Ο
ΓΚΕΣΟΥΛΗΣ
Ξενιτιά
Ξένος
κι ο τόπος κι ο καιρός κι άνθρωποι όλοι ξένοι,
μες
τη μεγάλη μοναξιά μάταια ζητώ ένα φίλο.
Μα
εκεί που παραδέρνομαι στην νύχτα τη θλιμμένη
ακούω
σε κάποιο αλύχτημα το σπιτικό μου σκύλο.
Παύλος Νιρβάνας
ΧΡΗΣΤΟΣ
ΧΡΗΣΤΟΒΑΣΙΛΗΣ
Ο
ΓΚΕΣΟΥΛΗΣ
Γκεσούλης
λέγουνταν εκείνο το λαμπρό σκυλί!
Τόνομα του Γκεσούλη έχουν όλα τα σκυλιά που ‘ναι στο
κορμί μαύρα και άσπρα στο λαιμό και στην κοιλιά. Αυτό το είδος του χρωματισμού
των σκυλιών έχει λευκώματα και στα ποδάρια, πότε στα τέσσερα και πότε σε
λιγότερα, και κάτι καστανές γραμμές κάτω από τα μάτια. Τώρα γιατί τα σκυλιά
πόχουν αυτόν τον χρωματισμό λέγουνται Γκεσούληδες, δεν μπορώ να σας το ειπώ,
γιατί είναι ξένο προς το θέμα μας, κι έρχουμαι στο Γκεσούλη μου.
Η ιστορία
που θα σας διηγηθώ τώρα έγινε στην Ήπειρο, και λέγω ιστορία, γιατί το διήγημά
μου είναι αληθινό, κι ούτε πολλά χρόνια είναι πόγινε το πράμα.
Ο
Γκεσούλης, μικρό κουταβάκι, πρίν ανοίξει ακόμα τα μάτια του, είχε ριχτεί στο
φαράγγι, είδος Καιάδα του χωριού, μ’ άλλα έξι- εφτά ομογέννητα αδερφάκια του,
γιατί, ο αφέντης της μάνας του, θέλοντας να δοκιμάσει την αξία όλων των
κουταβιών που ‘χε γεννήσει η σκύλα του εκείνες τες μέρες, τα ‘βαλε όλα επάνω σ’
ένα λυκοτόμαρο και μόνο δύο κουταβάκια, που απ’ όλα συνταράχτηκαν και σήκωσαν
τη μύτη τους κι έβγαλαν ένα μικρό γουρλητό, αυτά κράτησε, για να βυζαίνουν το
γάλα της σκυλομάνας, γιατί αυτά τα κουτάβια θα γίνονταν καλύτερα και φοβερότερα
κι ως μαντρόσκυλα κι ως αυλόσκυλα και τάλλα τα πέταξε στο φάραγγα κρυφά από την
μάνα τους, που τ’ αγαπούσε η καημένη όλα ίσια, κι είχε για το καθένα ξεχωριστό
βυζί στην κοιλιά της.
Όταν
πέταξαν τα κουτάβια στο φαράγγι, ο Γκεσούλης φαίνεται δεν είχε πάθει τίποτες
από το πέταγμα κάτω στον φοβερό γκρεμό, και κατόρθωσε να ζήσει ένα ολάκαιρο
μερονύχτι μέσα στο φάραγγα, όταν ένας κυνηγός, ο Λέντζος, κυνηγώντας αγρίμια,
πέρασε από το μέρος εκείνο, που βρισκόταν ριγμένα τα κουτάβια, που μόνον ο
Γκεσούλης μας ήτανε ζωντανός ακόμα και γουρλιόταν το καημένο το ζώο από την
πείνα κι από το κρύο, και, βλέποντάς το να παραδέρνει έτσι μόνο του μέσα στην
ερημιά, το λυπήθηκε και το ‘μασε από καταγής και το ‘βαλε μέσα στον
κυνηγοσάκουλό του. Ύστερα από λίγη ώρα, βρέθηκε σ’ ένα μαντρί κοντά, που ‘χε
γαλαρία γιδοπρόβατα. Εκεί ζήτησε λίγο γάλα, κι ο πιστικός άρμεξε όλο το βυζί
μιανής γίδας στο στόμα του κατανήστικου κουταβιού. Άμα το γάλα μπήκε στην
κοιλίτσα του, το κουτάβι άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια, και κοίταξε κατάματα
τον κυνηγό, κι έκανε σα να ‘θελε κάτι να του ειπεί, αλλά τι να του έλεγε ένα
τέτοιο άλογο ζώο;
Να μην
τα πολυλογούμε, σε τρείς-τέσσερους μήνες απανωθιό, εκείνο το κουταβάκι είχε
γίνει ένα ωραίο κι έξυπνο σκυλάκι, που ήταν ο μεγαλύτερος φύλακας του σπιτιού.
Στο σπίτι
του κυνηγού ήταν πολλοί άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά το Γκεσουλάκι, αν κι
αγαπούσε όλη τη φαμίλια κι όλο το σπίτι,
κι όλα τα ζώα του σπιτιού, ως και τες κότες ακόμα, γιατί μια μέρα ρίχτηκε να
ξεσκίσει ένα γειτονικόν πετεινό, που κυνηγούσε ένα πετεινάρι του σπιτιού, και
πρόφτασε να του βγάλει μόνο την ουρά, αγαπούσε όμως πλειότερο απ’ όλους κι απ’
όλα τον κυνηγό. Όταν έμπαινε ο κυνηγός μέσα στο σπίτι, το Γκεσουλάκι
χοροπηδούσε από τη χαρά του και ρίχνονταν ως απάνω, σαν να ‘χε φτερά. Τέλος από
Γκεσουλάκι έγινε ένα φοβερός Γκεσούλης και, λέγοντας «Γκεσούλης» μέσα στο
χωριό, εννοούσαν αυτόν.
Σ’ αυτό
απάνω ο ευεργέτης του Γκεσούλη, ο πολυαγαπημένος του απ’ όλο το σπίτι,
αφήνοντας το ντουφέκι του κυνηγιού, ξεκινούσε ένα πρωί για την ξενιτιά. Όλο το
σπίτι κι όλο το χωριό τον συμπροβόδησαν ως το σύνορό τους, κι εκεί, κάτω από
ένα μεγάλο πολύκλαδο και φουντωτό πουρνάρι, γένονταν ο πολύπικρος ξεχωρισμός!
Τι δάκρυα, τι σιγοκλάματα, τι αναστεναγμοί, από τη γριά μάνα του, από
ταδερφοξάδερφά του, κι από τη γυναίκα του και τι λύπη και τι κατήφεια απ’ όλους
τους χωριανούς! Το ύστερο σταυρωτό φίλημα και σφιχταγκάλιασμα ήταν της
πικραμένης της μάνας του, και το ύστερο κατευόδιασμα της πανώριας και
περίκαλλης γυναίκας του.
Η
ξενιτεμένη συνοδεία τράβηξε και χώθηκε πίσω από ένα σκαπέτημα, και σπιτιακοί,
συγγενήδες, γειτόνοι, φίλοι και λοιποί χωριανοί γύρισαν στο χωριό… Αλλά λίγο
έλειψε να λησμονήσομε τον καημένο τον Γκεσούλη! –ένα σκυλί…
Ο
Γκεσούλης στάθηκε στο πουρνάρι, καθισμένος στα δυο του πισινά ποδάρια κι έβαλε
στο μάτι για το δρόμο της ξενιτεμένης συνοδείας, ενώ κάποτε γύριζε και κοίταζε
και τους άλλους, που γύριζαν στο χωριό.
Σε λίγο,
που κρύφτηκαν κι αυτοί πίσω από μια ραχούλα, ο Γκεσούλης άρχισε να γυρίζει
γλήγορα-γλήγορα το κεφάλι του, πότε προς το δρόμο του χωριού, σαν πετροπέρδικα,
και πότε προς το δρόμο του χωριού, σαν πετροπέρδικα που φοβάται να μην τη
σκιώσει το γεράκι. Τέλος έκανε τίναγμα ξαφνικό και ρούπησε κατά το δρόμο του
ξενιτεμένου!
Πέρασαν
τέσσερα χρόνια ολάκαιρα από τότε. Ο ξενιτεμένος, αφού έκανε γερό πουγγί στην
Αθήνα, ως ψωμάς, ξεκίνησε για την πολυπόθητη πατρίδα, μαζί με τον αγαπημένο του
τον Γκεσούλη. Στο ξεκίνημα του είχε κολλήσει κι ένας χωριανός του, που η τύχη
δεν τον είχε χαϊδέψει καθόλου από τη μεγάλη του ακαματιά. Αυτός ο χωριανός που
λέγονταν Φετάνης και γνώριζε πόσο παχύ ήταν το πουγγί του Λέντζου. Φτάσανε μαζί
στην Άρτα. Εκεί ο Λέντζος είδε ένα όμορφο μουλάρι και το αγόρασε για το σπίτι,
και την άλλη μέρα πρωί-πρωί ξεκίνησε για τα Γιάννενα: ο Λέντζος καβάλα κι ο
Φετάνης με τον Γκεσούλη πεζοί. Ο δρόμος από την Άρτα ως τα Γιάννινα είναι μια
ολάκαιρη μέρα αλλά, για να φτάσει κανείς σε μια μέρα από την Άρτα στα Γιάννινα,
πρέπει να ξεκινήσει πρωί και να μη χασομερήσει στο δρόμο. Το χωριό των
ξενιτεμένων ήταν άλλες έξι ώρες πέρα από τα Γιάννινα.
Ο Φετάνης
στο δρόμο αρρώστησε από πονόκοιλο και πήγαινε «στάσου εδώ» και «στάσου εκεί». Ο
Λέντζος, κι επειδή τον λυπήθηκε κι επειδή ήθελε να φτάσει το βράδι στα
Γιάννινα, κατέβηκε από το μουλάρι κι έβαλε τον Φετάνη καβάλα, αλλ’ ο Φετάνης
κοντοβαστούσε το μουλάρι, λέγοντας ότι το γοργοπερπάτημα του μουλαριού του
μεγάλωνε τον πόνο. Να μην τα πολυλογούμε, όταν ο ήλιος κοντοβασίλευε, η
συντροφιά βρίσκονταν τρεις ώρες μακριά από τα Γιάννινα. Ήταν Αύγουστος μήνας
και το νυχτοπερπάτημα πλειό ευχάριστο.
Από
λίγο-λίγο ο ήλιος κατέβαινε φλογερός πίσω από το βουνό του Μακρυαλέξη,
σέρνοντας πίσω του ολάκαιρη χρυσή ουράνια λίμνη. Λίγο-λίγο πάλι εκείνη η χρυσή
λίμνη έγινε χάλκινη κι η χάλκινη μολυβένια, τ’ αστέρια άρχισαν ν’ ανάβουν ένα-
ένα στον ουρανό, κι η νύχτα αγκάλιασε τον κόσμο στο καταμέλανα φτερά της. Τότε
ο Φετάνης γυρίζει και λέγει του Λέντζου, που έρχονταν από πίσω τραγουδώντας:
-Έλα να
καβαλικέψεις, εσύ, γιατί μ’ άφησ’ ο πόνος.
Σταμάτησε το μουλάρι, ξεκαβαλίκεψε και καβαλίκεψε ο Λέντζος.
Ξακολούθησαν έτσι ως μια ώρα δρόμο, όταν έφτασαν σε μια ράχη, οπούθε φαίνονταν
τα Γιάννινα μέσα στη σκοτεινιά της νύχτας, με τα πολλά τους φώσια, σαν απέραντο
πάπλωμα, κεντημένο με χρυσά αστέρια. Σ’ αυτή τη μεριά ο Φετάνης λέγει του
Λέντζου:
-Έχ’ς ένα τσιγάρο;
Ο Λέντζος σταμάτησε το μουλάρι κι έβγαλε ένα
τσιγάρο, κι ενώ άπλωνε να το δώσει του Φετάνη, αυτός αντί να πάρει το τσιγάρο,
του δίνει μια βαθιά μαχαιριά στα πλευρά!
-Άπιστο σκυλί, μ’ έφαγες!
Πρόφτασε μόνο να ειπεί ο Λέντζος κι έπεσε καταγής
νεκρός. Ο Γκεσούλης έτρεξε στην απελπισμένη φωνή τ’ αφέντη του και, τη στιγμή
που ο φονιάς άπλωνε το άτιμο χέρι του να βρει τη γεμάτη σακούλα, το στόμα του
πιστού σκυλιού του τ’ άρπαξε. Σκυλί και φονιάς πάλευαν ο ένας με το φονικό
μαχαίρι κι ο άλλος με τα δόντια. Ώρες βάσταξε το πάλεμα, κι ο φονιάς, βλέποντας
ότι δεν μπορούσε να βάλει χέρι στο άψυχο κορμί και ν’ αρπάξει τους κόπους και
τους ίδρους τεσσάρων χρόνων, αναγκάστηκε ν’ απομακρυνθεί και να φύγει.
Εννοείται ότι, αν ο φονιάς είχε ένα πιστόλι, θα ξαπλώνονταν κι ο Γκεσούλης
νεκρός στο πλάγι τ’ αφέντη του. Αλλά οι δολοφόνοι δεν αγαπούν τα βροντερά όπλα
και πάντα προτιμούν το βουβό μαχαίρι.
Φεύγοντας
ο φονιάς, ο πιστός Γκεσούλης ζύγωσε το νεκρό, στρώθηκε καταγής και, βάζοντας το
κεφάλι του ανάμεσα στα μπροστινά του τα πόδια, άρχισε το λυπητερό γουρλητό ως
το πρωί, κλαίγοντας τον πολυαγαπημένο του, τον αφέντη κι ευεργέτη του.
Εκείνο το
πρωί μια συνοδειά χριστιανών από τα πλησιόχωρα, άντρες και γυναίκες, άλλοι
καβάλα κι άλλοι πεζοί, πηγαίνοντας για τα Γιάννινα, έπεσαν απάνω στο σκοτωμένο.
Ιδόντας αυτό το φοβερό δράμα, αποφάσισαν να φορτώσουν τον νεκρό στο μουλάρι
του, που βοσκούσε ξέγνοιαστο εκεί κοντά και να τον πάν στη Μητρόπολη. Ο
Γκεσούλης δεν έκανε καμιάν αντίσταση κι ακολούθησε τη νεκροπομπή με το κεφάλι
κάτω και την ουρά στα σκέλια, βαδίζοντας στο πλάγι του μουλαριού, που ‘χε
φορτωμένο τον αφέντη του.
Στη
Μητρόπολη, όπου ξεφόρτωσαν τον νεκρό κι όπου παραβρέθηκαν κι αντιπρόσωποι της
Αρχής, έγινε σωματική έρυνα και βρέθηκαν απάνω του διακόσιες τόσες λίρες κι ένα
γράμμα της γυναίκας του, κι απ’ αυτό το γράμμα γνωρίστηκε ποιος ήταν ο
σκοτωμένος κι από ποιο χωριό κατάγονταν.
Αμέσως
ειδοποιήθηκαν ταδέρφια του κι η μαυρισμένη η γυναίκα του, κι ήρθαν και πήραν το
άψυχο κουφάρι του, με τα χρήματα, το μουλάρι, το φόρτωμα και τον πιστό το
Γκεσούλη και πήγαινε στο χωριό να του κάνουν το ξόδι.
Δυο-τρεις
μέρες υστερότερα παρουσιάστηκε στο χωριό κι ο Φετάνης κι έκανε πως λυπόταν κι
αυτός για το φόνο του Λέντζου. Δεν απόκρυψε όμως ότι ξεκίνησαν μαζί από την
Αθήνα, γιατί θα μαθευόταν, ότι βγήκανε μαζί στο τούρκικο από της Άρτας το
γεφύρι, δηλαδή κι αυτό θα μαθεύονταν από πολλούς χωριανούς του, που βρίσκονταν
στην Αθήνα και στην Άρτα, κι ότι ενώ ο Λέντζος τράβηξε για τα Γιάννινα καβάλα,
αυτός λοξοδρόμησε στη Φιλιππιάδα, με την ιδέα να βρει εκεί καμιά δουλειά. Όλοι
πίστεψαν τα ψεύτικά του λόγια, γιατί κανενός δεν μπορούσε να περάσει από την
ιδέα ότι αυτός ήταν ο φονιάς.
Ύστερα
από λίγες μέρες ο Φετάνης, κατά το συνήθειο του τόπου, πήγε στα Λεντζέϊκα να
παρηγορήσει, κι εκεί που ανέβαινε τες σκάλες τον λόγιασε ο Γκεσούλης, που
κείτονταν θλιμμένος σε μια άκρα της αυλής. Όρμησε απάνω του σα μολύβι και του
ρίχτηκε με μεγάλη έχτρητα. Φετάνης και Γκεσούλης κουτρουβαλιάστηκαν στα
σκαλοπάτια. Έτρεξαν να τους χωρίσουν άντρες και γυναίκες από μέσα από το σπίτι,
κι ο Φετάνης, για να γλιτώσει, έβγαλε το φονικό του μαχαίρι να χτυπήσει τον
Γκεσούλη, τον μόνο μάρτυρα του κακουργήματός του. Εκείνη τη στιγμή ένας από
τους Λεντζαίους, για να γλιτώσει το σκυλί, αρπάζει το μαχαίρι που έφερε ακόμα
το αίμα του δολοφονημένου απάνω στο λεπίδι σκουριασμένο *. Ο Φετάνης άλλο από
την επίθεση του Γκεσούλη, κι άλλο από το άρπαγμα του φονικού μαχαιριού, νόμισε
ότι κάποιος τον είχε προδώσει και φώναξε απελπισμένα:
-Ήμαρτον! Ήμαρτον! Μη με σκοτώνετε! Σχωράτε με!
Εγώ το ‘κανα και σεις να μην το κάνετε!
Οι
Λεντζαίοι κατάλαβαν από τα λόγια του ότι αυτός ήταν ο φονιάς του ανθρώπου τους
και τον έπιασαν για τα καλά. Σε λίγο μαζεύτηκαν οι γειτόνοι κι όλο το χωριό. Ο
φονιάς παραδόθηκε δεμένος στη Δημογεροντία, κι η Δημογεροντία τον έστειλε στον
Πασά στα Γιάννινα.
Ο
Γκεσούλης, αφού έσωσε την περιουσία των ορφανών, μην αφήνοντας τον φονιά να
πάρει τη σακούλα του σκοτωμένου, κι αφού παράδωκε και τον φονιά κι έκαμε τέλεια
το χρέος του, ψόφησε απάνω σε σαράντα μέρες!
Είπαν ότι ψόφησε από τη λύπη του!
*Υπάρχει μια λαϊκή πρόληψη, ότι το ανθρώπινο αίμα
δεν καθαρίζεται ποτέ από το σίδηρο και ότι το φονικό μαχαίρι, καθώς και κάθε
φονικό άρματο, διώχνει τους δαιμόνους τη νύχτα.
Σημειώσεις:
Το ποίημα του πειραιώτη διηγηματογράφου και
μυθιστοριογράφου Παύλου Νιρβάνα το
προτάσσω πριν το διήγημα του Ηπειρώτη συγγραφέα θεωρώντας ότι δένει με την
σύνολη ατμόσφαιρα του.
Το ποίημα «ΤΟ ΣΚΥΛΙ», που αντιγράφω στο τέλος σαν
επίλογο του διηγήματος είναι από την ποιητική συλλογή του ποιητή Ντίνου Σιώτη, «ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΩ ΔΕΝ ΑΠΑΝΤΩ»
εκδ. «Κέδρος» 2004, σ. 49.
Ωραία εξέλιξη για ένα τραγικό συμβάν, για τον πάντα
πιστό σύντροφο του ανθρώπου. Έχασε την ζωούλα του τραγικά και απότομα και
«κέρδισε» μια θέση στον πίνακα της αθανασίας της τέχνης, και ας μην γνωρίζουμε
ούτε το όνομά του. Φοβερό πρόβλημα για τα τετράποδα-εκτός από τα
δίποδα-συντρόφια μας η κίνηση στους δρόμους, οι υπερβολικές ταχύτητες των
οδηγών, των απερίσκεπτων οδηγών των αυτοκινήτων. Η εκπαιδευτική αγωγή και
κυρίως, η αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά των οδηγών, (το ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε!
Του έλληνα) δηλώνει την έλλειψη υπευθυνότητας, σεβασμό στους κανόνες οδικής
κυκλοφορίας, με τα τραγικά αποτελέσματα, που όλοι μας-οδηγοί και πεζοί-ζούμε
στους ελληνικούς δρόμους. Και περισσότερο τα τετράποδα.
Το συγκινητικό και ευαίσθητο διήγημα «Ο ΓΚΕΣΟΥΛΗΣ»
του Χρήστου Χρηστοβασίλη είναι από
τον τόμο «ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ» ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ, εκδ. «ΖΗΤΡΟΣ»- Θεσσαλονίκη 1996, σ. 105-114.
Ο τόμος περιλαμβάνει 10 μικρά διηγήματα και 7 ποιήματα του γεννημένου στο Σούλι
-Χρηστοβασίλη 1861-21 Φεβρουαρίου 1937 Ηπειρώτη συγγραφέα, εκδότη της
εφημερίδας «Ελευθερία» και βουλευτή. Όπως αναφέρει ο διευθυντής της σειράς
«ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» και επιμελητής της έκδοσης Σωτήρης Γερακούδης: «Ως πεζογράφος έγινε «εθνικός» συγγραφέας της
Ηπείρου. Δεν είναι εγκεφαλικός στοχαστής, είναι απαράμιλλος αφηγητής και
εικονογράφος της ποιμενικής και αγροτικής ζωής της Ηπείρου. Σε εποχή που πολλοί
σύγχρονοί του, πριν το 1900, καταγίνονταν με θέματα μακριά από την
πραγματικότητα, αυτός πήρε τα θέματά του από την «τρέχουσα» ηπειρωτική ζωή και
σε καθάρια ηπειρωτική δημοτική γλώσσα μας έδωσε απαράμιλλους πίνακες.
Δεμένος με τις ηπειρώτικες παραδόσεις,
συντηρητικός από ιδιοσυγκρασία, είναι ταυτόχρονα-τι τραγική αντίφαση!-
δημοτικιστής, από τους προδρόμους μάλιστα του δημοτικισμού.»
βλέπε: «Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ» σ.11.
Οι τίτλοι των διηγημάτων και των ποιημάτων είναι οι
εξής:
Η ΑΝΙΚΗΤΗ ΕΛΠΙΔΑ, 15
ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΓΡΙΑΣ, 33
Ο ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΣ, 59
Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ, 85
ΤΟ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΝΗΜΑ, 100
Ο ΓΚΕΣΟΥΛΗΣ, 105
Η ΔΟΛΙΑ ΜΑΝΑ, 115
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΚΡΙΤΗΣ, 123
ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ, 133
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ, 141
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΙΑΣ, 153-162
Η πιστή γυναίκα, 155
Η Κλειδωμένη καρδιά,157
Κηδεία Ξενιτεμένου, 158
Ο Ξενιτεμένος, 159
Η Ξενιτιά, 160
Η Μάγισσα, 161
Τ’ Όνειρο του Ξενιτεμένου, 162.
Το
διήγημα Ο ΓΚΕΣΟΥΛΗΣ του Ηπειρώτη αγωνιστή συγγραφέα και πολιτικού (εκλέχτηκε
δύο φορές βουλευτής του λαϊκού κόμματος 1926 και 1935), εντάσσεται μέσα στον κύκλο
των διηγημάτων του με κεντρικό θέμα την «ΞΕΝΙΤΙΑ». Ανήκει στον ευρύτερο
ελληνικό συγγραφικό κύκλο και ατμόσφαιρα της εποχής, ποιητικής, πεζογραφικής
και διηγηματικής της ελληνικής ηθογραφίας, ιδιαίτερα της Ποιμενικής. Ας φέρουμε
στην σκέψη μας το ποιητικό και διηγηματικό έργο του Κώστα Κρυστάλλη επίσης
Ηπειρώτη, τις μυθιστορηματικές τοιχογραφίες των έργων του Ανδρέα Καρκαβίτσα ,και
αρκετών πνευματικών δημιουργών της περιοχής των Γιαννιτσών. Των αμιγώς
Ηπειρωτών συγγραφέων. Η βιβλιογραφία για λογοτέχνες και ποιητές της περιοχής
της Ηπείρου που κόμισαν και εξακολουθούν να κομίζουν με την κοινωνική τους
παρουσία και το πνευματικό και συγγραφικό τους έργο τον αρχέγονο πολιτισμό, την
λαϊκή και έντεχνη παράδοση της Ηπείρου είναι μεγάλη και ενδιαφέρουσα, όχι μόνο
για τους καταγόμενους από αυτήν την γεωγραφική περιφέρεια της Ελλάδας Βλέπε
ενδεικτικά το μελέτημα του Βασίλη Κ. Μαργαρίτη, «ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΩΝ
ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ» Από το Δεσποτάτο της Ηπείρου ως τις μέρες μας (1206-1990), Οχτακόσια
χρόνια παράδοση στον πολιτισμό. Γιάννινα 1991. Ενδιαφέρουσα και συνεχής είναι
και η βιβλιογραφία και αρθρογραφία για τον Ηπειρώτη πατριώτη δημοσιογράφο και
ενεργό πολιτικά μέχρι το τέλος του βίου του, πεζογράφο, ποιητή και
διηγηματογράφο. Ο 19ος τόμος της σειράς «Βασική Βιβλιοθήκη» Κώστας
Κρυστάλλης- Χ. Χρηστοβασίλης της επανέκδοσης των εκδόσεων «Αετός» 1954 από τις
εκδόσεις Ζαχαρόπουλος χ.χ. που
επιμελήθηκε ο Λέανδρος Ι. Βρανούσης, το
μελέτημα, παρουσίαση και ανθολόγηση έργων του Χρήστου Χρηστοβασίλη από την Άννα
Χρυσόγελου-Κατσή της σειράς «Η ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΣ», Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τόμος
Η΄1880-1900 των εκδόσεων «ΣΟΚΟΛΗ» 1997, το λήμμα για τον ηπειρώτη συγγραφέα που
υπογράφει ο Γιώργος Βαλέτας στην «ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ» τόμος 12ος,
καθώς και το ανάλογο λήμμα των Μιχάλη Γ. Μερακλή και Χριστίνα Λύσσαρη στο
«ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» των εκδόσεων «Πατάκη» 2007 και οι σχετικές
βιβλιογραφικές πληροφορίες που μας παράσχουν για τον συγγραφέα, για να
μνημονεύσω κατά διαφορετικές γραμματολογικές περιόδους γενικές παρουσιάσεις του
έργου του, αλλά και τα αυτοτελή μελετήματα, μας δείχνουν το συνεχές ενδιαφέρον
των ανθρώπων των γραμμάτων και των τεχνών για το άτομο και το έργο του Χρήστου
Χρηστοβασίλη.
Τα περισσότερα έργα του (οι συλλογές διηγημάτων του)
έχουν εκδοθεί και επανεκδοθεί με την φροντίδα και την επιμέλεια εκλεκτών ατόμων
της ελληνικής λογοτεχνίας μετά τον θάνατό του. Ορισμένα του διηγήματα έχουν
συμπεριληφθεί και στα εκπαιδευτικά αναγνώσματα της Μέσης Δημόσιας Εκπαίδευσης.
Αξίζει να τονιστεί ότι οι κριτικοί, σχολιαστές, δοκιμιογράφοι, ανθολόγοι και
μελετητές της συγγραφικής του διαδρομής, μας μιλούν για τον φλογερό πατριωτισμό
από τον οποίο εμφορείται σαν άτομο, την αγωνιστική του δράση, για την
απελευθέρωση της πατρίδας του της Ηπείρου. Επισημαίνεται επίσης και η στράτευσή
του στο γλωσσικό κίνημα του Δημοτικισμού. Ο Χρηστοβασίλης, υπήρξε όχι μόνο
ένθερμος πατριώτης,-ταγμένος στο Ηπειρωτικό ζήτημα-αλλά και ένθερμος
υποστηρικτής του Δημοτικιστικού κινήματος της εποχής του. Μαζί με τον Κώστα
Κρυστάλλη, αποτελούν την πιο γνωστή και αναγνωρίσιμη δυάδα της Ηπειρωτικής
λογοτεχνίας και παράδοσης. Άοκνος εργάτης των γραμμάτων εργάστηκε για την
ανάδειξη των ιστορικών- ηρωικών Ηπειρωτικών παραδόσεων, των Ηπειρώτικων
δημοτικών τραγουδιών, των θρύλων, των ηθών και εθίμων της περιοχής του, το
γλωσσικό ιδίωμα των ποιμένων. Βουκόλος και λάτρης του φυσικού πλούτου και
περιβάλλοντος ο Χρήστος Χρηστοβασίλης, εικονογραφεί με ενάργεια και δημιουργικό
πάθος στο συγγραφικό του φρέσκο την βουκολική ζωή των ανθρώπων των χρόνων του,
μέσα στην οποία αναπνέει και δημιουργεί, οραματίζεται πελάγη ελευθερίας και
ονειρεύεται. Εικόνες βίου και παράδοσης ζωής ποιμένων, γλωσσικά ιδιώματα
τσελιγκάδων και τσοπαναραίων λεξιλόγιο ιδιαίτερο, ποιμενικές σκηνές και
στιγμιότυπα απλών καλοκάγαθων και ορισμένες φορές αφελών ανθρώπων και
κοινωνικών συμπεριφορών, παρουσιάζονται ανάγλυφα και με μεράκι. Στιγμιότυπα
βίου και ανθρώπινων συναισθημάτων, πανάρχαιοι θρύλοι που δεσμεύουν και
κανοναρχούν τις ζωές των απλών ανθρώπων της εποχής του μεσοπολέμου, περιγραφές
ορεσίβιων ατόμων και κλειστών από τον έξω κόσμο τοποθεσιών, χρήση γλωσσικών
κωδίκων που μόνο η συγκεκριμένη πληθυσμιακά ομάδα μιλά, καταγραφή ντοπιολαλιών
και ιδιωμάτων,-φωνήματα πολυσύνθετα και κοπτόμενα, λέξεις που δεν βρίσκονται
στην καθημερινή χρήση ομιλίας πέρα από τις πληθυσμιακές ομάδες που μας
παρουσιάζει, σπονδυλώνουν το έργο του και διαμορφώνουν κατά κάποιον τρόπο την
θεματολογία της γραφής του, σχηματίζοντας τα αισθητικά επεισόδια της
διηγηματικής του αφήγησης και τεχνοτροπίας, αλλά και, το ηθικοπλαστικό
περιεχόμενο αρκετών διηγημάτων του και φυσικά των ατομικών του προσδοκιών και
προθέσεων στην προσωπική του ζωή. Ο Χρήστος Χρηστοβασίλης κρατά ζωηρό το
ενδιαφέρον του αναγνώστη εκθέτοντας μικρά ανέκδοτα της ζωής των ποιμένων, ορισμένες
φορές με μια ράθυμη διάθεση περιγραφής, μιλώντας μας για εξωτερικές παρεμβάσεις
που διαμορφώνουν την εξέλιξη της ιστορίας, προσκομίζοντας συχνές
παραδειγματικές αναφορές, περιγράφοντάς μας μικρές λεπτομέρειες οικογενειακού βίου,
συνηθειών και συμπεριφορών, θρησκευτικής πίστης και προλήψεων άρρηκτα δεμένες
μέσα στην ροή του χρόνου. Το πετυχαίνει αυτό, άλλοτε με κρυφό άλλοτε με έναν
φανερό ελπιδοφόρο ενθουσιασμό και θρησκευτική λαϊκή πίστη-ίσως και ανορθόλογο
ενθουσιασμό, με τον οποίο οικοδομεί τους χαρακτήρες που σμιλεύει. Τους
αυθεντικούς και φυσικούς χαρακτήρες των ηρώων και ηρωίδων του. Στα διηγήματά
του συναντάμε χαρακτήρες που εμφορούνται από μια υπέρμετρη ελπιδοφορία, από μια
τάση να γαντζωθούν- οι ήρωές ή οι ηρωίδες του-από μια ελπίδα που προέρχεται
περισσότερο από μια εσωτερική τους διαίσθηση και ευπιστία. Από μια ίσως
ελαφρότητα εμπιστοσύνης στις αόρατες φυσικές δυνάμεις πέρα από την λογική και
ιστορική εμπειρία. Τα επεισόδιά του οργανώνονται πάνω σε μια ρεαλιστική μεν
βάση και αποδοχή ζωής των ανθρώπων, που έζησε κοντά τους και μελέτησε-διδάχτηκε
τους τρόπους κοινωνικής τους συμπεριφοράς και εκδήλωσης αλλά με αναγωγές σε ένα
σύμπαν με άλλη ρυθμικότητα πρόσληψής του. Στα διηγήματά του,-τουλάχιστον αυτά
που έχω διαβάσει και γνωρίζω-δεν συναντάμε ρηγματικές συνειδησιακές αντιδράσεις ατόμων, παρά τον
έντονο πόνο που δημιουργούν ορισμένες πρακτικές άλλων μελών της κοινότητας.
Βλέπε στην παρούσα διηγηματική περίπτωση τον ζηλόφθονο και ληστρικό χαρακτήρα
του συγχωριανού τους Φετάνη. Την απληστία του χαρακτήρα του, που τον κάνει να
αγνοεί ηθικές αξίες και κοινωνικές αρχές συμβίωσης, θρησκευτικές δοξασίες
παρακοής θείων κυρίαρχων εντολών, που τον οδηγεί στο να σχεδιάζει και
πετυχαίνει τον φόνο του συντοπίτη του, Λέντζο, για να του αρπάξει τις
οικονομίες του, που μάζεψε με πολύ κόπο και μόχθο κατά την διάρκεια της
ξενιτίας του μέχρι που το πετυχαίνει. Παρά την καλοκάγαθη φύση και ευκολόπιστη
κάπως συμπεριφορά του Λέντζου απέναντί του. Κάποιος όμως που σχεδιάζει με αυτόν τον ύπουλο και μπαμπέσικο τρόπο τον
φόνο του συγχωριανού του για να τον ληστέψει, και μάλιστα χωρίς να τον δει
ανθρώπου μάτι, δεν μπορεί μετέπειτα να
λησμονεί να καθαρίσει το φονικό όπλο με το οποίο διέπραξε το φοβερό έγκλημα.
Φανερώνει μια αφέλεια και ίσως επιπολαιότητα εκ μέρους του θήτη. Μια
απλοϊκότητα συμπεριφοράς ενός παραβάτη του νόμου και των θείων αξιών που, ίσως
συνεχίζει ανεπεξέργαστη την μονοτονία της εξιστόρησης των σκηνών και ενοτήτων.
Και η συγκινητική σκηνή της υπεράσπισης του μικρού σκυλιού του πιστού και
τρυφερού Γκεσούλη, προς τον νεκρό πλέον κυνηγό, τον καλοκάγαθο σαν φύση Λέντζο
που υπήρξε τροφός του σκύλου, του Γκεσούλη, μας δίνεται κάπως χαλαρά ως προς
την δομική της εκφραστικότητα για ένα γεγονός τόσο σοβαρό και οριακό,
περιγράφεται με προδιαγραφές ίσως όχι και τόσο σφιχτού σχεδιασμού των
διαδοχικών εικόνων. Της αναγκαίας και απαραίτητης εναλλαγής των συναισθημάτων
απέναντι σε τέτοιου είδους συμπεριφορές και μάλιστα, όταν αυτές οι όχι και
συνηθισμένες για την ανθρώπινη λογική συμπεριφορές πραγματοποιούνται από τους
πιστούς συντρόφους του ανθρώπου, τους φίλους μας τα οικόσιτα ζώα. Τα σκυλιά.
Που η παρουσία τους δεν δίνει μόνο κινητικότητα στον κεντρικό διαπλαστικό μύθο
αλλά, και αποτελεί, στοιχείο λειτουργικό ή συμπληρωματικό-«διακοσμητικό» και σε
άλλα του διηγήματα.
Ο ηπειρώτης συγγραφέας, δεν μας παρουσιάζει μεγάλη
ποικιλία περιγραφικών, χωροχρονικές ενότητες διαλόγων ατόμων που θα ανακαλούσαν
μνημονικές παραστάσεις σε έναν μη καταγόμενο από την επαρχία αναγνώστη, τα
στιγμιότυπά του δεν έχουν συχνές και έντονα χρωματισμένες εναλλαγές παρότι
είναι φορτισμένα με ουσιαστικό και έντονο λυρισμό. Συνήθως σκιαγραφεί πρόσωπα
με υπερβολική απλοϊκότητα, μια κοινωνική αθωότητα που πηγάζει από έναν κόσμο
παλαιών προλήψεων και πανάρχαιων εθιμικών παραδόσεων, από έναν πλατύ ορίζοντα
θρύλων και δοξασιών που ακόμα είναι ενεργοί στις συνειδήσεις των ανθρώπων,
μπολιάζουν τις καρδιές τους, ποδηγετούν τις σκέψεις τους, αλλοιώνουν την λογική
των συμπεριφορών και αντιδράσεών τους, και φυσικά, διαστέλλουν τον χρόνο της
αφήγησης τους. Οι ήρωες του Χρηστοβασίλη είναι άνθρωποι ξωμάχοι, φτωχοί,
ποιμένες, με δεκάδες οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα αλλά και παραμυθιακή
ιδιοσυγκρασία σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Είναι άτομα πρακτικά αλλά
ταυτόχρονα πατούν κοινωνικά σε ένα σύννεφο προλήψεων και εθιμικών παραδόσεων. Μετέχουν
συνειδησιακά σε ονειροβόρες θα τολμούσαμε να γράφαμε ολοκληρώσεις της
προσωπικότητάς τους, καθώς χτίζουν το πικρό και πονεμένο τραγούδι της ζωής
τους. Ίσως γιαυτό η δομή των διηγημάτων του να έχει αυτήν την εμφανή τεχνική
χαλαρότητα. Σε αυτήν την έντονη λαϊκότροπη ιστόρηση ενός βίου που δεν μπορεί να
υπάρξει αλλιώς. Γιατί οι ήρωες του διηγηματογράφου είναι μπολιασμένοι με το
πάθος της φύσης και κοινωνικής αγωγής της ίδιας του της κοσμοθεωρίας και
αγωνιστικής ζωής. Έτσι, ακόμα και ο πλέον επίμοχθος άθλος του βίου των
συγκεκριμένων ανθρώπων, οι πλέον αντίξοες ανάγκες τους, οι σκοτεινές κοινωνικές
ή οικονομικές συνθήκες που τους οδηγούν είτε στην εσωτερική είτε στην εξωτερική
ξενιτειά, ίσως συμπερασματικά δεν έχουν απαισιόδοξο αποτέλεσμα δράσεων. Υπάρχει
μια επάρκεια εθιμικής και πατροπαράδοτης
ελπίδας ζυμωμένης με τις ζωές τους, την ιστορία τους, την περιπέτειά τους μέσα
σε ένα καθαρό ηθογραφικό χώρο ανάπτυξης τους, που, πριμοδοτεί θετικά το τελικό
αποτέλεσμα μέσω μιας ιδιοσυστασιακής κάθε φορά ιδιαιτερότητας που προέρχεται
από ανεξήγητες, μυστικές και υπερβατικές δυνάμεις αλλά και σκουρόχρωμες
προλήψεις που αλλάζει συνήθως το τελικό μοιραίο στην εξέλιξη της εξιστόρησης,
εντείνοντας τον σκοπό της ύπαρξής της. Χωρίς να σημαίνει φυσικά αυτό, ότι δεν έχουμε
τις σχετικές απώλειες στα γενικό σκηνικό της σύνθεσης. Όμως αυτές οι υπερβατικές δυνάμεις της φύσης
ή της λαϊκής πίστης ή ευπιστίας που αποδίδονται είτε σε ζώα είτε στην ίδια την
λειτουργία και την εσωτερική δομή της φύσης, είναι που επαληθεύουν στο τέλος
την ίδια την περιπέτεια του βίου των ανθρώπων. Αν δεν κάνω λάθος, ο κατοπινός
ηλικιακά του Χρήστου Χρηστοβασίλη συγγραφέας Βασίλης Γκουρογιάννης επεξεργάζεται
παρόμοιας θεματολογίας ή υφολογίας ζητήματα στο συγγραφικό του έργο. Γιαυτό
θυσιάζεται η αισθητική από την ηθογραφική διάσταση της περιγραφής στο έργο του
Χρηστοβασίλη. Αναδεικνύεται ο μύθος υποχωρώντας η αισθητική αρτιμέλεια.
Η σκέψη
του Χρηστοβασίλη είναι μάλλον ευθύγραμμη, ή τουλάχιστον σε ορισμένα του
διηγήματα, είναι τόσο φανερή αυτή η διαπιστωτική κρίση. Το θέμα των γλωσσικών
αναφορών επίσης έχει σημαίνοντα ρόλο μέσα στα κείμενά του. Ο λόγος του διαθέτει
ζωντάνια και συγκροτείται από διάφορα υπεδάφη λέξεων και ιδιωματισμών. Χρησιμοποιεί
κυρίως την δημοτική γλώσσα της οποίας το φωνητικό-ηχητικό και γραφικό της
ιστόγραμμα είναι και ενδιαφέρον και αυθεντικό. Αναγνωρίζουμε γλωσσικά
υποστρώματα, γηγενείς εκφράσεις, ιδιωματισμούς λεκτικών αναφορών, κατηγορίες
λέξεων και ήχων, που και για τον μη Ηπειρώτη αναγνώστη του έργου του προκαλούν
συγκίνηση και πρόκληση ενδιαφέροντος, και ας τους είναι πολλές από τις λέξεις
αυτές άγνωστες. Η γλώσσα του κοινωνεί της αλήθειας ζωής των ηρώων του ενός
παλαιότερου βουκολικού βίου και ποιμενικής ζωής, σε κάθε της εκδήλωση και
κοινωνική των σχέσεών αναγωγή. Η καθημερινή βιοπάλη και τα εκατοντάδες μικρά
και μεγάλα προβλήματα του βίου των ποιμένων, οι πολλαπλές αδυναμίες επίλυσής
τους, οι δύσκολες και αντίξοες κοινωνικές συνθήκες, η δομή της κοινωνίας αλλά
και του χώρου, το φυσικό περιβάλλον που διαμορφώνει ανθρώπινες ζωές και σχηματοποιεί
συμπεριφορές, είναι που περισπούν το διαρκές ενδιαφέρον του βλέμματος του
Χρήστου Χρηστοβασίλη. Ένα βλέμμα προσανατολισμένο και μια γραφή μέσα στα
πλαίσια δημοσίευσης ίσως σε αναγνώστες της εφημερίδας που ίδρυσε και παρέμεινε
μέχρι τέλος αρθρογράφος της και των περιοδικών εντύπων που δημοσίευε τα κείμενά
του. Παρόλα αυτά, οι λαϊκές του διηγηματικές εξιστορήσεις που προέρχονται από τον
χώρο της παράδοσης του τόπου του είναι χαριτωμένες, ευαίσθητες, τρυφερές και εποικοδομητικές.
Ανακουφίζουν τους αναγνώστες στην ανάγνωσή τους, δεν ξεστρατίζουν των καθιερωμένων
συνηθειών της χρηστής συμπεριφοράς και συντηρούν ένα πλαίσιο εθνικής μνήμης και
θρύλων οικείων και προσιτών στα λαϊκά στρώματα. Είναι τα παλαιά συναξάρια ζωής των
ελλήνων που οι σελίδες τους παραμένουν ακόμα ανοιχτές.
Η εστίαση
στο παρόν διήγημα βρίσκεται στον χαρακτήρα και την συμπεριφορά του σκύλου
Γκεσούλη, και από εδώ αντλείται η ομορφιά, η τρυφερότητα και το μήνυμα που
απορρέει η γραφή του. Ένα έκθετο μικρό βυζανιάρικο κουταβάκι σώζεται από τα
ευαίσθητα χέρια και την φιλεύσπλαχνη επιθυμία ενός κυνηγού, φτωχού
οικογενειάρχη, που έκτοτε γίνεται μέλος της δικής του οικογένειας και πιστός
του σύντροφος. Και όταν έρχεται η στιγμή να ξενιτευτεί ο Λέντζος, για να
συντηρήσει την οικογένειά του, αυτό, ως πιστός σύντροφος τον ακολουθεί στα ξένα
που μεταβαίνει ο ευεργέτης του. Η
ανταπόδοση της ευεργεσίας ζωής, και μάλιστα, όχι από έναν άνθρωπο αλλά από ένα
Σκυλί, τον Γκεσούλη, είναι το δίδαγμα του διηγήματος αυτού. Είναι η συνέχεια των
άγραφων κανόνων σχέσεων των μελών της κοινωνίας ανεξάρτητα αν αυτές αφορούν
ανθρώπους ή κατοικίδια ζώα ή άλλα τετράποδα, Είναι οι ανεξήγητες πρακτικές
άλλων ζωντανών όντων του φυσικού κόσμου μέσα στον βιολογικό κύκλο της ζωής των
ανθρώπων, των ανθρώπων της επαρχίας εκείνης της εποχής, ένας ρυθμός βίου και ποιότητας
σχέσεων που δεν είναι και τόσο εύκολο να κατανοηθεί από τους ανθρώπους των μεγάλων
αστικών πόλεων.
ΝΤΙΝΟΣ
ΣΙΩΤΗΣ
ΤΟ
ΣΚΥΛΙ
Με το που περάσαμε τα σύνορα
βρεθήκαμε σε μέρη άγνωστα,
επιπλέαμε σε μια στενή σχεδία,
από μακριά ακούγονταν τα ζώα του δάσους,
τα πετεινά φρόντιζαν τους σπόρους τους
και στο ποτάμι αντικατοπτρίζονταν
πεταλούδες πάνω από βάλτους
πετώντας από ανθό σε ανθό
αναζητώντας τον πιο γλυκό χυμό
Μεταφερόμαστε σε μια πινακοθήκη,
όπου σε ένα πίνακα επαναλαμβάνεται
το ίδιο ακριβώς τοπίο: σύνορα, φρουροί,
ποτάμι, σχεδία, πεταλούδες, ένα σκυλί
πετάγεται ξαφνικά γωνία Σόλωνος και Σίνα
και το πατάει διερχόμενο αυτοκίνητο,
το σηκώνουμε και το βάζουμε στον πίνακα,
κοντά στους βάλτους με τις πεταλούδες
θα αναπαύεται καλύτερα
Βοστώνη, 2 Φεβρουαρίου 2002
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 21 Αυγούστου 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου