Τετάρτη 8 Ιουνίου 2022

ΓΚΕΟΡΓΚ ΤΡΑΚΛ- ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ. ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Καστανιώτη 1984

       ΓΚΕΟΡΓΚ  ΤΡΑΚΛ -  ΕΡΜΑΝ  ΕΣΣΕ

                Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α

Μετάφραση: Ανδρέας  Αγγελάκης

Εξώφυλλο από τον πίνακα του Marc Chagall, “Les Amoureux en Vert”, 1916/17, toile 70x50 cm. Collection pariculiere. Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, Δεκέμβριος 1984, σ.74, δραχμές 200. Διαστάσεις: 17,5Χ16

Το βιβλίο «ΓΚΕΟΡΓΚ ΤΡΑΚΛ- ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ, ΠΟΙΗΜΑΤΑ» ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΤΗΘΗΚΕ ΣΤΟ «ΑΝΑΓΡΑΜΜΑ» ΕΠΕ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΚΑΝΕ Η ΑΝΝΑ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 1984.

ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ:

Σημείωμα του Μεταφραστή, 5-6. –Klaus Betzen, Πανεπιστήμιο της Αθήνας: Ο ΤΡΑΚΛ ΣΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, 9-12. -GEORG TRAKL: ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 13-40. –HERMANN HESSE: ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 43-67.- ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ: Περί Γκέοργκ Τρακλ./ Περί Έρμαν Έσσε, 69-70.-Βιβλία του Ανδρέα Αγγελάκη, 73

          ΣΗΜΕΙΩΜΑ  ΤΟΥ  ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

Απ’ όσο ξέρω τουλάχιστον, δεν υπάρχουν ποιήματα του Τρακλ ή του Έσσε συγκεντρωμένα σε βιβλίο. Σκόρπιο υλικό μπορεί κανείς να βρει μεταφρασμένο σε περιοδικά κι ανθολογίες ήδη από το 1950, κυρίως του Τρακλ, και η Όλγα Βότση μετέφρασε λυρικές πρόζες του Τρακλ με τίτλο «Τα πεζά ποιήματα» το 1974. Θα παραθέσω παρακάτω ένα κατάλογο μεταφράσεων του Τρακλ, καθώς κι ονόματα μελετητών του ή όσων έγραψαν κάτι ενδιαφέρον γι’ αυτόν, στηριγμένος, κυρίως, στην «Ελληνική Βιβλιογραφία- Γκέοργκ Τρακλ (1931-1982)» του Λάμπρου Μυγδάλη, δημοσιευμένη στο περιοδικό «Διαγώνιος», αρ. 11, Μάϊος-Αύγουστος 1982. σ.σ. 197-199.

     Σχετικά τώρα με τη σύζευξη Τρακλ-Έσσε, που εκ πρώτης όψεως μπορεί να φαίνεται αυθαίρετη, θα παρατηρούσα τα εξής: πέρα από το ότι είναι σχεδόν σύγχρονοι (Τράκλ: 1887- 1914 και Έρμαν Έσσε: 1877-1962), τους συνδέει στενά ένας κοινός θεματολογικός χώρος, μια παράλληλη σημειολογία που εκφράζεται, ωστόσο, τόσο διαφορετικά, ώστε να καταλήγουν ν’ αποτελούν στο τέλος δυο πόλους όμοιους στην πρώτη τους θέαση και βαθύτατα αντιθετικούς σε μια εξονυχιστική γνωριμία τους. Το στοιχείο της φύσης π.χ., που σηματοδοτεί καίρια την ποίηση του Τρακλ, σ’ αυτόν παίρνει μια μεταφυσική, σχεδόν δαιμονιακή, διάσταση, ενώ  στον Έσσε παραμένει στα επίπεδα της παραδοσιακής λυρικής φυσιολατρίας, χωρίς κανένας δαίμονας να ταράζει τη μακαριότητά της. Από τη σύγκριση βγαίνει κερδισμένος ο Τρακλ αναντίρρητα. Είναι φανερό: στη μια περίπτωση έχουμε ένα γνήσιο ποιητικό ταλέντο που με την εξπρεσιονιστική του εικονοκλαστικότητα ανέτρεψε την ισορροπία του γερμανικού λυρισμού του αιώνα μας πηγαίνοντας κατευθείαν στο μεγάλο Χαίλντερλιν, ενώ στην άλλη παρακολουθούμε ένα πεζογράφο (που σημάδεψε, ωστόσο, κι εξέφρασε όσο λίγοι την εποχή μας) να γράψει στο περιθώριο του  κύριου έργου του και ποίηση.

     Η νοσταλγία, η απώλεια, η αποδημία, η επιστροφή διαγράφουν ήρεμα την τροχιά τους στον Έσσε, ενώ στον Τρακλ αποκτούν σχεδόν υλική υπόσταση μέσα στην αγωνία τους και παύουν να λειτουργούν σαν λέξεις, υπερβαίνοντάς τις και πολιτογραφούμενες σ’ ένα χώρο που προέχει το ρίγος του αγνώστου και το υπαρξιακό άγχος.

     Κλείνοντας το σημείωμα, θέλω να προσθέσω ακόμα πως σχετικά με το γνωστό χωρατό περί μετάφρασης προτίμησα να χαρώ τη συντροφιά μιας ωραίας γυναίκας άπιστης παρά την πληκτική παρέα μιας πίστης, που άλλο προσόν δεν έχει πλήν της πίστης της. Όπου χρειάστηκε ν’ απομακρυνθώ από το πρωτότυπο, το έκανα πιστεύοντας πως εξυπηρετώ το κείμενο. Άλλωστε, το ίδιο έκαναν και οι Άγγλοι μεταφραστές, τόσο του Τρακλ όσο και του Έσσε, που είχα υπόψη μου  (Christopher Middleton, Robert Grenier, Michael  Hamburger, David Luke James Wright).

Ανδρέας  Αγγελάκης, Μάιος 1984, 5-6.

        Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α  Τ Ο Υ  Ε Ρ Μ Α Ν   Ε Σ Σ Ε

     ΤΟ ΞΕΡΩ, ΠΕΡΠΑΤΑΣ

Περπατάω πολύ συχνά αργά στους δρόμους

και χαμηλώνω τη ματιά μου βιαστικά,

γεμάτος τρόμο

μήπως και ξαφνικά φανείς αμίλητος μπροστά μου

και τότε πρέπει να υποστώ τη θλίψη σου

ατενίζοντάς σε,

ενώ απαιτείς την ευτυχία σου τη νεκρή από μένα,

 

Το ξέρω, σέρνεσαι πίσω μου τα βράδια

με βήμα ντροπαλό, με ξεσκισμένο ρούχο

και πάς για λεφτά, δυστυχισμένε!

Μάζεψαν τα παπούτσια σου τη σκόνη

          όλου του κόσμου,

ο άνεμος παίζει μες στα μαλλιά σου περιγελώντας σε

και περπατάς, και περπατάς, και σπίτι πια δεν βρίσκεις. 43

     ΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΑΓΡΟΥΣ

Πάνω στον ουρανό περνούνε σύννεφα

ο άνεμος πάνω απ’ τους αγρούς

και πάνω στους αγρούς πλανιέται

της μάνας μου το χαμένο παιδί.

 

Πάνω στο δρόμο φύλλα ο άνεμος φυσάει,

στα δέντρα κλαίνε τα πουλιά-

κάπου εκεί πέρα απ’ τα βουνά

το μακρινό μου σπίτι πρέπει να ‘ναι. 44

          ΕΛΙΣΑΒΕΤ

Να σας πω μια ιστορία,

η νύχτα έχει πέσει εδώ και ώρα-

λοιπόν, θες να με βασανίζεις

ωραία μου Ελισάβετ;

 

Γι’ αυτό το βασανάκι γράφω ποιήματα

κι εσύ το ίδιο εξάλλου.

Κι όλη η ιστορία του έρωτά μου

Είσαι συ και το βραδάκι τούτο.

 

Μη μου κακοκαρδίζεσαι

και πέτα τούτα τα στιχάκια, αν θες.

Εγώ στο λέω, σε λίγο θα τ’ ακούς,

θα τ’ ακούς, δε θα τα νιώθεις όμως. 45

          ΡΑΒΕΝΝΑ (1)

Κι εγώ έχω πάει στη Ραβέννα.

Είναι μια πόλη τοσηδά, νεκρή

με άπειρα ερείπια κι εκκλησίες.

Του κόσμου τα βιβλία γράφουν γι’ αυτή.

 

Ξαναπερνάς και ολόγυρα κοιτάζεις:

τόσο υγροί και λασπωμένοι δρόμοι, τόσο

βουβοί χιλιάδες χρόνια τώρα

και τίποτ’ άλλο, πάρεξ μούσκλια και γρασίδι.

 

Μοιάζει με τα παλιά τραγούδια-

τ’ ακούς και δε γελά κανένας

κι όλοι κλείνονται πίσω στον καιρό τους

μέχρι να πέσει η νύχτα πάνω τους. 46

          ΡΑΒΕΝΝΑ (2)

Οι γυναίκες της Ραβέννας με το βαθύ τους βλέμμα

και τις ευγενικές χειρονομίες τους

ξέρουν καλά τις μέρες

της παλιάς πόλης, τις γιορτάδες της.

 

Οι γυναίκες της Ραβέννας κλαίνε

σαν τα παιδιά που δε σου λένε το γιατί;

βαθιά κι ανάλαφρα.  Κι όταν γελάνε, λάμπει

ένα τραγούδι μες στη λάσπη του κειμένου.

 

Οι γυναίκες της Ραβέννας προσεύχονται

σαν τα παιδιά: ευγενικά κι ευχαριστημένα.

Εκστομίζουν λόγια ερωτικά

χωρίς να ξέρουν καν πως λένε ψέματα.

 

Οι γυναίκες της Ραβέννας φιλάνε

σπάνια αλλά βαθιά κι ανταποδίδουν το φιλί.

Κι αυτό που ξέρουν μόνο για τη ζωή

είναι πως πρέπει κάποτε όλοι να πεθάνουμε. (1902), 47

          Ο ΠΟΙΗΤΗΣ

Μόνο σε μένα, το μοναχικό,

τ’ ατέρμονα άστρα λάμπουν της βραδιάς,

ψιθυρίζει η πέτρινη πηγή το μαγικό τραγούδι της,

σε μένα μόνο, το μοναχικό,

οι πολύχρωμες σκιές των σύννεφων που περνάνε

τρέχουν σαν όνειρα πάνω απ’ τ’ ανοιχτό τοπίο.

Μήτε καλύβι μήτε γη

ή δάσος έχω κι ούτε μπορώ να κυνηγάω,

είναι δικό μου αυτό που δεν ανήκει σε κανένα,

δικό μου το βαθύ ρυάκι πίσω απ’ του δάσους

το μαγνάδι,

δικιά μου η αγριεμένη θάλασσα,

δικό μου το τιτίβισμα των παιδιών σαν παίζουν

που μοιάζει με φωνές πουλιών,

θρήνος και τραγούδι του ερωτευμένου

μες στο δειλινό.

Δικοί μου ακόμα οι ναοί των θεών

και δικά μου τα πλούσια αλσύλλια του παρελθόντος.

Κι όχι λιγότερο δικά μου

η λάμπουσα κρύπτη τ’ ουρανού

που θα ‘ναι το σπίτι μου στο μέλλον.

 

Συχνά η ψυχή μου είν’ ανυπόμονη

από νοσταλγία ν’ ανοίξει τα φτερά της

ν’ ατενίσει το μέλλον των ευλογημένων,

την αγάπη, που υπερβαίνει το νόμο,

την Αγάπη των ανθρώπων για τον άνθρωπο.

Όλους τους βρίσκω πάλι, μαγικά μεταμορφωμένους:

τον αγρότη, τον πραματευτή, το βασιλιά,

ναύτες στο κουπί,

το βοσκό, τον κηπουρό, όλοι τους

μ’ ευγνωμοσύνη να γιορτάζουν το μέλλοντα κόσμο.

Μονάχα ο ποιητής είναι απών,

αυτός ο φιλέρημος που τα πάντα θεωρεί,

αυτός ο φορέας της ανθρώπινης νοσταλγίας,

η χλομή εικόνα

εκείνου που το  μέλλον,

εκείνου που την εκπλήρωση του κόσμου

πια δεν τα χρειάζεται. Μαραίνονται

πάω στα μνήματα του πολλά στεφάνια

αλλά κανένας πια δεν τον θυμάται. 48-49

          ΒΟΥΝΑ  ΤΗ  ΝΥΧΤΑ

Σαν να ‘χει σβήσει η λίμνη,

μαύρο το καλάμι μες στον ύπνο του

σ’ όνειρο μέσα, ψιθυρίζει.

Εκτείνονται απειλητικά, τεράστια τα βουνά

μες στο τοπίο.

Δεν αναπαύονται.

Βαθιανασαίνουν κι ακουμπάνε

το ‘να στ’ άλλο μαλακά.

Βαθιανασαίνουν.

Φορτωμένα με βουβές δυνάμεις,

στο δόκανο ενός πάθους που τα τρώει. 50

          ΤΗ ΝΥΧΤΑ

Τη νύχτα, όταν η θάλασσα με νανουρίζει

κι η λάμψη του χλομού άστρου

απλώνεται στα μεγάλα κύματά της,

τότε λέω πως είμαι ελεύθερος

από του κόσμου τις φροντίδες και την αγάπη.

 

Στέκομαι αμίλητος και βαθιά ανασαίνω

μόνος μου, μόνος με το νανούρισμα της θάλασσας

που απλώνεται μπροστά μου σιωπηλή και παγωμένη

με τα χίλια φώτα της.

Τότε στους φίλους μου τρέχει ο λογισμός μου

και βυθίζω τη ματιά μου μες στο βλέμμα τους

και μόνος μου ρωτώ τους τον καθένα σιωπηλά:

«Είσαι δικός μου ακόμα;

Η θλίψη μου είναι και δική σου θλίψη,

ο θάνατός μου και για σένα θάνατος;

Νιώθεις απ’ την αγάπη μου, τη λύπη μου

καν μιαν ανάσα, καν μιαν ηχώ;»

 

Και ειρηνευμένη η θάλασσα σωπαίνοντας

με κοιτά και μου χαμογελάει: όχι.

Κι απάντηση ή αντίο πια

δε φτάνει από πουθενά. 51

          ΓΙΑ ΚΑΠΟΙΑ ΚΙΝΕΖΟΠΟΥΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΑ

Διαβήκαμε το ακίνητο ποτάμι το βραδάκι,

τριανταφυλλένια έλαμπε η ακακία,

τριανταφυλλένια λάμπαν και τα σύννεφα. Μα εγώ

      δεν τα ‘βλεπα.

έβλεπα μόνο της δαμασκηνιάς τ’ ανθάκια στα μαλλιά σου.

 

Χαμογελώντας κάθισες στο τόξο της στολισμένης

        βάρκας,

κράταγες αυλό στο έμπειρο χέρι σου,

έλεγες τραγούδι για την άγια χώρα σου

ενώ τα μάτια σου, όλο νεανική δροσιά, υπόσχονταν.

 

Χωρίς λέξη να πω, στάθηκα πλάι στο κατάρτι

κι αυτό που επιθυμούσα πια ήταν για πάντα

να ‘μια σκλάβος σ’ αυτά τ’ αστραφτερά μάτια,

να μην ακούω τίποτα παρά μονάχα το τραγούδι

γλυκό, που φέρνει όμως έναν ευλογημένο πόνο,

μακάριος πια παιχνίδι μες στα λουλουδένια

τρυφερά σου χέρια. 52

         ΔΥΣΚΟΛΟΙ  ΚΑΙΡΟΙ

Τώρα δε βγάζουμε άχνα

και μήτε τραγουδάμε πια,

το βάδισμά μας γίνεται βαρύτερο’

αυτή η νύχτα που ‘πρεπε να ‘ρθει.

 

Δώσ’ μου το χέρι σου,

ίσως μας περιμένει ακόμα πολύς δρόμος.

Χιονίζει, πέφτει χιόνι.

Δύσκολος ο χειμώνας σε μια ξένη γη.

 

Πού ‘ν’ ο καιρός’

που έκαιγε ένα φώς και μια φωτιά για μας;

Δώσ’ μου το χέρι σου,

ίσως μας περιμένει ακόμα πολύς δρόμος. 53

          Σ’ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ

         (ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΚΝΟΥΛΠ)

Μη μου λυπάσαι, γρήγορα θα ‘ρθει η νύχτα

που πάνω απ’ την αχνή τη γη

θα βλέπουμε το κρύο φεγγάρι να κρυφογελά

τέλεια ήρεμοι, χέρι με χέρι.

 

Μη μου λυπάσαι, γρήγορα θα ‘ρθει η ώρα

της τέλειας ηρεμίας. Οι μικροί σταυροί μας

       θα στέκουν

μαζί-μαζί στη λαμπερή άκρη του δρόμου

και θα βρέχει, θα χιονίζει

κι οι άνεμοι θα ‘ρχονται, θα φεύγουν. 54

           ΠΑΙΔΙΚΗ  ΗΛΙΚΙΑ

Είσαι η πιο μακρινή κοιλάδα μου,

μαγεμένη και χαμένη.

Πολλές φορές στη θλίψη και στην αγωνία μου

μου ‘χεις γνέψει απ’ τη γεμάτη σκιές χώρα σου

κι άνοιξες τα γεμάτα παραμύθια μάτια σου

μέχρι που πια δεν ήξερα τι ‘ταν αλήθεια

και τι ψέμα

και μέσα σε σένανε χάθηκε ολόκληρος.

 

Ω σκοτεινή πύλη,

ω μαύρη του θανάτου ώρα,

έλα λοιπόν, καλώς τη,

έτσι που να ξεφύγω από την άδεια τούτη ζωή

και ν’ αλαργέψω για κει που με προσμένουν τα

      όνειρά μου. 55

          ΒΑΡΙΕΣ ΟΙ  ΜΕΡΕΣ

Πόσο βαριές οι μέρες!

Κι ούτε φωτιά να ζεσταθώ

κι ούτε ήλιος να μου χαμογελάει,

όλα απογυμνωμένα,

κρύα κι ανελέητα,

ακόμα και τ’ αγαπημένα αστέρια τα κρυστάλλινα

μ’ ατενίζουνε θλιμμένα,

αφού πια το ‘μαθε η καρδιά μου

πως και την αγάπη θάνατος την καρτερεί. 56

          ΧΩΡΙΣ  ΕΣΕΝΑ

Άδειο με κοιτάει το προσκεφάλι μου τη νύχτα

λες κι είναι ταφόπετρα’

ποτέ μου δεν το πίστεψα πως θα ‘τανε τόσο πικρό

να ‘μια μόνος

και να μην κοιμάμαι μέσα στα μαλλιά σου.

 

Μόνος ξαπλώνω σ’ ένα σπίτι σιωπηλό,

σβησμένη η λάμπα

κι απλώνω μαλακά τα χέρια μου

να πιάσω τα δικά σου,

και απαλά πιέζω το ζεστό μου στόμα

προς τα σένα και φιλάω τον εαυτό μου, εξαντλημένος

και χωρίς άλλο κουράγιο-

ύστερα ξαφνικά ξυπνώ

κι ολόγυρά μου η παγωμένη νύχτα μένει ακίνητη.

Το άστρο λάμπει έκπαγλο στο παραθύρι-

αχ, πού είναι τα ξανθά μαλλιά σου,

πού το γλυκό σου στόμα;

 

Τώρα εγώ πόνο πίνω σε κάθε μου χαρά,

φαρμάκι στο κρασί μου’

ποτέ δεν ήξερα πως θα ‘τανε τόσο πικρό

να ‘μια μόνος,

μόνος, χωρίς εσένα. 57

          ΤΑ  ΠΡΩΤΑ  ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Δίπλα στο ρυάκι,

εκεί προς τις ιτιές,

άνοιξαν αυτές τις μέρες

ένα σωρό λουλούδια κίτρινα

τα μάτια τους τα χρυσαφιά.

Εδώ και πολύ καιρό έχασα την αθωότητά μου,

όμως μια μνήμη με τρώει μέσα στα τρίσβαθά μου

των χρυσών πρωινών ωρών της ζωής μου

και με κοιτάζει

λάμποντας από τα μάτια των ανθών.

Πήγαινα λουλούδια να μαζέψω.

Τώρα τ’ αφήνω στην ησυχία τους

και γυρνώ σπίτι, γέρος. 58.

           ΕΑΡΙΝΗ  ΜΕΡΑ

Άνεμος στα θάμνα, πίπιζα πουλιού,

ψηλά, στο πιο ψηλό γλυκό γαλάζιο

ακίνητο, επίσημο, καράβι των συννέφων…

Κάποια ξανθιά ονειρεύομαι γυναίκα,

τη νιότη μου ονειρεύομαι,

εκείνο το ουράνιο γαλάζιο ψηλά κι απόμακρα

είναι του πόθου μου η κούνια

που διάλεξα να λικνίζομαι

μες στην ευλογημένη ζεστασιά μου

μαζί με το καλό πουλί

σαν το παιδί

στης μάνας του τον κόρφο. 59

         ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΦΙΛΟ ΜΕΣ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

        (ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 1914)

Αυτή τη δίσεχτη χρονιά, ήρθε το φθινόπωρο νωρίς…

Βράδυ βαδίζω στον αγρό, μόνος, η βροχή πέφτει

     βαριά,

ο άνεμος στο καπέλο μου… Κι εσύ; Εσύ, φίλε μου;

 

Ίσως να στέκεσαι-ποιος ξέρει;-και να βλέπεις

το φεγγάρι που πλανιέται με το δρεπάνι του

σε ημικύκλια πάνω από τα δάση,

φωτιά ν’ ανάβεις, κόκκινη μες στη σκοτεινή κοιλάδα.

Μπορεί και να ‘σαι ξαπλωμένος σ’ αγρό με άχυρο

και να κοιμάσαι και να πέφτει η δροσιά

κρύα στο μέτωπό σου και στο αμπέχονο.

 

Μπορεί ακόμα αυτή τη  νύχτα να ‘σαι πάνω σε άλογο,

σε απόμακρη σκοπιά και να βιγλίζεις

μ’ ένα ντουφέκι μες στη φούχτα σου

χαμογελώντας, ψιθυρίζοντας λόγια γλυκά

στο εξαντλημένο σου άλογο.

Ίσως λέω-φαντάζομαι ακόμα-να περνάς τη νύχτα

καλεσμένος σε κάστρο παράξενο με πάρκο

και να γράφεις γράμμα στου κεριού το φως,

να χτυπάς κοντά στο παράθυρο

στο πιάνο για να βρεις μια νότα…

         -Και ίσως

να μην κινείσαι πια, σχεδόν νεκρός,

κι η μέρα ποτέ της δε θα λάμψει πια

μέσα στ’ αγαπημένα σοβαρά σου μάτια

και το γλυκό σου χέρι μαραμένο κρέμεται

και το λευκό σου μέτωπο ανοιγμένο-ω, μονάχα

αν σου ‘χα δείξει, μόνο μια φορά

αν σου ‘χα πει εκείνη την τελευταία μέρα

κάτι για την αγάπη μου την ντροπαλή!

 

Αλλά με ξέρεις, με γνωρίζεις καλά… και χαμογελάς,

μου γνέφεις σήμερα τη νύχτα απ’ το παράξενό σου

         κάστρο,

γνέφεις και στο άλογό σου μες στο βροχισμένο δάσος,

γνέφεις και μες στον ύπνο σου στο τρίξιμο

      του αχύρου

και με σκέφτεσαι. Χαμογελάς.

      Και ίσως,

ίσως μια μέρα να ‘ρθεις απ’ τον πόλεμο,

να περπατήσουμε μαζί κάποια βραδιά

και κάποιος θα μιλάει για Λόνγκβι, Λίτιχ, Ντάμερκιρχ,

θα χαμογελάει σοβαρά κι όλα θα ‘ναι όπως πρίν

και δε θα λέει κανένας λέξη για την αγωνία του,

για την αγωνία και την τρυφερότητά του

στον αγρό τη νύχτα,

για την αγάπη του. Και μ’ ένα αστείο της στιγμής

θα διώξεις την αγωνία, τον πόλεμο, τις νύχτες

      της αγρύπνιας,

την αστραπή της άτολμης ανδρικής φιλίας

να χαθούν στο κρύο του παρελθόντος

     και να μην τα ξαναδούμε πια. 60-62

               ΚΑΙ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Και τα λουλούδια έχουνε μοίρα τους το θάνατο

χωρίς να τα βαραίνει καμιά ενοχή.

Κι η ύπαρξή μας πάλι είναι αθώα

κι ωστόσο ο πόνος τη μαστίζει ολοένα

εκεί που κι οι ίδιοι εμείς αρνιόμαστε

       να καταλάβουμε.

Αυτό που  αποκαλούμε ενοχή

απορροφιέται από τον ήλιο,

έρχεται να μας βρει από τους καθαρούς λαιμούς

των λουλουδιών σαν ευωδία

και σαν συγκινητική ματιά παιδιού.

Κι όπως πεθαίνουν τα λουλούδια

κι εμείς πεθαίνουμε

το θάνατο του νυν απολύεις,

το θάνατο της αναγέννησής μας. 63

          ΟΛΟΙ  ΟΙ  ΘΑΝΑΤΟΙ

Μέχρι στιγμής έχω γευτεί όλους τους θανάτους

και θα πεθάνω γι’ άλλη μια φορά

γνωρίζοντας το θάνατο του ξύλου μες στο δέντρο,

το θάνατο της πέτρας στο βουνό,

το θάνατο της γης στην άμμο,

το θάνατο των φύλλων στου θερινού χόρτου

        το θρόισμα

κι ακόμα το φτωχό, αιματηρό θάνατο του ανθρώπου.

 

Όμως θα ξαναγεννηθώ ανθός,

δέντρο και χλόη θα ξαναγεννηθώ,

ψάρι κι ελάφι, πουλί και πεταλούδα.

Και μεσ’ από την όποια μου μορφή

η νοσταλγία θα μ’ ανεβάσει και θα φτάσω

τον ύστερο πια πόνο,

τον πόνο των ανθρώπων.

 

Ω, τόξο που τρέμει τεντωμένο

όταν η οργισμένη γροθιά της νοσταλγίας

ορίζει και τους δυο πόλους της ζωής

ο ένας στον άλλονε να σκύψει!

Όμως συχνά και, σας το λέω, πολλές φορές

θα με κυνηγάτε από το θάνατο ως τη γέννηση

πάνω στην οδυνηρή ατραπό της δημιουργίας,

την ένδοξη ατραπό της δημιουργίας. (1921). 64-65

           ΩΔΗ  ΣΤΟΝ  ΧΑΙΛΝΤΕΡΛΙΝ

Φίλε της νιότης μου, πόσα βράδια δε γυρίζω σε σένα

γεμάτος ευγνωμοσύνη, όταν εκεί, στα θάμνα τα παλιά

του κοιμισμένου κήπου,

μονάχα της πηγής το μουρμουρητό μπορείς ν’ ακούσεις.

 

Κανένας δε σε ξέρει, φίλε μου: αυτός ο αιώνας μας

πόσο πολύ μας απομάκρυνε απ’ τη σιωπηλή

μαγεία της Ελλάδας.

Δίχως προσευχή, ξεγελασμένοι απ’ τους θεούς,

περιπλανιούνται οι άνθρωποι μέσα στη σκόνη

δίχως οίστρο.

 

Αλλά για όσους ανήκουν μυστικά σ’ αυτούς

που βυθίζονται μες στην εσώτερη ζωή τους,

για όσους ο Θεός χτύπησε τη ψυχή με νοσταλγία,

οι ουράνιες μελωδίες των τραγουδιών σου

ηχούν καθημερινά.

 

Γυρνάμε νοσταλγικά, εξαντλημένοι από τη μέρα,

στην αμβροσία, στη νύχτα της μουσικής σου,

που το δροσερό φτερό της μας ρίχνει

μέσα σε σκιά χρυσού ονείρου.

 

Ναι, και λαμποκοπώντας, σαν μας χαϊδεύει

       το τραγούδι σου,

γεμάτη πόνο καίει η αιώνια νοσταλγία μας

για την ευλογημένη γη του παρελθόντος,

για τους ναούς των Ελλήνων. 66-67

Σημειώσεις:

Ο πειραιώτης καθηγητής της αγγλικής γλώσσας, ποιητής, διηγηματογράφος και μεταφραστής Ανδρέας Αγγελάκης ανάμεσα στις άλλες συγγραφικές του ασχολίες: έκδοση ποιητικών συλλογών, συγγραφή παιδικού θεάτρου, άρθρων σε περιοδικά, μετάφραση θεατρικών έργων, εξέδωσε και βιβλία με μεταφράσεις του στα ελληνικά αμερικανών, ευρωπαίων, κινέζων ποιητών κλπ. Τις μεταφράσεις του κυκλοφόρησε με το όνομά του ή χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Ανδρέας Μουσουράκης. (*) Οι ξένοι δημιουργοί και τα έργα τους, μεταφράζονταν από την αγγλική γλώσσα και τις αγγλικές εκδόσεις της εποχής του που είχε στην Βιβλιοθήκη του. Όσοι πειραιώτες είχαν την τύχη να συνεργαστούν μαζί του, τον επισκέπτονταν στο σπίτι του (στην περιοχή πίσω από την εκκλησία του Αγίου Βασιλείου στην Καλλίπολη του Πειραιά), θα θυμούνται ότι η Βιβλιοθήκη του ήταν «φορτωμένη» με αγγλικές εκδόσεις ποιητών. Αυτά τα πολυσέλιδα μικρού μεγέθους βιβλία τσέπης “Penguin”, “Pelican”, αλλά και “Oxford”. Ποιητικές φωνές του παγκόσμιου Παρνασσού που ο Αγγελάκης αγαπούσε και διάβαζε, μετέφερε αποσπάσματα στίχων τους στην δική του ποίηση. Φανερά ή μη μέσα στο δικό του ποιητικό σώμα. Συγγενικές ποιητικές ατμόσφαιρες, παράλληλες θεματολογικές μείξεις, υφολογικές αναζητήσεις, εικόνες κοινής ποιητικής «σωματικότητας». Περιπλανήσεις σε οικεία ερωτικά πεδία ευωχίας αλλά και άγχους, θλίψης, σκοτεινότητας, συννεφιασμένων προσωπικών βηματισμών. Ποιητικών «συνενοχών» σε όμορα ομοφυλόφιλα ερωτικά πάθη. Ο ποιητικός λόγος του Ανδρέα Αγγελάκη είναι «ματωμένος» συναισθηματικά, φέρει τις πληγές των επιλογών του συντάκτη του. Είναι απαρηγόρητος, γυμνός μπροστά στον κίνδυνο που καιροφυλακτεί από πολλές πλευρές. Είναι χωρίς διάθεση υπερβολής, ένας μεγάλος κόκκινος «λεκές» στο σώμα του έρωτα, της ίδιας της ζωής. Μια επανερχόμενη παλίρροια θλίψης και απόγνωσης, αδιέξοδων καταστάσεων. Μικρών βουτιών στο χάος της αναζήτησης, την ανωνυμία των προσώπων, των παγωμένων σωματικών χειρονομιών, της συναισθηματικής και ερωτικής ανομβρίας. Είναι ένας «άκαρπος» έρωτας, μια ερωτικά καψαλισμένη επιθυμία, μια πέτρα αγάπης που δεν βλασταίνει. Ονειρικοί εφιάλτες μπροστά στον τρόμο του κενού. Η ιλιγγιώδη αποτυχία της αναζήτησης του Άλλου μέσα από χαραμάδες σωματικής επαφής «σπέρματος-πύον». Ο Ανδρέας Αγγελάκης εικονογραφεί την εφιαλτική ερωτική αλήθεια της εποχής μας, των ερωτικών σχέσεων και επαφών των σύγχρονων ανθρώπων. Την ερωτική νεύρωση των ανδρών που επιθυμούν να συνάψουν σχέσεις ερωτικές μεταξύ τους. Η μαγεία και η ευστοχία του ποιητικού του λόγου, βρίσκεται στο ότι δεν φωτογραφίζει μόνο το αδιέξοδο της ερωτικής επαφής αλλά της κοινωνικότητας των ανθρώπων. Των αχαρτογράφητων πολύπλοκων σχέσεών τους. Της συνειδητοποίησης των αδιεξόδων τους. Ο ποιητικός του αργαλειός δεν υφαίνει το υφαντό των ανθρώπινων εμπειριών με φωτεινά χρώματα, με κλωστές ανοιξιάτικες, χαρούμενες, λουλουδιασμένες αλλά με σκουρόχρωμες κλωστές στην ιδρωμένη από το άγχος της ηδονής σαΐτα του. Ένας λόγος ακανθώδης, γυμνός και κυνικός, δίχως τα πολιτιστικά λέπια της κοινωνίας να τον τυλίγουν. Η ανθρώπινη μοναξιά μπροστά στον καθρέφτη της με το είδωλό της όχι αντεστραμμένο. Το πρόσωπο και το είδωλο ταυτίζονται και αποτυπώνονται πάνω στο ποιητικό υφαντό του. Και ο αναγνώστης, γίνεται μέτοχος μιάς περιπέτειας του ανθρώπου που αναζητά αενάως την πλήρωση της σωματικότητάς του. Οι αισθήσεις του Ανδρέα Αγγελάκη είναι διαρκώς σε διέγερση, μόνο που είναι πάντα προσανατολισμένες προς την πλευρά της μοναξιάς, της ερημίας, των άγνωστων σκοτεινών ερωτικών διαδρομών που ηλεκτρίζουν. Το κορμί και οι πυρετώδεις επιθυμίες του δεν είναι αποκύημα της φαντασίας ενός «εκκεντρικού» ποιητή, προέρχεται από τις σκοτεινές σπηλιές της ίδιας της ζωής στην επιθυμία της να αρθρώσει έναν λόγο παρουσίας αποδεκτό από το κοινωνικό σώμα και αποτυγχάνει. Σκοντάφτει η ζωή και καθώς πέφτει παραμένει βαθιά απροστάτευτη, ανυπεράσπιστη στους δολοφόνους ανέμους των αιμοβόρων ενστίκτων του εραστή-συντρόφου. Το σώμα του Άλλου είναι ένας αχινός που σε σουβλίζει, σε πληγώνει, δεν σου αφήνει περιθώριο ελπίδας, συγνώμης, απόλαυσης. Αρμυρό και πικρό τα δάκρυ των εραστών της στιγμιαίας χαράς όπως η ίδια η σωματική επαφή. Άστεγη ηδονή στεγασμένος πόνος και αδιέξοδα. Κοιτάσματα ερημιάς πλημμυρίζουν τα ποιήματά του. Προδομένα ερωτικά νοήματα. Ωδίνες μιάς ερωτικής επαφής που δεν ολοκληρώνεται. Η ποίηση του πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, κατόρθωσε προφητικά, να αποτυπώσει τα αδιέξοδα όχι μόνο του ομοφυλόφιλου έρωτα αλλά και του ετεροφυλόφιλου. Δεν έχει σημασία ο βαθμός και η ποιότητα, το μέγεθος της μιάς ερωτικής επιθυμίας και εκπλήρωσης σε σχέση με την άλλη. Η ερωτική γέφυρα και το ερωτικό αίσθημα όταν ξυπνά και ανθίζει δεν κάνει επιλογές φύλλου, όπως θέλει το πολιτιστικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννιόμαστε, ανατρεφόμαστε, ζούμε και καλλιεργούμε τις κοινωνικές και ατομικές μας σχέσεις. Οι ερωτικές ωδίνες είναι κοινές, το αποτέλεσμα προσδιορίζεται και οργανώνεται από τους κοινωνικούς και εθιμικούς κανόνες και επιταγές του πολιτιστικού πλαισίου. Ο Ανδρέας Αγγελάκης υπηρέτησε με θάρρος τόσο την ζωή όσο και την ποίηση. Το πεδίο της μάχης του ήταν κοινό, δεν το ξεχώρισε. Ίσως να ηττήθηκε, έμειναν όμως οι ποιητικές του ιαχές να μας θυμίζουν την παρουσία του, το πέρασμά του όχι μόνο από την πόλη μας, τον Πειραιά, την πόλη που τον γέννησε αλλά και τα σημαντικά ίχνη που άφησε στον ελληνικό ποιητικό λειμώνα. Υπήρξε ένας από τους πλέον αξιόλογους σύγχρονους ποιητές της πόλης μας. Το όνομά του και το έργο του στάθηκε συγγραφική τιμή για το πρώτο λιμάνι. Τουλάχιστον για τους πειραιώτες δημιουργούς της γενιάς του.

Μια ποιητική φωνή που δεν την οξείδωσε ο χρόνος.

Σε αυτό το σημείωμα αντιγράφω μόνο τα ποιήματα του νομπελίστα γερμανού μυθιστοριογράφου και φιλόσοφου Έρμαν Έσσε, τα οποία μετάφρασε ο Ανδρέας Αγγελάκης και συμπεριέλαβε στο βιβλίο του, «ΓΚΕΟΡΓΚ ΤΡΑΚΛ- ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ. ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Καστανιώτη 1984. (Να σημειώσουμε ότι το βιβλίο είναι εδώ και καιρό εξαντλημένο, δεν κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο). Ενός πολύ αγαπητού γερμανού συγγραφέα στο ελληνικό κοινό.

(*). Μεταφράσεις του:

-Ποιήματα του Ουίλλιαμ Μπλέηκ, 1969, β΄ έκδοση συμπληρωμένη 1983

-Μικρό Ανθολόγιο Σύγχρονης Ποίησης, 1971

-Ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, 1971

-Κινέζικη και Ιαπωνική Ποίηση, 1974, β΄ έκδοση συμπληρωμένη, 1983

-Δύο Παραμύθια του Λέων Τολστόι, 1977

-Αμερικανική Gay Ποίηση, 1982

-Ερωτική Ποίηση (Αγγλία- Αμερική), 1984

-Γκέοργκ Τρακλ- Έρμαν Έσσε, 1984

-Ερωτική Τριλογία του Χ. Φέρστιν, 1983 (Θέατρο).

Για τον γερμανό πολυγραφότατο συγγραφέα Έρμαν Έσσε, υπάρχει μεταξύ άλλων πληροφοριακών στοιχείων και το αφιέρωμα του λογοτεχνικού περιοδικού «Διαβάζω» τεύχος 109/ 2- Ιανουαρίου 1985.  Το αφιέρωμα επιμελήθηκε ο φιλόλογος και ποιητής Βασίλης Καλαμαράς.

-Βασίλης Καλαμαράς, Έρμαν Έσσε, 11

-Βασίλης Καλαμαράς, Εργοβιογραφία Έρμαν Έσσε, 12-18

-Ρεβέκκα Ευθυμίου, Έρμαν Έσσε: Επιρροές και σταθμοί στο έργο του, 19-22

-Μαρία Θ. Παξινού, Η άγνωστη πλευρά ενός μύθου, 23-29

-Μαρία Χριστοπούλου, Οι τέσσερις ζωές του Έσσε 30-32

-Γιώργος Δ. Κεντρωτής, Οι πρώτες στάσεις στο Δρόμο Ένδον του Hermann Hesse, 33-35

-Τόμας Μαν – Έρμαν Έσσε: Εισαγωγή του Τόμας Μαν σε μια αμερικάνικη έκδοση του «Ντέμιαν», Μετάφραση: Βικτωρία Ραϊση. 36-39

-Νανά Ησαϊα, «Ταξίδι στην Ανατολή»,40-50

-Γιώργος Αλεξάκης, Ο Έρμαν Έσσε κι εμείς, 51

Βασίλης Καλαμαράς, Κατάλογος ελληνικών εκδόσεων έργων του Έρμαν Έσσε, 52.

      Τέλος να σημειώσουμε και τα εξής γενικά: Το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ήρθε σε επαφή με το έργο του Έσσε, μέσω της μετάφρασης του μυθιστορήματός του «Ντέμιαν» Χρονικό της εφηβείας του Εμίλ Σίνγκλαιρ σε μετάφραση του έλληνα πεζογράφου Μένη Κουμανταρέα, από τις εκδόσεις Γαλαξίας 1969, και δύο χρόνια αργότερα, το 1971, οι ίδιες καλαίσθητες εκδόσεις της εφημερίδας «Η Καθημερινή» της Ελένης Βλάχου, «Γαλαξίας» κυκλοφόρησαν το βιβλίο του «Σιντάρτα» Ένα Ινδικό παραμύθι, σε μετάφραση της Μαρίας Παξινού. (Το μυθιστόρημα αφηγείται τη ζωή του ΒΟΎΔΑ). Έκτοτε, δεκάδες έργα του μεταφράστηκαν στα ελληνικά από έλληνες και ελληνίδες μεταφραστές και μεταφράστριες και κυκλοφόρησαν από διάφορους εκδοτικούς οίκους. Όπως  «Ο Λύκος της Στέππας», «Νάρκισσος και Χρυσόστομος», «Γερτρούδη», «Κνούλπ», «Ταξίδι στην Νυρεμβέργη», «Ροσάλντε», «Πήτερ Κάμετσιντ», «Ταξίδια στην Ανατολή», «Το παιχνίδι με τις χάντρες» και άλλα. Πολλά από αυτά κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις «Καστανιώτη», «Νεφέλη», «Λυχνάρι», «Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος», «Εγνατία» Θεσσαλονίκη, «Πάπυρος-Άγκυρα», «Γράμματα» κ. ά.  Οι ποιητικές συλλογές που εξέδωσε στα γερμανικά ο γερμανός συγγραφέας  Έρμαν Έσσε είναι αρκετές με πολλές επανεκδόσεις. Στα ελληνικά, ποιήματά του περιλαμβάνονται μέσα στις σελίδες ορισμένων τίτλων μεταφρασμένων στα ελληνικά βιβλίων του, άτακτα σε περιοδικά, και αν δεν κάνω λάθος, αυτόνομα σε βιβλίο Ποιήματά του κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά από τις εκδόσεις «Διώνη», Αθήνα 2009. (Μια εξαντλημένη έκδοση).

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς  Τετάρτη  8/6/2022.                            

         

     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου