«Προνοηματική
βαρβαρότητα»
ή
σε
αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας
Η
νεοελληνική ταυτότητα
Κριτική:
Δημοσθένης Κούρτοβικ
Εφημερίδα
Ελευθεροτυπία 15/6/1989
Γιάννης Γεράσης:
Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΜΥΘΙΚΟΙ
ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ
Εκδόσεις Ροές-Αθήνα 1989, σ.295, δραχμές 1000
Την
περασμένη βδομάδα μας απασχόλησε ένα βιβλίο που έθετε το πρόβλημα του
νεοελληνικού λαϊκισμού ως ιδεολογία μιας αντιπαραγωγικής, παρασιτικής άρχουσας
τάξης. Ο λαϊκισμός είναι στο στόχαστρο και του Γιάννη Γεράση, συγγραφέα της
μελέτης που θα συζητήσουμε σ’ αυτό το τελευταίο προεκλογικό σημείωμα. Αλλά το
όπλο, με το οποίο σημαδεύει ο Γιάννης Γεράσης , έχει μεγαλύτερο βεληνεκές.
Γιατί εδώ ο λαϊκισμός δεν τοποθετείται στην προοπτική μιας πολιτικής επιλογής ή
μιάς διπλωματικής συνωμοσίας, αλλά παρουσιάζεται ως έκτρωμα μιας κοινωνίας που
δεν μπόρεσε να βρει την ταυτότητά της συνδιαλεγόμενη δημιουργικά με το παρελθόν
της και γι’ αυτό προσπάθησε ν’ αυτοπροσδιοριστεί μέσα από ψυχώσεις και
συλλογικές παραισθήσεις.
Η
προσέγγιση στο βιβλίο του Γεράση δεν είναι εύκολη, γιατί ο συγγραφέας συναρτά
το πρόβλημα της νεοελληνικής ταυτότητας με γενικότερα ζητήματα, όπως η ουσία
του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, ο φιλοσοφικός πυρήνας της ορθοδοξίας και η
εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού. Η διαπραγμάτευση αυτού του γενικότερου πλαισίου
από τον Γεράση είναι λεπτή και πολυσήμαντη. Μοιραία, κάθε προσπάθεια
συμπύκνωσης της επιχειρηματολογίας του εκτίθεται στον κίνδυνο της
υπεραπλούστευσης, της αγνόησης, ή υποτίμησης κάποιων παραμέτρων που ίσως να
παρουσιάζουν την όλη προβληματική σ’ ένα διαφορετικό φως. Αλλά τουλάχιστον το
σημείο εκκίνησης του συγγραφέα είναι σχετικά ευδιάκριτο: το θεμελιακό πρόβλημα
της νεοελληνικής ταυτότητας ήταν και είναι πάντα η σύνθεση ανάμεσα στην αρχαία
ελληνική κληρονομιά και τη χριστιανική παράδοση.
Η Δύση,
που κατά τον συγγραφέα κυοφορούσε από την αρχή της ιστορίας της τα ιστορικά
αιτήματα της αστικής τάξης, πέτυχε αυτή τη σύνδεση με τον δικό της τρόπο,
εκκοσμικεύοντας τον χριστιανισμό και επιλέγοντας από τον αρχαίο ελληνικό
πολιτισμό την αριστοτελική συνιστώσα (που οδήγησε στην έξαρση του θετικισμού
και του εμπειρισμού). Στο Βυζάντιο, αντίθετα, δεν έγινε σύνθεση. Η βυζαντινή
παράδοση έδωσε καθαρά υπερβατικό προσανατολισμό στον χριστιανισμό και διαφύλαξε
από την αρχαία Ελλάδα μόνο το στοιχείο της γλώσσας.
Αυτή η
«επιλογή» είχε τεράστιες συνέπειες για τη μετέπειτα πνευματική πορεία του
ελληνισμού. Η νεότερη Ελλάδα διεκδικούσε την αρχαία και τη βυζαντινή κληρονομιά
χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται ότι στην πραγματικότητα είχε κληρονομήσει ένα χάσμα
ανάμεσά τους. Η ορθοδοξία έβλεπε τον αρχαίο πολιτισμό, όπως επανεισαγόταν από
τη Δύση, ως φραγκική συνωμοσία κατά της υπόστασης της, ενώ οι προοδευτικοί
διανοούμενοι θεωρούσαν ότι μεταλαμπάδευσαν αδιαφιλονίκητες επιστημονικές
αλήθειες από την προηγμένη Ευρώπη σ’ ένα καθυστερημένο λαό. Καθώς δεν έγινε ουσιαστικός
διάλογος με την αρχαία παράδοση και η ορθοδοξία έμεινε ξεκομμένη από
οποιοδήποτε ιστορικό αίτημα, τόσο το αρχαίο πνεύμα όσο και η ορθόδοξη εκδοχή
του χριστιανισμού κατάντησαν εθνικές γραφικότητες, φολκλόρ, που στο τέλος
προσφερόταν για τουριστική εκμετάλλευση.
Σ’ αυτές
τις συνθήκες, ήταν λίγο-πολύ φυσικό να μη μπορεί η νεότερη Ελλάδα να
προσδιορίσει την ταυτότητά της, δηλαδή να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο στην
ιστορική της ύπαρξη. Οι ιδεολογίες που κατασκευάστηκαν για ν’ αναπληρώσουν
(σωστότερα: για να κρύψουν) αυτό το κενό ήταν τραγέλαφοι, που παγίδεψαν τις συνειδήσεις
των Ελλήνων σε κίβδηλα οράματα και οδήγησαν σ’ εθνικές καταστροφές. Η πρώτη
τέτοια ιδεολογία ήταν η «Μεγάλη Ιδέα». Όταν κατέρρευσε, τη διαδέχθηκε ο
λαϊκισμός, «ο δεύτερος νεοελληνικός μύθος», όπως τον αποκαλεί ο Γεράσης.
Ο
συγγραφέας ορίζει τον λαϊκισμό, έτσι όπως εδραιώθηκε στον μεσοπόλεμο, με βάση
τρεις συνιστώσες:
α) την έννοια της «λαϊκής ψυχής», ως αναλλοίωτης και
υπερχρονικής συνείδησης, «που κατέχει μυστικά τη θρησκευτική αλήθεια, το φως
της ορθοδοξίας και τη σοφία της ελληνικής γλώσσας» (σ. 92),
β) τον θάνατο της αρχαιοελληνικής σκέψης, «ως ζώσας
και ζωογόνου πηγής διαλόγου» (σ.92) και τον εκφυλισμό της σε «ιδεοποιημένες και
εξαϋλωμένες αρχαιοελληνικές μορφές, κυρίως στη γλώσσα (λέξεις, μύθοι και
ακρωτηριασμένα μάρμαρα)» (σ. 93), και
γ) την απόρριψη του διαλόγου με τη Δύση, «στο μέτρο
που το ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι δεν θεωρείται διαδικασία σύστασης του
νοήματος, αλλά πραγματοποίηση του ήδη κατακτημένου νοήματος (της κατεχομένης
αλήθειας) ελεώ κοινότητας με την αρχαιοελληνική γλώσσα και του φωτός της
ορθοδοξίας που κατοικεί αυτονοήτως στην
ελληνική λαϊκή ψυχή» (σ. 93).
Για ν’
αναλύσει το περιεχόμενο του λαϊκισμού, ο Γεράσης, εξετάζει διεξοδικά, από τη
σκοπιά που τον ενδιαφέρει, τρία βασικά κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας,
που θεωρεί ότι συμπυκνώνουν με τον καλύτερο τρόπο την ουσία του: τη «Στέρνα»
του Σεφέρη, το «Φως που καίει» του Βάρναλη και τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος» του
Ρίτσου. Αυτή η έμπνευση του δίνει και το μέτρο της εμβέλειας του εγχειρήματός
του: ο συγγραφέας δεν ενδιαφέρεται τόσο για τον λαϊκισμό ως «επίσημη»
ιδεολογία, ως πολιτικό λόγο, αλλά κυρίως ως τρόπο αυτοαντίληψη του Έλληνα, που
αντανακλάται σε σημαντικά έργα της νεοελληνικής γραμματείας.
Στη
«Στέρνα» ο Σεφέρης παρουσιάζει όχι τη μόνη, αλλά τη σοβαρότερη «δεξιόστροφη»
εκδοχή του λαϊκισμού: Πεμπτουσία της ελληνικότητας και πηγή της αλήθειας του
κόσμου είναι ο ορθόδοξος «μυστικός λόγος». Η γνώση απορρίπτεται ως αμάρτημα
(«να βγούμε από τη γνώση και την πείνα»). Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι
νεκρός, ένας σωρός ερειπίων, δεν μπορεί να λειτουργήσει γονιμευτικά, δεν μπορεί
να υπάρξει διάλογος μαζί του. Για την ελληνική κοινωνία που εκφράζουν
διανοούμενοι όπως ο Σεφέρης και ο Κόντογλου, «η ιδανική εικόνα του λυτρωμένου
ανθρώπου και οι αυθεντικοί φορείς της ορθοδόξου (λαϊκής) παράδοσης, είναι αυτές
οι γριές, που χωρίς καμία γνώση των ιερών κειμένων, και σίγουρα χωρίς καμία
άλλη γνώση του κόσμου, αλλά με εσώτερη επαφή
και κατοχή του θείου, γυρίζουν στα ξωκκλήσια και προσεύχονται ταπεινά, σιγοψέλνουν
παρακλήσεις και ανάβουν τα καντήλια» (σ.97).
Υπάρχει
όμως και ο «αριστερόστροφος» λαϊκισμός. Σύμφωνα με τον Γεράση, η ηγεσία της
Αριστεράς, αδυνατώντας ν’ ανακαλύψει στην ελληνική κοινωνία προλεταριάτο
μαρξιστικών προδιαγραφών, εγκολπώθηκε και αυτή τη νεφελώδη έννοια του «λαού» ως
φορέα της επανάστασης. Και παρατηρεί ο συγγραφέας:
«Εδώ βλέπει κανείς τη στενή σχέση μεταξύ της
επαναστατικής τάξης και της λαϊκής ψυχής, που έπλασε η πνευματική στροφή του
μεσοπολέμου. Διαπιστώνει κανείς τους δεσμούς συγγενείας αυτών των δύο
αντιλήψεων, οι οποίες ενώνονται σε κοινό μύθο, με κύριο χαρακτηριστικό την
πνευματική ισοπέδωση, την απόκρυψη και την παραμόρφωση της ιστορικο- κοινωνικής
και οικονομικής πραγματικότητας, χρησιμοποιώντας έννοιες- προσωπεία και
ιστορικά άλλοθι» (σ. 187-188).
Οι δεσμοί
και η συγγένεια μπορεί πράγματι να υπάρχουν, αλλά δεν τους «διαπιστώνει κανείς»
με τέτοιες αφηρημένες συσχετίσεις, που στηρίζονται στην κοινή χρήση της έννοιας
«λαός». Η γνώμη μου είναι ότι εδώ ο Γεράσης δεν ιχνηλατεί ικανοποιητικά τις
συνάφειες ανάμεσα στον ορθόδοξης έμπνευσης και τον αριστερό λαϊκισμό. Στα έργα
του Βάρναλη και του Ρίτσου που αναλύει, κατορθώνει μεν ν’ αποδείξει τον
ιδεολογικό πρωτογονισμό των δύο κομμουνιστών ποιητών (και τη χοντροκοπιά της
«στρατευμένης ποίησης»), όχι όμως τη λειτουργία της έννοιας της «λαϊκής ψυχής»,
όπως ην όρισε στις σελίδες 92-93 του βιβλίου του και την κατέδειξε πειστικά
στην περίπτωση του Σεφέρη.
Είναι αλήθεια,
όμως, ότι αν ο Γεράσης διάλεγε άλλες ποιητικές συνθέσεις του Ρίτσου (π.χ. τον
«Επιτάφιο» την «Κυρά των αμπελιών», ή το «Καπνισμένο τσουκάλι») ή, ας το πούμε,
την «Αριάγνη» του Τσίρκα-επίτηδες περιορίζομαι εδώ ν’ αναφέρω κορυφαίες
λογοτεχνικές δημιουργίες και όχι έργα δεύτερης διαλογής- θ’ ανακάλυπτε πράγματι
αυτό που ζητάει: την αυτάρκη, εντελή «λαϊκή ψυχή», κάτοχο της αλήθειας και της
μυστικής γνώσης και ενσάρκωση του Ωραίου. Σε τελική ανάλυση λοιπόν, φαίνεται
ότι ο Γεράσης έχει δίκιο: υπάρχουν βαθύτεροι δεσμοί ανάμεσα στον «δεξιόστροφο»
και τον «αριστερόστροφο» λαϊκισμό.
Το ότι ο
λαϊκισμός στηρίζεται σ’ ένα στείρο, αλλά πρόσφορο για δημαγωγική εκμετάλλευση
μύθο είναι σίγουρο. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η νεοελληνική κοινωνία έχει
αντικειμενικά τη δυνατότητα να στηρίξει την ταυτότητά της σε άλλες, γονιμότερες
αξίες. Ο ακραιφνής ντετερμινιστής θ’ απαντήσει αρνητικά. Ο Γεράσης, που δεν
φαίνεται να πιστεύει στον ιστορικό ντετερμινισμό, υπονοεί ότι θα μπορούσε να
υπάρξει μια άλλη, καλύτερη εξέλιξη (υποστηρίζει μάλιστα ότι στα χρόνια της
τουρκοκρατίας είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις μιας τέτοιας εξέλιξης).
Προσωπικά δεν είμαι σίγουρος ούτε για το ένα ούτε για το άλλο. Το ότι τα
καταφέραμε επιτέλους να θέσουμε και να συζητάμε τέτοια προβλήματα, χωρίς
αλλοτινές ψυχώσεις και αυταπάτες, είναι παρήγορο σημάδι. Αλλά ας μη ξεχνάμε ότι
στην ιστορία τα παρήγορα σημάδια μετρούν λιγότερο από τις συνοπτικές
διαδικασίες.
Όπως, ας
πούμε, αυτή που θα γίνει την Κυριακή…
Δημοσθένης Κούρτοβικ, εφημερίδα Ελευθεροτυπία 15
Ιουνίου 1989
--
Αναγκαία
σημείωση:
Ευτυχώς τα προβλήματα στην περιοχή μας λόγω της
κακοκαιρίας δεν ήσαν και τόσο μεγάλα και έτσι η τροφοδότηση του νερού επανήλθε
κανονικά καθώς και η ηλεκτροδότηση. Αλλά και η σταθερή τηλεφωνία.
Έχοντας δρομολογηθεί η τεχνική διαδικασία για τον
τερματισμό αυτής της ιστοσελίδας (βρέθηκε το άτομο που γνωρίζει την τεχνική
πλευρά του πράγματος, προπληρώθηκε), όπως μου εξήγησε, χρειάζεται ένα μικρό
διάστημα περίπου ένας μήνας-δεν είμαι ειδικός για να γνωρίζω τον χρόνο-που θα
φαίνεται το μπλοκ, κατόπιν θα σβήσει, σκέφτηκα να περάσω μία ή δύο κριτικές που
είχα ετοιμάσει και σχολιάσει. Αφαιρώντας πλέον τα σχόλια τα δικά μου και τις
διευκρινίσεις αντιγράφω την κριτική για το βιβλίο του κυρίου Γιάννη Γεράση, «Η
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ», από τον κριτικό και συγγραφέα Δημοσθένη Κούρτοβικ, που
όταν πρωτοκυκλοφόρησε έκανε φοβερή αίσθηση στους κύκλους των γραμματιζούμενων
εντεύθεν κακείθεν των πολιτικών παρατάξεων και ιδεολογιών. Ένα μελέτημα που
μαζί με τα ιστορικά βιβλία του Γεράσιμου Κακλαμάνη, σημάδεψαν την εποχή τους,
και τους νέους όχι μόνο της γενιάς μου, (γενιά του 1980) και προκάλεσαν πολλές
και ποικίλες αντιδράσεις και συζητήσεις. Το δημοσιεύω επειδή θεωρώ ότι
ταιριάζει με την γενικότερη φιλοσοφία που είχα «ονειρευτεί» για αυτή την
ιστοσελίδα. Ήθελα μια ιστοσελίδα ανοιχτή, με μεγάλο πλουραλισμό θεμάτων, που θα
αναφέρεται σε ζητήματα και προβλήματα του νέου ελληνισμού και της ελληνικής
ταυτότητας, κα φυσικά της ελληνικής και ξένης γραμματείας. Γιαυτό εσκεμμένα δεν
δημοσίευσα κριτικές και δημοσιεύματα που έχουν γραφεί για το δικό μου έργο.
Ήθελα να αναδείξω και να μιλήσω για άλλου είδους ζητήματα και να επαναφέρω στην
μνήμη ίσως, λησμονημένα πρόσωπα και κείμενα. Ή, έστω, κάπως δυσεύρετα. Ή, όχι
τόσο προσβάσημα. Ελπίζω να πέτυχε τον στόχο της μέσα σε αυτόν τον μικρό χρονικό
κύκλο διαδρομής της. Το τι θα διασωθεί από αυτήν και αν διασωθεί κάτι, ο χρόνος
το γνωρίζει.
Συμπληρωματικά να σημειώσω ότι στην ίδια εφημερίδα
στις 23 Απριλίου 1989 υπάρχει και άλλη κριτική για το βιβλίο. Και, όταν
αναφέρει στο τέλος της κριτικής του ο κύριος Δημοσθένης Κούρτοβικ (που η
μετάφραση της «Πατριαρχίας» που έκανε είναι ένας μεταφραστικός άθλος και άξιζε
βράβευση), για την Κυριακή που ακολουθεί, εννοεί τις βουλευτικές εκλογές που έγιναν
στις 18 Ιουνίου του «βρώμικου 1989». Της περιβόητης σκευωρίας του σκανδάλου του
μεγαλοτραπεζίτη.
8 του Γενάρη του
2019. Παράξενες ιστορικές συγκυρίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου