ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΑΚΑΣ
Της Μαρίνας
Λαμπράκη-Πλάκα
Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Τρίτη 13 Οκτωβρίου 1998, σ.56.
Ρεπορτάζ: Αρετή Αθανασίου. Στην σελίδα ΚΟΙΝΩΝΙΑ.
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΛΑΚΑ ΕΜΕΛΛΕ Ν’ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΟΝ ΡΟΥ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΜΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Ένας
αιφνίδιος έρωτας….
Μια τυχαία συνάντηση, ένα απλό γεγονός, μια ζεστή πρωινή καλημέρα, η «Βικτωρία» του Χάμσομ- το πρώτο δανεικό βιβλίο-κι ύστερα, απανωτές ανατροπές και εκρήξεις, λες και όλα είχαν προσχεδιαστεί από τη ζωή, την τύχη, τη μοίρα. Δεν πιστεύει στο πεπρωμένο η Μαρίνα Λαμπράκη-κι ας ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο τη μέρα που πρωτοείδε τον Δημήτρη Πλάκα. Αφού εκείνη η συνάντηση «έμελλε να αλλάξει τον ρου της προσωπικής μου ιστορίας».
Ήταν η συνάντηση που πυροδότησε την ύπαρξή της «σ’ ένα προδιαγεγραμμένο χρονικό ζωής». Ήταν η στιγμή που πέταξε μαζί με εκείνον, στο φτερό μιας ανερμάτιστης πτήσης. Με αφετηρία και προορισμό το όνειρο, τη γνώση, την τέχνη, την ανακάλυψη-και αποκάλυψη-του μέσα της και έξω κόσμου.
Δεκαπέντε χρόνων και κάτι εκείνη, ένα ολάνθιστο και ευωδιαστό κοριτσόπουλο, πωλήτρια στο παντοπωλείο, στο Αρκαλοχώρι Ηρακλείου Κρήτης. Μοναχοκόρη-μια και μονάκριβη. Της έκαναν τη χάρη οι γονείς της να πάει δύο τάξεις στο Γυμνάσιο κι ύστερα το όνειρο ακυρώθηκε. «Ήταν επικίνδυνο να πηγαινοέρχομαι στο Ηράκλειο, ήμουν πια και κορίτσι της… παντρειάς». Αυτός ήταν ο προορισμός της, «να παντρευτώ κάποιον δάσκαλο, κάποιον έμπορο, κάποιον εργάτη γης», να νοικοκυρευτεί και να συνδράμει το γένος με απογόνους…
Ένα από εκείνα τα Σάββατα που στο χωριό γινόταν εμποροπανήγυρις άνοιξε η πόρτα του παντοπωλείου και ούριος άνεμος φύσηξε . Ήταν εκείνος! Βλέμμα συναρπαστικό, στητή και αγέρωχη παρουσία και ένα χαμόγελο από εκείνα που σκλαβώνουν…
Σκλαβώθηκε με μιάς, μα ούτε που το φαντάστηκε ότι στη μετέπειτα ζωή της ο 26χρονος αδιόριστος καθηγητής που έπιασε προσωρινά δουλειά στο Γυμνάσιο της Κοινότητας θα ήταν ο μέντοράς της, ο έρωτας, η συντροφιά στο όνειρο, το ταξίδι στα σύννεφα, το «παιδί» που ποτέ δεν γέννησε, η χαρά που της αναλογούσε.
Για εκείνη, την αταξίδευτη ακόμα μικρή, που πνιγόταν στην ασφυξία του χωριού της, «το βιβλίο ήταν ένα όχημα φυγής, μια νοερή απόδραση και ο Δημήτρης Πλάκας είχε 6.000 βιβλία»! Έτσι, μέσα από νυχτερινό διάβασμα και φιλολογικές συζητήσεις και αναζητήσεις για Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, «Άννα Καρένινα» και «Πόλεμο και Ειρήνη», άρχισε να πλέκεται ένα «οφθαλμικόν ειδύλλιον». Που σύντομα… καταδόθηκε και οι γονείς της της θέτουν όρους: «Μαρίνα, ή διακόπτεις εργασία και ειδύλλιο ή γίνεται επίσημο…».
Η ΖΩΗ ΜΑΖΙ ΤΟΥ
Όταν άκουσε το τελεσίγραφο εκείνος, έσκασε στα γέλια. Θυμήθηκε-και το θυμόταν κάθε φορά που ήθελε να την πειράξει-εκείνη τη μέρα που η Μαρίνα του εκμυστηρεύτηκε τον βαθύτερό της καημό: «Εγώ, κύριε Πλάκα, και αχθοφόρο θα παντρευόμουν, φτάνει να με… σπούδαζε!». Και είπε να τη… σπουδάσει, αφού πρώτα φορούσαν βέρες.
Τότε δεν το ήξερε η Μαρίνα Λαμπράκη πως η ζωή της είχε ξαφνικά αδιάβατους ορίζοντες γνώσης και απερπάτητα μονοπάτια. Γίνεται μαθήτρια εκείνου. Και εκείνος, που ήταν γεννημένος δάσκαλος, οπαδός του ανοιχτού διαβάσματος και της απροσμέτρητης γνώσης, τη βοηθά να ανακαλύψει το βαθύτερο είναι της: «Από μαθήτρια του 15 γίνομαι σούπερ μαθήτρια. Λες και κρατούσε ένα μαγικό ραβδάκι στα χέρια του που μεταμόρφωνε τον κόσμο. Είναι εκατοντάδες, χιλιάδες τα παιδιά που ευγνωμονούν σήμερα τον Δημήτρη Πλάκα. Έφερνε κοντά σου τη γνώση, αφού σε μάθαινε να συνομιλείς πρώτα με τον εαυτό σου και τους άλλους, να αγαπάς τη ζωή, να ανακαλύπτεις την ομορφιά στην τέχνη, τη μουσική, το βιβλίο, το θέατρο, τον κινηματογράφο. Ήταν ο άνθρωπος που πίστευε ότι η παιδεία είναι τα εισόδια για το «ευ ζην» και όχι επαγγελματική εξασφάλιση…».
Ζούσαν με τους γονείς της στο πατρικό της σπίτι, για να μην έχει εκείνη έννοιες… νοικοκυριού. Της έβαζε πλάνα εργασίας και μελέτης και της έλεγε: «Μαρίνα, όλη τη μέρα θα διαβάζεις ό,τι σου αρέσει και νωρίς το πρωί τα μαθήματά σου».
Έτσι και έκανε. Και θαυματουργούσε. Γιατί ήξερε εκείνος, όσα εκείνη ακόμα αγνοούσε και της ενέπνευσε το σπουδαιότερο: «Εμπιστοσύνη στον εαυτό μου! Διάβαζε τις εκθέσεις μου και με παρότρυνε: «Έχεις πολύ μεγαλύτερες ικανότητες από μένα και πρέπει να πας πολύ μακρύτερα απ’ όσο εγώ πήγα…». Εκείνος πήγε τόσο μακριά όσο ήθελε-όχι όσο μπορούσε. Του ήταν υπεραρκετό να μπορεί να «μπολιάζει» τα παιδιά με την απέραντη εγκυκλοπαιδική του περιέργεια, το απέραντο διάβασμα και τις απέραντες γνώσεις του. Κι αυτά τα παιδιά είναι που σήμερα κατέγραψαν τις εμπειρίες και τις μνήμες τους σ’ ένα βιβλίο που σύντομα θα εκδοθεί για τον Δημήτρη Πλάκα».
«Τρώγαμε… ελάχιστα, αλλά δεν μας έλειψε
βιβλίο ή θεατρική παράσταση»
Όλα της τα χάρισε, ακόμα και τα δάκρυα, τα λυτρωτικά, μετά το ύστερο δικό του ταξίδι. Πέρασε μέσα στους δέκα πρώτους, σε πέντε σχολές εκείνη και εκείνος έμεινε πίσω, στο Ηράκλειο, να μεταλαμπαδεύει γνώση σε άλλα παιδιά. Αιώνιοι φοιτητές οι δυο τους, βρίσκονταν στις γιορτές. Σπούδασε Αρχαιολογία η Μαρίνα Λαμπράκη, έκανε δύο χρόνια μετεκπαίδευση στην Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης και εκείνος να τη «συνδαυλίζει» για ακόμα περισσότερα, γιατί ήξερε ότι η γνώση, όπως και η τέχνη, ποτέ δεν σταματά. Και πήρε μετάθεση για την Αθήνα, όταν η Μαρίνα τελείωσε το πανεπιστήμιο. Το πρώτο της σπιτικό το έστησαν 15 χρόνια μετά το… γάμο τους. Η φτώχεια, συστατικό της ζωής τους. Όλα γίνονταν με υποτροφίες του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών. Τρία ολόκληρα χρόνια στο Παρίσι, που σπούδαζαν οι δυο τους, και το μόνο που θυμάμαι ότι αγόρασε είναι «μια δερμάτινη ζώνη! Τρώγαμε… ελάχιστα, αλλά δεν μας έλειψε βιβλίο ή θεατρική παράσταση».
Είχε διάρκεια η πτήση στο όνειρο, έχει ακόμα και σήμερα-για την αρχόντισσα της Εθνικής Πινακοθήκης, με το βαθύ ανθρώπινο βλέμμα-αυτό άλλωστε μαθήτευσε περισσότερο από όλα στη ζωή της. Φυλλομετρώντας κάποια από τα 14.000 βιβλία που της άφησε-την πιο πολύτιμη κληρονομιά που μπορεί να αφήσει άνθρωπος σε άνθρωπο- βρίσκει τα σημάδια της κοινής τους πορείας «τα συμπερπατήσαμε μαζί αυτά τα βιβλία, μαζί κλάψαμε, μαζί γελάσαμε…». Παιδί δεν «χώρεσε» στο παραμύθι της ζωής της Μαρίνας Λαμπράκη και του Δημήτρη Πλάκα «εσύ είσαι το παιδί μου και εγώ το δικό σου», έλεγε εκείνος. Ήρθαν όμως εκατοντάδες άλλα παιδιά στη Σχολή Καλών Τεχνών και εκείνη, που πάντα κρύβει το δικό της, αλλά και του Πλάκα μέσα της, ξέρει την τέχνη της συμπόρευσης της διδαχής και της διδασκαλίας. Και εξακολουθεί να μην πιστεύει στο πεπρωμένο! Αν και θα’ πρεπε λέει, «μετά τη συνάντηση ζωής με τον Δημήτρη Πλάκα. Υπάρχουν τυχαίες συναντήσεις ζωής, που μας φέρνουν κοντύτερα στον μέσα μας άνθρωπο. Είναι φαίνεται η μοίρα, η κατατεθειμένη στα χρωματοσώματά μας…». Το ταξίδι της με τον Δημήτρη Πλάκα έληξε στον παρόντα κόσμο και χρόνο-στις 7 Ιουνίου του ’92. Τριάμισι χρόνια εκείνος, που δεν πήγε ποτέ να επιθεωρήσει (ως σχολικός σύμβουλος) γυναίκα δίχως να κρατά ένα μπουκέτο λουλούδια, αναμετρήθηκε με τον καρκίνο σε μια μάχη προδιαγεγραμμένη και αυτή να λήξει. Ήξερε πάλι, αλλά ούτε για μια στιγμή δεν μίλησε για θάνατο. Βίωσαν οι δυο τους στιγμή τη στιγμή την αντίστροφη μέτρηση και ήταν σαν να είχε διασταλεί ο χρόνος «σε κάθε στιγμή πρωταγωνιστούσαν τα φώτα, οι ήχοι, τα πουλιά, η αφή, η όραση. Κοίταζες τον άλλο στα μάτια και έλεγες να απομνημονεύσω αυτό το βλέμμα, αυτό το χαμόγελο), αυτή τη στιγμή, αυτό το φώς, που πέφτει απ’ τη χαραματιά στον τοίχο και το μοιράζομαι μαζί του. Χαίρομαι που έζησε τόσο πολύ άρρωστος, παλέψαμε να μην υποφέρει, νικούσαμε για λίγο το κακό αλλά εμφανιζόταν κάπου αλλού και εμείς, αμετάπειστοι, μεθυσμένοι από αδημονία να ζήσουμε μαζί ως και την τελευταία σταγόνα ζωής, ταξιδεύαμε, διαβάζαμε, πηγαίναμε θέατρο…». Όταν έπεσε σε κώμα, είχε ένα βιβλίο στο χέρι. Το τελευταίο βίωμα «ήταν η δική του αγωνία να προσφέρει το όνομά μου, που πια δεν θυμόταν. Και είχε συνείδηση ότι δεν το θυμόταν».
Τάφηκε στο οικογενειακό τάφο της μητέρας του, στη Σύρο. Κάθε φορά που τον «επισκέπτεται» βρίσκει λουλούδια, μικρά μηνύματα αγάπης και λόγια χαραγμένα σε πετρούλες από παλιές μαθήτριές του: «ήταν βαθύτατα ερωτικός άνθρωπος, μια παρουσία που συνήρπαζε και θεωρώ προσωπική ευλογία να βρίσκω σημάδια αγάπης που πίσω του άφησε…».
Εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», Τρίτη 13 Οκτωβρίου 1998, σ.56. ΜΑΡΙΝΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ-
ΠΛΑΚΑ. Ρεπορτάζ: Αρετή Αθανασίου. «ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΠΟΥ ΣΗΜΑΔΕΨΕ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ». (Αύριο Λευτέρης Πανταζής: Ο λουστράκος και το
κασελάκι του…).
Ελάχιστα:
Στο δεύτερο αυτό σημείωμα Μνήμης Μαρίνας Λαμπράκη αντιγράφω το ρεπορτάζ της κυρίας Αρετής Αθανασίου στην εφημερίδα «Τα Νέα 13/10/1998, την προσωπική εξομολόγηση της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, για την γνωριμία της, τον γάμο της και την κοινή της πορεία στην αγάπη και το όνειρο με τον σύζυγό της φιλόλογο Δημήτρη Πλάκα. Ο Δημήτρης Πλάκας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1928 σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι (1968-1971) με καθηγητές τον Μπάρτ, τον Πικόν, τον Μιραμπέλ κ. ά. Υπηρέτησε στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα τελευταία χρόνια ως σχολικός σύμβουλος Πειραιά.
Δημοσίευσε δεκάδες μελέτες και βιβλιοκρισίες σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά, όπως το Διαβάζω, Καινούργια Εποχή, Νέα Εστία, Τα Τετράδια Ευθύνης και άλλα. Τον Ιανουάριο του 1991, κυκλοφόρησε από τη ΒΙΚΕΛΑΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ, ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ 1991. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΕΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ, ο τόμος ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΑΚΑΣ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ. Πρόσωπα κείμενα ρεύματα, σελίδες 408, δραχμές 2600. Τις σελίδες του τόμου ανοίγει «Αντι-πρόλογος» η Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα.
Στην μνήμη της Μαρίνας Λαμπράκη και Δημήτρη Πλάκα, αντιγράφω τα περιεχόμενα του τόμου, και, μια και υπηρέτησε ο Δημήτρης Πλάκας στην ίδια εκπαιδευτική περιφέρεια με τον ποιητή, μεταφραστή και εκπαιδευτικό πειραιώτη Ανδρέα Αγγελάκη, μεταφέρω το άρθρο του «Λίγα λόγια στη μνήμη του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη» σελ. 11-13 στο περιοδικό Διαβάζω τεύχος 270/ 18-9-1991, που, και οι δύο εκπαιδευτικοί και συγγραφείς ήσαν συνεργάτες του. Ακόμα, αν δεν λαθεύω (μια και δεν το έχω δει και διαβάσει) η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων σε συνεργασία με τις εκδόσεις Πέργαμος, κυκλοφόρησε το 2001 τον τόμο «Μνήμης χάριν» Δημήτρης Πλάκας, ο μάγος δάσκαλος. Π.Ε.Φ.-Πέργαμος 2001.
Αντί- πρόλογος
Δε συνηθίζεται, αλήθεια, να προλογίζει ένα βιβλίο η σύντροφος τους συγγραφέα, ακόμη κι αν υπήρξε και παραμένει ισόβια μαθήτριά του. Αν παίρνω το θάρρος να το κάνω είναι γιατί γνωρίζω τις αναστολές του ίδιου να μιλήσει για τον εαυτό του. Η φυσική του σεμνότητα δεν θα του επέτρεπε, εξάλλου, να ζητήσει ανάλογη χάρη από έναν ομότεχνο. Άλλωστε ποιος μπορεί να μαρτυρήσει καλύτερα για την περιπέτεια της γραφής αυτών των κειμένων από κείνον που παραστάθηκε στην κυοφορία και τη γέννησή τους;
Τα κείμενα που συστεγάζονται εδώ είναι γραμμένα με διάφορες αφορμές, αλλά δεν είναι ούτε ευκαιριακά ούτε τυχαία. Καμμία ετερονομική πίεση δεν μπορεί να εξαναγκάσει τον Δημήτρη Πλάκα να ασχοληθεί μ’ ένα θέμα που δεν τον ερεθίζει. Τα πρόσωπα και τα έργα που επιλέγει κατέχουν περίοπτη θέση στη φανταστική πινακοθήκη του.
Ένα άρθρο σ’ ένα περιοδικό είναι για κείνον απλή αφορμή για ένα καβαφικό ταξίδι, πού κάποτε γίνεται αυτοσκοπός. Απέραντα διαβάσματα, που μ’ έκαναν συχνά ν’ απελπιστώ ότι δεν θα εκβάλουν πουθενά. Κι’ όταν τελικά κατέληγαν στο κείμενο, μάταια αναζητούσα εκεί τα ίχνη του μακρόπνοου ταξιδιού. Ο Δημήτρης Πλάκας δεν αγαπά την επίδειξη. Ποιός μπορεί να μαντέψει από τα γραπτά του πώς υπήρξε για τρία χρόνια μαθητής του Ρολάν Μπάρτ, του Γκαετάν Πικόν, του Μιραμπέλ, του Βιντάλ Νακέ; Άλλωστε κράτησε πάντα τις αποστάσεις του από τα δόγματα, τις θεωρίες και τις μόδες.
Ο σκοπός του παραμένει παιδαγωγικός, όχι όμως και σχολαστικά διδακτικός. Θέλει να βοηθήσει τον αναγνώστη να τοποθετήσει τα πρόσωπα και τα κείμενα μέσα στο ερμηνευτικό τους πλαίσιο’ στον τόπο, το χρόνο, τις συνθήκες, τις ιδέες, τα ρεύματα. Γι’ αυτό οι μελέτες του, ακόμη και οι βιβλιοκρισίες του, έχουν έναν ευρύτερο συνθετικό χαρακτήρα. Συχνά για να μας φέρει κοντύτερα σ’ ένα κείμενο αναζητεί οικειότερους δρόμους, βιωματικές σχέσεις με τους ήρωες, προσωπικές εμπειρίες. Και δεν ξεχνά ό,τι του δίδαξε η μακρά θητεία του φιλολόγου στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Για να κερδίσεις το ακροατήριό σου, ισχύει πάντα η παλιά συνταγή: «το δι’ ακοής τι και όψεως ηδύ». Ο λόγος του είναι απλός, άμεσος και σεμνά ηδυσμένος. Φυσικά, δεν έχετε καμμία υποχρέωση να πιστέψετε ένα μεροληπτικό κριτή.
Μαρίνα Λαμπράκη- Πλάκα
ΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ
-ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ: ΑΠΟ ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΛΜΗ, 19-28. (Τετράδια της Ευθύνης, 24/4,1986)
-ΣΕ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΩΝ ΠΗΓΩΝ. «Οι Ψαλμοί του Δαυϊδ υπό Ανδρέα Κάλβου», Εισαγωγή- Σχόλια Γιάννη Δάλλα, εκδ. Κείμενα 1981, 29-36, (Ο Πολίτης, 50-51/4-5.1982).
-«Η ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΙΣ» ΕΜΜ. ΡΟΪΔΗ –ΑΓΓ. ΒΛΑΧΟΥ, 37-51. (Διαβάζω, 96/3.6.84).
-ΠΟΙΟΣ ΗΤΑΝ Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ. «ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΝ», 52-59 (Τετράδια της Ευθύνης, 29/11,1988).
-Η ΡΟΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, 60-77.(Τετράδια της Ευθύνης, 15/11.1981)
-Η ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, 78-80. (Το Βήμα, 19.2.1989.
-ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ: Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, 81-99 (Τετράδια της Ευθύνης, 21/11.1983).
-ΣΤΟΝ ΚΛΕΙΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΚΑΒΑΦΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ, 100-109. (Τετράδια της Ευθύνης, 19/5.1983).
-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΥΨΩΜΟΣ-ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ. (Διαβάζω, 26/12,79).
-ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ (Τριάντα χρόνια από το θάνατό του), 116-133. (Νέα Παιδεία, 18/καλοκαίρι 1981).
-Η ΣΙΒΥΛΛΑ ΤΟΥ Α. ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΥ *, 134-140. (Τετράδια της Ευθύνης, 11/11,1980.
*Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε με κάποιες παραλλαγές στα Τετράδια Ευθύνης, ΙΙ, Φεβρουάριος 1980.
-ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ. Άγγελου Σικελιανού: Πεζός Λόγος Δ΄ (1940-1944), Φιλολογική Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Αθήνα, Ίκαρος 1983, σ.169, 141-144. (Διαβάζω, 110/16.1.1985).
-ΕΝΑ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙ. Άγγελου Σικελιανού: Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο. Εισαγωγή-φιλολογική επιμέλεια Ιωάννας Κωνσταντουλάκη-Χάντζου. Έκδοση Ακαδημίας Αθηνών, 1988 , σ. ΧΧΙ +269., 145-147. (Το Βήμα, 22.1.1989).
-Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ «ΠΡΩΪΑΣ», 148-156. (Διαβάζω, 88/22.2.84).
-«Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΜΕ ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ» Ο κυνηγός και το θήραμα, 157-165 (Τετράδια της Ευθύνης, 27/11.1987)
Σημείωση: Ο Δημήτρης Πλάκας αναφέρεται στο πεζογράφο Στράτη Μυριβήλη.
-ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ «Ο ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΟΣ», 166-173. (Διαβάζω, 137/12.12.1986)
-Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟΝ «ΛΕΩΝΗ» ΤΟΥ Γ. ΘΕΟΤΟΚΑ, 174-181. (Τετράδια της Ευθύνης, 26/12. 1986).
-Ο ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΤΣΑ, 182-189. (Τετράδια της Ευθύνης, 28/5.1988).
-Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ, 190-199. (Σύγχρονη Εκπαίδευση, 43/12.1988).
-Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ Μ. ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ, 200-207. (Διαβάζω, 176/14.10.1987)
-Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ, 208-210. (Το Βήμα, 21.3.1989).
Σημείωση: Ο Δημήτρης Πλάκας γράφει για τον πεζογράφο Παντελή Πρεβελάκη και το έργο του Το Χρονικό μιάς Πολιτείας.
-Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗ, 211-231. (Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1988).
-Ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ, 232-236. (Διαβάζω, 205/21. 2.1988).
-ΜΙΧΑΗΛ ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ ΚΑΙ Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ (Το πρόσωπο και το προσωπείο)*, 237-247. (Διάλογος, 7/10,1989).
-ΞΑΝΑΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗ «ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ» ΤΟΥ ΓΟΥΣΤΑΥΟΥ ΦΛΩΜΠΕΡ, 248-267. (Διαβάζω, 42/5.1981).
-ΙΟΥΛΙΟΣ ΒΕΡΝ ΕΝΑΣ ΑΚΜΑΙΟΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ, 268-280. (Νέα Εστία, 1239/15.2.1979).
ΤΑ ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΤΑ ΡΕΥΜΑΤΑ
-ΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΚΑΙ Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ, 283-291. (Διάλογος, 6/10.1987)
-Ο ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ ΤΟΤΕ… όροι-όρια και χαρακτήρες, 292-304. (Διαβάζω, 235/1.11.1989).
- Ο ΦΟΥΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, 305-314. (Διαβάζω, 141/9.4.1986).
Η ΣΟΥΡΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ, 315-332. (Νεοελληνική Παιδεία, 8/Χειμώνας 1987).
-ΤΟ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΩΝ ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΩΝ, 333-338. (Ανακύκληση, 21/3-4, 1989).
-Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ, 339-356. (Νεοελληνική Παιδεία, 13/Άνοιξη 1986)
ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ
-Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΙΣΜΟΥ. Γ.Χ. Καλογιάννη: Ο Νουμάς και η εποχή του, Αθήνα. Επικαιρότητα, σ.211, 359-361. (Διαβάζω, 166/22.4.1987)
-ΟΙ «ΤΟΠΟΙ» ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ. Γιάννη Παπακώστα: Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας (1880-1930). Εκδ. «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 1988, σ.373, 362-363. (Το Βήμα, 29. 4. 1989)
-Γιάννη Παπακώστα: «Το περιοδικό «Εστία» και το Διήγημα», 364-366. (Νέα Εστία, 1364/ 1.5.84).
-ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ: Ο Φώτης Φωτιάδης και το αδελφάτο της Εθνικής Γλώσσας- Η αλληλογραφία. Ε.Λ.Ι.Α., 1985, σελ. 663., 367-370). (Διαβάζω, 177/20.10.1987)
-ΘΡΙΛΕΡ Η ΙΣΤΟΡΙΑ; Χριστόφορου Μηλιώνη: Ο Σιλβέστρος μυθιστόρημα, σ.178, εκδ. Κέδρος 1987., 371-373. (Το Βήμα, 1.5.1988).
-ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ. Νάσου Βαγενά: Η εσθήτα της θεάς, εκδόσεις Στιγμή 1988, σ. 252, 374-376. (Διαβάζω, 78/15.10.1983).
-Guillaum Apollinaire: Οι κυβιστές ζωγράφοι. Μετ. Τώνιας Μαρκετάκη, Αθήνα, Νεφέλη, 1983, σ.216. 377-381. (Το Βήμα, 17.12.1989).
-Paul Valery: Ποίηση και αφηρημένη σκέψη. Η καθαρή ποίηση. Μετ. Χριστόφορου Λιοντάκη, Πλέθρον, Αθήνα, 1980, σ.100. 382-387. (Διαβάζω, 37/11. 1980).
-«ΠΡΕΠΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΕΧΕΙ ΕΠΙΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΤΟΥ»*. Παναϊτ Ιστράτι: Η Νεραντζούλα. Μετ. Τάσος Λαζαρίδης. Αθήνα, Γράμματα, 1983, σελ. 126, 388-392. (Διαβάζω, 109/2. 1. 1985).
-Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΕΝ ΓΡΑΦΕΤΑΙ ΜΕ ΣΥΜΨΗΦΙΣΜΟΥΣ. Λουϊ Φερντινάν Σελίν: Μακελειό. Μετ. Λίλας Παπαδούλη- Γκινάκα, Αθήνα, Γράμματα, 1982, σ.124. 393-398. (Διαβάζω, 67/20. 4. 1983)
-Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΛΗΡΩΝ. Πρεβέρ: Επιλογή από το έργο του. Μετ. Δημήτρη Καλοκύρη. Οι ποιητές του κόσμου, αριθ. 7. Θεσσαλονίκη, Μικρή Εγνατία, 1980, σ.43. (Διαβάζω, 49/ 1. 1982).
--
Λίγα λόγια στη μνήμη του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη
Η ποίηση έρχεται καταπάνω μου.
Τα
πλοκάμια της
με
τραβάει προς τα κάτω
βυθίζομαι.
(Τα ποιήματα του δολοφόνου μου (σ.23)).
Πρίν λίγο καιρό έφυγε για το βασίλειο της σιωπής ο νέος ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης’ όχι τόσο νέος, διαψεύδει το βιογραφικό σημείωμα. Είχε γεννηθεί το 1940 στον Πειραιά, μόνιμος και σχεδόν αμετακίνητος εραστής του στον παραθαλάσσιο κι ειδυλλιακό των πρώτων συλλογών. (Ο πρίγκηπας των κρίνων, 1964), όπου
Ξάρτια και καϊκια… και μικρές ψυχές
στη μουσική που σήκωσαν τα κύματ’
αγαπηθήκαν
«Τρία ποιήματα»
αλλά και το επίνειο, αμαρτωλό λιμάνι, όπου Η οδός Θρασυβούλου (1979), που με ειλικρίνεια το ύμνησε και το έκλαψε στο ποίημά του «Ο Χριστός Πειραιάς μου» (Η Μεταφυσική της μιας νύχτας, 1982), κι όχι μόνο φυσικά σ’ αυτό. Μεσήλικας λοιπόν (και κάτι παραπάνω), κατά τις συμβατικές προδιαγραφές. Η δημιουργία όμως προσμετρά με άλλες μονάδες κι ο Αγγελάκης παραμένει χωρίς κάμψη εσαεί ανθηρός, ερωτικός, επικίνδυνα εφηβικός ποιητής, παρά τις ληξιαρχικές ενδείξεις.
Παράλληλα όμως υπήρξε, από τα πρώτα του βήματα στο χώρο, ένας αφοσιωμένος με ευλάβεια στο έργο του εκπαιδευτικός λειτουργός’ πρόθυμος πάντα να δώσει το πλέον, πέραν των συμβατικών του υποχρεώσεων εξ ου η αγάπη κι η εκτίμηση συνδιδασκόντων και διδασκομένων. Άλλωστε η πλούσια (ελληνική κι ευρωπαϊκή) παιδεία του, και περισσότερο η θεατρολογική και θεατρική, του δημιουργούσαν γέφυρες στενής συνεργασίας και πλατωνικής επικοινωνίας με τους μαθητές του. Ο φανατικός κατά του κονφορμισμού, ο πολέμιος των συμβάσεων (τι άλλο από ένα συμβατικό και μάλιστα πεπαλαιωμένο όχημα είναι η εκπαίδευση;) ευπειθής υπάλληλος, ενθουσιώδης δάσκαλος αρράγιστος και συμπαγής με τη διδασκαλία και τη γραφή (Ανεβάζουμε ένα έργο; 1985, Σχολικό θέατρο για γυμνάσια και λύκεια, 1986- Ο Ερωτευμένος Τρίτωνας, 1985 κλπ.) εργάζεται με ενθουσιασμό και αυταπάρνηση. Δεν είναι όμως τυχαίο. Ο καθημερινός επαγγελματικός βίος, ίσως κάποτε πικρός και άχαρος, δεν τροφοδοτεί με τις εμπειρίες του τον ποιητή, που η σχολική ζωή τον αφήνει απαθή. Η ποίηση τον περίμενε στη γωνία του δρόμου, όταν ο Αγγελάκης εξαντλούσε και το πέραν του ήχου του κώδωνος ωράριό του κι εναπόθετε τη στολή του υπηρεσιακού λειτουργού. Τότε η πόλη τον κατάπινε’ η πόλη της νύχτας, ωμή και αδηφάγος, με παραισθήσεις, όχι όμως εξιδανικευμένη. Θήραμά της το σώμα θηρευτής ο ποιητής. Μια αβυσσαλέα δοσοληψία, που επενδύεται στο ποίημα. Τίμημά της έρως και θάνατος.
Μακρύς ο ποιητικός δρόμος του Αγγελάκη κι ακόμα πιο πλούσια η πνευματική- συγγραφική δράση του. Θεατρικά: Τρία σαν μονόπρακτα 1981, Ταχυδράματα 1986, Πεζά: Αλησμόνητα σινεμά 1989. Παιδικά. Μελέτες: Κώστας Ταχτσής, η κοινωνική και ποιητική του περίπτωση 1989. Μεταφράσεις, κυρίως ποίησης, που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα. Ποιήματα του Ο. Μπλέικ 1969, Ποιήματα του Φ. Λόρκα 1971, Κινέζικη και ιαπωνική ποίηση 1979, Αμερικανική Gay ποίηση 1982, Ποιητική ανθολογία αποκλίνοντος ερωτισμού 1988 κ.λπ. Κυρίως όμως το έργο του είναι ποιητικό. Δώδεκα βιβλία και μια ανθολόγηση (Ερωτικό σώμα, 1981) της μέχρι του 1981 ποιητικής του δημιουργίας οδοδείχτες φαεινοί της τραγικής πορείας του.
Τρεις συλλογές υπενθυμίζουν εκλεκτικές συγγένειες (Ποιήματα χαρισμένα στον ποιητή Κόντε Διονύσιο Σολωμό (1971), Καβάφης καθ’ οδόν 1984, Ο μακρύς μονόλογος της Μαρίας Πολυδούρη 1989). Άλλες οριοθετούν το χώρο (Το Δωμάτιο 1977.Η Οδός Θρασυβούλου 1979) και το χρόνο (Η Μεταφυσική της μιας νύχτας, 1982). Άλλες παραπέμπουν στον εφιαλτικό κόσμο που πολιορκεί (Το Πύον, 1973- Τα Ποιήματα του δολοφόνου μου, 1986).
Ο Αγγελάκης δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή νεαρός φοιτητής ακόμα. Τίτλος εύγλωττος (Ομιλίες του καλού Θεού και της θάλασσας, 1962), που ορίζει και τη θεματική και τη γραφή. Οι τίτλοι των τριών ενοτήτων («Ο ίσκιος της Ελένης», «Η αγάπη και ο Άγιος Φραγκίσκος», «Η Ορθρινή Σιωπή του Θόλου»), αλλά και των ποιημάτων («Εσύ κι η θάλασσα», «Η βροχή», «Ηώ» κ.λπ.) επιβεβαιώνουν. Οι επιδράσεις εμφανείς, αλλά ο νεαρός ποιητής βρίσκεται σε καλό δρόμο. Η γλώσσα είναι το μέσο, το όργανο, το ξέρει και το έχει ήδη κατακτήσει. Έκτοτε ποτέ δεν θα το ξεχάσει, ακόμα κι όταν επείγεται να μετακομίσει τη ζέουσα εμπειρία στο στίχο.
Αργότερα, όμως, ο ίδιος στ’ Αλησμόνητα σινεμά (1988), αφιερωμένα «Στη μνήμη δύο φίλων που χάθηκαν του Γιώργου Ιωάννου και του Κώστα Ταχτσή», «αφηγήματα», μ’ έντονο το χαρακτήρα της μαρτυρίας και του ρεπορτάζ, «που δεν φιλοδοξούν να λειτουργήσουν μόνο σ’ ένα στενό λογοτεχνικό επίπεδο» αλλά «στοχεύουν.. και στην κοινωνική αφύπνιση», κατά την παρουσίαση του οπισθόφυλλου, διατυπώνει συγκαταβατική, ειρωνική σχεδόν κρίση, για τα πρώτα του ποιητικά βήματα: «Το 1964 είχα ήδη βγάλει το πρώτο μου βιβλίο. (… όπου το ελυτικό κλίμα, τα ηλιόλουστα κορίτσια και οι λυρικοί άγιοι έδιναν κι έπαιρναν)» (σ.108). Ναι, έδιναν κι έπαιρναν, καθώς και η μοναξιά, που κάνει αμέσως την εμφάνισή της μες την ειδυλλιακή αθωότητα των πρώτων στίχων: «Η μοναξιά δεν είν’ αναίτια τιμωρία». (Η μοναξιά) προς το παρόν όμως μπορεί να την αντιμετωπίζει: «η μοναξιά με δίδαξε να περιμένω» (χωρίς τίτλο). Και το σπουδαιότερο. Δεν έχει πάρει ακόμα εφιαλτικές διαστάσεις, όπως αργότερα, όταν πια θα γίνει υπαρξιακό πεπρωμένο.
Το 1964 η κατάδυση έχει αρχίσει, όπως ο ίδιος εξομολογείται αργότερα πάντα στ’ Αλησμόνητα σινεμά. Ενδοσκόπηση («έψαχνα στα τυφλά τον εαυτό μου») μες τη μοναξιά («χωρίς να ‘χω ένα στενό φίλο, κάποιο πρόσωπο πολύ κοντά μου να εξομολογηθώ και ν’ αλαφρώσω»), που οδηγεί στις πρώτες υποψίες («διαισθανόμουνα τι κόλαση με περίμενε») και στις πρώτες οδυνηρές διαπιστώσεις («Η συνειδητοποίησή μου υπήρξε επώδυνη» (σ.108 -9)}
Στην δεύτερη όμως και την Τρίτη συλλογή, Ο Πρίγκηπας των κρίνων (1964) και Οι προτάσεις της αθωότητας (1967) το κλίμα πάντα της πρώτης, με εντονότερη μάλιστα τη θρησκευτική διάθεση, που επιβάλλει την ειρηνοφόρα ευλογία της, έστω κι αν κάποτε σήματα λυγρά διαταράσσουν το αναπαυτικό τοπίο, όπως «το μαχαίρι του αγγέλου στο τραπέζι» («ο αποχαιρετισμός») ή το «καθαρό δάχτυλο του Θεού», που «ταγίζει τα σκουλήκια» («Βαθύς και σκοτεινός γκρεμός») της τρίτης συλλογής. Ο κριτικός του έγραφε τότε που κυκλοφόρησαν: «Ο ποιητής είναι μόνος… δεν βασανίζεται όμως ή τουλάχιστον υπομένει με εγκαρτέρηση, καθώς πορεύεται μέσα σ’ έναν απέραντο κήπο», όπου «τα πρόσωπα περισσότερο σκιές παρά γήινες υπάρξεις, ακροπατούν, λες και δεν θέλουν να ταράξουν τη σιωπή των ουρανών που βασιλεύει. Τι αναζητεί σ’ αυτό το περιβόλι του Θεού ο ποιητής που συνοδοιπορεί με τον Παπαδιαμάντη;… Μα τίποτα… απλούστατα διαπιστώνει και… συμφιλιώνεται με το θάνατο… Άλλωστε οι κόσμοι συγχέονται. Ο γήινος που προετοιμάζει κι ο υπερβατός που θα δεχτεί. Τους γεφυρώνει… τους ταυτίζει σχεδόν η παρουσία του Θεού».
Τώρα, που ο κύκλος έχει πια αμετάκλητα κλείσει, ο κριτικός του πάλι αναρωτιέται. Ποιες εύθραυστες ισορροπίες επιδίωκε, καθώς περιδιάβαζε στο μετέωρο εδεμικό τοπίο, ενώ το χάσμα κάτω απ’ τα πόδια του τον καλούσε στη σαγηνευτική πτώση; Μια σωστική σχεδία για τον απελπισμένο ναυαγό ή μια αποπλανητική μάσκα, με αποδέκτη ποιον’ τον αδαή θεατή ή τον ίδιο τον ήρωα με τη διπλή ταυτότητα; Εν πάση περιπτώσει έκτοτε η αυλαία κατεβαίνει. Ο ποιητής επιστρέφει στην αδυσώπητη πραγματικότητα και τελεσίδικα ομολογεί: «Όλα καλά στης μέρας το λεπίδι…-αλλ’ ωστόσο κανείς κρατάει τα προσχήματα,- παίζει κουτσά-στραβά το θέατρό του». (Η Μεταφυσική της μιας νύχτας, 1982, σ.16). Το προσχηματικό παραδείσιο τοπίο των τριών πρώτων συλλογών αναθεωρείται. Το σκηνικό τώρα πραγματικό, απτό, τα δρώμενα στην κεντρική πλατεία. «Μοιάζουν, λοιπόν, τα ουρητήρια που γκρεμίζονται… μ’ εκείνα τα εξωκλήσια τα παλιά, τα ρημαγμένα-που ακόμα βλέπεις στα νησιά, στην Αττική» («Κλειστοί παράδεισοι», όπ. αν. σ.40).
Έχει πια ο ποιητής παραδοθεί στη νύχτα με την αμφίσημη γοητεία της, την άδηλη περιπέτεια, τη νύχτα που «… καραδοκεί σαν γύφτισσα, σαν κλέφτρα- …Σ’ αρπάζει μες τα βρόχια της, σε μαγνητίζει» (όπ. αν. σ. 16). Έξοδος απ’ τα τείχη και μάλιστα επείγουσα: «Γρήγορα, να βγω έξω γρήγορα, - η κάμαρη με πνίγει» (όπ. αν. σ. 37). Για πού όμως; Ο ποιητής δεν έχει παραισθήσεις. Η «Καρτεσιανή λογική» καθοδηγεί τώρα τις διαπιστώσεις του: «Κάθε κορμί έχει τη δική του κόλαση» (όπ, αν. σ.9)
Ποιο είναι «τελικά» το τίμημα; Η μοναξιά, που τώρα πια «… μου γίνεται όλο και πιο χυδαία» (σ. 16), Το πύον, 1973). Η ερημιά, «που αργά μα σταθερά σε φαρμακώνει». (Η Μεταφυσική της μιας νύχτας (σ.57) ή «ο έρωτας… που σε σταυρώνει κάθε μέρα» (όπ. αν). Αυταπάτες δεν υπάρχουν. «Είμαι γεμάτος ρημαγμένους γέρους» (όπ. αν. σ.26). Η Οδός Θρασυβούλου (1979) (οδηγεί στη φθορά, «Στοίχειωσε η ζωή μου σε τούτο το κρεβάτι» (σ. 6) και συνακόλουθα στο θάνατο («Στην ουσία αυτοκτονούμε κάθε μέρα» (σ.31), που καραδοκεί: «Κάποτε βέβαια θα βρεθώ κι εγώ…-με κάποιο σουγιά μπηγμένο στα πλευρά…- να κλείσει, να τελειώσει, επιτέλους, το μαρτύριο-… - και πια να μείνουν πίσω μου δυο –τρία ποιήματα, -…-πεντέξι σοφές υποθήκες πίσω από τη μάσκα μου». (Η Μεταφυσική της μιας νύχτας, σ. 46).
Ο ποιητής ήταν έτοιμος. Ένας Γολγοθάς που οδηγούσε στο μοιραίο τέλος. Το φθαρτό σκήνωμα βιάστηκε να μας αφήσει. Το έργο απομένει για να υπενθυμίζει την τραγική ζωή.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ
ΠΛΑΚΑΣ
*Ο συνεργάτης μας Δ. Πλάκας υπηρέτησε τα τελευταία χρόνια στην ίδια εκπαιδευτική περιφέρεια με τον Α. Αγγελάκη.
Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ. Δεκαπενθήμερη Επιθεώρηση του Βιβλίου, αριθμός 270/18-9-1991, σ. 11-13. Στις σελίδες «χρονικά». Δημοσιεύται και εργογραφία του ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη. Αφιέρωμα του περιοδικού στις «Πρωτοπορίες και Κινήματα».
Μνήμη Μαρίνας Λαμπράκη Πλάκα και Δημήτρη Πλάκα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022
ΥΓ. Και μία μικρή αλγεινή εντύπωση και απορία. Στους τηλεοπτικούς δέκτες και στους ραδιοφωνικούς σταθμούς σχολιάστηκε αρνητικά η περίπτωση του αγιασμού στην Κρήτη. Όπου 4 ιερείς και ο οικείος μητροπολίτης πάνω σε μία εξέδρα τελούσαν τον αγιασμό. Δίπλα τους-πάνω στην εξέδρα- παρευρίσκονταν οι επίσημοι πολιτικοί και άλλοι δημόσιοι φορείς. Ακριβώς κάτω από την εξέδρα βρίσκονταν πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι ένας κύριος με σωματικές ιδιαιτερότητες. Το ότι άνηκε σε ειδική κατηγορία και στο γεγονός ότι δεν είχαν προνοήσει να υπάρχει μία ράμπα ώστε, να μπορεί ο άνθρωπος που βρίσκονταν καθήμενος στο αναπηρικό καροτσάκι να ανεβεί πάνω στην εξέδρα και να σταθεί σιμά στους άλλους, προκάλεσε άσχημη εντύπωση. Και έγινε το «σώσε» από τα κανάλια και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς. Και έχω την εξής απορία. Τουλάχιστον, οι νεαροί ιερείς, δεν μπορούσαν να κάνουν ένα βήμα και να σηκώσουν το καροτσάκι με τα χέρια τους, ώστε να είναι και εκείνος πάνω στην εξέδρα δίπλα τους; πόσο θα κουράζονταν!! Θα έδιναν ένα χριστιανικό παράδειγμα. Στους άλλους, τους πολιτικούς όπου δεν κουνήθηκαν καν τι να τους πεις. Η ανθρώπινη αλληλεγγύη και η πρακτική βοήθεια στην πράξη είναι το καλύτερο και χρησιμότερο παράδειγμα και όχι ο φωτογραφικός φακός και το «ευλογημένο» νεράκι. Και μετά σου λένε να έχεις εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και στα μεγάλα λόγια των ιερέων και μητροπολιτών οι οποίοι λειτουργούν ως «μπέηδες» της κρατικής εξουσίας. Κρίμα. Κράτος και Θρησκεία-«Εκκλησία» μαζί στην χειραγώγηση των συνειδήσεων ημών και υμών των φορολογούμενων προβάτων. Να πιστέψεις σε ποιους και τϊ…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου