Κακριδή, άλλοι αρμοδιότεροι και εμπειρότατοι στον χώρο του επιστήμονες θα γράψουν αυτά που δικαίως θα γράψουν με την πάροδο του χρόνου. Θα γράψω ελάχιστα λόγια μόνο για τον Σαράντο Ι. Καργάκο.
      Ο Σαράντος Ι. Καργάκος, αυτό το φτωχόπαιδο από το Γύθειο που μεγάλωσε στο Αιγάλεω, και μας υπενθύμιζε πάντα τα δύσκολα χρόνια της γενιάς του-μεταξική δικτατορία, κατοχή, εμφύλιος πόλεμος, στάθηκε πάντα στις επάλξεις της ιστορικής αφύπνισης των νεοελλήνων. Είτε έγραφε σχολικά βοηθήματα για το Λύκειο, είτε δημοσίευε μελετήματα για την διδασκαλία των Εκθέσεων, είτε εξέδιδε ποιητικές συλλογές, είτε έγραφε προλόγους για ποιητές (βλέπε Κώστας Καρυωτάκης), είτε μελέτες για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, είτε το βιβλίο «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΖΩΟΝΟΜΙΑ» ήτοι ζωοφυσική μελέτη περί των σύγχρονων ελλήνων, είτε κυκλοφορούσε τους τρίτομους τόμους για την Ιστορία της Αρχαία Αθήνας ή την δίτομη μελέτη του για την Σπάρτη, οι τίτλοι των έργων του ξεπερνούν τους 70, δεν είχε έγνοια του, πάρεξ ελληνικό έθνος και γλώσσα. Την αφύπνιση ημών των ελλήνων. Κάτεχε την τέχνη της γραφής όπως και της ιστορίας όσο λίγοι. Το βιβλίο του «ΑΛΑΛΙΑ» ήτοι το σύγχρονο γλωσσικό μας πανόραμα που εκδόθηκε το 1984 και έγινε ανάρπαστο τον έκανε γνωστότερο στο αναγνωστικό κοινό και αγαπητό πέρα από το στενό κύκλο των μαθητών του που είχαν την μεγάλη τύχη και ευλογία να τον έχουν δάσκαλο. Δεν αγάπησε απλώς την ελληνική Ιστορία και Πολιτισμό, μας έκανε και εμάς να την αγαπήσουμε, ή να στρέψουμε τον ενδιαφέρον μας στα έργα και τις ημέρες των αρχαίων των βυζαντινών και των ελλήνων της επανάστασης του 1821. Οι ιστορικές του μελέτες για τον Μέγα Αλέξανδρο και άλλες των μεταγενέστερων ιστορικών χρόνων μας φανερώνουν το εύρος των ιστορικών του ενδιαφερόντων και το άνοιγμα τη σκέψης του και των πνευματικών του οριζόντων. Ήταν πολυμαθέστατος και ακούραστος.
     Ο Σαράντος Ι. Καργάκος, αγάπησε και την πόλη μας, τον Πειραιά, είχε επισκεφτεί την πόλη μας και είχε δώσει διαλέξεις. Τον είχαμε παρακολουθήσει με δέος για τις γνώσεις του, το πάθος του για την ελληνική ιστορία, το συνεχές ενδιαφέρον του για την ελληνική γλώσσα. Είναι ζωντανή η μνήμη μου από την ομιλία του στην Πλατεία Κοραή, την προηγούμενη δημαρχιακή περίοδο και την συζήτηση που άνοιξε με τους παρευρισκόμενους. Θυμάμαι που πρότεινε την επανέκδοση του λυρικού ποιητή Λάμπρου Πορφύρα από τον Δήμο μας. Την συζήτηση που άνοιξα μαζί του, και την δημοσίευση μέρος της ομιλίας του σε τοπική εφημερίδα. Τον Σαράντο Ι. Καργάκο τον διαβάζαμε επίσης και στις ολοσέλιδες κριτικές του σε αθηναϊκή εφημερίδα για τα νέα βιβλία που κυκλοφόρησαν.
Ελεύθερος και ενεργός πολίτης, ανεξάρτητο άτομο, επαναστάτης δημοκράτης με τον τρόπο και το έργο του, μας κληροδότησε ένα πολύτομο και πολύπλευρο έργο, που ακόμα δεν έχει εκτιμηθεί όσο του αξίζει. Θα μείνει στις συνειδήσεις των ελλήνων της εποχής μας, σαν ένας δάσκαλος του σύγχρονου γένους των Ελλήνων. Τα βιβλία του και τα δημοσιεύματά του θα μας υπενθυμίζουν προς τα πού οφείλουμε να είναι στραμμένες οι αντένες της ιστορικής μας ευαισθησίας και η πυξίδα του πολιτιστικού μας προσανατολισμού αν θέλουμε να είμαστε ενεργοί πολίτες και ελεύθεροι Έλληνες.
Πραγματικά, μεγάλη απώλεια ο χαμός του Σαράντου Ι. Καργάκου και του Φάνη Ι. Κακριδή.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 17 Ιανουαρίου 2018
Η Μνήμη τους ας είναι αιωνία           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου