Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

The Athens review of books. Αθηναϊκή Επιθεώρηση Βιβλίου

 The Athens Review of books Αθηναϊκή Επιθεώρηση του Βιβλίου

Τεύχος 120, Σεπτεμβρίου 2020, έτος 11ο, σ. 64, τιμή 5 ευρώ. Ιδιοκτησία-Εκδότης: Μαρία Βασιλάκη. Διεύθυνση Μανώλης Βασιλάκης.

«Το μόνο πράγμα που είναι χειρότερο από μια ηλίθια κακή κριτική είναι μια ηλίθια καλή κριτική»

       Μέσα στην δίνη της πανδημίας και της καλοκαιρινής ραστώνης ίσως να μην προσέχθηκε όσο του άξιζε το προηγούμενο τεύχος  119/ Ιούλιος-Αύγουστος, της Αθηναϊκής Επιθεώρησης του Βιβλίου-The Athens Review of books, με την πλούσια όπως πάντα θεματική του ύλη.  Κείμενα και κριτικές, άρθρα και μεταφράσεις  που κεντρίζουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας στον τόπο μας και όχι μόνο. Άρθρα κα παρουσιάσεις νέων βιβλίων και μελετών που εκδίδονται στο εξωτερικό. Το επίπεδο πάντα της ύλης της «εφημερίδας»- περιοδικού είναι υψηλό και ποιητικό. Οι συνεργάτες του προέρχονται από τον πανεπιστημιακό συνήθως  χώρο. Διαβάζει ο φιλαναγνώστης βιβλιοκριτικές-αναλύσεις άλλες φορές περισσότερο κατανοητές στο ευρύ αναγνωστικό κοινό και άλλοτε όχι. Εξαρτάται από το γλωσσικό ύφος του συγγραφέα που υπογράφει το κείμενο. Στο τεύχος  του προηγούμενου διμήνου, ανιχνεύσαμε ένα ενδιαφέρον άρθρο για τον έλληνα πεζογράφο- και με πολλούς διόδους πάντα παρών- Εμμανουήλ Ροΐδη, που το υπογράφει ο Σωτήρης Τσελίκας με τίτλο: «Ροΐδης Μπωντλαίρ, Πόε», Μερικές σκέψεις για τέσσερα ροϊδικά κείμενα της δεκαετίας του 1870. Καλογραμμένο κείμενο με τις απαραίτητες σημειώσεις. Τόσο ο γάλλος ποιητής Σαρλ Μπωντλαίρ όσο και ο αμερικανός συγγραφέας Έντγκαρ Άλαν Πόε είναι γνωστοί και πολυμεταφρασμένοι στην χώρα μας. Επισημάναμε το  κείμενο του Δημήτρη Δημηρούλη, «Ο Ροΐδης, η βιβλιοθήκη, τα βιβλία» [Σχόλιο στο επεισόδιο της «Εθνικής Βιβλιοθήκης]. Χωρίς να παραγνωρίζουμε και τα άρθρα του Λάμπρου Βαρελά, «Το έγκλημα συνετελέσθη»! Ο Εμμανουήλ  Δ. Ροΐδης έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, καθώς «Τα μαθητικά χρόνια του Εμμανουήλ Ροϊδη στην Σύρο»-«Ο πιο καλός ο μαθητής» της Μιχαήλα Καραμπίνη-Ιατρού. Το «μίνι» αυτό αφιέρωμα στον Εμμανουήλ Ροϊδη μας βοηθά να εδραιώσουμε την άποψή μας για την αγάπη του ελληνικού αναγνωστικού κοινού και των ελλήνων μελετητών για την σύνολη συγγραφική του διαδρομή και όχι μόνο για το πασίγνωστό του μυθιστόρημα «Πάπισσα Ιωάννα». Σταθήκαμε προσεκτικά στην αρθρογραφία του περιοδικού για τον γερμανό φιλόσοφο Φρειδερίκο Νίτσε. Τον φιλόσοφο με την μεγαλύτερη και εντονότερη ίσως επιρροή στις σκέψεις και κρίσεις των διανοουμένων και στοχαστών του 20ου αιώνα στην γηραιά ήπειρο. Διαβάσαμε με ενδιαφέρον το μελέτημα του Χ. Ε. Μαραβέλια: «Ο Όμηρος του Νίτσε»-Η εναρκτήρια καθηγητική διάλεξη του Νίτσε (Βασιλεία, 1869). Μας προκάλεσε αναγνωστική περιέργεια το πρωτότυπο άρθρο του Περικλή Σ. Βαλλιάνου: «Διανοητές εχθροί της διάνοιας»: η σταλινοφιλία των δυτικών διανοουμένων κατά τον Μεσοπόλεμο.  Ένα εμπεριστατωμένο άρθρο, που βάζει τα πράγματα στην θέση τους, ή τους δίνει την σωστή τους διάσταση στα διαπιστωτικά ερμηνευτικά μας σχήματα στο προαναφερθέν ζήτημα. Μια διαπίστωση χρήσιμη ερμηνεία για τα πνευματικά τεκταινόμενα στην ευρώπη εκείνη την σκοτεινή περίοδο και τους πνευματικούς εκπροσώπους της, ευρωπαίους συγγραφείς. Μελετώντας σποραδικά παρόμοια άρθρα και αναλύσεις, προσπαθώντας να κατανοήσουμε εκ των ιστορικών υστέρων, την δημόσια κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά και εικόνα των συγγραφέων και διανοουμένων από όλο το φάσμα της παγκόσμια τέχνης διεθνώς, στο τι ώθησε δηλαδή πνευματικά αναστήματα και συγγραφικά μεγέθη καλλιτέχνες, με ερωτικές ιδιαιτερότητες στην προσωπική τους ζωή, να υποστηρίζουν και να θαυμάζουν έναν δικτάτορα-πατερούλη κυβερνήτη μιας αχανούς χώρας, που οδήγησε στον θάνατο και την εξορία εκατοντάδες χιλιάδες αθώων συμπατριωτών του, ενώ το απεχθές φάντασμα του σταλινισμού κατόρθωσε να πλανάται πάνω από την ευρωπαϊκή ήπειρο για πολλές δεκαετίες, μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και το μοίρασμα του Κόσμου σε στρατόπεδα επιρροής, μόνο μια δικαιολογητική εξήγηση μπορούμε να δώσουμε ιστορικά για τα άτομα αυτά. Ότι αν δεν υπήρχε η πράγματι τεράστια θυσία και προσφορά-την δεδομένη ιστορική και χρονική περίοδο -των ρώσων σοβιετικών-κομμουνιστών στρατιωτών στα πεδία των μαχών του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, αν δεν χάνονταν στα ανθρώπινα σφαγεία, εκατομμύρια ανθρώπινες υπάρξεις ρώσων στρατιωτών, η μνήμη ενός στυγνού δικτάτορα, θα είχε χαθεί στα τάρταρα της Ιστορίας. Εκεί που η λήθη είναι η εξιλέωση των επίγειων βαρβαροτήτων που διαπράττουν  πολιτικοί αριβίστες ηγέτες στον επίγειο βίο τους. Η στρατιωτική μεγαλομανία και αρχομανία ενός άλλου ηγέτη, γερμανού δικτάτορα, κράτησε στην επιφάνεια των ιστορικών εξελίξεων στην Ευρώπη (που ακόμα και σήμερα, μετά από τόσους αιώνες ιστορίας και πολιτισμού δεν λέει  να βρει τον πολιτικό βηματισμό  της), τον κόκκινο δικτάτορα του αντίπαλου ιδεολογικού στρατοπέδου ορθό. Την Προσωπολατρεία του. Η θυσιαστική προσφορά των ρώσων στρατιωτών και η επιθυμία των ανθρώπων του πνεύματος να τους τιμήσουν, επέφερε και τον δικό τους πολιτικό ευνουχισμό και κοινωνική δημόσια συμπεριφορά ομνύοντας σε έναν δικτάτορα. Μόνον έτσι εξηγείται η μεγάλη μετέπειτα προσωπολατρεία του πατερούλη. Που είχε τόση σχέση με την τέχνη και τον πολιτισμό, όση είχε ο αυστριακός- γερμανός μπογιατζής δικτάτορας με την τέχνη του ισπανού ζωγράφου Πάμπλο Πικάσο. Τέλος, την ίδια αναγνωστική προσοχή μας, έτυχε εκ μέρους μας, και το κείμενο του άγγλου φιλοσόφου και μαθηματικού-του ιδρυτή του κινήματος της Παγκόσμιας Ειρήνης και δηλωμένου Άθεου Μπέρντραντ Ράσσελ. Με έκπληξη επίσης πλησιάσαμε την βιβλιοκριτική προσέγγιση ενός επιστήμονα ιστορικού, του ομότιμου καθηγητή ιστορίας και συγγραφέα Θάνου Βερέμη, ο οποίος μας μιλά για το μυθιστόρημα ενός νεοέλληνα μυθιστοριογράφου και αρθρογράφου, του γνωστού μας Τάκη Θεοδωρόπουλου: «Τα Ελγίνεια και τα πορτοκάλια. Επίγονοι ή κληρονόμοι;». Φορτωμένοι με αναγνωστική ικανοποίηση από την περιδιάβαση των σελίδων του περιοδικού, αγοράσαμε το νέο τεύχος του Σεπτεμβρίου και διατρέξαμε με την ίδια αναγνωστική προσοχή και έκπληξη την θεματική ύλη του καινούργιου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με την σειρά.

     Θα ανοίξω την αυλαία του τεύχους, σχολιάζοντας δύο φωτογραφικές διαφημίσεις  βιβλίων. Πρόσφατες κυκλοφορίες δύο έργων που είναι έκδοση της Athens Review of Books. Την επανέκδοση στα ελληνικά του έργου του αυστριακού συγγραφέα  Στέφαν Τσβάϊχ: «ΜΙΑ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΒΙΑ» Καστελιόν κατά Καλβίνου, σε μετάφραση Δημήτρη Δημοκίδη. Επιμέλεια Χ. Ε. Μαραβέλια, Πρόλογος Μανώλης Βασιλάκης, σελίδες 334, τιμή 15,50 ευρώ. Το έργο συνοδεύεται με ευρετήριο ονομάτων. Το βιβλίο αυτό (θα το αποκαλούσαμε προφητικό αν λάβουμε υπόψιν μας την ημερομηνία γραφής του) ο Στέφαν Τσβάιχ το έγραψε το 1936 και είναι «το πιο αδικημένο του αριστούργημα» όπως μας δηλώνουν οι εκδότες και δεν έχουν άδικο. Είχε κυκλοφορήσει τα παλαιότερα χρόνια από τις εκδόσεις «Γκοβόστη» χ χ. και όταν βρέθηκε στα χέρια μας το είχαμε διαβάσει μονορούφι όπως και άλλα βιβλία του Στέφαν Τσβάιχ.  Από τον ίδιο εκδοτικό οίκο είχε εκδοθεί, θυμάμαι, μεταξύ άλλων, και το βιβλίο του «Έρασμος». Ο Στέφαν Τσβάιχ,  υπήρξε ένας πολυγραφότατος σημαντικός συγγραφέας και ενεργός πολιτικά διανοούμενος του μεσοπολέμου, πολλά του μυθιστορήματα και ιστορικές του μονογραφίες, (όπως εκείνη για την «Μαρία Στιούαρτ», τον «Ιωσήφ Φουσέ» κλπ.) έτυχαν της προσοχής μεγάλης μερίδας ελλήνων συγγραφέων και στοχαστών όσο και αναγνωστών. (Ένα αντίστοιχο παράδειγμα δημιουργού που συνδυάζει αρμονικά την ιστορία με την λογοτεχνική μυθοπλασία, είναι ο γάλλος Αντρέ Μωρουά). Ο Τσβάιχ, υπήρξε ένας αγαπημένος συγγραφέας του ελληνικού αναγνωστικού κοινού πριν οι νεότεροι ηλικιακά έλληνες αναγνώστες, γνωρίσουν τα μυθιστορήματα άλλων ομοεθνών του, όπως είναι αυτά  του Γιόζεφ Ροτ, το δίτομο μυθιστόρημα ποταμός του Ρόμπερτ Μούζιλ, μα και τον «Νεαρό Τέρλες» του, τα έργα του Τόμας Μπέρνχαρντ «Υπνοβάτες» ή του Χέρμαν Μπροχ, αυστριακών συγγραφέων με διεθνή φήμη, στιλίστες της μεγάλης πνοής πεζογραφίας και οραματικού σχεδιασμού. Τα έργα του Στέφαν Τσβάιχ- που πολλά του κυκλοφόρησαν σε «λαθραίες εκδόσεις»-, τα συναντούσες τόσο στα ράφια των μεγάλων «επίσημων» βιβλιοπωλείων όσο και των παλαιοπωλείων, αλλά και σε πάγκους και καροτσάκια υπαίθριων πωλητών βιβλίων. Έχοντας αγαθές αναγνωστικές και πλούσιες  μνήμες χαράς ο γράφων, όχι μόνο από το έργο του Τσβάϊχ «Σύγχυση Αισθημάτων», έσπευσε να προμηθευτεί και να χαρεί ξανά την προσεγμένη και επιμελημένη επανέκδοση του έργου. Θέλοντας να κατανοήσει μέσω της ματιάς ενός αγαπημένου του συγγραφέα, τα σύγχρονα πολιτικά προβλήματα και κοινωνικά αδιέξοδα της εποχής του. Στεκόμενος ιδιαίτερα στον Πρόλογο του Μανώλη Βασιλάκη: «Η ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΩΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΣΜΩΝ». Ο σχεδιασμός του εξωφύλλου με την φωτογραφία του συγγραφέας είναι του Στράτου Φουντούλη. Τίτλος Πρωτοτύπου: Stefan Zweig, Castello gegen Calvin oder Ein Gewissen gegen die Gewalt. Βιέννη-Λειψία-Ζυρίχη 1936. Τα Περιεχόμενα είναι: Πρόλογος του Εκδότη/ Η Ανατομία των Ολοκληρωτισμών/ Εισαγωγή/Η κατάληψη της εξουσίας από τον Καλβίνο/ Η “discipline”/ Ο Καστελόν κάνει την εμφάνισή του/ Η υπόθεση Σερβέ/ Η δολοφονία του Σερβέ/  Το μανιφέστο της ανεξιθρησκίας/ Μια συνείδηση ορθώνει το ανάστημά της στη βία/ Η βία που συντρίβει τη συνείδηση/ Οι πόλοι που εφάπτονται/ Ευρετήριο ονομάτων.

     Το δεύτερο βιβλίο-προσωπική λυρική εξομολογητική κατάθεση που κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις του περιοδικού, είναι της διασημότερης διεθνώς παλαιάς ιταλίδας παλαίμαχου δημοσιογράφου και συγγραφέως, της Οριάνας Φαλάτσι: «Ο ΑΒΟΛΟΣ ΠΑΖΟΛΙΝΙ», μετάφραση Κωνσταντίνα Γερ. Ευαγγέλου, εισαγωγή Αλεσάντρο Καναβό, σελ. 134, τιμή 11 ευρώ. Η προσεγμένη και αυτή έκδοση που στα ιταλικά φέρει τον τίτλο: Oriana Fallaci, “Pasolini un uomo scomodoMilan 2015, το εξώφυλλο σχεδίασε ο ίδιος σχεδιαστής με το βιβλίο του Στέφαν Τσβάιχ, ο Στράτος Φουντούλης, φέρει μια φωτογραφία του σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι του 1961. Ο τόμος περιλαμβάνει την Εισαγωγή του Αλεσάντρο Καναβό, «Οριάνα και Πιερ Πάολο, οι ασύμπτωτοι φίλοι». Σημείωμα του εκδότη καθώς και τα εξής κεφάλαια: «Ένας μαρξιστής στη Νέα Υόρκη»,/ «Δολοφονημένος από δύο μηχανόβιους;»,/  «Γράμμα στον Πιερ Πάολο»,/  «Ήταν ένα μακελειό»,/ «Ο μυστηριώδης μάρτυρας». Το «Επίμετρο» και το «Αίσθημα δικαιοσύνης». Και τα δύο αυτά ονόματα και το έργο τους, των φημισμένων και αναγνωρισμένων παγκοσμίως  ιταλών μαχητικών και αντικομφορμιστών διανοουμένων και πολυσχιδών συγγραφέων και δημοσιογράφων, είναι γνωστά και αγαπητά εδώ και αρκετές δεκαετίες στην χώρα μας. Η  ιταλίδα πάντα εκρηκτική και ανεξάρτητη δημοσιογράφος-από τις πλέον αξιόπιστες γυναικείες δημοσιογραφικές φωνές του 20ου αιώνα, μας είναι γνωστή από τις περιβόητες συνεντεύξεις της με πολιτικούς ηγέτες και πολιτικές προσωπικότητες, φυσιογνωμίες του προηγούμενου αιώνα. Ενός αιώνα μεγάλων και τοπικών πολέμων, επιστημονικών και τεχνολογικών ανακαλύψεων και επιτευγμάτων, πολιτικών και στρατιωτικών δικτατοριών του μεσοπολέμου που κράτησαν σχεδόν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το 1989 με το γκρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου.  Ευρώπη, μια ήπειρος δέσμια των ιστορικών της λαθών. Ίσως η πλέον αιματοβαμμένη ιστορικά από τις άλλες πέντε. Η Οριάνα Φαλάτσι υπήρξε μια δραστήρια γυναίκα, ένα πνεύμα ανήσυχο στο χώρο της δημοσιογραφίας, γνώρισε από κοντά, συνομίλησε μαζί τους, «στρίμωχνε» δημοσιογραφικά θα γράφαμε με τις ερωτήσεις της, τους πολιτικούς που ερχόταν σε επαφή. Άτομα διπλωμάτες και αρχηγοί κρατών υπουργοί, που το βεληνεκές του πολιτικού και διπλωματικού τους εκτοπίσματος διαμόρφωσε τις κατοπινές εξελίξεις όχι μόνο των χωρών τους. Ισχυρές και αυταρχικές πολιτικές προσωπικότητες της εποχής της-μας, με ισχύ και θέληση, αποφασιστικότητα και πυγμή που χάρασσαν κατά την διάρκεια της διακυβέρνησής τους τις τύχες της Ιστορίας του σύγχρονου κόσμου μας. Των Σημερινών εποχών μας. Όπως τον 19ο αιώνα διαμόρφωνε τα διπλωματικά πεδία η ατομική βούληση ενός Ταλεϊράνδου ή ενός Μέττερνιχ. Συνομίλησε μαζί τους ανοιχτά και δεν δίσταζε να τους θέτει αυτό που συνηθίζεται να αποκαλούμε «σκληρές ερωτήσεις». Τους γνώρισε από κοντά, συνέφαγε μαζί τους. Ηγέτες όπως ο ιταλός Τζιοβάννι Λεόνε, η ισραηλινή πρωθυπουργός Γκόλντα Μεϊρ, η ινδή πρωθυπουργός Ίντιρα Γκάντι, ο Κύπριος πρόεδρος αρχιεπίσκοπος Μακάριος, ο σάχης της Περσίας Ρεζά Παχλεβί, ο Ζωρζ Χαμπάς, ο παλαιστίνιος Γιασέρ Αραφάτ και πολλοί άλλοι (όποιος έχει διαβάσει το βιβλίο με τις συνεντεύξεις της θα καταλάβει σε τι αναφέρομαι. Ακόμα και η μη συνέντευξη με τον Χένρυ Κίσινγκερ υπουργό των εξωτερικών του αμερικανού προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, έχει την σημασία της.) Οι συνεντεύξεις αυτές έχουν εκδοθεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Πάπυρος». Βλέπε: ΟΡΙΑΝΑ ΦΑΛΛΑΤΣΙ, «Συνάντηση με την ιστορία»,- “Intervista con la storia”., μετάφραση Έρης Κανδρή, Πάπυρος-Αθήνα 1976, σελίδες 606. Ο τόμος έχει σαν μότο στην πρώτη σελίδα «Στη μητέρα μου ΤΟΣΚΑ ΦΑΛΛΑΤΣΙ και σε όλους εκείνους που δεν αγαπούν την εξουσία». Σε βιβλία τσέπης, τα λεγόμενα Βίπερ, από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, έχει κυκλοφορήσει και το δίτομο έργο της «Αν ο ήλιος πεθάνει» καθώς και το «Ένα γράμμα σε ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ». Η Ιταλίδα δημοσιογράφος και τα γραπτά της αγαπήθηκαν από το ελληνικό κοινό και για ένα ακόμα βιβλίο της. Την μονογραφία της «Ένας άντρας» που σαν θέμα της έχει την σχέση της με τον αγωνιστή της δημοκρατίας, πολιτικό Αλέξανδρο Παναγούλη. Της πιο αυθεντικής και ανόθευτης πολιτικά αντιστασιακής προσωπικότητας την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας. Αναφέρομαι στην γνωστή απόπειρα δολοφονίας από τον Παναγούλη εναντίον του τότε δικτάτορα. Η Οριάνα Φαλάτσι επίσης, (το επίθετό της γράφεται είτε με ένα είτε με δύο λ) στα μετά την μεταπολίτευση χρόνια, σε άρθρα της στον ελληνικό τύπο και συνεντεύξεις της, υποστήριξε ότι ο θάνατος του Αλέξανδρου Παναγούλη από τροχαίο έκρυβε πολιτικές σκοπιμότητες. Είχε πολιτικά κίνητρα. Ότι το τροχαίο δεν ήταν τυχαίο, και είχε κατηγορήσει ευθέως έλληνες πολιτικούς της συντηρητικής παράταξης της εποχής εκείνης (οι παλαιότεροι θα θυμούνται τα πρωτοσέλιδα δημοσιεύματα των ελληνικών εφημερίδων). Εξαιτίας του ότι ο Παναγούλης  θα έδινε στην δημοσιότητα, σαν βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου που είχε εκλεγεί, ονόματα χουντικών στελεχών. Η πάντα ατίθαση δημοσιογραφική φωνή της, ο προκλητικός και επίμονος  ερευνητικός λόγος της, η ανεξάρτητη γραφή της, οι καίριες και εύστοχες ερωτήσεις που έθετε στους ισχυρούς της γης, το ελεύθερο πνεύμα της σαν γυναίκα, το δύσκολα χειραγωγήσημο του χαρακτήρα της, (ακόμα και στις ιδιωτικές της σχέσεις, στο «Γράμμα σε ένα παιδί…..» η ίδια περιγράφει τον εαυτό της σαν γυναίκα) είχαν εκτινάξει την δημοσιογραφική της καριέρα στα ύψη. Την είχαν κάνει πασίγνωστη σε όλο τον κόσμο. Ήταν αντισυμβατική και δημοσιογραφικά μια μορφής ακτιβίστρια και δεν το έκρυβε. Η Οριάνα Φαλάτσι ήταν εκείνη που πρώτη-μαζί με την ηθοποιό νομίζω, Λάουρα Μπέττυ, υποστήριξαν ανοιχτά και δημόσια ότι η δολοφονία του ιταλού ποιητή, μυθιστοριογράφου, μεταφραστή, σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι, δεν είχε σεξουαλικά κίνητρα αλλά, πολιτικά. Ήταν δηλαδή πολιτική η δολοφονία του. Και αυτό εξακολούθησαν να υποστηρίζουν στα κατοπινά χρόνια της αναψηλάφησης της δίκης του στυγερού αυτού εγκλήματος. Μια δολοφονία που χρεώθηκε σε μια «αρσενική πόρνη» των ιταλικών σοκακιών, που περιδιάβαινε ο Παζολίνι αναζητώντας τους ερωτικούς του συντρόφους.  Ένα σκοτεινό έγκλημα που ακόμα και σήμερα, στην Ιταλία-παρά το πέρασμα τόσων δεκαετιών, εξακολουθεί να διεγείρει το ενδιαφέρον των ανθρώπων του πνεύματος και των καλλιτεχνών εντός και εκτός της ιταλικής μπότας. Μια δίκη και το αποτέλεσμά της που συνεχίζει να διχάζει τις γνώμες ειδικών και μη. Προσθέτοντας διαφορετικές εκδοχές του τραγικού συμβάντος, καθώς ο χρόνος που πέρασε, άλλους τους γέρασε ηλικιακά και άλλους του έθαψε. Ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, αυτός ο ευαίσθητος και συνάμα κυνικός ποιητής και σκηνοθέτης, ο πολιτικός ακτιβιστής, ο μαρξιστής διανοούμενος και άθεος ιταλός πάντα όμως ενεργός πολίτης, ο κοινωνικός αρθρογράφος και πολιτικός σχολιαστής της ιταλικής πολιτικής σκηνής των χρόνων του, υπήρξε ένα μάλλον αντιφατικά προκλητικό άτομο. Τρέφονταν από την δημοσιότητα την οποία πολεμούσε. Από την μία δήλωνε άθεος και από την άλλη υποστήριζε τις θέσεις της Καθολικής Εκκλησίας εναντίον των αμβλώσεων. Ότι άμβλωση σημαίνει θάνατος. Ενώ ταυτόχρονα γύρισε ένα από τα σπουδαιότερα θρησκευτικά κινηματογραφικά έργα όλων των εποχών με την ζωή του Χριστού, «Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο». Μια ταινία που ακόμα κα σήμερα, βάζει στο περιθώριο της κινηματογραφικής τέχνης όλες αυτές τις δακρύβρεχτες αναπαραστάσεις του Χόλλυγουντ και της Τζεφιρελικής παραγωγής. Υποστήριζε και έμεινε ενταγμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας, ακόμα και όταν η επίσημη ηγεσία του τον είχε καταδικάσει για σεξουαλικές του παρεκτροπές και ζητούσε την διαγραφή του. Ο ίδιος όμως, ενεργός πάντα πολίτης και πολιτικό ον, δεν εγκατέλειψε ποτέ τον πολιτικό αυτόν πουριτανικό κατά βάση πολιτικό χώρο. Μοναδικός του σύμμαχος, μέχρι το τραγικό του τέλος, στάθηκε ο Ενρίκο Μπερλίνγκουε, ο ηγέτης του Κόμματος. Της Ευρωκομουνιστικής του εκδοχής. Τόλμησε να υπερασπιστεί τους νέους καραμπινιέρους, τα φτωχόπαιδα της ιταλικής επαρχίας, που γινόντουσαν «μπάτσοι» για να βγάλουν το ψωμί τους και να θρέψουν τις οικογένειές τους, και στάθηκε απέναντι στα αργόσχολα πλουσιόπαιδα της ιταλικής μεγαλοαστικής τάξης, που από ανία, κοινωνική βαρεμάρα-μια και δεν θα χρειάζονταν να δουλέψουν ποτέ στην ζωή τους-κατέστρεφαν τα πάντα, και προέβαιναν σε επαναστατικές πράξεις με ολέθρια αποτελέσματα, όχι για το σύστημα που αρνιόντουσαν και πολεμούσαν αλλά, για τους καθημερινούς μεροκαματιάρηδες ιταλούς πολίτες, τους συμπατριώτες τους. Τις ιταλικές οικογένειες και τα νεαρά φτωχόπαιδα, τους προλετάριους της εργατικής τάξης. Ο Παζολίνι οραματίστηκε να καλλιεργήσει πνευματικά και ίσως και αισθητικά την αγροτική τάξη του καιρού του, να δώσει στην επαρχία και τον κόσμος της να γευτεί ορισμένα από τα πνευματικά αγαθά που απολάμβανε η αστική και μεγαλοαστική τάξη της χώρας του. Απέτυχε, χάθηκε από άτομα που υπερασπιζόταν κοινωνικά και πολιτικά. Οι νέες γενιές των ιταλών αγοριών, (που δεν είχαν ζήσει την καταστροφική λαίλαπα του δεύτερου παγκόσμιου πολέμου) είχαν τόσο πολύ εξαμερικανιστεί, που ο καπιταλιστικός καταναλωτικός τρόπος ζωής είχε μπει μες στο πετσί τους, (όπως και σε άλλες χώρες της ευρώπης) διαμόρφωνε τους χαρακτήρες τους και διέπλαθε τις δημόσιες πρακτικές και συμπεριφορές τους. Ο καταναλωτισμός αντικατέστησε την κομματική και πολιτική ιδεολογία σαν στάση ζωής. (Το φαινόμενο των δόσεων της αγοράς απαραίτητων οικιακών προϊόντων για τους καθημερινούς οικογενειάρχες βιοπαλαιστές ήταν η αρχή της νέας σκλαβιάς τους). Το ζήτημα δεν ήταν η ερμηνεία αυτής της πραγματικότητας και η φωτογράφισή της μέσα στο καλλιτεχνικό δημιούργημα αλλά η εν τοις πράγμασι αποδοχή της ή η απόρριψή της. Και αυτό μάλλον δεν το κατανόησε ο καλλιτέχνης Παζολίνι, ο ποιητής Παζολίνι που λάτρευε τον Αντόνιο Γκράμσι, ο σκηνοθέτης του οποίου οι ταινίες από ένα χρονικό σημείο και έπειτα έκαναν κοιλιά. Ότι είχε να δώσει ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι το έδωσε μάλλον την πρώτη του περίοδο (αν και ήταν αρκετά νέος ακόμα όταν έφυγε από την ζωή), κατόπιν ακόμα και τα πολιτικά του «μυστικά» ήσαν μια αρνητική πολιτική μανιέρα που δεν άκουγε κανένας ή, ήταν τόσο επικίνδυνος, όσο ένας απλός ομοφυλόφιλος ιερέας μπροστά στον Πάπα. Στην Ελλάδα ήταν γνωστός από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 από τις προβολές και επαναπροβολές των κινηματογραφικών του ταινιών. Ταινίες του όπως η Μάμα Ρόμα (με την Άννα Μανιάνη), το Θεώρημα, (με τον Τέρενς Σταμπ ((τον ερωτικό εκμαυλιστή άγγελο) και την Συλβάνα Μαγκάνο), Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, τα Μικρά και Μεγάλα πουλιά (με τον Τοτό), Τις νύχτες του Καντέρμπερυ, και φυσικά την Μήδεια με την δική μας Μαρία Κάλλας, και άλλες του, αγαπήθηκαν από το κινηματογραφόφιλο και όχι μόνο κοινό και σχολιάστηκαν θετικά και αναλύθηκαν, γράφτηκαν άρθρα και δημοσιεύματα και εξακολουθούν να γράφονται. Του έδωσαν φήμη και προβολή και μια σημαντική θέση στην ιστορία της παγκόσμιας κινηματογραφικής τέχνης. Ακόμα και η τελευταία του ταινία, το αμφισβητούμενο περιβόητο Salo, που τόσες αντιδράσεις είχε προκαλέσει η προβολή της στην αίθουσα του Στούντιο στην πλατεία Αττικής, στην χώρα μας, προβλήθηκε και παρακολουθήθηκε στα μεταγενέστερα χρόνια με το ίδιο ενδιαφέρον όπως την πρώτη φορά της δημόσιας προβολής της από το μεγάλο κοινό, και την απαγόρευση της δημόσιας προβολής της για μεγάλο διάστημα. Είχε την ίδια τύχη που είχε κάποτε η «Εμμανουέλλα», όταν προβλήθηκε σε κινηματογράφο στην Καλλιθέα. Τα ποιήματά του (ορισμένες από τις συλλογές του), τα μυθιστορήματά του, οι μελέτες του για τον κινηματογράφο και όχι μόνο, έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά και έχουν μεταφραστεί από έλληνες συγγραφείς και εξίσου αγαπηθεί όπως οι ταινίες του. Τίτλοι μελετημάτων και δοκιμίων ξένων και ελλήνων συγγραφέων κυκλοφορούν στην χώρα μας, έχουν εκδοθεί από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Πλούσια αφιερώματα ελληνικών περιοδικών μας χαρτογραφούν τα καλλιτεχνικά του ίχνη. Θεατρικά του έργα έχουν παρασταθεί σε ελληνικές σκηνές. Υπάρχει μια πνευματική γέφυρα μεταξύ των τριών αυτών «πολιτικών» προσωπικοτήτων και δημιουργών. Δηλαδή των δύο ιταλών, μαχητών πάντα στην πολιτική επικαιρότητα δημιουργών και του έλληνα αντιστασιακού πολιτικού. Ο Αλέξανδρος Παναγούλης, εξέδωσε παλαιότερα, μία ποιητική του συλλογή. Την συλλογή αυτή προλόγισε ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, θέλοντας να υποστηρίξει και να προκαλέσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης για τους έλληνες αντιστασιακούς εναντίον της χούντας. Τρεις προσωπικότητες της πρόσφατης ελληνικής και παγκόσμιας καλλιτεχνικής και πολιτικής ιστορίας, που διαδραμάτισαν η κάθε μία από το δικό της μετερίζι, σημαίνοντα ρόλο στα κοινά. Στον αγώνα των ανθρώπων για ελευθερία, κοινωνική δικαιοσύνη, κοινωνική και πολιτική ισότητα και ανεξαρτησία. Με σημαντική στην εποχή τους συμβολή στον αντιφασιστικό αγώνα των χωρών τους και του χώρου τους. Οι δύο δολοφονίες, του ιταλού συντηρητικού πρωθυπουργού  Άλντο Μόρο και του ποιητή και σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι, έμειναν στις συνειδήσεις των μεταγενέστερων ενεργών πολιτών σαν τα πρόσωπα που χάραξαν εποικοδομητικά ίχνη, στο άπλωμα της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στην διεύρυνσή της στην χώρα τους την Ιταλία αλλά ίσως και διεθνώς. Επηρέασαν την κοινή γνώμη και άλλων κρατών. Έστω και με χρονική καθυστέρηση, αποτελεί ευχάριστη έκπληξη η μετάφραση και η κυκλοφορία του βιβλίου της Οριάνας Φαλάτσι για τον Pier Paolo Pasolini, αλλά και η νέα μετάφραση και κυκλοφορία του έργου του Στέφαν Τσβάιχ.  Και οι δύο αυτοί τίτλοι βιβλίων, διαφορετικών ιδιοσυγκρασιών συγγραφέων και απόστασης χρόνων,, συγκλίνουν σε έναν κοινό οραματισμό. Στην προσπάθεια της κατάδειξης της συμφοράς και των καταστροφών που φέρνουν τα ολοκληρωτικά καθεστώτα στους λαούς. Τα καθεστώτα εκείνα που ασκούν την απολυταρχική τους διακυβέρνηση και εξουσία με την βία και την τυραννία, τα όπλα. Αντιδημοκρατικά καθεστώτα που περιορίζουν όχι μόνο τις πολιτικές ελευθερίες των ανθρώπων αλλά και της σκέψης τους, της ελευθερίας της έκφρασής τους, της ομιλίας τους, των κοινωνικών τους εκδηλώσεων, της γραφής τους, της δημιουργίας τους.  Βιβλία που αξίζει να διαβαστούν έστω και αν έχουνε περάσει δεκαετίες από την συγγραφή τους. Εξακολουθούν να είναι σύγχρονα και επίκαιρα. Το ζητούμενο της πολιτικής ελευθερίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της σωματικής χειραφέτησης, της ερωτικής αυτοδιάθεσης και σωματικής χειραφέτησης, των φτερουγισμάτων της σκέψης σε νέους κάθε φορά πολιτικούς και ιδεολογικούς ορίζοντες, το άπλωμα των δημοκρατικών ελευθεριών των ανθρώπων, είναι ζητήματα διαρκώς παρόντα και πάντα επαναδιαπραγματευόμενα, μέσα στην καθόλου ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης, από τότε που αποφάσισε να συνυπάρξει σε πόλεις. Και την Ιστορία, δεν την γράφουν μόνο οι πολιτικοί ή στρατιωτικοί ηγέτες,  ή οι θυσιαστικοί μπροστάρηδες θρησκευτικών επαναστάσεων μυθικές ή ιστορικές προσωπικότητες, αλλά και οι κοινωνίες εν συνόλω. Άρχοντες και Αρχόμενοι σαν ένα Σώμα εν εξελίξει στη ροή του χρόνου.

      Ας μιλήσουμε τώρα για την θεματική ύλη του νέου τεύχους 120 του περιοδικού και των συνεργατών του. Ένα τεύχος που για όσους αγαπούν την ποίηση και ιδιαίτερα την αγγλοσαξονική, και ακόμα πιο συγκεκριμένα την ποίηση του Τόμας Στερν Έλιοτ, αποτελεί έκπληξη. Παρουσιάζονται τρείς  κριτικές θέσεις, της Ιωάννας Ναούμ, της Άννας Βασιάδη και του Νάσου Βαγενά,  για ένα ποιητικό έργο του άγγλου μοντερνιστή ποιητή-από τα πλέον γνωστά και πολυσχολιασμένα που μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη 2020. Μιλάμε για την μετάφραση του έργου «Άγονη Γη» από τον ποιητή, μεταφραστή και καθηγητή στο Αμερικάνικο Κολλέγιο κύριο Χάρη Βλαβιανό. Και την δημοσίευση ενός κειμένου «εισαγωγή» που μας μιλά για το τι είναι η «The Waste Land” τα μυστικά μήνυμά της, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που κυοφορήθηκε, τους γλωσσικούς λαβύρινθους της εμβληματικής αυτής σπαραγματικής σύνθεσης, τους σκοπέλους ερμηνεία της, το μεταφραστικό και αναγνωστικό της πλησίασμα. Τέλος, τον χαρακτήρα του άγγλου ποιητή από τον συγγραφέα και μεταφραστή Μίλτο Φραγκόπουλο.

     Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή των σελίδων της Επιθεώρησης του Βιβλίου και της ύλης της. Όπως οι σταθεροί αναγνώστες της “The Athens Review of books» γνωρίζουν, πολλές σελίδες του περιοδικού καταλαμβάνουν οι κριτικές για καινούργιες εκδόσεις βιβλίων, ανεξαρτήτου θεματολογίας. Οι Πανεπιστημιακοί συνεργάτες του περιοδικού κρίνουν, γράφουν, αρθρογραφούν και μας πληροφορούν για τις νέες κυκλοφορίες στην χώρα μας και αυτές του εξωτερικού. Μας ενημερώνουν γράφοντας και για τις ξενόγλωσσες εκδόσεις στον δυτικό κόσμο, για όποιους ενδιαφερόμενους. Έτσι, μετά την σελίδα των περιεχομένων και της πληροφόρησης των αναγνωστών για το ποιοι είναι οι συνεργάτες που δημοσιεύουν στο παρόν τεύχος, διαβάζουμε την πρώτη κριτική, σελ. 8-11, του καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας (τμήμα ελληνικής φιλολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης) κυρίου Νίκου Μαυρέλου, με τίτλο: «Η πτώση με το «αλεξιανάβατο», ήτοι η επίθεση της πρωτοπορίας». Κρίνεται και αναλύεται η ποιητική συλλογή του προπολεμικού Χιλιανού ποιητή Vicente Huidobro (1893-1948). Βισέντε Ουιδόβρο, «Αλταζώρ ο Υψιέραξ, ήτοι Πλους Αλεξιπτώτου». Ποιήματα εις Άσματα Ζ΄, 9  Εικονοποιήματα, μτφ. Βίκτωρ Ιβάνοβιτς, δίγλωσση έκδοση. Μανδραγόρας, Αθήνα 2018,σελ. 208. Η εκτενής Άσμα το Άσμα ανάλυση από τον έλληνα πανεπιστημιακό συνοδεύεται και από δύο φωτογραφίες του υπερρεαλιστή ποιητή. Ο Χιλιανός αυτός ποιητής είναι μάλλον άγνωστος στο ελληνικό κοινό της ποίησης. Μια και συνήθως, οι έλληνες λάτρεις του διεθνούς ποιητικού λόγου, γνωρίζουμε πολλά μόνο για τον νομπελίστα Πάμπλο Νερούδα και το «Γενικό Τραγούδι» του που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Ποιήματα του Χιλιανού Βισέντε Ουιδόβρο, έχουμε διαβάσει σε γενικές ελάχιστες ανθολογίες ισπανόφωνης ποίησης σε μετάφραση Ρήγα Καππάτου και άλλων ελλήνων μεταφραστών, σποραδικά, που το κύριο ενδιαφέρον τους στρέφεται στην ισπανόφωνη ποίηση και την ποίηση γενικότερα της νοτίου αμερικής. Δίχως όμως να έχουμε διαπιστώσει μέχρι σήμερα, κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Χιλιανή ποίηση, την εξέλιξή της ή τον κρινόμενο ποιητή. Θυμόμαστε όμως έναν νεαρό τροβαδούρο ποιητή, τον Βίκτωρ Ο Χάρα που δολοφονήθηκε στο στρατιωτικό πραξικόπημα στην πατρίδα του ενάντια στον εκλεγμένο πρόεδρο Σαλβαντόρ Αλλιέντε. Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό-και ίσως και οι επίσημοι «ειδήμονες» κατέχουν πολύ καλά και γνωρίζουν πλείστα όσα, είναι επαρκώς ενήμεροι, για τους υπερρεαλιστές ποιητές του μεσοπολέμου που εμφανίστηκαν και δραστηριοποιήθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο και την αμερικάνικη ήπειρο, ιδιαίτερα τα των Γάλλων υπερρεαλιστών ποιητών, συγγραφέων και καλλιτεχνών. Δεν έχουν όμως ευρείες γνώσεις για τους ισπανόφωνους νοτιαμερικανούς σουρεαλιστές ποιητές και συγγραφείς,- και των άλλων κινημάτων μοντέρνας τέχνης και έκφρασης, όπως είναι το κίνημα των λετριστών, η παραστατική ποίηση,  κλπ. κινήματα που άνθισαν καρποφόρησαν για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα στον μεσοπόλεμο και διαμόρφωσαν τις μετέπειτα καλλιτεχνικές εξελίξεις, και ανήκουν πλέον, στην συνολική ιστορική περιπέτεια του ρομαντισμού και υπερεαλισμού. Ποιητές και πεζογράφοι, με την δική τους ξεχωριστή ισπανόφωνη νοτιοαμερικανική ταυτότητα και καλλιέργεια που επέδρασαν στους συγχρόνους τους ποιητές στις χώρες τους και διαμόρφωσαν την ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος που κατέθεσαν τα έργα τους. Εντασσόμενοι σε όλα αυτά τα μικρά και μεγάλα επαναστατικά κινήματα της τέχνης και τα ανατρεπτικά ρυάκια της ποίησης, που κυοφορήθηκαν στις αρχές και κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου στον ευρωπαϊκό κυρίως  χώρο. Επαναστατικές φωνές, πρωτάκουστες και πρωτόγνωρες, με φέρνοντας νέους κώδικες γλωσσικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας στις αποσκευές του, νεαρής ηλικίας άτομα, σχεδόν αμούστακα με όνειρα και φιλοδοξίες, σκόρπιοι οι περισσότεροι σαν προσωπικότητες, με ακραίες συμπεριφορές και κοινωνικές πρακτικές, ερωτικά και σεξουαλικά ενδοτικοί σε κάθε πάθος και εμπειρική πρόσκληση κα πρόκληση, κουρασμένες υπάρξεις από την ατμόσφαιρα του παραδοσιακού ευρωπαϊκού λυρισμού και παραδοσιακού ρομαντισμού, ζήτησαν να σπάσουν με βίαιο τρόπο και γραφή την ποιητική φόρμα, την ρίμα που δυνάστευε τις οργιαστικές αισθήσεις τους. Ανακατεύοντας την τράπουλα της γλώσσας, αλλάζοντας την μεθοδική σειρά του συντακτικού, χρησιμοποιώντας λέξεις και φράσεις  που καθρέπτιζαν ονειρώδεις καταστάσεις, ψυχογραφήσεις των λαβυρίνθων της ψυχής, υιοθετώντας αρχές και κανόνες της τότε νέας επιστήμης της ψυχολογίας και παραψυχολογίας, που βρίσκονταν στα σπάργανα, αλλά και άλλων κλάδων της επιστήμης όπως της εθνολογίας κλπ.  καταργώντας να τονίσουμε την ρήμα, δηλαδή την ρυθμολογία που προέρχονταν από τους εξωτερικούς τύπους απόδοσης ενός ποιήματος, ενός κειμένου, χρησιμοποιώντας την παραληρηματική γραφή, μια γραφή χωρίς κανόνες, δίχως σημεία στίξεως, που προέρχεται απευθείας από το ασυνείδητο του καλλιτέχνη, συνδυάζοντας ακόμα διάφορες μορφές και είδη των τεχνών, (ποίηση με ζωγραφική), ή ορολογίες, αλλάζοντας την αρχιτεκτονική εικόνα των πόλεων με τις νέες τους κατασκευές, τα μουσικά τους ακούσματα, ακόμα και την δημόσια εικόνα της ένδυσής τους,  οραματίστηκαν να κατεδαφίσουν ότι προέρχονταν από τον παλαιό κόσμο και τα πολιτιστικά του επιτεύγματα, και να οικοδομήσουν έναν νέο κόσμο δίχως ηθικά όρια, χωρίς καταπατήσεις ελευθεριών, κομμουνιστικών επαναστατικών σχεδιασμών (η ρώσικη επανάσταση του 1917 ήταν πάρα μα πάρα πολύ κοντά τους χρονολογικά), ζήτησαν την κατάργηση των θρησκειών και την απελευθέρωση των ανθρώπων από τα δεσμά της χριστιανικής καθολικής παράδοσης. Απαιτούσαν την εδώ και τώρα χειραφέτηση των σωματικών τους αναγκών και επιθυμιών, την αποδυνάστευση και απελευθέρωση των ερωτικών τους επιλογών και ενστίκτων. Πάλευαν πολλές φορές μέσα στον μικρό φασαριόζικο κύκλο των φιλικών ομάδων τους, των παρεών τους που σύχναζαν και γευόντουσαν κάθε ηδονή και διασκέδαση. Πολλά από τα άτομα αυτά ζούσαν πάμφτωχα αλλά ρέμπελα, χωρίς εργασία ή άλλες εργασιακέ οι εκπαιδευτικές δεσμεύσεις. Ήσαν αυτοδίδαχτοι αλλά με γερό και ισχυρό καλλιτεχνικό ένστικτο δημιουργίας και έκφρασης. Αναζήτησαν τρόπους και πέτυχαν-λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία και για πόσο χρονικό διάστημα-να ανανεώσουν τον ποιητικό λόγο, την ποιητική και πεζογραφική αίσθηση και γραφή. Την μορφή και το περιεχόμενο των τεχνών που κάθε άτομο ξεχωριστά ή σαν μικρή ομάδα εκπροσωπούσε. Ενώ ταυτοχρόνως, διέρρηξαν τους δεσμούς τους με τους παραδοσιακούς δεσμούς της κοινωνίας, τους κανόνες και τις αρχές των οικογενειών τους, του εκπαιδευτικού συστήματος της εποχής και των χωρών τους. Το Παρίσι υπήρξε η όαση ελευθερίας και ανεξαρτησίας που ονειρεύονταν.  Νέοι και Νέες με φιλειρηνικά αισθήματα και προθέσεις, που επαναστάτησαν δυναμικά και με απόλυτους τρόπους εκδήλωσης ενάντια στις πολιτικές και στρατιωτικές αυτοκρατορίες της εποχής τους. Αν εξαιρέσουμε το κίνημα του Μαρινέττι και τους Φουτουριστές, σαν σύνολο ιστορικής αποτίμησης των κινημάτων αυτών και των απορροών τους, τα κινήματα αυτά και οι νεαροί ακόλουθοί τους και υποστηρικτές τους, ήσαν αντιπολεμικά κινήματα, αντιμιλιταριστικά, με ατομικές και συλλογικές εκδηλώσεις αντίστασης και αντίδρασης ενάντια στους πολέμους και την βιομηχανία, τους βιομηχάνους και εμπόρων όπλων. Οι σουρρεαλιστές ήσαν μικροί πυρήνες αναθεώρησης της τάξης του κόσμου. Αν και αρκετές φορές, οι διασπαστικές τους τάσεις και ροπές, έκαναν τα επαναστατικά όνειρά τους και φιλοδοξίες τους, να εξανεμιστούν μέσα σε μια ομίχλη από αψέντι ή ένα αρωματικό δωμάτιο γυναικείων ερωτικών απολαύσεων. Να χαθεί η δυναμική των προθέσεών τους σε έναν φιλικό νεανικό καυγά στο μπιστρό μιας πλατείας.  Στην ελληνική αναγνωστική επικράτεια, οι έλληνες αναγνώστες (στην μεγάλη τους πλειοψηφία δεν ασχολούνται και πολύ για θεωρητικά ζητήματα, και μοντέλα διαμόρφωσης των μορφών των τεχνών), προτιμούν να απολαύσουν ένα πνευματικό έργο, μια ποιητική συλλογή, ένα μυθιστόρημα διαβάζοντάς το άμεσα, χωρίς διαμεσολαβητή. Γνωρίζουν από τους λατινοαμερικανούς πεζογράφους κυρίως τον Κολομβιανό Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, (και τα Εκατό Χρόνια Μοναξιάς, που πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη, Τον Κάρλος Καστανέτα που εκδόθηκε από τον Καστανιώτη, ορισμένα μεγάλα άλλα ονόματα και φυσικά, τον Αργεντινό ποιητή και παραμυθά Χόρχε Λουϊς Μπόρχες, που τόσο εύστοχα έχει μεταφράσει στην γλώσσα μας ο διηγηματογράφος Αχιλλέας Κυριακίδης. Τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, που για πρώτη φορά ποίημά του, διαβάζουμε στο περιοδικό «Κύκλος» του ποιητή Απόστολου Μελαχρινού (1933). Του ευφυή καλλιτέχνη παραμυθά, που ξέρει τόσο καλά να πλέκει αυτούς τους υπέροχους μύθους του. Της μετάπλασης για την ακρίβεια του μυθικού πυρήνα αρχαίων ελληνικών και παγκόσμιων ιστοριών και μύθων, σε διηγηματική μυθοπλασία.  Έναν λάτρη της πατρίδας μας και του ελληνικού πολιτισμού. Για την τεχνική και την μέθοδο του ειρωνικού του ύφους  γραφής και την επίσκεψή του στην χώρα μας, βλέπε το πρόσφατα εκδοθέν μελέτημα του Νάσου Βαγενά: «Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΣΤΟ ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ» Σημειώσεις για την γραφή του Χόρχε Λουϊς Μπόρχες, εκδ. Πόλις 2020. Δίχως φυσικά να παραγνωρίζουμε και την ανιδιοτελή αγάπη του ελληνικού κοινού της ποίησης, για την ποίηση του Ουραγουανού  Ιζιντόρ Ντυκάς (4/4/1845-24/11/1870), του Κόμη Λωτρεαμόν, όπως φανερώνουν οι συχνές μεταφράσεις των «Ασμάτων του Μαλντορόρ» του στα ελληνικά. Εξαιρετική ποιητική φωνή, τραγική προσωπικότητα, ταλαιπωρημένη ύπαρξη, φτώχεια και πίκρα κυριάρχησαν στον σύντομο βίο του. Ακόμα μάλλον, μία περίπτωση άδοξου και καταραμένου ποιητή, ασχολίαστη από τους έλληνες δοκιμιογράφους και κριτικούς. Κυκλοφορεί  μόνο το μικρό βιβλιαράκι των εκδόσεων Ύψιλον 1985, Ρ. Βανεγκεμ-Φρ. Καραντέκ, «ΔΥΟ ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΤΡΕΑΜΟΝ», μτφ. Γ. Δ. Ιωαννίδης. Στην «Δεύτερη Γραφή» του Οδυσσέα Ελύτη, η φωνή του ξεχωρίζει. Οι έλληνες ποιητές και μεταφραστές, οι ειδικοί της ποίησης, συνήθως στεγάζονται κάτω από την ομπρέλα του Αρθούρου Ρεμπώ, του Πωλ Ελυάρ και του Αντρέ Μπρετόν, για να μείνω στους γάλλους.. Ο γνωστός μόνο(!) στους  ευρωπαϊκούς κύκλους της ποίησης Χιλιανός ποιητής, που πρώτη φορά μεταφράζεται ποιητική του συλλογή στα ελληνικά, -ο τίτλος της παρεμπιπτόντως θυμίζει την ποιητική συλλογή του έλληνα υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου, ίσως και να δηλώνει μια εσωτερική συνομιλία τους, ή μια κοινή διαχείριση συμβόλων ή ιστορικών επιτευγμάτων της επιστήμης αναφορών. Ο τίτλος του έργου από τον μεταφραστή δεν κρύβει, αλλά μας αποκαλύπτει τις ενδεχομένως τις συγγένειες. Η φωνή του υπερρεαλιστή ποιητή από την άλλη ήπειρο, πέραν του Ατλαντικού Ωκεανού, έρχεται για πρώτη φορά στις μέρες μας να διαβαστεί και να συνομιλήσει με το ελληνικό κοινό. Σε μια κοινωνική περίοδο-στην χώρα μας και παγκοσμίως-που ο Ποιητικός λόγος είναι παντελώς ανίσχυρος να γίνει ανάχωμα σε τέτοιου είδους, μορφές και ποικιλίες προβλημάτων και κοινωνικών αδιεξόδων που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι. Ο Ποιητικός λόγος ακόμα ίσως, και για αυτούς και αυτές που τον αγαπούν και τον διακονούν, είναι να το επαναλάβω ίσως, το κερασάκι στην τούρτα του άξενου κόσμου μας, σε μια τούρτα που έχουν σαπίσει τα πολιτισμικά υλικά της. Τα προαιώνια συστατικά της.  Σημειώνει ο καθηγητής κύριος Νίκος Μαυρέλος στην κριτική του: «είναι ένας Χιλιανός ποιητής , ο οποίος το 1916 μετακομίζει στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στο Παρίσι, ενώ έχει ήδη αρχίσει να διαμορφώνει την θεωρία για το μετέπειτα κίνημα του Creacionismo, που θα παρουσιάσει επισήμως το 1918 στη Μαδρίτη. Θα σχετιστεί και θα συνεργαστεί καλλιτεχνικά με τους Απολλιναίρ, Αραγκόν, Μπρετόν, Κοκτώ, Τζαρά, Μοντιλιάνι, Πικάσσο, Γκρις, Πικαμπία, Μιρό, Έρνστ, Ελυάρ και άλλους. Το 1931 δημοσιεύει τον Αλταζώρ στην Ισπανία, ενώ το 1933 (πιστός στις ριζοσπαστικές ιδέες του και παρά την αριστοκρατική καταγωγή του) τάσσεται στο πλευρό του Κομμουνιστικού Κόμματος Χιλής, δημοσιεύοντας ένα μανιφέστο. Παράλληλα, συνεχίζει να γράφει και να δημοσιεύει ποιήματα και δοκίμια μέχρι το τέλος της ζωής του. Η επαφή του ποιητή με διάφορα κινήματα και ο πολυσυλλεκτικός χαρακτήρας του  έργου του αναδεικνύεται από την συνύπαρξη στοιχείων παράδοσης (την οποία δεν είχε απεμπολήσει) και συνάμα νεωτεριστικών στοιχείων (μορφικών, τροπολογικών και ιδεολογικών ή και ειδολογικών).». Και παρακάτω συνεχίζει : «Ο Αλταζώρ ή Υψιέραξ είναι ένα έπος αντι-ηρωικό και ταυτόχρονα ηρωικό-κωμικό, με την έννοια της παρωδίας. Ως προς τη γενική δομή του, πρέπει να παρατηρήσουμε πως το έργο αποτελείται από επτά άσματα, τρία μεγάλα (1,4,5) και τέσσερα μικρά (2,3,6,7)….». Ο κύριος Νίκος Μαυρέλος με προσοχή και γνώση του ευρύτερου ποιητικού πεδίου, αναλύει και τα επτά άσματα δίνοντάς μας τα αναγκαία μεταφραστικά συμπεράσματα. Τέλος, για τον μεταφραστή του έργου Βίκτωρ Ιβάνοβιτς σημειώνει μεταξύ άλλων: «Θέλοντας να αποτιμήσουμε τη μετάφραση αυτού του άκρως απαιτητικού έργου θα λέγαμε ότι ο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς αναδεικνύεται αξιότατος μεταφραστής, που δεν έχει μόνο γνώση της ισπανικής (και της Λατινοαμερικάνικης εκδοχή της) αλλά και της ελληνικής παράδοσης. Έχει πίσω του, στη μεταφραστική του αυτή προσπάθεια, τα δικά μας κείμενα (τον Εμπειρίκο, τον Καρυωτάκη, μα και άλλους), δίχως ταυτόχρονα να στερείται και της σκευής από την ευρύτερη ευρωπαϊκή και νοτιοαμερικάνικη παράδοση….».  Ο κύριος Μαυρέλος εξετάζει και τα επτά Άσματα του Χιλιανού ποιητή, τα τοποθετεί μέσα στο γενικό πλαίσιο και το κλίμα που αυτά εμφανίστηκαν και μας δίνει το εσωτερικό και εξωτερικό περίγραμμά τους. Θεωρώ, χωρίς να μειώνω την προσφορά του μεταφραστή-μια και δεν έχω στην διάθεσή μου την συλλογή-πως δίχως την κριτική-ανάλυση από τον καθηγητή, θα είναι δύσκολο  για τον έλληνα αναγνώστη να εισχωρήσει στο πνεύμα και την ατμόσφαιρα που κινείται αυτή η μάλλον περίκλειστη ποίηση, με δόσης ποιητικής αναθεωρητικής αυτοαναφορικότητας, όπως συμπεραίνουμε από τα τρία ποιητικά αποσπάσματα που δημοσιεύονται στην σελίδα 10 του περιοδικού.

Χαροπαλεύει ο τελευταίος ποιητής

Τα σήμαντρα χτυπάνε των ηπείρων

Και ξεψυχά η σελήνη κουβαλώντας τη νύχτα της

Κι ο ήλιος βγάζει την ημέρα από την τσέπη του

Το νέο πανηγυρικό τοπίο ανοίγει μάτια

Κι από τη γη διαβαίνει προς τους αστερισμούς

Της ποίησης η κηδεία

Όλες οι γλώσσες είναι πια νεκρές

Νεκρές στα χέρια τραγικού γειτόνου

Πρέπει να αναστήσουμε τις γλώσσες

Με γέλια ηχηρά

Με βαγόνια τα χάχανα

Με βραχυκυκλωμένες προτάσεις

Και με κατακλυσμούς μεσ’ στη γραμματική.

Μετάφραση: Βίκτωρ Ιβάνοβιτς 

Από τις σελίδες 12-17 διαβάζουμε την βιβλιοκριτική-μελέτη, του Ιωάννη Μ. Κωνσταντάκου, αναπληρωτή καθηγητή αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με τίτλο: «Παίζοντας κωμωδία στον καιρό του Αριστοφάνη και του Μενάνδρου».  Η εμπεριστατωμένη αυτή πολυσέλιδη κριτική που συνοδεύεται με τις απαραίτητες σημειώσεις και φωτογραφικές παραστάσεις από αττικούς αμφορείς, κρατήρες και αττικές τερακότες, μας παρουσιάζει το βιβλίο του Alan Hughes, «Η παράσταση της κωμωδίας στην αρχαία Ελλάδα», μετάφραση-επιστημονική επιμέλεια Άγις Μαρίνης, προλογικό σημείωμα Γ. Μ. Σηφάκης.  Εκδ. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2019, σελ. xxiv +486., τιμή 25 ευρώ.  Ας μου επιτραπεί να εκφέρω μια προσωπική γνώμη ενός αδαούς θεατρόφιλου αλλά εξακολουθητικού θεατή της αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας στα πάνω διαζώματα των αρχαίων θεάτρων. Η κριτική ανάλυση της μελέτης και έρευνας του βρετανο-καναδού καθηγητή της Ιστορίας Θεάτρου στο Πανεπιστήμιο της Βικτώρια στον Καναδά, Άλλαν Χιουζ, είναι από μόνη της, μια σπουδή πάνω στην θεατρική εν γένει τέχνη. Κείμενα και αναλύσεις σαν και αυτές του κυρίου Κωνσταντάκου, ανεξάρτητα αν δημοσιεύονται σε περιοδικά-εφημερίδα που απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό αμύητων αναγνωστών για θεατρικές τέτοιας ποιότητας μελέτες, είναι πολύτιμη κατάθεση, χρήσιμο «βοήθημα» για μαθητές θεατρικών σχολών, καθηγητές θεάτρου, συντελεστές θεατρικών παραστάσεων και ημών των θεατρόφιλων. Οι πληροφορίες και τα στοιχεία που μας παραθέτει, δεν είναι μια εξ καθέδρας γραφή και ερμηνεία, δεν έχουν αυτό το υψιπετές ύφος γραφής που συνήθως διακρίνει κάτι βαρύγδουπα κείμενα και αναλύσεις, που λες όταν τις διαβάζεις, καλύτερα να γυρίσω πίσω στον Λαβύρινθο της αγνωσίας μου συντροφιά με τον Μινώταυρο. Είναι επεξηγηματικά συνθετικά κείμενα που η προσφορά τους αφορά τους συμμετέχοντες στο παιχνίδι της θεατρικής τέχνης αλλά και τους θεατές που μετέχουν στην θεατρική κοινωνία επικοινωνίας από τις κερκίδες, έστω και αν στις τσέπες τους κουβαλούν σκόρδα και σύκα όπως μας είπε ο πειραιώτης  δάσκαλος εικαστικός Γιάννης Τσαρούχης. Το κείμενο του Ι. Μ. Κ., χωρίζεται σε 5 μεγάλες ενότητες με τις σημειώσεις τους. Η 1.-Η 2. Αγγειογραφίες και κωμικές παραστάσεις. -Η 3. Μεγάλη Ελλάδα και διάδοση του θεάτρου.-Η 4. Ηθοποιοί και τερακότες. –Η  5. Η κωμωδία ως βούληση και ως παράσταση. Ο καθηγητής μας δίνει το ιστορικό των ερευνών και τα ονόματα των ξένων και ελλήνων ερευνητών του αρχαίου θεατρικού λόγου, χωρίς να τσιγκουνεύεται σε αναφορά ονομάτων ελλήνων σύγχρονων φοιτητών και καθηγητών που διαπρέπουν  σε έρευνες πάνω στην ελληνική τραγωδία και κωμωδία, που αρχίζει συστηματικά και με επιστημονική ερευνητική μέθοδο από την δεκαετία του 1970 στην ευρωπαϊκή εκπαιδευτική και επιστημονική επικράτεια. Ονόματα όπως ο ιδιοφυής Όλιβερ Τάπλιν, ο διάττοντας αστέρας Ντέηβιντ Μπέιν,  οι πρωτοπόροι αρχαιολόγοι και ιστορικοί του θεάτρου όπως ο χαλκέντερος Ρίτσαρντ Γκρην, ο ευπατρίδης Έρικ Τσάπο, ο Ντέηβιντ Ουάιλς, παλαιότεροι με μεγάλη κλασική παιδεία όπως ο Πήτερ Άρνστ και ο Τζ. Μάικλ Ουώλτον, εμπλούτισαν μαζί με τους νεότερους ειδικούς τον Μάρτιν Ρέβερμαν, τον Κρίστοφερ Μάρσαλ, τις σπουδές πάνω στην θεατρική παιδεία. Ο Ιωάννης Μ. Κωνσταντάκος, προς τιμή του, σε ένα βιβλιογραφικό καθαρά κείμενο, δεν λησμονεί να μνημονεύσει και τον αείμνηστο έλληνα Νίκο Χουρμουζιάδη, τον αειθαλή Γρηγόρη Σηφάκη, τους πολύ νεότερους έλληνες ερευνητές και μεταφραστές όπως ο Άγις Μαρίνης που έκανε την μετάφραση και έχει την επιστημονική επιμέλεια της έκδοσης του βιβλίου. Δεν αγνοεί ούτε και περιοδικούς τόμους όπως το Πατρινό Λογείον. Κάτι που φανερώνει μια ευσυνειδησία σπάνια για έλληνα συγγραφέα, το ήθος ενός καθηγητή που δεν φοβάται να επαινέσει άλλους ισότιμούς του ερευνητές και καθηγητές που κόμισαν και κομίζουν πολλά στην έρευνα, πάνω στο αρχαίο θέατρο, διδαχές που μας έρχονται από την «δραματουργική λειτουργικότητα πίσω από τις λέξεις». Να ξεγλιστρήσει από ένα «καθηγητικό» και δημοσιογραφικό βιβλιοπαρουσίασης κατεστημένο, που γυρίζει παινεύοντας εαυτούς και αλλήλους κυνηγώντας την υστεροφημία τους, όπως ο σκύλος την ουρά του.

Γράφει στην σελίδα 13: «Αναλαμβάνοντας να διδάξει το θέατρο της αρχαίας Ελλάδας στο πλαίσιο των πανεπιστημιακών μαθημάτων του, ο Χιουζ στράφηκε με πάθος στη μελέτη των αρχαίων τραγικών και κωμικών ποιητών. Διαπίστωσε τότε την έλλειψη ενός καλού και επίκαιρου εγχειριδίου για τη δραματουργία και την παράσταση του αρχαίου θεάτρου. Ξεσκόνισε τα αρχαία ελληνικά του και επιδόθηκε σε μια επιστημονική περιπέτεια ζωής, που έμελλε να διαρκέσει είκοσι πέντε χρόνια. Στο διάστημα αυτό ταξίδεψε σε πολλές χώρες για να εξετάσει από κοντά κάθε λογής αρχαιολογικά μνημεία και υλικά τεκμήρια του αρχαίου θεάτρου. Επισκέφτηκε 75 μουσεία και καλλιτεχνικές συλλογές, μελέτησε με αυτοψία πάνω από 350 τεχνουργήματα. Σαν τον Έρασμο κα τους άλλους λογίους της Αναγέννησης, που τριγύριζαν σε ολόκληρη την Ευρώπη για να ανακαλύψουν χειρόγραφα των κλασικών έργων στις βιβλιοθήκες και στα θησαυροφυλάκια των ηγεμόνων, ο Χιουζ έγινε ένας αναγεννησιακός κυνηγός θεατρικών μνημείων. Αναζητούσε όχι την παράδοση των μεγάλων κειμένων στους περγαμηνούς κώδικες, αλλά τα απόγραφα της θεατρικής εμπειρίας πάνω στις πέτρες, στα μάρμαρα και στον πηλό του χρόνου». Ενώ για τον μεταφραστή Άγι Μαρίνη και την μετάφρασή της σημαντικής αυτής μελέτης του βρετανο-καναδού, σημειώνει στα ακροτελεύτιες κρίσεις του, σελίδα 17: «Ο Άγις Μαρίνης φιλοτέχνησε εξαιρετική και  ακριβή μετάφραση. Για πολλούς ειδικούς θεατρολογικούς και φιλολογικούς όρους της αγγλικής επιστημονικής ιδιολέκτου ανακάλυψε ή επινόησε επιτυχημένες νεοελληνικές αντιστοιχίες, με τις οποίες εμπλουτίζει το κριτικό λεξιλόγιο στη γλώσσα μας. Η έκδοση συνοδεύεται από πλούσια εικονογράφηση. 55 ασπρόμαυρες φωτογραφίες αρχαίων τεχνουργημάτων (αγγειογραφιών, ειδωλίων, ψηφιδωτών), που προσφέρουν εποπτική αντίληψη για την όψη της αρχαίας κωμωδίας. Κρίμα που δεν στάθηκε δυνατό να περιληφθούν και μερικές έγχρωμες εικόνες, οι οποίες θα αναδείκνυαν την πανδαισία χρωμάτων της αρχαίας θεατρικής ενδυματολογίας. Ο Μαρίνης συμπίλησε επίσης ένα συμπλήρωμα βιβλιογραφίας με βασικά έργα γύρω από την αρχαία τραγωδία και την παράστασή της, τα οποία εκδόθηκαν ύστερα από τη δημοσίευση της μονογραφίας του Χιουζ. Φυσικά, μέχρι να τυπωθεί η μετάφραση και να γραφεί η παρούσα κριτική, κυκλοφόρησαν κιόλας καινούργια συγγράμματα για το θέμα, που ο μεταφραστής δεν πρόλαβε να τα περιλάβει στον κατάλογό του. Σημάδι ότι το επιστημονικό αυτό πεδίο παραμένει ανθηρό και εμπνέει διαρκώς νέες έρευνες. Θα συνεχίσουμε να οραματιζόμαστε την παράσταση του αρχαίου δράματος μέσα στο μέγα θέατρο του νου μας, εκεί όπου ράβονται τα κοστούμια από το ύφασμα των ονείρων». Η επισήμανση του Ιωάννη Μ. Κωνσταντάκου ότι το επιστημονικό πεδίο έρευνας της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και κωμωδίας είναι ανθηρό, το διαρκές δηλαδή ενδιαφέρον των ξένων μελετητών και ερευνητών, συνεχίζεται ακάθεκτα και με πολλαπλές εκδοτικές προτάσεις, δημιουργεί νησίδες ικανοποίησης  σε καιρούς που οι κλασικές και λατινικές επιστήμες και σπουδές στην Δύση, υποχωρούν στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και άλλους παρεμφερείς χώρους.  Η κριτική του κυρίου Ιωάννη Κωνσταντάκου, με γέμισε συγκίνηση, γιατί μου ξύπνησε μνήμες δικών μου διαβασμάτων. Βιβλίων όπως αυτό του Νίκου Χ. Χουρμουζιάδη, «Οι όροι και μετασχηματισμοί στην αρχαία ελληνική τραγωδία», εκδ. Γνώση 1984. Την μελέτη του Νικόλαου Φρ. Ξυπνητού, «Εισαγωγή στην Κωμωδία» Αρχαία-Μέση-Νέα, εκδ. Gutenberg 1986.  Των ξένων Francis Macdonald Cornford, «Η Αττική Κωμωδία», μτφ. Λεωνίδας Ζενάκος, εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμας 1972, του       Bernhard Zimmermann, «Η Αρχαία Ελληνική Κωμωδία», μτφ. Ηλίας Τσιριγκάκης, επιμέλεια: Δανιήλ Ιακώβ, εκδ. Παπαδήμα χ.χ. Για να μνημονεύσω  τέσσερεις τίτλους βιβλίων γνωστών στην δική μου γενιά για την αρχαία Κωμωδία. Και τα δεκάδες άλλα πάνω στην αρχαία ελληνική τραγωδία. Τουλάχιστον στην ελληνική θεατρική παράδοση, διατηρείται ακόμα το ενδιαφέρον ζωντανό τόσο με μελέτες όσο και με παραστάσεις.

     Ακολουθεί η επεξηγηματική απάντηση του ομότιμου καθηγητή γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, κυρίου Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, «Ο Γ. Μπαμπινιώτης και το «Χρηστικό Λεξικό» της Ακαδημίας Αθηνών., σ. 18-22. Οι σελίδες κοσμούνται με τα εξαιρετικά σχέδια του «γοτθικού φουτουριστή καλλιτέχνη Ράμελζι. «Αλφάβητος». Το αντιρρητικό, σοβαρό, ευαίσθητο, προσεκτικά ζυγισμένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο -επί προσωπικού δημοσίευμα, αρχινά με στίχο από την «Ιλιάδα» «αλλ’ ίθι μ’ ερέθιζε σαώτερος ως κε νέηαι» Α. 32. Το κείμενο αυτό για έναν άγευστο και καθόλου ενημερωμένο αναγνώστη σε θέματα και ζητήματα που αφορούν τον τομέα της Γλωσσολογίας, των ανοιχτών πολλαπλών προβλημάτων του πεδίου αναφορών της και ερευνών,-εγγενών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι συντάκτες των κάθε είδους λεξικών, οι θηρευτές  λέξεων μέσα στον χώρο και τον χρόνο ενός γεωγραφικού τόπου, που γεννούνται από τις ίδιες τις ανάγκες των ανθρώπων, που αποκαλούμε λαός, είναι πέρα από τα δικά του αναγνωστικά ενδιαφέροντα. Οι συλλέκτες καθημερινών φράσεων και ιδιωματισμών της προφορικής και γραπτής ομιλίας ενός λαού, οι αντιγραφείς και επεξεργαστές του ωκεάνιου γλωσσικού και φωνητικού υλικού, φθογγολογικού, ηχητικού, κλπ., θέματα σύνταξης, αφορούν τους ειδικούς καθηγητές, καθηγητές γλωσσολόγους, «εξειδικευμένους» ερευνητές του χώρου της Γλωσσολογίας-όλων αυτών των μονάδων και ομάδων επιστημόνων που με υπευθυνότητα, ευσυνειδησία, αφοσίωση, επιμονή, ρίσκο, των εκατοντάδων επιστημόνων, πού προέρχονται είτε από τους  χώρους της Ακαδημίας Αθηνών είτε εργάζονται σε ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς φορείς σύνταξης Λεξικών- είναι μάλλον ένα αδιάφορο σαν θέμα ακόμα και γενικής ανάγνωσης στο ευρύ κοινό, ακόμα και σε ένα κοινό που θα αγοράσει ένα λογοτεχνικό περιοδικό. Άρθρα σαν και αυτά, ίσως τα προσπεράσει χωρίς  να σταθεί στα πρόσωπα που υπογράφουν τέτοιας υφής κείμενα και δίνουν την δικές τους απαντήσεις. Οι αναγνώστες που δεν έχουν ούτε τα απαραίτητα εφόδια γνώσεων, ούτε κατέχουν με σχετική επάρκεια πρόσληψης τις μικρολεπτομέρειες και άλλες γλωσσικές και τυπολογικές ή ερμηνευτικές έρευνες, της εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας συμβάσεις, την καθόλου ιστορία της και διαμόρφωσής της, θα σφυρίξουν αδιάφορα, προσπερνώντας τις σελίδες. Γνώσεις και εφόδια που απαιτούνται ως προϋπόθεση για να κατανοήσεις πρωτίστως, και κατόπιν να αξιολογήσεις ή και να κρίνεις ειδικής ποιότητας και ειδικού βάρους κείμενα.  Όταν μάλιστα τα γραπτά αυτά, προέρχονται από τους πλέον αρμόδιους φορείς των δημόσιων ιδρυμάτων της χώρας όπως είναι η Ακαδημία Αθηνών. Καθηγητές με πείρα και σοφία, πολύχρονη εμπειρία, σπουδαία συγγραφική και σημαντική προσφορά χρόνων πάνω στο αναφερόμενο πρόβλημα που παρουσιάζει το κείμενο του κυρίου Χαραλαμπάκη. Είναι κείμενα για έναν περιορισμένο κύκλο ειδικών, πανεπιστημιακών και άλλων. Μια δικαιολογημένη εύλογη απάντηση-γραμμένη με ελεγχόμενη ανθρώπινη πικρία, απορία, έκπληξη, ενστάσεις, αρνητικά και θετικά συναισθήματα. Αλλά δίκαια και σωστή. Προσωπικές απόψεις και κρίσεις  για ένα έργο συλλογικής ευθύνης και πρότασης, που προήλθε από έναν επίσημο πνευματικό φορέα του ελληνικού κράτους και τους συνεργάτες τους. Που μάλλον οι περισσότεροι έλληνες, δεν γνωρίζουν ούτε καν τα ονόματα και τους συμμετέχοντες στο έργο που τους είχε ανατεθεί. Δεν έχουν υποψιαστεί την ύπαρξή του. (λαμπρή τύχη δημοσιότητας των εκδόσεων της Ακαδημίας είχαν μάλλον οι παλαιές μεταφράσεις  (έργων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη)του κλασικού φιλόλογου Ιωάννη Συκουτρή). Η δημοσίευση γίνεται με αφορμή των θέσεων και των κρίσεων που γράφτηκαν επίσημα σε σελίδες του Λεξικού που εξέδωσε και κυκλοφόρησε ένας πολύπειρος και σημαντικός, ομότιμος  καθηγητής Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Πρύτανής του, με πλήθος δημοσιευμάτων, μελετών, άρθρων, εκδόσεις βιβλίων και τηλεοπτικών εμφανίσεων. Το δημοσίευμα αναφέρεται ευθέως στον κύριο Γεώργιο Μπαμπινιώτη. Πάντοτε πρόθυμο να συμβάλλει θετικά και εποικοδομητικά όταν δημόσια και από τις τηλεοπτικές οθόνες του ζητηθεί η γνώμη του σε θέματα διαχείρισης της γλώσσας, χρήσης της, εκφοράς της από εμάς τους απλούς έλληνες και ελληνίδες. Δηλαδή τον λαό.  Στο πως πρέπει να την γράφουμε σωστά να την εκφέρουμε ορθά, να την διατυπώνουμε. Γιατί όπως και ο κύριος Χαραλαμπάκης επισημαίνει, είναι άλλη η βαρύτητα ενός κειμένου, μιας κρίσης απαξιωτικής ή όχι, που δημοσιεύεται σε ένα βιβλίο, σε ένα επίσημο σύγγραμμα και άλλη η δημοσίευσή της σε ένα περιοδικό, με εφήμερη αναγνωστική επικαιρότητα. Τα γραπτά μένουν όπως συνηθίζετε να λέμε. Ο σύγχρονος καθημερνός έλληνας ή ελληνίδα, ο βιοπαλαιστής, ο πολυάσχολος οικογενειάρχης ο εργαζόμενος σκληρά ολομερής, δεν θα ενδιαφερθεί ή για να μην πω, θα αδιαφορήσει για ενδοοικογενειακά προβλήματα γλωσσολόγων, λεξικογράφων, ερευνητών. Στους κήπους της γλωσσικής μοναστηριακής καππαδοκίας πολλές μονές έχουν κτισθεί, ερίζουν οι Ηγούμενοι για την θέση του πρώτου (μεταξύ ίσων). Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να αναζητήσει στις προσθήκες ενός βιβλιοπωλείου, στα ράφια μιας βιβλιοθήκης, ένα Λεξικό χρηστικό της ελληνικής γλώσσας να ανοίξει τις σελίδες του όταν χρειαστεί να βοηθήσει ή να απαντήσει σε ερώτηση ενός μικρότερο μέλους της οικογενείας του. Όταν στο Σχολείο του βάλουν μια εργασία ή στο ιδιωτικό φροντιστήριο, και να του δώσει μια απάντηση. Σε απορίες σε θέματα της ελληνικής γλώσσας, λέξεων, πρόβλημα που και ο ίδιος δεν θα γινόταν να κατέχει. Οι πιο υποψιασμένοι, θα αναζητήσουν στο εμπόριο την αγορά ειδικότερης χρήσης και βοήθειας λεξικά. Ετυμολογικά, ορθογραφικά, ερμηνευτικά, της αρχαίας ελληνικής, της μεσαιωνικής, της νέας, της δημοτικής, ακόμα και ειδικότητος ερμηνευτικά ελλήνων συγγραφέων-Λογοτεχνικών όρων, ή Έργων παλαιότερων περιόδων της ελληνικής γραμματείας.  Όμως δεν συμβαίνει ακριβώς έτσι. Θα σκεφτεί ένας άσχετος, τι δουλειά έχω εγώ να ασχοληθώ σε μια διαμάχη ειδικών γλωσσολόγων, σε έναν ξένο αχυρώνα, όταν μάλιστα δεν κατέχω γρι από τα σιτηρά και τα ζιζάνια του γλωσσολογικού ελληνικού αλωνιού; Ο μαθητής, ο φοιτητής, ο καθημερινός έλληνας αναγνώστης, αγοράζει ένα Λεξικό,  προμηθεύεται ένα Χρηστικό Λεξικό (τα τελευταία χρόνια συγκροτήματα εφημερίδων προσφέρουν στα κυριακάτικα φύλλα τους, στους αναγνώστες τους, κάθε είδους λεξικά στην τιμή της εφημερίδας), θέλοντας  να βοηθηθεί σε γενικές και όχι ειδικές πάνω στην ελληνική γλώσσα και των λέξεων απορίες, ερωτήματα γραφής, ερμηνείας τους.  Έχει καλλιεργηθεί τα τελευταία χρόνια μια τάση ριζοανακάλυψης των λέξεων, (αυτοί που δεν ασχολούνται καταδικάζονται, σπιλώνονται ως αγράμματοι) από πού προέρχονται, που βαδίζουν, πως εκφέρονται, μπας και έρθουμε σε επαφή σαν λαός με Σειριανούς κατοίκους και δεν ξέρουμε πώς να μιλήσουμε μαζί τους. Μια και οι αρχαίοι μπορεί και να κατάγονται από την ευγενή αυτή ράτσα, όπως επίσημος πολιτικός εξέφρασε. Και κατακεραυνώνουν όσους δεν γνωρίζου παραδείγματος χάριν, από πού προέρχεται η λέξη «Γκόγκας», τι θα πει «Πίττουρας», «Βρουμάρης» και πάει λέγοντας. Ψάχνει να βρει ο καθημερινός παρ’ ολίγον έλληνας πολίτης αυτής της πολλαπλά καταχρεωμένης χώρας, που γκρινιάζει συνεχώς στα τηλεοπτικά κανάλια για το εκπαιδευτικό δημόσιο σύστημα και την λεξιπενία των άλλων, των παιδιών μας-πριν μασκοφορεθούν για να φαίνονται όμορφα-, μια λέξη σε ένα Λεξικό που δεν την γνωρίζει, δεν την έχει ακούσει ξανά, δεν την χρησιμοποιεί στην καθημερινή του ομιλία και επικοινωνία με τους διπλανούς του. Δεν την άκουσε να την μιλά η μήτηρ του, να την εκφέρουν οι φίλοι του. Να κατανοήσει την σημασία της, να δει τις διαφορετικές εκδοχές της ορθογραφικής της τυπολογίας, τα συνώνυμά της, τα αντίθετά της, την κατάλληλη λέξη που αντιστοιχεί σε μια άλλη ξενόγλωσση λέξη, μη μητρική του, καθώς μεταφράζει ή διαβάζει ένα αλλόγλωσσο κείμενο, ένα βιβλίο. Όταν φοιτά στα ιδιωτικά φροντιστήρια ξένων γλωσσών, της δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης στην χώρα μας. (δωρεάν εκπαίδευση, αιτούμενο και προσδοκώμενο αίτημα από την εποχή του Γέρου, όχι του Μοριά). Τα άλλα, τα γλωσσολογικά διαδικαστικά, σίγουρα δεν τον αφορούν, τα αφήνει στους ειδικούς, τους καθηγητές, τους εμπειρογνώμονες των εργασιακών πεδίων των Γλωσσολόγων. Που για να πούμε και του στραβού το δίκιο, πολλές φορές ούτε ακούει ούτε ακολουθεί τις οδηγίες και τις προτροπές, τις γλωσσικές παραινέσεις και υποδείξεις, των αρμοδίων. Γράφει και μιλά όπως του έρθει. Πράττει όπως η ίδια η ζωή και το άμεσο περιβάλλον που ανατράφηκε και μεγάλωσε, ζει και δημιουργεί τις κοινωνικές του σχέσεις του επιβάλλει σαν μέσο επικοινωνίας. Η καθημερινή συνήθεια στην ζωή μας όπως και στην χρήση της γλώσσας είναι δευτέρα φύση. Άρα τα αντιρρητικά και ευαίσθητα δικαιολογητικά των έργων και προσπαθειών κείμενα επιστημόνων σαν και αυτό που διαβάζουμε στις σελίδες της Επιθεώρησης του Βιβλίου, αποτελούν μια ενδοπανεπιστημιακή συζήτηση ειδικών για ειδικούς. Δεν έχει να κάνει ούτε με την ευαισθησία γραφής του κειμενογράφου, την εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση των θέσεών του, και προγενέστερων εργασιών του, την καλώς εννοούμενη δημόσια εικόνα του σαν επιστήμονα, σαν συγγραφέα, σαν γλωσσολόγο, σαν επιμελητή έργων. Εργασιών που του ανατέθηκαν παλαιότερα, σε μια συλλογική προσπάθεια από την Ακαδημία Αθηνών της έκδοσης και της κυκλοφορίας ενός Χρηστικού Λεξικού και να προσφερθεί στους Έλληνες. Και όπως γράφει ο συντάκτης της καλογραμμένης και βήμα το βήμα τεκμηριωμένης απάντησής του στην τελευταία σημείωση νούμερο 24. Υποστηλοτικές απαραίτητες,  διευκρινιστικές σημειώσεις και παραπομπές, όπως οφείλουν να διαθέτουν παρόμοιας υφής και διαπραγμάτευσης γραπτά. Γράφει λοιπόν ο κύριος Χαραλαμπάκης εναντίον του κυρίου ομοτράπεζου καθηγητή και ίδιου πεδίου ερευνών Γεωργίου Μπαμπινιώτη: «Δεν περίμενα, βέβαια, ανάλογη κατανόηση και γενναιοδωρία, ούτε όμως και τόσο πολλές ανακρίβειες και επικρίσεις σε ένα τόσο σύντομο κείμενο», σ. 22. Η μπηχτή αυτή, (όπως λέμε στην γλωσσική πιάτσα) έχει να κάνει σε αρνητικές υποδόριες ή εμφανείς αρνητικές κρίσεις για το έργο του το «Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας» που έγραψε ο κύριος Μπαμπινιώτης. Το μόνο που αναλογίζεσαι είναι ότι παντού τα πάντα, και ότι τέτοιες συγγραφικές  αψιμαχίες και αρνητικές προθέσεις σε βιβλία άλλων, συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες. Ακόμα και αν έχουν γλωσσολογικές ρίζες. Ένας άσχετος σε τέτοια ζητήματα δημόσιας εικόνας καθηγητών (δικαιολογημένες οι αιτιάσεις του κυρίου Χαραλαμπάκη) αντιδράσεις  θλίψεις και πικρίας, διαβάζοντας τις ορθές επιστημονικές επισημάνσεις της απάντησης του κυρίου Χαραλαμπάκη, στον έτερο ισότιμο «συνομιλητή του», ίσως να μην σταθεί μόνο στην ακροτελεύτια διαπιστωτική του κρίση, γράφει: «Οι από καθέδρας αοριστίες και ατεκμηρίωτες επικρίσεις του κ. Μπαμπινιώτη για ένα κατά γενική ομολογία καινοτόμο συλλογικό έργο μακράς πνοής της Ακαδημίας Αθηνών (και όχι του Χρ. Χαρα-λαμπάκη), τη σύνταξη του οποίου προσπάθησε να αποτρέψει με εκτενές άρθρο του στον Τύπο το 2003-επικρίσεις μάλιστα δημοσιευμένες στις πρώτες σελίδες του λεξικού του, και όχι σε ένα ειδικό περιοδικό, αποτελούν ομολογουμένως διεθνή πρωτοτυπία του κ. Γ. Μπαμπινιώτη η οποία προφανώς δεν συνάδει ούτε με την επιστημονική δεοντολογία ούτε με το ήθος ανθρώπων που κατείχαν μεγάλα δημόσια αξιώματα» σ. 21 θα συλλογιστεί ότι δύο ισότιμα πανεπιστημιακά μεγέθη «σφάζονται» με το μπαμπάκι μπροστά στα ταμεία τω βιβλιοπωλείων. Θα γελάσει όμως, με την ορθή επισήμανση του κυρίου Χαραλαμπάκη ότι ο έτερος καθηγητής και γλωσσολόγος καππαδόκης ενέγραψε το όνομά του σε βιβλίο του Χαρα-λαμπάκης. Με παύλα το διαχώρισε τις συλλαβές. Πάλι καλά που δεν έγινε άλλο λάθος και δεν έγραψε Χαρο-λαμπάκης. Αν δεν είναι σοβαρό, είναι πάντως πονηρά γουστόζικο. (Ας επιτραπεί αυτό το περιπαικτικό πλησίασμα του κειμένου που διάβασα. Από έναν μαϊντανό της κάθε ανάγνωσης). Και θα συμφωνήσει απολύτως με αυτά που γράφει παραπάνω στην ίδια σελίδα ο καθηγητής από την Κρήτη και ισχύουν για κάθε είδους και μορφής, τομέα έρευνας ή συγγραφικής εργασίας: «Όσοι λεξικογράφοι περνούν ατέλειωτες ώρες στη μοναξιά του ερευνητικού τους γραφείου, συνειδητά απερίσπαστοι από άλλες ενασχολήσεις, γνωρίζουν πολύ καλά ότι κανέναν ανθρώπινο έργο δεν μπορεί να είναι τέλειο, πολύ περισσότερο ένα λεξικό, οι συντάκτες του οποίου οι συντάκτες του οποίου προσπαθούν να δαμάσουν μικρό μόνο μέρος  από το χαοτικό υλικό της γλώσσας. Δεν μένουν οι ίδιοι ποτέ ευχαριστημένοι με το ανολοκλήρωτο από τη φύση του έργου τους και γι’ αυτό δείχνουν ανθρώπινη κατανόηση για ανάλογα εγχειρήματα ομοτέχνων τους». Μια πολύ εύστοχη και ακριβοδίκαιη παρατήρηση που οφείλουμε να γνωρίζουμε όλοι μας.  Ειδικοί και μη, συγγραφείς και κριτικοί.  Εκείνο που μου επιτρέπετε ίσως να προσθέσω, είναι δύο απλά πραγματάκια. Πιστεύω ότι  ένα Λεξικό διαβάζεται αν ο αναγνώστης έχει διάθεση και χρόνο, σαν ένα μεγάλου μεγέθους ανοιχτό πάντα σε ερωτήματα μυθιστόρημα. Ανεξάρτητα αν στην ζωή του διαπράττει σολοικισμούς, κάνει ορθογραφικά λάθη, παραπατάει γλωσσικά, συντακτικά αυθαιρετεί, αναιρεί κανόνες  σύνταξης και ορθογραφίας, προβαίνει σε λεκτικές αβλεψίες όταν γράφει ένα κείμενο, δημοσιεύει ένα άρθρο. Ο γλωσσικός πλούτος ή η γλωσσική πενία ενός ατόμου, δεν έχει να κάνει με την ψυχρή λογική των κανόνων και την παγιωμένη αντίληψη των τύπων περί του ορθού γλωσσικά και εν μέρει εκφραστικά αλλά, με την ζέση που βιώνει, τις εμπειρίες της καθόλου ζωής μας, στο πως μοιράζεσαι με τους διπλανούς σου τα προβλήματα του βίου σου. Τους τρόπους και τις εκδηλώσεις που κοινωνείς με το περιβάλλον σου. Θεωρείτε, ότι αν στο βιβλίο Γκίνες αναφέρονταν μόνο οι ανορθόγραφοι άνθρωποι επί της γης, θα έμενε κανένας μας και καμία μας απέξω;  Οι χώροι λατρείας των ελλήνων είναι γεμάτοι με αυθεντικές, αληθινές, αριστοκρατικές της φτώχειας ελληνικές ανθρώπινες υπάρξεις, που είναι «αγράμματες» γλωσσικά και συντακτικά, και όμως αιώνες τώρα κοινωνούν μια γλώσσα αυτοκρατορικού ένδοξου μεγαλείου της παράδοσής τους, των βυζαντινών εκκλησιαστικών κειμένων, των ύμνων και των κοντακίων του Ρωμανού του Μελωδού, του Ιωάννη του Δαμασκηνού, του Ανδρέα της Κρήτης, απλοί αγράμματοι Κρητίκαροι λυράρηδες και όμως κοινωνούν με το έπος του Ερωτόκριτου και των Δημοτικών Κρητικών Ασμάτων. Έλληνες που γνωρίζουν απέξω τσιτάτα του αρχαίου Ηράκλειτου, στίχους του Σοφοκλή, σπαράγματα της Σαπφώς. Δίχως να νοιάζονται για την ορθογραφική τους τυπολογία ή εκδοχή, τους αρκεί που τα νιώθουν, τα αισθάνονται, τα κουβαλούν μέσα στην ψυχή τους. Τα μεταφέρουν μέσω του προφορικού τους  λόγου, τις λαλιάς τους από γενιά σε γενιά, από στόμα σε αυτί. Εμπλουτίζοντάς τα. Αν ακούσουν την λέξη «ξηλάγκουρος» την λέξη «μουρόχαυλος», την λέξη «βρουμάρης» θα καταλάβουν αμέσως σε τι αναφέρεται ο άλλος, και δεν θα τους νοιάξει η ορθογραφική τυπολογία της λέξης αυτής. Το ψείρισμα ανακάλυψης της ρίζας της. Τα στραμπουλιγμένα λόγια που εκφέρει ο ηθοποιός Κώστας Χατζηχρήστος, τα λόγια με παράξενη ακουστική τυπολογία από την Σαπφώ Νοταρά, οι γλωσσικές χαριτομανιές της Μαρίκας Νέζερ, κοινωνούν έναν πολιτισμό ζωής κατανοητώ στους άλλους. Οι άνθρωποι γελάν δεν απορρίπτουν αφ’ υψηλού. Θέλω να πω, ότι πέρα της γλώσσας υπάρχουν και άλλοι τρόποι επικοινωνίας των ανθρώπων . Όταν πχ. ανοίγεις τον φούρνο και αισθάνεσαι την μυρωδιά ενός ωραίου φαγητού. Νιώθεις την γεύση του που σίγουρα δεν το μαγείρεψε κάποιος που δεν σε χωνεύει ή ξέρει περισσότερα γράμματα από εσένα. Όταν ακούς το θρόισμα των φύλλων και κοιτάς το δίπλα σου, δεν σε ενδιαφέρει στο πως θα γράψει την λέξη.  Η γλώσσα ανήκει στην συντεταγμένη κοινωνία, μόνο που, είδαμε και γνωρίσαμε ιστορικά πως συμπεριφέρονται οι γλωσσαμύντορες. Τέλος, γιατί να το κρύψομεν άλλωστε, η δική μας γενιά, βγήκε προβληματική γλωσσικά, μια και προέρχεται από ένα εκπαιδευτικό σύστημα επιβεβλημένο από το επτάχρονο δικτατορικό καθεστώς. Και οι μνήμες είναι μνήμες. Αρχαία, αρχαϊζουσα, καθαρεύουσα, δημοτική, η ομιλούμενη γλώσσα των οικογενειών μας, δημοτικιά των ιδεολογιών και των πολιτικών «μανιφέστων», η της δημοσιογραφικής γλώσσας ακουστική επιβολή. Μέχρι την καθιέρωση της γραμματικής του Τριανταφυλλίδη στα δημόσια κοινά, την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Ράλλη, και για μεγάλο χρονικό διάστημα μετέπειτα, τα γλωσσικά πράγματα στην χώρα μας παρέμειναν ανάστατα. Δεν χρειάζομαι γλωσσολόγο για να διαβάσω τον Ροϊδη, τον Ζαχαρία Παπαντωνίου. Τον Μητσάκη. Τον χρειάζομαι για να διαβάσω τον λαϊκό διανοούμενο Νίκο Καζαντζάκη. Που βρίσκεται και σε τι εστιάζεται η γλωσσική βλαχιά μας ημών των νεοελλήνων, είναι ένα άλλο θέμα. Στα τότε γλωσσικά ή στα σημερινά γκρίκλις. Η ζωή και τα προβλήματά της τα διαρκώς επανερχόμενα στην επιφάνεια του προσωπικού χρόνου των ανθρώπων είναι πάνω από ενδογλωσσικές καθαρότητες  και σεντραρίσματα μεταξύ γλωσσολόγων και «εκδοτικών συμφερόντων». Αν μας παγιδεύουν τα προβλήματα της ζωής, φανταστείτε πόσο μας παγιδεύουν τα προβλήματα περί καθαρότητας της γλώσσας και της Χρηστικής ή όχι αξίας των Ελληνικών Λεξικών. Αυτά και ο σώσον εαυτόν γλωσσικά σωθήτω. Η γλωσσική της Ατλαντίδος καθαρότητα μας αναμένει.

     Οι σελίδες 23 έως 37 είναι αφιερωμένες στον άγγλο ποιητή Τόμας Στερν Έλιοτ, και στην κριτική της νέας μετάφρασης  του έργου του Waste Land, από τον ποιητή και μεταφραστή, καθηγητή Χάρη Βλαβιανού, που εκδόθηκε πριν μερικούς μήνες, «Η Άγονη Γη» από τις εκδόσεις Πατάκη 2020. Στο «αφιέρωμα» στον άγγλο ποιητή και την νέα μετάφραση της «Έρημης Χώρας», όπως την απόδωσε ο Γιώργος Σεφέρης, Γράφουν: Ο ιστορικός της Τέχνης, συγγραφέας και μεταφραστής Μίλτος Φραγκόπουλος, «Τ. Σ. Έλιοτ: η πλήξη, η φρίκη και το μεγαλείο», σ. 23-24. Η επίκουρη καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας του τμήματος Φιλολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Ιωάννα Ναούμ: «Waste Land” : ένα ελεγειακό έπος για την άγονη γη και ένα γόνιμο μεταφραστικό εγχείρημα», σ. 25-26. Η φιλόλογος αγγλικής γλώσσας μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Δημιουργικής Γραφής του ΕΑΠ και του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας, Άννα Βασιάδη, «Έρημη Χώρα» ή «Άγονη γη»; Σ. 27-30. Και ο ομότιμος καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ποιητής Νάσος Βαγενάς, «Άγονη γη» ή «Έρημη Χώρα», σ. 31-37. Ένα κείμενο που ολοκληρώνει παλαιότερες εργασίες του ποιητή πάνω στις δυσκολίες  και μεταφραστικές αστοχίες της Σεφερικής  προσπάθειας. Τα μεταφραστικά προβλήματα του Γιώργου Σεφέρη, έχουν έρθει στην επιφάνεια εδώ και μερικές δεκαετίες. Αντιρρήσεις,  αρνήσεις και ενστάσεις, έχουν εκφραστεί από ποιητές, δοκιμιογράφους, καθηγητές. Βλέπε Αντρέας Καραντώνης, Νάσος Βαγενάς, Ξενοφών Κοκόλης, και άλλοι. Επειδή το θέμα είναι αρκετά ενδιαφέρον, δηλαδή της ορθότητας ή μη των μεταφράσεων έργων του άγγλου μοντερνιστή ποιητή από τον έλληνα ομότεχνό του, σκέφτηκα ότι ίσως η ξεχωριστή του διαπραγμάτευση στο επόμενο σημείωμα θα ήταν σωστότερο. Γνωρίζοντας από παλαιότερες εργασίες μου, τα Σεφερικά προβλήματα της έκδοσης του «Άσματος Ασμάτων», από τον νομπελίστα ποιητή. Και ακόμα, έχοντας πάνω στο τραπέζι και τα σχετικά, απαραίτητα δημοσιεύματα και βιβλία, άρθρα που εμπλέκονται με το θέμα. Καθώς όλοι μας έχουμε διαπιστώσει, ότι από το 1933 όταν στο περιοδικό «Κύκλος» χρόνος Β΄, τεύχος 5/7, 1933, σ.185-203 του Απόστολου Μελαχρινού-έπειτα από βεβιασμένη προτροπή του ποιητή Νικήτα Ράντου (Νικόλαου Κάλας), ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης μεταφράζει την Waste Land, ως«Ερημότοπος», η φροντίδα έρευνας και μετάφρασης για το έργο αυτό είναι διαρκής. Και, από την μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη και την --δημοσίευση στο περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα» χρόνος Β΄, τεύχος 7-8/7,8, 1936, σ.652-689 του Αντρέα Καραντώνη, και την ίδια χρονιά αυτόνομα σε βιβλίο, με τον τίτλο «Έρημη Χώρα» όπως τα επόμενα χρόνια καθιερώθηκε στην ποιητική επικράτεια, ο δρόμος της «Ελιοτομανίας» θα μπορούσαμε να σημειώσουμε, είναι ανοιχτός, και το ποίημα αυτό του Έλιοτ πολυμεταφραζόμενο. Ο Νάσος Βαγενάς μας μιλά για περισσότερες από δεκαπέντε μεταφράσεις. Απασχόλησε έλληνες ποιητές, πεζογράφους, ποιήτριες. Ο γράφων έχει διαβάσει έξι τουλάχιστον μεταφράσεις του έργου, μέχρι την σημερινή από τον ποιητή Χάρη Βλαβιανό που την αποδίδει ως «Άγονη Γη», Ενώ πέρσι ο Συμεών Γρ. Σταμπολού την αποδίδει ως «Η Έρημη Γη» το μεταφραστικό πρόβλημα όπως το προσδιόρισε ο Πάτροκλος Γιατράς, είναι παρών. Ακόμα και μέσα από παρωδιακές ατραπούς ανάγνωσης όπως είναι η ποιητική σύνθεση του Ηλία Λάγιου, ή μπορχεσιανή αυτοδίδαχτη προσωπικότητα του Γιατρά. Στο επόμενο σημείωμα θα προβώ σε μια καταγραφή αυτής της διαδρομής μέσα στον χρόνο και σε κείμενα, βασιζόμενος σε πηγές και μεταφράσεις που γνωρίζω, δίνοντας ένα μικρό συγκεντρωτικό πανόραμα πληροφοριών, θετικών και αρνητικών δημοσιεύσεων που έχουν γραφεί. Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας της νέας μετάφρασης του έργου από τον Χάρη Βλαβιανό και των δημοσιευμάτων της «The Athens Review”.

Ο Δημήτρης Δημοκίδης, μεταφράζει την διάλεξη του Στέφαν Τσβάιχ: «Η ιστοριογραφία του αύριο», σ. 38-42. Γράφει ο Τσβάιχ μισό αιώνα πριν:

«Όσο διαφορετικές και αν είναι οι απόψεις μας, αυτές σε ένα πράγμα συμπίπτουν από την μια άκρη της Γης ως την άλλη στο ότι ο κόσμος μας έχει βυθιστεί σε μια κατάσταση ανωμαλίας, σε μια βαριά ηθική κρίση. Ιδιαίτερα, αν ρίξει κανείς το βλέμμα στην Ευρώπη, δεν μπορεί παρά να αποκομίσει την αίσθηση ότι όλοι οι λαοί και όλα τα έθνη της βρίσκονται σε μια κατάσταση παθολογικής αψιθυμίας. Αρκεί η παραμικρή αφορμή για να προκληθεί αναστάτωση. Οι δυσάρεστες ειδήσεις γίνονται ευκολότερα πιστευτές από ό,τι οι ελπιδοφόρες. Τόσο τα άτομα όσο και οι φυλές, οι τάξεις, τα κράτη μοιάζουν να τείνουν προς το αμοιβαίο μίσος παρά προς την συνεννόηση. Ούτε τα άτομα ούτε τα έθνη προσβλέπουν με εμπιστοσύνη σε μια ειρηνική και παραγωγική εξέλιξη. Αντιθέτως, όλοι εμείς στην Ευρώπη ζούμε υπό το κράτος του φόβου ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να συμβεί μια φοβερή έκρηξη…..».

    Το κείμενο του Τσβάιχ είναι προφητικό και επίκαιρο, καθώς αντιμετωπίζει τα διεθνή και ευρωπαϊκά προβλήματα όχι με τη ματιά ενός ψυχρού ιστορικού, που ίσως έμαθε να ερμηνεύει τα πράγματα κάτω από δύο μόνο ιστορικούς φωτισμούς, νικητές και ηττημένοι, αλλά με τις ατομικές και συλλογικές  ψυχολογικές εντάσεις των συναισθημάτων των ανθρώπων, που βιώνουν άμεσα, δραστικά και καταστροφικά τα αποτελέσματα ενός πολέμου, αλλά και τα επιτεύγματα της ειρηνικής περιόδου. Όπως ο ίδιος και πάλι αναφέρει, η σχολική διδαχή της Ιστορίας, διαμορφώνει συνειδήσεις και προκαλεί μίση ή θετικά συναισθήματα. Μας διαπλάθει και διαπαιδαγωγεί σαν ιστορικές  μονάδες σε αντιδιαστολή με τους μαθητές των άλλων κρατών. «Όμως να που τώρα κρατούσα στα χέρια μου το παλιό, μισοδιαλυμένο βιβλίο (εννοεί το σχολικό βιβλίο ιστορίας) και μαζί μ’ αυτό να δω με φρέσκο βλέμμα το είδος της Ιστορίας που διαμόρφωσε την παρούσα γενιά. Άρχισα να διαβάζω και πραγματικά πάγωσα- Χριστέ μου, έτσι μας έχουν μεταδοθεί, σ’ εμάς, τα καλόπιστα, τα ανίδεα νεαρά πλάσματα, η Ιστορία του κόσμου; Με τόσες αναλήθειες, τόσες ανακρίβειες, τόσες σκοπιμότητες;  Με μια ματιά αντιλήφθηκα, αυτό που ήταν αδύνατον να συλλάβει το μυαλό των νεαρών παιδιών που ήμασταν τότε, το ότι δηλαδή ξ Ιστορία ήταν κατασκευασμένη, χρωματισμένη, πλαστογραφημένη, και μάλιστα με τρόπο εσκεμμένο και μελετημένο. Είδα ξεκάθαρα ότι, καθώς το βιβλίο, είχε τυπωθεί στην Αυστρία και είχε εγκριθεί ως διδακτικό εγχειρίδιο για τα Αυστριακά σχολεία, όφειλε να εμφυσήσει στον νεαρό μαθητή την αντίληψη  ότι το παγκόσμιο Πνεύμα, με τις χιλιάδες εκφάνσεις του χρονικά και τοπικά, ένα και μόνο τελικό σκοπό είχε: το μεγαλείο της Αυστρίας και της αυτοκρατορίας της…..» Οι σκέψεις αυτές, δεκάδες χρόνια από τότε που διατυπώθηκαν από τον συγγραφέα και στοχαστή δεν παραμένουν ένα εκπαιδευτικό και ίσως και πολιτικό ζητούμενο; Σίγουρα θα έχουν εκδοθεί και άλλα μελετήματα, σίγουρα ο αναγνώστης της Αθενς Ριβιού θα γνωρίζει και θα έχει ξεφυλλίσει το περιοδικό  «Ιστορικά», που εκδίδει ο εκδοτικός οίκος Μέλισσα, ας αναφέρω όμως έναν τίτλο που έχει ο γράφων διαβάσει τον τόμο: Marc Ferro, «Πως αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο», μετάφραση Πελαγία Μαρκέτου, πρόλογος Σώτη Τριανταφύλλου, εκδ. Μεταίχμιο 2016, σ. 556, τιμή 18,50 ευρώ. Σαν συμπλήρωμα στις σκέψεις και τις προφητικές κρίσεις ενός πραγματικά σπουδαίου συγγραφέα.

   Η Αθηνά Δημητριάδου, φιλόλογος και μεταφράστρια, μας παρουσιάζει το αμετάφραστο στα ελληνικά βιβλίο J. M. Coetzee, The Death of Jesus, Harvill Secker, 2020, 208 pp. Στην κριτική της με τίτλο: «Ο Ιησούς του Τζ. Μ. Κουτσύ», σ.43-45. Όπως γράφει η μεταφράστρια: «είναι μια κατά βάση ελεύθερη διασκευή της ιστορίας του Ιησού μέχρι την προεφηβική ηλικία. Παράλληλα είναι η ιστορία ενός προσφυγόπουλου που ξυπνάει από την μία μέρα στην άλλη σε μια άγνωστη γη, χωρίς χαρτιά, χωρίς έναν δικό του άνθρωπο δίπλα του, ξένο ανάμεσα σε ξένους σ’ έναν τόπο που εκ πρώτης όψεως δεν μοιάζει και τόσο αφιλόξενος, έχοντας να αντιμετωπίσει συν τοις άλλοις και μια ξένη γλώσσα».  Το βιβλίο που αποτελεί την σειρά μιας τριλογίας του συγγραφέα, ο ποίος μας είναι γνωστός στην Ελλάδα από άλλα του βιβλία που έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, θεωρώ ότι αντικατοπτρίζει την σημερινή εικόνα των παιδιών των προσφύγων και μεταναστών Των ασυνόδευτων προσφυγόπουλων που οι ισχυροί της γης, θέλοντας να εκμεταλλευτούν τον πλουτοπαραγωγικό πλούτο της πατρίδας τους, κατασκεύασαν κάλπικα εθνικά διλήμματα με σκοπό τους πολέμους και τις πολεμικές συρράξεις. Κατεδαφίζοντας χώρες, βομβαρδίζοντας αμάχους, σκοτώνοντας αθώους ανυπεράσπιστους κατοίκους των χωρών αυτών. Με επακόλουθο, το προσφυγικό και μεταναστευτικό πρόβλημα.  Οι ανθρωπιστικές μεγαλοστομίες των πολιτισμένων κρατών, αυτών που στηρίζουν το δικανικό πολιτιστικό  τους σύστημα σε αρχές της χριστιανικής φιλανθρωπίας ή της μουσουλμανικής ανοχής απέναντι στους ξένους, δεν είναι παρά το πρόσχημα για την επέκταση των αποικιακών τους βλέψεων. Οι εμπορικοί επεκτατισμοί και πόλεμοι, είναι οι αιτία της προσφυγιάς και ιδιαίτερα, της νεανικής, των παιδιών προσφυγιάς. Τα άλλα, είναι για τις συσκέψεις των αργόσχολων πολιτικών, και των διοικητικών στελεχών των μεγάλων και διεθνών οργανισμών. Όπως είναι ο ΟΗΕ. Αυτό το μεγάλο σύγχρονο «τσίρκο» των ημερών μας. Που είναι τόσο αναποτελεσματική η παγκόσμια συμβολή του, όσο είναι ο επόμενος πόλεμος που προετοιμάζουν τα ισχυρά βιομηχανικά και εμπορικά κράτη.

  Από τις σελίδες 46-48, έχουμε το κείμενο του Πέτρου Μαρτινίδη, «Το τέλος της παραλογοτεχνίας …. And all that jazz”. Αν και το δεύτερο σκέλος του τίτλου θυμίζει την γνωστή και αγαπημένη κινηματογραφική ταινία του Μπομ Φος, Το κείμενο ακολουθεί την θεματολογική πεπατημένη και το προσωπικό ύφος του συγγραφέα που μας έχει συνηθίσει μέχρι τώρα στην συγγραφική του διαδρομή.

Ακολουθεί ένα κείμενο από τον ΓΚΛΕΝ Γ. ΜΠΑΟΥΕΡΣΚΟΚ, «Η ανακάλυψη του χρόνου», σ. 49-52.  Είναι μια μεταφορά από την “The New York Review of Books”,  Paul J. Kosmin: «Ο χρόνος και οι αντίπαλοι του στην αυτοκρατορία των Σελευκιδών» μια βιβλιοκριτική από την αμερικάνικη έκδοση, ενός πολύ ειδικού ιστορικού βιβλίου. Ενταγμένου μέσα στην καθόλου ιστορία του ελληνορωμαϊκού κόσμου, των οραματισμών και φιλοσοφικών δοξασιών των ανθρώπων της εποχής. Της επιστήμης και της κοινωνίας.

     Οι εκδόσεις «Περισπωμένη» το 2019, εξέδωσαν μια δίγλωσση έκδοση του έργου του Φρειδερίκου Νίτσε: «Για τη Φιλολογία» Θέσεις και αφορισμοί. Επιλογή κειμένων, μετάφραση-επιλεγόμενα: Βασίλειος Π. Βερτουδάκης, σελίδες 120. Ο Κοσμάς Ρασπίτσο από το Πανεπιστήμιο της Πάτρας μας παρουσιάζει το βιβλίο κάτω από τον λιτό τίτλο: «Ο Νίτσε για τη Φιλολογία», σ.53-54. Το άρρηκτο και διαρκές «υπαρξιακό δέσιμο» του Νίτσε με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, έρχεται να «υπενθυμίσει με πρωτότυπο τρόπο η ιδιαίτερα εμπεριστατωμένη και έγκυρη μελέτη του Βασίλειου Π. Βερτουδάκη, επίκουρου καθηγητή αρχαίας ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με τίτλο Φ. Νίτσε Για τη Φιλολογία. Θέσεις και αφορισμοί», γράφει στην αρχή της παρουσίασης του βιβλίου ο Κοσμάς Ρασπίτσο, σ. 53. Η δίγλωσση αυτή ανθολόγηση αποσπασμάτων μας δίνει για μία ακόμα φορά, να ανακαλύψουμε την σκέψη του σημαντικότερου φιλοσόφου του αιώνα του ρομαντισμού και των κατοπινών χρόνων.  Ο Γερμανός φιλόσοφος υπήρξε τόσο «αρχαιόπληκτος» με την καλή και ευρύτερη έννοια του όρου, όσο ο Ιωάννης Βίνκελμαν με την αρχαιοελληνική αισθητική και ιδανική ομορφιά. Στις περισσότερες μελέτες και εργασίες του Νίτσε και όχι μόνο στο γνωστό έργο του «Η Γέννηση της Τραγωδίας» όπου μας μιλά για το Απολλώνιο και Διονυσιακό πνεύμα, ο Νίτσε είναι εμβαπτισμένος μέσα στον λόγο ποιητών και φιλοσόφων του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Ανακαλύπτουμε τις Πλατωνικές του επιρροές, τις αντίστοιχες Αριστοτελικές, ακόμα και από τους Προσωκρατικούς τους λεγόμενους υλιστές ή φυσιοκράτες φιλοσόφους. Το 1997 οι εκδόσεις Ζήτρος από την Θεσσαλονίκη, εξέδωσαν έναν τόμο, που περιέχει κείμενα ελλήνων και ξένων μελετητών για τον σαλό φιλόσοφο και την σχέση του με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και παράδοση.  Κείμενα σαν του Δημήτρη Λαμπρέλλη και της Τερέζας Πεντεζοπούλου-Βαλαλά, για να αναφέρω μόνο τις ελληνικές συμμετοχές, τις δύο από τις πέντε συνολικά μελέτες φωτίζουν την ματιά μας και προσδιορίζουν το βλέμμα μας στο να κατανοήσουμε ανετότερα την παρουσία του βιβλίου του κυρίου Βασίλειου Π. Βερτουδάκη, που βιβλιοπαρουσιάζεται από τις σελίδες της The Athens Review of books.

    Ένα μεγάλο και ανοιχτό πεδίο έρευνας, συνεχώς εμπλουτιζόμενο και διαρκώς εξεταζόμενο από πολλές πλευρές και από επίσημους και ανεπίσημους συγγραφείς, από λαικούς συλλέκτες και τραγουδοποιούς, καθηγητές και λαογράφους, ιστοριοδίφες τοπικών περιοχών, επίκαιρο μέχρι «σκασμού» είναι το θέμα που μας παρουσιάζει ο Μάνος Αχαλινωτόπουλος, στην βιβλιοκριτική του για την έκδοση των δοκιμιακών αφηγημάτων του κριτικού, μεταφραστή και ποιητή κυρίου Παντελή Μπουκάλα: «Κόκκιν’ αχείλι εφίλησα. Το ταξίδι  του φιλιού και ο έρωτας σαν υπερβολή. Πιάνω γραφή να γράψω…. Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι» -3 Άγρα, Αθήνα 2019, σελ. 856. Ο τίτλος της κριτικής είναι: «Το δημοτικό τραγούδι ως ολικό γεγονός» Τα ερωτικά δημοτικά τραγούδια, ένας κόσμος πάθους και παραφοράς, σ. 55-56 Θεωρώ ότι, πρώτον αν δεν έχεις γευτεί ακουστικά και ηχητικά τον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού, αν δεν έχεις σιγοψιθυρίσεις τους ανώνυμους στίχους, αν δεν έχεις ζωγραφίσει με την φαντασία σου τις εικόνες του, αν δεν έχεις αισθανθεί τα καθημερινά βιώματά του της αγάπης και του έρωτα, δεν έχουν νιώσει τα εσώψυχά σου αυτό το ρίγος να σε πλημμυρίζει, αυτήν την τρεμούλα να σε ταρακουνά, την ροή του λόγου του που σαν ποτάμι φουρτουνιασμένο ζητά να σε παρασύρει δεν μπορείς να μιλήσεις για το Δημοτικό Τραγούδι. Την αθωότητά του, την αγνότητά του, την φρεσκάδα του, την τολμηρότητά του, την σπιρτάδα του, τα τσακίσματα του ρυθμού του, την μελωδική του διάθεση. Την φυσικότητά του. Ένας δημοτικός λόγος όλος ενάργεια, παραστατικότητα, μουσικότητα, εσωτερικής τελετουργίας, γλωσσική τολμηρότητα. Ο λόγος των Δημοτικών μας τραγουδιών, είναι γεμάτος χρώματα, μυρουδιές, γεύσεις, αφές, αισθήσεις, προκλήσεις και ονειρικές προσκλήσεις. Χρώματα από όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Από το μαύρο και το άσπρο της ζωής. Από το γαλάζιο του ουρανού και το θαλασσί της θάλασσας. Το ανθρώπινο σώμα όμορφο, ζουμερό μπροστά στην ερωτική σκηνή της ζωής φωτίζεται και δηλώνεται ποικιλοτρόπως. Ένας λαϊκός, ανώνυμος λόγος παραφοράς, μέθης, πάθους, ζήλειας και ευτυχισμένων στιγμών. Ζεύγη αισθήσεων και ανατριχίλες ηδονής.  Αβίαστος λόγος, αβίαστες εικόνες με την αυθεντικότητα και την φυσικότητα που προσφέρει η ίδια η φύση. Ο λόγος κοσμείται από τις μυστικές φυσικές λειτουργίες της φύσης, και τα ανθρώπινα ένστικτα βρίσκουν τους φυσικούς τους ρυθμούς και σκοπό. Το πανόραμα του λόγου ξεκινά από τον Δάφη και την Χλόη και φθάνει μέχρι τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Και από τον δημοτικό λόγο του Διονυσίου Σολωμού στους στίχους του ποιητή Μιχάλη Γκανά. Από τις συλλογές των δημοτικών τραγουδιών από τον Πασώφ στον δημοτικό ερωτικό λόγο του ποιητή Νίκου Γκάτσου. Δημοτικά ερωτικά τραγούδια αηδονιών κελάιδισμα. Δελφινιών σφυρίγματα. Θροίσματα φύλλων. Πέταλα λουλουδιών.  Άχραντα μυστήρια αισθήσεων. Μέλος των μελών της ανθρώπινης σωματικής πρόθεσης. Το μόνο που μπορούμε να σημειώσουμε είναι, να αγοράσουμε τις εργασίες αυτές του Παντελή Μπουκάλα. Και μόνο η υπογραφή του ονόματός του, αποτελεί εγγύηση αξιόλογης εργασίας, προσεγμένης ενδελεχής έρευνας, γκαραντί συμπεράσματα.

Ακολουθεί το κείμενο του καθηγητή φιλοσοφίας Τζεράλντ Ποστέμα: «Προδίδουμε τη δημοκρατία», σ. 57-60, σε μετάφραση του Κώστα Ν. Κουκουζέλη. Ενώ η ύλη του περιοδικού κλείνει με την μελέτη του Κωνσταντίνου Α. Παπαγεωργίου: «Τζέραλντ  Πόστεμμα: Ο φιλόσοφος που δεν ξέχασε την ιστορία των νομικών ιδεών», σ. 60-62.

Αυτό είναι το μικρό σεριάνισμα στην ύλη της λογοτεχνικής επιθεώρησης   The Athens Review of books. Που μας δροσίζει αναγνωστικά μέχρι το επόμενο καινούργιο τεύχος της.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, 1 Οκτωβρίου 2020             

     

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

                 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου