Ποιήματα
για τα σκυλιά
Μνήμη σκυλίτσας
Ρεξούλας (2005-14/8/2019)
Γαβγίσματα και ουρίτσες στον αέρα
Μιχάλης Γκανάς
Μιχάλης
Γκανάς
ΤΟ
ΣΚΥΛΙ
Το ‘να σκυλί το σκότωσαν
τ’ άλλο το πήραν οι γειτόνοι.
Βγαίνει τις νύχτες
και κοιτάει το φεγγάρι,
μυρίζει στις μολόχες
που του ‘ριχνες ψωμί.
Ύστερα βρίσκει τον τορό
κι έρχεται με μουσούδα
όλο δροσιές στο μνήμα σου.
Κάθεται στα πισινά κι ακούει
τ’ άλλο σκυλί που αλυχτάει κάποιο διαβάτη.
--
CHARLES
BAUDELAIRE
Ο
ΣΚΥΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΠΟΥΚΑΛΙ
-Ωραίε μου σκύλε, καλέ μου σκύλε, αγαπημένο μου
σκυλάκι, πλησίασε και έλα ν’ αναπνεύσεις ένα έξοχο άρωμα αγορασμένο στον
καλύτερο αρωματοποιό της πόλης.
Και ο
σκύλος, κουνώντας την ουρά του, αυτό που είναι, νομίζω, σ’ αυτά τα φτωχά
πλάσματα, το σημάδι που αναλογεί στο γέλιο και στο χαμόγελο, πλησιάζει και
χώνει με περιέργεια την υγρή μύτη του στο ξεβουλωμένο μπουκάλι ΄ έπειτα,
οπισθοχωρώντας ξαφνικά με φρίκη, γαβγίζει εναντίον μου σαν να με κατηγορεί.
-Ά! άθλιο σκυλί, αν σου είχα δώσει ένα πακέτο
βρωμιές, θα το είχες μυρίσει με απόλαυση και ίσως καταβροχθίσει. Έτσι, εσύ,
ανάξιε σύντροφε της θλιβερής ζωής μου, μοιάζεις στο κοινό, πού δεν πρέπει ποτέ
να του παρουσιάζεις εκλεπτυσμένα αρώματα που το απελπίζουν, με προσεχτικά
διαλεγμένες βρωμιές.
Από «ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 20 ΠΕΖΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΥΑΣ
ΜΥΛΩΝΑ. ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΝΤΩΝΗ ΚΕΠΕΤΖΗ», εκδ. «ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» σελ. 45.
--
Γιώργος
Μαρκόπουλος
Σκύλε
Σκύλε
που πας πίσω από το άλογο
και
σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.
Οδηγείς
μεσ’ απ’ την πάχνη νομάδες
που
αθόρυβα σε εμπιστεύονται.
Ιδού,
μαζί περπατάτε,
σας
βλέπω στα βάθη της πεδιάδας ατμώδεις,
έτσι
πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.
Σκύλε,
είσαι αμέριμνος,
πλήν
όμως οσμίζεται το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.
Σκύλε,
κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.
Είσαι
αδελφός, πλην όμως ασθμαίνοντες σαν πατέρας.
Το
σούρουπο απ’ το ρύγχος σου κατεβαίνει
κι
απ’ τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν, παλιάς πυρκαγιάς.
Στέλνεις
τη φωνή σου στο υπερπέραν
και
ύστερα έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.
Σκύλε
που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.
--
Emily Elizabeth Dickinson
ΠΗΓΑ
ΠΡΩΙ,…
Πήγα
πρωί, μαζί κι ο σκύλος μου, για κάτω
κατά
τη θάλασσα. Μα μεσ’ απ’ το παλάτι
βγήκαν
γοργόνες και νεράιδες απ’ τον πάτο
για
να με δουν, με περιέργεια στο μάτι.
Στο
πάνω πάτωμα φρεγάτες με φουγάρα
μου
παρουσίαζαν χίλια χέρια λιναρένια,
νομίζοντάς
με δίχως άλλο φοβιτσιάρα,
καθώς
στην άμμο στέκομουν την ασημένια.
Κανείς
δεν μου ‘γνεψε να φύγω, και το κύμα
πέρασε
πάνω απ’ τα σαντάλια, την ποδιά μου,
την
αγκαλιά μου και της ζώνης μου το ντύμα
κι
ακόμα πέρασε και πάνω απ’ την καρδιά μου.
Φαινόταν
να ‘θελε να με καταβροχθίσει,
θαρρώ,
μεμιάς, σαν μια μικρή δροσοσταλίδα,
που
σ’ ένα φύλλο λυγαριάς είχε καθίσει.
Τότε
τινάχτηκα με μια λαχτάρα, κι είδα
κείνος,
αχ, πίσω μου, πιστά μ’ ακολουθούσε,
κι
ένιωσα ξάφνου τα χρυσά του τα ποδάρια
κοντά
στις φτέρνες μου. Και τότε θα μπορούσε
μες
στα σαντάλια μου να μπουν μαργαριτάρια.
Μέχρι
να βγούμε στη στεριά κι οι δυο μας πάλι,
δεν
είχε δείξει καν πως γνώριζε κανένα.
Και
με ματιά ξερή κι υπόκλιση μεγάλη
πέρα
τραβήχτηκαν τα κύματ’ από μένα.
--
Ζαχαρίας
Παπαντωνίου
Ο
ΣΚΥΛΟΣ
Σε
απόμερη γωνιά κουλουριασμένος
Έπεσε
να πεθάνη ο γέρο-σκύλος.
Περνάς
και δε γνωρίζει αν είσαι ξένος,
αν
είσαι αφεντικός του, αν είσαι φίλος.
Οι
δικοί του θα βρίσκωνται στα ξένα.
Ποιοι
να ‘ταν; Τι γυρεύεις! Περασμένα.
Η
αρρώστια του; Και κείνη ποιος την ξέρει!
Ρωτούν
ποτέ το σκύλο τι υποφέρει!
Κι
όμως κι αυτός έναν καιρό είχε ζήσει.
Αζόρ;….
Πιστός;… Πώς να ‘ταν τ’ όνομά του;
Θα
‘χε κι αυτός έναν καιρό γαβγίσει,
πηδήσει
και κουνήσει την ουρά του!
Τώρα
τον βλέπεις κι είναι του θανάτου.
Τον
τριγυρνάει το σύννεφο του εντόμου
κι
οι πέτρες, που πετούν παιδιά του δρόμου,
βροντούν
τα πονεμένα κόκκαλά του.
Τον
κοίταξα και μ’ ένοιωσε… Το ξέρω.
«Με
συμπαθάς, θενά είπε, που υποφέρω
και
δεν μπορώ, για να δεχτώ ένα φίλο
με
τις χαρές, πού θα ΄πρεπαν σε σκύλο!»
Συλλογισμένος
στάθηκα κοντά του.
Κι
ό,τι σ’ αυτά τα κόκκαλα είχε μείνει,
αγάπη,
πόνος, πίκρα, ευγνωμοσύνη,
μού
το είπε με την ύστερη ματιά του.
--
YVAN
GOLL
Ο
ΣΚΥΛΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ
Σκύλε
της σάρκας μου
σκύλε
με το μουσούδι σου από μαύρα τριαντάφυλλα
και
με το τρίχωμά σου από μάραθο
δώσε
στο χέρι μου τη γούνα σου
το
φλογερό μου λάφυρο
Σκύλε
μόνη μου ζεστασιά μέσα στην παγωνιά των ανθρώπων
θάμνε
μου αεικίνητε
Η
φωνή του τελευταίου θεού μου βγαίνει απ’ το λαρύγγι σου
ώ
φωνή της θερμοπηγής
πού
από την εποχή της Πυθίας έχω να την ακούσω
που
καμιά γραμματική κανένας Θουκυδίδης κανένα
αγκομαχητό
τυμπάνου
δεν
την έκανε να πάλλεται στ’ αυτί μου
Επιτέλους
ξαναγίνομαι το κέντρο κάποιου πράγματος
το
κέντρο του κύκλου της ευμένειάς σου
για
να γιατρευτώ από τους κύκλους της αλκυόνης
κι
από τον κύκλο τ’ Ουρανού γύρω απ’ τον Οβελίσκο
Σκύλε
της χαράς μου
λουλούδι
της βροντής
αγρίμι
της αδελφοσύνης
--
Αναστάσης
Βιστωνίτης
Το
σκυλί
Το
σκυλί κρύβεται πίσω από το γάβγισμα
Κάποτε
είχε τα μάτια του λύκου-
ηλεκτρικοί
σπινθήρες σε διάρκεια.
Το
σκυλί καθηλωμένο στο χώμα
δαγκώνει
ένα ξύλινο καρφί.
--
ΟΜΗΡΟΣ
ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους εκείνοι οι
δύο, και τότε
αφτιά και κεφαλή ανασήκωσε, κεί πού ‘ταν
πλαγιασμένος,
ο Άργος ο σκύλος ΄ τον μεγάλωνε, πριχού
στην Τροία την αγία
φύγει ο Οδυσσέας ο καρτερόψυχος, μα δεν
τον χάρηκε, όχι!
Στα πρώτα χρόνια οι νιοί τον έπαιρναν
αγριμολόι μαζί τους,
λαγούς, ζαρκάδια κι αγριοκάτσικα να
κυνηγούν΄ κατόπι,
σαν είχε πια μισέψει ο αφέντης του, μές
την κοπριά την πλήθια
των μουλαριών τον παραπέταξαν και των
βοδιών, πού απόξω
απ’ την αυλόπορτα σωριάζονταν, οι δούλοι ως
να την πάρουν
για του Οδυσσέα τ’ αμπελοχώραφα, το χώμα
να φουσκίσουν.
Κεί πάνω ο σκύλος ο Άργος κοίτουνταν,
τσιμπούρια φορτωμένος΄
μά ξάφνου, μπρός του μόλις ένιωσε τον
Οδυσσέα να στέκει,
μεμιάς τα δυό του αφτιά κατέβασε κουνώντας
την ουρά του,
μα στον αφέντη του σιμότερα πιά δεν
βαστούσε να ΄ρθει.
Κι αυτός, την όψη αλλού γυρίζοντας,
εσφούγγιξε ένα δάκρυ,
Τον Εύμαιο ξεγελώντας εύκολα, και τούτα
τον ρωτούσε:
«Τέτοιο σκυλί πολύ παράξενο να το ‘χουν
πεταμένο
μές στις κοπριές΄ αλήθεια, έχει όμορφο
σκαρί, μα δεν κατέχω
εξόν την ομορφιά και γρήγορα, παλιά, τα
πόδια αν είχε.
Μπάς κι ήταν απ’ αυτά που τριγυρνούν στις
τάβλες των αρχόντων
και που οι αφέντες τους τα γνοιάζονται, τα
θέλουν για στολίδι;»
Εύμαιε, και σύ του απολογήθηκες,
χοιροβοσκέ, και του ‘πες:
«Είναι
του αντρός, μακριά που εχάθηκε στα ξένα, ο σκύλος τούτος΄
την
ίδια τώρα να ‘χε ανάκαρα και το κορμί σαν τότε,
που
εκείνος το άφηκε μισεύοντας κατά της Τροίας τα μέρη,
τη
δύναμή του θα καμάρωνες και τα γοργά του πόδια.
Κανένα
αγρίμι δε του γλίτωνε στα πιο βαθιά του δάσου,
σαν
το ‘στρωνε μπροστά, τι του ‘βρισκε μεμιάς ξανά τ’ αχνάρια.
Μα
τώρα δυστυχάει, του χάθηκε το αφεντικό στα ξένα,
δεν
τον φροντίζουν πιά οι γυναίκες μας στην τόση αξεγνοιασιά τους.
Έτσι
είναι οι δούλοι, τον αφέντη τους που εχάσαν κι η κυβέρνια
τους
λείπει: πια δεν έχουν όρεξη σωστή δουλειά να κάμουν.
Αλήθεια,
τη μισή ο βροντόλαλος ο Δίας αξιά του ανθρώπου
του
παίρνει απ΄τη στιγμή που επλάκωσε για αυτόν σκλαβιάς ημέρα!»
Σαν είπε αυτά, στο αρχοντοκάμωτο παλάτι
μέσα εδιάβη
κι
ευτύς στον αντρωνίτη βρέθηκε μαζί με τους μνηστήρες.
Όμως
τον Άργο η μοίρα εσκέπασε του σκοτεινού θανάτου,
τον
Οδυσσέα μόλις αντίκρισε στα είκοσι χρόνια απάνω.
Σημειώσεις:
Το ποίημα του Μιχάλη
Γκανά είναι από την ποιητική του συλλογή «Μαύρα Λιθάρια» 1980, εκδ. Κείμενα
1980, Καστανιώτης 1994, και περιέχεται στον συγκεντρωτικό του τόμο, Μιχάλης
Γκανάς Ποιήματα 1978-2012, εκδ. Μελάνι 2017, σ.53. Το μότο που προτάσσω στην μικρή αυτή ανθολογία
ποιημάτων για τους πιστούς φίλους μας τα τετράποδα, είναι του ποιητή από την
συλλογή του «Ο Ύπνος του καπνιστή» εκδ. Καστανιώτης 2003 και βρίσκεται στον
οσάνω τόμο σ.187. Επίσης, και σε άλλα ποιήματα του τόμου, ο Σκύλος, αναφέρεται:
βλέπε τα ποιήματα των σελίδων «Σούρουπο»75,
«Χριστουγεννιάτικη ιστορία»104, και το συγκινητικό άτιτλο της σ.188, που το
αντιγράφω.
μάτια
πιστά υγρά μουσούδια
χαρές
και χάδια σε πλάτες μαλλιαρές
κι
αυτιά τσαλακωμένα
με
το βελούδο τους ακόμη στην παλάμη.
-Πού
πήγαν; Μαύλισέ τα.
-Περδίκη
Φούλα Έκτορα Ασπρούλα
Κανέλλη
Πέτρο Καφετούλη Καρμέλα…
-Πού
πήγαν τα σκυλιά μας
και
δεν ακούγεται ψυχή μέσα στη νύχτα;
-Πέρα
στους πέρα κάμπους.
Άλλα
θα κυνηγάν λαγούς και άλλα μηχανάκια.
Το ποίημα του γάλλου ποιητή Σαρλ Μπωντλαίρ (9/4/1821-31/8/1867) «Ο Σκύλος και το
μπουκάλι» είναι από το βιβλίο «ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ 20 ΠΕΖΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΥΑΣ ΜΥΛΩΝΑ. ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΝΤΩΝΗ ΚΕΠΕΤΖΗ», εκδ. «ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΙΑ» σελ. 45. Ο γάλλος ποιητής είναι αρκετά αγαπητός στο ελληνικό κοινό,
και ιδιαίτερα, από τους έλληνες ποιητές και ποιήτριες όλων θα γράφαμε των
γενεών. Από την πρώτη του μετάφραση στο ελληνικό κοινό. Ιδιαίτερα «Τα Άνθη του
κακού». Το 1977 οι εκδόσεις και το βιβλιοπωλείο «ΔΩΔΩΝΗ» κυκλοφόρησε τον τόμο
του Σαρλ Μπωντλαίρ «Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΞΕΓΥΜΝΩΜΕΝΗ» (MON COEUR MIS A NU), ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ/ΒΟΛΕΣ/ΤΟ
ΞΕΠΕΣΜΕΝΟ ΠΑΡΙΣΙ 1989, στην σειρά Κλασική Λογοτεχνία αρ. 4. Η μετάφραση των
κειμένων του γάλλου ποιητή έγινε από την Ιωάννα Ευσταθιάδου-Λάππα. Το πεζό
ποίημα μεταφράζεται με τον τίτλο «Το σκυλί και το μπουκάλι» VIII, από την σειρά «ΤΟ ΞΕΠΕΣΜΕΝΟ
ΠΑΡΙΣΙ 1989» σ. 84. Στην ίδια έκδοση και στην σελίδα 150-153, δημοσιεύεται το
πεζό «ΤΑ ΚΑΛΑ ΣΚΥΛΙΑ» μεταξύ άλλων
γράφει ο Μπωντλαίρ:
…..
Τραγουδώ τον βρώμικο σκύλο, τον φτωχό σκύλο, τον σκύλο χωρίς σπίτι, τον άσωτο
σκύλο, τον σαλτιμπάγκο σκύλο, τον σκύλο που το ένστικτό του, σαν το ένστικτο
του φτωχού, του μποέμ και του αγύρτη, έχει κεντριστή θαυμάσια από την ανάγκη,
αυτή την καλή μητέρα, αυτή την αληθινή πατρόνα των πνευμάτων.
Τραγουδώ τα ολέθρια σκυλιά, αυτά δηλαδή
που πλανώνται, μονάχα, στις θλιβερές χαράδρες των απέραντων πόλεων, αυτά που
είπαν στον εγκαταλειμμένο άνθρωπο, με ζωηρά και πνευματώδη μάτια: Πάρε μας μαζί
σου και θα φτιάξουμε από τις δυό μας δυστυχίες, ένα είδος ευτυχίας!
«Πού πάνε τα σκυλία;» έλεγε κάποτε ο
Νέστωρ Ροκπλάν στο μυθιστόρημά του, που σίγουρα ξέχασε, και που μόνο εγώ κι ο
Σαίντ-Μπέβ ίσως, θυμόμαστε ακόμα σήμερα.
Πού πάνε τα σκυλιά, λέτε εσείς, τόσο
παρατηρητικοί άνθρωποι.
Πάνε
στις δουλειές τους., σ.151-152.
Το ποίημα «Σκύλε» του ποιητή της γενιάς 1970 Γιώργου Μαρκόπουλου, είναι από την
συλλογή του «ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ», εκδ. «Κέδρος» 2010, σ.33. Το ποίημα μεταφέρεται
και στον συγκεντρωτικό τόμο ποιημάτων του ποιητή με τίτλο «Ποιήματα 1968-2010»
(Επιλογή), εκδ. «Κέδρος» 2014, σ.169.
Το ποίημα «ΠΗΓΑ ΠΡΩΙ,…» της κορυφαίας αμερικανίδας
ποιήτριας Έμιλυ Ελίζαμπεθ-Ντίκινσον,
(της γυναικείας ποιητικής φωνής που θεωρείται ισάξια της αρχαίας ποιήτριας
Σαπφώς), βρίσκεται στον τόμο «ΦΥΣΗ» ΠΟΙΗΜΑΤΑ της ΕΜΙΛΥ ΝΤΙΚΙΝΣΟΝ, εκδόσεις
«Ειδική Εκδοτική»-Αθήνα 1995, σ. 37. Τα εξαιρετικής λυρικής πνοής ποιήματα της
αμερικανίδας ποιήτριας, μεταφράστηκαν από την φιλόλογο πειραιώτισσα και
ποιήτρια Άννα Δασκαλοπούλου. Η πειραιώτισσα ποιήτρια και μεταφράστρια Άννα
Δασκαλοπούλου, έχει μεταφράσει επίσης και τους ποιητικούς τόμους της
αμερικανίδας ποιήτριας, «ΑΓΑΠΗ» και «ΖΩΗ» από τις εκδόσεις «Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος»
2005 και 2003 αντίστοιχα. Ποιήματα της Emily Dickinson, έχουν μεταφράσει στα
ελληνικά η ποιήτρια Μελισσάνθη, η ποιήτρια Έλλη Συναδινού, ο ποιητής Διονύσης
Καψάλης, ο Κώστας Ιωάννου, και ποιήματά της και επιστολές της ο Ερρίκος Σοφιάς,
και οι: Λ. Σακελλίου-Α. Γρίβα, Φ. Μαντά, και αρκετοί άλλοι. Το ποίημα «ΠΗΓΑ ΠΡΩΙ,…» περιλαμβάνεται και στην
έκδοση Έμιλυ Ντίκινσον, «Ποιήματα» επιλογή-μετάφραση Αγγελική Σιδηρά, εκδόσεις
«ΕΡΜΕΙΑΣ», 1996, σ. 60. (Το ποίημα σε άλλες μεταφράσεις είναι άτιτλο και σε
άλλες έχει σαν τίτλο τον πρώτο στίχο)
Το
τρυφερό και συγκινητικό ποίημα (για την ακρίβεια παιδικό τραγούδι) του
πεζογράφου, ποιητή και εικαστικού κριτικού Ζαχαρία
Παπαντωνίου, το δανείστηκα από την «ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ» του ποιητή,
ανθολόγου και ιστορικού Σπύρου Κοκκίνη, εκδόσεις «Εστίας» όγδοη έκδοση 2002.
Πρώτη 1973., σ. 235. Η όμορφη αυτή σχολική ποιητική ανθολογία, είναι
διαμερισματοποιημένη θεματικά. Το ως άνω ποίημα, βρίσκεται στην ενότητα
«ΖΩΑ-ΠΟΥΛΙΑ». Στην ίδια ενότητα, υπάρχουν επίσης και τα εξής ποιήματα που
αναφέρονται σε Σκύλο ή σε μαζί, σε Σκύλο και Γάτα. «ΟΙ ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ» του Ζαχαρία
Παπαντωνίου. και το ποίημα, «ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ Η ΟΥΡΑ» πάλι του Ζαχαρία Παπαντωνίου:
Έχω
ακούσει χίλια λόγια
Χαρωπά,
λυπητερά,
μά
ποτέ καμιά φορά
δε
μιλήσανε τα λόγια
σαν
του σκύλου την ουρά.
Ανταμώθηκαν
ανθρώποι,
κι
έχουν κλάψει από χαρά,
μα
κανείς καμιά φορά
«Καλωσόρισες
δεν είπε,
σαν
του σκύλου την ουρά.
Και
σε φίλους και σε ξένους
έχω
δώσει τη χαρά.
Με
ξεχάσαν μια φορά…
Μά
πιστός μου μένει ο σκύλος
και
σαλεύει την ουρά.
--
Παιδικά
τραγούδια έχουν γράψει επίσης ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Ιωάννης Πολέμης, ο Στέλιος
Σπεράντζας, ο πειραιώτης ποιητής και μεταφραστής Αλέξανδρος Πάλλης, που έχει
γράψει ένα όμορφο πεζό για τον Γάτο του, ο ιστορικός της παιδικής λογοτεχνίας
Χάρης Σακελλαρίου, ο Γεώργιος Αθάνας, ο Άγγελος Βλάχος, ο Νίκος Τυπάλδος, ο
Μιχαήλ Στασινόπουλος και πολλοί άλλοι.
Σε επιλογή-μετάφραση-επίμετρο-σημειώσεις του Ε. Χ.
Γονατά κυκλοφόρησαν τα «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (1920-1950) του Ιβάν Γκόλ από τις εκδόσεις «στιγμή» 2003. Το ποίημα του Ιβάν Γκόλ
«ΣΚΥΛΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ» είναι από την ενότητα «ΤΑ ΓΕΩΡΓΙΚΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ»- “LES GEORGIQUES PARISIENNES” (1951) σ.86. Σε δύο
ακόμα ποιητικές ενότητες του ποιητή Ιβάν Γκόλ που, τόσο τέλεια και εξαιρετικά
έχει μεταφράσεις ο συγγραφέας Ε. Χ. Γονατάς, υπάρχουν δύο ακόμα ποιήματα για
τον Σκύλο. Βλέπε: την ενότητα «ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΣΤΑΧΤΗΣ» (1949)- “MASQUES DE CENDRE”, το ποίημα «Σκύλε του θανάτου
μου» σ.124, και «ΠΟΙΗΜΑΤΑ (1946-1950) που δεν συμπεριλαμβάνονται σε συλλογές,
το ποίημα «Προσευχή σ’ ένα σκύλο» σ.153.
ΠΡΟΣΕΥΧΗ Σ’ ΕΝΑ ΣΚΥΛΟ
Συχνά,
μέσα στην απολίθωση της πολιτείας
ερχόσουν
ξαφνικά από το σκοτεινό διάδρομο
και
με κοιτούσες βυθισμένον στην πιο αιώνια στιγμή μου
Τι
φόβος άγριος κυρίευε την έρημη καρδιά μου
το
γαύγισμά σου ήταν η εξομολόγηση κάθε επίγειας φωνής
μαλλιαρός
και πληγωμένος ξάπλωνες στα πόδια μου
Μα
εκεί αναγνώρισα τα μάτια σου που ήταν γεμάτα θέρμη
ήσουν
όλος μια θυσία, πόνος και δάκρυα
βαθιά
μέσα σου υπέφερε η άλαλη φυλή
Φίλε
με τα στοχαστικά μάτια, αδέλφι ολωνών, ώ σκύλε
τότε
ήταν που, κι εγώ, έμαθα ν’ αγαπώ
μέσα
στο γαύγισμά σου άκουσα το κάλεσμα του Θεού
--
Το ποίημα «Το σκυλί» του ποιητή και δοκιμιογράφου Αναστάση Βιστωνίτη, το ερανίστηκα από
τον συγκεντρωτικό τόμο των ποιημάτων του «ΠΟΙΗΜΑΤΑ» 1971-2008, εκδόσεις
«ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ» 2018, σ.69. Είναι από την ενότητα «ΑΝΙΧΝΕΥΤΕΣ» 1972-1974. Και από
τα ποιήματα του «ΧΩΡΟΥ» 1. ΙΙ. Ρασκόλνικοφ, ΙΙΙ Το σκυλί, IV Το
δάσος, V
Το φύκι, και VI.
Το γνωστό από τα σχολικά μας χρόνια, Ομηρικό συγκινητικό, που προκαλεί σε
όλους μας συναισθήματα θλίψης απόσπασμα της συνάντησης του πιστού
σκύλου-συντρόφου του Οδυσσέα, του Άργου, που μόλις συναντά έπειτα από πολλά
χρόνια ξανά τον Οδυσσέα πεθαίνει γεράκος και κουρασμένος και παραμελημένος, το
αντιγράφω από την γνωστή μας μετάφραση του Νίκου Καζαντζάκη και Ιωάννη Θ.
Κακριδή, από την «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ραψωδία ρ΄ Αθήνα 1976.
Σε μια σύντομη περιδιάβαση, θέλοντας να
μνημονεύσω την απώλεια της αγαπημένης σκυλίτσας Rexulas, που έφυγε στις 14
Αυγούστου 2019, συνάντησα πολλούς τίτλους ποιητικών συλλογών ελλήνων ποιητών οι
οποίοι έχουν γράψει ή αναφέρουν μέσα σε ποιήματά τους τον Σκύλο. Όπως οι
ποιητές Χρήστος Ρουμελιωτάκης, Γιώργος Χρονάς, Ορέστης Αλεξάκης, Γιώργος
Κοτζιούλας, Βασίλης Κουγέας, Γλυκερία Μπασδέκη, Γιώργος Βέης, Κυριακή Λυμπέρη, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Ντίνος Σιώτης (μάλιστα η ποιητική συλλογή του Ν. Σιώτη "Δεν γνωρίζω δεν απαντώ", εκδ. "Κέδρος" 2004, που βρίσκεται το ποίημα "Το σκυλί" σ. 49, ο πίνακας του εξωφύλλου είναι Bagel Silverman της Judith Jarcho.) και πολλοί άλλοι. Επίσης, να θυμίσουμε ενδεικτικούς τίτλους βιβλίων που φέρουν
μέσα τους τη λέξη Σκύλος. Όπως του Παύλου Μάτεσι, η Μητέρα του Σκύλου, του Κώστα
Μαυρουδή, Η αθανασία των Σκύλων, του άγγλου Άρθουρ Κονναν Ντοϋλ, Το σκυλί των
Μπάσκερβιλ και αρκετοί άλλοι. Ακόμα ο ποιητής Ντύλαν Τόμας, σε αρκετά κείμενά
του περιλαμβάνει μέσα στην σκηνική του ποιητική ένα Σκυλί. Βλέπε πχ. το ποίημά
του «Ο Καμπούρης στο Πάρκο», στο έργο του «Παιδικά Χριστούγεννα στην Ουαλλία»
κ΄.α.
Ακόμα, ο πρόωρα χαμένος ποιητής Χρήστος Μπράβος
(1948-1987) στον συγκεντρωτικό του τόμο Χρήστος Μπράβος, «ΒΡΑΧΝΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ»
Ποιήματα και Κριτικά κείμενα 1981-1987, εκδόσεις «Μελάνι» 2018,
Επίμετρο-Βιβλιογραφία-Εργογραφία Χρήστου Δανιήλ, σε αρκετές ποιητικές του
μονάδες, σαν σκηνικό έχει και ένα Σκύλο.
Βλέπε τα ποιήματα: «ΜΗΚΟΣ ΧΡΟΝΟΥ» σ.29, «ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ» σ.44, «ΜΑΥΡΗ ΚΙΒΩΤΟΣ» σ.46, «Η ΜΗΛΙΑ» σ.47, «ΣΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΤΟΥ ‘50» σ.48, «ΠΑΡΑΛΥΤΑ ΜΑΛΛΙΑ» σ.49, «Ύστερα έπεσε μ’ αφρούς» σ.52, «Τώρα τα ξέραμε όλα», σ.53, «ΗΜΕΡΟΣ ΥΠΝΟΣ» σ.62, «ΟΠΟΥ ΣΤΑ 1923 Ο ΕΠΙΚΗΡΥΓΜΕΝΟΣ…» σ.65, «ΟΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΕΦΥΤΡΩΝΑΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ» σ. 86, και το ποίημα που είναι αφιερωμένο στον δολοφονημένο ισπανό ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, «ΣΟΝΕΤΟ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ» σ. 89, που καταχρηστικά μεταφέρω σε αυτό το μικρό αφιέρωμα ποιημάτων για τα Σκυλιά.
Βλέπε τα ποιήματα: «ΜΗΚΟΣ ΧΡΟΝΟΥ» σ.29, «ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ» σ.44, «ΜΑΥΡΗ ΚΙΒΩΤΟΣ» σ.46, «Η ΜΗΛΙΑ» σ.47, «ΣΤΑ ΟΡΕΙΝΑ ΤΟΥ ‘50» σ.48, «ΠΑΡΑΛΥΤΑ ΜΑΛΛΙΑ» σ.49, «Ύστερα έπεσε μ’ αφρούς» σ.52, «Τώρα τα ξέραμε όλα», σ.53, «ΗΜΕΡΟΣ ΥΠΝΟΣ» σ.62, «ΟΠΟΥ ΣΤΑ 1923 Ο ΕΠΙΚΗΡΥΓΜΕΝΟΣ…» σ.65, «ΟΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΕΦΥΤΡΩΝΑΝ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ» σ. 86, και το ποίημα που είναι αφιερωμένο στον δολοφονημένο ισπανό ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, «ΣΟΝΕΤΟ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ» σ. 89, που καταχρηστικά μεταφέρω σε αυτό το μικρό αφιέρωμα ποιημάτων για τα Σκυλιά.
ΣΟΝΕΤΟ ΤΟΥ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Της νύχτας και του ανέμου Federico
Garcia
Lorca,
πέφτει πέντε η ώρα.
Τ’ άλογο πάει μιάν άδεια νεκροφόρα ΄
στ’ αλώνι πολεμά ο ταύρος με λύκο.
Σε παίρνει δημοσιά, για σε βγάλει
κεί που η βροντή κλωσάει την αστραπή της.
Του φεγγαριού το πέταλο, μαγνήτης,
σέρνει το ματωμένο σου κεφάλι
κουρέλια φασκιωμένο της παντιέρας.
Φυσάει σκοτεινού θανάτου αέρας-
και που να έιν’ εκείνο τ’ άσπρο σάλι
που σου ΄ριξε, όταν σ’ έπαιρναν, η νύφη;
Σκυλί τρελό τα κόκκαλά του γλείφει
και σ’ άλλον κόσμο αρχίζει καρναβάλι.
Τέλος, ας
θυμηθούμε και τρία εξαίρετα διηγήματα, του πεζογράφου Γιώργου Ιωάννου, «Τα
σκυλιά του Σέιχ-Σου», του κύπριου Νίκου Νικολαϊδη, «Σα σκυλί», που συμπεριλαμβάνονται
στον τόμο «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΖΩΑ»-«ζώα μικρά μετά μεγάλων» στην σειρά Ελληνικό Διήγημα
των εκδόσεων του «ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ» 1994, και του Χρήστου Χρηστοβασίλη, «Ο ΓΚΕΣΟΥΛΗΣ»,
που περιέχεται στα «Διηγήματα της Ξενιτίας» του διηγηματογράφου από τις εκδόσεις
«ΖΗΤΡΟΣ» Θεσσαλονίκη 1996.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 18 Αυγούστου 2019
Το τελευταίο δάκρυ πριν την σιωπή για την Ρεξούλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου