ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΠΙΚΙΩΝΗΣ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΑ
«Όσον αφορά την ποίηση έχουμε την
ομόλογη δήλωση του Δάντη για την Κωμωδία του, ότι «ο στόχος του όλου έργου δεν
ήταν θεωρητικός αλλά πρακτικός… Ο σκοπός είναι να αποσπάσει εκείνους που
διάγουν αυτήν την ζωή από την κατάσταση της αθλιότητας και να τους οδηγήσει
στην ευλογία».
Ananda K. Coomaraswamy, ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΗ,
Οι Μεταφυσικές Αρχές της Τέχνης, πρόλογος Philip Sherrard, εκδόσεις
Πεμπτουσία-Αθήνα 1991, σ.51 μετάφραση Παναγιώτης Σουλτάνης.
«Γεννήθηκα το 1887 στον Πειραιά ΄
οι γονείς μου κατάγονται από τη Χίο. Η μητέρα του αείμνηστου Πορφύρα κι η δικιά
μου ήταν αδελφάδες, το γένος Συριώτη. Τις εγκύκλιες σπουδές τις πέρασα στον
Πειραιά. Κι όποιος ξέρει τι σημασία έχει για το νέο η παρουσία στην κριτική τούτη
ηλικία ενός προσώπου σαν τον λαμπρόν εκείνο παιδαγωγό, που θύμιζε αρχαίον
Έλληνα, τον αείμνηστο Ιάκωβο Δραγάτση, νιώθει γιατί οι μαθητές του φυλάγουν σ’
όλη τους τη ζωή, μέσα στην καρδιά τους, τη μνήμη της μορφής του.»,
με αυτά τα λιτά, ουσιαστικά ευγνωμοσύνης λόγια για τον παλαιό πειραιώτη δάσκαλο
Ιάκωβο Δραγάτση ξεκινά να εξιστορεί το νήμα της ζωής του στα «Αυτοβιογραφικά
σημειώματά» του, ο Δημήτρης Πικιώνης. Και συνεχίζει παρακάτω: «Είχα το σπάνιο προνόμιο να ΄χω ξάδελφο έναν
ποιητή. Από το στόμα του, του αείμνηστου, πρωτάκουσα τα τραγούδια του λαού μας,
του Σολωμού και των άλλων. Μαγικό κόσμος ανοίχτηκε στα μάτια του παιδιού… Του
χρωστώ αιώνια αγάπη και ευγνωμοσύνη. Κι αναμφίβολα χρέος μου είναι εδώ να μνημονεύσω το Νιρβάνα, το Λαμπελέτ, το
Μελά, το ζωγράφο Μηλιάδη, που πάντοτε μου παραστάθηκαν…». Και μας εξιστορεί
ο Πειραιώτης αρχιτέκτονας περιπατητής της Πειραϊκής γης, του ελληνικού τοπίου
ευρύτερα: «Εκεί κάτω, εις τα βράχια της
Φρεαττύδας που καθημερινά μας πήγαινε την αδελφή μου κι εμένα η γιαγιά μας,
ανάμεσα στα τραχιά εκείνα βράχια, όπου η αύρα έσειεν απαλά το μίσχο το φυτού
που φύτρωνε στις κουφάλες των βράχων, στο χώμα το θεοφόρο, τα σπαρμένο από τα
θραύσματα των αγγείων, ανάμεσα από τα χαίνοντα πηγάδια που μου μιλούσαν για
τους αρχαίους κατοίκους αυτής της γης, της γης μου, εμόρφωνα τη συνείδησή της,
έπλαθα την ιστορία της…». Αυτό το καβαφικό «εμόρφωνα» που συμπληρώνεται με
το «έπλαθα» δυό ρήματα ορμήματα ψυχής και ανθρωπίνου χρέους, αυτοσυνειδησίας,
μας αποκαλύπτουν την ποιότητα του χαρακτήρα, το ήθος του προσώπου, την οικεία
σε μας πνευματικότητα του καλλιτέχνη, την αξία της ατομικής έκφρασης του
πειραιώτη προσκυνητή της ελληνικής γης, του φυσικού τοπίου, της συνέχειας της
περπατησιάς των ελλήνων στις σήραγγες του χρόνου της ιστορίας.
Ο Δημήτρης
Πικιώνης, αυτός ο μικρός το δέμας «Ανταίος» σάρκωσε με το έργο του, τα
αισθητικά οράματα ολάκερων γενεών που βρίσκονταν εν υπνώσει. Μορφοποίησε
ιδανικά πανάρχαιου κάλλους της ύπαρξης του έλληνα ανθρώπου που, τα χνάρια του,
τα συναντάμε στις Πλατωνικές αρχές αισθητικής του ενιαίου χώρου (του ανθρωπίνου
όντος και του φυσικού τοπίου), τις Πυθαγόρειες θεωρίες περί της πρωταρχικής
σημασίας των αριθμών στην αυτοκίνητη αρμονία και οργάνωση του σύμπαντος, έδωσε
φως στην λασπωμένη ύλη, την ξερή γη με τις πολυποίκιλες μορφές φανέρωσής της,
τις μυστικές δυνάμεις της πέτρας, όπως διδάσκονταν πατροπαράδοτα από την αρχαία
πίστη της παράδοσής τους να πράττουν οι βυζαντινοί ορθόδοξοι τεχνίτες,
σμιλεύοντας την φθαρτότητα και επικαιρικότητα της ύλης, ανοίγοντας φανερή αμάχη
με την σκληράδα αλλά ζωοποιό ζεστασιά της αιωνιότητάς της, υπαρκτικά
μεταμορφώνοντάς την-μέσα στα όρια του πεπερασμένου χρόνου ζωή τους-σε επίγειο
θαύμα κοινωνίας προσώπων και σχέσεων, οικοδομώντας τους ναούς τους και
χτίζοντας τις οικίες τους. Ο Δημήτρης Πικιώνης, ακολούθησε τον ποταμό της
ελληνικής παράδοσης ζωής και αισθητικής μέχρι τις εκβολές του, μέχρι τις
Αισχύλειες απαρχές του και Ηρακλείτειες αναβλύζουσες πηγές ζωής και στοχασμού.
Το βλέμμα του ήταν από πάντα στοχαστικό, μορφοποιητικό, ενορατικό, είχε το
χάρισμα της γονιμοποιούς αφαίρεσης σε ότι καταπιάνονταν, την βαθειά αίσθηση του
καίριου, του ουσιώδους, τις αποφυγής του περιττού, του πλεονάζοντος της
ανθρώπινης όρασης. Το βλέμμα με το οποίο προσέγγιζε εξακολουθητικά την ύλη, το
ελληνικό τοπίο και το ερμήνευε, το δανειζόταν και όχι το χρησιμοποιούσε, για να
αρχιτεκτονήσει τον χώρο επαγγελματικά, παρέμεινε αναλλοίωτο –αν και
εμπλουτισμένο με τα νέα εικαστικά και αρχιτεκτονικά ευρωπαϊκά ρεύματα της
εποχής και των σπουδών του-από τότε που ήταν παιδί ως την κοίμησή του.
Σημειώνει και πάλι στα «αυτοβιογραφικά του σημειώματα»: «Είχε ενωρίτερα
εκδηλωθεί η κλίση μου για τη ζωγραφική. Κι αναθυμούμενος τα παιδικά τα χρόνια,
βρίσκω πως μέσα στο βρέφος, μέσα στο παιδί, στα ορμήματα της ψυχής του και
στους αδιατύπωτους στοχασμούς του, στις αδυναμίες του και τις δυνάμεις του,
κρύβεται αυτούσιος ο χαρακτήρας του μεγάλου, η μοίρα της ζωής του ολάκερης».
Αυτήν την σοφή παιδικότητα διατήρησε ο Δημήτρης Πικιώνης και μας κληροδότησε.
Αυτήν την αντίληψη του ότι δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές μεταξύ ορατού
κόσμου και αοράτου, μεταξύ ύλης και πνεύματος, μεταξύ στιγμής και αιωνιότητας.
Ο ρυθμός της ύπαρξης της Φύσης είναι ενιαίος. Αυτήν την ρυθμική αρμονία, την
παραδοξότητα της ζωής που μετατρέπεται σε θαύμα, την κατάργηση του δυϊσμού
μεταξύ οργανικής ύλης και συνεχούς αναδημιουργούσας φθοράς, είναι που ενοποίησε
στις δημιουργίες του και στα δικά μας μάτια ο Δημήτρης Πικιώνης. Ο πειραιώτης
δάσκαλος και στοχαστής αναίρεσε τις εννοιολογικές διαιρέσεις του κόσμου όπως τις
γνωρίζουμε από τις απαρχές του ευρωπαϊκού διαφωτισμού με την επικράτηση και την
κυρίαρχη παντοδυναμία της λογικής. Συγκέρασε, αν δεν λαθεύω, την πρωταρχική
έκπληξη της φανέρωσης της ύλης με το τελικό για τις ανθρώπινες συνειδήσεις
αποτέλεσμα. Μας έκανε εύληπτη και κατανοήσιμη την βιωμένη ανθρώπινη εμπειρία
στο διάβα του χρόνου. Εγκολπώνοντας ισορροπημένα και αρμονικά τις αρχές της
μοντέρνας τέχνης, του κυβισμού που είχε ιδρύσει ο ποιητής Γκυγιώμ Απολλιναίρ,
επηρεασμένος από την ζωγραφική ατμοσφαιρικότητα των εικαστικών δημιουργιών του
Σεζάν, υιοθετώντας τα σύγχρονα της εποχής του ρεύματα εμπλούτισε τον δικό του
προσωπικό εικαστικό οραματισμό, μεταφέροντας τα μέσα στα έργα του. Μόνο που ο
Πικιώνης, θα τολμούσα να γράψω χωρίς να είμαι ειδικός, ακολούθησε έναν δικό
του, ελληνικό τρόπο φώτισης. Ο στοχασμός του και το αισθητικό του βλέμμα έγινε
ο αγωγός που ανέσυρε τα πιο δημιουργικά στοιχεία της ελληνικής λαϊκής
παράδοσης. Διαπιστώνουμε μια εκπληκτική διαύγεια στα «Ζωγραφικά» του
αρχιτέκτονα-ποιητή Δημήτρη Πικιώνη. Είτε καθήμενος στο ατελιέ του, είτε
ταξιδεύοντας σαν μικρός οδοιπόρος σε διάφορα μέρη της ελλάδας, ο Πικιώνης,
είναι ένας και ο αυτός. Το παιδί που στέκεται με θάμβος απορίας μπροστά στην
μαγεία της φύσης, τις χαρές και παιχνιδίσματα του τοπίου, τις αισθησιακές
γραμμές του φωτός και των αντίστοιχων σκιών που αφήνει στο αποτύπωμά της η
μορφή της ύλης, που, γεμάτο χαρά, και προπαντός απορία, αγωνίζεται να μας
μεταδώσει και να μεταφέρει μέσα στους σχεδιαστικούς του προβληματισμούς, στα
σχέδια που φτιάχνει με μολύβι ή μελάνι, σέπια ή κάρβουνο, νερομπογιές, λάδι σε
χαρτόνι ή πάνω στα μικρών διαστάσεων χαρτιά του, τις ακουαρέλλες και τις
τέμπερές του, τις γαιώδεις πάντα μαλακές πινελιές του, εστιάζεται πάντα στην
ποικίλη ελληνοκεντρική θεματολογία του, στην συμπαντική ενότητα του Κόσμου. Στα
εικαστικές συνθέσεις του Πικιώνη, είτε αυτές έχουν σαν θέμα τους διάφορες
στιγμές από τα τοπία της Αίγινας, της Σαλαμίνας, είτε εικονίζουν το σύμβολο της
γοργόνας ή τις αρχαίας εκδικητικής μέδουσας, είτε εικονίζουν γυναικεία γυμνά
σώματα, σώματα αρχαίων θεών και θεοτήτων, του Δία, της Νίκης, των Νεφελών,-τα
αρχαιόθεμά του-είτε βλέπουμε αντίγραφα από επιτύμβιες στήλες, ή διαπραγματεύεται
θέματα βυζαντινής ναοδομίας, ο στόχος του είναι ένας. Ο κοινός οραματισμός του
ανθρώπου με την φύση. Η Φύση εμπεριέχει την ανθρώπινη παρουσία και η ανθρώπινη
οντότητα εμπεριέχεται μέσα στην οργανική ύλη της Φύσης. Η Αίσθηση της φύσης και
η πρόσληψή της από το ανθρώπινο βλέμμα είναι κοινή, με την αίσθηση της ίδιας
της φύσης που παράσχει αφειδώς τα δώρα της στον άνθρωπο που γέννησε και
αναμένει. Η Φύση, γέννησε το ανθρώπινο ον για να την θαυμάσει, να την
καταστήσει φανερή μέσα στο σύμπαν. Ο Πικιώνης σχεδιάζει με την ίδια ευκολία και
χάρη, έμπνευση και ποιότητα αγίους και λαϊκούς ήρωες, τον λαϊκό ήρωα καραγκιόζη
και σκηνή από τον ερωτόκριτο, διαπραγματεύεται
με την ίδια σχεδιαστική δυναμική θέματα προερχόμενα από την λαϊκή τέχνη και
εσωτερικής του χώρου διακοσμητικής. Σχεδιάζει ήρωες του 1821 σαν σε σχολική
εορτή και γυναικείες σωματικές φιγούρες που ίσα-ίσα που τις διακρίνει το μάτι
μας. Υπάρχουν πίνακες σχεδίων του επίσης, που, αδρά μόνο διακρίνουμε ένα βλέμμα
να μας παρατηρεί. Το σύνολο σχεδόν από τα επτακόσια περίπου σχέδιά του δεν
ονοματίζονται. Τα έργα χωρίζονται σε μεγάλες ομάδες και επιμέρους ενότητες, δεν
φέρουν όμως όνομα. Ανακαλούν στην μνήμη μας, βυζαντινούς ανώνυμους αγιογράφους
που δεν υπογράφουν τα έργα τους. Αν και στην περίπτωση του Δημήτρη Πικιώνη,
πολλές του συνθέσεις φέρουν την υπογραφή του. Κάτι που αξίζει να σημειώσουμε
ακόμα είναι ότι τα σώματα του Πικιώνη έχουν όγκο και έντονες και
χαρακτηριστικές αρχιτεκτονικές γραμμές. Σαν να βρίσκονται μέσα σε ένα πεδίο
μαθηματικής αρμονίας. Γεωμετρικά σχήματα που, δημιουργούν πολλές φορές το
περίγραμμα του σωματικού όγκου ή το «προστατεύουν» μέσα σε μια σκιά που
προέρχεται από την συμμετρία των γραμμών και όχι των καμπύλων που μάλλον κάνει
στα δικά του προπλάσματα σχεδίων ο Δημήτρης Γαλάνης. Ο Πικιώνης χωρίζει τα
σχέδιά του σε ενότητες που, όλες τους όμως έχουν οργανική ενότητα μεταξύ τους.
Συνομιλούν μεταξύ τους και μαζί μας μέσα στο χρόνο. Τα σχέδια του Πικιώνη μας
προσκαλούν να εμβαθύνουμε στον μέσα μας κόσμο, να διευρύνουμε την οπτική μας
εξερευνώντας την φύση γύρω μας. Οι πίνακές του που γίνονται πάνω σε «φτωχά» θα
λέγαμε υλικά, σε χαρτιά μικρών διαστάσεων, σε γκουά, σε χαρτόνια, σε
στρατσόχαρτα κλπ., με μολύβι ή μελάνι, δεν μας προτρέπουν να τα παρατηρήσουμε
και εξερευνήσουμε από έξω, από απόσταση αλλά από μέσα. Τα αντικείμενα, τα
πρόσωπα, οι αδρές φιγούρες, οι γαιώδεις φόρμες και ανθρώπινες μορφές, ότι
μικρολεπτομέρειες συναντάμε σε έναν πίνακα νεκρής φύσης, το θαλάσσιο τοπίο και
η ατμόσφαιρά του, όλα αυτά, μας φανερώνουν τον μηχανισμό και τον τόνο
απεικόνισής τους από τον Πικιώνη και ταυτόχρονα ας επαναλάβουμε την όρασή τους
από τα μέσα. Υπάρχει αν δεν λαθεύω, μια ενοποίηση του χώρου με τον χρόνο στα
έργα αυτά, ένα σχεδιαστικό τελικό «προϊόν» που εμπεριέχει εντός του το παρελθόν
και το παρόν της λαϊκής τέχνης και μέρους της ελληνικής ζωγραφικής και
παράδοσης. Τα σχέδιά του, σου δίνουν την αίσθηση μιας παραμυθίας ζωής και
τρόπου ύπαρξης. Είναι καινοτόμα, γιατί είναι παραδοσιακά. Είναι μοντέρνα γιατί
συνομιλούν και στηρίζονται σε αξίες και αρχές της παρελθούσας ιστορίας της
ελληνικής γης και παράδοσης αισθητικής. Δεν είναι τυχαίο, όπως ο ίδιος
σημειώνει ότι ο Περικλής Γιαννόπουλος προέτρεψε τον πατέρα του αρχιτέκτονα να
ασχοληθεί ο γιός του με την ζωγραφική. Ο ίδιος γράφει για τον Γιαννόπουλο: «Ο Γιαννόπουλος… Περίμεναν από αυτόν να ‘ναι
αυτό που στην εποχή του δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει. Άς μας αρκέσει ότι
ενσάρκωσε ο ίδιος το ευγενέστερο και
πλέον υπερήφανο είδος του Έλληνα». Υπήρξε ευτυχισμένος, όπως γράφει ο ίδιος
όταν βρήκε έναν παιδευτή κι έναν δάσκαλο στην τέχνη, στα 1906, στο πρόσωπο του
Κώστα Παρθένη, χαίρονταν με τις φεγγαρίσιες συζητήσεις που έκανε με τον
συνομήλικό του Γιώργο Μπουζιάνη, συνπερπατητής του Τζώρτζιο ντε Κίρικο.
Ορισμένες σχεδιαστικές του συνθέσεις φέρουν το στίγμα του de Chirico, ή θυμίζουν κάτι από
την ατμόσφαιρα του Βολιώτη διάσημου ζωγράφου. Διάβασε με το ίδιο πάθος τον
Αισχύλο και βίωσε τα χιλιάδες μυστικά και μηνύματα του Αττικού τοπίου, ώστε να
μπορεί να σημειώσει: «Ώ πέτρωμα, σύ
εμόρφωσες τον αυστηρό κρόταφο του Αισχύλου….».
Ο
Δημήτρης Πικιώνης, που θεωρούσε ότι «Μια φωνή μου έλεγε πως δεν ήρθαμε σε τούτο
τον κόσμο με τη συγκατάθεσή μας, μα εκτίοντας κάποιο πταίσμα», μας καλεί σαν
αρχαίος διδαχός από τα βάθη της ελληνικής ιστορίας και παράδοσης να
συμμετάσχουμε μαζί του, σε μια νέα διαδικασία επανεύρεσης της αγνότητας και
καθαρότητας της όρασής μας, που ανιχνεύουμε το ελληνικό τοπίο, της επανεύρεσης
ενταξής μας στο φυσικό μας περιβάλλον, να επαναφέρουμε στην επιφάνεια της
συλλογικής μας συνείδησης όχι τόσο ή μόνο, τα στοιχεία που μας υποδεικνύει ο
ίδιος, όσο με αυτά που φέρουμε μέσα μας, έχουμε καταχωνιάσει τις αναμνήσεις του
βίου μας, τις εμπειρικές μας γνώσεις, των σχέσεών μας και των συνομιλιών μας με
τον έξω χώρο, κληροδοτημένα μέσα στο σεντούκι της ελληνικής παράδοσης και
τρόπου ζωής, και, μας προσκαλεί, να συμμετέχουμε στην ανακατασκευή του κόσμου γύρω μας, ως Κόσμου Κόσμημα. Ένα κόσμημα μέσα στο
οποίο μας έλαχε να δούμε το φως, να αναπαραχθούμε, να δημιουργήσουμε, να
γνωρίσουμε τα μυστικά του και να του προσφέρουμε τα κοινά μας οράματα.
Γιατί η
όραση των εμπνευσμένων και αληθινών καλλιτεχνών, δεν είναι παρά η αθωότητα της
εν κινήσει τέρψης των αισθήσεων μέσα στον χώρο και χρόνο.
Ο
Δημήτρης Πικιώνης, ίσως θα τολμούσα να πω, είναι η ή μία από τις αφετηριακές
εστιάσεις της ελληνικής σύγχρονης όρασης. Η πλέον αναγνωρίσιμη, από όσους έτυχε
να τον γνωρίσουν και να συνεργαστούν μαζί του από κοντά, ή να μαθητεύσουν κοντά
του, ενδοσκοπική διαύγεια της ελληνικής αισθητικής στην εποχή του. Είναι ο
ποιητής αρχιτέκτονας, ο έλληνας στοχαστής, που μας έκανε προσιτό και αναγκαίο,
το καθημερινά χειροπιαστό της ζωής μας μέσα στον χώρο, στην περιδιάβασή του,
όχι όμως ενταγμένο μέσα σε μια ουράνια σφαίρα αλλά σε ένα ενθάδε τυχαίο παρόν
που ομορφαίνει την ζωή μας. Που η αναπνοή μας ενώνεται με την ανάσα και εκπνοή
ζωής του τοπίου.
Στο
προηγούμενο σημείωμα για τον Δημήτρη Πικιώνη, μετέφερα και αντέγραψα
ενδεικτικές σύγχρονες καταγραφές πληροφοριών που αφορούν το έργο του, στο
παρόν, αντιγράφω ορισμένες από τις κριτικές που υποδέχτηκαν την έκδοση. Ο
Πικιώνης σημειώνει ο εικαστικός Παναγιώτης Τέτσης που προλογίζει την δίτομη
έκδοση των εκδόσεων της «Ινδίκτου»: «Υπήρξε ένα φαινόμενο, από τα ελάχιστα, αν
όχι το μοναδικό. Ήταν όλα μαζί: αισθαντικός, πνευματικός, αισθησιακός. Και γι’
αυτό το έργο του έχει παλμό, έλκει, γίνεται δικό μας».
Ο δε επίσης Πειραιώτης δάσκαλος στοχαστής και
εικαστικός Γιάννης Τσαρούχης, σημειώνει σε κείμενό του που υπαγορεύει στην κόρη
του Πικιώνη, Αγνή Πικιώνη, το πρωί της 5/4/1987:
«Ο
Πικιώνης, αν θέλουμε να καταλάβουμε ποιος είναι, πρέπει να τον δούμε σαν ένα
Ευρωπαίο που μένει στην Ελλάδα και προσαρμόζεται σ’ αυτήν. Δεν είναι απ’ αυτούς
που θέλουν να γίνουν εφάμιλλοι της Ευρώπης αλλά θέλει να κάνει ό,τι θα ‘κανε
ένας Ευρωπαίος στην Ελλάδα. Η διαφορά αυτή είναι τεράστια γιατί όταν ο
καλλιτέχνης θέλει να γίνει εφάμιλλος, εξαρτάται από το τι ονομάζει Ευρώπη. Όλοι
αυτοί που πάνε ένα διάστημα ή και περισσότερο στην Ευρώπη τι βλέπουν και τι
ξέρουν από Ευρώπη; Το πρόβλημα είναι αυτό. Η Ευρώπη των καφενείων και των
άσκοπων συζητήσεων, ο καφές και το folklore του Παριζιάνικου δημιουργούν ένα
εμπόδιο να καταλάβει κανείς τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο. Τι έχει κάνει γι’
αυτό ο κόσμος, παλιός και καινούργιος; Ο Έλληνας καλλιτέχνης που παίρνει στα
σοβαρά την Ελλάδα είναι μοιραίο να έρθει σε αντίθεση με το επίσημο κράτος και
με την ελληνική πραγματικότητα. Αυτό δίνει
στον κάθε δημιουργό Έλληνα τη δυσκολία να υπάρχει και να είναι
διαφορετικός από το Ευρωπαίο και τον Ανατολίτη.
Ο Πικιώνης θέλησε να τονίσει το γνήσιο από
αυτά που τον περιστοίχιζαν, αφήνοντας απόλυτη ελευθερία να κάνει κανείς σφάλματα
επ’ άπειρον αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ο Έλληνας που θέλει να κάνει ό,τι
του κατέβει δεν δέχεται την παράδοση και θέλει να υπάρχει ξένοιαστος για το τι
γίνεται, δημιουργώντας ένα επιπόλαιο και πληροφορημένο σχετικώς στυλ. Η σειρά
των έργων με την οποία προσπαθεί να αποδώσει την Αττική είναι επηρεασμένη από
την δουλειά του Cezanne,
αυτουνού δηλαδή που αλλάζει όλη την πορεία της παγκόσμιας ζωγραφικής. Όταν οι
άλλοι αντιγράφουν τους ακαδημαϊκούς με το σουξέ τους ο Πικιώνης μένει
ανεπηρέαστος και με τα τοπία του τα ελληνικά προσπαθεί να βρεί την ουσία της
σκέψεώς του. Να αποδώσει την Ελλάδα ουσιαστικά, φτάνει να προϊδεί την αφηρημένη
τέχνη ΄ κυνηγώντας το καλό, βρίσκει το Ελληνικό. Αυτές οι σπουδές με λάδι εκ
του φυσικού δίνουν την δυνατότητα στον Πικιώνη να ζήσει το δράμα της σύγχρονης
ζωγραφικής. Είναι συγχρόνως τα σχέδια ενός αρχιτέκτονα τα οποία θα συμπληρωθούν
από μια αρχιτεκτονική ανάλογη. Ξεκινάει από το Τοπίο για να φθάσει στην
Αρχιτεκτονική και η Αρχιτεκτονική γι’ αυτόν είναι Ποίημα στο οποίο οι πρακτικές
ανάγκες και λύσεις στοιχειωδώς εξυπηρετούνται.
Πρέπει να ‘ναι ωραίο αυτό που κάνουμε,
έλεγε, κι έχουμε δικαίωμα να αρνηθούμε την πραγματικότητα όσο δυνατή κι αν
είναι. Ο σκορπιός, έλεγε, εξυπηρετείται οργανικά με την κατασκευή του αλλά οι
ανθρώπινες ανάγκες τον βρίσκουν περιττό και ειδεχθή. Είναι τέλειο πλάσμα και
δεν θα τον θέλαμε παρ’ όλο που είναι οργανικά τα πάντα σ’ αυτόν.
Είναι ο πρώτος αρχιτέκτων στην Ελλάδα που
είχε το θάρρος να διακηρύξει ότι η Αρχιτεκτονική είναι Τέχνη και Ποίησις, κι
έτσι είναι ένα πρόσωπο που παράλληλα με τη δημιουργία το ασκεί την
αντιπολίτευση στην κατάσταση που δημιούργησαν οι διάφοροι «θετικοί»
αρχιτέκτονες που βάλλουν το confort
και την οργανικότητα παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο. Η ζωγραφική εκτός από
την ποιότητά της είναι υπέροχη, είναι συγχρόνως η καλύτερη προετοιμασία στην
αρχιτεκτονική του. Τα έργα του, από τη σειρά ΦΥΣΗ και πολλά άλλα δείχνουν πάντα
τη διπλή τους αξία, σαν προετοιμασία στην αρχιτεκτονική και σαν ζωγραφική
δημιουργία. Οι δημιουργίες του, του 1930-50, οι καθαρά ζωγραφικές, αρχίζουν να
γίνονται άλλο πράγμα με την προσπάθεια να κάνει μία ζωγραφική διακοσμητική και
ποιητική μαζί. Θαρρείς πως είναι η ολοκλήρωσις του σχεδίου εκ του φυσικού που
τον οδηγεί στην ανεξαρτησία του και στην ελευθερία της ζωγραφικής του, που
είναι μια παρομοίωσις και όχι μια αντιγραφή. Ένα στοιχείο μεταφυσικό έρχεται
στο φως και δίνει πάλι το περιεχόμενο της αρχιτεκτονικής του αναζητήσεως.
Βασίζεται σε ρυθμούς και ιδανικά λεπτεπίλεπτα που μόλις υπάρχουν και θέλει να
τα βάλει σ’ έναν κόσμο στέρεο και έντονο.
Κάποτε ο Le Corbusier μου είπε: «Θέλω να χτίσω σπίτια
σαν τις Versailles,
θέλω να κάνω τέχνη αλά με στοιχεία σύγχρονα». Αυτό είναι ο πόθος κάθε
καλλιτέχνη, να κάνει έργα που μία μοίρα τα διευθύνει και είναι ανεξάρτητα και
πειθαρχούν σ’ ένα ανώτερο ρυθμό που βγαίνει από μας και είναι πιά η έκφρασις
των πραγμάτων που είναι δικά μας και δεν είναι.». σ.21-22, τόμος Α΄,
Ίνδικτος-Αθήνα 1997.
Α) Ηρακλής Λογοθέτης, εφ. «Το Ακροκέραμο» της Βραδυνής,
Κυριακή 21/12/1997, σ.12-13.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΠΙΚΙΩΝΗΣ, ΖΩΓΡΑΦΙΚΆ
Προσωπικότητα
όλως ιδιαίτερη που με την βαθιά της πνευματικότητα άνοιξε ένα καινούργιο
κεφάλαιο στην ιστορία της ελληνικής αρχιτεκτονικής, ο Δημήτρης Πικιώνης
παραμένει και σήμερα, ακόμα και μετά τη μεγάλη συγκεντρωτική έκθεση του
ζωγραφικού του έργου στην Εθνική Πινακοθήκη το 1978, περίπου άγνωστος ως
ζωγράφος. Για την αφάνεια ετούτη ευθύνεται ο ίδιος ο Πικιώνης που, καθώς με
ακραία σεμνότητα θεωρούσε τα έργα του αυτά πορεία προοπτικής μαθητείας και
εσωτερικής σπουδής, μεθόδευσε συστηματικά σχεδόν την απόκρυψή της, αφού
ουδέποτε τα παρουσίασε-με εξαίρεση τα σχέδια που έδωσε να δημοσιευθούν στο
περιοδικό ΖΥΓΟΣ το 1958, σε ειδικό αφιέρωμα με αφορμή την αποχώρησή του από το
Πολυτεχνείο. «Ζωγραφίζω αποκρυπτόμενος
για να με ανακαλύψουν ακριβώς» θα μπορούσε να έχει πει ο ίδιος αν,
προσυπογράφοντας με τρυφερή ειρωνεία, παράφραζε ταυτόχρονα τη γνωστή ρήση του
Κίργκεγκορ.
Ωστόσο,
επειδή από καταβολής κόσμου είναι τα κεκρυμμένα που με ιδιαίτερη εμμονή
αξιώνουν την ανάδυσή τους στην επιφάνεια, το ζωγραφικό έργο του Πικιώνη
παραδίδεται επιτέλους σε πλήρες φως. Κι αυτό χάρη στην πολύχρονη και πολύμοχθη
προσπάθεια της κόρης του Αγνής, η οποία μελέτησε και ταξινόμησε με συγγνωστή
συνέπεια τον θησαυρό που απρόοπτα ανακάλυψε σε μια ξύλινη κασέλα στην αναταραχή
μιας μετακόμισης και στην συνδρομή του διεισδυτικού και ευαίσθητου βλέμματος
του εκδότη Μανώλη Βελιζανίδη, ο οποίος έφερε εις πέρας μια έκδοση
υποδειγματικής αισθητικής αρτιότητας, αποτελούμενη από τις ακόλουθες ενότητες:
ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΣΗ (1904-1935)
ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΙΣΙ (1910-1925)
ΑΡΧΑΙΑ (1910-1925)
ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ (1915-1946)
ΤΗΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ (1930-1950)
ΛΑΪΚΑ (1930-1955)
Η έκδοση
που περιλαμβάνει 700 έργα του Δημήτρη Πικιώνη (σχέδια, λάδια σε χαρτόνι ή
μουσαμά, ακουαρέλες, παστέλ και κολάζ), πλαισιώνεται από πρόλογο του Παναγιώτη
Τέτση, εισαγωγικό σημείωμα της Αγνής Πικιώνη, κείμενα του Μπουζιάνη και του
Τσαρούχη για τον Πικιώνη (το τελευταίο σε πρώτη δημοσίευση), αυτοβιογραφικά
σημειώματα του ζωγράφου και κείμενό του με τίτλο «Συναισθηματική Τοπογραφία»
όπου εκτίθενται οι σχέσεις μορφής και τοπίου, φωτός και αισθήσεων στο κάδρο της
προσωπικής του οπτικής. Ακόμα και μια βιαστική ματιά στο έργο αυτό του Πικιώνη,
που καλύπτει μισόν αιώνα ζωής του δημιουργού, είναι ικανή να καταδείξει τη
βαθιά και λειτουργική σχέση μεταξύ των αρχιτεκτονικών του επιδιώξεων και του
ζωγραφικού του προτάγματος. Περισσότερο όμως εκθέτει ολόγλυφα την πνευματική
στάση του Πικιώνη απέναντι στο τοπίο, την σύλληψη δηλαδή της ουσιώδους του
υποστάσεως που μόνη αυτή καθορίζει τη μορφή της εξεικόνισής του και όχι το
έκτυπο σήμα του. Η μορφή στον Πικιώνη δεν αποτίθεται δυναστικά και αυθαίρετα,
ως εξωτερική απόδοση της συγκυριακής της εμφάνισης, αλλά προκύπτει ως αβίαστη
μεν, αδήριτη δε, έκφραση της εσωτερικής αρμονίας που συνέχει ένα τοπίο και τον
εκσυγχρονίζει στη διαδοχή των εποχών του.
Και δεν
χρειάζεται νομίζω να τονίσω πόσο ιδιαζόντως ελληνική είναι αυτή η στάση (η
οποία ωστόσο ελάχιστα έχει προαχθεί από τότε που ο Περικλής Γιαννόπουλος έγραψε
την «Ελληνική Γραμμή»), που θεωρεί τη μορφή ως απείκασμα μυστικό και συνάμα
θωριά τοις πάσι ορατή ενός ολοζώντανου οργανισμού. Ούτε την εκλεκτική της
συγγένεια με την αριστοτελική ένδελέχεια και την έκφραση αυτής της ιδέας στο
χώρο της τέχνης, όπου ο φιλόσοφος θεωρεί το έργο τέχνης «ζώον και άπαν»,
ολοκληρωμένο δηλαδή και ζώντα οργανισμό και διόλου μηχανισμό εξωτερικών
συσχετίσεων. Από τα έργα της περιόδου που ο Πικιώνης εμπνέεται από την
τοπιογραφική σύλληψη του Σεζάν, ως τις σπουδές του αττικού τοπίου και τις
αναπλάσεις της αρχαίας ελληνικής τέχνης, διακρίνει κανείς το νήμα της οργανικής
συνέχειας. Κεντρικό μέλημα του ζωγράφου η ανάδυση της μορφής από την
ελλοχεύουσα δυναμική της πνευματικής της υποστάσεως. Μόνο που ο Πικιώνης δεν
αναζητά αυτή τη γραμμή για να τη συστρέψει στην αδηλότητα των ψυχολογισμών του
«βάθους», αλλά για να την αναπτύξει σε επιφάνεια φωτός και να την καταστήσει
εμφανέστατη. Στην προοπτική της παλαιόθεν ελληνικής φάνειας κινείται ο
Πικιώνης, τιμώντας την εκδήλωση της επιφάνειας χωρίς να την υποβιβάζει αφελώς
σε επιφανεικότητα ή προφάνεια, όπως κάνουν πολλές σύγχρονες αντιλήψεις που
αντιλαμβάνονται τη «βαθύτητα» ως αυτοκίνητο μέγεθος. Γι’ αυτό και η ανάγνωση
της ανοικτής του οπτικής δεν μπορεί να καρποφορήσει παρά με βάση το δηλούμενο
που προκύπτει πάντοτε ως συνέργεια του βλέμματος και των χειρών-δήλιον έργο
δηλαδή μιας εν επιγνώσει σαφήνειας.
--
Β) Νίκος Γ. Ξυδάκης, εφ. Η Καθημερινή 1/2/1998
Η
τοπιογραφία του Δημήτρη Πικιώνη
Δυο
νέοι τόμοι με τις «Ζωγραφικές» συμπληρώνουν την εικόνα του δάσκαλου, ποιητή,
καλλιτέχνη
«Είχα την εντύπωση ότι κρατούσε σπόρους στη
χούφτα του και τους έριχνε, περπατώντας πάνω στη γη και ήξερε πως κάποτε θα
καρποφορήσουν». Μιλά ο Γιώργος Μπουζιάνης για το φίλο του Δημήτρη Πικιώνη,
ενθυμούμενος τις θερμές συναντήσεις τους στο Μόναχο, το 1907. Και ζωγραφίζει με
τον πιο χυμώδη τρόπο το φίλο του και συνομιλητή του. Πράγματι, με την ευκαιρία
της εκδόσεως των δίτομων «Ζωγραφικών» του Πικιώνη, και την ταυτόχρονη ανάγνωση
ζωγραφικών και γραπτών του έργων, καταλαβαίνουμε και πάλι τη συμβολή του στη
διαμόρφωση της σύγχρονης νεοελληνικής σκέψης.
Λάτρης του μοντέρνου αλλά και του λαϊκού, κατ’
εξοχήν «ευρωπαίος» και ενήμερος των ρευμάτων του 20ου αιώνα, αλλά
και μύστης της ανατολικής σοφίας, του αρχαιοελληνικού πνεύματος, ευαίσθητος
ακροατής των μυστικών φωνών του τοπίου, ο Πικιώνης κατόρθωσε προπάντων να θέσει
ζητήματα, να ανοίξει δρόμους, να υπαινιχθεί τρόπους δημιουργικού σμιξίματος
φαινομενικά ασύμβατων παραδόσεων, να υπερβεί διλήμματα.
Σα
δάσκαλος και μύστης, σαν οραματιστής, λοιπόν, και λιγότερο ίσως σαν τυπικός
αρχιτέκτονας ή καλλιτέχνης, κατέχει ξεχωριστή θέση σε μια ελληνική ιστορία των
νοοτροπιών. Η Θέση του είναι πλάι στο Σικελιανό, με τον οποίο μοιράζεται την
παγανιστική σύλληψη της αρχαίας Ελλάδας και τον παράφορο έρωτα για τις μορφές
της Φύσης και της Ζωής, ακόμη και παρόμοια ρητορική ΄ πλάι στους ανασκαφείς της
λαϊκής ομορφιάς, τον δαιμόνιο Κόντογλου και τον πρωτοπόρο Στρατή Δούκα,
πλάι στους ζωγράφους Παπαλουκά και Τσαρούχη, πλάι
στον Εγγονόπουλο. Ο Πικιώνης προσπαθεί να συνταιριάξει τον Σεζάν με τη λαϊκή
εικονογραφία, τον μοντερνισμό με τη διαχρονική σοφία των ανώνυμων μαστόρων,
βρίσκει το οικουμενικό μες στο τοπικό, το Όλον μέσα στο Μέρος, κι όλα αυτά
χωρίς να καταφεύγει σε θρησκευτικά στηρίγματα. Η ζωγραφική του, όπως μας
φανερώνεται τώρα, υποστηρίζει αυτή το
συλλογισμό όταν, λ.χ. ζωγραφίζει
κυβιστικά μιαν Αρβανίτισσα ή όταν επιχειρεί να συλλάβει το αττικό τοπίο με την
αναλυτική ζωγραφική μέθοδο του Σεζάν.
Την
ζωγραφική του Πικιώνη τοποθετεί έξοχα ο φίλος του Τσαρούχης. Γράφει ο σπουδαίος
ζωγράφος και στοχαστής: «Ο Έλληνας που
θέλει να κάνει ό,τι του κατέβει δεν δέχεται την παράδοση και θέλει να υπάρχει
ξένοιαστος για το τι γίνεται, δημιουργώντας ένα επιπόλαιο και πληροφορημένο σχετικώς
στιλ. Η σειρά των έργων με την οποία προσπαθεί να αποδώσει την Αττική είναι
επηρεασμένη από τη δουλειά του Cezanne,
αυτουνού δηλαδή που αλλάζει όλη την πορεία της παγκόσμιας ζωγραφικής. Όταν οι
άλλοι αντιγράφουν τους ακαδημαϊκούς με το σουξέ τους ο Πικιώνης μένει
ανεπηρέαστος και με τα τοπία του τα ελληνικά προσπαθεί να βρει την ουσία της
σκέψεώς του.
Να αποδώσει, την Ελλάδα ουσιαστικά, φτάνει
να προϊδεί την αφηρημένη τέχνη κυνηγώντας το καλό, βρίσκει το ελληνικό… Η
ζωγραφική του εκτός από την ποιότητά της είναι υπέροχη, είναι συγχρόνως η
καλύτερη προετοιμασία στην αρχιτεκτονική του».
Ο ίδιος ο Πικιώνης, αυτοβιογραφούμενος, περιγράφει με συγκίνηση τις
«ζωγραφικές» συναντήσεις του, με το δάσκαλό του Παρθένη, με τους συμμαθητές του
Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Γ. Μπουζιάνη. Μαζί με τα «Κείμενα» (Μ.Ι.Ε.Τ.) και τα
«Αρχιτεκτονικά» (Μπάστας-Πλέσσας) που προηγήθηκαν, οι λιτοί πολυτελείς τόμοι
των «Ζωγραφικών» συμπληρώνουν την εικόνα του δασκάλου, στοχαστή, μύστη, ποιητή
και καλλιτέχνη Πικιώνη.
Τώρα
έχουμε πια στα χέρια μας σχεδόν πλήρες το σώμα του πικιωνικού έργου, του
κατατεθειμένου στο χαρτί. Η έκδοση, επιμελημένη από την κόρη του Αγνή Πικιώνη,
συγκεντρώνει όλα τα ζωγραφικά του έργα κατά θεματικές ενότητες: Από τη Φύση,
Αναμνήσεις από το Παρίσι, Αρχαία, Βυζαντινά, Της Φαντασίας, Λαϊκά, Σχέδια,
ζωγραφική σε χαρτί και μουσαμά, τοπία, πρόσωπα, αρχαιοελληνικά, βυζαντινά και
λαϊκά θέματα, ασκήσεις βλέμματος και ανασκαφές σε αναζήτηση της ουσίας.
Μια έξοχη
έκδοση, που μας βοηθά να καταλάβουμε την περιπέτεια της ελληνικής ζωγραφικής
στον 20ό αιώνα, αλλά και να αντιληφθούμε το εύρος των αναζητήσεων και τον παλμό
της περιέργειας ενός σπουδαίου νεοέλληνα στοχαστή.
--
Γ) Δημήτρης Σταμέλος, εφ. Ελευθεροτυπία, Τετάρτη
18/2/1998
ΠΙΚΙΏΝΗΣ:
Κλασικός και σύγχρονος
ΠΙΚΙΩΝΗ, «Ζωγραφικά» Ίνδικτος, Αθήνα. Τόμος Α΄ Β΄
σελ. 582 δρχ. 37.000
Ο
Δημήτρης Πικιώνης (1887-1968), φυσιογνωμία πολυεδρική και πολυσύνθετη, στάθηκε
ανάμεσα στους κορυφαίους του αιώνα μας, με το πολύτιμο έργο του, που μπορεί να
χαρακτηριστεί και ως εθνική διδαχή. Ο αγώνας του για τον επαναπροσδιορισμό της
αρχιτεκτονικής με βάση τις αρχέγονες καταβολές και την αίσθηση του μέτρου, αλλά
και τη σοφία που αποπνέει η παραδοσιακή μας αρχιτεκτονική, η προσπάθεια
διάσωσης του απαράμιλλου φυσικού τοπίου και η αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου
μαζί του, ο στοχαστικός του λόγος πάνω σε καίρια προβλήματα της πολιτιστικής
μας πορείας και η πρωτοτυπία της ζωγραφικής ως έκφραση της αληθινής, πηγαίας
και υψηλής τέχνης, συνθέτουν ένα συναρπαστικό πανόραμα ιδεών και μια πολύτιμη
παρακαταθήκη.
Οι ιδέες
του Πικιώνη είναι περισσότερο επίκαιρες και χρήσιμες σήμερα, στη διαγραφόμενη
επικίνδυνη αλλοτρίωση της εθνικής μας ταυτότητας, στον διασυρμό βασικών αξιών
της ζωής, στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, στη δημιουργία
πόλεων-τεράτων, στη φθορά που συνεπάγεται ο ευδαιμονισμός, στην απογύμνωση
συχνά της τέχνης από την εσωτερική εκείνη γοητεία που συνταιριάζει την αλήθεια
με την ομορφιά, ως έκφραση ελευθερίας και ζωής. Έτσι, σε κατάλληλη ώρα έρχεται
η έκδοση αυτή για να μας εμπνεύσει την αυτοπεποίθηση, καθώς πηγάζει και από το
ζωγραφικό έργο του Πικιώνη, τον σεβασμό στη γνησιότητα της καλλιτεχνικής
δημιουργίας που ταυτίζεται με τον σεβασμό στον ίδιο τον άνθρωπο. Αυτή η
ανοιξιάτικη πανδαισία μέσα στη βαρυχειμωνιά αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τους
δρόμους που πρέπει να ακολουθήσουμε στους χαλεπούς καιρούς μας.
Αναφερόμενος σ’ ένα του άρθρο το 1954 (Γαίας ατίμωσις) στην καταστροφή
του τοπίου της Αττικής θα πει: «Τρισμέγιστη
είναι η ενοχή μας. Κι όχι μονάχα απέναντι του εαυτού μας μα έναντι της μνήμης
των περασμένων, έναντι του μέλλοντος και έναντι όλων των λαών της οικουμένης.
Μα οι ανάγκες; θα μου πείτε. Εκείνοι που βάζουν αυτό το ερώτημα ξέρουν πολύ
καλά ότι δεν είναι η αδήριτη χρειά, αυτή καθεαυτή, η αιτία της καταστροφής. Η
αιτία έγκειται στον τρόπο που ανεχθήκαμε να θεραπευτεί αυτή η χρειά.
Μιλώντας
επίσης για το θέμα της ανοικοδόμησης μεταπελευθερωτικά στο άρθρο του «Η
ανοικοδόμηση και το πνεύμα της παράδοσης», 1946) θα επιμείνει στην ανάγκη
χρησιμοποίησης βασικών παραδοσιακών στοιχείων στην σύγχρονη αρχιτεκτονική,
τονίζοντας, πως μέσα στη λαϊκή μας παράδοση «διασώζεται
ολοζώντανο το νόημα ολάκερης της πνευματικής μας κληρονομιάς». Σε έκθεσή
του στον καθηγητή Κ. Α. Δοξιάδη (1961) θα σημειώσει πως «υπέρτατη αρχή του πολεοδόμου είναι αναντίρρητα, όχι να επιβάλει
αυθαίρετα το ιδανικό της ατομικής του, και γι’ αυτό αυθαίρετης, θέλησης, αλλ’
«σβήνοντας, μ’ αδιάκοπη προσπάθεια, την προσωπικότητά του εις την απόλυτη
αλήθεια» να θελήσει να εικάσει, να ταυτιστεί με την ομαδική ψυχή της
εθνότητας».
Αναφερόμενος επίσης στην αρχιτεκτονική, θα γράψει το 1952 (Αισθητικές
αρχές της Αρχιτεκτονικής του Αιξωνικού Συνοικισμού): «Πραγματικά, όσο
αποβλέπουμε στο ουσιαστικό και το κύριο στη ζωή και στην τέχνη μας, τόσο
ρίχνουμε ρίζες στο γνήσιο είναι μας, εξασφαλίζοντας έτσι την παραδοτική
συνέχεια. Αλλιώς, δουλεύουμε στο μεταβλητό και το εφήμερο, και καταλύουμε έτει
τη σχέση του σήμερα και του αύριου με το χθες, δηλαδή την ιστορική μας μνήμη».
Απόψεις και σκέψεις εθνικής διδαχής.
Η δίτομη
αυτή έκδοση μας αποκαλύπτει, με τρόπο εντυπωσιακό, μιαν άλλη διάσταση της
πολύμορφης προσωπικότητας του Πικιώνη, τη σημαντικότατη δημιουργία του ως
ζωγράφου, όπου κυριαρχεί η στοχαστική εκείνη ενόραση που συνολικά τον διέκρινε.
Από παιδί είχε εκδηλώσει την κλίση του στη ζωγραφική, που μέστωνε με τα χρόνια
μέσα του, όπως ο ποιητικός του λόγος. Θαυμαστής Σεζάν, ο φίλος του de Chiriko από
το 1904 και του Παρθένη από το 1906 κι άλλων πρωτοπόρων ζωγράφων στη συνέχεια,
οι σχετικές σπουδές του στο Μόναχο και το Παρίσι (1908-1912), η αδιάκοπη μελέτη
της αρχαιοελληνικής τέχνης, σε συνάρτηση με την έμφυτη και πηγαία κλίση που
διέθετε, οδήγησαν σε εξαίσιες δημιουργίες, όλο ποίηση και στοχαστικότητα.
Ακολούθησα «έναν αυτόνομο δρόμο που με
δίδασκε η φύση», θα πει.
Σ’ ένα
πεζό του ποίημα του 1918 με τίτλο «Ζωγράφος», θα εξομολογηθεί: «Αχ, πρέπει να σε κάνω όπως σ’ αισθάνομαι, ω
Φύση. Αλλιώς τα χέρια μου να σας αγγίξουν δεν πρέπει, θεία χρώματα του Ουρανού,
αχτίδες χρυσές και σένα των μορφών Αρμονία… Ω Μούσα, σίμωσε, κατέβα και δώσε, ω
θεά, τ’ ασύλληπτο, το φευγαλέο να βάλω στην εικόνα». Αυτό το φευγαλέο, το
μυστήριο της ώρας, τη μυστική πνοή του τόπου μας, την ιερότητα και την αρμονία
του, έκανε ζωγραφικήν εικόνα ο Πικιώνης, όπως η γοητευτική του πλαστική φόρμα
και το φως του χρώματος ξεδιπλώνεται στο στα έργα του περιλαμβάνει η εξαίρετη
αυτή έκδοση.
Την
έκδοση προλογίζει ο Παναγιώτης Τέτσης, ο οποίος γράφει: «Παρ’ όλο που ο Πικιώνης είναι ο επίμονος της ισορροπίας της φόρμας,
του τόνου και της σύνθεσης, εν τούτοις δεν θα χαρακτηρίζετο ως ζωγράφος
εγκεφαλικός, αλλά αντιθέτως πνευματικός, αισθησιακός». Χαρακτηρίζει δε την
έκδοση «πολύτιμο απόκτημα».
Δημοσιεύονται επίσης κείμενα του Μπουζιάνη και του Τσαρούχη για τον Πικιώνη,
αυτοβιογραφικά του σημειώματα. Εισαγωγικό σημείωμα και επιμέλεια Αγνής Πικιώνη.
--
Δ) Άρης Μαραγκόπουλος, εφ. Το Βήμα, Κυριακή
29/3/1998, σ. στ4.
Ημερολόγιο
σε εικόνες
Τα
«Ζωγραφικά» του Δημήτρη Πικιώνη
είναι ένα ιδιότυπο εικονογραφημένο ημερολόγιο μέσα από το οποίο μπορούμε να
καταλάβουμε καλύτερα τον αρχιτέκτονα και τον κόσμο του. Στις σελίδες του
αποτυπώνονται αισθητικές αναζητήσεις μισού αιώνα.
Δ. Πικιώνης, Ζωγραφικά. Επιμέλεια Αγνή Πικιώνη.
Εκδόσεις Ίνδικτος, 1997 Τόμοι 2, σελ. 323+259
«Και ίσως θα χρειαστεί εμείς να
ξαναπλάσουμε μια παιδική καρδιά, για να μπορούμε να διαβάσομε».
Μέλπω Αξιώτη, Θέλετε να
χορέψουμε, Μαρία;
Το
οδοιπορικό της ζωής του Δημήτρη Πικιώνη (1887-1968) είναι δεμένο με την πορεία
αυτού του τόπου από την παράδοση στον (εκ) μοντερνισμό. Γεννήθηκε και ανδρώθηκε
σε ένα λησμονημένο και άγνωστο στους νεότερους τόπο. Στα βράχια της Φρεαττύδας,
όπου σκαρφάλωνε παιδί και πίσω από τους οποίους σήμερα οι όγκοι των κακόγουστων
πολυκατοικιών υψώνονται απειλητικά, η αύρα δεν «σείει απαλά το μίσχο του φυτού
που φύτρωνε τότε στις κουφάλες των βράχων» (Α΄, σ. 24) το Μοσχάτο, που στον
ελαιώνα του ζωγράφιζε, σήμερα πλημμυρίζει βιοτεχνίες και ο Κηφισός, τις όχθες
του οποίου συνήθιζε να ακολουθεί ως την Ιερά Οδό, έχει ενταφιαστεί οριστικά
κάτω από την άσφαλτο.
Θυμόμαστε
τον Πικιώνη ως έναν από τους τελευταίους της γενιάς του: αυτούς που πρόλαβαν
την Αθήνα ως «κλεινόν άστυ», αυτούς που μορφώθηκαν στο Μόναχο του Κ.
Χατζόπουλου και του Μπουζιάνη, αυτούς που συνομίλησαν με τον Παρθένη και τον
Ντε Κίρικο στο Παρίσι των αρχών του αιώνα, αυτούς που συμμετείχαν με το έργο
τους στο βαρύ κληροδότημα της Γενιάς του Τριάντα.
Για τους
καλλιτέχνες αυτής της γενιάς, τον Κόντογλου, τον Παπαλουκά, τον Διαμαντόπουλο,
τον Στέρη, τον Μπουζιάνη, η ζωγραφική αποτελούσε διαρκής μαθητεία, άσκηση ζωής.
Παρακολουθώντας, μέσα από τους δύο επιβλητικούς τόμους των εκδόσεων Ίνδικτος,
τον ζωγραφικό βίο του Πικιώνη, συνειδητοποιούμε, αυτό που συχνά πυκνά
ομολογείται μέσα από τα συνοδευτικά αυτοβιογραφικά κείμενά του: η ζωγραφική ως
μελέτη των εσώτερων δομών της φύσης, το σχέδιο ως ενδελεχής μελέτη του κόσμου
συνιστούν Αυτογνωσία. Τα όρια ανάμεσα στην πειθαρχημένη ματιά και στη φευγαλέα
ματιά είναι τα όρια του ορατού κόσμου. Ο διανοούμενος διδάσκεται ως ασκητής το
νόημα της ζωής μέσα από τη σπουδή του χρώματος, της σκιάς και του φωτός. Η
σχέση του με τη φύση καταγράφεται , μεταστοιχειώνεται στη ζωγραφική σπουδή ως θρησκευτική σχέση. Ο καλλιτέχνης είναι
ένας ευλαβής πιστός που «υπακούει στους συμπαντικούς Νόμους τους αιώνιους» (Α΄,
σ.30). Κάτω από αυτό το πρίσμα οφείλουμε να διαβάσουμε τα Ζωγραφικά του Πικιώνη.
Ξεφυλλίζοντας τους φροντισμένους τόμους της Ινδίκτου ο αισθαντικός
αναγνώστης έχει τη διαρκή εντύπωση ότι παρεισφρέει στις μυστικές σελίδες ενός
ημερολογίου έργων και ημερών. Η πρώτη και άμεση διαπίστωση είναι ότι δεν έχουμε
να κάνουμε με την εκδήλωση μιας απλής φιλοκαλίας, μιας καλλιτεχνίζουσας
προέκτασης των αναζητήσεων του σπουδαίου αρχιτέκτονα. Το ιδιότυπο αυτό
ημερολόγιο εικόνων αποδεικνύει ότι το ζωγραφικό σχέδιο δεν υπήρξε γι’ αυτόν μια
δευτερεύουσα ενασχόληση. Ήδη στο πεδίο της αρχιτεκτονικής ο Πικιώνης θεωρεί
το ζωγραφικό σχέδιο αναπόσπαστο εργαλείο
για την αισθητική θεμελίωση του έργου (Β΄, σ.12) ενώ οι ποικίλες ζωγραφιές του
με κτίσματα στη φύση διαισθάνεται κανείς ότι δεν αποτελούν απλώς προσφιλές θέμα:
συγκροτούν σε ένα αρμονικό όλο την έρευνα του καλλιτέχνη και ταυτοχρόνως την
αισθητική του.
Ο
Πικιώνης φαίνεται ότι ιχνογραφεί όλα τα στάδια των αναζητήσεών του με τη
μεθοδικότητα που άλλοι τηρούν ημερολόγιο της διανοητικής τους πορείας. Και όπως
τα συνήθη ημερολόγια φωτίζουν όχι μόνο τις πτυχές της προσωπικής τους πορείας
αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, το ίδιο και με το
«εικονογραφημένο ημερολόγιο» εκείνου. Δεν είναι τυχαίο ότι οι ελαφρές του ύλες,
οι ακουαρέλες, τα σχέδια, έχουν για τον θεατή μεγαλύτερη γοητεία από ό,τι τα
πιο «δουλεμένα» έργα του, ας πούμε σε σεζανικές δοκιμές του. Διότι τα πρώτα
έργα, αποτυπώνοντας εντυπώσεις και αισθήματα καιρών και τόπων, αποκαλύπτουν
κάτι ουσιαστικότερο από τον ενσωματωμένο στα δεύτερα μόχθο του ζωγράφου΄
αποκαλύπτουν με την αθώα ματιά του αυτοδίδακτου της ζωής τα ερωτηματικά μιας
γενιάς.
Ο
Πικιώνης, σαφώς ζυμωμένος με τους προβληματισμούς της εποχής του, είναι
πεισμένος ότι η πορεία του Ελληνισμού θα εξαρτηθεί «από την υπεύθυνη στάση μας ανάμεσα Ανατολής και Δύσης», γι’ αυτό και
απαιτεί το «οικουμενικό πνεύμα να
συντεθεί με το πνεύμα της εθνότητος» (Α΄, σ.31). Στην Ανατολή και στο
Βυζάντιο διακρίνει μια «γλώσσα συμβολική» στην οποία οφείλει να μαθητεύσει η
τέχνη μας-και στην οποία εν πολλοίς μαθητεύει και η δική του. Από την άλλη, ήδη
στα 1931, σκιαγραφώντας το «πνεύμα της εποχής» του, απαιτεί να «ξεπεράσουμε τις κατώτερες μορφές του
νατουραλισμού και του ρεαλισμού» (Β΄, σ.17), πράγμα που ο ίδιος δοκιμάζει
με γεωμετρική αυστηρότητα σε πολυάριθμα σχέδιά του.
Αυτή την
αντίφαση ανάμεσα στο εθνικό και στο οικουμενικό, που η Γενιά του Τριάντα
απεγνωσμένα προσπάθησε να λύσει, πότε με δάνειους δυτικούς τρόπους, πότε με
κατάδυση στο λαϊκό και παραδοσιακό, πότε
με συνδυασμό των δύο τάσεων, τα «Ζωγραφικά» του Πικιώνη την αποτυπώνουν
με ευδιάκριτη μια προσωπική, διπλή σφραγίδα: μιας οιονεί απορίας αφενός για
ό,τι συνιστά το θαύμα του κόσμου και μιας ιδιάζουσας ηθικής αφετέρου.
Διατρέχοντας εξεταστικά τον αρχαίο τρόπο ως τον βυζαντινό και τον δημώδη ,
μαθητεύοντας πεισματικά στον Σεζάν αλλά και σε έναν ελληνοπρεπή πριμιτιβισμό
(μέσα από τον οποίο διαχειρίζεται την πολλαπλότητα των φυσικών μορφών), τα έργα
του ανιχνεύουν με αγωνία ανάμεικτη με θαυμασμό τις ίδιες εντέλει –κλασικές στην
οικουμενικότητά τους-αξίες που θέλησε να αναδείξει η ματιά του συγκαιρινού και
φίλου του Τζούλιο Καϊμη, καθώς και των περισσοτέρων εκφραστών της γενιάς του.
Αλλά αυτό που κυρίως εκπέμπει η προσωπική ματιά του Πικιώνη είναι μια
λησμονημένη και «άχρηστη» στη μεταμοντέρνα εποχή μας ουμανιστική αξία.
Παρατηρώντας ένα οποιοδήποτε τοπίο του (ιδίως αυτά που περιέχουν κάποιο
κτίσμα), εξετάζοντας τις σπουδές του (σαν τις αριστουργηματικές με τα γήινα
βυζαντινά χρώματα, Α΄ εικ. 262-263), ο θεατής αποκομίζει την αλλόκοτη αίσθηση
ότι ο Πικιώνης ζωγραφίζει σταθερά το ίδιο θέμα: την Ευσέβεια και το Δέος
απέναντι στο Σχήμα του σύμπαντος κόσμου. Αυτή ακριβώς η ιδιόμορφη-ως προς την
ηθική της-απεικόνιση του επιτρέπει να λύνει με τον τρόπο του και το ζήτημα της
νεωτερικότητας. Είτε κάνει κολάζ με κυβιστικές μορφές πάνω σε λαϊκά μοτίβα (Β΄,
εικ. 213) είτε απεικονίζει με σχεδόν μινιμαλιστικό τρόπο σπαράγματα του
καθημερινού και του μύθου είτε ακόμη σχεδιάζει “a la maniere de”, η ζωγραφική του εκπέμπει πάντα
την ίδια ευλάβεια απέναντι σε αυτό που συνιστά την Καθολικότητα. Το ενδιαφέρον
είναι μάλιστα ότι αυτή η ευλάβεια απορρέει από την πίστη σε μια εσωτερική
ελευθερία, αυτήν που ο καλλιτέχνης κερδίζει εφόσον παραμένει ασκητής και όχι
επαγγελματίας της τέχνης. Αυτή η ελευθερία του επιτρέπει να παραμένει
εκλεκτικός και όχι δέσμιος των συρμών, να τηρεί για παράδειγμα ίσες αποστάσεις
τόσο από την παραδοσιακή αφηγηματική ζωγραφική όσο και από τον σουρεαλισμό (Β΄,
σ.18) και να εμμένει εντέλει σε έναν εντελώς προσωπικό κανόνα που ανάγεται στην
εσωτερίκευση της φυσικής εμπειρίας: «Ω
γη, συ ανάγεις όλα εις τον εαυτό σου, ως εις μέτρο. Αληθινά συ είσαι το modulus που μπαίνει εις το καθετί»
(Β΄, σ. 85).
Επαναλαμβάνω ότι έχουμε να κάνουμε (από τη στιγμή μάλιστα που τα
Ζωγραφικά συγκροτούνται σε βιβλίο) με ημερολόγιο εργασίας: ένα ευαίσθητο ημερολόγιο
που στις ιστορημένες σελίδες του αναγνωρίζεται μισός και παραπάνω αιώνας
αισθητικών αναζητήσεων (1904-1955) ως ζωγραφικό «έργο εν προόδω». Ο ζωγραφικός
βίος του Πικιώνη είναι ο βίος και η πολιτεία μιας ολόκληρης εποχής που μέσα στη
δίνη των εθνικών περιπετειών κατάφερε να διαφυλάξει, αν μη τι άλλο, αυτή την
«παιδική καρδιά» που μια συγγραφέας της ίδιας γενιάς, η Μέλπω Αξιώτη, θεωρούσε
προϋπόθεση δημιουργίας και που εμείς-στη δική μας λογιστική εποχή-είναι
δυστυχία να μην την αποζητάμε με ανάλογη πίστη στην αναγκαιότητά της.
--
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή, σήμερα.
Πειραιάς, 31 Αυγούστου 2019
ΥΓ. Είθε, η Δημοτική αρχή του Πειραιά και οι
Πολιτιστικοί φορείς της, να στήσουν μία προτομή ή άγαλμα του πειραιώτη Δημήτρη
Πικιώνη στον χώρο που γεννήθηκε, περπάτησε και δόξασε. Και να διοργανωθεί μία
Έκθεση των έργων του, ώστε οι μαθητές των σχολείων του Πειραιά να γνωρίσουν το
έργο του, να διαβάσουν τα κείμενά του, να μάθουν για την προσφορά του, να
διδαχθούν οι νεότεροι, πάνω σε ποια ιερά πειραϊκά βήματα αξιοσημείωτων πειραιωτών
βαδίζουν. Να δοθούν τα ονόματα των σημαντικών παιδιών του Πειραιά σε δρόμους
και σταθμούς του Μετρό των περιοχών της Πόλης που θα λειτουργήσουν.