Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Η αντίληψη των εποχών στον Ιαπωνικό λόγο


Η αντίληψη των εποχών στον Ιαπωνικό λόγο

ΑΠΟ ΤΑ «ΧΑΪΚΟΥ» ΣΤΟ «ΑΒΑΡΕ»

Του Γιώργου Σιώρη
Εφημερίδα Η Καθημερινή 16/1/1977

Το Σίντο, σαν αμάλγαμα από αρχέτυπες δοξασίες βαθειά ριζωμένες στη Φύση, θεοποιώντας λόφους, βουνά, δέντρα και ρέματα, πηγές και ποτάμια, έφερε από πανάρχαιους χρόνους τον ιαπωνικό λαό σ’ απόλυτη αρμονία με την Πλάση. Η ζωή του κύλησε μες στους αιώνες σφιχτοδεμένη με τις ισημερίες και τις παλίρροιες, με τα κλωθογυρίσματα των εποχών, με τα καμώματα της Αματεράσου, πού σαν Ανατολίτισσα Περσεφόνη είχε την δύναμη να φωτοδοτή ή να σκοτεινιάζη τη γη. Ζωή ήρεμη και ανανεούμενη, καθώς στάθηκε πάντα χωρισμένη στα τέσσερα, αντλώντας από το κάθε τεταρτημόριο του χρόνου νέα πνοή, ζωντάνια, κουράγιο, μαζί και ποίηση.
     Αδιαπέραστη ή γιαπωνέζικη ψυχοσύνθεση, αφήνει ωστόσο κάποτε μια στενή χαραματιά προσπέλασης, αν συνειδητοποιήσης πώς βασικό, πρωταρχικό της γνώρισμα είναι ότι πορεύεται αρμονικά μες στον αείρροο ρυθμό των εποχών. Τόσο βαθειά, τόσο πολυσήμαντη είναι μια τέτοια διαπίστωση πού θαρρείς και κλονίζεται ο ίδιος ο ορισμός της Αρμονίας όπως τον γνώριζες κατά την δυτική σου προέλευση: «Πολυμιγεών» ένωσις και διχοφρονούντων συμφόρησις», ώριζε η Πυθαγόρεια ιεροκρατία, αδιάφορη για κοσμολογικές αγωνίες κα τον φυσικό κόσμο. «Το γλίστρημα της ζωής ανάμεσα στις τέσσερις περιοδικές όψεις της Φύσης», θ’ απαντούσαν οι άνθρωποι της ακρότατης ανατολής. Κι’ αυτό στην κάθε εκδήλωσή της και στην ίδια την τέχνη που καθώς γράφει κι ο Ανεσάκι, είναι η απάντηση του ανθρώπου στα μύρια μυστηριακά καλέσματα της Πλάσης:
     Αντίθετα απ’ την πληθωρική διακόσμηση των δυτικών σπιτιών, στην Ιαπωνία το κύριο στόλισμα είναι το μοναχικό «κακεμόνο», η ζωφικά που στέκει κρεμασμένη στην «τοκονόμα» πίσω απ’ τη θέση του αφέντη του σπιτιού. Μές στους αιώνες κι ως τα σήμερα, απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας, η ζωγραφιά αυτή αλλάζει απαράβατα στην είσοδο της κάθε εποχής’ χιονοσκέπαστη ναοί τον χειμώνα το λούλουδο πού ξεμυτίζει απ’ την παγωνιά την άνοιξη’ ο καταρράκτης ανάμεσα στα πράσινα φυλλώματα το καλοκαίρι’ ένα ελάφι βόσκοντας δίπλα σ’ ένα φλογισμένο σφεντάμι το φθινόπωρο.
     Τα φαγώσιμα, πέρα από τη μοναδική ομορφιά και χάρη της παρουσίασής τους μέσα σε λάκινους δίσκους ή πολυκαιρινές πορσελλάνες, ακολουθούνε κι αυτά τον νόμο των εποχών: ρίζες από μπαμπού την άνοιξη δροσερά «χιαμούγκ» το καλοκαίρι, μανιτάρια το φθινόπωρο, ναμπεμόνο-αχνιστή σούπα μ’ ένα μωσαϊκό από ψάρια και χορταρικά-στις ατέλειωτες χειμωνιάτικες νύχτες.
     Ταξιδεύει το βλέμμα πάνω στο ατέλειωτο μαυρόασπρο ρολλό του ξακουσμένου Σεσσιού, ζωγραφισμένο μ’ ανείπωτη, κι αιθέρια τέχνη «στον δέκατο όγδοο χρόνο της περιόδου Μπουνμέι» (1486), απ’ τον καλλιτέχνη-καλόγερο πούχε περιδιαβάσει στα μοναστήρια του βουδδιστικού Ζεν της Κίνας των Μίγκ. Ταξιδεύει, κατά τους παλιούς κανόνες, από τα δεξιά στ’ αριστερά: Λειώνουν τα χιόνια, ξαναζή η πλάση, άνοιξη’ μικρές βαρκούλες αρμενίζουν μες στη διαφάνεια του ποταμού, καλοκαίρι’ απαλή καταχνιά καθίζει πάνω στις στέγες των ναών, φθινόπωρο’ γυμνώνουνε τα φυλλώματα, το χιόνι απλώνεται στα βουνά, χειμώνας.
     Ολάκερος ο κύκλος του χρόνου, δοσμένος σ’ ένα εξαίσιο, αερινό συμβολισμό λεπτότατης έμπνευσης. Το «αβαρέ», - η βαθειά ευαισθησία η μελαγχολία κι η συγκίνηση της ιαπωνικής ποίησης-, μεταφερμένο στον κόσμο της ψηλότερης ζωγραφικής τέχνης.
     Στο θέατρο του Καμπούκι, πλούσια μηχανικά ευρήματα φέρνουν το κλίμα της κάθε εποχής, ανάλογα με τις απαιτήσεις του έργου. Και δεν θα ήταν υπερβολή η ομολογία πως σε κάποιες σκηνές που το χιόνι τυλίγει τους ερημίτες του βουνού ή τους ταξιδιώτες στο πανδοχείο, ένα ακαθόριστο ρίγος διαπερνά τον ίδιο τον θεατή…
     Τρέχουν και σήμερα ακόμα οι Ιάπωνες την άνοιξη ν’ απολαύσουν το άπειρο κάλλος των θεόρατων μυριόχρωμων χρυσανθέμων ή ν’ ακούσουν τα κελαϊδίσματα των χελιδονιών μέσα στα δέντρα’ το καλοκαίρι να χαρούν τη φωνή του κούκου και το φθινόπωρο τη μυστηριακή συμφωνία των εντόμων μες στους θάμνους.
     Στο μυθιστόρημα, μπορείς ν’ ανθολογήσεις ατέλειωτες σελίδες ταξινομώντας τις ανάλογα με τις εποχές που αποδίδουν. Η «Χώρα του Χιονιού» του Καβαμπάτα είναι ολάκερη ένα αριστούργημα «χειμωνιάτικης λογοτεχνίας».
     Εκεί όμως που η αντίληψη γύρω από τις εποχές φθάνει στο αληθινό αποκορύφωμα της είναι στην ποίηση και ειδικώτερα στην παλιά συλλογή Μανυόσου και στον εξαϋλωμένο κόσμο των Χάϊκου. Υπάρχει σ’ αυτά μια ολόκληρη νομοθεσία στιχουργικής αλληγορίας, όπου ένα λούλουδο, ένας ανθός, ένα φυτό συμβολίζουνε την κάθε εποχή. Υπάρχουν ακόμα και τυποποιημένα θέματα για τον κάθε μήνα του χρόνου και ειδικά λεξικά κι ανθολογίες χωρισμένες στην ποίηση του χειμώνα, της άνοιξης, του καλοκαιριού ή του φθινοπώρου.
     Στήν ποίηση, καθώς γράφει κι ο Γιασούντα, ο διαχωρισμός φθάνει σε ύψιστες επιταγές αισθητικής ειλικρίνειας. Το κάθε ποίημα σαν καλλιτεχνικό αντιφέγγισμα μιάς συγκεκριμένης εποχής, πρέπει να είναι ακέραια ταύτιση του ποιητή με τους στίχους του και με την αντίστοιχη εικόνα της Φύσης. Για νάναι αληθινό «χειμωνιάτικο» Χάϊκου, πρέπει και να έχη γραφή τον χειμώνα, οπότε η εμπειρία της στιγμής μετουσιώνεται σε πραγματική, βιωμένη και μεγάλη τέχνη.
    Σ’ αυτές τις επιταγές βιωματικής εντιμότητας αντικαθρεφτίζεται κι η βασική διαστολή ανάμεσα στη θεώρηση της Φύσης από τον άνθρωπο της Δύσης και της Ανατολής. Στη Δύση, εξηγεί ο Αρμάντο Μαρτίνς, ο ποιητής ατενίζει τη Φύση, την αναλύει, κάποτε μάλιστα και την ανταγωνίζεται. Στέκεται-θάλεγα-απέναντί της δυναμικά. Στην Ανατολή, ο ποιητής την νιώθει στατικά την δέχεται και την εκφράζει με την ενόραση. Τα λόγια που προσθέτει ο Τ. Γιαμάντα προχωρούνε ακόμα πιότερο, σχεδόν σαν φιλοσοφικός απόηχος της Ινδικής Αντβάϊτα Βεντάντα: «Η παλιά ιαπωνική τέχνη βασίζονταν στην τυπική ιαπωνική στάση σύλληψης του έξω κόσμου όχι σ’ αντίθεση με τον εαυτό μας αλλά θεωρώντας τον κι αυτόν σαν μέρος του Σύμπαντος».
     Στην ζωή και στην τέχνη, οι Ιάπωνες ήταν και είναι εκούσιοι δεσμώτες της παλίρροιας των εποχών. Αγκιστρωμένοι στον αιώνιο κύκλο τους αφήνουν λεύτερο τον εαυτό τους ν’ ακολουθή τον δικό τους ρυθμό. Αναρριγούν μαζί με το πρώτο φύλλο που ξεπροβάλλει την άνοιξη στο χιονισμένο ακόμα κλωνί, χαίρονται την καθαρότητα του καλοκαιριού, ρεμβάζουνε ακούγοντας το παραπονεμένο σκούξιμο της αγριόχηνας το φθινόπωρο και πέφτουνε στην περισυλλογή και τον εσωτερικό διάλογο καθώς τους περιτριγυρίζει η σιγή του χιονιού τον χειμώνα. Ακολουθώντας τη Φύση, μοιράζονται μαζί της κι ένα κομμάτι του Θείου!
Γιώργος Σιώρης, εφημερίδα Η Καθημερινή 16/1/1977
--
Μεταφέρω στα Λογοτεχνικά Πάρεργα, το κείμενο του κυρίου Γιώργου Σιώρη στην εφημερίδα Η Καθημερινή της 16/1/1977, που είχα φυλάξει σε ανθολογία ιαπωνικής ποίησης, καθώς διαβάζω για άλλη μία φορά αυτά τα εξαιρετικά ποιητικά διαμαντάκια της Ιαπωνικής και Κινέζικης Ποίησης. Τα Χαϊ-Κου. Ενός πανάρχαιου πολιτισμού της Άπω Ανατολής-ισάξιου σε πολλές του ιστορικές πτυχές με τον Ευρωπαϊκό-ενός μαγευτικού και ανθρωποκεντρικού πολιτισμού και των επιτευγμάτων του, που χάνεται μέσα στα βάθη των αιώνων της ανθρώπινης ιστορίας, και που, εξακολουθεί δικαίως να μας μαγεύει, όχι μόνο με την πολιτιστική του ατμόσφαιρα και φυσιοκρατική όσμωση που αποπνέει, αλλά, και τα αρχιτεκτονικά του μνημεία, τον τρόπο οικοδόμησης των κατοικιών και των ναών του, την εικαστική του παράδοση, την αριστοτεχνική καλλιτεχνική γραφή του, την θεατρική του προϊστορία που χάνεται στο χρόνο, τα συγγραφικά του επιτεύγματα. Χωρίς να λησμονήσουμε και την προαιώνια θρησκευτική του μυσταγωγική τελετουργία. Ήθη και Έθιμα, κοινωνικές συμπεριφορές και δημόσιες εκδηλώσεις ενός κόσμου ξένου προς εμάς, που ζει, αναπνέει παράγει και δημιουργεί σε άλλους χρόνους, σε άλλους ρυθμούς, σε άλλα φιλοσοφικά πεδία αντίληψης και ερμηνείες ζωής, σε διαφορετικές πολιτισμικές συντεταγμένες από αυτές του δυτικού ανθρώπου και της οπτικής του. Που η μοντέρνα επίδραση του ρασιοναλιστικού τρόπου της σύγχρονης ζωής της αγγλοσαξονικής κουλτούρας και συμπεριφοράς, ακόμα και στις μέρες μας, δεν έχει τελείως, τελειωτικά, εξαλείψει το δικό τους πολιτισμικό πρόσωπο, τα δικά τους ήθη και έθιμα ζωής, την ιδιαίτερη φωνή των προγόνων τους.
Οι μικρές εικόνες των Χαϊκού που μας αφηγούνται ανεπανάληπτα στιγμιότυπα και στιγμές μαγείας του φυσικού κόσμου έτσι όπως ο άνθρωπος της άπω ανατολής τις βιώνει και τις αποδέχεται, τις καθιστά κτήμα του βίου του, είναι σταγόνες δροσιάς ανθρώπινης αίσθησης. Μετέωρες αισθήσεις χαράς και ευφροσύνης πριν σβήσουν μέσα στην μνήμη του ανθρώπου. Είναι το πρώτο ξύπνημα των αισθήσεων μας καθώς αντικρίζουμε για πρώτη φορά το φως της ζωής μετά το πρώτο κλάμα. Είναι οι ηχητικές ανακλήσεις πρωτόγονης ομορφιάς καθώς μαθαίνουμε να μπουσουλάμε και να αναγνωρίζουμε τον κόσμο και τα πράγματα γύρω μας. Διδασκόμαστε μέσα σε μια ομίχλη ονείρου και φαντασίας να ονοματίζουμε τα πράγματα γύρω μας χωρίς σκοπό, έτσι σαν ένα ανεπίγνωστο παιχνίδι χαράς και κεφιού. Είναι οι διαθέσεις ερμηνείας μας μέσω του ποιητικού λόγου, καθώς ψαύουμε την φύση και τα άγνωστα μυστήριά της. Καθώς μεγαλώνοντας, διευρύνουμε τα όριά της μέσα στην συνείδησή μας. Είναι με ποιητικό τρόπο ο χαροποιός αναστεναγμός μπροστά σε αυτό που μας ξεπερνά ενώ ταυτόχρονα μας εμπεριέχει. Το άρωμα που μας τυλίγει καθώς μυρίζουμε ένα μικρό ανθάκι μιας κερασιάς και μας ξυπνά μνήμες που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Η συγκίνηση που προκαλεί το κελάηδημα ενός αηδονιού που παιχνιδίζει μέσα στα φυλλώματα ενός δέντρου. Το ρίγος που ξυπνά μέσα μας καθώς παρατηρούμε το αργό περπάτημα της μικρής πράσινης κάμπιας πάνω στο φύλλο. Το βούισμα των μελισσών γύρω από το θυμάρι πριν γίνει μελιστάλαχτη γεύση. Το μαγευτικό σύρσιμο των φτερών μιας χήνας πάνω στα ήρεμα και πεντακάθαρα νερά μιας λίμνης καθώς την κοιτάζει από την μικρή βάρκα του ο ψαράς που μπαλώνει τα δίχτυα του. Είναι τα νούφαρα του ονείρου που κυλάν αθόρυβα μέσα στις λευκές σελίδες του βιβλίου με Χάϊ-Κου. Είναι το ανέκφραστο συναίσθημα που νιώθει ο άνθρωπος καθώς αντικρίζει τις χιονισμένες βουνοκορφές των βουνών, που η παγωμένη και υπερήφανη σιωπή τους μας λέει πολλά περισσότερα από τα εξομολογητικά ειλητάρια της ανθρώπινης προσπάθειας για ανάβασής τους. Είναι οι στιγμές προσευχής του μέρους προς το Όλον. Είναι η γλώσσα των μικρών και καθαρών στιγμών της ποίησης που αρνούνται να γίνουν Έπος. Το μουρμουρητό του λόγου μπρος τον καταρράκτη της γλώσσας.
Τα Χαϊ-Κού, αυτές οι δροσοσταλιές της αίσθησης των ανθρώπινων αισθήσεων δεν αποκρυσταλλώνουν μνήμες, δεν περιγράφουν κλέη της φλύαρης ιστορίας, ανδραγαθήματα περιπετειών του νου στης φιλοσοφίας τα λιβάδια, αλλά βιωματικές εκλάμψεις ζωής και πυγολαμπίδες θάμβους του ανθρωπίνου βλέμματος, της ακοής, της αφής, της ενόρασης της αίσθησης. Είναι αυτό που σε ξεπερνάει και ταυτοχρόνως σε αναδημιουργεί μέσα στην επαναλαμβανόμενη αιωνιότητα των κύκλων της φύσης. Είναι η φωνή του γρύλλου που ακούγεται από τα βάθη των ποιητικών αιώνων. Το αθόρυβο πέταγμα μιας λιμπελούλας που σπάει την μονοτονία της σιωπής του γραψίματος. Είναι η προσπάθεια της γλώσσας με όσο το δυνατόν λιγότερα λεκτικά υλικά-αλλά βουτηγμένα μέσα στην ποιητική αίσθηση-να μας μεταδώσει το μυστήριο και την ομορφάδα του Κόσμου, ή μάλλον των στιγμών του, πριν κυλήσουν και χαθούν μέσα στην μεγάλη δεξαμενή και ροή του χρόνου. 
Ο χρόνος στα Χαϊ-Κου του Κόσμου της Άπω Ανατολής, συγγενεύει με την αίσθηση που έχει ο Έλλην άνθρωπος για την οποία μας μίλησε πρώτος ο Ηράκλειτος. Για αυτήν την αδιάκοπη ροή δροσιάς που χάνεται στα ίχνη που αφήνει πίσω του ένας μεταξοσκώληκας. Στο χρόνο που χρειάζεται να ανθίσει ένα χρυσάνθεμο, να καρπίσει μια δαμασκηνιά που δεν λέει να γεράσει. Μία η Οδός η άνω και η κάτω.
Η ποίηση των Χαϊ-Κου συγγενεύει με το αινιγματικό μυστήριο του λόγου του έλληνα φιλοσόφου, εκφράζει την αντιστοιχία της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας μέσα στην ιστορία. Ανθρώπων που δεν συναντήθηκαν ποτέ και όμως γνωρίζονταν από πάντα. Μια κοινή αναγνωρίσιμη ρευστή αίσθηση πρόσληψης του φυσικού κόσμου και των θαυμάτων του, μια ενατένιση βλεμμάτων μπροστά στο ανέκφραστο επαναλαμβανόμενο μυστήριο της ζωής, μπροστά στην αφύπνιση που γεννά η πρώτη ουσία του μυστηρίου του Κόσμου. Έτσι όπως ακούγεται ο σιγανός ήχος του φτερουγίσματος μιας πεταλούδας μπροστά στο είδωλο του ανθρώπου που καθρεφτίζεται μέσα στο άρωμα μιας ορχιδέας, πάνω στους κόκκινους σαν αίμα κύκλους της σελήνης. Ενός Κόσμου που η αίσθηση της απώλειάς του έχει την ίδια ουσιαστική σημασία με την αρχική του δημιουργία. Οι εικόνες που ανθίζουν μέσα στην ποίηση των Χαϊ-Κου, γεφυρώνουν αυτό το ακατανόητο για την ανθρώπινη σκέψη χάσμα,-ιδιαίτερα την σκέψη του δυτικού ανθρώπου. Ένα χάσμα που ίσως, μόνο το κελάρυσμα του ποιητικού λόγου μπορεί και καλύπτει. Γιατί η Ποίηση, είναι από μόνη της ένα μυστήριο που ούτε η γλώσσα, ούτε οι ανθρώπινες αισθήσεις θα κατορθώσουν τελειωτικά να ερμηνεύσουν.
     Αυτές οι στιγμιαίες σιωπηλές οπτασίες του φυσικού κόσμου που μας ιχνογραφούν τα Χαϊ-Κού, είναι το ελάχιστο της σιωπής μέσα στη Συμπαντική σιωπή. Είναι η αδυναμία των θραυσμάτων του ανθρώπινου πόνου της γλώσσας καθώς αντιλαμβάνεται την χρονική μηδαμινότητά του, την τυχαιότητά του μπροστά σε αυτήν την άρρητη φθαρτή και χθόνια θεϊκή μεγαλοσύνη του Σύμπαντος. Είναι η συμβολοποίηση μιας Φύσης από τη γλώσσα που δεν κατανοείται, αλλά μόνο θαυμάζεται. Όπως ο ήχος του τζιτζικιού μέσα στην μεσημβρινή λαύρα του καλοκαιριού. Και που μόνο ίσως, τους καρπούς της γενναιοδωρίας της μπορούμε να γευτούμε έστω και για λίγο, στο εδώ τυχαίο, δικό μας στιγμιαίο πέρασμα ζωής.
     Υπάρχουν ορισμένα κοινά ποιητικά μοτίβα μέσα στην παγκόσμια αρχαία αλλά και νεότερη γραμματεία των πολιτισμών. Όπως είναι η Σελήνη, ο Ήλιος, ορισμένα άνθη ή φυτά, δέντρα ή ζώα, πουλιά, όπως το αηδόνι, ο κούκος, το χελιδόνι, ο αητός, ο πελαργός, το περιστέρι κλπ.
 Παρατηρούμε παραδείγματος χάριν στην ποίηση της Σαπφώς, οι ποιητικές της εικόνες που μας μιλούν για την Σελήνη, την θεϊκή Σελάνα, που μας αφηγείται την προσωπική της αίσθηση στα σπαράγματα της ποίησής της έτσι όπως μας διέσωσαν οι αιώνες, να έρχεται να κουμπώσει-η Ελληνική αυτή αίσθηση με τις αντίστοιχες εικόνες ιχνογράφησης της γιαπωνέζικης ή κινέζικης ποίησης για την Σελήνη. Κοινές εκφορές ανθρώπινης αίσθησης και εμπειρίας μέσα στο διάβα του χρόνου, από τυχαία όντα με πλέρια ευαισθησία και κοινή θερμότητα αφής του Κόσμου. Είναι η κοινή μελωδία των ρυθμών της Φύσης, της επανάληψης των Εποχών, που κάποιοι, κάπου, κάποτε, εντελώς ξαφνικά, εντελώς τυχαία, απρόσμενα, απροσδόκητα, χωρίς ίσως να το επιδιώκουν, μετέφεραν τα θαύματα της φύσης σε εμάς. Αθόρυβα και ονειροπόλα τους κυματισμούς των αισθήσεων των καθώς την αντίκριζαν, την ακατάπαυστη ροή του χρόνου της μέσα στα μικρά μαύρα σημαδάκια της γλώσσας που είναι οι λέξεις. Οικειοποίησαν το Θαύμα πάνω στην αθώα συγκαταβατικότητα της λευκής σελίδας.
     Αυτό είναι ο ποιητικός λόγος. Το αντικαθρέφτισμα ζωής στιγμών του ανθρώπινου όντος μέσα στον καθρέφτη της Φύσης. Αυτό το ανθρώπινα ελάχιστο μέσα στο φυσικό μέγιστο. Η πανάρχαια αινιγματική ορατότητα αυτού του Κόσμου του Μικρού του Μέγα.
      Δεν θέλησα συνειδητά να μεταφέρω και ορισμένα χαρακτηριστικές εικόνες από τα Χαϊ-Κού, για να μην στραφεί το αναγνωστικό μας βλέμμα από το εξαιρετικό κείμενο του κυρίου Γιώργου Σιώρη, στον θαυμάσιο Κήπο της Ποίησης των Χάϊ-Κου. Αυτό το τόσο μεστό σε ποιητικά ερμηνευτικά νοήματα ακόμα και σήμερα επίκαιρο μικρό κείμενό του. Παρότι έχουν εκδοθεί από τότε που γράφτηκε και δημοσιεύτηκε (1977), αρκετές ανθολογίες Χάϊ-Κού, και Ιαπωνικής και Κινέζικης Ποίησης, και έχουν δημοσιευτεί σημαντικές αναλύσεις για την ποίηση αυτή της Άπω Ανατολής. Εξάλλου, σε παλαιότερη ανάρτησή μου, έχω μεταφέρει σχετικές πληροφορίες.
     Ας ευχαριστήσουμε όσοι ασχολούνται ακόμα με τον ποιητικό λόγο, έστω και μετά από τόσες δεκαετίες τον κύριο Γιώργο Σιώρη, που μας άνοιξε με το άρθρο του ένα ακόμα μονοπάτι για να ανιχνεύσουμε τα ίχνη αυτής της μαγευτικής ποίησης και ενός Πολιτισμού τόσο μακριά μας αλλά ταυτόχρονα και τόσο αρχαία κοντά μας.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 29/1/2019                

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου