Τρίτη 21 Ιουνίου 2022

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

 

         ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ  ΕΞΠΡΕΣΙΟΝΙΣΤΙΚΗ  ΠΟΙΗΣΗ

Της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα

Περιοδικό Η Λέξη τχ.201/7,9.2009, σ.382-389

     Η μικρή αυτή ποιητική ανθολογία από Γερμανούς εξπρεσιονιστές μεταφράστηκε πρίν από αρκετά χρόνια για να συνοδεύσει και να σχολιάσει τα μαθήματά μου στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών για το αντίστοιχο εικαστικό κίνημα. Τα κυρίαρχα θέματα της εξπρεσιονιστικής ποίησης, το καταραμένο και σαγηνευτικό άστυ, η απόδραση σε μιά φύση που υπόσχεται τη λύτρωση  χωρίς να την εκπληρώνει, η φύση ως χαμένος παράδεισος, μεγαλειώδης και αδιάφορη για τα πάθη του ανθρώπου, ο έρωτας ως ύστατο ελιξίριο της υπαρξιακής αγωνίας, η μοναξιά, η αθυμία (le mal du siecle του Ρομαντισμού στην εκπύρωσή του), ο θάνατος, προτείνουν το πιό εύγλωττο σχόλιο στη ζωγραφική των καλλιτεχνών της «Γέφυρας», του «Γαλάζιου Καβαλάρη» και της «Νέας αντικειμενικότητας».

     Τα ποιήματα έχουν ενσωματώσει πολλές από τις κατακτήσεις, τις υπερβάσεις και τις παρεκβάσεις της μοντέρνας τέχνης: την αισθητική της ασχήμιας, τις τολμηρές, συχνά σουρεαλιστικές, μεταφορές, την τόλμη της εικονοποιίας, τη χρωματική έκρηξη όπου υπερισχύουν το κόκκινο και το μαύρο, όπως και στην εξπρεσιονιστική ζωγραφική, και έπονται το κίτρινο και το γαλάζιο. Τα χρώματα έχουν πάντοτε συμβολικές παραδηλώσεις και συχνά η χρήση τους είναι μετωνυμική: το κόκκινο είναι συνώνυμο της φωτιάς, του αίματος, του φόνου, του πάθους’ το κίτρινο μπορεί να ανακαλεί μια ηλιόλουστη  μέρα, αλλά και μιά σελήνη που πυορροεί. Το γαλάζιο ταυτίζεται πάντα με τον ουρανό, με το μακρινό, το ανέφικτο.

     Η ποίηση των Γερμανών εξπρεσιονιστών είναι δραστική, κεραυνοβόλα, φονική. Ποίηση υπαρξιακής αγωνίας, πυροδοτείται από τα κοινωνικά προβλήματα, που θα οδηγήσουν στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στα τραγικά επακόλουθά του. Πολλοί ζωγράφοι και ποιητές θα συντριβούν στις μυλόπετρες της Ιστορίας.

     Η μετάφραση έγινε από τα γαλλικά, από τη δίγλωσση έκδοση του Lionel Richard Expressionnistes allemands. Εκδ. Maspero, Paris 1974. Η καθηγήτρια της ΑΣΚΤ Τιτίκα Δοκουμετζάκη-Σάλλα με βοήθησε στην παραβολή με το γερμανικό πρωτότυπο και την ευχαριστώ θερμά.

Yvan  goll

(1891-1950)

Η ΣΗΜΑΙΑ

Σαν κόκκινη φλόγα,

σαν κόκκινο λάβαρο,

μπροστά σου εσύ με οδηγείς,

λαέ, σαν μαινόμενη θάλασσα.

 

Από την πυρκαγιά μου

όλη η χώρα λαμπαδιάζει

Από τη φλόγα μου

το χλωμό αίμα των αστών βάφεται κόκκινο.

 

Κι όταν γίνομαι στάχτη,

μιά κόκκινη σκόνη σκεπάζει

τους δρόμους όλης της γης.

Sophie van  leer

(1892-1953)

ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ FRANZ MARC*

Μαραίνεται η ανάσα,

οι ώρες προχωρούν σκυφτές,

γαλάζια δάκρυα παρηγορούν τη θλίψη.

Ο λόγος γίνεται κραυγή

και το παράπονο οιμωγή.

Χάνουν το αίμα τους οι ώρες,

Ψυχορραγούν.   

*O Franz Marc (1880-1916) σκοτώθηκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

Else lasker- schuler

(1869-1945)

ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ

Δάκρυα πλημμυρίζει ο κόσμος

ωσάν να πέθανε ο Θεός.

Κι είναι η σκιά σαν το μολύβι

βαριά, σαν τάφος μοναχός.

 

Έλα, ας σφιχτούμε πιό κοντά,

ενθάδε κείται η ζωή

και νεκροκρέβατο η καρδιά.

 

Να φιληθούμε έλα, βαθιά.

Η νοσταλγία που στον κόσμο έχει ξεσπάσει

και τον δικό μας θάνατο έχει ετοιμάσει.

Η ΑΡΡΩΣΤΙΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

Εγώ, ο λίβας της ερήμου ο φλογερός

πάγωσα, απολιθώθηκα.

Πού είναι ο ήλιος που μπορεί

τη λευτεριά να μου χαρίσει;

Πού βρίσκεται η αστραπή

που είναι ικανή να με συντρίψει;

 

Έλα λοιπόν,

σήκωσε επάνω τα θυμωμένα μάτια σου,

από το πέτρινο της Σφίγγας το κεφάλι

για ν’ αντικρίσεις όλους τους ουρανούς.     

Georg  trakl

(1887-1914. Πέθανε από τραύμα, σε στρατιωτικό νοσοκομείο)

ΠΑΡΑΠΟΝΟ

Ύπνος και θάνατος, μακάβρια πουλιά

γύρω από το κρανίο μου βουίζουν όλη τη νύχτα.

Τη χρυσωμένη εικόνα του ανθρώπου

άραγε θα την καταπιεί

το παγωμένο κύμα του χρόνου;

 

Πάνω σε αποτρόπαιους υφάλους

χτυπιέται και τσακίζεται το σώμα, ολοπόρφυρο.

Και η φωνή πνιχτά στενάζει

πάνω απ’ τη θάλασσα.

Ώ αδελφή εσύ

της ταραγμένης μελαγχολίας,

κοίτα, μιά βάρκα αλαφιασμένη βουλιάζει

κάτω απ’ τ’ αστέρια,

στο σιωπηλό το πρόσωπο της νύχτας. 

Gottfried  benn

(1886-1956)

ΑΠΕΙΛΗ

Θέλω να ξέρεις:

μέρες θηρίου περνώ.

Μιά ώρα είμαι από νερό.

Και κάθε βράδυ το βλέφαρό μου αποκοιμιέται

σαν δάσος και ουρανός.

Ο έρωτας άλλες λέξεις δεν γνωρίζει:

Όμορφα που ‘ναι πλάι στο αίμα σου.

MADONNA

Ακόμη μη μ’ αφήνεις.

Τόσο βυθίστηκα σε σένα,

τόσο από σένα

μεθυσμένος είμαι.

Ώ ευτυχία εσύ!

Ο κόσμος είναι νεκρός. Και ο ουρανός

στις όχθες ξαπλωμένος

των αστρικών των ποταμών,

ώριμος και καθάριος, τραγουδάει.

Κι όλα μες την καρδιά μου αχολογούνε.

 

Λυτρωμένος, ωραίος

ο ληστής του αίματός μου

ψάλλει αλληλούια.  

Georg  heym

(1887-1912)

Η  ΠΟΛΗ

Και η πόλη ανεβαίνει

σαν θάλασσα από φλόγες,

εκεί που η δύση ακόμη λαμπυρίζει

σαν πυρωμένη σίδερο.

 

Εκεί που ο ήλιος ορμάει σαν ταυροκεφαλή,

με κέρατα χαμηλωμένα,

μ’ ένα στεφάνι από μαύρο αίμα στο μέτωπό του. 

Oscar  Kanehl

(1888- Αυτοκτόνησε το 1929)

Η ΠΟΛΗ

    Ι

Σαν ζώα σ’ οργασμό,

σφιγμένα το ένα πλάϊ στο άλλο,

οι πέτρινοι στρατώνες.

Από της στέγης τα δοκάρια

ανεβαίνει ο ήλιος

μ’ αποκοτιά και φόβο.

Και πάλι ξαναπέφτει,

παλουκωμένος απ’ την καμινάδα την πέτρινη

του εργοστασίου.

Και καπνισμένες, μέσα στον ιδρώτα,

ξεκουφαμένες απ’ το θόρυβο των μηχανών,

πνιγμένες μες στη σκόνη,

χαθήκανε οι ψυχές

μέσα στη νύχτα.

     ΙΙ

Άνθρωποι συνωστίζονται σαν τα σκουλήκια.

Εμπρός, βιαστείτε, βιαστείτε!

Δουλειά, γραφείο, εργοστάσιο.

Μάτια βαθουλωμένα, πονηρά.

Κομμάτια από σάρκες σκορπισμένα

μ’ ένα καπάκι από γυαλιά,

πάνω σε σκελετούς σακατεμένους.

Γυναίκες χωρίς στήθος,

σφιγμένες μες σε θώρακες από κορσέδες.

Γυναίκες έγκυες.

Αρρώστια, πόθος, ηδονή,

     ΙΙΙ

Φτώχεια πανουκλιασμένη,

όμορφες μυρωδιές από στόματα ανοιχτά,

παιδιά του θεού απόκληρα.

Άνθρωποι που σωριάζονται σαν τα σκουπίδια.

Κόρνες αυτοκινήτων,

η τελευταία κραυγή του θύματος της ρόδας.

Συνωστισμός, αστυνομία,

κλάξον από μοτοσικλέτες.

Γρήγορα, ένας νεκρός, δεν είναι τίποτε.

Δουλειά, πείνα,

πείνα, δουλειά,

Ένα σπουργίτι πάνω στην καβαλίνα

ενός αλόγου.

Χρήμα και πάλι χρήμα,

χρήμα.

ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑ

Τα τελευταία άσπρα σύννεφα φεύγουν.

Η μέρα έπαψε να χτυπιέται πάνω στη θάλασσα.

Σαν κόκκινη λίμνη από αίμα απλώνεται τώρα

εκεί που η χώρα σαν πτώμα επιπλέει.

Από τον ουρανό στάζει ένα πύον: η σελήνη.

Κανείς θεός δεν αγρυπνά.

Μέσα στις άδειες κόγχες των αστρικών ματιών που χύθηκαν

ο μαύρος θάνατος τρυπώνει.

Κανένα φώς.

Κι όλα τα ζώα ουρλιάζουν

σαν να ‘φτασε η Δευτέρα Παρουσία.

Και οι άνθρωποι ξεβράζονται πάνω στην όχθη.        

Alfred   Lichtenstein

(1889-1914. Σκοτώθηκε στον πόλεμο)

ΑΠΟΔΡΑΣΗ

Λοιπόν, δεν τα μπορώ, δεν τα μπορώ

τ’ ακίνητα δωμάτια,

τους χέρσους δρόμους,

σαν κόκκινο ήλιο των στεγών,

τη βδελυρή ανία των βιβλίων,

πού βλέμματα χιλιάδες τα ‘χουν φθείρει

απ’ τον παλιό καιρό.

Δεν τα μπορώ, δεν τα μπορώ.

Έλα να φύγουμε απ’ την πόλη μακριά,

σ’ ένα λιβάδι μαλακό

να ξαπλωθούμε.

Ανήμποροι και απειλητικοί

αντίκρυ σ’ έναν ουρανό παράλογα μεγάλο,

θανάσιμα γαλάζιο, μακρινό,

θα υψώσουμε το βλέμμα άσαρκο και ωχρό,

θα υψώσουμε το βλέμμα άσαρκο και ωχρό,

θα υψώσουμε τα χέρια μαγεμένα,

από τα δάκρυά μας μουσκεμένα.

Herbert   Kuhne

 (1895-;)

ΤΟΠΙΟ

Τα δέντρα καρφωμένα πάνω στο γαλάζιο.

Κίτρινο, ηλιόλουστο, γυαλιστερό χαρτί.

Το πράσινο λάμπει. Η λίμνη χορεύει μέσα στο φώς.

Ντύνομαι το τοπίο, όπως φοράμε ένα ρούχο.

Τα δέντρα, τα φυτεύω στο κεφάλι μου,

τα λιβάδια τ’ απλώνω πάνω στο στήθος μου,

περνώ τη λίμνη γύρω απ’ τους γοφούς μου,

τον ήλιο τον κρατώ στη φούχτα μου.

Με το κεφάλι ψηλά ταξιδεύω σ’ όλο τον κόσμο.

Βυθίζομαι μες στους αιθέρες.

ΔΥΣΤΥΧΙΑ

Δεν μπορώ πιά να πιάσω τη μέρα

με τα χέρια μου.

Τ’ αστέρια καταρρέουν.

Βαρύς σαν το μολύβι ο ουρανός

και με συνθλίβει.

Οι νύχτες μου κυλούνε όπως οι μπάλες.

Σαρκάζουν.

Οι δρόμοι κόβονται στα δυό,

ΜΑΡΙΝΑ ΛΑΜΠΡΑΚΗ –ΠΛΑΚΑ

Περιοδικό Η ΛΕΞΗ τχ.201/7,8,9,2009, σ.382-389.

Ελάχιστα:  Με τον θάνατο της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, κλείνει ένας δημιουργικός και παραγωγικός κύκλος  για την Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος. Όσοι ευτύχησαν να ξεναγηθούν στις αίθουσές της, και να την ακούσουν δια ζώσης να μας ξεναγεί στους πολύτιμους θησαυρούς της, (τις δεκαετίες που ήταν διευθύντριά της) για την ακρίβεια, να μας ξεδιπλώνει τις σκέψεις της με απλότητα, χάρη, άνεση, σοβαρότητα, ευφράδεια και θερμότητα λόγων, ελκυστική εκφραστικότητα, λαγαρό αλλά υψηλό ύφος, να μας αναλύει τα μυστικά της τέχνης των ζωγράφων, να επισημαίνει τις σχολές που συγγενεύουν, να απαριθμεί τις επιρροές τους, μα και, τους προσωπικούς και ξεχωριστούς δρόμους, στιλ και αναζητήσεις του κάθε καλλιτέχνη, θα την θυμούνται για χρόνια. Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα σαν αυθεντική δασκάλα άνοιγε συζήτηση τόσο με τον καλλιτέχνη όσο και με τον πίνακα που είχε μπροστά της. Αυτόν τον ανεξερεύνητο και ονειρικό κόσμο των χρωμάτων, των σχεδίων, των σκιών, της συμμετρίας των γραμμών, του θέματος, του όγκου που καταλαμβάνει πάνω στο χαρτί ή το πανί, το ταμπλό. Της γωνίας από όπου εισέρχεται αβίαστα το φυσικό φώς και φωτίζει τον πίνακα, διαθλάται σε κάθε σημείο του ταμπλό. Πάνω στα πρόσωπα και τις σκηνές, τον πλούτο των απεικονίσεων της νεκρής φύσης. Η Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, δεν κρατούσε τα μυστικά της τέχνης της για την ίδια και ορισμένους φίλους της, ειδικούς της τέχνης, επαγγελματίες ή ερασιτέχνες εικαστικούς του κύκλου της, αντίθετα, μοίραζε την ενεργητικότητά της και τις γνώσεις της στο «ανώνυμο» πλήθος που είχε γύρω της, σε όλους εμάς, που την άκουγαν μαγεμένοι, αποσβολωμένοι. Δημιουργούσε μία ευχάριστη ατμόσφαιρα και με τον διακριτικό και ευγενικό πάντα τρόπο της σου ζητούσε και εσένα, να γίνεις κοινωνός του εικαστικού σύμπαντος που στεκόσουν μπροστά του. Σε προσκαλούσε να συμμετάσχεις σε αυτήν την εικαστική πανδαισία, σε αυτήν την ορατή- «αόρατη» ευωχία του κόσμου των ζωγράφων και των ονείρων τους. Με απλά λόγια, καθόλου πεποιημένα ή δασκαλίστικο τουπέ, σε έμπαζε στο κουβεντολόι με τον ζωγράφο και το έργο του, σε βοηθούσε-όσο αυτό ήταν δυνατόν- σε μία συν-ανάλυση του θέματος. Όχι τόσο να κρίνεις σωστά όσο να κατανοήσεις αυτό που βλέπεις ορθά. Να το συσχετίσεις με τα δικάσου ριζώματα εικαστικής παράδοσης και πολιτισμού. Σπούδαζες μαζί της-έστω και εν τάχει-την ιστορία της ζωγραφικής, της εξέλιξή της, τους σταθμούς της, τους κόμβους της, τις αλλαγές της, των οραματικών βαδισμάτων της στο χώρο και το χρόνο. Από τότε που το ανθρώπινο είδος-αυτή η πολιτισμική και βιολογική εξέλιξη του άγριου ζώου της Φύσης- εφόσον δεχτούμε την θεωρία της εξέλιξης του Δαρβίνου-αποφάσισε να χαράξει με σχέδια σκουρόχρωμα το πέρασμά του από την εδώ παρουσία του. Όταν ύψωσε το ανάστημά του και άρχισε να μπουσουλάει πάνω στο χώμα και αργά και σταθερά στάθηκε όρθιο στα δύο του πόδια στηριζόμενο. Τα πανάρχαια διάσπαρτα ζωγραφικά σχέδια, αυτά τα πρωτόλεια εικαστικά ίχνη διατήρησαν την κοινή μνήμη ζωής του ανθρώπινου ζώου ζωντανή, μέχρι να συστηματοποιηθεί και να κωδικοποιηθεί η τελική μορφή της γραφής. Αυτά τα παράξενα γοητευτικά και μυστηριώδη, μικρά κουκκιδάκια που ονομάζουμε λέξεις. Αυτά τα αδιόρατα μικρά κουβαδάκια που χωρούν μέσα τους πανάρχαιες εμπειρίες, θρύλους και παραδόσεις, θρησκευτικές δοξασίες και επικά μεγαλουργήματα, Σαπφικά λυρικά μέλη και τραγικές βασιλικές οικογενειακές σκηνές. Σύμβολα ιδεογράμματα, σφηνοειδούς γραφής ή της αραβικής αλφαβήτου, που μας αποκαλύπτουν καταγράφοντάς τα, ταυτόχρονα κάθε μυστικό του σύμπαντος και της ζωής. Του φυσικού Κόσμου και των λειτουργιών του, της σκέψης και των ιδεών του ανθρώπινου δίποδου ζώου. Οι ξεναγήσεις της Πλάκα ήταν μία ποίηση. Και η ποίηση με όποιον τρόπο και να μας εμφανίζεται είναι ακαταμάχητη και ζωοποιός. Και αυτήν την θεουργό αναπνοή της διαβάζουμε και στις μεταφράσεις της, των γερμανών εξπρεσιονιστών ποιητών που μεταφέρω σε αυτό, το τρίτο κατά σειρά σημείωμα. Σήμερα, που αν δεν λαθεύω, η Κρητική πατρώα Γή θα δεχτεί το σκήνωμά της. Η Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα μεταφράζει από τα γαλλικά τους γερμανούς ποιητές, και παρά ταύτα, κατορθώνει να αποδώσει την «γερμανόφωνη» ατμόσφαιρα και το νόημα των ποιητικών μονάδων με τις οποίες καταπιάνεται να μας μεταφέρει στα ελληνικά. Ορισμένοι από τους γερμανούς ποιητές μας είναι γνωστοί και από άλλες μεταφράσεις τους. Βλέπε παραδείγματος χάριν την περίπτωση του Γκέοργκ Τρακλ κ.ά. Η ενδεικτική αυτή μικρή ανθολογία έχει την ιδιαίτερη αξία και σημασία της, αν αναλογιστούμε ότι οι μεταφράσεις της γίνονται ως συμπληρωματικό-υποστηρικτικό υπόστρωμα των μαθημάτων της στην ΑΣΚΤ και το αντίστοιχο εικαστικό κίνημα που δίδαξε. Όπως η ίδια μας επισημαίνει, στην κατατοπιστική, πυκνή και καίρια εισαγωγή της. Δηλώνει την άρρηκτη σχέση και ίσως επίδραση της ζωγραφικής με τον ποιητικό λόγο. Δύο μαγείες η μία μέσα στην άλλη. Η εισαγωγή της δηλώνει το βάθος, το εύρος και την ποιότητα της σκέψης της, των λόγων της, της ακριβολόγου έκφρασής της, την αμεσότητά της. Τον στοχασμό της. Τα ποιήματα της μικρής αυτής ανθολογίας διαβάζονται ευχάριστα και μας δημιουργούν ένα άλλο κλίμα. Μας εισάγουν σε μια άλλη παλαιά περιπέτεια ζωής και ιστορίας. Ωραίοι συνδυασμοί λέξεων, καλογραμμένοι και μεταφρασμένοι στίχοι. Και μία μικρή δική μας παρατήρηση. Ο αναγνώστης της μικρής αυτής ανθολογίας θα διαπιστώσει ότι υπάρχουν ορισμένες λέξεις «κρητικές» που, όπως χάνονται μέσα στις άλλες δεν ενοχλούν. Δεν φορτώνουν κουραστικά τη ροή του κειμένου. Φανερώνουν τις πατρογονικές ρίζες της καθηγήτριας της ΑΣΚΤ και διευθύντριας της Ενικής Πινακοθήκης Μαρίνας Λαμπράκη- Πλάκα.

     Στο πρώτο σημείωμα δείξαμε την ποιητική φλέβα της Μ. Λαμπράκη, αντιγράφοντας νεανικά της ποιήματα. Στο δεύτερο την ακούσαμε να μας εξομολογείται την γνωριμία της και την σχέση της με τον σύντροφο της ζωής της Δημήτρη Πλάκα. Στο δεύτερο σημείωμα μετέφερα και ένα κείμενο του καθηγητή Δημήτρη Πλάκα για τον πειραιώτη ποιητή και μεταφραστή Ανδρέα Αγγελάκη και το έργο του. Στο τρίτο αυτό σημείωμα το οποίο αντέγραψα από το λογοτεχνικό και «εικαστικό» περιοδικό Η Λέξη, έχουμε την μεταφράστρια και ανθολόγο Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα. Ίσως, με τις τρείς αυτές καλλιτεχνικές πτυχές της σχηματίζεται-κάπως- το αυθεντικό πορτραίτο της.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

Τρίτη 21/6/2022.

Εν αναμονή, «Φύσσα θάλασσα πλατιά, φύσα αγέρι, φύσα αγέρι…»

ΥΓ. Ζητείται για αγορά καινούργιου ή μεταχειρισμένου του βιβλίου του Τόμας Μάν, «Στοχασμοί ενός απολιτικού» εκδόσεις Ίνδικτος και του μυθιστορήματος «Δόκτωρ Φάουστους», εκδόσεις Πόλις.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου