ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΣΤΟ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ (εντυπώσεις)
Του Βασίλη Μοσκόβης,
περιοδικό Νέα Εστία τχ. 1161/15-11-1975, έτος ΜΘ΄, τόμος 98ος, σ.
1511-1516.
Α΄
Το «Πανορμίτης» αράζει στο λιμάνι κατά τη μιά μετά τα μεσάνυχτα. Επί τέλους πατάμε το πόδι μας στην πατρίδα των καπετανέων και των θαλασσομάχων πού στις δόξες της είχε 16.000 κατοίκους, 800 σπίτια και 500 ιστιοφόρα μεγάλα και μικρά. Και δεν είχε μονάχα υλικά πλούτη και μεγαλεία μα και πνευματική ακτινοβολία. Οι ιερές σκιές του δασκάλου του Γένους Αχιλλέα Διαμαντάρα, λαογράφου και ιστορικού, και του λεπτότατου ποιητή Μιχαήλ Πετρίδη, θαρρείς, πώς μας καλωσορίζουν, μακάριοι ίσκιοι, στο νησί του που είχε γίνει κ’ αυτό ίσκιος και φάντασμα του ένδοξου παρελθόντος του. Αλήθεια! Το μεταμεσονύχτιο Καστελλόριζο μοιάζει με παραμυθένια χώρα γεμάτη φαντάσματα. Οι λίγοι άνθρωποι που περιμένουν στο μουράγιο τονίζουν αντί να σπάνε τη μοναξιά και την εγκατάλειψη. Ένα κότερο βαμμένο κατάμαυρο σε στυλ κουρσάρικης καραβέλας αράζει αθόρυβα με μαζεμένα τα πανιά. Τα κατάρτια του υψώνονται στο σκοτεινό ουρανό σαν απομεινάρια στοιχειωμένου πλεούμενου πού ταξιδεύει ακυβέρνητο μέσα στο χρόνο. Η σουηδική σημαία και τ’ όνομά του Metaux Bixelkrok (γυναίκα; Τοπωνύμιο;) είναι τα μόνα ζωντανά στοιχεία. Θυμίζει το καράβι του «ιπτάμενου Ολλανδού». Κανένας άνθρωπος δε φαίνεται στο κατάστρωμα. Όλα είναι νεκρωμένα, όλα κοιμούνται! Δυό μετά τα μεσάνυχτα. Καιρός κι’ εμείς να πλαγιάσουμε στο άνετο ξενοδοχείο «Μεγίστη». Αύριο την αυγή έχουμε πολλή δουλειά.
Για να γνωρίσης ένα τόπο, μικρό ή μεγάλο, πρέπει πρώτα να τον αγαπήσεις. Εγώ αγαπούσα από μικρός το Κατελλόριζο. Μου το είχε γνωρίσει ο ποιητής Μιχ. Πετρίδης που στάθηκε ένας από τους δασκάλους μου και μ’ έχει κάμει να ξέρω από παιδί την ιστορία, τα ήθη κι’ έθιμα, τις εκκλησίες, τις τοποθεσίες κι’ όλες τις ομορφιές της πατρίδας του πού ζωντάνεψε με τους στίχους του και νοσταλγούσε ως το θάνατό του μέσα στους θορύβους της Αθήνας. Με ξεναγούς, λοιπόν, το νεκρό ποιητή κι’ ένα νεαρό Καστελλοριζιό, τον Κυριάκο Χονδρό, του γεμάτου τρυφερότητα και πόνου βιβλίου «Μικρό μου Καστελλόριζο» ξεκινώ την άλλη μέρα να γνωρίσω κι’ από κοντά το νησάκι που η νοσταλγία του με κυνηγά από μικρό παιδί. Διπλά τυχερός, αφού στην πραγμάτωση του πόθου μου με ξεναγεί το παρελθόν και το παρόν του Ακρίτα του Ελληνικού Νότου.
Ο πρώτος γύρος με τα συμπαθητικά μαγαζάκια και τους συμπαθητικούς ανθρώπους πού σε καλωσορίζουν σαν φίλο ακριβό με κάνει να νομίζω πώς βρίσκομαι στην πατρίδα μου τη Σύμη. Τα ίδια διώροφα σπίτια με μπαλκόνια και καμάρες, τα καγκελωτά παραθύρια με το βυζαντινό τόξο κι’ η ίδια διάφανη θάλασσα, σαν πρασινογάλαζη οπαλίνα. Καστελλόριζο- Σύμη. Δυό αδερφικά νησιά με τις ίδιες παλιές δόξες και το ίδιο σήμερα τραγικό πεπρωμένο. 16. 000 κάτοικοι τότε στο Καστελλόριζο, 260 μονάχα σήμερα. 25. 000 τότε στη Σύμη, 3.500 σήμερα!
Έρημα και μισογκρεμισμένα τ’ αρχοντικά πλαισιώνουν τα γραφικά καλντερίμια σαν φαντάσματα. Οι σκαλισμένες με μεράκι πόρτες σαπίζουν κι’ οι αυλές είναι γεμάτες τσουκνίδες κι’ αγριοσυκιές. Οι εκκλησιές μονάχα, οι θαυμάσιες εκκλησιές του Καστελλόριζου, μένουν ορθές. Τις προσκυνούμε την μια μετά την άλλη: τον Άη Κωνσταντίνο, τον Άη Νικόλα και Δημήτρη του Κάστρου, την Αγία Παρασκευή, τον Άη Φανούρη, τον Άη Μερκούρη και τον Άη Γιώργη του Λουκά. Στεκόμαστε με δέος κάτω από τις μεγαλόπρεπες αψίδες του τελευταίου. Δώρο του μεγάλου ευεργέτη του νησιού Λουκά Σαντραπέ, που έχτισε και τη γνωστή Σαντραπεία Αστική Σχολή, συνδυάζει τη μαστοριά με τον πλούτο. Οι ολομάρμαροι κίονες κι’ εκείνος ο άμβωνας με τα λιοντάρια και τους ιππόκαμπους, τις ανάγλυφες σαν δαντέλα κεφαλές των αγγέλων σ’ ανεβάζουν ψηλά στο θρόνο του παντοκράτορα. Μιά ρήση χαραγμένη στην περγαμηνή που κρατά ο Άη Σάββας ακουμπισμένος στο ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι του κλείνει όλο το σκληρό αγώνα του ανθρώπου να φτάση στο Θεό: «Όστις σώμα ενίκησεν, ούτος φύσιν ενίκησεν. Ο δε φύσιν νικήσας πάντως υπέρ φύσιν εγένετο».
Μετά το προσκύνημα στους ναούς του λιμανιού μας ξεκουράζει ένα κέρασμα στο σπίτι της Ειρήνης Ελευθερίου. Μας προσφέρει σταφύλια και δροσερά φραγκόσυκα του Καστελλόριζου. Θέλουμε να τα γευτούμε στο μαγεριό, πλάϊ στη τσιμιά, στο πλατύ τζάκι με την πυροστιά, μα η οικοδέσποινα επιμένει ν’ ανεβούμε στη σάλα με το βενέτικο καθρέφτη, τα σκαλιστά τραπεζάκια, τα κεντημένα κάδρα και τις φωτογραφίες, φωτογραφίες προγόνων και παιδιών ξενιτεμένων σ’ όλα τα μάκρη της οικουμένης. Τι συγκινητικά τεκμήρια αυτές οι φωτογραφίες, που στολίζουν όλα τα σπίτια των νησιών μας, της τραγικής μοίρας της φυλής μας!
Ο Κυριάκος Χονδρός, πού στην περιπλάνησή μας ζωγράφισε το γλυπτό διάκοσμο από τις πόρτες που συναντήσαμε, πιάνει κουβέντα με τους εργάτες που καθορίζουν από τα παλιά υλικά ένα οικόπεδο. Πληρώνονται, όπως μας λένε, από την «Οικονομοτεχνική Εταιρεία Αναβιώσεως Μεγίστης- Καστελλορίζου" που έχουν ιδρύσει οι ξενιτεμένοι στην Αυστραλία. Η εταιρεία αναλαβαίνει να παραδώσει καθαρισμένο το οικόπεδο σε όποιον θέλει να χτίση καινούργιο σπίτι στο χώρο που του ανήκει από τους προγόνους του. Τί να πρωτοθαυμάση κανένας σ’ αυτούς τους 14.000 Καστελλοριζιούς της Αυστραλίας που βοήθησαν στο χτίσιμο του τουριστικού ξενοδοχείου και που εξακολουθούν να δουλεύουν ασταμάτητα για την αναβίωση του νησιού τους.
Ένα βιαστικό γεύμα στο πεντακάθαρο μαγαζί του Οικονόμου Παπουτσή με λαχταριστούς σκάρους, μιά σύντομη ξεκούραση, και τ’ απόγευμα το πρώτο ανέβασμα στα μοναστήρια και στα ξωκκλήσια που στολίζουν σαν αητοφωλιές τα ψηλά βουνά του νησιού:
Σαν περιστέρι
τρεχαντήρι θα με πάρη
Αραξοβόλι μεσ’ στους
κόρφους σου να βρω
Ν’ ανέβω στον
Άη-Γιωργή τον Καβαλλάρη.
Οι στίχοι του ποιητή μας ακολουθούν καθώς ανηφορίζουμε το κακοτράχαλο μονοπάτι πού φιδοσέρνεται από το γιαλό ως την πιο ψηλή κορφή. Η Αγία Τριάδα, η Παναγιά του Παλαιόκαστρου, η Αγία Μαρίνα, οι Άγιοι Ανάργυροι απλώνουν τις άσπρες φτερούγες τους στο δυσμικό ουρανό κ’ η μαγεία κορυφώνεται όταν ατενίζουμε το θρυλικό μοναστήρι του Άη Γιώργη του Καβαλλάρη. Το χαιρετούμε σαν παλιό φίλο γιατί τον ξέρουμε από τις περιγραφές του Μιχ. Πετρίδη. Περνούμε το χορταριασμένο προαύλιο με τη διπλή σειρά των ερειπωμένων κελιών πού έχουν γνωρίσει τόσα μεγαλεία. Ο ξεναγός μου ανοίγει την πόρτα του καθολικού από το υπέρθυρο του οποίου ο πολεμιστής άγιος, ρημαγμένος κι’ αυτός από το χρόνο και την εγκατάλειψη, μας χαμογελά και προχωρούμε στο μισοσκότεινο ναό. Οι μορφές των αγίων ξαφνιάζονται από το φώς των κεριών που ανάβουμε. Αμέτρητα βυζαντινά μάτια μας παρακολουθούν καθώς προσπαθούμε ν’ ανάψουμε τα καντήλια και γονατίζουμε μπροστά στην κατακόμβη του Αγίου Χαράλαμπου όπου ρέει το δροσερό ανάμα από τα πανάρχαια χρόνια.
Το δειλινό μπαίνει διακριτικά από τα παράθυρα κι’ οι στίχοι του ποιητή μας μιλούν σαν παράπονο και συγκρατημένος λυγμός:
Τ’ ασημοκάντηλα της
χάρης του θ’ ανάψω
κ’ ενώ θα πέφτη
χρυσαφί το δειλινό
την καταφρόνια σου,
Μεγίστη, εγώ θα κλάψω.
Βγαίνουμε ελαφροπάτητα σα να φοβόμαστε μήπως ξυπνήσουμε αγαπημένο νεκρό. Οι μενεξέδες του σούρουπου σβήνουν τα βυσσινιά ρόδα του δειλινού κι’ από την κορφή που βρισκόμαστε, το Καστελλόριζο φαίνεται σα μακρινή παραμυθένια χώρα που τη γαλήνη της φρουρεί ο πολέμαρχος άγιος με κάθε λογής κατοικίες κι’ ονόματα: Άη Γιώργης του Λουκά, του Πηγαδιού, του Κάστρου, το Φτωχουλάκι, Άη Γιώργης της Ρώ! Το Καστελλόριζο, νησί ναυτικών κι’ εμπόρων, έχει αναλογικά τους περισσότερους Άη Γιώργηδες σ’ όλη την Ελλάδα. Συγκινητικό και δυσεξήγητο φαινόμενο.
Β΄
Το μοτέρ της βάρκας του Νικόλα Σαμψάκου μας ξυπνά την αυγή της δεύτερης μέρας. Θα μας πάρη στην περίφημη Γαλάζια Σπηλιά που ο μακαρίτης Βιτόριο Εμμανουέλε χαρακτήρισε πιό ωραία κι’ από την κοσμοξάκουστη σπηλιά του Κάπρι. Επειδή επικρατεί άγνοια και σύγχυση πάνω στο θέμα αυτό, πρέπει να το ξεκαθαρίσουμε. Δεν υπάρχει μόνο μία σπηλιά αλλά πέντε: Η Τρύπα του Παραστά, το Φωκιαλίκι ή Τρύπα, η Σπηλιά Κολόνες, η Σπηλιά του Αρναούτη, και στο πίσω μέρος του νησιού η Σπηλιά του Κατραντζή. Απ’ όλες αυτές μόνο το Φωκιαλίκι ή Τρύπα είναι προσιτή κι’ έχει ονομαστή Γαλάζια Σπηλιά. Οι άλλες εξακολουθούν να μένουν αναξιοποίητες κι’ απλησίαστες στους επισκέπτες. Αυτά για την αλήθεια.
Ωστόσο ο βαρκάρης μας, παλιός ναυτικός και σφουγγαράς βοηθά να μπούμε στο μικρό πλεούμενο και το ταξίδι μας προς το γαλάζιο όνειρο αρχίζει με το μισό γύρο του Καστελλόριζου, Βοτάνια, Μαντράκι, Μικρός Νίφτης, Μεγάλος Νίφτης, κι’ ύστερα βράχια, ξερά βράχια με τα πιό απίθανα σχήματα. Τα πιό πολλά θυμίζουν πετρωμένους γίγαντες, πολεμάρχους με περικεφαλαίες κι’ ασπίδες, ιερείς που ευλογούν, λές, το πέλαγος, σπηλιές λαξεμένες από επιδέξιους τεχνίτες. Όσο ζυγώνουνε στη σπηλιά οι βράχοι παρουσιάζουν βαθειές εγκοπές, σα να πέρασε απ’ εκεί το σπαθί τ’ άη Γιώργη κι’ άφησε τα σημάδια του, κι’ άλλοι μοιάζουν με πέτρινα καθίσματα αρχαίου θεάτρου. Και τα βράχια ακόμη του λησμονημένου νησιού έχουν ψυχή όπως όλοι οι βράχοι της Ελληνικής πατρίδας.
Ο βαρκάρης μας ειδοποιεί να χαμηλώσουμε τα κεφάλια μας γιατί υπάρχει φόβος να χτυπήσουμε στις μυτερές προεξοχές της εισόδου. Χωνόμαστε ολόκληροι μέσα στην κουπαστή και ξανασηκωνόμαστε ύστερα από εντολή του Νικόλα. Στην αρχή δεν ξεδιακρίνουμε τίποτε, εκτός από το ηλιοφώς πού μπαίνει από την τρύπα της εισόδου. Ταξιδεύουμε σ’ ένα σκουρογάλανο χάος κι’ η δροσιά μας χαϊδεύει ύστερα από την τροπική ανάσα των βράχων με τα παράξενα σχήματα. Μόλις ξεχωρίζουμε τα τοιχώματα κατάμαυρα όμως και το μόνο που ακούμε είναι η πολλαπλή ηχώ της φωνής μας. Όχι, και κάτι άλλο διακρίνουμε στο βάθος. Μιά μικρή φώκια που τρέχει να κρυφτή τρομοκρατημένη από την παρουσία μας. Η ύπαρξη των θαλασσινών θηλαστικών έκαμε τους ντόπιους να ονομάσουν τη σπηλιά Φωκιαλίκι ή Φωτσαλίκι.
Η βάρκα εξακολουθεί να κινείται στο μισοσκότεινο υγρό χώρο όταν επιτέλους οι ηλιαχτίδες εισορμούν σε χρυσά κύματα στο βασίλειο του Ποσειδώνα κι’ η αποθέωση του γαλάζιου μας θαμπώνει. Το βαθύ χρώμα του πόντου διαδέχεται το ουρανί. Το ουρανί κάνει παιχνίδια με το ανοιχτογάλαζο γυαλιστερό ατλάζι που απλώνεται σαν μαγικό χαλί ολούθε και φτάνει ως την είσοδο πού έχει πλημμυρίσει από χρυσαφένιες διαμαντόπετρες. Τα τοιχώματα κι’ η οροφή έχουν πάρει το μαργαριταρένιο χρώμα του αυγινού στερεώματος κι’ οι σταλαχτίτες, απίθανα ψιλοδουλεμένα κοσμήματα από φίλντισι, μας ραίνουν με τα δάκρυά τους πού στολίζουν τα κεφάλια και τους ώμους σαν υγρά μαργαριτάρια. Χρυσές άρπες κι’ ασημένια φλάουτα παίζουν διακριτικά τη γαλάζια συμφωνία κι’ ο χρόνος κυλά σα νεχτάρι μέσα σε κύπελο από μπλέ οπάλι.
Ο γυρισμός από τ’ όνειρο στην πραγματικότητα δε μας ξαφνιάζει γιατί από τη μαγεία της φύσης πηγαίνουμε στη μαγεία της ιστορίας, στη χώρα της περασμένης δόξας του Καστελλόριζου. Ο ευγενέστατος φύλακας του μουσείου Ηλίας Διακάκης μας καλωσορίζει στην είσοδο του τζαμιού. Παράξενη σύμπτωση. Και το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Αθηνών στεγαζόταν στο τζαμί του Μοναστηρακιού. Και το καστελλοριζιώτικο μουσείο, δωρεά της οικογένειας Κομνηνού, παρ’ όλο που περιέχει μερικά γλυπτά και όπλα, είναι βασικά λαογραφικό. Μας εντυπωσιάζει βέβαια η κάμα του Κωνσταντίνου Παπαλάζαρου (1887) με τους σκαλισμένους στη λαβή της στίχους: «Όποιος με βλέπει ας προσκυνά, άς τρέμει κι’ ας φοβάται, γιατί αυτός πού με βαστά κανένα δε θυμάται". Λόγος πολεμάρχου με αρκετό στόμφο και γι’ αυτό φαντάζει ξένος ανάμεσα στα χρυσά βάζα, στα πλουμιστά πιάτα, στους φίνους μποξάδες, στις χρυσοκεντημένες στολές, στα βελουδένια πασουμάκια (κουντούρες) που κρύβουν κάποτε τ’ αβρά ποδαράκια μιάς αρχοντοπούλας χρυσής «πού την είχε η μάνα της μοναχή» όπως λέει και το τραγούδι. Η ατμόσφαιρα γίνεται ακόμη πιό ζεστή όταν ανεβαίνοντας τη σκαλιστή σκαλίτσα βρισκόμαστε σε μιά κρεβατοκάμαρα καστελλοριζιώτικου αντρόγυνου. Τους βλέπεις ζωντανούς και θαρρείς πώς η γυναίκα είναι έτοιμη να πάρη το λαβομάνο για να βοηθήση τον άντρα να πλυθή στην από φίνα πορσελάνη λεκάνη.
Ο Ηλίας Διακάκης κλείνει με το βαρύ κλειδί την πόρτα του ζωντανού σπιτιού της πατρίδας του κι’ ανεβαίνει πολλά και στριφτά σκαλοπάτια για να μας δείξη το λαξευτό τάφο με τις συμμετρικές κρύπτες, το αέτωμα και το λεπτοδουλεμένο κυμάτιο της εισόδου, το Κονάκι-τούρκικο δικαστήριο με γραφεία, κελιά φυλακισμένων, ανάγλυφα ρητά του κορανίου-και τους ερειπωμένους ναούς του Άη Νικόλα και του Άη Δημήτρη. Πρώτος είναι ο Άη Νικόλας με τέσσερις τοιχογραφίες στον πρόναο πού παριστάνουν τους πρωτοπλάστους και το διώξιμό τους από τον Παράδεισο. Στην πρώτη εικόνα ο Αδάμ κι’ η Εύα παρουσιάζονται ευτυχισμένοι. Στη δεύτερη ο όφις δείχνει στην Εύα τον απαγορευμένο καρπό.. Στην τρίτη οι πρωτόπλαστοι προσπαθούν να κρύψουν τη γύμνια τους από το Θεό. Στην τελευταία η πόρτα του Παραδείσου έχει κλείσει για τους αμαρτωλούς κι’ ένας άγγελος τους διώχνει μακριά. Ο ρεαλισμός του πρωτότυπου αυτού τετράπτυχου δείχνει πώς είναι έργο ζωγράφου με δυνατό ταλέντο.
Το μεσημέρι έχει περάσει. Ο ήλιος πυρακτώνει το κεφάλι, τυφλώνει τα μάτια και σε σπρώχνει να πέσης στην αγκαλιά της θάλασσας που σε προκαλεί με τον απαλό ψίθυρό της. Μια ξανθή γερμανιδούλα με μάτια σαν κομμάτια αιγαιοπελαγίτικου ουρανού, τυλιγμένη στο γαλάζιο κύμα, ρουφά το φώς αναφωνόντας: «Ζέρ γκούτ! Βούντερμπαρ! Βούντερμπαρ!» Μιά μικρή νεράϊδα του παγωμένου βοριά, αιχμαλωτισμένη, σαν χιλιάδες όμοιές της, μέσα στο χρυσό δίχτυ της μαγείας των ελληνικών νησιών. Στην άκρη του μουράγιου ένας λεβέντης Καστελλοριζιός ψαράς με κορμί αρχαίου θεού ματίζει τα κρεμεζιά δίχτυα του και σιγοτραγουδά τις ομορφιές του νησιού του:
Στη Μούντα και στην
Αυλωνιά και στής Γιαλλούς το ρυάκι
Γλυκολαλούν οι
πέρδικες και κράζει το γεράκι.
Αθάνατο, ασύγκριτο, μοναδικό Καστελλόριζο!
Γ΄
Το πρωί της τρίτης μέρας η θάλασσα αγριεύει. Τα καΐκια κι’ οι ψαρόβαρκες χορεύουν πάνω στ’ αφρισμένα κύματα που πλημμυρίζουν σε μερικές μεριές το μουράγιο. Στη βεράντα του ξενοδοχείου οι γερμανοί κι’ οι γάλλοι γεύονται μαζί με το πρωϊνό τους τα παιχνίδια του ήλιου με το χορό των κυμάτων που οι αφροί τους θυμίζουν πέπλους νεράϊδας. Πρώτη φορά το νησάκι φιλοξενεί τόσους πολλούς τουρίστες. Είναι πάνω από εκατό, αριθμός απίθανος γιά ένα τόπο μιά διακόσιους εξήντα κατοίκους. Το ξενοδοχείο και τα σπίτια που έχουν περισσευούμενα κρεβάτια είναι γεμάτα. Όλοι είναι ενθουσιασμένοι από τις ομορφιές του Καστελλόριζου. Οι γάλλοι προπαντός, μιά παρέα από φανατικούς εραστές της θάλασσας, θα ξανάρθουν του χρόνου, όπως μας λένε για δυό ολόκληρους μήνες. Έχουν έρθη με δικό τους κότερο απεσταλμένοι τριών μεγάλων θαλασσινών περιοδικών για να πάρουν φωτογραφίες επιφανείας και βυθού. Δεν χάνουν φυσικά την ευκαιρία να ψαρεύουν κι’ ο καπετάνιος τους μας λέει θριαμβευτικά πώς χτές έπιασαν έναν ορφό που ζυγίζει τριάντα κιλά! Είναι ένας ωραίος τύπος θαλασσόλυκου, μά κι’ οι άλλοι-γιατροί, δικηγόροι, αρχιτέκτονες-είναι πολύ ευγενικοί άνθρωποι. Έχουν την φινέτσα του παριζιάνου. Οι γυναίκες της συντροφιάς τους ξέρουν τα τραγούδια της Νανάς Μούσχουρη, της Μελίνας Μερκούρη, γυναίκας του πατριώτη τους Ζυλ Ντασσέν, και του Ζωρζ Μουστακί.
Η κουβέντα είναι πολύ ευχάριστη, αλλά εμείς πρέπει να γνωρίσουμε καλύτερα την ψυχή του νησιού. Ψάχνουμε να βρούμε τις γυναίκες που φορούν ακόμη τη χιλιοπλούμιστη και πανάκριβη καστελλοριζιώτικη φορεσιά. Ο Κυριάκος Χονδρός μας πληροφορεί πώς είναι μονάχα τρείς: Η Χριστίνα Μιαούλη, η Μαρία Κρητικού κι’ η Χίνα-Χριστίνα κι’ αυτή-Παυλή. Ανακαλύπτουμε τις δυό τελευταίες. Η Κρητικού είναι μιά επιβλητική λεβεντογυναίκα με φωνή κοντράλτα. Η φορεσιά της είναι θαυμάσια από το μεταξωτό μποξά μέχρι τις ολοκέντητες βυσσινιές κουντούρες. Η Χίνα Παυλή, μιά γλυκύτατη γρηούλα με τραγουδιστή απαλή φωνή, μας δείχνει με περηφάνεια τις ασημένιες μπούκλες (πόρπες), ψιλοδουλεμένες σαν κέντημα και μας διηγείται με βουβά δάκρυα τα παλιά μεγαλεία της πατρίδας της. «Πού πήγαν τόσα καράβια, τόσοι καλοσυνάτοι άνθρωποι, τόσο βιός!». Η θεία Χίνα-έτσι είναι γνωστή σ’ όλους-πού έφτιαχνε τα πιό φημισμένα γλυκά του Καστελλόριζου είναι φιλοσοφημένος άνθρωπος γιατί σκουπίζει τα μάτια της και συμπληρώνει καρτερικά: «Τράβηξε τόσα πολλά το νησάκι μας κι’ όμως ζη ακόμη. Πάλι καλά! Κάθομαι πάλι στο σπιτάκι μου κι’ έχω παρέα τρείς παλιές μου γειτόνισσες. Δόξα σοι ο Θεός!».
Μιά όαση και κυψέλη μαζί είναι το ταπητουργείο πού επισκεπτόμαστε μετά τη θεία Χίνα. Είκοσι και μιά κοπέλες υφαίνουν στους έντεκα χειροκίνητους αργαλειούς. Τα χέρια τους κινούνται γρήγορα και δένουν κόμπους. Όταν δέσουν 1000 κόμπους παίρνουν 23 δραχμές. Οι καλές τεχνίτρες μπορούν και δένουν 10.000 κόμπους κι’ έτσι έχουν ένα μεροκάματο 230 δραχμές. Η προϊσταμένη κ. Βαρβάρα Παπουτσή μας εξηγεί ότι η «Ταπητουργική Καστελλόριζου" είναι παράρτημα του Εθνικού Οργανισμού Ελληνικής Χειροτεχνίας. Οι αργαλειοί μπορούν να αυξηθούν σε πενήντα, αλλά δεν υπάρχουν εργατικά χέρια.
Έχουμε κουραστή από τους ανήφορους και κατήφορους στα καλντερίμια και πηγαίνουμε να ξεκουραστούμε και να πιούμε τον καφέ μας στο αρχοντικό της Καμαριανής Χούλη. Η κυρία Καμαριανή –όνομα παρμένο από ένα μοναστήρι της Παναγιάς που έχει πολλές καμάρες-είναι στις χαρές της γιατί τα παλληκάρια της ξενιτεμένα στην Αυστραλία βρίσκονται τώρα κοντά της κι’ ο γιός της ο Χάρης θα πάη να βαφτίση το τρίτο του αγόρι στο μοναστήρι του αρχάγγελου Πανορμίτη της Σύμης με τα διακόσια κελιά. Τό ψήσιμο του καφέ γίνεται ιεροτελεστία. Σερβίρεται σε φαρφουρένια φλυτζάνια με ταχίνι, επειδή είναι Δεκαπενταύγουστο, και εφτάζυμο ψωμί. Το φώς, γλυκό σαν μέλι, μπαίνει από τις κεντητές κουρτίνες κι’ οι φωτογραφίες των προγόνων, των αδερφιών και των ξενιτεμένων συγγενών και φίλων μας χαμογελούν από τους τοίχους. Η νοσταλγία πλημμυρίζει τα στήθια και γίνεται τραγούδι. Η Καμαριανή Χούλη, ποιήτρια κι’ η ίδια, είναι ζωντανή πηγή των τραγουδιών της πατρίδας της. Μας σιγοτραγουδάει το ερωτικό «τα βοτάνια», το νυφιάτικο «αρχοντοπούλα μου χρυσή» συνοδευόμενη από τις γειτόνισσες πού θυμήθηκαν κι’ αυτές το όμορφο παλιά ζαμάνια και στο τέλος λέει μερικές δικές της μαντινάδες γιά το νησάκι της:
Όλα είναι πανέμορφα, τα δέντρα, τα βουνά
σου,
τα μοναστήρια κι’ οι εκκλησιές
λαλούν την ομορφιά σου.
Ώ άγιε Κωνσταντίνε μου, πού
κάθεσαι στη μέση,
φέρε το Καστελλόριζο στην
πρωτινή του θέση.
Η καμπάνα του Αγίου Κωνσταντίνου που σημαίνει εκείνη τη στιγμή μας θυμίζει πώς πρέπει να πάμε στη μητρόπολη για ν’ ακούσουμε τον εσπερινό και τα τροπάρια της Παναγιάς. Χαιρετούμε την οικοδέσποινα και τις γειτόνισσες κι’ ανηφορίζουμε πάλι. Το επιβλητικό κτίσμα με τις γοτθικές κόγχες στηρίζεται πάνω σε δώδεκα γρανιτένιες κολόνες που έχουν την ιστορία τους. Τις έφεραν εδώ οι Καστελλοριζιοί καραβοκύρηδες από το ναό του Λυκίου Απόλλωνα της Μ. Ασίας με σχεδίες μέσω του ποταμού Ξάνθου. Στεκόμαστε μπροστά στο ολομάρμαρο τέμπλο κι’ αφουγκραζόμαστε το «Απόστολοι εκ περάτων…». Η φωνή του παπα-Γιώργη Μαλτέζου δυνατή και ωραία σαν χρυσή καμπάνα ζωντανεύει τα γεμάτα τρυφερότητα εγκώμια της μάνας του Χριστού: «Ο γλυκασμός των αγγέλων, των θλιβομένων η χαρά, χριστιανών η προστάτις, παρθένε, μήτηρ Κυρίου…».
Η χρυσή φωνή του ιερέα προφέρει με κατάνυξη το «αμήν». Φαίνεται όμως κουρασμένος κ’ απογοητευμένος. Και με το δίκιο του. Όλο το εκκλησίασμα είμαστε δυό: ο Κυριάκος Χονδρός κι’ εγώ! Κανένας άλλος χριστιανός, ούτε καν ένα παιδί για να κρατά το θυμιατό και τις λαμπάδες. Γιατί άραγε; Καθώς σφίγγουμε το χέρι του ηρωϊκού παπα-Γιώργη «του βοώντος εν τη ερήμω», θυμόμαστε τους εσπερινούς της Καλύμνου, της Σύμης και των άλλων νησιών με τις εκκλησίες κατάμεστες από πιστούς. Δε θα έπρεπε το Καστελλόριζο ν’ αποτελή θλιβερή εξαίρεση. Ας ελπίσουμε πώς πέσαμε σε μιάν ατυχή σύμπτωση.
Το δειλινό στην προκυμαία μεταβάλλει τη θάλασσα που έχει γαληνέψει σε πορφυρένια λίμνη κι’ όλο το νησί σε σκηνικό παραμυθιού. Ένα μοναστηράκι μας γνέφει από μιά κοντινή κορφή. Είναι ο προφήτης Ηλίας πού δεν προλάβαμε να τον επισκεφτούμε προχτές. Αξίζει να πάμε να τον προσκυνήσουμε και να γνωρίσουμε την υπεραιωνόβια Χρυσή Παπαβασιλείου πού μένει εκεί. Ο ανήφορος δεν είναι μεγάλος και η θεία Χρύση μας χαιρετά με χαρούμενο ξάφνιασμα από την ξύλινη πολυθρόνα της. Στηρίζεται σε δυό μπαστούνια για να περπατήση, μά φαίνεται γερά γαντζωμένη από τη ζωή. Δεν είναι λίγο να περπατά κανένας στα 105 του χρόνια έστω και με πατερίτσες. Μας ψήνει καφέ και μας διηγείται όλα τα νέα του νησιού. Τα μάτια της αστραφτερά κι’ ολοκάθαρα διακρίνουν από πολύ μακρινή απόσταση δυό ανθρώπους που προχωρούν στο μονοπάτι του βουνού. Με τα κάτασπρα μαλλιά, τις ζωηρές χειρονομίες και τη δυνατή φωνή που έρχεται από τα βάθη ενός αιώνα μοιάζει με σύμβολο του πολυβασανισμένου, σακατεμένου, μα πάντα ζωντανού Καστελλόριζου. «Με ξεχάσασι δυό μέρες και δε μου φέρασι ψωμί, φαϊ και κανένα ψαράκι. Θέλω και μιά καρπουζίτσα να δροσιστή η ψυχή μου», λέει με παράπονο, και τα μάτια της πλημμυρίζουν δάκρυα, τα εύκολα δάκρυα των πολύ γέρων και των μικρών παιδιών. «Θα πάω να σου φέρω εγώ ό,τι ορέγεσαι, θεία Χρυσή» την παρηγορά ο Κυριάκος και κατηφορίζει. Η γρηούλα χαμογελά ανάμεσα στα δάκρυά της και του δίνει την ευχή της: «Χιλιόχρονος να γίνης, μωρό μου! Να σε χαίρωνται οι γονιοί σου. Είσαι λεβέντης κι’ έχεις τη χρυσή καρδιά του πάππου σου».
Θα κρατήσω συντροφιά της ψυχής του Καστελλόριζου ώσπου να γυρίση ο ξεναγός μου. Η Μεγίστη τριγυρισμένη από τα νησάκια της που μοιάζουν με κινέζικα κομψοτεχνήματα πυρπολείται από τα στερνά χάδια του ήλιου. Το Καλατσαγγαράκι, η Ψωραδιά, το Πολυφάδο, ο Άη Γιώργης, η Στρογγυλή, η Ρώ… θα χαθούν σε λίγο στο σκοτάδι της νύχτας. Το καράβι που θα μας ξαναφέρη στη Ρόδο φτάνει όπου νάναι. Το ταξίδι μας στον Ακρίτα του Ελληνικού Νότου τέλειωσε. Πόσο μεγάλη ιστορία, πόσες περιπέτειες, πόσος πόνος σ’ ένα μικροσκοπικό τόπο με έκταση δεκαέξη μόνο τετραγωνικά χιλιόμετρα όπως σημειώνουν οι γεωγραφικοί άτλαντες! Σφίγγω το διάφανο χέρι της γρηούλας που τρέμει σαν φοβισμένο πουλί στην παλάμη μου και θυμάμαι πάλι στίχους του Μιχαήλ Πετρίδη που μιλάνε για το μαρτυρικό νησί του πού σταυρώθηκε τόσες φορές. Του αξίζει να γνωρίση «μιά πανώρια ανάσταση», λέει ο ποιητής κι’ η φωνή του έχει φτάσει σ’ όλα τα πλάτη και τα μάκρη της οικουμένης. Χιλιάδες ξενιτεμένα παιδιά του Καστελλόριζου αγωνίζονται ασταμάτητα ν’ αναστήσουν την πατρίδα τους όσο κι’ αν ξέρουν πώς η ανάσταση αυτή, όπως όλα τα θαύματα, ξεπερνά τις ανθρώπινες δυνατότητες.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΟΣΚΟΒΗΣ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Ξεφυλλίζοντας ο φιλαναγνώστης παλαιά τεύχη λογοτεχνικών περιοδικών, ανακαλύπτει και διαβάζει κείμενα και μελέτες, άρθρα και ποιήματα, διηγήματα και δοκίμια, σχόλια και πληροφορίες που εμπλουτίζουν την φαρέτρα των γνώσεών του για τις παλαιότερες κοινωνίες των ανθρώπων. Τις αναγνωστικές τους προτιμήσεις, τις επιλογές ή συμπάθειές τους για έναν συγγραφέα. Διαπιστώνει τα θέματα που τους απασχολούσαν, την ανάγκη τους να εκφραστούν και να κοινοποιήσουν τους προβληματισμούς τους, να θέσουν τα ερωτήματά τους δημόσια. Τις αισθητικές τους προτιμήσεις, τις συμμετοχές τους σε καλλιτεχνικά δρώμενα και γεγονότα της εποχής τους. Τις συζητήσεις που διεξάγονταν τους διαξιφισμούς μεταξύ των συγγραφέων, καλλιτεχνικών ομάδων, τους αποκλεισμούς ή επιβραβεύσεις τρίτων. Πληροφορείται το ενδιαφέρον των πνευματικών ανθρώπων για την χρήση της ελληνικής γλώσσας, στο πως την μιλούσαν και την πρόφεραν στις μεταξύ τους σχέσεις, την έγραφαν στα γραπτά τους, στα άρθρα τους, στις επιστολές που έστελναν στις απαντήσεις που έδιναν από τις στήλες των περιοδικών. Όταν ακόμα ήταν έντονη η εθνική διαμάχη για το γλωσσικό μας ζήτημα, πρίν την επίσημη καθιέρωση της δημοτικής από την ελληνική πολιτεία και δημόσια και ιδιωτική εκπαίδευση στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Μαθαίνει για τις λογοτεχνικές συντροφιές και παρέες τα φιλολογικά καφενεία και τις ταβέρνες, τα στέκια που σύχναζαν. Δημόσιοι χώροι που διεξήγαγαν τους μαραθώνιους λογοτεχνικούς τους καυγάδες, πρότειναν τις αναγνωστικές τους προτιμήσεις. Έθεταν τις κόκκινες γραμμές τους για έναν συγγραφέα, ένα έργο, ένα νεοεκδοθέν βιβλίο, την μετάφραση μιας ποιητικής συλλογής ενός μυθιστορήματος στα ελληνικά. Ο σύγχρονος φιλότεχνος αναγνώστης ενημερώνεται για τα λογοτεχνικά σωματεία, τους πνευματικούς συλλόγους, που συγγραφείς και καλλιτέχνες με κοινές αντιλήψεις, δημιουργοί που προέρχονταν από τον ίδιο ιδεολογικό και πολιτικό χώρο είχαν δημιουργήσει για να ανταλλάσσουν γνώμες, να συζητούν, να σχολιάζουν, να δίνουν διαλέξεις και ομιλίες, να παρουσιάζουν τα βιβλία τους. Διαισθάνεται την ανάγκη τους να μιλήσουν και να εκφράσουν-συλλογικά-την λογοτεχνική γενιά στην οποία ηλικιακά ανήκαν. Τι και ποιους ξένους ποιητές και λογοτέχνες επέλεγαν να μεταφράσουν, μεταλαμπαδεύοντας στην ελληνική επικράτεια τα νέα ρεύματα της τέχνης, τις λογοτεχνικές ζυμώσεις και ανατροπές, τις συγκρούσεις που συνέβαιναν στην δυτική κυρίως ευρώπη. Έγραφαν κριτικές για ένα βιβλίο, την κυκλοφορία μιάς ποιητικής συλλογής, ενός μυθιστορήματος. Τι δοκίμια και μελέτες διάβαζαν και τι οι ίδιοι έγραφαν. Τι θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες παρακολουθούσαν, τις νέες αίθουσες στις οποίες εξέθεταν τις εικαστικές τους δημιουργίες οι νέοι καλλιτέχνες. Ποια τα μουσικά τους ακούσματα, πως διασκέδαζαν. Με δυό λόγια, την πολιτιστική και καλλιτεχνική κίνηση της εποχής τους, όπως καταγράφονταν στις σελίδες των περιοδικών. Στις σελίδες των περιοδικών, δημοσιεύονταν επίσης λαογραφικά κείμενα και περιγραφές ηθών και εθίμων, θρησκευτικών και εκκλησιαστικών συνηθειών των ανθρώπων της επαρχίας. Στεκόμαστε σε ημερολογιακές αναμνήσεις συγγραφέων, ατομικές εξομολογήσεις ποιητών, εκμυστηρεύσεις, αφηγήσεις τους, ταξιδιωτικές τους εντυπώσεις, από τις ιδιωτικές τους περιπλανήσεις.
Οι ταξιδιωτικές αναμνήσεις, εντυπώσεις και περιγραφές ενός τόπου και των ανθρώπων που τον κατοικούν, δεν είναι κάτι καινούργιο στον χώρο της λογοτεχνίας, είναι ένα είδος γραφής και αφήγησης που προέρχεται από τα βάθη του χρόνου και της ιστορίας. Του αρχαίου κλασικού ελληνορωμαϊκού κόσμου. Από τον αρχαίο έλληνα περιηγητή τον Παυσανία, έως τους ευρωπαίους γεωγράφους ταξιδευτές του μεσαίωνα και της αναγέννησης, κοινός ο «πορτολάνος» της εξερεύνησης και της εμπορικών συναλλαγών. Από τους ρομαντικούς περιπλανητές των προηγούμενων αιώνων, τον Σατωμπριάν, τον Πουκιεβίλ, τον λόρδο Μπάιρον, τον Γουσταύο Φλωμπέρ, την Βιρτζίνια Γούλφ, έως τους έλληνες μετανάστες και πρόσφυγες, ενιαίος ο δρόμος και οι προκλήσεις των καιρών, στην αφήγηση των θαυμάτων της Ανατολής και του πλούτου της Δύσης. Από τα Ημερολόγια του Μάρκο Πόλο έως τα Γράμματα του ζωγράφου Βαν Γκογκ απλωμένο το χαλί που βαδίζουν οι ταξιδευτές, στην φιλοδοξία τους να ανακαλύψουν και να γνωρίσουν νέους κόσμους και πολιτισμούς. Από την Ελλάδα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν ως τους Αθηναϊκούς περιπάτους του Εμμανουήλ Ροϊδη παρόμοια τα αφηγηματικά αποτυπώματα των Ελλήνων μέσα στον χρόνο. Από τα Ταξίδια στην Ελλάδα του Κώστα Ουράνη και τους Δρόμους της Στεριάς και της Θάλασσας του Νίκου Κάσδαγλη, διαυγές το πεδίο των ταξιδιωτικών εντυπώσεων εντός της ελληνικής πολιτιστικής και γεωγραφικής επικράτειας. Και από τα Ταξίδια του Ανδρέα Καρκαβίτσα Σ’ Ανατολή και Δύση έως τις στοχαστικές περιγραφές του Γιώργου Σεφέρη από τις επισκέψεις του στα Μοναστήρια της Καππαδοκίας, αυθόρμητος ο πόνος της σκλαβιάς, η νοσταλγία των χαμένων πατρίδων των Ελλήνων. Οι Ταξιδιωτικές αναμνήσεις των μικρασιατών Ηλία Βενέζη και Στράτη Μυριβήλη, έρχονται και υφαίνονται με τα Σεφερικά Ημερολόγια, τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις της ποιήτριας Αθηνάς Ταρσούλη, τις φιλοσοφικές απεικονίσεις χώρων και φυσιογνωμιών του Ελληνισμού από τον Νίκο Καζαντζάκη. Χρήσιμη για τις φωνές και τις γραφές της Ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας στην χώρα μας, είναι η πεντάτομη σειρά «Ελληνική Ταξιδιωτική Λογοτεχνία» της Αννίτας Π. Παναρέτου, πρόλογος Ζακ Λακαριέρ, εκδόσεις Επικαιρότητα 1995.
Πολιτείες που χάθηκαν, πόλεις και χωριά που κουρσεύτηκαν, νησιά ενδόξων ηρωικών στιγμών που ερημώθηκαν από την κατοπινή αδιαφορία των ανθρώπων. Συνήθειες, Ήθη και Έθιμα που λησμονήθηκαν. Εκκλησιές που σίγησαν αλειτούργητες, αρχαίοι Ναοί πνευματικές εστίες του ελληνισμού που σκλαβώθηκαν, συλήθηκαν. Καλλίστρατοι τόποι δόξας που ήκμασαν στέκουν σιωπηλή μέσα στην σύγχρονη ανωνυμία. Ιεροί βράχοι που διαβρώθηκαν από την λησμονιά των επιγόνων, το αλάτι της σκλαβιάς του ξένου αλλόθρησκου κατακτητή. Παραμυθίες ζωής ανθρώπων και περιοχών μιας εποχής εντελώς διαφορετικής από την δική μας. Που η τουριστική της διασκέδασης περιπλάνηση έχει αντικαταστήσει την περισυλλογή, την αναπόληση της ιστορίας, την υπόμνηση του καθήκοντος, την αυθεντικότητα της γνωριμίας μας με το παρελθόν και τα κληροδοτήματά του. Την θέρμη της αμεσότητα της συγκίνησης, του ρίγους της ιστορικής συνέχειας, της προβολής των οραμάτων της παράδοσης και της καλλιτεχνικής κληρονομιάς στον μέλλοντα χρόνο της ζωής των ανθρώπων. Διασταυρώσεις τυχαίων φωτογραφικών επισκέψεων και νωχελικά προσπεράσματα μπροστά από σπασμένα αγάλματα και κατάλευκους κίονες, αετώματα και ταφικά κτερίσματα, αντικατέστησαν την περισυλλογή την ιστορική υπενθύμιση, την ποιότητα του βλέμματος, την σε βάθος ανάλυση των ιστορικών γεγονότων. Τις σκηνές σπουδαιότητας που προκαλούσε στον παλαιότερο επισκέπτη η επαφή του με τα πολιτιστικά μας κληροδοτήματα και τους ανθρώπους που τα φιλοτέχνησαν και τα δημιούργησαν. Τα πάντα γύρω μας σήμερα αποδεκτά, τα πάντα γύρω μας σήμερα αδιάφορα και ξένα. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις εξωτικών θεαμάτων και τουρλού γεύσεων και αισθήσεων. Τυποποιημένες εικόνες ενός παλαιότερου πολιτισμού και ήθους ζωής των ανθρώπων. Μοντέρνα τουριστικά αρμενίσματα δίχως ούριους άνεμους συνείδησης του ρόλου μας μέσα στην πορεία της Ιστορίας. Σύγχρονες φωτογραφήσεις τόπων που προάγουν την εμπορική σκοπιμότητα με στόμφο, την επιτηδευμένη άγνοια των ουσιαστικών στοιχείων της παράδοσης. Ερείπια και αρχαιολογικοί χώροι που έχασαν την ησυχία τους στο όνομα της τουριστικής διαφημιστικής διαπραγμάτευσης της επαναγνωριμίας μας μαζί τους. Επανακουρσεύσεις τοπίων, ανθρώπινων συνειδήσεων και συμπεριφορών στο όνομα της παγκοσμιοποίησης, της συμμετοχής μας ισότιμα στον εκσυγχρονισμό των καιρών. Μια σύγχρονη ανθρωπολογική διάβρωση σε βάθος και εύρος διαπιστώνουμε να συμβαίνει στις εποχές μας, που μοιάζει με την σκουριά που έχει αργά και σταθερά ποτίσει, με τα χρόνια, τα σκαριά των αραγμένων πλοίων. Έχουν τρυπήσει τις λαμαρίνες της άμυνάς τους τις εναπομείναντες αντοχές τους. Των πλοίων της παλαιότερης γραμμής της ζωής που στέκουν εγκαταλελειμμένα, έρημα, σιωπηλά, μόνα, βουβά, χωρίς αντίλαλο ανταπόκρισης, ελπίδα σωτηρίας, στα καρνάγια του ανθρώπινου μόχθου, σε ξεχασμένες απόμακρες παραλίες καημών και οικογενειακών ονείρων, σε νεώσοικους περασμένων καρποφόρων ημερών, περιμένοντας υπομονετικά την αναμενόμενη διάλυσή τους. Στα εξ όν συνετέθησαν. Κουρασμένα και μουχλιασμένα σκαριά από την υγρασία των διαψεύσεων, τα επαναλαμβανόμενα εξ ανάγκης ταξίδια τους, τις καλές πρωτόμπαρκες στιγμές τους, τότε που η δόξα και η φήμη τους προηγείτο της φυσικής τους παρουσίας.
Ξεφυλλίζοντας παλαιά λογοτεχνικά περιοδικά, αναβιώνεις με τα μάτια της φαντασίας στιγμές που δεν πρόλαβες να ζήσεις, βλέπεις ξανά εικόνες ζωής μια χώρας και των κατοίκων της που ζούσαν σε ένα κουκούλι αθωότητας βίου, σε μια διαρκή ξενητεία, σε μια ατμόσφαιρα γεμάτη αλμύρα και περιπλάνηση. Σε ένα κοινωνικό κλίμα φτώχειας και οικονομικής ανέχειας που ήταν διάσπαρτο στο κοινωνικό σώμα, απλώνονταν στο ξερό και άνυδρο τοπίο της ελληνικής επαρχίας, των νησιωτικών περιοχών της Ελλάδος. Μιάς ταλαιπωρημένης και βασανισμένης ζωής των ανθρώπων που το μόνο τους παρηγόριο, ήταν, η προβολή των εσωτερικών τους αναγκών και ψυχικών ελπίδων, οραμάτων μεταφυσικής ανακούφισης, στα πολιτιστικά επιτεύγματα του παρελθόντος, στα πανάρχαια κληροδοτήματα της ορθόδοξης πίστης τους, στα εναπομείναντα φιλοσοφικά και πολιτιστικά ψήγματα της αρχαίας πολυθεϊστικής ελληνικής παράδοσής τους. Μια παρηγορητική πίστη στα ανθρώπινα μέτρα, που λαξεύονταν σε βράχους για να αφήσει τα ίχνη της σποράς της. Σκάλιζε πετρώματα σε απόκρημνα υψώματα για να χτίσει τους ναούς της στο μπόι των πιστών της. Καλλιεργούσε μια αρχοντιά στις αντοχές και ανάγκες των μελών των τοπικών κοινωνιών της, των χωριών που έχτιζαν, των πόλεων που οικοδομούσαν. Των οικογενειακών εστιών τους που απλώνονταν στον υπαίθριο χώρο, και δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για να νιώθει ο άνθρωπος αυτεξούσιος, ελεύθερος μέσα στην λιτή αρχοντιά τους, την ευγένεια των σχεδιαστικών γραμμών και των χρωμάτων τους. Την ποιότητα των υλικών με τα οποία κατασκευάζονταν. Μια παράδοση ζωής και συλλογικότητας που τροφοδοτούσε τις παλαιότερες κοινωνίες και τις έδιναν τα πνευματικά και μεταφυσικά εφόδια να αντέξουν στις δύσκολες συνθήκες που κόμιζαν οι αλλαγές της ιστορίας. Πρωτόγονες-προβιομηχανικές εκφράσεις ζωής και εκδηλώσεις ακατανόητες για τους ανθρώπους των μεγάλων πόλεων. Πανάρχαιες συνήθειες πνοές επαναλαμβανόμενης ελπίδας και συνύπαρξης, που γεφύρωνε το παρελθόν με το παρόν, την ιστορία με την ζωή. Κοινωνούσε τους προαπελθόντας προγόνους με τους επιγόνους του βίου τούτου στο βάδισμα του χρόνου της ιστορίας. Οργάνωνε κοινωνίες σχέσεων με κυκλωτικές εκδηλώσεις χαράς, χορευτικής ιεροτελεστίες και ανοιξιάτικα πανηγύρια. Αντανακλούσε ακούσματα και λειτουργίες της φύσης στα δημοτικά της τραγούδια και την λαϊκή μουσική. Στον ταμπουρά της ακούγονταν οι καημοί της, στην φλογέρα ηχούσαν οι νεανικοί έρωτές της. Αποτύπωνε την λαμπρότητά της στα χειροποίητα υφαντά των συγχωριανών, στα κομψοτεχνήματα που κοσμούσαν τα σπίτια τους, τα ξυλόγλυπτα τέμπλα των εκκλησιών τους, τα χαραγμένα στασίδια τους, στις αγιογραφίες των εκκλησιών τους, στο άσπρισμα των μικρών εξωκκλησιών που αγναντεύουν με υπομονή και καρτερικότητα, σιωπηλά το αιγαίο πέλαγος. Στα σεμεδάκια των τραπεζιών που έπλεκαν με το βελονάκι, στο γλυκό του κουταλιού που φύλασσαν στα βάζα τα σκεπασμένα με μαντήλι για να αναπνέει το γλυκό, και έκρυβαν στα πιο υψηλά ράφια του μπουφέ της κουζίνας. Στην πήλινη λεκάνη με τα μαιανδρικά άσπρα σχήματα που ζύμωναν το ψωμί της φαμελιάς τους. Στα ακροκέραμα των κεραμοσπιτιών τους που στέκονταν άυπνοι βιγλάτορες προστάτες της φαμίλιας. Στις δαντελένιες κουρτίνες των παραθύρων τους. Στις διαθέσιμες για φιλοξενία πάντα αυλές τους. Στα πατητήρια των αμπελιών τους, που ένωνε την μέθη του θεού Διονύσου με την ομορφιά των κορμιών του θεού Απόλλωνα. Κοινωνίες που εικονογραφούσαν τα ταξίδια και τις χαρές τους στις μάλλινες πάντες που κρέμονταν στα χαγιάτια τους, στα χαλιά και τα χράμια που ύφαιναν στον αργαλειό τους και έστρωναν για να υποδεχτούν τον ξένο. Στα κεντητά και τις πολύχρωμες κουρελούδες τους που έφτιαχναν από τα απολειφάδια και τα ξεφτίδια των υφασμάτων. Στα πλουμίδια και τα φλουριά που κρέμαγαν στις φορεσιές τους στους γάμους, που ευλογούσε ο σταυρωμένος πόνος από ψηλά. Στα καλίγια που φορούσαν οι νεόνυμφες. Τα βαφτίσια και τις χαρές τους που συμμετείχαν και βλογούσαν μυστικά οι άγιοι της παράδοσής τους. Στους έρωτες και τους καημούς που αντιλαλούσαν οι φλογέρες τους, οι χορδές των μπουζουκιών τους που έκλαιγαν τον πόνο τους, οι μοναχικοί ήχοι των κλαρίνων τους στα βουνά που συνομιλούσαν με τα στοιχειά της φύσης. Τα μπαγλαμαδάκια που έκρυβαν την θλίψη τους. Στίχοι των ανώνυμων δημοτικών τραγουδιών που προφορικά εξιστορούσαν την ιστορία των χρόνων τους. Ένας ελληνικός πολιτισμός κελάρυσμα κατανυκτικών ψαλμωδιών στο μάζεμα των ελιών τους, στο θερισμό των σταχυών τους, στο μπάλωμα των διχτυών τους. Στα νησιώτικα τρεχαντήρια και ψαροκάικο που τάσκεπε η Παναγιά η Γοργόνα. Τότε που ζωή και θάνατος ήταν ένα, τραγούδι και θρήνος μαζί, ήχοι πανηγυριού και ελεγείας ατμόσφαιρα δίχως διάκριση, στο κοινό γεύμα της παρηγοριάς της ζωής. Μνήμη και ιστορία ένα στο μεγάλο αρχονταρίκι του πολιτισμού στο διάβα του χρόνου. Ενός πολιτισμού που είχαν οικοδομήσει εδώ και αιώνες οι Έλληνες απανταχού της ιστορίας και γεωγραφικών τόπων. Μια παράδοση τρόπου ζωής που μεταλαμπάδευαν από πάππου σε πάππου, από γιαγιά σε γιαγιά, από δάσκαλο σε μαθητή, από μάννα σε κόρη. Τα ουσιώδη του βίου τους, την αλήθεια των εμπειριών τους. Τρόποι συνύπαρξης των ανθρώπων που εξιστορούσαν την αρχοντιά της φτώχειας τους, την αδούλωτη υπερηφάνειά τους, που απλώνονταν στο φυσικό τους περιβάλλον ή προέρχονταν από αυτό. Ένας ελληνικός πολιτισμός που πήγαζε από τα βάθη της θάλασσας σαν πίδακας ζωής ατελεύτητης, της θάλασσας του Αιγαίου Πελάγους. Ελληνικό Αιγαίο Πέλαγος που κάθε νησιωτική βουνοκορφή του, ορμίσκος και λιμάνι του, μυρίζει μπαρουτοκαπνισμένη Ελλάδα. Κάθε ανεμόμυλός του εικονογραφεί ελληνικές περπατησιές αγώνα. Κάθε ελαιώνας του καταγράφει ηλιοκαμένες μνήμες δόξας. Χαραγματιές χωραφιών ιδρωμένα αθλήματα βίου, δαμασμού της φτώχειας και της σκλαβιάς. Ελληνικά πεζούλια του Ελληνικού Αιγαίου Πελάγους μυρωδιές θυμαριού και ρίγανης θρύμματα, άχνα ζυμωμένου ψωμιού και άρωμα γιασεμιού. Δυόσμου στα περβάζια και βασιλικού στα παραθυρόφυλλα. Ερημικές αρμπαρόριζες κρεμαστάρια βράχων και ελπίδων. Πεύκα γεμάτα κάμπιες και κουκουνάρια. Ασβεστωμένες αυλές με σκιοφόρες πέργολες, με τις κληματαριές να δροσίζουν τον ανθρώπινο κάματο, τον ύπνο του μεσημεριού. Κανάτια δροσερό νερό και πηγάδια των ευχών με το μαγγανοπήγαδο. Φιδίσια νησιώτικα στενοσόκακα που μελωδούν ήχους ελληνικούς της γλώσσας της Σαπφούς και του Αλκαίου. Σπήλαια στα ριζά των βουνών που υμνωδούν απόκρυφα μυστήρια της Αποκάλυψης. Γεύσεις από παστέλι και λουκούμι, φραγκόσυκο και μελωμένο σύκο στις ξερολιθιές. Ήχοι τζιτζικιών και νυχτόβιας κουκουβάγιας. Ερημοκκλήσια που αναδύουν μπαρούτι και λιβάνι ηρώων αγωνιστών του 1821. Μονοπάτια ποτισμένα με αίμα, σφαγές ελλήνων από αλλοφύλους στον αγώνα τους για Εθνική Ανεξαρτησία. Πυρπολήσεις μπουρλοτιέρηδων στον Αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας σμιλεμένες πάνω στα προικιά των νησιωτοπούλων. Μπαρουτοκαπνισμένη ζωή, μπαρουτοκαπνισμένος θάνατος, στον πάνδημο αγώνα για την Ελευθερία, την Ανεξαρτησία του Γένους. Σώματα-Μνήματα Ελλήνων και Ελληνίδων του Έθνους που έγιναν λίπασμα ενός πολιτισμού διάσπαρτου στο Αιγαίο Πέλαγος, στα νησιά του που κεντήθηκαν μέσα στο χρόνο με αίμα και θυσίες, προσφορές σε Θεούς και Ανθρώπους, σε Ημίθεους αγωνιστές. Δόξες και ήττες μέχρι να στεριώσει το Ελληνικό Θαύμα. Να οικοδομηθεί η Ελληνική Πολιτεία της Διασποράς και του Έθνους μας. Ένας Ελληνικός Πολιτισμός του Αιγαίου Πελάγους που χάνεται στον χρόνο της Ιστορίας στον ορίζοντα του Μέλλοντός μας. Δίχως τον Ελληνικό Πολιτισμό και Ζωή του Αιγαίου Πελάγους η Ελλάδα, μοιάζει με καράβι δίχως πυξίδα μέσα στην περίκλειστη θαλασσινή Γεωγραφία της. Ακυβέρνητο σκαρί δίχως κατάρτια. Κυκλάδες και Δωδεκάνησα, Μεγαλόνησος και Σποράδες, και τα άλλα ερημονήσια, ιστορικά και πολιτιστικά κοράλλια της Ελληνικής Ιστορίας του Γένους των Ελλήνων. Νησιά και Νησίδες φλέβες που τροφοδοτούν και ανατροφοδοτούν το ελληνικό σώμα της φυλής μας. Είναι οι πέτρες που έριξε πίσω του ο Δευκαλίωνας και αναδύθηκε ο Έλλην Άνθρωπος.
Σε αυτόν τον αρχέγονο Ελληνικό Πολιτισμό ανήκει και το Καστελλόριζο. Κάθε ξένη επιβολή της ελληνικής κυριαρχίας του, θα αποτελέσει έναν ακόμα ακρωτηριασμό του ελληνικού ιστορικού πανάρχαιου καθόλου σώματος. Μία ακόμα ανοιχτή πληγή του έθνους των Ελλήνων όπως αυτή του Κυπριακού Ελληνισμού. Που κακοφόρμισε από πολιτικά και διπλωματικά λάθη και οικονομικές σκοπιμότητες, δήθεν ευρωπαίων συμμάχων. Αν είναι να χαθεί η Ελλάδα μέσα στον σύγχρονο σχεδιασμό της Ευρωπαϊκής Ιστορίας και της Γεωγραφίας των συνόρων της, ας χαθεί αρτιμελής και όχι ακρωτηριασμένη. Ναι, η θάλασσα έχει σύνορα, τα σώματα που χάθηκαν στον αγώνα της εθνικής της ανεξαρτησίας. Τους ποταμούς αίματος που χύθηκαν για να είμαστε εμείς οι νεοέλληνες σήμερα ελεύθεροι. Χωρίς τα νησιά της η Ελλάδα, δεν θα έχει τους πνεύμονές της, χωρίς το θαλάσσιο υφαντό της η Ελλάδα, δεν θα έχει τα ζωντανά κυριαρχικά της όργανα. Κάθε αλλαγή της γεωγραφικής και πολιτισμικής της οντότητας, θα σημάνει και ριζική αλλαγή της ανθρωπογεωγραφικής της ταυτότητάς. Θα κοπούν οι ρίζες με την πανάρχαια ιστορία και παράδοσής της. Αν χαθεί το Καστελλόριζο όπως χάθηκαν και άλλες εστίες ελληνικού πολιτισμού, τότε ο χρόνος της Ιστορίας δεν θα είναι υπέρ μας. Κάθε λαός, κάθε έθνος, κάθε φυλή δικαιούται να υποστηρίζει και να υπερασπίζεται τα γεωγραφικά και άλλα δίκαιά του. Τα σύνορά του. Το ίδιο και οι γείτονες. Αυτό δεν σημαίνει όμως, ότι Εμείς σαν Έθνος των Ελλήνων, θα πρέπει να παραιτηθούμε εν ονόματι ουδεμίας ευρωπαϊκής παγκοσμιοποίησης ή άλλης επιβεβλημένης σε εμάς σκοπιμότητας από τα δίκαιά μας. Δεν γίνεται να γίνουμε πρόσφυγες μέσα στην ίδια μας την πατρίδα στο όνομα της αναζήτησης και της διεκδίκησης ζωτικού χώρου εκ μέρος της γείτονος χώρας. Ας ευχηθούμε να πρυτανεύσει η κοινή λογική εντός και εκτός Ελλάδος, ώστε να αποφευχθεί μιά ιστορική-γεωγραφική Ελληνική Ατλαντίδα στις μέρες μας.
Ο Βασίλης Ε. Μοσκόβης, γεννήθηκε στην Σύμη το 1915, κατ’ άλλους το 1913 και έφυγε από κοντά μας στις 24 Φεβρουαρίου 1994. Σε μικρή ηλικία, οκτώ ετών, η οικογένειά του εγκαταλείπει το νησί και εγκαθίσταται για είκοσι περίπου χρόνια στην πόλη του Πειραιά. Σπούδασε φιλολογία στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια της Αγγλίας και της Γαλλίας στην Φιλοσοφία, την Παιδαγωγική και την Αρχαιολογία. Σε νεαρή ακόμα ηλικία, διορίζεται διευθυντής στο λύκειο «Τρείς Ιεράρχες». Σταδιοδρόμησε σαν εκπαιδευτικός σε πολλά ιδιωτικά γυμνάσια και λύκεια. Από το 1946 έως το 1972 διετέλεσε καθηγητής στο Κολλέγιο Ψυχικού, ενώ κατά την διάρκεια της κατοχής ανέλαβε την υποδιεύθυνση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Αθηνών. Περίοδος 1940-1945. Ίδρυσε το «Δωδεκανησιακό Σπίτι Β. και Ε. Μοσκόβη», παράρτημα του «Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός», ενώ από το 1977 καθιέρωσε το ετήσιο βραβείο για μελέτη και συγγραφή έρευνας που να αφορά τον Πολιτισμό των Δωδεκανήσων, που υπήρξε η μεγάλη του αγάπη και προσφορά. Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, εμφανίστηκε στα γράμματα με διηγήματα και ποιήματά του. Το 1947 τυπώνει το πρώτο του βιβλίο, την συλλογή διηγημάτων του «Μικροί και μεγάλοι». Ακολουθώντας την παράδοση του ποιητή Ιωάννη Γρυπάρη και του Θρασύβουλου Σταύρου, αλλά και πολλών νεότερων ελλήνων και ελληνίδων που υπήρξαν φιλόλογοι και λογοτέχνες παράλληλα, όπως ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, ο Πέτρος Σπανδωνίδης, ο Γιάννης Δάλλας, η Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, ο Κώστας Βάρναλης, η Έλλη Αλεξίου, (οι τρείς τελευταίοι ήσαν δάσκαλοι, που υπηρέτησαν και στην πόλη του Πειραιά), μετάφρασε και σχολίασε, συνέγραψε σχολικά εγχειρίδια για τις εκδόσεις του (οεδβ), βλέπε: Εισαγωγή, σχόλια, μετάφραση του Πλατωνικού «Κρίτωνος», την «Κύρου Ανάβασις», τους Πλατωνικούς «Νόμους» και αρκετά ακόμα έργα αρχαίων κλασικών συγγραφέων. Συνέγραψε σε συνεργασία με τον Δ. Ν. Μονογυιό το Εγχειρίδιο συστηματικής διδασκαλίας της Νεοελληνικής Γλώσσας, τόμοι δύο. Επίσης σε συνεργασία με τους Δ. Ν. Μονογυιό, Σ. Πρεβελάκη και Γ. Φραγκόπουλο το Συντακτικό της Καθαρεύουσας. Καθώς και το Συντακτικό της Δημοτικής με τους ίδιους συνεργάτες. Στην διάρκεια της συγγραφικής του σταδιοδρομίας έτυχε σημαντικών διακρίσεων. Το 1930 βραβεύεται από τον Δήμο του Πειραιά. Το 1963 ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης Ρόδου και το απονέμεται το χρυσό μετάλλιο του νησιού, για τις άοκνες και συνεχείς προσπάθειές του, να αναδειχθούν και να προβληθούν τα ήθη και τα έθιμα των Δωδεκανησίων, ο πνευματικός προφορικός και γραπτός λαϊκός πολιτισμός των Δωδεκανήσων. Το 1977 βραβεύεται με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη για το μυθιστόρημά του «Περαίας» (1975). Ενώ το 1971 έλαβε το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το έργο του: «Πορτραίτα του Σπιτιού μας». Το δεύτερο βραβείο μυθιστορήματος έλαβε ο Αρκάδιος Λευκός για το πεζό του: «Συλλογή από μαχαίρια». Ο Βασίλης Ε. Μοσκόβης υπήρξε ένας πολυγραφότατος δημιουργός. Εξέδωσε 6 ποιητικές συλλογές, 5 συλλογές διηγημάτων, 8 μυθιστορήματα, νουβέλες. Δημοσίευσε δοκίμια και μελέτες, άρθρα για παλαιότερους αλλά και πολύ νεότερούς του έλληνες ποιητές και λογοτέχνες. Όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Λάμπρος Πορφύρας, ο Γιάννης Κ. Ζερβός, ο Κώστας Ν. Κωνσταντινίδης, ο Χρήστος Κατσιγιάννης, ο Σ. Κόκκινος, ο Γ. Παπασωτηρίου, η Μαρία Σωτηροπούλου, ο νέος ποιητής Όθων Μ. Δέφνερ, βλέπε το βιβλίο «Όθων Μ. Δέφνερ. Ένας νοσταλγός των χαμένων πολιτισμών», εκδ, Μαυρίδης 1989, σ. 56. και για αρκετούς άλλους. Στο τυπογραφείο και τις εκδόσεις Μαυρίδης επίσης, το 1988 εξέδωσε την μελέτη του: «Η Ποιήτρια και πεζογράφος Τούλα Μπούτου» (κριτικό δοκίμιο), σ. 48. Ποιήματά του, μελέτες και διηγήματά του υπάρχουν δημοσιευμένα σε Ποιητικές Ανθολογίες, βλέπε «Δωδεκανησιακή Ποίηση’ 76» Ανέκδοτα Ποιήματα, παρουσίαση Παράσχου Δ. Παράσου, Αθήνα 1978, στα περιοδικά «Νέα Εστία», τον «Παρνασσό», τους ετήσιους τόμους της «Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς», τα «Παναθήναια», τη «Νέα Σκέψη», την «Περιηγητική», την «Ηώ» και σε πολλά άλλα.
Έργα του:
-«Μικροί και μεγάλοι» (1947). Διηγ. -«Συνθέσεις»(1948). -«Τότε που προσμέναμε» (1950). Διηγ. -«Το Άλας της γης» (1953)/ (1959). Μυθ. -«Στην κορυφή του Μόντε Σμίθ» (1956). Μυθ. -«Η αυλή της μητέρας μου» (1958). Διηγ. -«Γενεά έρχεται» (1960). Μυθ. -«Μήνυμα»(1961). -«Το νησί που το ξέχασε κι ο Θεός» (1963). Διηγ. -«Οι Ασυμβίβαστοι» (1964). Μυθ. -«Σύνοψις»(1966). -«Ο Τελευταίος επισκέπτης» (1967). Μυθ. -«Πορτραίτα του σπιτιού μας» (1970)/(1973). Μυθ. - «Μεγαλυνάρια»(1971). -«Απογύμνωση»(1972). Μυθ. -«Δωδεκανησιακές μπαλάντες» (1972). - «Περαίας» (1975)/ (1979) Μυθ. -«Γη της Ρόδου» (1976). -«Εγκεφαλογραφήματα»(1977). Διηγ. - «Ορατόριο»(1979). Μυθ. -«Το Αναρριχητικό» (1982). -«Ο Άνθρωπος και η μοίρα του»(1983). Διηγ. -«Προσκομιδή» (1983). Ποίηση. -«Το Μεθυσμένο Παιδί» (1986). Μυθ. -«Αιωνιότητα»(1988)Μυθ.-«Ο θάνατος μιάς συνοικίας» (1993) Νουβέλα.
Σε αυτόνομες εκδόσεις κυκλοφόρησαν οι εξής μελέτες για το έργο του:
-Πάνος Παναγιωτούνης, Η σύγχρονη πεζογραφία και το έργο του Βασίλη Μοσκόβη, με πρόλογο του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου, εκδόσεις Μαυρίδης 1964. -Όθων Δέφνερ-Μαρία Κ. Στασινοπούλου, Βασίλης Μοσκόβης, ο δάσκαλος και λογοτέχνης, εκδόσεις Περγαμηνή 1994. -Άγγελος Φουριώτης, Βασίλης Μοσκόβης, ο παιδαγωγός, ο λογοτέχνης, ο Δωδεκανήσιος, Αθήνα 1969. -Βασίλης Μοσκόβης, Ο απολογητής μιάς επικής εποχής. Ο συνταιριαστής λυρισμού και ρεαλισμού. Ο πειραιώτης πεζογράφος και ποιητής, εκδ. Αθήνα 1975 (συλλογικό μελέτημα).
Για το έργο του επίσης, βλέπε: Μανώλης Γιαλουράκης, λήμμα στην Λογοτεχνία των Ελλήνων, εκδ. Χάρης
Πάτσης χ.χ. τόμος 10ος, σ. 293-294.
«……Ο Β. Μοσκόβης, πώς άλλωστε και άλλοι λογοτέχνες μας, δεν αντιλήφθηκε ίσως ότι ο διχασμός της λογοτεχνικής εργασίας του σε ποιητικό και σε πεζό λόγο γίνεται πάντοτε σε βάρος του συνόλου της εργασίας τους. Λίγοι είναι εκείνοι που μπόρεσαν να αποφύγουν τις συνέπειες ενός σκληρού ασφαλώς κανόνα και ο Β. Μοσκόβης δεν είναι από αυτούς. Ο λόγος είναι απλός: Η ποίηση δεν είναι φαινόμενο εργαστηρίου-ή μάλλον μόνο- ζήτημα ιδιοσυγκρασίας, εσωτερικής αναγκαιότητας να εκδηλωθούν οι ιδιοσυγκρασίες αυτές με τον έμμετρο λόγο πηγαία, αυθόρμητα. Ο ποιητής διακρίνεται από το πρώτο κιόλας ποίημα. Ο λόγιος που γράφει στίχους το ίδιο. Η σύγχρονη λογοτεχνία μας αριθμεί πολλούς λογίους ποιητές και ελάχιστους άλλους. Η κριτική είναι υποχρεωμένη να κάμη τον διαχωρισμό. Και φυσικά θα επιμένη να ονομάζη ποιητές τον Σεφέρη, τον Βάρναλη και τον Ελύτη, όσο καλές σελίδες πεζογραφίες και αν έγραψαν και τον Μοσκόβη πεζογράφο, έστω και αν τύπωσε βιβλία με στίχους.
Το πεζογραφικό έργο του χωρίζεται σε διηγήματα και μυθιστορήματα. Μια προσεκτική αποτίμησή του πείθει ότι ο συγγραφέας είναι κυρίως διηγηματογράφος. Τα μυθιστορήματά του είναι ουσιαστικά προέκταση της διηγηματογραφίας του, πολυσέλιδα αφηγήματα με απόπειρες γενικότερων προεκτάσεων πού κάποτε, όπως στο «Άλας της γης» φθάνουν στο στόχο τους, και άλλοτε, όπως στο «Στην κορυφή του Μόντε Σμιθ», μόλις συγκρατούνται στο επίπεδο ενός «ρομάντσου», ποιότητας βέβαια, αλλά «ρομάντσου» πάντοτε. Το μυθιστόρημα άλλωστε δεν έχει ευτυχήσει πολύ στον τόπο μας και ένας κατάλογος δέκα αρτίων μυθιστορημάτων χρειάζεται ευθύνη για να δοθή. Με τις προϋποθέσεις αυτές κατά νου, ο Β. Μοσκόβης είναι κυρίως διηγηματογράφος, παραδοσιακής τεχνοτροπίας και κάποτε και υφής, όπως στα κείμενα του που τείνουν προς την διαρκή προσφυγή σ’ αυτήν των παραδοσιακών πεζογράφων μας. Γενικά ο Μοσκόβης, όταν αποφεύγει τον σκόπελο της εργαστηριακής καλλιέπειας, είναι ο διηγηματογράφος που βλέπει, αισθάνεται και συγκινείται. Οι άνθρωποι του λιμανιού μερικών διηγημάτων του, οι αυτοβιογραφικές σελίδες της «Αυλής της μητέρας μου», τα βιώματα που εμπνέουν στο «Τότε πού προσμέναμε» καθώς και κάποτε σελίδες από το «Νησί που το ξέχασε κι ο Θεός», συνθέτουν ένα αξιόλογο διηγηματικό έργο.
Θα αδικούσαμε τον συγγραφέα αν παράλληλα με το «Άλας της γης», δεν αναφέραμε και το «Γενεά έρχεται», τα δύο αξιόλογα μυθιστορήματα του Μοσκόβη, όπου η απουσία του εγκεφαλισμού που χαρακτηρίζει τους «Ασυμβίβαστους», επιτρέπουν στον συγγραφέα να κινηθή άνετα, χωρίς αυτό να του εξασφαλίζη την ιδιότητα του μυθιστοριογράφου όπως οι συλλογές διηγημάτων του τού εξασφάλισαν ανεπιφύλακτα εκείνην του διηγηματογράφου. Η αιτία πρέπει να αναζητηθή στην αδυναμία του να στήση πολυπρόσωπους μύθους στους οποίους οι ήρωες να έχουν αληθοφάνεια. Η αφήγησή του ξεστρατίζει αναγκαστικά για να προβληθούν έμμεσα θεωρίες, ευγενείς στις ανθρωπιστικές επιδιώξεις τους αλλά «φιλολογικές» και εμβόλιμες στην όλη δομή του έργου. Οι διαπιστώσεις αυτές επιτείνουν την εκτίμησή μας προς τον Μοσκόβη διηγηματογράφο, ιδιαίτερα εκείνον που μας γνώρισε την τραγική και τόσο ανθρώπινη όψη του Πειραιά, μας συγκίνησε με τις εμπνευσμένες από σκληρά χρόνια σελίδες του και μας γνώρισε με τόσο λυρισμό και συγκρατημένο πάθος την πονεμένη μορφή της μητέρας του που την ύψωσε, όσο ήτανε δυνατόν, σε γενικότερο σύμβολο ψυχικής καλλιέργειας και ανεπιφύλακτης στοργής. Αν ο Β. Μοσκόβης περιοριζόταν στο διήγημα, ένα είδος πού τόσο ταλαιπωρήθηκε στα τελευταία χρόνια στη χώρα μας,-όχι μόνο θα κέρδιζε τον χρόνο που έχασε σε ποιητικές ανιχνεύσεις ή σε πειραματισμούς στο χώρο του μυθιστορήματος αλλ’ ασφαλώς θα πρόσθετε στο όλο του έργο και άλλες αξιόλογες σελίδες. Το μέλλον θα μας αποδείξη τελικά αν ο Μοσκόβης διηγηματογράφος δικαιώσει τις προσδοκίες μας.
- Χριστίνα Λύσσαρη,
Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Πατάκη 2007, σ. 1469.
«…Περισσότερος γνωστός ως πεζογράφος, ο Μ. ακολουθεί μια παραδοσιακή γραφή η οποία συχνά τείνει προς την ηθογραφία. Τα θέματά του τα αντλεί συχνά από αναμνήσεις από το νησί του και από τη θαλασσινή ζωή…..».
-Δημήτρης Γρ.
Τσάκωνας, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Πολιτικής Κοινωνίας. Κριτική
τοποθέτηση Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Β΄ έκδοση επηυξημένη, τόμος 8ος,
εκδ. Σώφρων» 1992, σ. 83-85.
Αστική ηθογραφία
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΟΣΚΟΒΗΣ
Ο Βασίλης Μοσκόβης (1915) αρχικά έδωσε ηθικοπλαστικά αφηγήματα με υποδειγματική αυτοκριτική της σχέσης διδασκόντων και διδασκομένων. Μετέπειτα τα περισσότερα μυθιστορήματα και διηγήματά του είναι με άμεσο τρόπο βγαλμένα από τις εμπειρίες της ατομικής του ζωής. Το πεζογράφημά του «πορτραίτα του σπιτιού μας» γεφυρώνεται με το πρώτο του μυθιστόρημα «Στην κορυφή του Μόντε Σμιθ» -ένα ξέσπασμα έρωτα και φυσιολατρίας-ύστερα από το «Γενεά Έρχεται», αυτόν τον πολύπτυχο της φοιτητικής ζωής του συγγραφέα (πρόκειται για το β’ ημιχρόνιο του μεσοπολέμου) ύστερα από τα διηγήματα «Η αυλή της μητέρας μου» και «Το νησί που το ξέχασε ο Θεός»- και προπαντός ύστερ’ από υα βαθιά βιωμένο μυθιστόρημα του «Το άλας της γης», ένα καλά ψυχογραφημένο ζωντάνεμα του «ιδεώδους δασκάλου», βγαλμένο μέσα από τις χαρές και τις πίκρες και τις δυσκολίες της επαγγελματικής του εμπειρίας (ο Μοσκόβης είναι εκπαιδευτικός). Στο μυθιστόρημά του «Πορτραίτα του σπιτιού μας» ο Μοσκόβης με περισσότερη ωριμότητα, ψυχραιμία, αντικειμενικότητα, χιούμορ και ανθρωπιά, έπλασε το πορτραίτο της μητέρας του και του πατέρα του, των αδερφών του καθώς και των φίλων του και των γνωστών του. Και τα σύνθεσε και τα ζωοποίησε με «κέφι αγάπης», μέσα σε μια ατμόσφαιρα ανιχνευτικής και ηθολογικής κριτικότητας, που προσθέτει μια νέα νότα στην υπερβολική, ίσως κάποτε, αισθηματικότητα της πεζογραφίας του.
Στο έργο του αυτό παρασταίνεται ο τραχύς αγώνας του μικροαστού νεοέλληνα οικογενειάρχη, να βελτιώσεις τις συνθήκες της μίζερης και ασφυκτικής ζωής του. Ξεκινάει στη ζωή σαν αλυσοδεμένος κατάδικος, προορισμένος να υποκύψει αργά ή γρήγορα, να ταφεί μέσα στην αποτυχία και την ανέχεια. Μα παλεύοντας ολοένα, καταφέρνει μια μέρα «να σταθεί», ανεβοκατεβαίνοντας με σισύφεια ψυχολογία την κλίμακα του βιοπορισμού.
Η ροή του μυθιστορήματός του «Πειραιάς» δεν χαρακτηρίζεται από τη μορφή της συνεχούς αφηγήσεως, αλλά από επάλληλες διαδοχικές εικόνες, πού υποβάλλουν στον αναγνώστη την εντύπωση της κινηματογραφικής τεχνικής, πού πρώτοι τη χρησιμοποίησαν στα αφηγηματικά τους έργα οι αμερικανοί μυθιστοριογράφοι.
Γενικότερα ο Μοσκόβης με μέσα εκφραστικά λιτά, αυστηρώς, όμως, καλλιτεχνικά, απελευθερωμένα από το βάρος περιττών και κουραστικών καλλωπισμάτων, με γλώσσα πού πάλλεται από τη θέρμη της συγκινήσεως, κατορθώνει και βρίσκει το δρόμο που οδηγεί κατευθείαν στην καρδιά και το πνεύμα του αναγνώστη.
Κρούσαμε της αδερφικής
αγάπης λύρες,
μα τράνεψε του μίσους
η πληγή
κι’ ελπίσαμε-κι’ η
ελπίδα βγήκε στείρα-
το δίκιο πώς θα φώτιζε
τη γη».
Βλέπε ακόμα: -Γιάνης Χατζίνης, περιοδικό Νέα Εστία έτος ΚΗ΄ τόμος 55ος, τχ. 645/15-5-1954, σ.833-834. Βιβλιοκριτική για «Το άλας της γης». –Ανδρέας Καραντώνης, περιοδικό Νέα Εστία έτος ΜΕ΄, τόμος 90ος, τχ. 1059/15-8-1971, σ. 1109-1111. Βιβλιοκριτική για «Πορτραίτα του σπιτιού μας». –Ξεν. Ι. Καρακάλος, περιοδικό Νέα Εστία έτος ΜΘ΄, τόμος 97ος, τχ. 1150/1-6-1975, σ. 764-766. Βιβλιοκριτική για «Περαίας» εκδ. Εστίας 1975. -Νένα Ι. Κοκκινάκη, περιοδικό Διαβάζω τχ. 260/3-4-1991, σ. 67-70, βιβλιοκριτική για «Γενεά έρχεται», εκδ. Εστία 1990.
Στον τόμο, «ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ’76 ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ. ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: ΠΑΡΑΣΧΟΥ Δ. ΠΑΡΑΣΧΟΥ, Στέγη Γραμμάτων και τεχνών Δωδεκανήσου, σειρά 6η, Αθήνα 1978, σελίδες 186-192. Δημοσιεύονται τα εξής ποιήματα του Βασίλη Μοσκόβη:
«ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ».
«ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ», Στην Έλλη Αλεξίου
«Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΜΑΣ»
«ΑΝΤΙΠΟΙΗΜΑ», (Για το Πολυτεχνείο)
«ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΒΑΝΤΑΣ»
«ΝΑ ΜΗ ΓΙΝΩ ΘΕΕ ΜΟΥ».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου