ΤΕΣΣΕΡΑ
ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ
ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ
Ο THOMAS MANN (εκατό χρονών)
Πέρασαν εκατό χρόνια από τη γέννησή του και τον Αύγουστο έκλεισαν είκοσι χρόνια από το θάνατό του. Για έναν συγγραφέα ερωτευμένο με τον θάνατο και την άβυσσο, ομολογουμένως, 80 χρόνια ζωής δεν είναι λίγα! Το 1975 εορτάστηκε στην οικουμένη η εκατονταετηρίδα του με φόρους τιμής πολλούς και ποικίλους με επανεκδόσεις έργων του (και πότε έπαψαν να εκδίδονται τα έργα του!) και κυρίως μ’ ένα συγκινητικό μνημόνιο τιτλοφορούμενο «Άγραφες Μνήμες» από τη σύζυγό του τη ERAU MANN που είναι 92 χρονών… Είς επίμετρον, υπάρχουν 4 μεγάλοι τόμοι ημερολογίου του MANN που θα εκδοθούν αυτό το χρόνο και είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του σύμφωνα με τους όρους της διαθήκης του… Αφορμή για το σημείωμά μου είναι ένα άλλο σημείωμα του κ. Βασίλη Λαζανά για το MANN που δημοσιεύθηκε πρίν λίγους μήνες στο περιοδικό «Νέα Εστία». Παραδέχομαι πώς διάβασα με λίγο κέφι και αρκετή ειρωνεία το γραφτό του κ. Λαζανά για το MANN. Είναι (το γραφτό του) η αιώνια, ανιαρή και μάταιη προσπάθεια του σχολαστικού να μιλήσει για τη μεγαλοφυϊα. Θα μου επιτρέψετε να μεταφέρω μερικές «κρίσεις» και «τοποθετήσεις» του κ. Λαζανά για το MANN για να δείτε πώς η καλή προαίρεση κ’ ο σχολαστικισμός, πολλές φορές, βαδίζουν χέρι-χέρι. Μόνο μερικές «κρίσεις» και «τοποθετήσεις» γιατί καθώς σωστότατα έγραψε κάποτε κ’ ο ίδιος ο MANN, στο κάτω- κάτω της γραφής ο συγγραφέας δεν γίνεται να τα γράψει όλα! Ο MANN (ο διάσημος Γερμανός συγγραφέας, κατά τον κ. Λαζανά) δεν πήρε το Νόμπελ για το «Μαγικό βουνό» αλλά για τους “BUDDEN BROOKS”. Το τάλαντο «του διάσημου αυτού συγγραφέα συνεχώς αναπτύσσεται και εξελίσσεται» μας πληροφορεί ο δεινός αυτός γνώστης, των λογοτεχνικών κειμένων ύστερα από τη συγγραφή του «Θανάτου στη Βενετία» οπότε κλείνει και η πρώτη από τις τέσσερις περιόδους της πνευματικής εξελίξεως του! Στη δεύτερη περίοδο του MANN πληροφορούμεθα πώς ο συγγραφέας εισέρχεται στην πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα (και είναι, στο μεταξύ, 55 χρονών!). Η τρίτη περίοδος περιλαμβάνει το λαμπρό μυθιστόρημα, βιβλικής εμπνεύσεως, «ο Ιωσήφ και οι αδελφοί του» (1933-1943). «Είναι μια θαυμάσια εποποιϊα. Είναι μια μαγική αναδρομή που συναρπάζει και γοητεύει». Όσο για την τέταρτη περίοδο δεν υπάρχει, δεν μας την «αναλύει» ο κ. Λ. και ευχαρίστως τον συγχωρούμε γιατί στο μεταξύ, ξεχάσαμε-αισίως-τις τρείς πρώτες. Στο «Μαγικό Βουνό», μας λέει ο κ. Λ, «θίγονται κυρίως θέματα πολιτικά και κοινωνιολογικά, αλλά δεν λείπουν και οι συζητήσεις γύρω σε θέματα βιολογικά, ιατρικά, μετεωρολογικά, αστρονομικά, και κυρίως θέματα, που αφορούν την ψυχολογία και την ψυχανάλυση. Ο Μάν, με την τεράστια εγκυκλοπαιδική μόρφωση, που τον διακρίνει, διανθίζει το βιβλίο με αποσπάσματα από πορίσματα φυσιολόγων, βιολόγων, μετεωρολόγων, ψυχολόγων». Τουλάχιστον ο κ. Λ. έχει το θάρρος να βγάλει το πόρισμα πώς «η ανάγνωση του μυθιστορήματος κουράζει ίσως τον αναγνώστη αλλά…»….
Ο «Τόνιο Κραίγκερ» είναι ένα από τα ωραιότερα πεζογραφήματα του Μάν, μας λέει ο κ. Λ. Η ματιά του σχολαστικού πάντοτε διαθλάται. Ποτέ δεν εισχωρεί. Είδε ο σχολαστικός τον «Κραίγκερ» σε όλες τις παγκόσμιες ανθολογίες και γι’ αυτό θα πρέπει να είναι «ένα από τα ωραιότερα πεζογραφήματα του Μαν.» Επίσης, ο σχολαστικός πάντοτε προσθέτει και διορθώνει κ’ έτσι ο κ. Λ. φροντίζει να παντρέψει (χωρίς την άδεια του συγγραφέα) τους παιδικούς φίλους του Τόνιο: «Μια μέρα στο Μόναχο θα συναντήσει τον Χάνς και την Ίνγκεμπορν. Είναι σύζυγοι και ευτυχισμένοι». Αλλοίμονό μας. Δεν τους συναντεί στο Μόναχο αλλά κοντά στην Ελσινόρκ. Στη Δανία, και για την ακρίβεια δεν συναντά τα είδωλα της παιδικής του ηλικίας, τον ίδιο τον Χάνς και την ίδια την Ίνγκεμπορν, αλλά τύπους παρεμφερείς, ξανθούς, ωραίους και γαλανούς…
Ο «Θάνατος στη Βενετία» δεν πάει πίσω γιατί σύμφωνα με τον κ. Λ, «έχει την ακόλουθη υπόθεση. Ο Γουσταύος Άχενμπαχ, γνωστός και διάσημος συγγραφέας, εγκαταλείπει την Γερμανία και ετοιμάζεται για ένα ταξίδι φυγής στη Βενετία που έχει ονειρικό διάκοσμο…». Γνωστός και διάσημος! «Το διήγημα αυτό είναι ένα πραγματικό κομψοτέχνημα. Η ψυχογραφία του ήρωα ενθυμίζει Προύστ και Δοστογιέφσκι. Το διήγημα αυτό, ένα από τα εκτενέστερα διηγήματα του ΜΑΝΝ…» Σούρχεται να βάλεις στο σκαμνί τον κ. Λ και να του βροντοφωνάξει με τον ίδιο σχολαστικισμό: «Ε! τα εκτενέστερα διηγήματα καλούνται νουβέλλες!». Αλλά που να πάρει χαμπάρι από κάτι τέτοια ψιλοπράγματα. Τελειώνει (και τω θεώ δόξα) το πόνημα ο κ. Λ. και δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι σόϊ συγγραφέας είναι ο MANN. Είναι άξιος, όπως γράφει, να τοποθετεί στο πλευρό του Γκαίτε ή μήπως είναι απλώς ένας «γνωστός και διάσημος συγγραφέας»; Κανείς, πετά το ακόντιο (ή την πέτρα) όσο φτάσει μα την πετάει μπροστά κι’ όχι πίσω…………………………………………………..
Σ’ ένα δοκίμιό του ο ΜΑΝΝ περιγράφει τον εαυτό του σαν ένα «χρονικογράφο και αναλυτή της παρακμής έναν εραστή του παθολογικού, έναν εραστή του θανάτου, έναν αισθητή με ροπή προς την άβυσσο». Είναι σωστή η περιγραφή μα χρειάζεται μιά διασκόπηση. Υπήρξε ένας μετρητής της παρακμής αλλά ο ίδιος κάθε άλλο παρά παρηκμασμένος στάθηκε στη ζωή του. Τα φαινόμενα της μετάπτωσης απασχόλησαν βαθύτατα την προσωπικότητά του μα το πνεύμα του ζήτησε τους καθαρούς ζωογόνους χώρους της υγείας και της ανθρώπινης ισορροπίας. Υπήρξε ένας επικληνής της αβύσσου, ώρμησε με ακατάσχετην ορμή προς το χάος, ο θάνατος τον σαγήνευσε μα προσέδωσε στο θέμα του θανάτου μιά σημασία συγκλονιστικότερη και δυνατότερη από την απλή αποσύνθεση ενός ζωικού οργανισμού. Ο θάνατος, στο έργο του πολλές φορές, συμπληρώνει και τελειοποιεί την ζωή. Δεν υπήρξε ποτέ νέος μα τον αιχμαλώτιζαν τα νειάτα: σ’ αυτά εύρισκε και με αυτά ταύτιζε όχι μόνο τις υπέρτατες στιγμές της σεξουαλικότητας αλλά και την εκτυφλωτικήν αποκάλυψη της απειλητικής μορφής της ειμαρμένης. Τα νειάτα εξαγγέλλουν κάθε διαφοροποίηση, υπογραμμίζουν το προσωπικό δράμα των αυξομειώσεων, των τραγικών διχασμών, των διαστάσεων, των διαφωνιών, αυτά είναι ο μετρητής του άλματος προς τον αυτοέλεγχο, προς τα ζείδωρα ρεύματα των αμφιταλαντεύσεων. Η ζωή του ΜΑΝΝ, όπως σωστά παρατηρήθηκε, υπήρξε πενιχρή από αυτοβιογραφική άποψη. Ο ανυπέρβλητος χρονικογράφος της οικογένειας των BUDDENBROOCS στερείται, στην ουσία, βιογραφίας. Το κάθε τι είναι μελετημένο, προσεγμένο, αυστηρό, επίσημο, βαρύ, διαλεγμένο. Είναι κατ’ εξοχήν Γερμανός, αλλά συγκεντρώνει και συγκεφαλαιώνει στο έργο του ό,τι καλύτερο διαθέτει η φυλή αυτή, όλην την ικμάδα του πνεύματος της Ευρώπης. Αντίθετα από τον Βύρωνα που διασκέδαζε κατά κόρο στην Ιταλία και τον Σταντάλ που σύχναζε ανελλιπώς στην όπερα (και έγραψε και μιά βιογραφία για τον Ροσίνι), ο MANN 26 χρονών στην ακμή της νειότης του εγκλείστηκε τρείς μήνες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του στην Ιταλία για ν’ αποτελειώσει τούς BUDDENBROOCS. Όμοια, ο ευτυχισμένος οικογενειάρχης, ο πατέρας 4 παιδιών, ο αφοσιωμένος σύζυγος, ο αναγνωρισμένος συγγραφέας θα γράψει το 1911 το «Θάνατο στη Βενετία» ένα έργο όπου ο έρωτας σαν ένα λυγρό σήμα, σα γάγγραινα ή σαν τύφος, θ’ αφανίσει με δραματική ένταση μιά ζωή, έναν ανθρώπινον οργανισμό με φανερά σημεία ακαδημαϊσμού και αρτηριοσκλήρυνσης. Τίποτα δεν φαίνεται να έχει ταράξει την κράση του THOMAS MANN: ό,τι άρχισε στην αρχή συνεχίστηκε έως το τέλος. Γάμος, παιδιά, βιβλία, άρθρα, διαλέξεις, χιλιάδες γράμματα, δημόσιες προσφωνήσεις, εξορία, επιστροφή στην Ευρώπη, τιμές και άλλες τιμές, θάνατος. Ο εραστής του παθολογικού όχι μόνον υπήρξε «ομαλός», όπως συνηθίζεται να λέγουν, αλλά μονογαμικός. Τίποτα δεν διακρίνει τη ζωή του. Ούτε ερωτικές εκτροπές όπως είχε το μοναδικό και αδιάσειστο είδωλό του ο Γκαίτε, ούτε ένθεη μανία όπως ο Νίτσε, ούτε ανισορροπία όπως ο Βάγκνερ, ούτε τραυματική και εξοργισμένη μοναξιά όπως ο Σοπενχάουερ, ούτε κρίση και κατάρρευση όπως ο Χέρμαν Έσσε, ούτε νευρασθενικές θηλυπρέπειες όπως ο Προύστ, ούτε άγονη φοβία όπως ο Κάφκα. Η ζωή του υπήρξε τέλεια κουρδισμένη και αυτή η τέλεια ενορχίστρωση αντανακλάται στο έργο του, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο και καλύτερο του μέρος του. Σε όλη του τη ζωή φαίνεται καθαρά η προσπάθεια που κατέβαλε να κατανοήσει το ποιόν του μεγάλου καλλιτέχνη-του εαυτού του. Στο έργο του, με θαυμαστή μαεστρία σπουδάζει την ύπαρξη του καλλιτέχνη και με περισσότερο φόβο παρά υπερηφάνεια ψάχνει για τις ρίζες του, την θέση του στην αστική κοινωνία και το νόημα της θυσίας και της αυταπάρνησης που προϋποθέτει η δημιουργία του καλλιτεχνήματος. Από την αρχή δρούν τ’ αντίθετα μέσα στο έργο του. Από την αρχή- αρχή, απ’ αυτόν τον ίδιο τον τίτλο: TONIO Κραίγκερ κι’ όχι Αντόν Κραίγκερ. Μια βαθειά ψυχολογία συμβόλου και πληγής κινείται πέρα από την οικογενειακή ζωή, τις φλύαρες και τα καθημερινά φληναφήματα και τις διασταυρώσεις προσώπων προς μιά ρηξικέλευθη, κρυφή ζωή καταπίεσης φορτωμένης ερωτικό φαταλισμό και ανυπόφορης, περιπεπλεγμένης άρνησης. Οι απολαυές του κοινού αστού κι’ η πνευματική φύρα από τη μιά μεριά κι’ απ’ την άλλη η αιώνια πνευματική περιπλάνηση του καλλιτέχνη και το μαράζι του κι’ η περιφρόνησή του για τον κοινό αστό. Οι πόθοι, διάχυτοι, αυξομειώνονται όπως πολλές φορές τα νερά του σιντριβανιού κι’ ο MANN στην πρόζα του, όπως ο Ρίλκε στην ποίησή του, χρησιμοποιεί συχνά το σιντριβάνι σα σύμβολο ζωής.
Το κλειδί που ρυθμίζει τους κρουνούς του σιντριβανιού μας το δίνει ο Τόνιο Κραίγκερ στην ύστατη φράση του προς τη Λισσαβέτα όταν λέει πως η αγάπη του για τους γαλανούς, με τα ξανθά μαλλιά, τα λαμπρά παιδιά του ήλιου είναι ένα κράμα μικρής περιφρόνησης και λυπητερής ζήλειας… Έτσι, ο αποξενωμένος καλλιτέχνης, ο Τόνιο Κραίγκερ θα νοιώθει ένα αθεράπευτο αλλά αισθητικό έρωτα για τον όμορφο γαλανό Χάνς. Όμως όσο βαθαίνει η τέχνη του και έρχεται η αναγνώριση και χτίζεται η καριέρα του ο MANN θ’ αντικαταστήσει τον Κραίγκερ με τον Άχενμπαχ και ο έρωτας του για τον αθώο Τάτζιο θα πάρει δαιμονικές διαστάσεις, θα είναι γεμάτος από τις πληγές της αποκάλυψης γεμάτος ολολυγόνες, χολέρα και χαύνωση, θεραπεία και νόσος, θάνατος και εκμαγείο τελειότητας. «Κάθε αρρώστια δεν είναι παρά έρωτας μεταμορφωμένος» λέει στους ασθενείς του ο δρ. Κροκόσκι, στο «Μαγικό Βουνό»- Έτσι και ο σχεδόν ηθελημένος θάνατος του καλλιτέχνη Άχενμπαχ δεν είναι παρά μιά αγάπη μεταμορφωμένη που σφράγισε την ζωή του μ’ ένα δραματικό, τέλειο νόημα. Ο κραταίβολος έρωτας του μεγάλου συγγραφέα για τον θεσπέσιο Πολωνό έφηβο δίνει μιά νέα διάσταση στη ζωή του και μετά θάνατον. Η σχέση, ή καλύτερα η σύμμειξη ζωής και θανάτου (ένα από τα αγαπημένα θέματα του ΜΑΝΝ) υγείας και αρρώστιας, ταλέντου και αισχρότητας, καλλιτεχνικής δημιουργίας και ποταπού πάθους, το αγέρωχο και το απεγνωσμένο του καλλιτέχνη, η ειρωνεία του δημιουργού κι’ οι πειρασμοί της σάρκας κι’ ό,τι κλείνει μέσα του την σήψη για την κατάκτηση της Γνώσης, όλες αυτές οι φοβερές ιδέες και δυναμικές θεωρίες, όλα αυτά τα σύμβολα τέλος, παίρνουνε σάρκα και οστά στα έργα του ΜΑΝΝ και γίνονται πράγμα σπουδαίο για τον αναγνώστη-ιστορικά πρόσωπα. Όταν ο μεγάλος πρωτοπόρος μουσικοσυνθέτης Λέβερκιν ακολουθώντας, θα έλεγε κανείς την μεγαλοπρεπή μελαγχολία του Νίτσε, αρπάζει σύφιλη ή πράξη του έχει κάτι από το απεγνωσμένο τραγικό μεγαλείο, κάτι από την ύβρι που συναντάς στις αρχαίες τραγωδίες, γιατί μιά τέτοια πράξη είναι παραβίαση του ίδιου μας του εαυτού. Αρρώστια μόλυνση, πόνος, είναι το τίμημα που πρέπει να πληρώσει ο καλλιτέχνης μέσα στην αποξένωση και τη μοναξιά του για να δημιουργήσει ένα καλλιτέχνημα. Η πράξη του Λέβερκιν είναι μία αποθέωση. Μιά αποθέωση που πραγματοποιείται από τον ένα μύθο στον άλλο (ο Φάουστ στον Φάουστο), από τη μνήμη στην μίμηση, από τον πολυπράγμονα καλλιτέχνη στον άνθρωπο με σάρκα και κόκκαλα και αδήριτες ανάγκες: Ο Λεβέρκιν ακολουθεί την πόρνη Εσμεράλδα στην Ουγγαρία για να ενωθεί σωματικά μαζί της αλλά συνάμα θα πάει να παρακολουθήσει την πρώτη ευρωπαϊκή παράσταση της «Σαλώμης» του Στράους. Ένας κριτικός παρατήρησε πώς ο «Δρ. Φάουστους» είναι έργο βαθύτατα ευρωπαϊκό απ’ αυτά τα έργα που τα γράφει κανείς φορώντας μακρυά γάντια (η φράση αυτή θα σαγήνευε το Νίκο Καχτίτση) σε μιά κατάκρυα μαρμάρινη ευρωπαϊκή βιβλιοθήκη. Είναι, όντως, ένα έργο ευρωπαϊκό και παρουσιάζει με ενάργεια την ευρωπαϊκή κουλτούρα και τον άνθρωπο της Ευρώπης, έναν άνθρωπο σύνθετο τραυματισμένο, ευφάνταστο, και καβαλλικευμένον από διαβόλους: πάρε τις αδερφές Κλαρίσσα και Ινέψ που παραπαίουν σ’ ένα ολισθηρό, μεσαίας τάξης κόσμο-η μία αποτυχαίνει σαν ηθοποιός και σαν γυναίκα και παίρνει δηλητήριο, κι’ η άλλη αφού κάνει ένα γάμο συμβατικό ερωτεύεται τον βιολιστή Ρούντι και πιστεύοντας πώς «ο πόνος είναι αναξιοπρέπεια» γίνεται μορφινομανής και τέλος πυροβολεί τον εραστή της σ’ ένα τράμ. Αυτή η κατατονική μεγαλειώδης έρευνα του THOMAS MANN γύρω από το ευρωπαϊκό πνεύμα, την ιστορία, και τον πολιτισμό της Ευρώπης τον κάνει ανεπιφύλακτα κατά τη γνώμη μου το μεγαλύτερο συγγραφέα του 20ου αιώνα.
Δεν υπήρξε ο μεγάλος ανακαινιστής του μυθιστορήματος όπως ο JOYCE κι’ ο PROUST μα υπήρξε μεγάλος ανυπέρβλητος μυθιστοριογράφος. Ονόμασαν τη μέθοδο της γραφής του «συμβολικό ρεαλισμό» κι’ ότι και να σημαίνει αυτός ο όρος είναι εκ διαμέτρου αντίθετος απ’ αυτόν του JOYCE κι’ ο PROUST απασχολείται με τον «εσωτερικό» άνθρωπο, όχι όμως σαν υπομνηματιστής του αεννάου ρεύματος του υποσυνείδητου του ή σαν ιχνηλάτης των αναμνήσεων και των αισθήσεών του. Η απασχόληση του MANN στρέφεται πιό πολύ γύρω από τον όγκο και το βάρος της κουλτούρας και των ιδεών, την επισώρευση αιώνων πολιτισμού γύρω από το άτομο’ και με πλούσια προμελέτη και δεξιοτεχνική αφήγηση της απαράμιλλης ευαισθησίας (η υφή του έχει το λείο και τη μεγαλοπρέπεια του μαρμάρου) δημιούργησε ένα εντυπωσιακό έργο μέσα στο οποίο ο μυθιστοριογράφος όχι μόνο απεικονίζει τη ζωή αλλά και προσθέτει στην εικόνα του μιά νέα αρτηρία, ένα σχόλιο συνταραχτικό, στα δυναμικά προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Στους νευρασθενικούς οραματισμούς του Κάφκα και του Προύστ, ο Τόμας Μάν προτάσσει ένα απλό πλαίσιο συμβολικού ρεαλισμού, μιά θεμελιώδη πίστη στη νίκη του ανθρώπου, στο πείσμα του θανάτου και του χαοτικού χρόνου. Υπήρξε, όπως και ο Αντρέ Ζίντ, ένας μαχόμενος, στρατευμένος λογοτέχνης. Η φήμη του (αν εξαιρέσουμε την μεταθανάτια φήμη του Κάφκα που άρχισε περί το τέλος της δεκαετίας του 1930)έχει επισκιάσει τη φήμη οποιουδήποτε Γερμανού πεζογράφου- συμπεριλαμβανομένου και του αδελφού του Χέϊνριχ Μάν. Τίποτε δεν στόμωσε την δημιουργικήν ορμή του. Σ’ ένα γράμμα του στον Χέρμαν Έσσε γράφει για την αυτοκτονία του ομοφυλόφιλου γιού του KLAUS: «Η σκέψη αυτή της ζωής της τόσο πρόωρα θερισμένης με γεμίζει θλίψη. Οι σχέσεις μου μαζί του ήταν δύσκολες και ένοιωθα πάντοτε ένα αίσθημα ενοχής γιατί απ’ την αρχή η ύπαρξή μου έριξε μιά σκιά στη δική του. Όντας νεαρός στο Μόναχο, ήταν θορυβοποιός πρίγκηπας κι’ οι περισσότερες πράξεις του ήσαν προσβλητικές. Αργότερα, στην εξορία έγινε σοβαρότερος και ηθικότερος εργαζόταν σκληρά, μα μ’ ευκολία και φούρια και σπασμωδικά… Παρ’ όλη την αγάπη και την βοήθεια που του δόθηκε, επέμενε να καταστρέψει τον εαυτό του στο τέλος δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει καμμιά σκέψη εντιμότητας, αμοιβαιότητας ή ευγνωμοσύνης». Είναι παράδοξο, ή μάλλον δεν είναι παράδοξο γιατί ο MANN είναι μεγάλος συγγραφέας αλλά τα λόγια αυτά συγκινητικά καθώς είναι για ένα πατέρα που έχασε το παιδί του, τα λόγια αυτά, τα παραινετικά, φαίνεται ν’ απευθύνονται πιό πολύ στον άνθρωπο γενικά παρά σ’ έναν άνθρωπο ειδικά τον KLAUSS MANN. «Περιγράφουμε το συνηθισμένο» είπε κάποτε ο MANN «μα το συνηθισμένο γίνεται παράξενο αν καλλιεργηθεί σε παράξενες βάσεις».
Απ’ όλους τους μεγάλους συγγραφείς και κριτικούς που εκφράστηκαν μ’ ευλάβεια και θαυμασμό για τη ζωή και το έργο του MANN ίσως τη μεγαλύτερη αξία να έχει η κρίση του κομμουνιστή φιλόσοφου Γκέοργκ Λούκατς: «Ο THOMAS MANN” γράφει στο βιβλίο του για το Μάν είναι ο εκλεκτός, σπάνιος τύπος του συγγραφέα που το μεγαλείο του συνίσταται στο να είναι ο καθρέφτης του κόσμου». Και συνεχίζει ο Λούκατς: «τον αποκαλέσαμε καθρέφτη του κόσμου, μα επίσης είπαμε πώς υπήρξε ο αντιπρόσωπος της συνείδησης της γερμανικής μεσαίας τάξης». Ήταν μάλλον κοντός, καστανός, μ’ ένα παχύ μουστάκι, που ξύρισε τις δυό τελευταίες δεκαετίες της ζωής. Στις φωτογραφίες του παρουσιάζεται περιποιημένος, σχεδόν ντυμένος άψογα. Ένας αμερικανός δημοσιογράφος που του πήρε συνέντευξη, λίγα χρόνια πρίν πεθάνει, έγραψε γι’ αυτόν: «… προχώρησα με δέος σ’ ένα δωμάτιο που θα έπρεπε να είναι υπνοδωμάτιό του: μιά χοντρή μάλλινη κόκκινη κάλτσα κρεμόταν από την ράχη μιάς καρέκλας’ το ταίρι της ήταν πεταμένο σε μιάν άκρη. Το παντελόνι του Μάνν, είναι μάλλινο γκρίζο παντελόνι ήταν ριγμένο στο κρεββάτι που ήταν ξέστρωτο και οι άκρες του άγγιζαν το πάτωμα. Διάφορα βιβλία ήταν ανοιχτά και ριγμένα με τα μούτρα πάνω στο γραφείο του. Ο Μάνν με γένια δυό ημερών… ο μεγάλος Μάνν μου φάνηκε σαν ένα ανθρωπάκι. Το 1944 γίνηκε αμερικανός πολίτης. Το 1954 ενδιαφέρθηκε για τις μεγάλες δίκες και τους κατατρεγμούς των ηθοποιών και σκηνοθετών του Χόλλυγουντ από τον Μάρκ-Άρθυ που έγραψε ένα συγκινητικό πρόλογο υπέρ αυτών σ’ ένα σχετικό βιβλίο. Σε μιά διάλεξη που έδωσε στο Πανεπιστήμιο Χούντερ της Νέας Υόρκης, κατάμεστο από συγγραφείς, καθηγητές και θαυμαστές του, πλησίασε μιά μικρή Νεγρέσσα φοιτήτρια, η οποία είχε εκφράσει τη σφοδρή επιθυμία, προηγουμένως να τον δει και να του σφίξει το χέρι μα το δέος της απέναντί του την εμπόδιζε να πάει κοντά του και τότε ο Μάνν της λέει: «Α! Δεσποινίς Μπράουν. Πόσο χαίρομαι πού σας γνωρίζω. Είμαι ο Τόμας Μάνν». Τ’ αγγλικά του ήταν φρικτά. Σε μιά άλλη περίπτωση όταν η οικογένειά του αναγκάστηκε να τυπώσει χιλιάδες κάρτες σαν απαντήσεις σε συγχαρητήρια μηνύματα απ’ όλο τον κόσμο για τα 15 του χρόνια με τυπωμένη την υπογραφή του Μάνν, αυτός παίρνει μιά από τις κάρτες στα χέρια του και με οργή ανάμικτη με αηδία φώναξε: «Βέβαια! Βέβαια… ο Έρικ Κάλερ… ο Κάλερ… τί θα λέει αυτός ο άνθρωπος. Είμαστε στην ίδια τάξη στο δημοτικό….». Κι’ ο γέρος και μεγάλος και δοξασμένος συγγραφέας που δεν ξέχασε τον παληό συμμαθητή του στη Γερμανία, έγραψε με το ίδιο του το χέρι την κάρτα προς τον φίλο του.
Μέχρι τα τελευταία του χρόνια άκουγε κλασσική μουσική σ’ αυτούς τους παληούς φωνόγραφους με το τεράστιο χωνί και το χερούλι. Δεν απαρνήθηκε ποτέ τη μεγάλη του αγάπη-τον Βάγκνερ-πού πάνω στα δικά του μουσικά πρότυπα στήριξε την περίφημη τεχνική του Λάϊτμοτίβ στην πρόζα του, μα άρχισε προς το τέλος ν’ ακούει και γαλλικές όπερες, ξεχωρίζοντας τον Φάουστ του Γκουνώ ανάμεσα σ’ αυτές. Δεν απαρνήθηκε ποτέ την πατρίδα. Ζήτησε πολλές φορές συγγνώμη για το ότι υπήρξε Γερμανός σε μιά περίοδο που η Γερμανία προξένησε συμφορές στον κόσμο και σε στιγμές νηφάλιες μίλησε με θέρμη για την Ένωση των δύο Γερμανιών. Ο Λούκατς είπε για τον Μάνν ότι αντιπροσωπεύει τη συνείδηση της μεσαίας τάξης. Άλλοι είπαν ότι αντιπροσωπεύει τη συνείδηση του ανθρώπου, γενικά, χωρίς τάξεις και διακρίσεις. Χρειάζεται συνείδηση να είσαι Γερμανός, να εξορίζεσαι γιατί δεν είσαι χιτλερικός και να ζητάς και από πάνω την συγγνώμη του κόσμου…
ΝΙΚΟΣ ΣΠΑΝΙΑΣ,
περιοδικό Δωδεκάτη Ώρα τχ. 16/Γενάρης-Φλεβάρης 1976, σ.171-174
ΤΟΜΑΝ ΜΑΝ
Ο Γερμανός συγγραφέας Τόμας Μάν γεννήθηκε το 1875 στη Λυβέκη και πέθανε στη Ζυρίχη το 1955. Πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του στο Μόναχο, ώσπου το 1933 με την επικράτηση των χιτλερικών, αναγκάστηκε να φύγει για την Ελβετία κι αποκεί για τις ΗΠΑ όπου και πολιτογραφήθηκε. Οι χιτλερικοί άλλωστε του είχαν αφαιρέσει τη γερμανική ιθαγένεια. Ο Τόμας Μάν ήταν εθνικιστής γερμανός αλλά πάρα πολύ αντιχιτλερικός. Ένα από τα πρώτα και βασικά μυθιστορήματά του ήταν το Μπούντεμπρουκς. Το έργο αυτό ακολούθησαν οι νουβέλες Τόνιο Κρέγκερ, Βασιλική Υψηλότης, καθώς και κοινωνιολογικά δοκίμια. Αργότερα, έγραψε τα μυθιστορήματα Θάνατος στη Βενετία και Μαγικό Βουνό. Το Μαγικό Βουνό είναι βιβλίο πασίγνωστο διεθνώς. Κατά τον πόλεμο και μετά από αυτόν, ο Μάν έγραψε το μεγαλειώδες βιβλικό μυθιστόρημά του Ο Ιωσήφ και τ’ αδέλφια του, καθώς και τα έργα Η Λόττε στη Βαϊμάρη, και Δόκτωρ Φάουστους. Ένα από τα μεταγενέστερα έργα του είναι Ο Εκλεκτός. Πρόκειται για την επεξεργασία ενός μεσαιωνικού θρύλου, όπου ο Τόμας Μάν αποδίδει στο ανεξερεύνητο της Θείας Χάρης μεγαλύτερη σημασία από όσο σε κάθε ανθρώπινη κρίση.
Το βασικό δίλημμα με το οποίο παλεύει στα έργα του ο Τόμας Μάν είναι, αν ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθεί τη ζωή της δράσης ή τη ζωή του πνεύματος προκειμένου να κερδίσει το χρόνο και τη ζωή κατανικώντας την αρρώστια και το θάνατο. Ιδιαίτερα στο Μαγικό Βουνό γίνονται μεγάλες και πολύ συναρπαστικές συζητήσεις ανάμεσα σε πρόσωπα που αντιπροσωπεύουν τις διάφορες, φαινομενικά τουλάχιστο, αυτές απόψεις.
Σ’ όλα τα έργα του Τόμας Μάν διαφαίνονται οι πνευματικές επιδράσεις του Βάγκνερ, του Σοπενχάουερ και του Νίτσε. Από τον Νίτσε επηρεάστηκε πολύ στο ύφος. Σαν παράδειγμα για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του ο Μάν είχε πάντοτε τον Γκαίτε, για τον οποίο είχε γράψει πολλά και σπουδαία πράγματα, και σαν πρότυπο μυθιστοριογράφου τον Λέοντα Τολστόη.
Ο Τόμας Μάν θεωρήθηκε από πολλούς, και όχι άδικα, ως Ντοστογιέφσκι του αιώνα μας. Αλλά ένας Ντοστογιέφσκι που προσπάθησε να διερευνήσει με τη λογική και όχι με το ένστικτο το ανθρώπινο σκοτάδι.
Πάντως, ο Τόμας Μάν στάθηκε ο μεγαλύτερος Γερμανός συγγραφέας του 20ου αιώνα. Απόσπασμα από το «Μαγικό Βουνό» δημοσιεύουμε παρακάτω.
Γ. Ι. Ι. περιοδικό
Ελεύθερη Γενιά τεύχος 16/11-11-1977.
ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ ΚΑΙ
ΡΙΛΚΕ
ΓΙΟΡΤΑΖΟΝΤΑΙ ΕΦΕΤΟΣ ΤΑ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠ’ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥΣ.
ΒΟΝΝΗ, Φεβρουάριος. Ιδ. Υπηρ.
Στη διάρκεια του 1975, ο φιλολογικός κόσμος θα τιμήσει τη μνήμη δύο μεγαλοφυϊών, που δεν έχουν καμιά ομοιότητα μεταξύ τους και που ίσως δεν συναντήθηκαν ποτέ. Ο πρώτος είναι ο μυθιστοριογράφος Τόμας Μάν, από μεγάλη οικογένεια του Λύμπεκ, που πήρε το Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1929. Ο άλλος, ο Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε, που γεννήθηκε στην Πράγα και θεωρήθηκε στις αρχές του αιώνα μας σαν ποιητής με μεγίστη επιρροή. Τα εκατό χρόνια από τη γέννηση και των δύο αυτών λογοτεχνών, θα δώσουν αφορμή σε πλείστες εκδηλώσεις.
Το γενικό ενδιαφέρον συγκεντρώνεται αναμφισβήτητα πάνω στον Τόμας Μάν και το έργο του, η ακτινοβολία του οποίου παραμένει πολύ μεγάλη. Οι εκδόσεις Φίσερ, που έχουν εκδώσει ολόκληρο σχεδόν το έργο του Μάν, από το πρώτο του κιόλας αριστούργημα, «Οι Μπούντεμπρουκς» (1901), σπεύδουν να βγάλουν μιά νέα σειρά των Απάντων του, που είχαν εξαντληθή από το 1964. Η έκδοση του 1960 αριθμούσε δώδεκα τόμους, ενώ του 1975 θα έχει ένα τόμο επί πλέον.
Το Λύμπεκ δεν θα παραλείψει φυσικά να τιμήσει ιδιαίτερα το διασημότερο από τα τέκνα του, μολονότι, τον είχε απαρνηθή του 1901 με το σκάνδαλο που είχε δημιουργηθή στη συντηρητική κοινωνία της παλιάς αυτής πόλεως όταν πρωτοκυκλοφόρησαν «Οι Μπούντεμπρουκς» ή «Η παρακμή μιάς οικογένειας». Η συμφιλίωση δεν επήλθε παρά το 1955, τη χρονιά του θανάτου του, που τον έκανε και επίτιμο δημότη του. Έχει αναγγελθή μιά «εβδομάδα Τόμας Μάν» στην οποία θα παραστούν γνωστοί επιστήμονες και συγγραφείς (μεταξύ άλλων, ο Χάινριχ Μπέλ, ο Άλφρεντ Άντερς, ο Βάλτερ Γιέν) που θα κάνουν ανακοινώσεις και συζητήσεις. Η «εβδομάδα» θα κλείσει την 6 Ιουνίου (ημέρα που γεννήθηκε ο συγγραφέας) με μια μεγάλη τελετή στην οποία θα παρευρεθή και ο Μικαέλ Μάν, γιος του Τόμας Μάν. Αλλά και το Μόναχο, όπου ο Τόμας Μάν έζησε πολλά χρόνια, θα τιμήσει τη μνήμη του μεγάλου συγγραφέα, μ’ ένα επιστημονικό συνέδριο, που θα κρατήσει από τις 26 έως τις 30 Μαϊου και στο οποίο θα παραστούν σαράντα προσωπικότητες των Γραμμάτων.
Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας που διεκδικεί για λογαριασμό της τον Χάινριχ Μάν, αδελφό του Τόμας Μάν, που υπήρξε και αυτός εξαίρετος συγγραφέας, ανήγγειλε για το 1975 την έκδοση των Απάντων του Τόμας Μάν σε 12 τόμους, εκθέσεις κι’ ένα επιστημονικό συμπόσιο. Η πιο εντυπωσιακή ωστόσο εκδήλωση Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας και που θα φέρει τη σφραγίδα κατά κάποιον τρόπο της πολιτιστικής της πολιτικής, θα είναι η κινηματογραφική προβολή του μυθιστορήματος «Η Λόττε στη Βαϊμάρη» με τη Λίλη Πάλμερ στον πρώτο ρόλο.
Η ταινία αυτή της DEEFA, την οποία γύρισε ο Εγκόν Γκύντερ θα προβληθή συγχρόνως στις οθόνες της Βαϊμάρης και του Λύμπεκ στις 6 Ιουλίου. Θα πρόκειται περί πανγερμανικού γεγονότος άνευ προηγουμένου. Εν τω μεταξύ, το Χέσσιστερ Ρούντφουνκ ανήγγειλε μια νέα κινηματογραφική διασκευή των «Μπούντενμπρουκς» και ο παραγωγός Φράντς Ζάιτς από το Μόναχο θα δοκιμάσει την τύχη του με το μυθιστόρημα «Ουνόρντνουνγκ ούντ φρύες Λάιντ».
Σε σύγκριση με τα μεγαλεπήβολα αυτά σχέδια, ο εορτασμός πού προβλέπεται για τον Ρίλκε μοιάζει μάλλον πενιχρός. Η σπουδαιότερη εκδήλωση θα είναι κατά τα φαινόμενα, μία έκθεση στο «Σίλλερ-Νασιονάλμουζέουμ» του Μάρμπαχ, που θα ανοίξει στις 10 Μαϊου. Αναγγέλλεται επίσης ένα «Καλοκαίρι Ράινερ Μαρία Ρίλκε» από την ελβετική πόλη Σιέρ, κοντά στην οποία (στον πύργο του Μυζό συγκεκριμένα) ο Ρίλκε έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και ετάφη το 1926.Στο Σιέρ θα εκτεθούν τα χειρόγραφα και οι επιστολές του Ρίλκε που έχουν διασωθή. Οι θαυμαστές του ποιητή θα μπορέσουν επίσης να τιμήσουν τη μνήμη του επισκεπτόμενοι τον πύργο του Ντουίνο, κοντά στην Τεργέστη, όπου ο Ρίλκε έγραψε το 1912 τις δύο πρώτες «Ελεγείες του Ντουίνο» και όπου υπάρχει ένα Κέντρον Ρίλκε» από το 1972.
WILLEM P. ENGEL,
εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ 9/2/1975.
ΤΟΜΑΣ ΜΑΝ: Τυχοδιώκτης
ο Χίτλερ
Βιβλίο με τα κείμενα
εκπομπών από τον Οκτώβριο του 1940 μέχρι τον Μάϊο του 1945
Οι ραδιοφωνικές εκπομπές του συγγραφέα προς τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Μέσα στη δυσθεώρητη δημιουργική εργογραφία του Thomas Mann (1875-1955) χάνονται κυριολεκτικά οι περιβόητες ραδιοφωνικές εκπομπές του προς τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του τρομακτικού τελευταίου πολέμου (1). Στον πρόλογο της πρώτης εκδόσεως του σπάνιου αυτού, και σήμερα ακόμη, βιβλίου ο μεγάλος Γερμανός συγγραφέας που τα είχε βάλει προσωπικά με τον Χίτλερ και όλο το σύστημά του, διηγείται πώς εκείνος όταν ήταν ακόμη στην Αμερική, μιλούσε από το BBC του Λονδίνου προς την «σκλαβωμένη από τον εθνικοσοσιαλισμό» Γερμανία, στην αρχή με τη φωνή άλλου Γερμανού και τελικά με τη δική του, όταν αυτό έγινε τεχνικά δυνατό με τη διαβίβαση από το τηλέφωνο του φωνογραφικού δίσκου που η εγγραφή γινόταν ζωντανή με τον Τόμας Μάν στην Αμερική και την έστελναν με μακρά κύματα-τα μόνα κατάλληλα για τους τύπους των γερμανικών ραδιοφωνικών συσκευών της εποχής του Χίτλερ-στη Γερμανία και στις κατεχόμενες χώρες της Ευρώπης.
Οι εκπομπές αυτές με τη ζωντανή φωνή του παγκοσμίως γνωστού συγγραφέα με το γιγαντιαίο έργο και το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ήσαν μηνιαίες, άρχισαν τον Οκτώβριο του 1940 και η τελευταία έγινε στις 10 Μαϊου 1945, όταν είχε πια τελειώσει ο πόλεμος. Η απήχησή τους ήταν τεράστια και το κοινό τους όχι μόνο το γερμανόγλωσσο της Ευρώπης.
Ξαναδιαβάσαμε με κάποια χρονική απόσταση από τα γεγονότα τις 25 αυτές εκπομπές, για να διαπιστώσουμε τελικά ότι οι μεγάλοι συγγραφείς γράφουν για το μέλλον και κατανοούνται καλύτερα από τους ανθρώπους του μέλλοντος ακόμη και αν γράφουν για συμβάντα του παρόντος και με τον πόνο που τους προκαλεί το παρόν. Μέσα στο πάθος του ζωντανού λόγου και τους κεραυνούς και τις καταστροφές του πολέμου απευθύνεται ο Γερμανός Τόμας Μάν προς τους συμπατριώτες του, όσους πούλησαν τη ψυχή τους στη δαιμονισμένη φύση του τυράννου τους, αλλά ο λόγος του δεν είναι στιγμιαίος, ημερόβιος, δημοσιογραφικός.
Μέσα στις
εξάρσεις των ακραίων επιθέσεών του κατά του Χίτλερ, που τον θεωρεί ως το πνεύμα
του κακού, έναν παρανοϊκό αλιτήριο τυχοδιώκτη
της ιστορίας ο αναγνώστης θυμάται τα λόγια του Τόμας Μαν που τύπωσε
μάλιστα με αραιά γράμματα στο μυθιστόρημά του Το μαγικό βουνό. Γράφει εκεί: «Για
χάρη της καλοσύνης και της αγάπης δεν πρέπει ο άνθρωπος να παραχωρεί στο θάνατο
την επικυριαρχία πάνω στις σκέψεις του».
Στη νεορομαντική πρώτη φάση του, ισχυρή δημιουργική επιρροή άσκησαν στον Τόμας Μάν ο Νίτσε, ο Σοπενχάουερ, η μουσική του Βάγκνερ και αργότερα η ποίηση και ο στοχασμός του Γκαίτε.
Οι σχέσεις του με τον χριστιανισμό πέρασαν από διάφορα στάδια κριτικής και αμφισβήτησης, σε βαθμό που η Εκκλησία να κρατήσει απέναντί του επιφυλακτική στάση. Ανάλογες υπήρξαν και οι πολιτικές απόψεις του, που τον έφεραν κοντά στα αριστερά κινήματα της εποχής του. Και όταν το αίτημά του για μια «συμμαχία της συντηρητικής πολιτισμικής ιδέας με την επαναστατική κοινωνική σκέψη, μια σύνθεση Χέντερλιν- Μάρξ, ένα σύμφωνο ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μόσχα» αποδείχτηκε ουτοπικό, προώθησε με διαλέξεις, διαλόγους και δημοσιεύματα την «ιδέα ενός νέου κοινωνικού ανθρωπισμού» που την αντέτασσε σαν αντίρροπη δύναμη στα δικτατορικά συστήματα της εποχής του, κυρίως τον χιτλερικό εθνικοσοσιαλισμό. Αλλά και ο Χίτλερ, ήδη από το 1933, όταν ανέβηκε στην αρχή, δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαδί: του αφήρεσαν όλους τους τιμητικούς τίτλους των γερμανικών πανεπιστημίων, του αφήρεσαν τη γερμανική υπηκοότητα, του εδήμευσαν την περιουσία και του έκαψαν τα βιβλία.
(1). Thomas MANN, Deutsche Horer! Funfundzwanzig . Radiosendungen nach Deutschland. (Η πρώτη έκδοση δημοσιεύθηκε το 1942 στην Αμερική, η δεύτερη με όλες τις εκπομπές, τον Αύγουστο του 1945 στη Στοκχόλμη από τις εκδόσεις Μπέρμαν-Φίσερ. Το κείμενο της εκπομπής που μεταφράζουμε εδώ προέρχεται από τη δεύτερη έκδοση και τις σελίδες 29-30.
Η εκπομπή του για την Ελλάδα
Η εκπομπή του για τα πολεμικά γεγονότα στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, πέρα από τη συμβολικότητά της, δείχνει και την εσωτερική τραγωδία ενός ανθρώπου που υπέφερε πολύ από τους κακούς συμπατριώτες του μια ορισμένη εποχή.
«Γερμανοί ακροατές,
Έχω, βέβαια, συνείδηση του γεγονότος ότι δεν είναι σήμερα εύκολο να μιλήσει κανείς μαζί σας. Σαν τη βροχή πέφτουν οι ειδήσεις πάνω σας για νίκες, όπως πέφτουν οι εμπρηστικές βόμβες των ανθρωποβασανιστών που σας κυβερνούν πάνω στο Λονδίνο μεταβάλλοντας τις ψυχές σας-τουλάχιστον των αδύνατων, των κουτών και των βάναυσων- σε μια φλόγα ενθουσιασμού, απρόσιτη από κάθε συμβουλή. Με τα μεθυστικά μάτια σας βλέπετε μπροστά σας εικόνες που για κάθε άνθρωπο με το αίσθημα ακόμα της τιμής, είναι εικόνες φρίκης και αποστροφής: η ανόητη και αποκρουστική εικόνα του αγκυλωτού σταυρού, λόγου χάρη, που κυματίζει πάνω από το βουνό του Ολύμπου. Σύντομα θα κυματίζει και πάνω από την Ακρόπολη-είναι αναπόφευκτο. Πάντως σας έδωσαν πονηρά να καταλάβετε για κάθε ενδεχόμενο πως αυτή τη φορά το έδαφος δεν είναι ευνοϊκό για το μεγάλο κόλπο του «κεραυνοβόλου πολέμου»-, γρήγορες νίκες, όπως στο δυτικό μέτωπο, μάλλον δεν πρέπει να περιμένετε. Περιττή η πρόνοια. Τα πάντα γίνονται με γρηγορότερο ρυθμό απ’ ό,τι σας άφηναν να ελπίζετε κι απ’ ό,τι μερικοί από σας φοβόντουσαν πως θα συμβούν. Η γερμανική πολεμική μηχανή-ένα τέρας της τεχνολογίας- λειτουργεί με καταπληκτική ακρίβεια και γρηγοράδα. Μπροστά της χάνει το νόημά του το ηρωικό θάρρος, η μηχανή αυτή δεν γνωρίζει έλεος, ο τεχνικός της θρίαμβος συντρίβει την πίστη, την εμπιστοσύνη στο δίκαιο, την ελευθερία τόσων λαών που ισοπέδωσε ως τώρα. Το στήθος σας θα φουσκώνει από περηφάνεια! Ποια περηφάνεια; Απέναντι σε έξι ή εφτά άνδρες από σας στέκεται όρθιος ένας Έλληνας. Ότι αυτός ο ένας τολμάει να υπερασπιστεί το στενό της ελευθερίας (που είναι οι Θερμοπύλες) προτάσσοντας το δικό του σώμα-αυτό είναι το καταπληκτικό, και όχι το ότι εσείς νικάτε. Πέστε μου αισθάνεστε άνετα στο ρόλο που το παιχνίδι της Ιστορίας σας επιβάλλει τώρα να παίξετε; Κι αν τύχει το σύμβολο της ανθρωπότητας, που είναι οι Θερμοπύλες, να ξαναγίνει πράξη στον ίδιο αυτόν τόπο; Και πάλι οι Έλληνες είναι οι νικητές! Και τότε, εσείς ποιοι είστε;
«Οι τύραννοί σας δεν κουράστηκαν να σας λένε συνέχεια πως η ελευθερία είναι μια απαρχαιωμένη άχρηστη έννοια. Πιστέψτε με ότι η ελευθερία εξακολουθεί να είναι και θα είναι, ανέγγιχτη απ’ όλες τις φλυαρίες των ψευτοφιλόσοφων και τα βίτσια της πνευματικής ιστορίας, αιώνια ίδια όπως και πριν από 2000 και περισσότερα χρόνια, θα είναι το φώς και η ψυχή του δυτικού κόσμου, η αγάπη και η δόξα της ιστορίας θα ανήκουν σ’ εκείνους που πέθαναν γι’ αυτήν, και όχι σε όσους πέρασαν με τανκς από πάνω της και την έσβησαν. Αρνιέστε την αγάπη και τη δόξα όταν πιστεύετε πώς μόνο η επιτυχία μπορεί ν’ αντικαθιστά το παν. Τουλάχιστον ας θυμηθούν οι καλύτεροι από σας πως υπάρχει η ψεύτικη και η άδεια επιτυχία, η τιποτένια και η ολέθρια, η αντίθετη προς την πραγματικότητα και τη γνήσια που την κερδίζει κανείς υπηρετώντας την ανθρωπότητα και αναγνωρίζοντας την ανθρωπιά.
Σείς πιστεύετε πάρα πολύ στη γυμνή και υλική επιτυχία, στη βία και στον πόλεμο. Αν ένας λαός, όπως ο γερμανικός αρνείται εφτά ολόκληρα χρόνια κάθε άλλη σκέψη εκτός από τον πόλεμο και την προπαρασκευή του, όταν παραμερίζει με βία κάθε τι που θα μπορούσε να βρει στο δρόμο της η σκέψη αυτή: λευτεριά, αλήθεια, ανθρωπιά, τη χαρά της ζωής-όταν ο λαός αυτός εγκαθιδρύει ένα ολοκληρωτικό κράτος πολέμου συγκεντρώνοντας όλες τις ικανότητές του σε αυτό και μόνο το σημείο: να ετοιμασθεί δηλαδή ηθικά και υλικά για τον πόλεμο και μάλιστα ανάμεσα σ’ έναν κόσμο που δεν είναι έτοιμος να πολεμήσει, που αντίθετα μισεί τον πόλεμο, που δεν πιστεύει πια σ’ αυτόν και που ηθικά πιστεύει ήδη στο ιδεώδες της ειρήνης- πώς δεν θάπρεπε ο λαός αυτός, μια και του επέβαλαν τον πόλεμο, να μην ξεπεράσει λίγο τον εαυτό του ώστε να δίνει την εντύπωση ότι συμμετέχει στη μεγάλη ιστορία των ανθρωπίνων πραγμάτων και στο ξεπέρασμα της ροής του κόσμου. Τις επιτυχίες δεν τις κάνουν μάγοι, δεν υπάρχει σ’ αυτές τίποτε το εκπληκτικό, τίποτε το αξιοθαύμαστο. Το αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτο. Τα πάντα στην περίπτωση αυτή είναι προσωρινά, χωρίς ισχύ διάρκειας, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μεγαλαυχίες καμωμένες με αίμα.
Σας λέω αυτή τη στιγμή της μεγαλύτερης-ή της όχι ακόμη μεγαλύτερης-καυχησίας σας πως ο κόσμος δεν θα σας παραδεχθεί για νικητές, πως η νίκη σας δεν θα γίνει δεκτή. Μην πιστεύετε πως είναι αρκετό να δημιουργήσει κανείς γεγονότα με ατσάλινη βία, γεγονότα που θα αναγκάσουν την ανθρωπότητα να υποκύψει κιόλας σ’ αυτά. Δεν θα υποκύψει μπροστά τους, γιατί δεν μπορεί να υποκύψει. Όσο κι αν χλευάζει κανείς τον άνθρωπο και κάνει για την ύπαρξή του σκέψεις γεμάτες πικρή αμφισβήτηση, υπάρχει ωστόσο μέσα σ’ αυτόν, παρόλη τη μιζέρια του, αναμφισβήτητος και άσβεστος ένας θεϊκός σπινθήρας, η σπίθα του πνεύματος και του αγαθού. Τον τελικό θρίαμβο του κακού, του ψεύδους και της βίας δεν μπορεί η ανθρωπότητα να τον δεχθεί, γιατί απλούστατα δεν μπορεί να ζήσει μαζί του. Ο κόσμος που θα ήταν αποτέλεσμα της νίκης του Χίτλερ, δεν θα ήταν μόνο ένας κόσμος της παγκόσμιας σκλαβιάς, αλλά ταυτόχρονα και ένας κόσμος του απόλυτου κυνισμού, ένας κόσμος τελείως ανίκανος να εξακολουθεί να πιστεύει στο καλό και στο υψηλό φρόνημα της ανθρώπινης φύσης, ένας κόσμος που θα ανήκει πέρα για πέρα στο κακό, που θα είναι υπήκοος του κράτους του κακού. Αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Αυτό δεν θα το ανεχθεί η ανθρωπότητα. Το ξεσήκωμα των ανθρώπων εναντίον ενός χιτλερικού κόσμου που θα σήμαινε την έσχατη απόγνωση του πνεύματος και του αγαθού-η επανάσταση αυτή είναι το πιο βέβαιο γεγονός. Θα είναι μία έκρηξη των στοιχείων της φύσης που θα μεταβάλει τα «σιδηρά γεγονότα» του χιτλερισμού σε λεπτή στάχτη.
»Είναι λοιπόν ανάγκη η επανάσταση της απόγνωσης της ανθρωπότητας εναντίον όλων των Γερμανών, να φτάσει ως αυτό το σημείο; »Γερμανικέ λαέ, διερωτώμαι πόσο περισσότερο πρέπει να φοβάσαι τη νίκη των τυράννων σου από τις ήττες τους;».
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Κ. ΕΝΕΠΕΚΙΔΗΣ, εφημερίδα Η
Καθημερινή, Κυριακή 22 Μαρτίου 1998, σ.46.
Ελάχιστα:
Συμπληρώνονται αύριο, 6 Ιουνίου, εκατόν σαράντα επτά χρόνια από την γέννηση του νομπελίστα συγγραφέα Τόμας Μάν. (Λίμπεκ 6/6/1875- Ζυρίχη, Ελβετία 12/8/1955). Έχοντας αναρτήσει τα δύο αμέσως προηγούμενα κείμενα για το έργο του και προσπαθώντας να συγκεντρώσω-και ασφαλώς να διαβάσω εκ νέου-κρίσεις και κριτικές για την συγγραφική του πορεία, αντιγράφω τέσσερα κείμενα τα οποία μας μιλούν για τα βιβλία και την συγγραφική του πορεία. Τρία ελλήνων και ένα ξένου συγγραφέα. Δυστυχώς, δεν στάθηκα τυχερός να βρω στο εμπόριο τα μυθιστορήματά του Τόμας Μάν που μου λείπουν, και κυρίως, την έκδοση της Ινδίκτου, Αθήνα 1999, «Στοχασμοί ενός απολίτικου», σε μετάφραση της Μαντώ Πουλή. Ένα βιβλίο που θα μου έδινε την δυνατότητα να εμβαθύνω περισσότερο στη σκέψη και την πολιτική φιλοσοφία του γερμανού συγγραφέα, από τα ίδια τα γραφόμενά του, παρά από τις κατά διαστήματα αναλύσεις και σχολιασμούς τρίτων, βιβλιοκριτικές που έχω στον φάκελό του. Άλλο «επί τας πηγάς» και άλλο «δια τας πηγάς». Έτσι, ενώ διάβασα ξανά την μακροσκελή και κατατοπιστική μελέτη του Θεόδωρου Δ. Παπαγγελή, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, «ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ: Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗ ΒΕΝΕΤΙΑ ΤΟΥ THOMAS MANN ΚΑΙ Ο ΚΑΒΑΦΗΣ», σελίδες 131-154, στον 39ο τόμο τεύχος 1/ 1988 του περιοδικού «ΕΛΛΗΝΙΚΑ», μια συντομευμένη μορφή της μελέτης, όπως δηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στη πρώτη του σημείωση, δεν μπήκα στον πειρασμό να την αντιγράψω, (ίσως αυτόνομα σε άλλο σημείωμα για τον Τ.Μ.). Ούτε και ορισμένα άλλα ενδιαφέροντα κείμενα, όπως του Θοδωρή Δασκαρόλη, «Γερμανοί ακροατές!. Οι ραδιοφωνικές εκπομπές του Τόμας Μάν την περίοδο της εξορίας του», βλέπε περιοδικό «Αντί» τεύχος 821/2-7-2004, σ. 58-62, μία παρουσίαση η οποία έχει άμεση σχέση με την δημοσίευση του κειμένου του παλαιού καθηγητή ιστορικού Παναγιώτη Κ Ενεπεκίδη. Για να περιοριστώ σε δύο συγγενείς αναφορές σε ξενόγλωσσες εκδόσεις βιβλίων του Μαν. Ούτε θέλησα να αντιγράψω την βιβλιοκριτική της Φούλας Χατζιδάκη, «Η διάσταση καλλιτέχνη-αστού», στο λογοτεχνικό περιοδικό «Διαβάζω» τεύχος 60/12-1-1983, η οποία έχει άμεση σχέση με το πρώτο σημείωμα μια και βιβλιοκρίνει την μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη των εκδόσεων «Ύψιλον», του έργου Τόνιο Κρέγκερ. Για την αγωνίστρια συγγραφέα και μεταφράστρια Φούλα Χατζιδάκη, πού έφυγε στις 6/12/1984, κόρη του καθηγητή Ν. Χατζιδάκη και ανιψιά του γλωσσολόγου Γ. Χατζιδάκη, δημοσιεύται ένα ευαίσθητο μικρό κείμενο στο περιοδικό «Διαβάζω» τεύχος 109/2-1-1985, σ.10. Η κριτικός υπήρξε σταθερή φίλη και συνεργάτης του περιοδικού μέχρι τον θάνατό της. Στο ίδιο τεύχος, διαβάζουμε και το αφιέρωμα στον επίσης γερμανό νομπελίστα συγγραφέα Έρμαν Έσσε, φίλο του Τόμας Μάν, (Η αλληλογραφία τους κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Καστανιώτη». Βλέπε προηγούμενο σημείωμα). Την επιμέλεια του αφιερώματος είχε ο φιλόλογος και ποιητής, κριτικός Βασίλης Καλαμαράς. Στις σελίδες 36-39 του αφιερώματος δημοσιεύεται το κείμενο Τόμας Μαν- Έρμαν Έσσε. «Εισαγωγή του Τόμας Μάν σε μια αμερικάνικη έκδοση του «Ντέμιαν»». Δεν μετέφερα το κείμενό του στην Σουηδική Ακαδημία όταν του απονεμήθηκε στο Βραβείο Νομπέλ . «Βορράς: Η εστία της καρδιά», σ. 64-66. Δες τον τόμο «Ένας αιώνας Νόμπελ» Οι ομιλίες των συγγραφέων που τιμήθηκαν με το βραβείο Νόμπελ στον 20ο αιώνα» εκδόσεις «Καστανιώτη», 2000. Επιμέλεια-Επίλογος: Θανάσης Θ. Νιάρχος, σαν επετειακό κείμενο. Και ορισμένα άλλα άρθρα που δημοσιεύτηκαν πριν και μετά την κυκλοφορία της Βιβλιογραφίας του Τόμας Μάν, από τον Λάμπρο Η. Μυγδάλη που μνημονεύσαμε στο προηγούμενο σημείωμα. Όπως οι κριτικές του Απόστολου Σαχίνη για βιβλία του Μάν, ή του συγγραφέα Τάκη Θεοδωρόπουλου, «Η Ελευθερία των διλημμάτων», εφημερίδα «Τα Νέα» περιοδικό τεύχος 20/24-7-1999 κλπ. Επέλεξα το κείμενο του ελληνοαμερικανού ποιητή και μεταφραστή Νίκου Σπάνια, δίχως διάθεση αντιπαραβολής με τα κείμενα για τον Μάν του Βασίλη Λαζανά. Το ίδιο το κείμενο του Νίκου Σπάνια μιλά από μόνο του για την οπτική του συντάκτη του. Αντίθετα, το κείμενο της ομιλίας του Τόμας Μαν που παραθέτει στην δική του παρουσία ο Π. Κ. Ενεπεκίδης, θεωρώ, έπειτα και από τα πρόσφατα συνεχιζόμενα πολεμικά γεγονότα στην Ουκρανία, δηλώνει με τον πλέον ξεκάθαρο και σαφή τρόπο το που κινδυνεύει να οδηγηθεί ο ευρωπαϊκός πολιτισμός εν έτει 2022. Στο που βαδίζει με άφρονα τρόπο ο δυτικός κόσμος παρά τα φρικτά και εγκληματικά συμβάντα των δύο παγκόσμιων πολέμων, επί ευρωπαϊκού κυρίως εδάφους, και στο τι οφείλει ο σημερινός άνθρωπος να πράξει ώστε να μην οδηγηθούμε στον όλεθρο και την ολική καταστροφή. Και στην επίλυση των κρατικών διαφορών με διπλωματικές ενέργειες και διαβουλεύσεις. Ο φασισμός είτε ιδεολογικός είναι είτε οικονομικός, έχει πολλά πρόσωπα με τα οποία εκδηλώνεται και προσπαθεί να επιβάλλει την κυριαρχία του. Αν θεωρήσουμε αυτά για τα οποία μας μιλά ο Τόμας Μάν για τους συμπατριώτες του Γερμανούς, σαν έναν άγνωστο χ, και στην θέση του μπορούμε να βάλουμε κάθε ενέργεια αυταρχικού και αναθεωρητή των ιστορικών κατοχυρωμένων ηγέτη, τότε οι θέσεις και οι απόψεις του είναι ακόμα και σήμερα επίκαιρες παρά ποτέ. Αληθεύουν της καθόλου ιστορίας, καθώς εγκυμονούν δεκάδες ορατοί και αόρατοι κίνδυνοι αν δεν κατορθώσουμε να σταματήσουμε το κακό. Αν πρυτανεύσει το εγωιστικό συμφέρον είτε λαών είτε των ηγετών τους. Ο πόλεμος και τα αυταρχικά καθεστώτα δεν είναι λύση. Η ίδια η περιπέτεια της Ιστορίας του ανθρώπου μας το δηλώνει, έστω και αν από την εποχή του σκοτεινού φιλόσοφου Ηράκλειτου ο άνθρωπος πρεσβεύει το αντίθετο. Η συνέχιση με σύγχρονα μέσα και ιδεολογίες της αδελφοκτόνου επιθυμίας Άβελ- Καϊν, απλά μας διδάσκει ότι δεν διδασκόμαστε τίποτα από την Ιστορία μας. Η τετραλογία του μυθιστορήματος «Ο Ιωσήφ και τ’ αδέρφια του» επίσης συμπληρώνει μέσω της μυθιστορίας τις πολιτικές σκέψεις του Τόμας Μάν. Ο όποιος επεκτατισμός δεν γίνεται αναίμακτα. Εκτός και εάν οι κανόνες της οικονομίας συνεχίζουν τα διδάγματα του αρχαίου έλληνα ιστορικού Θουκυδίδη. Έναν έλληνα ιστορικό που ή δεν τον διαβάσαμε ή τον παραδιαβάσαμε.
Σε αυτό το τρίτο σημείωμα, ο γερμανός συγγραφέας φωτίζεται από μία άλλη πλευρά, από τα ίδια τα λεγόμενά του, και όχι από το πρίσμα του φακού των βιογράφων του. Όπως και νάχει, το ταξίδι της εξερεύνησης της συγγραφικής παρουσίας του Τόμας Μάν και η ανάγνωση των έργων του, δεν παύουν μετά από 147 χρόνια από την γέννησή του, να αποτελούν μια ευχάριστη περιήγηση στις σκέψεις, ιδέες, θέσεις και απόψεις του, ομιλίες, γραπτά ενός παγκόσμιας εμβέλειας συγγραφέα ο οποίος σημάδεψε εποικοδομητικά την παγκόσμια λογοτεχνία. Και είναι παρόν και σήμερα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
5 Ιουνίου 2022.
ΥΓ. Καλύτερα ένα διαρκές παιχνίδι με τις λέξεις παρά με βόλια, ή μήπως όχι;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου