Κλεαρέτη
Δίπλα-Μαλάμου (Πρέβεζα 1897-Αθήνα 1977)
ή
το
βαρύτιμο σαρκαστικό στολίδι του καρυωτακικού δίστιχου.
Μέρος Β΄
Ανθολόγιο
κειμένων για την ποιήτρια Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου
1)
Αλέξης Ζήρας-Βασίλης Δ. Αναγνωστόπουλος,
ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΠΡΟΣΩΠΑ-ΕΡΓΑ-ΡΕΥΜΑΤΑ-ΟΡΟΙ, εκδ. ΠΑΤΑΚΗ 2007,
σελ. 531
Δίπλα-Μαλάμου
Κλεαρέτη (Πρέβεζα, 1897-Αθήνα, 1977):
Ποιήτρια, πεζογράφος. Το 1909 εγκαταστάθηκε με τη
οικογένειά της στην Αθήνα και ξεκίνησε τις σπουδές στην ΑΣΚΤ.
Εμφανίστηκε στα γράμματα με τη δημοσίευση ποιήματός της στο περιοδικό
Παναθήναια. Μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Ελληνίς. Δημοσίευσε
κριτικά άρθρα σε εφημερίδες και στα περιοδικά Ο Νουμάς και Πινακοθήκη.
Έγραψε
ποίηση, διηγήματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, χρονικά άρθρα και μετέφρασε ποίηση
από τα ιταλικά.
Έργα: Στο διάβα μου(1922) Οι δρόμοι της ζωής (1955)
(π.μ.), Για λίγη αγάπη κι άλλα διηγήματα (1929), Γυναικείες ψυχές (1935), Ο
μεγάλος ποταμός (1952) (διηγ.) Ιστορίες για μεγάλα παιδιά (1938) (παιδ.), Με
χαμένη πυξίδα. Ο καιρός της σκλαβιάς από τη σκοπιά μας (1961) (χρον.).
Μετέφρασε επίσης (1966) τα Άνθη του κακού του Charles Baudelaire.
Λυρισμός
της καθημερινής, μικροαστικής ζωής, υπεράσπιση των ηθικών αξιών, αλλά και
στέρεος ρεαλισμός, με σαφείς αξιολογικούς διαχωρισμούς, του καλού από το κακό,
του ηθικού από το ανήθικο.
Ήταν η
πρώτη γυναίκα πεζογράφος που τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1930)
για το έργο της Για λίγη αγάπη.
Βιβλιογραφία: ΜΕΝΛ, τόμ. 9, σελ. 624-627. ΠΛΜ, τόμ.
21, σελ. 163. Αθ. Ταρσούλη, Ελληνίδες ποιήτριες 1857-1940, τυπ. Ελληνικής
Εκδοτικής Εταιρείας, 1951, σελ. 117-128. Δημ. Γιάκος, «Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου»,
περ. ΝΕ, τχ. 101 (1977), σελ. 124-125. Χ. Σακελλαρίου, Ανθολογία ελληνικού
παιδικού διηγήματος». Άγκυρα, 1983, σελ. 156-159.
Α. Ζ., Β.Δ.Α.
2)
Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Λογοτεχνία των Ελλήνων, εκδ. Χάρη
Πάτση χ.χ. τ. 9ος, σ. 624-627
Κλεαρέτη
Δίπλα Μαλάμου
Ποιήτρια και πεζογράφος. Γεννήθηκε στην Πρέβεζα το
1897. Το 1909 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στην Αθήνα και συμπλήρωσε τις
σπουδές της, φοιτώντας και στη Σχολή Καλών Τεχνών, για να καλλιεργήσει την
κλίση της στη ζωγραφική. Ωστόσο, από
πολύ νωρίς, αφήνοντας κάθε άλλη της κλίση, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη
Λογοτεχνία, που την είχε κερδίσει από παιδί. Τα «Παναθήναια», «Ο Νουμάς», η
«Νέα Εστία», η «Ελληνίς», που χρόνια ήταν μέλος της συντακτικής της επιτροπής,
δημοσίευαν κάθε τόσο ποιήματα, διηγήματα και διάφορα άρθρα της. Το 1922
τυπώνεται στις εκδόσεις Ελευθερουδάκη η πρώτη ποιητική συλλογή της με τον τίτλο
«Στο διάβα μου». Το 1929 δημοσιεύει το πρώτο της πεζογραφικό έργο, μια συλλογή
από διηγήματα με τον τίτλο «Για λίγη αγάπη», που βραβεύθηκε το 1930 από την
Ακαδημία Αθηνών (είναι η πρώτη Ελληνίδα που είχε αυτή την τιμή). Το 1936
δημοσιεύει τις «Γυναικείες ψυχές», δεύτερη συλλογή από διηγήματα, το 1938 τις
«Ιστορίες για μεγάλα παιδιά», που πήρε β΄ βραβείο στην Έκθεση παιδικού βιβλίου,
το 1952 εκδίδει τον «Μεγάλο ποταμό», νέα σειρά από διηγήματα, και το 1955 τη
δεύτερη ποιητική συλλογή της «Οι δρόμοι της ζωής». Η τραγική εμπειρία της
κατοχής της εμπνέει το χρονικό «Με χαμένη πυξίδα», που εκδίδει (τελειωμένο από
το 1947) 14 χρόνια αργότερα, το 1961. Το ως σήμερα έργο της συμπληρώνεται με
την μετάφραση των ποιημάτων του Μπωντλαίρ, «Τα άνθη του κακού», το 1966. Σε
αυτά πρέπει να προστεθούν και άλλα της μεταφράσματα από την ιταλική ποίηση,
άρθρα, τεχνοκριτικά και κοινωνικά, ταξιδιωτικές εντυπώσεις, καθώς και μια σειρά
από διηγήματα… Η Μαλάμου χρημάτισε μέλος του συμβουλίου της Εταιρίας Ελλήνων
Λογοτεχνών επί 9 χρόνια. Πολλά έργα της, πεζά και ποιήματα, έχουν μεταφρασθή
στα γερμανικά, σουηδικά και πολωνικά και έχουν περιληφθή σε ανθολογίες. Πλατειά
εξ άλλου ανθολόγηση του έργου της έχει γίνει και στην Ελλάδα.
Η ποιήτρια, από γενιά ηπειρώτικη και επτανησιώτικη,
έχει πάρει από τα Επτάνησα την αγνότητα και την αρμονία του λυρισμού, και από
την Ήπειρο τον ηρωικό παλμό και την νοικοκυροσύνη του στίχου. Αλλά το κύριο
γνώρισμα της ποιητικής προσφοράς της είναι ότι βλέπει τον κόσμο, τη ζωή και τη
φύση, ως γυναίκα. Ογδόντα ποιήματα, μικρά και μεγάλα, «Στο διάβα μου» σε
δεκαπεντασύλλαβους με αψεγάδιαστη τεχνική, μαρτυρούν την πηγαία διάθεση και την
ειλικρίνεια της γυναικείας ευαισθησίας. Άλλο της γνώρισμα είναι ότι βλέπει το
κάθε τι ως ζωγράφος. Η Μαλάμου αξιοποιεί, με το ρυθμό, και τον λόγο, σε εικόνες
σπάνιες και γεμάτες γραφικό κάλλος, την ζωγραφική εμπειρία της. «Οι δρόμοι της
ζωής» είναι ώριμος καρπός της λεπταίσθητης υμνωδού της αγάπης και της γαλήνης.
Διαιρούνται σε 3 μέρη: Τα τραγούδια της νιότης, ερωτικός χαμός, τρυγητός. Ο
ερωτισμός της γυναίκας σε όλους τους αναβαθμούς του. Το κρυφό παρθενικό
αίσθημα, η δειλία του κοριτσιού, ύστερα η ωρίμανση με το πάθος, την ηδονή, την
οδύνη και τέλος ο τρυγητός, σε μια ολοκλήρωση της χαράς και του πόνου, που
μετουσιώνεται σε γαλήνη, ακόμη, και στο αντίκρυσμα του θανάτου. Εδώ υπάρχει και
ο στοχασμός και η γαλήνια φιλοσόφηση, αλλά και ο δυνατός αισθησιασμός, που της
είχε χαρίσει στην πρώτη της συλλογή την «Σαλώμη» και τα «Γαρούφαλα». Η ποίηση
της είναι πραγματικά γεμάτη θηλυκότητα, αλλά το ένστικτο της μητρότητας
επεκτείνεται πέρα από την ποιήτρια και αγκαλιάζει όλα τα πλάσματα του Θεού. Το
«Ξεριζωμένο δέντρο», αυτός ο γίγαντας, που πέφτει βαρύς κάτω από το πελέκι του
ξυλοκόπου, είναι το σύμβολο του ανθρώπου, του νικημένου από τη μοίρα, και η
αγράμπελη, που πεθαίνει μαζί του, σφιχταγκαλιάζοντάς τον, είναι η αγάπη που
παραστέκεται στην ανθρώπινη δυστυχία.
Η
ποιητική της Μαλάμου βρίσκεται, από την αρχή ως το τέλος, μέσα στην παράδοση,
είναι όμως στέρεη και αναδείχνει το γνώριμο και κοινό στίχο με την μαγεία της
μουσικής, του πηγαίου αισθήματος και της ειλικρίνειας. Ξέρει να αποφεύγη το
περιττό και να δίνη σε απόσταγμα λυρισμού τους παλμούς της ψυχής της. Τα
ποιητικά αυτά προσόντα στάθηκαν τα όπλα της, για να μεταφυτεύση τόσο εύχυμα τα
«Άνθη του κακού» στο δικό μας χώμα. Και κατόρθωσε σχετικά-στην ποιητική
μετάφραση το «σχετικά» είναι νόμος-να μην χάσουν το βάρος και την ατμόσφαιρα,
που μας γοητεύει στο πρωτότυπο.
Το κύριο
όμως έργο της Μαλάμου είναι τα διηγήματα, το χρονικό και το παιδικό της βιβλίο.
Όπως στο ποιητικό της έργο, έτσι κι εδώ, στα πεζά της, ο έρωτας έχει κυρίαρχη
θέση και με την ευχαρίστηση και με την σκληρή όψη του. Οι βαθύτατα
ψυχολογημένοι και ολοζώντανοι ήρωές της χρωστούν την μοίρα τους στο «θεϊκό αυτό
δώρο», όπως ονομάζει τον έρωτα. Αλλού φωτισμένοι από τη ρόδινη λάμψη του, σε
μιάν αγάπη ευτυχίας, αλλού νοσταλγώντας και δίνοντας όλη τους την ύπαρξη «για
λίγη αγάπη». Ψυχές παραγνωρισμένες, στραγγαλισμένες από την άρνηση και την
προδοσία, ζουν μέσα στο μαρτύριο από την αβάσταχτη στέρηση της φυσικής αυτής
ευδαιμονίας. Για το πρώτο το βιβλίο της, λέγει ο Τέλος Άγρας, η κριτική είχε
λίγες επιφυλάξεις. Αλλά με την εξέλιξη, η παλιά ατέλεια γίνεται προτέρημα και η
συγγραφεύς προχωρεί στην κατάκτηση του ρεαλισμού και στην αδρότητα της μορφής.
Ο κόσμος της ανήκει στην αστική και μικροαστική κοινωνία, με πλαίσιο την Αθήνα,
Οι γυναίκες στο έργο της είναι βαθειά κατανοημένες, αδικημένες μέσα στο
κοινωνικό σύνολο, καθεμιά με το δράμα της, σχεδόν πάντα ερωτικό. Ο αντρικός
εγωισμός του ρωμιού κάνει την γυναίκα να βρίσκεται πάντα σε άμυνα και να
γίνεται κάποτε πονηρή. Αλλά και οι αντρικοί τύποι στα διηγήματα της Μαλάμου,
καλά ψυχογραφημένοι, έχουν την υπόσταση και το δράμα της. «Οι Γυναικείες ψυχές»
είναι ένα βιβλίο παρήγορο για τους νικημένους αυτούς καρτερικούς τύπους, είναι
15 διηγήματα, που προβάλλουν μια ποικιλία θεμάτων: τον έρωτα, τον ελεύθερο
γάμο, τον γάμο, την ανισότητα την κοινωνική, τον ανθρωπισμό. Ξεχωρίζουν δυό
δραματικές ιστορίες: «Οι σκάλες οι ψηλές» και «Εκείνοι που δεν έχουν στον ήλιο
μοίρα». «Ο μεγάλος ποταμός» είναι ο συμβολισμός της ζωής, που παρασύρει τα πάντα,
χαρίζει την πείρα μαζί και την πίκρα, την ευφορία και την χαρά, το σκίρτημα και
το πάθος, την θλίψη. Δεκατέσσερα διηγήματα-παραπόταμοι-συγκλίνουν, ο καθένας με
τη ροή του, στο μεγάλο ποτάμι της Επαγγελίας. Μέσα στο ρέμα του καθρεπτίζεται η
ζωή σε όλες τις εκφάνσεις, μια ζωή-άθυρμα στα χέρια της μοίρας. Τα ίδια
αφηγηματικά και ζωγραφικά προτερήματα συναντούμε κι εδώ: παρατήρηση, οξυδέρκεια
για ιδέες και καταστάσεις, που μας δίνονται σε ιδιότυπο και ολοζώντανο ύφος.
Ξεχωρίζει η «Χελιδονοφωλιά». Στο «Με χαμένη πυξίδα» η συγγραφεύς παθαίνει και
δονείται από την πικρή εμπειρία της Κατοχής. Είχε τελειώσει ως έργο από το 1947
αλλά τυπώθηκε μόλις το 1961. Παρά ταύτα κρατά, μετουσιωμένη σε τέχνη, την λάβα
που το είχε γεννήσει: Την μεγάλη δοκιμασία ενός λαού, την απέραντη πίκρα του,
την ορμή και την εξόρμηση, τέλος, που έγινε εποποιϊα. Οι «Ιστορίες για μεγάλα
παιδιά» είναι 12 διηγήματα, που πλουτίζουν την παιδική μας λογοτεχνία. Χωρίς να
δημιουργούν το συνηθισμένο, στο δύσκολο αυτό είδος, αντιπαιδαγωγικό κλίμα μιας
ηθικολογίας στεγνής, υποβάλλουν ευγενικά συναισθήματα, λιτά, ψυχολογημένα σωστά
και μεταπλασμένα με τέχνη. Το «S.O.S» δίνει πολύ παραστατικά μιάν
αληθινή ιστορία: τον ηρωισμό του ασυρματιστή Θεοδώρου σε ένα ναυάγιο. Την
ξενοιασιά και το γλέντι των επιβατών του υπερωκεάνιου, ύστερα μονομιάς την
σιγή, την εξαλλοσύνη, τον πανικό… Και ανάμεσα σε όλον το σάλο, ένας άνθρωπος
μένει καθηλωμένος στην θέση του: Ο Κωνσταντίνος Θεοδώρου που τα παγωμένα του
χέρια στέλνουν αδιάκοπα το S.O.S. Το διήγημα αυτό διδάσκει, με την
μαγεία της τέχνης, την αξία της αρετής του ανθρώπου. Και συνοψίζει ένα στέρεο
χαρακτηρισμό για την πεζογράφο Μαλάμου: η τρυφερή της καρδιά χτυπά σε όλα τα
διηγήματά της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Γρηγόριος Ξενόπουλος, εφ. Έθνος
5-5-1922. Φώτος Πολίτης, εφ. Καθημερινή 25-6-1929. Φώτος Γιοφύλλης, εφ.
Ελεύθερος άνθρωπος 25-7-1932. Λουϊ Ρουσσέλ, περ. Λίμπρ Μάης 1935. Τέλος Άγρας,
περ. Νεοελληνικά Γράμματα 15-9-1935. Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, περ. Γυναίκα
4-6-1937. Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, εφ. Πρωϊα 29-12-1938. Τάκης Δόξας, εφ. Νέος
Ορίζων Ανδρίτσαινας 8-8-1956. Δ. Χαμπουλίδης, εφ. Έθνος Λευκωσίας 8-6-1956.
Αθηνά Ταρσούλη: Ελληνίδες ποιήτριες 1951. σσ. 117-128. Λ. Κοτσέτσου, Πορτραίτα
Λογοτεχνών μας 1969, σσ. 82-85.
Ακολουθούν τα ποιήματα «ΠΡΟΣΜΟΝΗ» / «ΣΑΛΩΜΗ»/ και
το πεζό «Η ΧΕΛΙΔΟΝΟΦΩΛΙΑ» (απόσπασμα).
(«Ο μεγάλος ποταμός»).
3)
Δημήτρης Γιάκος, περ. Νέα Εστία
τόμος 101ος, τχ. 1189/15-1-1977, σ.124
Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου
Μιάν απ’ τις πρώτες ημέρες της νέας χρονιάς έφυγε
από κοντά μας, σέρνοντας στους ώμους της οχτώ ολόκληρες δεκαετίες, η ποιήτρια
και πεζογράφος Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου. Γεννημένη στην Πρέβεζα, πέρασε τα πρώτα
χρόνια της ζωής της στη Λευκάδα, απ’ όπου καταγόταν η πατρική της οικογένεια.
Στην Αθήνα είχε ρθει κοντά δεκάχρονη και συμπληρώνοντας εδώ την εγκύκλια
μόρφωσή της, φοίτησε στην Σχολή Καλών Τεχνών, για να την εγκαταλείψει ωστόσο
γρήγορα και ν’ αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Γνωστή κάπως από τις πρώτες
συνεργασίες της στα «Παναθήναια» και στο «Νουμά», τύπωσε το 1922 την πρώτη της
ποιητική συλλογή («Στο διάβα μου»), δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ξεχυμένους σε
80,μικρά και μεγάλα, ποιήματα συναισθηματικής ευφορίας και μέτριας τεχνικής. Σε
παρόμοιους στίχους πρέπει να στηρίχτηκε ο Καρυωτάκης για ν’ αυτοσατιριστεί και
να σατιρίσει:
«Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω/ σε σχήμα βιβλίου
μεγάλο./ «Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες» / Θα γράψουν οι εφημερίδες
«Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου»/και δίπλα σ’ αυτό τ’ ονομά
μου».
Αν ζούσε και μετά το 1928, θ’ ανακαλούσε βέβαια την
άδικην ειρωνεία του ο Καρυωτάκης, όπως άλλωστε ανακάλεσε κι εκείνο: «το μονόκλ, που σας βοηθάει/ να βλέπετε μόνο
στο πλάϊ/ και μόνο αυτούς να χαιρετάτε/
όσοι μοιάζουν αριστοκράται».
Γιατί έναν ακριβώς χρόνο μετά την αυτοκτονία του
Καρυωτάκη, η ποιήτρια τύπωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων της «Για λίγη αγάπη»
(1929), που βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, για να εντάξει την Κλεαρέτη
Δίπλα-Μαλάμου στις πρώτες Ελληνίδες που βράβευσε η Ακαδημία μας. Σε εφτά χρόνια,
τυπώθηκαν οι «Γυναικείες ψυχές», δεύτερη συλλογή διηγημάτων της Δίπλα-Μαλάμου,
πού ήρθε να βεβαιώσει την αυθεντικά γυναικείαν ευαισθησία της και το ερωτικό
δράμα του φύλου της στη χώρα μας και στην εποχή της. Με τη δεύτερη εξάλλου
ποιητική συλλογή της, τους «Δρόμους της ζωής» (1955), η ποιήτρια αποκάλυψε και
την ικανότητά της να μετουσιώσει το πάθος, κάποτε και τον αισθησιασμό της, σε
γαλήνιο στοχασμό. Το 1952 είχε εκδώσει την τρίτη συλλογή διηγημάτων της (το
«Μεγάλο ποταμό») και το 1961 το χρονικό «Με χαμένη πυξίδα». Στα πεζογραφήματα
τούτα είναι εξόφθαλμη η πικρή πείρα της από τα δύσκολα χρόνια που σημάδεψαν την
ελληνική ζωή λίγο πριν από το 1940 και έως την απελευθέρωση του 1944. Στις
σελίδες τους εικονίζονται πειστικά γενικότερες ανησυχίες του καιρού μας και
ειδικότερα η τραγωδία της τετράχρονης ξενικής σκλαβιάς. Δεν είναι απλώς
«επικαιρική» η πεζογραφία τούτη. Σχετίζεται άμεσα με την έννοια της στενής
σύνδεσης και της λογοτεχνικής, με απλά μέσα και δίχως τυμπανοκρουσίες,
αξιοποίησης σημαντικών για τη χώρα μας ιστορικών γεγονότων. Και η προσφορά της
Μαλάμου στα γράμματά μας ολοκληρώνεται με το βραβευμένο στην Έκθεση Παιδικού
Βιβλίου έργο της «Ιστορίες για μεγάλα παιδιά», (1938), καθώς και με την
ενδιαφέρουσα μετάφρασή της των ποιημάτων «Τα άνθη του κακού» (1966) του
Μπωντλαίρ. Με τις «Ιστορίες» της ιδιαίτερα «για μεγάλα παιδιά» η Μαλάμου χάρισε
στην παιδική μας λογοτεχνία σελίδες που χωρίς στεγνήν ηθικολογία καταφέρνουν να
προκαλέσουν στο Ελληνόπουλο ευγενικά συναισθήματα και ιδέες ηρωισμού. Αν ζούσε
ο Καρυωτάκης, ίσως να μην της αρνιόταν τους στίχους εκείνους απ’ τη «Μπαλλάντα»
του, έτσι που τη βρήκε κι αυτήν αποξεχασμένη ο Θάνατος.
«Μη ξέροντας πώς όλους τους ξεχνούσε,/ νοσταλγικά
εγώ κλαίω τη θλιβερή/ μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι».
4)
Ναταλία Κ. Κατηφόρη,
θεατρολόγος-δημοσιογράφος, εφ. Η Κυριακάτικη Αυγή 3/10/2004, σ.27, στην σελίδα
ΕΚΘΕΜΑΤΑ
Δύο μεγάλες καρδιές-Δύο άγρυπνες συνειδήσεις.
Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου και Μπεάτα Κιτσίκη.
Σε κάθε ευκαιρία, ο πατέρας μου υπογραμμίζει το
υψηλό ήθος της συμπατριώτισσας, ποιήτριας Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου, την οποία
θυμάται με ανεπιφύλακτο σεβασμό και αγάπη. Αλλά κι εγώ, όσο προχωρώ στην
αναδίφηση του αρχείου της, όλο και περισσότερο κατανοώ και συμμερίζομαι αυτή
την τοποθέτησή του. Πολύ πρόσφατα, μάλιστα, βρέθηκα μπρος στα ντοκουμέντα που
παρουσιάζω εδώ και δικαιολογούν απόλυτα τον τίτλο του άρθρου. Η ποιήτρια από τα
εφηβικά της χρόνια βεβαίωσε το ανυπόταχτο φρόνημά της, την ευαισθησία και κλίση
της προς κάθε τι, που υποδήλωνε ηρωική σύλληψη της ζωής. Και είναι
χαρακτηριστικό πως παιδί εκλεκτής και προβεβλημένης επτανησιακής οικογένειας,
μιας οικογένειας που θα μπορούσε να κατονομάσει πολλές δικές της σημαντικές
προσωπικότητες (π.χ. ο παππούς της ποιήτριας είχε σπουδαία θέση στην Ιόνια
Πολιτεία) πριν και πάνω απ’ όλους τους προγόνους της εκείνη θαύμαζε το «γέρο
Δίπλα» τον κλεφταρματολό και μέχρι το θάνατο αφοσιωμένο συμπολεμιστή του
Κατσαντώνη. Και το σημαντικό είναι
πως την ηρωική κλίση της δεν την έκλεισε στον συναισθηματισμό της, ούτε μονάχα
στη λογοτεχνική της δημιουργία. Από νωρίς προσανατολίστηκε προς καθετί
προοδευτικό. Στρατεύτηκε στο φεμινιστικό κίνημα, εντάχθηκε στο Κόμμα των
Φιλελευθέρων (λάτρεψε τον Βενιζέλο), ήταν μέχρι το θάνατό της μέλος του πιο
προοδευτικού από τα μεγάλα πνευματικά σωματεία της χώρας, της Εταιρείας Ελλήνων
Λογοτεχνών, κατά τον πόλεμο του 1940 υπηρέτησε εθελόντρια νοσοκόμα, στην Κατοχή
ακολούθησε με συνέπεια τη σημαία του ΕΑΜ μετά την απελευθέρωση αγωνίστηκε στις
τάξεις των ειρηνιστικών οργανώσεων κ.λ.π. Στη διάρκεια του Εμφύλιου και της
φοβερής εποχής που ακολούθησε, τότε που η (ιστορικά διαπιστωμένη) φοβερή
κατατρομοκράτηση κάθε προοδευτικού πολίτη είχε εξαναγκάσει πολλές τίμιες φωνές
να σιγήσουν και πολλούς καλοπροαίρετους να κλειστούν στη μοναξιά του, εκείνη
δεν έπαψε να εκδηλώνει με παρρησία την αγάπη και αλληλεγγύη της προς κάθε
διωκόμενο και ιδιαίτερα στους συναδέλφους και
φίλους της λογοτέχνες. Και βέβαια είχε πλήρη συνείδηση των τρομερών,
κατά κυριολεξία, κινδύνων που επέσυρε για την ίδια το στοργικό και απροκάλυπτο
ενδιαφέρον της. Σε
γράμμα του (13.3.1955) από τον Άη Στράτη ο εξόριστος Λουντέμης («Καλή μου
Κλεαρέτη») της ζητάει («[…] ξέρω πως έως τώρα δεν μου αρνήθηκες καμία χάρη») να
του στείλει «φυλλάδια, περιοδικά και κάθε λογής έντυπο, που αφορά τη γυναίκα».
Και ο Κορνάρος, γράφοντας (10.7.1955) από το ίδιο κολαστήριο («Αγαπημένη μου
Κλεαρέτη») την ευχαριστεί «για τις φροντίδες της» («Τα βιβλία που μου στέλνεις
τα παίρνω»), τη βεβαιώνει για τη δική του «εκτίμηση και αγάπη» και την προσφωνεί
«ακριβή μου αδελφούλα του». Μα η κορυφαία γνωστή μου εκδήλωση του υψηλού
φρονήματος της ήταν η γενναία συμπαράστασή της στη… θανατοποινίτισσα Μπεάτα
Κιτσίκη…
Η σύζυγος
του σπουδαίου Έλληνα και σπουδαίου επιστήμονα (πρύτανη του Πολυτεχνείου, μεταξύ
άλλων) Νίκου Κιτσίκη, η Μπεάτα Κιτσίκη, λεβεντογυναίκα (στην ψυχή αλλά και στην
εμφάνιση!) δικαιώθηκε λαμπρή σελίδα στη διάρκεια της δοξασμένης, αλλά και
πολυστέναχτης περιόδου της σύγχρονης ιστορίας μας, που άνοιξε με τον
ελληνοιταλικό πόλεμο. Όπως
και η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, έτσι κι αυτή υπηρέτησε με αυταπάρνηση εθελόντρια
νοσοκόμα, υπήρξε άφοβη, δραστήρια Εαμίτισσα, συνέχισε την αγωνιστική,
δημοκρατική «πολιτεία» της μετά τον Δεκέμβρη («Η εντυπωσιακή παρουσία της στις
μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις του «Παναθηναϊκού» ξεσήκωνε ενθουσιασμό, σαν
ξεδιπλωμένο λάβαρο, διηγιόταν κάποιος) και δόθηκε ολόψυχα στον αγώνα σωτηρίας
και συνδρομής των κατατρεγμένων του αδυσώπητου μεταδεκεμβριανού κράτους. Έτσι έγινε πολύ «ενοχλητική» στην αδίστακτη και ανελέητη μισαλλοδοξία
εκείνων των χρόνων, βρέθηκε στο εδώλιο του Έκτακτου Στρατοδικείου Αθηνών και
καταδικάστηκε σε θάνατο. Μόλις η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου πληροφορήθηκε την
καταδίκη, έστειλε στο ΒΗΜΑ την ακόλουθη θαρραλέα επιστολή, που δημοσιεύθηκε στο
φύλλο της 13ης Απριλίου του 1948 και παρουσιάζω εδώ, μαζί με την
λακωνική εισαγωγή της εφημερίδας:
«Παρά της
συγγραφέως και ποιήτριας κ. Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου λαμβάνομεν και δημοσιεύομεν
την κάτωθι επιστολήν:
Κύριε
Διευθυντά,
Εσείς που ακούετε όλες τις αυθόρμητες
φωνές που δεν χτυπάνε σε κουφούς τοίχους, ακούστε και τη δική μου: Ένας
άνθρωπος που όλη του τη ζωή στάθηκε ένας πατριωτικός οργασμός, πώς γίνεται να
θέλει άξαφνα την καταστροφή της πατρίδας του; Αν είμαστε εξουσία κ’ έχουμε την
γνώμη μας ότι οι ιδέες και μερικές πράξεις του ανθρώπου αυτού είνε πλέον
επιζήμιες, τον αχρηστεύουμε με φυλακές και μ’ εξορίες. Έχουμε τότε και την
ελπίδα ότι θ’ αυτοσυγκεντρωθή, θα συνέρθη και θα τον ξανακερδίσουμε. Ο θάνατός
του σε τι θα μας χρησιμεύση; Αυτά συλλογίζομαι με την καταδίκη σε θάνατο για
δράση αντιπατριωτική, της Μπεάτα Κιτσίκη. Μα ο πατριωτισμός της Κιτσίκη είνε
γνωστός όχι μονάχα από ακούσματα, κι από την ίδια αντίληψή μου τον καιρό του
πολέμου μας με τους Ιταλούς, όταν μέσα στο 13ο στρατιωτικό
νοσοκομείο νοσήλευε τα παλληκάρια μας. Με την αγρύπνια του πρακτικού της νου,
με τη λαχτάρα της μητρικής της καρδιάς, στεκόταν απάνω από τους λαβωμένους μέρα
και νύχτα δίχως ανάπαψη ως που έπεσε άρρωστη κι αυτή. Πώς είνε δυνατόν να παραδεχτώ
σήμερα πως τόσο άλλαξε ‘ώστε να θέλη τον όλεθρο της πατρίδας μας; Πώς είνε
δυνατόν να το πιστέψω ότι καταδικάστηκε σε θάνατο ως προδότρια, αυτή η
παλληκαρίσια Κρητικιά, αυτή η φλογερή πατριώτισσα η Μπεάτα Κιτσίκη;
Με τιμή, ΚΛΕΑΡΕΤΗ ΜΑΛΑΜΟΥ, Κυκλάδων 13».
Δύο μέρες
μετά τη δημοσίευση (15.4.1948) η Μπεάτα Κιτσίκη έστειλε στην ποιήτρια το
ακόλουθο ευχαριστήριο γράμμα, που τιμά όχι μόνο την αποδέκτρια αλλά και την
υπέροχη επιστολογράφο:
«Γυναικείες
Φυλακές Αβέρωφ 15.4.48
Η
καταδικαστική απόφαση του Έκτατου Στρατοδικείου Αθηνών έπαυσε να έχει για μένα
τη σημασία που είχε λίγο πριν διαβάσω το γράμμα σας, Κλεαρέτη Μαλάμου. Έπαυσε
να βαρύνη την ψυχή μου όπως πριν. Η φωνή της αλήθειας και του ανθρωπισμού
ακούσθηκε από το στόμα σας. Είμαι υπερήφανη κι όλο συγκίνησι για την απόφασή
σας για μένα. Μια φωτισμένη διάνοια, μια καρδιά πλούσια σε αισθήματα σαν τη
δική σας δεν μπορούσε παρά να αφήση να μιλήση η αλήθεια.
Κρίθηκα σωστά από σας γι’ αυτό και σας
ευχαριστώ βαθειά. Κι ακόμη αισθάνομαι την ανάγκη να σας προσθέσω αυτό εδώ.
Δεκάδες εκατοντάδες αφανείς γυναίκες βρίσκονται στην ίδια μοίρα με μένα μέσα
στη φυλακή που ζω.
Καταδικάστηκαν
στην εσχάτη των ποινών γιατί δεν ξέχασαν τη φύση τους και τον προορισμό τους,
που κλείνεται μέσα στο περίφημο στίχο της Αντιγόνης «δεν γεννήθηκα για να μισώ
μαζί με άλλους, αλλά για να αγαπώ».
Από γυναίκα σαν κι εσάς και τις όμοιές σας
περιμένουν να βοηθήσετε στο λυτρωμό τους.
Με βαθειά εκτίμηση κι αγάπη
Μπεάτα Κιτσίκη».
Αυτά τα υπέροχα έγραψε η υπέροχη θανατοποινίτισσα.
5)
Ζωή Κ. Μπέλλα: Επιμέλεια,
παρουσίαση, περ. Το Δέντρο τχ. 63/9,10,1991, σ.48-60,
Οχτώ Επιστολές Επιφανών Λογίων μας κατά τον
Μεσοπόλεμο προς την Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου
Για την ΚΛΕΑΡΕΤΗ ΔΙΠΛΑ-ΜΑΛΑΜΟΥ (Πρέβεζα 1886-Αθήνα
1977) η εποχή της μίλησε αρκετά και πολύ εγκωμιαστικά, διά στόματος
προσωπικοτήτων όπως οι Τέλλος Άγρας, Ανδρέας Καραντώνης, Γρηγόριος Ξενόπουλος,
Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Φώτος Πολίτης κ. ά., που έγκαιρα αφιέρωσαν διεξοδικά
άρθρα στο έργο της.
Σε
γενικές γραμμές, από πολύ νωρίς η κριτική καταστάλαξε επαινώντας την πεζογράφο
και διατυπώνοντας επιφυλάξεις για την
ποιήτρια. Και πράγματι, ως ποιήτρια η Δίπλα Μαλάμου μπορεί να θητεύει στο
νεοσυμβολισμό της γενιάς της (του ’20), απηχώντας και γόνιμες επαφές της καθώς
εκείνη με την μπωντλερική ποίηση, αλλά δεν απαγκιστρώνεται από την παλαμική
παράδοση-κι αυτό είναι κάτι πού, παρά τη συγκίνηση κάποιων ηλικιωμένων
διαπρεπών ομοτέχνων της (βλ. παρακάτω επιστολές 1-4),η γενιά της δεν θα δει με
καλό μάτι, κι ο Τέλλος Άγρας, μ’ όλη τη συμπάθεια που της τρέφει (βλ. επιστ.
6), θα γράψει το 1929 στη Νέα Εστία: «Το χέρι της κ. Μαλάμου δεν είναι για να
κάνει ποίηση».
Ανεπιφύλακτα ωστόσο επαινέθηκε απ’ όλους η πεζογραφία της, κι ο Άγρας,
στο ίδιο παραπάνω άρθρο του, θα σημειώσει: «Καμιά εξεζητημένη κομψογραφία…, καμιά
υπερβολική intimate,
καμιά τρυφερότητα […]. Γράψιμο τόσο δυνατό από γυναικείο χέρι. Είν’ ένα
φαινόμενο». Κι ο Φώτος Πολίτης στο Ελεύθερον
Βήμα (25-6-1929): «βιβλίο από 350 σελίδες […] που διαβάζεται μονορούφι. Δεν
είναι βέβαια όλες καλογραμμένες, όμως η κάθε μια τους κάτι σου προσφέρει: μια
στοχαστική παρατήρηση, μια πετυχημένη ψυχολογία […]. Έτσι όλος ο τόμος
ισοφαρίζει μια γενναία πράξη». Αυτά το 1929.
Η
Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου έχει δείξει κιόλας ποια είναι η συμβολή της στα γράμματά
μας που θα μετρήσει’ όμως ο πρώιμος έπαινος της ποίησής της (και μάλιστα από
αναστήματα καθώς ο Ξενόπουλος-ο οποίος πιστοποιούσε στο Έθνος το 1922: «είναι
γνησία ποιήτρια […] και διαπρέπει κυρίως εις την αβράν, αισθαντικήν και υποβλητικήν
ζωγραφικήν»), καθώς και η τακτική συνεργασία της με στίχους της σε λογής έντυπα
της εποχής, προσφέρουν την ευκαιρία της πικρόχολης σάτιρας σ’ έναν αληθινά
μεγάλο ποιητή: ο Κ. Γ. Καρυωτάκης (1896-1928), στη «Σταδιοδρομία» του (Ελεγεία
και Σάτιρες, 1927), θα παρασύρει τ’ όνομά της μέσα σε οξείς τόνους του
αυτοσαρκασμού του, ως ένα έμβλημα για τη λογιοσύνη «της σειράς», που με την
παρουσία της στη δημοσιότητα συγχέει τις αξίες και τα μεγέθη στη συνείδηση του
κοινού.
«Κλεαρέτη
Δίπλα-Μαλάμου
και δίπλα σ’ αυτό τ’ όνομά μου.
Εκείνο
που γύρεψε να στηλιτεύσει ο ποιητής (που μια σατανική τύχη θέλησε να βρεί τον
βίαιο θάνατό του στην πόλη η Κλεαρέτη είδε το φως) δεν είναι βέβαια διόλου
ανακριβές. Μόνο που η συνέχεια κατέδειξε πώς δεν είχε διαλέξει το ιδεώδες θύμα:
ως πεζογράφος τουλάχιστον η Δίπλα-Μαλάμου κατέθεσε λαμπρά δείγματα λόγου πού,
ανήκοντας οπωσδήποτε στην παράδοση του Χατζόπουλου, του Θεοτόκη και του
Βουτυρά, διαπνέονται από μιάν εντελώς προσωπική συγκινησιακή στάση απέναντι
στην κοινωνική αδικία, το αδιέξοδο των διανθρώπινων σχέσεων και τους αλλόκοτους
δρόμους της ψυχής. Στη συχνά «γυναικοκεντρική» θεματολογία της δεν είναι μικρή
η συνεισφορά των ιμπρεσιονιστών του Βορρά-πού είχαν τα χρόνια εκείνα μιάν αθρόα
διάδοση και στην Ελλάδα-όπως φυσικά και του «σοσιαλιστικού ρεαλισμού», του
νατουραλισμού και της κοινωνικής (ή κοινωνιστικής) πεζογραφίας.
Όμως η
φωνή της είναι μια φωνή πράγματι νέα, ο λόγος της διεισδυτικός (ακόμα κι όταν
παρουσιάζεται κάπως ατημέλητος), η ψυχολογία των ηρώων της δεξιοτεχνική’ και πουθενά διδακτισμός, ή πολιτικολογία, ή
έμμονες ιδέες. Όλ’ αυτά στον μέσο σημερινό αναγνώστη αντιζυγιάστηκαν από τη
βαριά καταδίκη του καρυωτακικού δίστιχου, και μόνο κάποιες συμπτώσεις, η
περιέργεια και η ευθύνη ενός σεναρίου (για τη σειρά «Γυναικείος Λόγος» της
Γκαίης Αγγελή- ΕΤ-2, Μάρτιος 1991) μας οδήγησαν κοντύτερα στο έργο και το
αρχείο της παραγνωρισμένης συγγραφέως. Μεγάλο τμήμα του αρχείου της βρίσκεται στην
κατοχή του δικηγόρου κ. Νίκου Κατηφόρη, με την ευγενική παραχώρηση του οποίου
δημοσιεύονται εδώ οι παρακάτω οχτώ επιστολές. Όλες από τα χέρια διακεκριμένων
ανθρώπων των γραμμάτων μας, όχι μόνο παρέχουν μιάν εύγλωττη εικόνα της υποδοχής
που επιφυλάχθηκε στο έργο της Δίπλα-Μαλάμου, αλλά συνιστούν και μαρτυρίες ενός
ήθους που επικρατούσε στις σχέσεις μεταξύ των λογίων μας, εδώ και μισόν αιώνα.
Για τα
εργογραφικά, τέλος, της Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου, ας αρκεστούμε προς το παρόν σε
μια συνοπτική καταγραφή των αυτοτελών εκδόσεών της.
Ποιητικές συλλογές: Στο Διάβα μου (εκδ.
Ελευθερουδάκης, 1922), Οι Δρόμοι της Ζωής («Προμηθεύς», 1955). Πεζογραφία: Για
Λίγη Αγάπη (εκδ. Ι. Σιδέρης, 1929), Γυναικείες Ψυχές (εκδ. Γκοβόστης, 1935),
Ιστορίες για Μεγάλα Παιδιά («Πυρσός», 1938), Ο Μεγάλος Ποταμός, Διηγήματα πρίν
και μετά το 1940 (εκδ. Γκοβόστης, 1954), Με Χαμένη Πυξίδα. Ο Καιρός της
Σκλαβιάς από τη Σκοπιά μου (εκδ. Γ. Φέξης, 1961). Κι ένας τόμος μεταφράσεων: Τα
Άνθη του Κακού του Baudelaire
(επιλογή.
Εκδ. Γκοβόστης, 1966).
Από τις
οχτώ επιστολές, μόνο δύο ανήκουν στο ίδιο πρόσωπο (αρ. 2 και 5): στον Άγγελο
Σικελιανό’ οι άλλες έχουν διαφορετικούς αποστολείς. Σύμφωνα με τις χρονολογίες
τους, καλύπτουν το διάστημα 1922-1935. Στο αρχείο της συγγραφέως δεν υπάρχουν
άλλες επιστολές από τα ίδια αυτά πρόσωπα. Οι επιστολές 1-5 αφορούν την ποιητική
συλλογή Στο Διάβα μου’ οι 6-7 τη συλλογή διηγημάτων Για Λίγη Αγάπη’ η 8 τις
Γυναικείες Ψυχές. Όλες είναι σε χαρτιά κρέμ χωρίς ρίγες. Δεν έγινε καμιά
μεταβολή στην ορθογραφία και στην στίξη τους.
Ακολουθούν οι 8 επιστολές:
1.Επιστολή Ρήγα Γκόλφη (1886-1958). Αθήνα 14 του Μάη
1922
2.Α΄ επιστολή Άγγελου Σικελιανού (1884-1951). Συκιά
Κορινθίας 23-5-(1)922
3.Επιστολή Κωστή Παλαμά (1859-1943). 18-7-1922
4.Επιστολή Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929). Τρίτη 9 του
Οχτώβρη 1923
Απαντητική επιστολή της ποιήτριας Αθήνα 4 του
Νοέμβρη (1923) στον Γιάννη Ψυχάρη. Και τα γραμματολογικά σχόλιά του
5.Β΄ επιστολή Άγγελου Σικελιανού. Άνω Αγοριανή
Γραβιάς 6 Ιουλίου (1)925.
6.Επιστολή Τέλλου Άγρα (1899-1944). 20 Ιουνίου 1929.
7.Επιστολή Σίμου Μενάρδου (1871-1933) 5.7. (1)929
8.Επιστολή Γιάννη Σκαρίμπα (1893/97-1984). 29/10/35.
6)
Θ. Δ. Φραγκόπουλος, Καθημερινές
Τομές, εκδ. Διογένης 1977, σ.68
Η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, Η Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου,
Η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, Η Λιλή Ιακωβίδη, Η Μαρία Ζάμπα, Η Δώρα Μοάτσου, Η
Ρίκα Σεγκοπούλου. Με όλη την εκτίμηση που κέρδισαν ορισμένα φανερώματά τους,
δεν συγκρίνονται, με μέτρα κρίσης κάπως πιο απαιτητικά, ούτε από μακριά με τα
αντίστοιχα επιτεύγματα των μεταπολεμικών αρρένων ποιητών αλλά ούτε και με το
έργο της επόμενης γενιάς γυναικών, που τις διαδέχτηκε. Η απουσία μέσα στον
κύκλο της λεγόμενης γενιάς του 1930, μιας γυναικείας ποιητικής μορφής ισάξιας
με τους άντρες είναι αξιοσημείωτη.
7)
Εγκυκλοπαίδεια της Γυναίκας, εκδ. Παλμός 1967, τ.4ος,
σ.515
Γεννήθηκε το 1918 στην Πρέβεζα. Λογοτέχνις. Σύζυγος
του Γεωργίου Μαλάμου. Σπούδασε ξένες γλώσσες (Γαλλικά, Ιταλικά). Σαν ποιήτρια
δημοσίευσε ποιητικές συλλογές και σαν διηγηματογράφος συνεργάσθηκε σε διάφορα
λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων
Λογοτεχνών και του Rew
κλάμπ. Σαν ποιήτρια έγραψε τα πιο κάτω έργα: «Στο διάβα μου»(1922), «Οι δρόμοι
της ζωής(1955). Σαν διηγηματογράφος έχει γράψει τα εξής έργα: «Για λίγη
αγάπη»(1930) Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών, «Γυναικείες Ψυχές»(1935), «Ιστορίες για
μεγάλα παιδιά»(1938), «Ο μεγάλος ποταμός»(1954). Απασχολήθηκε ερασιτεχνικώς και
με τη ζωγραφική.
8)
Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος, Νεοελληνική
Ανθολογία, εκδ. Ζηκάκη 1923, τ. Β΄, τχ.10ο , σ.9-14
Εγεννήθη εις Πρέβεζαν και κατάγεται εκ Λευκάδος,
όπου και ανετράφη. Συνεπλήρωσε τας σπουδάς της εν Αθήναις, όπου και διαμένει
ήδη διαρκώς. Την πρώτην φιλολογικήν της εμφάνισιν έκαμε εις το λογοτεχνικόν
περιοδικόν «Νουμάς», έκτοτε δε συνεργάζεται εις διάφορα φύλλα ημερήσια και
φιλολογικά. Εξέδωκε συλλογήν λυρικών ποιημάτων υπό τον τίτλον «Στο διάβα μου»,
ογδοήκοντα περίπου τον αριθμόν, τα οποία διακρίνει ευτυχής σύλληψις,
παραστατικότης εικόνων, αβρόν αίσθημα και συνοχή επιγραμματική.» δημοσιεύονται
τα ποιήματα: «Εσπερινός»/ «Μεσημέρι»/ «Ζήλεια»/ «Το ξερριζωμένο δέντρο»/
«Φουρτούνα»/ «Γαλήνη»/ «Χινόπωρο»/ «Η γούβα» και «Χινόπωρο».
9)
Γιάννης Κορδάτος, Ιστορία της
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Βιβλιοεκδοτική 1962, σ.627-628
Της ίδιας σχολής είναι και η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου.
Γεννήθηκε το 1898 στην Πρέβεζα. Μεγάλωσε στην Λευκάδα. Έβγαλε το γυμνάσιο και
άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα στο «Νουμά». Στα 1922 τύπωσε την πρώτη της
ποιητική συλλογή της: «Στο διάβα μου» και στα 1957 τη νέα συλλογή της «Οι
δρόμοι της ζωής». Η Μαλάμου είναι και πεζογράφος. Στα 1930 κυκλοφόρησε το
βιβλίο της «Για λίγη αγάπη» (διηγήματα), στα 1935 ένα άλλο βιβλίο, τις
«Γυναικείες ψυχές» και στα 1956 το «Μεγάλο ποταμό». Η Κλεαρέτη Μαλάμου είναι
από τις πιο γνωστές Ελληνίδες ποιήτριες και πεζογράφους. Η μούσα της έχει
λυρική νότα και εκφράζει τον συναισθηματικό της κόσμο με καλοδουλεμένους
στίχους. Σε μερικά από τα τραγούδια της ξεχειλίζει ο ερωτικός παλμός:
Τ’
άγουρο φρούτο πήρε να χρυσώσει
για
μας στον κλώνο’ το ποθούσα τόσο!
Στον
κήπο όμως κι’ αν ήμουνα και μ’ όση
λαχτάρα
στο πλευρό σου ούτε ν’ απλώσω,
--
στη
σάρκα του το χέρι να ζυγώσει
δεν
ήθελα, μην τύχει και πληγώσω
την
άχραντη δροσιά του πρίν μεστώσει
και
τις χλωμές του χάρες μαραζώσω.
--
Μα
σήμερα που ξύπνησε-ώ χαρά μου!-
στην
ώριμη την ώρα κάποιου γάμου
κι’
ο αβάσταχτος χυμός σου για μας στάζει
--
αλάργα
κάθε «ακόμα»! Στην ακμή του
τώρα
το νιώθω’ αύριο μαζί του.
ο
τρύγος θα ‘χει κάτι από μαράζι.
Τις ίδιες
ανησυχίες και τον ίδιο προσανατολισμό έχει και η Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη…
10)
Αλέκος Κουτσούκαλης, Ιστορία της
Ελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Ιωλκός 1989, τ.3ος, σ.157-158
Η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου γεννήθηκε στην Πρέβεζα το
1898 και μεγάλωσε στη Λευκάδα. Τέλειωσε το Γυμνάσιο και άρχισε να δημοσιεύει
ποιήματα στο «Νουμά». Την πρώτη της ποιητική συλλογή τη εξέδωσε το 1921 με το
τίτλο «Στο διάβα μου». Τη δεύτερη συλλογή της την εξέδωσε το 1927 με τον τίτλο
«Οι δρόμοι της ζωής». Το 1930 κυκλοφόρησε το βιβλίο της «Για λίγη αγάπη»,
διηγήματα, το 1935 τις «Γυναικείες ψυχές» και το 1956 το «Μεγάλο ποταμό»
Η μούσα της έχει λυρική νότα και εκφράζει τον πλούσιο συναισθηματικό της
κόσμο με καλοδουλεμένους στίχους. Σε μερικά τραγούδια της ξεχειλίζει ο ερωτικός
παλμός.
Τ’
άγουρο φρούτο πήρε να χρυσώσει
για
μας στον κλώνο’ το ποθούσα τόσο!
Στον
κήπο όμως κι αν ήμουνα και μ’ όση
λαχτάρα
στο πλευρό σου ούτε ν’ απλώσω,
--
στη
σάρκα του το χέρι να ζυγώσει
δεν
ήθελα, μην τύχει και πληγώσω
την
άχραντη δροσιά του πριν μεστώσει
και
τις χλωμές του χάρες μαραζώσω.
--
Μα
σήμερα που ξύπνησε-ω χαρά μου!-
στην
ώριμη την ώρα κάποιου γάμου
κι
αβάσταχτος χυμός σου για μας στάζει.
--
Αλάργα
κάθε «ακόμα»! Στην ακμή του
τώρα
το νιώθω αύριο μαζί του
ο
τρύγος θα ‘χει κάτι από μαράζι.
--
ΕΝΑΣ ΤΑΦΟΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Ανώνυμος
σταυρός στο έρμο δάσος,
στο
χώμα που το φούσκωσε ο θυμός
φλόγας
θαμμένης νου, καρδιάς ανθρώπου
και
του κόσμου του που ήταν τόξου φως!
--
Πουλιά
στα πηχτά δέντρα δε λαλούνε
γιατ’
είναι σκοτεινές οι φυλλωσιές’
και
του διαβάτη η συλλογιά μπλεγμένη
στο
πικρό τώρα του νεκρού, στο χτες…
--
Χρυσή
ψυχή του ήλιου που πλανιέσαι;
Της
κοινωνίας που είναι η ζεστασιά;
Μοναχικός
ο τάφος τούτος μοιάζει
στη
σκυθρωπή του δάσους ερημιά,
--
λίκνο
μ’ ένα παιδί παρατημένο
που
το πονώ ως να τόχω γεννημένο,-
Φύγε,
μου λέει τ’ ολόγυρο μαράζι…
Μείνε!
Ικετευτικά το μνήμα κράζει.
--
Στον
τάφο τον ανώνυμον απάνω
χαιδευτικά
το χέρι μου ακουμπώ.
Ζεστό
το χώμα σαν ψυχή, σαν σώμα,
κ’
η απαλάμη μου ακούει έναν παλμό…
11)
Δημήτρης Π. Κωστελένος: σύνταξη-επιμέλεια ύλης, Γιώργος
Βαλέτας: εισαγωγή, Βιογραφική Εγκυκλοπαίδεια Ελλήνων Λογοτεχνών, τ. 2ος,
εκδ. Αφοί Κ. Παγουλάτου, Αθήνα 1974, σ. 342-343
Μαλάμου-Δίπλα Κλεαρέτη (1897-1976)
Ποιήτρια και κριτικός από τις πιο γνωστές της
παραδοσιακής Σχολής Γεννήθηκε στην Πρέβεζα, μα από πολύ μικρή εγκαταστάθηκε
στην Αθήνα, όπου τέλειωσε τις εγκύκλιες σπουδές της και γράφτηκε στην Ανωτάτη
Σχολή Καλών Τεχνών, έχοντας έντονο ταλέντο στη Ζωγραφική. Μα σύντομα ανακάλυψε
την κλίση της στη Λογοτεχνία και της αφιερώθηκε ολοκληρωτικά. Άρχισε έτσι να
δημοσιεύη ποιήματα και κριτικά άρθρα της στα περιοδικά και στις εφημερίδες της
εποχής, ενώ στα 1922 κυκλοφόρησε την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Στο
διάβα μου». Κι από τότε αρχίζει μια ανοδική συγγραφική σταδιοδρομία που θα
συνεχιστή για πολλά χρόνια.
Στα 1929 κυκλοφορεί το πρώτο της πεζογράφημα, που
είναι μια συλλογή διηγημάτων με το γενικό τίτλο «Για λίγη αγάπη». Το βιβλίο
αυτό βραβεύεται από την Ακαδημία Αθηνών, κι η Μαλάμου είναι η πρώτη Ελληνίδα
συγγραφέας που θα γνωρίση αυτή την τιμή. Στα 1935 εκδίδει μια δεύτερη συλλογή
με διηγήματα και τίτλο «Γυναικείες Ψυχές».
Στο μεταξύ δημοσιεύει κριτικές κι άλλες συνεργασίες
της στις εφημερίδες και τ’ όνομά της κυριαρχεί τόσο, που ο Καρυωτάκης, στο
έσχατο όριο της απαισιοδοξίας του τότε, να την αναφέρη σ’ ένα του ποίημα,
σταλάζοντας μια σταγόνα ειρωνείας και λίγη απ’ την πίκρα του για τη μη
αναγνώρισή του από τους τότε «φτασμένους». Λέει λοιπόν στο ποίημά του αυτό, το
πασίγνωστο σήμερα, ο Καρυωτάκης:
«Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω
σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.
«Οι στίχοι παρέχουν ελπίδες»
θα γράψουν οι εφημερίδες.
«Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου»
και δίπλα σ’ αυτό, τ’ όνομά μου».
Η ειρωνική διάθεση του Καρυωτάκη είναι βέβαια
ολοφάνερη. Ο ποιητής που δίνει τη σάρκα και το αίμα του για να γράψη και να
εκδώση ένα βιβλίο, για να διαβάση ύστερα μια φράση από την κριτικό του
κατεστημένου Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, ότι
οι στίχοι του παρέχουν ελπίδες….
Ωστόσο, ο Καρυωτάκης στάθηκε κάπως άδικος με τη
Μαλάμου. Μπορεί σαν κριτικός να μην ήταν αυτό που θα ‘πρεπε για να κρίνη και να
καταξιώση έναν Καρυωτάκη, μα σαν συγγραφέας, προπάντων σαν πεζογράφος κι ύστερα
σαν ποιήτρια, και δύναμη διεισδυτικότητας είχε και κριτική θεώρηση των
ανθρωπίνων προβλημάτων φανέρωσε κι αδρό, αντρίκιο λογοτεχνικό ύφος χαρακτηρίζει
τα βιβλία της.
Ιδιαίτερα τ’ άλλα τρία της πεζογραφήματα που
ακολούθησαν κι όταν το ταλέντο της είχε φτάσει στην ωριμότητά του, της
πρόσφεραν τη σημαντική θέση πού κατέχει σήμερα στα Γράμματά μας. Και τα βιβλία
αυτά είναι: «Ιστορίες για μεγάλα παιδιά» που πήρε το Β΄ βραβείο στην έκθεση
παιδικού Βιβλίου του 1938. «Ο Μεγάλος Ποταμός» (διηγήματα, 1952), «Χαμένη
Πυξίδα» (χρονικό της Κατοχής, 1961). Υπάρχει ακόμη και μια δεύτερη συλλογή
ποιημάτων της που κυκλοφόρησε στα 1955 με τίτλο «Οι δρόμοι της ζωής». Η
τελευταία της εμφάνιση στα Γράμματα έγινε το 1966 όταν εκδόθηκε η περίφημη
μετάφρασή της στα «Άνθη του Κακού» του Μπωντλαίρ.
Η Μαλάμου είναι σήμερα μια απ’ τις μεγάλες κυρίες
των Γραμμάτων μας. Πολλά έργα της έχουν μεταφραστή σε ξένες γλώσσες κι είναι
πλήθος τα δημοσιεύματά της στα διάφορα περιοδικά κι εφημερίδες, που αν κάποτε
ταξινομηθούν κι εκδοθούν θα μας δείξουν τα σημάδια μιάς πορείας στα Γράμματά
μας και τους σταθμούς-ορόσημα στη νεώτερη Λογοτεχνία μας.
Πεισματικά
τα βροχονέρια δέρνανε
τον
τόπο μας κάθε χειμώνα
Κι
όπως του Ιονίου πελάγου τα κύματα
χτυπιούντανε
σ’ άγριον αγώνα,
--
στο
λευκαδίτικο λιμάνι τρυπώναν
πλεούμενα
κυνηγημένα
απ’
τον κουρσάρο το βοριά, ανεμίζοντας
πανιά
στα ξάρτια ξεσχισμένα.
--
Μαστιγωμένοι
απ’ τη βροχή διαβαίνανε
κάτω
απ’ το σπίτι μας ψαράδες,
σαν
ξωτικά βαριά κι αμίλητα
στις
μαύρες τους τις νιτσεράδες.
--
Και
γύρω μας της γειτονιάς παιδόπουλα
στα
σπίτια τρυπωμένα τώρα,
χαζεύαμε
απ’ τα κλειστά παράθυρα
με
δέος και με χαρά την άγρια μπόρα.
--
Χουχούλιζα
το τζάμι κι όλο έγραφε
το
δάχτυλό μου ζωγραφιές, λουσάτες:
δράκους,
δελφίνια, πέλαα, φτεροκάραβα
γοργόνες,
σύγνεφα, αστραπές σπαθάτες…
(Το ποίημα «Λευκάδα» απ’ τη συλλογή «Οι Δρόμοι της
Ζωής»).
12)
Δημήτρης Λαμπίκης, Ελληνίδες
Ποιήτριες, Αθήνα 1936, σ.81-82
Γεννήθηκε στην Πρέβεζα από μητέρα Ηπειρώτισσα και
πατέρα Λευκάδιον. Πρωτοφάνηκε με το «Νουμά» στα 1910. Είναι μια από τις
συμπαθέστερες ποιήτριες μας αν και δεν παραμέλησε για χάρη του στίχου και την
πρόζα.
Δημοσιεύονται τα ποιήματα: «Μοιρολόγι»/«Τρίπτυχο»/
και ο «Σκλαβωμένος γλάρος».
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΓΙΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ
Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΠΟΤΑΜΟΣ, Διηγήματα πριν και
μετά το 1940, Γκοβόστης-Αθήνα 1954, (Πεζά)
•Άλκης
Θρύλος, περ. Φιλολογική Πρωτοχρονιά τ.11/1954, σ.315
….Και η κυρία Δίπλα Μαλάμου στο Μεγάλο ποταμό μας
δίνει σελίδες πολύ θερμές, ουσιαστικές κι’ άλλες όπου κυριαρχεί η στεγνή
σχηματοποίηση κ’ ο προγραμματισμός.
•
Άρης Δικταίος, ΑΝΑΖΗΤΗΤΕΣ ΠΡΟΣΩΠΟΥ-ΚΡΙΤΙΚΑ, εκδ.
Γεωργίου Φέξη-Αθήνα 1963, σ.176-180
Ο
«Μεγάλος Ποταμός» (1953), η νέα σειρά διηγημάτων της Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου,
αποπνέει μιάν αγαθή ζεστασιά κουζίνας,-όχι απ’ αυτές τις σύγχρονες, από τις
οποίες η πρακτικότητα έχει κυνηγήσει την ποίηση, κ’ η καθαρότητα τη μυρουδιά
της γιαχνισμένης πατάτας, αλλά της παλιάς, με το μεγάλο τζάκι και τις απέραντες
πιατοθήκες και τα λογής μπακιρικά, τα στολισμένα ένα γύρο. Κουζίνα, που είναι
ταυτόχρονα κ’ ένα είδος εντευκτηρίου για τις φιλοπερίεργες γειτόνισσες, πού
κουτσομπολεύουν κι ανταλλάζουν τις γνώμες τους για το κάθε τι, από την πιο
πρόσφατη είδηση της συνοικίας ίσαμε τη μουχλιασμένη προφητεία του Αγαθάγγελου,
και, φυσικά, και την ιδιάζουσα φιλοσοφία τους. Μια φιλοσοφία, πού μπορεί να
είναι γνήσια και κάτι να διασώζη από τα κατάλοιπα της καταγωγής της, μά που δεν
παύει εντούτοις να είναι πάντα μια φιλοσοφία συνοικιακού σοκκακιού.
Μ’ όλα
τούτα δεν θέλω να κατηγορήσω την εργασία της Μαλάμου. Κάθε άλλο, μάλιστα. Απλά
μόνο προσπαθώ να βρω τι ακριβώς φέρνει η συγγραφεύς στην πεζογραφία του φύλου
της,-γιατί περί προσφοράς πρόκειται, όσο κι αν είναι ελάχιστη… Η προσφορά θα
ήταν ανυπολόγιστα μεγάλη, ίσως, αν η Μαλάμου δεν ήταν μια «παιδευμένη», όπως
λέμε, αλλά η αγράμματη νοικοκυρά μιας ελληνικής συνοικίας, πού, μιλώντας μας
για τα πάθη και μάθη του σπιτιού της και της γειτονιάς της, εκφράζει την
ιδιάζουσα εκείνη νοοτροπία της απλής γυναικούλας, πού ο πόνος της είναι κραυγή,
η παρουσία της σαματάς και ολόκληρη η ύπαρξή της μια καρδιά. Κι αν η
«παιδευμένη» Μαλάμου με τα βιβλία της «Για λίγη αγάπη» (1930), «Γυναικείες
Ψυχές» (1935) και τον τωρινό «Μεγάλο Ποταμό» φέρνη κάτι πράγματι στη πεζογραφία
μας-το συνοικιακό πνεύμα, καταξιωμένο αισθητικά πιά, για τη λογοτεχνία μας,
όπως είπαμε ήδη-τούτο δε γίνεται γιατί μπόρεσε να το συνειδητοποιήση σαν ένα
καλλιτεχνικό ή ηθικό αίτημα, αλλ’ εντελώς τυχαία: την συγκινούν οι άνθρωποι της
γειτονιάς της ή της όποιας γειτονιάς, όπου τους συναντήση, οι απλοί, οι
αψιμυθίωτοι, οι μονοκόμματοι (που παρουσιάζουν εσωτερική συνοχή, θέλω να πω).
Οι άνθρωποι που δεν θα παρουσίαζαν κανένα απολύτως ενδιαφέρον για τους ζηλωτές
της ψυχανάλυσης.
Από τα
δεκατέσσερα διηγήματα, αίφνης, του βιβλίου της, τα εφτά, πού είναι και τα
καλύτερά της συλλογής, είναι ιστορίες ιδωμένες μ’ αυτό το συνοικιακό-πώς αλλιώς
να το πω; Ο χαρακτηρισμός δεν ενέχει τίποτα από μορφή ή πομπή-βλέμμα. Ένα
βλέμμα που ερευνά και στοχάζεται κ’ ερμηνεύει κατά τον αντίστροφο τρόπο απ’
αυτόν που θα ερευνούσε η Καζαντζάκη, να πούμε, η Μόνα Μητροπούλου ή η
Λυμπεράκη, για να αναφερθώ σε τρείς διαφορετικούς τύπους γυναικείας
πεζογραφικής θεώρησης. Μ’ έναν τρόπο, θα τον έλεγα «υποκριτικό» (παίρνοντας τον
όρο από το θεατρικό λεξιλόγιο), πού μπαίνει μέσα στο πετσί του άλλου, και
βλέπει και φέρεται και ομιλεί όπως ο άλλος. Προτέρημα βασικό για έναν πεζογράφο
κι ο μέγιστος βαθμός αναγνώρισης που θα μπορούσε να γίνη στη λογοτεχνία της
Μαλάμου. Τα έξι από τα διηγήματα αυτά είναι ερωτικά. Το έβδομο αντιπολεμικό-το
πρώτο μιας σειράς, που η συγγραφεύς ονομάζει «Του πολέμου», διήγημα αληθινά
συγκινητικό, δοσμένο σοβαρά κι αυστηρά, χωρίς κραυγές και ξεσπάσματα, αλλά με
την αξιοπρέπεια που απαιτεί ο βαθύς, ο μεγάλος ανθρώπινος πόνος.
Ότι
κυρίως κάνει εντύπωση, στα έξι αυτά ερωτικά διηγήματα, είναι οι περιγραφές των
νέων ανδρών. Περιγραφές τέτοιες, που νομίζει κανείς ότι συμμετέχει, ότι είναι
ένα μ’ αυτές, ζυμωμένη μαζί τους, η παράφορη επιθυμία του ερεθισμένου για άντρα
θηλυκού,-επιθυμία, που καθώς είναι φορτωμένη συχνά από ακατανόμαστες ερωτικές
μνήμες, φτάνει ως την λαγνεία ή, έστω, την ακραγγίζει. Ιδού, λόγου χάρη, η
περιγραφή του Χρήστου, του βαρκάρη, που θα παντρευτή την Καλυψώ, υπηρέτρια του
διηγήματος «Αγάπη κοντά στη θάλασσα»:
«Ήτανε λεβένταρος ο Χρήστος. Είχε και κάτι
μάτια μεγάλα, γαλαζοπράσινα, ίδια με θάλασσα. Όλες οι γυναικούλες της γειτονιάς
τον νοστιμεύονταν. Ακόμα και κ’ οι κυρίες (άς μου επιτρέψη η κ. Μαλάμου να
σημειώσω: αυτές προπαντός!), που τις πήγαινε περίπατο με την «Ελένη», καθώς τον
κοιτάζανε ζηλεύανε, φλυαρούσανε, γελούσανε, σά να τις πιάνανε μεγάλες χαρές… Τι
άντρακλας, να μη βασκαθή! Δε θα τον χωράη αυτόν κανένα κρεββάτι!»
Αλλά ιδού
και η …. φιλοσοφία της μοιχείας, όπως μας δίδεται στο διήγημα «Του καιρού τα
γυρίσματα»:
«Μά να! άνθρωπος ήτανε, βλέπεις, γυναίκα
ήτανε! Έρχεται, καταλαβαίνεις, ένας καιρός που κάτι σου λέει να χαζέψης, να
ρίξης τα μάτια σου όξω από την αυλή σου. Δεν είσαι έπιπλο, καημένη γυναίκα, κι
όπου σε στήση ο νιόπαντρος εκεί να στέκης όλα τα χρόνια σου, σα ντουλάπα που
γεράζει επί τόπου. Έτσι είναι. Όξω από την αυλή σου, όξω από το παράθυρο σου
είναι κι άλλος κόσμος. Ρίχνεις καμιάν ώρα τα μάτια κατά κεί και πρωτοβλέπεις
ένα Νικόλα λεβεντονιό, μαυριδερό και στέρεο, με κάτι πλάτες σαν κάστρα, με
μάτια αστραφτερά κάτω από το μαύρο σκουφί, με περπάτημα που γροθιάζει το χώμα
με τις μπότες τις ψηλές. Έ, άϊντε ύστερα, του λόγου σου, Ανθή, να δης με τα
ίδια μάτια τον άντρα σου που πέντε ολάκερα χρόνια τον ξεσκόλισες πιά στο πλάι
σου». Η Ανθή, η ηρωίδα του διηγήματος, μια κ’ ήτανε γυναίκα και όχι
ντουλάπα και, μάλιστα, τόσο πειστική φίλη της σοφίας, απάτησε τον άντρα της,
αλλ’ απάτησε και τον εραστή μ’ έναν δεύτερο. Τίποτα βεβαιότερο απ’ αυτό, πώς
δεν ήταν καθόλου ντουλάπα! Για να μας κάμη πιο πειστική την περίπτωση της Ανθής
η Μαλάμου, μας την παρουσιάζει, αρκετά τεχνικά, άλλωστε, να μη μένη ποτέ
ευχαριστημένη από το εργόχειρό της, παρά πρίν ακόμη τελειώσει το ένα, να το
καταστρέφη για ν’ αρχίση ένα δεύτερο πού κι αυτό θα έχη την τύχη του
προηγούμενου.
Αλλά το
πόσο επιρρεπείς στην μοιχεία φαίνεται ότι θεωρεί η συγγραφεύς τις ομόφυλές της,
δεν μας το εκφράζει τόσο το διήγημά της αυτό, όσο το τελευταίο του τόμου, που
έχει τον τίτλο «Το μεσημέρι με το κάμα», κι όπου ο ανίδεος Παντελής, νεαρός
βοηθός κτίστη, απεναντινού γιαπιού, μεσάζοντος και του θερινού κάματος, πραϋνει
άψε-σβήσε τις επιθυμίες της βαλαντωμένης σπιτονοικοκυράς…
Η
«Χελιδονοφωλιά» μας αφηγείται τη συγκινητική αγωνία της Βγενούλας, μά και του
νέου άντρα της, ν’ αποκτήσουν δικό τους σπίτι, ενώ στο διήγημα «Στα χέρια τ’
αδειανά», μας δίδεται, λιγώτερο πειστικά, η αγωνία της Χαρούλας, που ο άντρας
της δεν μπορεί να της χαρίση ένα παιδί: «Οι πόθοι της ψάχνανε να βρούνε ένα
λιμάνι. Να αράξουνε γυρεύανε στην αγκαλιά κανενός άλλου άντρα, πού θα της
γιόμιζε τη ζωή της, γιομίζοντάς της με παιδιά τα χέρια τ’ αδειανά».
Στα έξι
αυτά διηγήματα, τα ερωτικά, όπως είπαμε, εκφράζεται η γυναίκα σ’ ό,τι
ουσιαστικότερο έχει: σαν ερωμένη, σαν νοικοκυρά, σαν θήλυ, που προορισμό του
έχει την μητρότητα. Αισθήματα αιώνια και αναλλοίωτα, που δίδουν βάρος και βάθος
στη γυναίκα, πού τα αισθάνεται και που στοχάζεται πάνω τους,- γι’ αυτό και τα
διηγήματα που μας τα δίδουν είναι
πειστικά, κατορθώνουν να μας συγκινήσουν με τη ζεστή ανθρωπιά τους. Τα
υπόλοιπα της συλλογής, που δεν αναφέρθηκαν εδώ, είναι-εκτός από το διήγημα «Στο
ενεχυροδανειστήριο»-πολύ ψιμυθιωμένα και, γι’ αυτό, πολύ κατώτερα, άξια να
καούν στην κουζίνα της Μαλάμου.
• Πέτρος
Χάρης, ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ, τ. 8ος, εκδ. Εστίας-Αθήνα 1993,
σ.341-343
Από πολύν καιρό δεν έτυχε να διαβάσω αφηγηματικές
σελίδες της Κλεαρέτης Δίπλα Μαλάμου. Έτσι, με τον Μεγάλο ποταμό είχα ολόκληρη
και ζωηρότερη την ευχάριστη έκπληξη που μπορεί να δώσει μια σειρά από καλά
διηγήματα. Γιατί αμέσως πρέπει να πω ότι στο πρώτο μέρος του Μεγάλου ποταμού
είναι όλα καλά, ολοκληρωμένα διηγήματα. Κι όπως έλεγα εδώ και πολλούς μήνες κι
όπως θα εξηγήσω ακόμη μια φορά, με αφορμή τη σχετική προσπάθεια που αποφάσισαν
να κάμουν οι διηγηματογράφοι μας, τούτο ούτε εύκολα γίνεται, ούτε συχνά
παρουσιάζεται τώρα τελευταία, εποχή του εκτενέστερου πεζογραφήματος, της
νουβέλας και του μυθιστορήματος. Η
Δίπλα-Μαλάμου έχει ένα χάρισμα που τόσο λείπει από τους νεότερους ιδίως
πεζογράφους μας: Ξέρει ν’ αφηγείται. Ό,τι θέλει να καθορίσει ή έμμεσα να
υποδηλώσει, το δίνει άνετα, ομαλά, με προσοχή να μην πέσει σε επαναλήψεις ή σε
πλεονασμούς που ενοχλούν τον σημερινό αναγνώστη, και πάντα σχεδόν σ’ ένα
προσωπικό τόνο, πρώτο γνώρισμα κι από τα πιο κύρια του αληθινού λογοτέχνη.
Έπειτα, η Δίπλα-Μαλάμου αποφεύγει την κοινοτοπία. Και τούτο είναι ακόμη μια
απόδειξη της λογοτεχνικής της συνείδησης. Δεν κυνηγάει ωστόσο και την
πρωτοτυπία, το σπάνιο ή το παράδοξο. Μένει στα συνηθισμένα και στα καθημερινά,
αλλά τα παρουσιάζει με δικές της, με εντελώς δικές της ικανότητες, με δικό της
τρόπο.
Στο
δεύτερο μέρος του Μεγάλου ποταμού που αποτελείται από σελίδες του πολέμου και
της Κατοχής, δε λείπει η καλλιτεχνική αίσθηση, αλλά δεν υπάρχει και το
οργανωμένο, αν θέλετε το κατασταλαγμένο, σύνολο. Σκιτσάρει περισσότερο η
Δίπλα-Μαλάμου, δε δίνει οριστικές, πλήρεις σελίδες. Ενώ στα περισσότερα από τα
διηγήματα που προηγούνται, και το «θέμα» παίρνει όση θέση του ανήκει, και η
προσωπική συγκίνηση απλώνεται ως εκεί που δεν είναι κίνδυνος να κερδίσει λίγο
έστω χώρο ο πλεονασμός, και τα εκφραστικά μέσα, στέρεα και υποταγμένα στην
ορθόδοξη αντίληψη για την κατασκευή του διηγήματος, δίνουν μιάν αφήγηση πού
μπορεί να την παρακολουθήσει ο κάθε αναγνώστης, ακόμη κι ο αναγνώστης που
κουράστηκε από την ομαλογραφία, από τις φόρμες της συντηρητικής
διηγηματογραφίας κι αποζητάει κάτι το νέο, κάτι τελοσπάντων το διαφορετικό, που
να δείχνει αφωνία και αναζήτηση. Υπάρχει εδώ ένα μυστικό, όπως και σε κάθε
αξιόλογο λογοτέχνημα. Και το μυστικό αυτό είναι η αθόρυβη αγάπη για τον άνθρωπο
και η ποιητική διάθεση σε τόση δόση κ’ έτσι συγκρατημένη που να μην αλλοιώνει
τον γνήσιο αφηγηματικό τόνο. Δύο μόνο δείγματα γραφής για να φανεί πως
ανανεώνει η Δίπλα-Μαλάμου την ορθόδοξη μέθοδο κατασκευής του διηγήματος, με τον
αδιάσπαστο μύθο, τα καθαρά γεγονότα και τις ορατές καταστάσεις: «Ά, τι καλά που
πέρα η θάλασσα στραφτοκοπούσε σα να γιόρταζε», περιγράφει η Δίπλα-Μαλάμου στη
σελ. 19. «Η Καστέλλα σήκωνε το παρδαλό φουστάνι της και πήγαινε γιαλό-γιαλό με
προσοχή μήπως βραχεί. Ένα αεροπλάνο αέριζε το μέτωπό της με τα μεγάλα του
φτερά». Και παρακάτω, στη σελ. 31: «Είτανε αρχές του χινοπώρου με νοτερές
ανάσες κι’ ολόκληρος ο πευκώνας σουσούριζε ίδια θάλασσα. Κι’ έτσι κυλώντας
απαλά τα πράσινα κύματά του, έβγαινε το άσπρο σπιτόπουλο εκεί δά στο μονοπάτι
σαν ένα κομμάτι αφρό».
Συμπέρασμα: ένα βιβλίο με καλά διηγήματα. Κάτι πού, καθώς έλεγα, δεν μας
προσφέρεται πολύ συχνά τώρα τελευταία.
ΜΕ ΧΑΜΕΝΗ ΠΥΞΙΔΑ,
Ο Καιρός της Σκλαβιάς από την Σκοπιά μου, Γεώργιος Φέξης-Αθήνα 1961,
(Χρονικό)
• Γιάννης
Χατζίνης, περ. Νέα Εστία τχ. 831/15-2-1962, σ.274-275
Η κ. Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου μας ξαναγυρίζει στην
εποχή της Κατοχής. Δεν την είχαμε διόλου ξεχάσει. Η φοβερή περιπέτεια που
ζήσαμε ως το τελευταίο μας νεύρο, εξακολουθεί
να υπάρχει μέσα μας, να κάνει το δρόμο της, κι’ όταν ακόμη νομίζουμε πως
την έχουμε παραμερίσει, πως έχουμε λυτρωθεί από τα πλέγματα και τις φοβίες που
μας προκάλεσε. Μόνον η καινούργια γενιά, η εντελώς τελευταία, θα μπορέσει να
την αντικρύσει αντικειμενικά, σαν ένα συμβάν έξω από τον εαυτόν της, ιστορικό,
μακρινό, ανάμεσα στα μύρια άλλα. Για την γενιά αυτή, την ανίδεη, και για τις
άλλες που θα την ακολουθήσουν, νομίζω πως το βιβλίο της κ. Μαλάμου προσφέρεται
σαν ένα πολύ αξιοπρόσεχτο ντοκουμέντο. Μέσα στις ημερολογιακές σελίδες του «Με
χαμένη πυξίδα» (πολύ αντιπροσωπευτικός τίτλος) θα κατατοπιστούν κι’ ως ένα
σημείο ίσως θα ζήσουν, τα δικά μας σκληρά βιώματα. Υπάρχουν περιστατικά, που θα
τους κάμουν να απορήσουν ν’ ανατρίχιασαν. Να τα ξαναθυμηθούμε κι’ εμείς: «Όμως
σε κάμποσα σπίτια ο θάνατος βαστιούνταν ξεπίτηδες μυστικός, κι’ ο πεθαμένος
τρεχαλιούνταν κρυφά τη νύχτα και παραχώνονταν σε κανένα απόμερο χαντάκι. Έτσι κρυφά
έθαψε ο Αναστάσης το μοναχογιό του για να μην ιδεί κανένας και μαρτυρήσει πως
το δελτίο του πεθαμένου παιδιού έδινε ακόμη το ψωμί του στον ζωντανό πατέρα».
Και παρακάτω: «Οι πεινασμένοι άνθρωποι είναι σαν τυφλοί. Δε βλέπουν το
συνάνθρωπό τους να υποφέρει, να χάνεται, να πέφτει ψόφιος στα πεζοδρόμια. Δε
γυρίζουν να κοιτάξουν τους νεκρούς που μαζώνουν από τους δρόμους της Αθήνας και
τους πάνε με τα κάρα της Δημαρχίας απανωπεσμένους σα σφαχτά. (…) Μονάχα το
ένστιχτο κυβερνάει». Εδώ μας έρχονται ολοζώντανες στη μνήμη κάποιες σελίδες από
το «Άλλο πρόσωπο του ανθρώπου» της κ. Τατιάνας Σταύρου. Το τραγικό φως που
πέφτει πάνω στην ανθρώπινη ψυχή, μας κάνει να ψαχτούμε στα βάθη μας, να
βεβαιωθούμε για την αντοχή της ίδιας της ανθρωπιάς μας. Ωστόσο
το βιβλίο της κ. Μαλάμου δε μπόρεσε να πάρει τη μορφή μυθιστορήματος. Η
συγγραφεύς έμεινε υποχείρια του πλούσιου υλικού της, συγκεντρωμένου μέρα με τη
μέρα, που η αυθεντικότητά του της επιβλήθηκε σαν αξία καλλιτεχνική. Αυτή είναι
η μικρή της σύγχυση. Δεν διανοήθηκε ούτε καν να το αναμορφώσει, να το πλουτίσει
με την τέχνη της, που δείγμα της μας έχει δώσει στα προηγούμενα βιβλία της. Οι
σημειώσεις της δε μπορούσαν καθεαυτές ν’ αποτελέσουν ένα έργο, αλλά την
αφετηρία ενός έργου. Δεν αποτελούν ένα δράμα, αλλά την υπόμνηση ενός δράματος.
Υπό τις συνθήκες αυτές το «Με χαμένη πυξίδα», έτοιμο από το 1947, μας έρχεται
κάπως αργά, για να μπορέσει να δώσει ένα μαστίγωμα στα νεύρα, που μόνο μια
συνθετική αντιμετώπιση του δράματος θα το κατόρθωνε. Κρατάει όμως ακέραιη την
αξία του σαν τεκμηρίου.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 20 Ιουλίου-4 Αυγούστου 2019
ΥΓ.
Παραθέτω το δεύτερο μέρος με τις πληροφορίες για το έργο της. Θα ακολουθήσει και
ένα τρίτο με ανθολόγιο ποιημάτων της και το κείμενο της ποιήτριας Αθηνάς Ταρσούλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου