Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

Συνηγορία υπέρ του ποιητή και δασκάλου ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

 Συνηγορία υπέρ του ποιητή και δασκάλου ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

 

Σ Τ Ε Λ Ι Ο Σ   Γ Ε Ρ Α Ν Η Σ

              Κ Ω Σ Τ Η Σ   Π Α Λ Α Μ Α Σ

 (Σημειώσεις στα περιθώρια της «Ποιητικής» του)

      Το ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά, είναι-όπως έχει πολλές φορές τονιστεί- το σημαντικότερο πνευματικό επίτευγμα της χώρας μας, μέσα στα πρώτα πενήντα χρόνια του εικοστού αιώνα.

      Κτήμα ανεκτίμητο του Έθνους μας, έχει από καιρό ξεπεράσει τα σύνορά μας, κι έχει αποκτήσει ένα παγκόσμιο πνευματικό κύρος.

     Ο Παλαμάς, αναγνωρίζεται σήμερα από όλους τους μελετητές του, πώς έχει το σπανιότατο χάρισμα που είχαν οι μεγάλες μορφές του παγκόσμιου πνεύματος, ο Όμηρος, ο Δάντης, ο Γκαίτε, να είναι δηλαδή πολυδύναμο και καθολικό πνεύμα. Κατόρθωσε να κλείσει μέσα στο έργο του, όλο το γνωστό εξωτερικό κόσμο κι όλα τα βιώματα της εποχής του.

       Ακούραστος μελετητής, από τα πρώτα του νεανικά χρόνια ως τα στερνά του γεράματα, δεν άφησε καμιά πηγή της Τέχνης και της Επιστήμης, που να μην την χαρεί, να μην την κάνει κτήμα του, και να μην προσπαθήσει να την μετουσιώσει, μέσα στα τραγούδια του, με τον άριστο δέκτη της αξεδίψαστης ψυχής του. Έπαιζε στα δάχτυλα όλη την αρχαία ποιητική και μυθολογική παράδοση. Τίποτε το αξιόλογο δεν του ξέφευγε από την εθνική μας ιστορία όλων των αιώνων. Τα φιλοσοφικά συστήματα, αρχαία και νεώτερα, τα είχε χωνέψει όσο κανείς άλλος.

      Η νεώτερη παγκόσμια λογοτεχνική παράδοση, του πρόσφερε πλήθος πολύτιμες υπηρεσίες. Τα προβλήματα των φυσικών επιστημών, της κοινωνιολογίας, της πολιτικής, ποτέ δεν τον άφησαν αδιάφορο.

      Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κι άλλοι ποιητές κατακτήσανε ένα παρόμοιο πλούτο γνώσεων. Ο Γκαίτε, σκύβοντας πάνω στα βιβλία, έλεγε: «Μπολιάζω με τις ιδέες των άλλων το δικό μου αίσθημα». Μα το καταπληκτικό, για τον Παλαμά, είναι, πώς χρησιμοποίησε όλον αυτόν τον πλούτο, για απαραίτητο υλικό του ποιητικού του έργου. Μερικοί από τους εύκολους αρνητές του, είπαν, πώς το έργο του είναι ετερόφωτο, φορτωμένο ξένη σοφία και για τούτο δύσκολο και δυσνόητο. Σ’ αυτούς, ο Παλαμάς, απαντά απ’ τις έξοχες σελίδες της «Ποιητικής» του, με τα βαρυσήμαντα λόγια του γάλλου πεζογράφου και αισθητικού Suares: «Δεν πιστεύω στα ευκολονόητα έργα’ εύκολα και λησμονούνται. Κάθε τί πρέπει να έρχεται από μακρυά, για να πηγαίνει μακρυά».

     Ο Παλαμάς, είναι ένας ποιητής καθολικός και πανανθρώπινος . Τα έργα του, (ή καλύτερα ένα μεγάλο μέρος απ’ το έργο του), φορτωμένα γνώση και ξένη σοφία, μπολιασμένα με τις ιδέες των άλλων, και μ’  ένα ηχηρό και εντυπωσιακό λόγο εκφρασμένα, μπορεί να μην μας συγκλονίζουν σήμερα, όπως μια άλλη εποχή, αφού η νεώτερη ποίηση διάλεξε άλλο δρόμο για την αποκάλυψη του μυθικού νοήματος των πραγμάτων, εν τούτοις, μας κάνουν να θαυμάζουμε τις άλλες αρετές τους, όπως το πνευματικό τους ύψος, την πλαστική δύναμη του δημιουργού τους, και το βαθύ και ανθρώπινο οραματισμό τους. Έτσι, τους δυό, κατ’ αρχήν, δίκαιους χαρακτήρες της παλαμικής φυσιογνωμίας (το καθολικό δηλαδή και  το πανανθρώπινο στοιχείο της) πρέπει να τους δεχτούμε περισσότερο με την κλασική τους προέλευση και λιγώτερο, ή σχεδόν καθόλου με την αντίληψη που πάει να θεμελιωθεί στην σύγχρονη ποιητική συνείδηση, και πώς το πρόβλημα άνθρωπος, η πορεία του και οι μεταμορφώσεις του μέσα στο αέναο γίγνεσθαι, παίρνουν άλλες διαστάσεις μέσα στον αγχωτικό καλπασμό της σύγχρονης ψυχής.

     Ο Παλαμάς, ζητάει να υποτάξει το τραγούδι του σε «τρείς λυρισμούς», στα «τρία- όπως γράφει στην «Ποιητική» του-διακριτικά στοιχεία που μέσα του κρατεί ο άνθρωπος: 1) Το ατομικό, που τον ξεχωρίζει από τους άλλους. 2) Το καιρικό, που τον ανταμώνει με τους άλλους ανθρώπους. 3) Το γενικό, που τον προσεγγίζει με την όλη ανθρωπότητα…. Και το τραγούδι μου-ομολογεί-επιτακτικό στην Αγία Τριάδα του νόμου. Είναι η σύνθεση του καιρικού, του ατομικού. Το τραγούδι ύμνος ή θρήνος, ή ρεμβασμός, εξομολόγηση ή κήρυγμα, μπροστά σε καθιερωμένα τρόπον τινά πρόσωπα και πράγματα’ από αισθήματα κι από προβλήματα που όλο χορεύουν κύκλιους χορούς μέσα στο στίχο μου’ άλλοτε ακούγονται σα μονόλογος κάτου από τ’ αστέρια και άλλοτε σα λόγος προς τα πλήθη. Προσευχές ή διδαχές. Και τα δυό μαζί. Ο λυρισμός του εμείς του εγώ των όλων. Η τριπλή της Ποιητικής μου υπόσταση». Με μια τέτοια διάθεση υποταγής στην «Αγία Τριάδα του νόμου», τον νιώθουμε σ’ όλο το βάθος του στοχασμού του, όταν στέκεται μπροστά μας και μας απαγγέλει το πνευματικό του πρόγραμμα, λέγοντας: «Είμαι ο ποιητής που θέλει να κλείσει μέσα στο στίχο του τούς πόθους και τα ρωτήματα του ανθρώπου, τις έγνοιες και τους φανατισμούς της εποχής. Είμαι ποιητής του καιρού μου και  του γένους μου και δεν μπορώ να χωριστώ από την έξω πλάση».

Στον Παλαμά, λοιπόν, πού, σαν καθολικό, πανανθρώπινο και πολυδύναμο πνεύμα (με την έννοια που δώσαμε παραπάνω) νοιάζονταν και ανησυχούσε για όλα τα, μέσα κ’ έξω απ’ τον άνθρωπο πράγματα και φαινόμενα, φυσικό είναι να ταιριάζουν, απολύτως, τα όσα έγραψε για την  ποιητική προσωπικότητα ο μεγάλος γερμανός φιλόσοφος Έγελος: «Ο ποιητής, είναι νους βαθύς, που την περιέργειά του την απλώνει σε αμέτρητο πλήθος πραγμάτων, και που εκ φύσεως έχει το προσόν και τη δύναμη να ενδιαφέρεται για όλα, και όλα να τα κρατά χαραγμένα στο βάθος της ψυχής του».

     Έτσι φορτωμένη η παλαμική ψυχή, εκπέμπει την ακτινοβολία της, παρακολουθεί και συνθέτει με στοχασμό και καρδιά (άλλοτε με επική μεγαληγορία και με δραματική έξαρση, κι άλλοτε με γλυκύτατη λυρική μελωδία) τα μικρά και μεγάλα προβλήματα της ζωής, τις φυσικές ομορφιές της ελληνικής γης, τους θρύλους και τις παραδόσεις, τα βουνά και τη θάλασσα’ προσπαθεί να επικοινωνήσει με τα μυστικά των πραγμάτων, για να συλλάβει έναν άγνωστο ήχο, μιά κίνηση, ή «κάποιο μυθικό νόημα».

      Κλειστός σ’ ένα κύκλο ασάλευτης ζωής, εφαρμόζοντας το λόγο του Μπάϋρον: «Βυζαίνω τα βιβλία σα λουλούδια»,  παρακολουθεί την κίνηση του κόσμου, στέκεται ευαίσθητος μπροστά στα συγκαιρινά του γεγονότα, και τολμάει, σε κρίσιμες ώρες, να βροντοφωνεί την αλήθεια «κατάσταυρα και των πιό ταπεινών και των πιό δυνατών». Κι όλα αυτά με την ποίηση, που τη νιώθει να αναβλύζει από μέσα του, σαν  «ηδονή και σοφία»’ με την ποίηση που μόνο σα λυρικός στοχασμός μπορεί να εκπληρώσει τον προορισμό της και να μας αποκαλύψει τα μεγάλα μυστικά των πραγμάτων, που «δεν αποκαλύπτονται με την συνήθη ποιητική όραση μα με την επώδυνη και διεισδυτική διεργασία της διάνοιας, που αναλαμβάνει να ξεπεράσει τα κεντρίσματα της ευαισθησίας και να μπει εκεί όπου δεν μπορεί να εισχωρήσει ο κοινός οφθαλμός, εκεί όπου δεν μπορεί ο κοινός νους να διεισδύσει.

     Η Παλαμική ποίηση, πλούσια και γεμάτη, πολύχρωμη και πληθωρική, με στοχασμούς και ιδέες που συχνά αντιφάσκουν μεταξύ τους, στηρίζεται σ’ ένα βαθύ και ανθρώπινο προβληματισμό’ έχει, παρά τις διακυμάνσεις του πάθους, την ανισότητα και το λογοκρατικό της φόρτο, μιά εσωτερική γονιμότητα, μιά εκρηκτική ροή και μία σπάνια πλαστική δύναμη, που μόνο σε μεγάλους ποιητές συναντούμε. Αυτές οι αρετές του παλαμικού έργου, μας κάνουν να ομολογούμε, πώς μπροστά μας, υπάρχει πάντα, όχι ένας μισός ή ένας νόθος, μα ένας ολόκληρος ένας αληθινός ποιητής. Ένας ποιητής με αρματωμένο μάτι, ένας μάστορας με απαστράπτουσα καλλιτεχνική συνείδηση.

Σ’ αυτόν τον πρωτομάστορα πολλά οφείλει το σημερινό γλωσσικό μας όργανο. Στάθηκε κοντά στο κίνημα του Ψυχάρη και μαζί με τον Αλεξ. Πάλλη και άλλους δημοτικιστές, πάλεψε για να πλάσει μία πεντακάθαρη γλώσσα, σαν και ‘κείνη πού χαιρόμαστε μέσα στα δημοτικά μας τραγούδια, στην ποίηση του Σολωμού και στα έργα των άλλων πρωτοπόρων πνευματικών ηγετών. «Η προσωπική συμβολή του Παλαμά στον αγώνα για την εξέλιξη της γλώσσας- για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του σουηδού στοχαστή  Bojze Knos- είναι εξαιρετικά σημαντική, θα μπορούσε να πει κανείς αποφασιστική. Με την ενεργητικότητά του, με τον ενθουσιασμό του, με το φλογερό του πατριωτισμό και την κατανόηση που είχε γι’ αυτό πού απαιτούσαν οι καιροί, υψώνεται σ’ έναν από τους μεγαλύτερους πνευματικούς εκπροσώπους, ίσως μάλιστα στον πιό μεγάλο εκπρόσωπο του πνευματικού πολιτισμού της νεώτερης Ελλάδος».

     Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι μέσα στο φετινό έτος Παλαμά, πού την επίσημη έναρξή του κήρυξε, από την προεδρική έδρα της Ακαδημίας Αθηνών, ο Σπύρος Μελάς, θα τιμηθεί με όποια τιμή ταιριάζει σε μεγάλες εθνικές συμφορές, και θα εξαρθεί παντού, σ’ όλες τις γωνιές της ελληνικής γης, το γνήσιο και το ουσιαστικό περιεχόμενο της πνευματικής του προσφοράς.

Στέλιος Γεράνης, περιοδικό «Το Περιοδικό μας» τεύχη 7-8/ 1,2, 1959, σ.169-170.

--                                                                                                                                                                                       

     Γ Ι Α Ν Ν Η Σ    Κ Ο Ρ Δ Α Τ Ο Σ

Μ ε ρ ι κ έ ς   α π ό ψ ε ι ς   γ ι α  τ ο   έ ρ γ ο   τ ο υ   Π α λ α μ ά

      Πολύς λόγος γίνεται για τον Παλαμά απ’ αφορμή που έκλεισαν εκατό χρόνια απ’ τη γέννησή του. Οι πνευματικοί άνθρωποι της χώρας μας έχουν καθήκον και υποχρέωση να τιμήσουν τη μνήμη του Ποιητή, πού στάθηκε απ’ το τέλος του περασμένου αιώνα ένας στοχαστής από κείνους που γράφουν το όνομά τους με μεγάλα γράμματα, σα βιβλίο της εποχής τους.

      Και όμως τον καιρό πού ο Παλαμάς άνοιγε καινούργιους δρόμους στην ποίηση, η Πολιτεία και η άρχουσα τάξη τον αγνοούσαν, ή πιο σωστά τον εχτρεύονταν. Τον τίμησαν μόνο στα γεράματά του, μπάζοντάς τον στη νεοσύστατη Ακαδημία. Και το παράξενο είναι πώς η τιμητική αναγνώριση του ποιητή δεν έγινε από την πρωτοβουλία κανενός Βενιζέλου αλλά από το δικτάτορα Θ. Πάγκαλο!

     Πρέπει να προσθέσω μάλιστα πώς ο Παλαμάς την πρώτη εικοσαετία του αιώνα μας, όχι μόνο από τον πολύ κόσμο ήταν άγνωστος  αλλά και πολλά όργανα της εξουσίας, επειδή ήταν φανατικός δημοτικιστής, την αποκαλούσαν μαλλιαρό, που παλαιότερα είχε τη σημασία του αναρχικού και του απάτριδα.

     Κάποτε, τον Ιούλη του 1922, πού είχε γίνει έρευνα στο σπίτι μου, τα όργανα του τότε διευθυντή της Αστυνομίας Γάσπαρη, κατασχέσανε τη «Φλογέρα του Βασιλιά» του Παλαμά. Ο ενωματάρχης θριαμβευτικά μου είπε: «Έχεις τραγούδια κι αυτουνού  του μαλλιαρού, πού πήρε ρούβλια για να χαλάσει τη γλώσσα μας: Να ιδούμε πώς θα ξεμπλέξεις»… Θυμάμαι ακόμα πως το 1911-1912, που το γλωσσικό ζήτημα παρ’ ολίγο να προκαλέσει αιματοκύλισμα στην Αθήνα, όχι μόνο ο Μιστριώτης έβριζε τον Παλαμά αλλά και πολλοί Βουλευτές (Πατσουράκος, Κουλουμβάκης κι άλλοι) ζήτησαν να παυθεί από το Πανεπιστήμιο όπου υπηρετούσε ως γραμματέας. Αυτή είναι η μοίρα των πνευματικών ανθρώπων στην χώρα μας. Οι ξυλοσχίστες, πού μουτζουρώνουν το χαρτί έχουν τιμές και δόξες απ’ την Πολιτεία και την άρχουσα τάξη. Οι άλλοι που φέρνουν άξια τον τίτλο του πνευματικού ανθρώπου είναι παραμερισμένοι.  Πόσοι και πόσοι δεν αντίκρυσαν όχι μόνο την αδιαφορία αλλά και τη συκοφαντία και τον κατατρεγμό.

     Ο Αλεξ. Σούτσος τι δεν υπέφερε. Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος  πρίν μπει στο Πανεπιστήμιο κατηγορήθηκε, υβρίστηκε και χλευάστηκε από τους μικρούς και μοχτηρούς αντιπάλους του. Δημοσιεύτηκαν λίβελοι εναντίον του και τον είπανε και αγράμματο! Έτσι και ο Παλαμάς, τα καλύτερα χρόνια της ζωής του τα πέρασε πικραμένος και παραμερισμένος. Αντίκριζε κάθε τόσο τις δυσκολίες της ζωής. Έπρεπε να ζήσει την οικογένειά του με το μισθούλη του. Οι ποιητικές συλλογές τους δεν πουλιόντανε. Μα και αν πουλιόντανε ύστερα από χρόνια, έπαιρνε ψίχουλα, γιατί στον τόπο μας οι πιό πολλοί εκδότες είναι καρχαρίες.

       Όμως και όταν πραγματοποιήθηκε η αναγνώρισή του, ο Χατζόπουλος, ο Ψυχάρης και ο Γιάννης Αποστολάκης, προσπάθησαν να του αφαιρέσουν το φωτοστέφανο της ποιητικής του δόξας και να τον γκρεμίσουν από τις κορυφές του νεοελληνικού Παρνασσού.

     Χωρίς να προδικάζουμε το τί θα πει η ιστορία ύστερα από μερικά χρόνια, όταν με μεγαλύτερη νηφαλιότητα από την κατοπινή γενεά θα κριθεί το έργο του, μπορούμε να πούμε πώς είναι ένας στοχαστής πρωτοπόρος που δημιούργησε Σχολή, που όχι μόνο στο γλωσσικό ζήτημα αλλά γενικά σαν πνευματικός άνθρωπος παρουσίασε μεγάλη πολύπλευρη δράση.  Πρωτοστάτησε στις μάχες που έδωκαν οι δημοτικιστές το 1900-1912. Δε λύγισε στην εναντίον του καταλαλιά, αλλά με τις χορδές της λύρας του συγκίνησε τους γύρω του και κυρίως τους νέους και τους έκανε να ενδιαφερθούν για τα μεγάλα προβλήματα της εποχής του. Κι ακόμα ύψωσε τη φωνή του ενάντια στο σκοταδισμό πού το Ελληνικό Κράτος και τα όργανά του είχανε επιβάλλει σ’ όλες τις εκδηλώσεις της πολιτικοκοινωνικής ζωής.

      Αναγκασμένος να εργαστεί για να συντηρήσει την οικογένειά του, κατορθώνει να διοριστεί γραμματέας του Πανεπιστημίου το 1897, θέση που την κράτησε ως το 1929. Ο μισθός του όμως δεν του φτάνει και εργάζεται ως συντάκτης στο βδομαδιάτικο περιοδικό «Μη Χάνεσαι» του Γαβριηλίδη, στο σατιρικό «Άστυ», του Θέμου Άννινου, στην «Εφημερίδα» του Κορομηλά, στο «Εμπρός». Επίσης ήταν συνεργάτης στα περιοδικά «Τέχνη». «Το Περιοδικκό μας», στα «Παναθήναια», «Νουμά» και άλλα.

     Ο Παλαμάς, στα νεανικά του χρόνια, είναι επηρεασμένος πολύ από το ρωμαντισμό και ύστερα από τους γάλλους παρνασσιακούς. Το πρωτόλειό του «Τα τραγούδια της πατρίδας μου» που βγήκε το 1886, κάνει εντύπωση μόνο για τη γλωσσική μορφή του. Ακολουθεί το Βαλαωρίτη στη γλώσσα. Προβάλλει ως δημοτικιστής, θέλει κάτι νέο να εκφράσει, αλλά είναι ακόμη ασχημάτιστος και η στιχουργική του δείχνει ατεχνία.

     Αλλά δεν πέρασαν τρία χρόνια και επιβάλλεται. Ο «Ύμνος εις την Αθηνάν» (1889) δείχνει πώς η σκέψη του Παλαμά ωρίμασε. Η αρχαιολατρεία του δεν είναι κούφια και αποστεωμένη αλλά ρωμαλέα στην πνοή και την έμπνευση.

     Η ποιητική του παραγωγή από τότε συνεχίζεται Είναι πολυγράφος. Αλλά και πολυδιαβασμένος. Προσπαθεί να βγάλει ορισμένα συμπεράσματα από την κοινωνική ζωή, η μούσα του φιλοσοφεί.

     Το 1882 τύπωσε την συλλογή του: «Ίαμβοι και Ανάπαιστοι» και το 1898 το τραγούδι του «Τάφος». Είναι ένα είδος μοιρολογιού, στο παιδί του Άλκη πού πέθανε. Ο θάνατός του τού κόστισε πολύ. Ύστερα από δυό χρόνια τύπωσε τη συλλογή «Χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης» (1900), το 1904 την «Ασάλευτη Ζωή» το 1907 το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και το 1910 τη «Φλογέρα του Βασιλιά».

      Ο Παλαμάς έχει επιβληθεί. Η αλήθεια είναι πώς οι σύγχρονοί του Στρατήγης, Προβελέγγιος και Πολέμης έχουν πιό πολλούς αναγνώστες και θαυμαστές μέσα στο πλήθος των γραμματισμένων. Μα αυτό δεν είναι σταθερό κριτήριο για να κριθεί η αξία ενός λογοτέχνη. Η ποίηση του Παλαμά δεν ήταν κατανοητή από τον πολύ κόσμο, γιατί δεν τραγουδούσε με απλούς στίχους τον έρωτα, την αγάπη και τα άλλα ανθρώπινα αισθήματα. Ο Παλαμάς τις πιό πολλές φορές φιλοσοφεί κι ακόμα ρητορεύει και έχει πολλές μεταπτώσεις.

     Όπως και να είναι, οι ποιητικές συλλογές του Παλαμά κάνουν εντύπωση στους λίγους πνευματικούς ανθρώπους και για τη μορφή και για το περιεχόμενό τους.

     Οι πολλοί, φυσικά, δεν έδωκαν σημασία στο νέο ποιητικό αστέρι που πρόβαλε στο νεοελληνικό ποιητικό ορίζοντα. Οι άνθρωποι όμως της σκέψης, οι νέοι που είχαν εσωτερικές ανησυχίες, οι άνθρωποι που ενδιαφέρονταν για τα Γράμματα και τις Τέχνες, πρόσεξαν τον Παλαμά και συγκεντρώθηκαν γύρω του.

     Στην περίοδο αυτή-τέλος του 19ου-οι προοδευτικοί νέοι βγάλανε και περιοδικό την «Τέχνη» και άρχισαν το κήρυγμα και την επίθεσή του. Κήρυγμα για το άνοιγμα ενός καινούργιου δρόμου στη λογοτεχνία και επίθεση για το γκρέμισμα του κάθε λογής δασκαλισμού.  Πρωτοστατούν ο Παλαμάς, ο Νιρβάνας, ο Καμπύσης, ο Κ. Χατζόπουλος.

      Λίγο αργότερα συνεχίζει το έργο της «Τέχνης» ο «Νουμάς». Οι πρωτοπόροι αυξαίνουν. Όμως πάνω απ’ όλα τα ζητήματα της χώρας τα πιο μεγάλα είναι το Εθνικό και το γλωσσικό. Τα δύο αυτά ζητήματα απασχολούν και τους παλιούς και τους νέους. Τους αντιδραστικούς και τους νεοϊδεάτες. Οι αντιδραστικοί ύστερα από το ντροπιασμένο πόλεμο του 1897 που οι Τούρκοι κυνηγούσαν τον Ελληνικό στρατό ως τη Λαμία, προβάλλουν πάλι το μεγαλοϊδεατισμό με κούφιους ρητορισμούς και παράλληλα ζητούν να νεκραναστήσουν την αρχαία γλώσσα.

      Οι νεοϊδεάτες πιστεύουν κι’ αυτοί στη Μεγάλη Ιδέα αλλά θέλουν να φτιαχτεί στρατός πρώτα και ακόμα να μορφωθεί ο λαός με την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας σαν όργανο διδασκαλίας και την αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος.

     Ο Παλαμάς, φυσικά, βρίσκεται ανάμεσα στους νεοϊδεάτες πού  θέλουν την αλλαγή. Είναι φανατικός στις ιδέες του και επιστρατεύει τη Μούσα του για να εκφράσει τις πολιτικές και κοινωνικές του ιδέες. Συνεργάτης του «Νουμά». Θαυμαστής του Ψυχάρη. Φίλος του μεγαλοϊδεάτη Ίωνα Δραγούμη. Αρνητής του παλαιοκομματισμού και υμνητής και λάτρης του Τρικουπισμού.

     Ύστερα από τα Ευαγγελικά, που συνταράξανε την Αθήνα και την Ελλάδα και που ήταν «νίκη» του αντιδραστικού παλαιοκομματισμού και δασκαλισμού, ο Παλαμάς τυπώνει τη συλλογή του «Ασάλευτη Ζωή» (1904) στην οποία εκθέτει τους στοχασμούς του. Μπορεί να πει κανείς πώς διαπνέεται από το αίσθημα της φυγής. Ο ποιητής είναι αποτραβηγμένος στο ερημητήριό του-της οδού Ασκληπιού. Πικραίνεται για ό,τι γίνεται γύρω του.

     Μαζί του πικραίνονταν και όλοι όσοι είχαν ιδανικά και ήθελαν να ιδούν μιά νέα Ελλάδα συγχρονισμένη, φωτισμένη, και ικανή να αντικρούσει τους Τούρκους και να βοηθήσει τους Κρητικούς στους αγώνες τους για την ένωσή τους με την Ελλάδα. Όλοι όμως αυτοί οι ανήσυχοι πατριώτες και ιδεολόγοι μετριούντανε ακόμη στα δάχτυλα.

      Και όπως οι πολλοί συζητούσανε στα καφενεία και στα σπίτια για τις αιτίες που στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο στρατός μας τόβαλε στα πόδια. Κατάκριναν το Επιτελείο ακόμα και τη δυναστεία, αλλά δεν μπορούσαν να ξεστραβωθούν απ’ τις παλιές προλήψεις και να βγάλουν τα κούφια δόντια της προγονοπληξίας τους.

       Οραματίζονταν την Αγία Σοφιά και την αρχαία Ελλάδα και πίστευαν πώς μπορούσαμε να μάθουμε να μιλούμε και να γράφουμε τη γλώσσα του Ξενοφώντα!

     Η προγονοπληξία στα χρόνια αυτά ήταν ψυχική αρρώστια που έτρωγε τα σωθικά του έθνους και κρατούσε το λαό μας στην αμάθεια.

     Ο Μιστριώτης, ο Βάσης, ο Χατζηδάκις και  όλη  η μούχλα του δασκαλισμού και του πολιτικαντισμού απ’ το τέλος του 19ου αιώνα ως τα πρώτα δέκα χρόνια του 20ου, θριάμβευαν.

     Δεν άργησαν όμως απ’ την αστική τάξη μερικοί φωτισμένοι και προοδευτικοί να υψώσουν το ανάστημά τους. Η «Ακρόπολις» του Γαβριηλίδη πρωτοστάτησε στη μάχη που άρχισε όχι μόνο στον πολιτικό τομέα αλλά και στον πνευματικό.

     Είχε ανοίξει φιλόξενες τις στήλες στους προοδευτικούς νέους. Ο  ίδιος ο Γαβριηλίδης με το δημοσιογραφικό μαστίγιο του χτυπούσε δεξιά και αριστερά γκρεμίζοντας τα είδωλα. Το σύνθημα ήταν «α λ λ α γ ή» και «α ν ό ρ θ ω σ ι ς». Ο στόχος της πολεμικής του ήταν ο παλαιοκομματισμός και η φαυλοκρατία.

      Παράλληλα το περιοδικό «Νουμάς» άρχισε να προσανατολίζεται προς τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Έγινε ελεύθερο βήμα των προοδευτικών αστών και των σοσιαλιστών. Στα χρόνια αυτά σημειώθηκαν τα πρώτα σταθερά βήματα για τη συνδικαλιστική οργάνωση της εργατικής μας τάξης και τη στροφή της προς το σοσιαλισμό. Το εργατικό κίνημα και το αγροτικό, επηρεάζουν τους νέους που οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί τους βρίσκονται  προς το δρόμο της προόδου.

      Ο Παλαμάς αν και αποτραβηγμένος από την πολιτική ζωή, και ερημίτης της οδού Ασκληπιού, δεν μένει ουδέτερος μπροστά στα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα του καιρού του. Διαβάζει. Διαβάζει πολύ. Είναι συγκεντρωμένος στον εαυτό του. Απ’ τα νεανικά του χρόνια ο Ουγκώ ήταν ο ποιητής πού τον τραβούσε και τόνε θαύμαζε.  Όπως μου είπε κάποτε, ήξερε απ’ έξω κατεβατά από στίχους του Ουγκώ. Τώρα όμως διαβάζει Γκαίτε, Βερλαίν, Τολστόϊ, Βεράρεν, Ανατόλ Φράνς, Ρομαίν Ρολλάν. Και διαβάζει ακόμα απ’ τα γαλλικά φύλλα και τις δημιουργίες του μεγάλου γάλλου σοσιαλιστή Ζωρές.

     Είναι πολύ πιθανό πώς πιό πολύ απ’ τους ξένους στοχαστές κέντρισε το ενδιαφέρον του Παλαμά προς το εργατικό ζήτημα η μικρή μελέτη του Γ. Σκληρού «Το Κοινωνικόν μας Ζήτημα» που πρωτοβγήκε στα 1908.

      Ο Γ. Σκληρός ήτανε τότε σοσιαλιστής και μαθητής του ρώσου μαρξιστή Πλεχάνωφ. Η μελετούλα αυτή, αν και δεν είναι γραμμένη με ορθόδοξες μαρξιστικές αντιλήψεις, όμως για την περίοδο 1908-1910 ήτανε ένας μπαλτάς που  έκανε κομμάτια την προγονοπληξία, το σοβινισμό και το δασκαλισμό. Γι’ αυτό οι ιδέες του Σκληρού προκάλεσαν μεγάλη συζήτηση στο «Νουμά».

     Την ίδια εποχή ο ποιητής Κώστας Χατζόπουλος άρχισε να προπαγανδίζει και στους πνευματικούς κύκλους το σοσιαλισμό. Η προβολή και η δράση του Χατζόπουλου που είχε όνομα έκανε εντύπωση. Ο Παλαμάς παίρνει έμμεσα μέρος στην κίνηση αυτή. Δεν είναι ο στοχαστής που τον τραβά το πεζοδρόμιο, είναι ο ποιητής που κλείνεται στον εαυτό του και με την ποιητική λύρα του εκφράζει τα συναισθήματά του και τις νέες ιδέες της εποχής του.

     Ενώ ο «Νουμάς» συγκεντρώνει την προοδευτική πρωτοπορία των στοχαστών, στην οδό Λέκκα 4 ένα νέο Σωματείο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» που ίδρυσαν νέοι παιδαγωγοί και νέοι πολιτικοί αρχίζει τη μάχη για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και την εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας στα σχολεία.

     Όμως έξω από τους σοσιαλιστές παρουσίασαν αξιόλογη δράση και οι Κοινωνιολόγοι (Αλ. Παπαναστασίου, Π. Αραβαντινός, Θρασ. Πετιμεζάς, Κων. Τριανταφυλλόπουλος κλπ.) Προπαγανδίζουν το μεταρρυθμιστικό σοσιαλισμό.

     Ο Παλαμάς, αν και δεν μπορεί να μείνει  αδιάφορος από τα νέα εξωελλαδικά και εσωελλαδικά ρεύματα, όμως δεν μπορεί να βρει και το σωστό προσανατολισμό του. Ταλαντεύεται. Και στη μορφή και στο περιεχόμενο εξακολουθεί το δρόμο που χάραξε. Δεν ανανεώνεται, δεν πετά στα σκουπίδια ό,τι είναι παλιό και ανεδαφικό.

     Ο Χατζόπουλος το 1910 στο «Νουμά», δημοσιεύει μιάν αυστηρή κριτική και κατηγορεί τον Παλαμά, πώς είναι κακός παιδαγωγός για τους νέους και ότι από ιδεολογική άποψη διετύπωσε πολλές πάρα πολλές δανεισμένες όμως ιδέες, που είναι αντιφατικές αναμεταξύ τους. Από το μεγαλοϊδεατισμό ως τον αναρχισμό-μηδενισμό, από τον εγελιανό ιδεαλισμό ως το  νιτσεϊκό δυναμισμό και ακόμα ως τον μαρξικό υλισμό. Γι’ αυτό, σημειώνει ο Χατζόπουλος, ο Παλαμάς από το «φιλοσοφικό» αυτό κομφούζιο και απ’ την αδυναμία του να υποτάξει την «ιδέα σε καλλιτεχνική» μορφή και απ’ «την έγνοια του περισσότερο να κυνηγά κάποιο είδωλο της αφηρημένο, να κράζη, να τραγουδάη, να της υμνολογή, τ’ όνομα περισσότερο, τον «ίσκιο» δεν κατάφερε τίποτες άλλο απ’ το να κάνη άχαρη και ψυχρή την ποίησή του, ρηχή και φθαρτή τη φιλοσοφία του, λόγια και σταχυολογημένη  απ’ τα βιβλία τη σκέψη του, μ’ ένα λόγο να μας δώσει ποίηση ιδεολογική».

     Οι επικρίσεις αυτές του Χατζόπουλου έκαναν εντύπωση και πίκραναν τον Παλαμά. Όμως ξεχάστηκαν γρήγορα. Ως ένα σημείο έχουν κάποια βάση αλλά δεν κρύβεται η πρόθεση του επικριτή. Ο Χατζόπουλος ήθελε να βγάλει απ’ τον Παλαμά το φωτοστέφανο του μεγάλου στοχαστή. Και δεν είναι ο πρώτος. Απ’ τα πανάρχαια χρόνια όχι μόνο τα σκουλήκια και οι σαλίγκαροι με το όπλο της κριτικής προβάλλουν για σπουδαία υποκείμενα, αλλά και πνευματικοί άνθρωποι, άλλοι υπηρετώντας την πολιτική σκοπιμότητα, άλλοι κυριαρχημένοι απ’ τη ζήλεια και φθόνο και άλλοι απ’ άλλα ελατήρια, κάνουν τους υπερσοφούς και παντογνώστες και με σοφίσματα, με βρισιές και λίβελους προσπαθούν να γκρεμίσουν τις πνευματικές αξίες που έχουν αναγνωρισθεί και επιβληθεί.

     Ο Παλαμάς, όμως δεν έριξε τάρματα. Όσο κι’ αν πικράθηκε για όσα του καταλόγισε ο Χατζόπουλος, τράβηξε το δρόμο του.

     Ύστερα απ’ τη «Φλογέρα του Βασιλιά», τύπωσε τη «Πολιτεία και Μοναξιά» (1912), τους «Βωμούς» (1915), «Τα δεκατετράστιχα» (1919), τους «Πεντασύλλαβους και τα παθητικά κρυφομιλήματα» (1925) και άλλες συλλογές. Ως το 1931 η λύρα του τόνισε παθητικά τραγούδια. Όμως τη χαρακτηρίζει τώρα ο ιδεολογικός συντηρητισμός. Η λύρα του Παλαμά είναι μελαγχολική, απαισιόδοξη και τρομαγμένη από τις μεγάλες κοινωνικοπολιτικές μεταβολές που έφερε ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος.

      Παλαιότερα στην περίοδο του 1910-1914 η παλαμική ποιητική φλογέρα είναι επαναστατική. Ανάμεσα στα άλλα του τραγούδια ξεχωρίζει «Το Τραγούδι του Εργάτη». Να οι στίχοι του.

Εμείς οι εργάτες είμαστε που με τον ιδρώτα μας,

ποτίζουμε τη  γη για να γεννά

καρπούς, λουλούδια, τ’ αγαθά του κόσμου ολόγυρά μας’

φτωχή, αλουλούδιστη, άκαρπη μονάχα η  αργατιά.

Εμείς οι εργάτες είμαστε, που με τον ιδρώτα μας

ζυμώνουμε του κόσμου το ψωμί.

Πιο δυνατά από τα σπαθιά τα χέρια τα δικά μας,

που μ’ όλο τ’ αλυσσόδεμα και τούτη η γη πλουτεί.

Στου κόσμου τους θησαυριστές το βιός σου, αργάτη, νόμοι

στο τρώνε αδικητές χωρίς ντροπή.

Αγκαλιαστείτε αδέρφια, ορθοί, με μιά καρδιά, μιά γνώμη

δικαιοσύνη, βρόντηξε, και λάμψε, προκοπή.

     Ο ίδιος έγραψε και ένα άλλο. Διαβάστε το κι’ αυτό:

-Τα παλάτια. Κι αυτά; Και τι με τούτο;

Κάμπους για τέντες θέλουμε’ γκρεμίστε.

Στα πάντα ας πέση εδώ μπαλτάς ή κνούτο.

 

-Τις Εκκλησιές; Μην τρέμετε’ γκρεμίστε.

Για τους ναούς της Επιστήμης τόπο!-

-Κι αυτά τα ωραία αγάλματα; Γκρεμίστε,

 

κι’ αναθέματα- μη σαν κάνει κόπο!-

σωριάστε από τις πέτρες τους. Γκρεμίστε.

-Το περιβόλι;-Για τον ξυλοκόπο.

 

-Τα μνήματα, ιερά.-Κι’ αυτά συντρίμμια.

Ρούγα πλατειά. Από πάνω τους πατήστε

προς της μεγάλης θάλασσας τ’ ασήμια,

 

προς τα σμαράγδια του βουνού. Γκρεμίστε.

(αριθ. 24, σειρά δεύτερη «Σατυρικά Γυμνάσματα»)

     Θα μπορούσαμε να ξεσηκώσουμε και άλλους τέτοιους στίχους. Αν όχι σ’ όλες, στις πιό πολλές όμως ποιητικές συλλογές βρίσκονται τέτοιοι στίχοι. Όμως δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον Παλαμά συνειδητό οπαδό του επαναστατικού σοσιαλισμού και στοχαστή που έβαλε τη Μούσα του στην υπηρεσία του εργαζόμενου λαού που διεκδικεί τα δικαιώματά του. Μερικοί έκαναν αυτό το λάθος. Και έπεσαν σ’ αυτό το λάθος παρασυρμένοι απ’ τους «επαναστατικούς» στίχους του Παλαμά και γιατί δεν ξέρουν τη νεοελληνική ιστορία. Γιατί έχουν λειψές γνώσεις για την πολιτική και κοινωνική τοποθέτηση του Παλαμά. Δεν είναι μόνο ο Ν. Ζαχαριάδης, που αγνοώντας πρόσωπα και πράγματα βάπτισε τον Παλαμά «ποιητή του λαού», αλλά και δεξιοί, όπως ο Καραντώνης χαρακτήρισαν το παραπάνω «Τραγούδι του Εργάτη» του Παλαμά κομμουνιστικό! (βλεπ. «Νέα Εστία» 15 Φλεβάρη 1930). Ο Παλαμάς όμως διαψεύδει και το Ζαχαριάδη και τον Καραντώνη στο ίδιο περιοδικό «Νέα Εστία» (15 Μάρτη 1930) διαμαρτυρήθηκε για το χαρακτηρισμό αυτό και γράφει:

         «….. Έγινε το τραγούδι αυτό στα παλαιά χρόνια της προπολεμικής εποχής, ζητημένο απ’ το «Εργατικό Κέντρον» του καιρού εκείνου. Δε θυμάμαι ακριβώς το έτος. Είναι δημοσιευμένο σε μιά Εφημερίδα «Λαός», όργανο των εργατών και των γεωργών, καθώς διαβάζονταν ο τίτλος της, με την πληροφορία ότι το εμελοποίησε ο Καλομοίρης. Τον καιρό εκείνο δεν είχα καμμιά γνώση ούτε της φιλοσοφίας, ούτε του ονόματος του κομμουνισμού, καθώς υστερότερα θα ξεδιπλωνόταν και στην κρατική εφαρμογή του θα παρουσιάζονταν (σημ. δική μου: εννοεί τη Ρωσία). Μια φορά σένα μου επιφώνημα σε κάποιο στίχο των «Λύκων» στους «Πεντασύλλαβους» φαίνουμε ως να δουλεύω την ύπαρξή του στο τετράστιχο 53 του «Κύκλου». Το ποιηματάκι που αναφέρει ο κ. Καραντώνης είναι φιλεργατικό’ κάτι που αρκετά διαφέρει από το μπολσεβικισμό. Βγαλμένο από την ίδια ιδεολογία που γέννησε μέγα μέρος του «Δουλευτή» το Β΄ λόγο του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» που φανερώνει τα σημάδια της στην ειδικήν ιστορία ενός αεροναύτη των «Βωμών», που αναπτύσσεται μ’ ευτυχισμένην εύρεση στον ενδέκατο Λόγο της «Φλογέρας του Βασιλιά» και που συμπαθητικά μαζί και ειρηνικά ξανάρχεται στη σκέψη μου εκεί που συμπλέκω τον «Κύκλο των Τετραστίχων», θυμίζει κι’ αυτό τα εκστατικά περάσματα του ιδεοπλάνου τραγουδιστή εμπρός από τα μεγαλόπρεπα φαντάσματα του σοσιαλισμού.

Κωστής Παλαμάς (1)

1., Ο Γ. Δημάκος μόλις δημοσιεύτηκε το παραπάνω γράμμα του Παλαμά δημοσίεψε ένα αυστηρό επικριτικό άρθρο με τον τίτλο «Ο Παλαμάς και ο Κομμουνισμός» Αλεξάνδρεια 1930 και με πολλές σωστές απόψεις.

      Ο Παλαμάς, όπως το ομολογεί ο ίδιος, ποτές του δεν ήταν σοσιαλιστής. Το ότι στα χρόνια 1907-1914 έδειξε τη συμπάθειά του προς την ανερχόμενη εργατική τάξη είναι χίλιες φορές σωστό. Οι φίλοι του και οι γνωστοί του εκείνο τον καιρό ήταν σχεδόν όλοι φιλεργάτες. Ύστερα απ’ το 1910 και αυτός ο Βενιζέλος καυχιότανε πώς ήτανε φιλεργάτης. Αργότερα όμως τα πράγματα άλλαξαν. Η Μπολσεβικική Επανάσταση (Οκτώβρης 1917) ανατάραξε τα πνεύματα και χώρισε τα πρόβατα απ’ τα ερίφια. Οι Μπολσεβίκοι για τον Παλαμά ήταν λύκοι. Ο ποιητής υιοθέτησε τη γνώμη όχι μόνο των αστών αλλά και των περισσότερων σοσιαλιστών. Όταν πήγα και τον επισκέφτηκα για την τέτοια θέση που πήρε απέναντι στην Οκτωβριανή Επανάσταση, δικαιολογήθηκε πώς όλοι οι πνευματικοί ηγέτες της Ευρώπης και Αμερικής κατακρίνανε τους Μπολσεβίκους και ανάμεσα στους πνευματικούς αυτούς ηγέτες ανέφερε και Ρώσους και ακόμα και τον Γκόρκυ.

     Η συζήτηση βάσταξε πολλήν ώρα. Του θύμισα την Γαλλική Επανάσταση και τα «έκτροπά» της αλλά δεν πείστηκε. Επέμενε στην άποψή του και μάλιστα μεταχειριζόταν βαρειές φράσεις.

      Θα ρωτήσει ίσως κανείς πώς εξηγείται ο επαναστατισμός του Παλαμά απ’ το τέλος του περασμένου αιώνα ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο; Για να δοθεί σωστή απάντηση πρέπει να ξέρομε ποιες ήταν οι πολιτικές τοποθεσίες του Παλαμά. Όσο ξέρω απ’ τους βιογράφους και κριτικούς του κανένας δεν το έθιξε το ζήτημα αυτό. Και όμως έχει μεγάλη σημασία. Ο Παλαμάς από τότε που ωριμάζει η σκέψη του, είναι τ ρ ι κ ο υ π ι κ ό ς. Ήταν θαυμαστής και λάτρης του Χ α ρ ι λ ά ο υ  Τ ρ ι κ ο ύ π η. Ο συμπολίτης του πολιτικός αρχηγός, ήταν ο πρώτος ηγέτης της σχηματισμένης αστικής τάξης που έχει ξεκαθαρισμένες αντιλήψεις και πολιτικό πρόγραμμα πού αντικαθρεφτίζει τα ιδανικά του αστισμού όπως διαμορφώθηκε ύστερ’ απ’ το 1875. Όμως η εποχή αυτή είναι η μεταβατική. Η ανοδική πορεία της αστικής τάξης γίνεται με ζίγκ-ζάγκ. Ο κοτζαμπασιδισμός έχει ακόμα ρίζες. Τα παλιά τζάκια δεν πέφτουν εύκολα. Ο Τρικούπης δεν μπόρεσε να γκρεμίσει τα κομματικά τους κάστρα. Πολεμώντας έπεσε. Ο θάνατός του όμως είχε δημιουργήσει ένα ψυχολογικό σεισμό. Για χρόνια συζητούσανε για το πρόγραμμα και την πολιτική του Τρικούπη. Τότε η πρωτοπορία της αστικής τάξης οργάνωσε την επίθεσή της στον πνευματικό τομέα. Πρόβαλε το αίτημα της αναγνώρισης και επιβολής της  δημοτικής γλώσσας στο γραπτό λόγο. Ο δημοτικισμός όμως αγκαλιάζει  και όλα τα προβλήματα του Ελληνικού Έθνους. Δεν είναι απλώς κίνημα γλωσσικό αλλά κοινωνικό.

      Ο Παλαμάς προχώρησε με ενθουσιασμό στην ομάδα των δημοτικισμών και πήρε μέρος στην πρωτοπορία του μαχητικού δημοτικισμού. Καταλαβαίνει τη σημασία που έχει η επικράτηση της δημοτικής στο γραπτό λόγο και γίνεται ένας από τους φανατικούς οπαδούς της γλωσσικής μεταρρύθμισης. Δεν μένει όμως αδιάφορος στους πολιτικούς σπασμούς της εποχής του. Στα χρόνια του η κοινωνική διαφοροποίηση και οι πολιτικές ανακατατάξεις αναταράζουν τα βαλτονέρια του παλαιοκομματισμού, ενώ το ποδοβολητό της εργατικής τάξης και το αγρίεμα των κολλήγων της Θεσσαλίας, θέτουν προβλήματα στην ιντελιγκέντσια της χώρας μας. Όπως είναι φυσικό, ο Παλαμάς δεν έμεινε αδιάφορος. Αντίθετα συγκινήθηκε απ’ τους πρώτους. Δεν ξεχνά όμως τον Τρικούπη. Μέσα του κοχλάζει το μίσος του ενάντια στα παλιά τζάκια, στον παλαιοκομματισμό και ακόμα ενάντια στους αυλικούς που κατατρέξανε τον Μεσολογγίτη πολιτικό ηγέτη και τον έστειλαν πρόωρα στον τάφο. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που σ’ όλες τις ποιητικές εξάρσεις και εξορμήσεις του ο Παλαμάς κήρυχνε την επανάσταση: «Γκρεμίστε» είναι το κήρυγμά του. Ήθελε να πέσουν οι φαύλοι, οι φεουδάρχες, οι αντιδραστικοί που οδήγησαν στον τάφο το Χαρίλαο Τρικούπη. Για τον Παλαμά, η επανάσταση έχει στενό νόημα’ είναι η επανάσταση των προοδευτικών αστών. Κοντά σ’ αυτά έχει και προσωπικούς λόγους να μισεί το φαύλο καθεστώς. Έχει επίγνωση της πνευματικής του αξίας και όμως υποφέρει οικονομικά. Είναι υπάλληλος στο Πανεπιστήμιο και όχι μόνο το Κράτος δεν του αναγνώρισε την αξία του, αλλά και ακούει βρισιές και κάθε τόσο τον απειλούν στη Βουλή και στις εφημερίδες με παύση. Η αγανάχτησή του ξεχειλίζει πολλές φορές και αντικαθρεφτίζεται σε επαναστατικά κηρύγματα.

       Όταν έχουμε όλα αυτά υπόψη, θα βγάλουμε το συμπέρασμα πώς ο Παλαμάς ήταν ένας φιλεργάτης’ σε μιά περίοδο που ο φιλεργατισμός κηρύχνονταν απ’ τον αρχηγό του  Κόμματος των Φιλελευθέρων. Δεν ήταν ποτέ συνειδητός σοσιαλιστής. Ήταν ένας στοχαστής που ανήκε στην προοδευτική μερίδα της αστικής τάξης, σε καιρούς που η μερίδα αυτή ανέδειξε το Χαρίλαο Τρικούπη, τους Κοινωνιολόγους και το Βενιζέλο.

     Όμως άλλαξαν οι καιροί. Όταν στον τόπο μας και στην Ευρώπη προβάλλει με επαναστατική σημαία το προλεταριάτο διεκδικώντας την εξουσία, ο φιλεργατισμός του Βενιζέλου και των προοδευτικών αστών ρίχνεται στο καλάθι των αχρήστων. Τότε και ο Παλαμάς δε βλέπει με συμπάθεια την εργατική πάλη. Μέσα του δυναμώνει ο συντηρητισμός.

     Και κάτι άλλο. Ξαναθερμαίνεται μέσα του ο μεγαλοιδεατισμός. Ο Παλαμάς στην περίοδο 1895-1910 είναι πότε αγνός πατριώτης και πότε σωβινιστής. Είναι πότε αρνητής και πότε γκρεμιστής. Τα απότομα σκαμπανεβάσματα του στοχασμού του, μπορούμε να τα δικαιολογήσουμε απ’ τις αντιφάσεις που παρουσίαζε τότε η πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας μας. Ήταν μιά μεταβατική εποχή, με όχι κατασταλαγμένες αντιλήψεις στα πολιτικά ζητήματα και κοινωνικά προβλήματα.

       Ο Παλαμάς όμως, αν και ήταν μεγαλοϊδεάτης, δεν ανήκε στους πατριδοκάπηλους. Ο μεγαλοιδεατισμός του δεν ήταν κούφιος και ρηχός, όπως προπαγανδίζονταν απ’ τους τραπεζορήτορες της 25ης Μαρτίου.

      Θυμάμαι κάποτε συζητήσεις που έγιναν στον «Εκπαιδευτικό Όμιλο» όπου σύχναζε ο Παλαμάς. Αλλά πρίν κάνω λόγο για τις συζητήσεις αυτές που τις παρακολουθούσα με θρησκευτική ευλάβεια, πρέπει να προσθέσω ότι στην περίοδο αυτή ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» ήταν πνευματικό Κέντρο μεγάλης ολκής. Σύχναζαν στα γραφεία του οι Κ. Δεμερτζής, Κ. Τοπάλης, Λ. Νάκος, Αλ. Παπαναστασίου, Π. Αραβαντινός, Θρ. Πετιμεζάς, Κ. Τριανταφυλλόπουλος, Αλ. Δελμούζος, Δημ. Γληνός, Μ. Τριανταφυλλίδης, Αλ. Βαμβέτσος, Αθ. Μπούτουρας και πολλοί άλλοι. Ο Παλαμάς ήταν ταχτικός θαμώνας του Ομίλου. Αλλά σπάνια μιλούσε. Ήταν πάντα ολιγομίλητος και σκεφτικός. Όταν όμως ο Αλ. Βαμβέτσος τότε στις συζητήσεις που γινόνταν διατύπωνε πολιτικές αντιλήψεις πολύ προχωρημένες, ο Παλαμάς έδειχνε πώς δε συμφωνούσε. Θυμάμαι πολύ καλά, γιατί μου έκανε η συζήτηση μεγάλη εντύπωση, πώς όταν μια βραδιά έγινε λόγος για το έργο του Παπαρρηγόπουλου, οι Αθ. Μπούτουρας και Κ. Δεμερτζής και άλλοι υποστήριξαν πώς η καθιέρωση της δημοτικής στον επιστημονικό λόγο θα δημιουργήσει πολλά ζητήματα. Πρώτα θα είναι δύσκολο να γραφτούν οι νόμοι στη δημοτική και μαζί με άλλα θα αχρηστευθεί η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Παπαρρηγόπουλου. Τότε ο Γληνός και ο Δελμούζος τόνισαν πώς θα γραφτεί απ’ άλλους η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Ο Παλαμάς όμως δεν συμφώνησε απόλυτα με την άποψη αυτή. «Βέβαια θα γραφτεί από δημοτικιστές η ιστορία του Ελληνικού Έθνους, δεν ξέρω όμως αν θα βρεθεί άλλος σαν τον Παπαρρηγόπουλο ν’ αναδείξει με τόση μαεστρία τη Μεγάλη Ιδέα. Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως ο Ελληνισμός χωρίς τη Μεγάλη Ιδέα είναι καταδικασμένος να εξαφανιστεί απ’ τους Σλάβους».

      Αυτός ήταν ο Παλαμάς. Πρώτ’ απ’ όλα ήταν πατριδολάτρης.

     Όταν με τέτοια κριτήρια μελετούμε και κρίνουμε το έργο του Παλαμά δεν υπάρχει φόβος να πέσουμε έξω στις κρίσεις μας. Στο κριτικό μας αντίκρισμα θα βρούμε και πολλούς στίχους του ποιητή ρητορικούς. Θα βρούμε αντιφατικές σκέψεις. Θα βρούμε παλινδρομίες. Όμως θα βρούμε και ρωμαλέους στίχους. Κηρύγματα επαναστατικά, μέσα στα ιστορικά πλαίσια της εποχής του όμως και όχι καθολικά.

      Μα όπως τόνισα πιό πάνω η αξιολόγηση της παλαμικής ποίησης και της πνευματικής δημιουργίας του, πρέπει, πρώτα ν’ αρχίσει απ’ την πολιτική του τοποθέτηση. Όταν ακολουθήσουμε αυτόν τον δρόμο στην έρευνα και κριτική μας, δεν θα πέσουμε έξω στα συμπεράσματά μας.

   Γιάννης Κορδάτος, περιοδικό «Το Περιοδικό μας» τεύχος 9/3, 1959, σ. 213-216.

--

Σημειώσεις:

       Τα κείμενα που αντιγράφω και τα σημειώματα που αναρτώ αυτό το διάστημα για τον ποιητή και δάσκαλο του Έθνους μας Κωστή Παλαμά, συμπληρώνονται φέτος 80 χρόνια από τον θάνατό του, δεν σκοπεύουν σε μία αντιπαράθεση παλαιότερων και νεότερων απόψεων, θετικών ή αρνητικών κρίσεων για τον Μεσολογγίτη ποιητή. Δεν  θέλουν να μπουν σε μία ετεροχρονισμένη και ίσως στείρα Παλαμολογία ή Αντιπαλαμολογία. Έναν ποιητή τον αγαπάς και τον διαβάζεις, σου αρέσει ή δεν σου αρέσει, σου πάει ή όχι, πέρα από τον χρόνο που εκείνος έζησε και δραστηριοποιήθηκε συγγραφικά. Στέκεσαι στο έργο του και αρχίζεις μία συνομιλία μαζί του ή τον προσπερνάς και τελειώνει η ιστορία. Αν μας αρέσει και αγαπάμε έναν ποιητή τον θαυμάζουμε, αναζητούμε την ποίησή του, τα βιβλία του, τον διαβάζουμε, επανερχόμαστε κατά διαστήματα στην ποιητική του παρουσία. Δεν στεκόμαστε μάλλον, ούτε στα θετικά ούτε στα αρνητικά σχόλια για τον ίδιο και την ποίησή του, κοιτάμε αν μας συγκινεί, τι αισθήματα γεννά μέσα μας όταν τον απαγγέλλουμε, αναζητούμε τα «μυστικά» της τέχνης του, τα μηνύματά του, τον οραματισμό του, τις ιδέες του. Η ερμηνευτική του προσέγγιση από τρίτους, ειδικούς, φιλολόγους, κριτικούς της ποιητικής γραφής και αξιολόγησής του, ίσως αρκετές φορές έρχεται σε διάσταση με την γνώμη που σχηματίζουμε εμείς οι πολυπληθέστεροι, ανώνυμοι (διαχρονικά) αναγνώστες με το έργο του. Αυτό δεν είναι κάτι επιλήψιμο, αρνητικό, στην αποδοχή μιάς ποιητικής σύνθεσης, παρανάγνωση εκ μέρους μας του ποιητικού λόγου. Είτε θετικές είτε αρνητικές είναι οι κρίσεις είναι διαφορετικής σήμανσης οδοδείχτες ανάγνωσης του έργου. Η ίδια η ποιητική δημιουργία είτε αρέσει είτε δεν αρέσει έχει υπερβεί τα κράσπεδα του χρόνου, κερδίσει την ιστορική αθανασία από την στιγμή που εκδόθηκε, κυκλοφόρησε στο εμπόριο, μεταφράστηκε σε άλλη γλώσσα, διαδόθηκε από στόμα σε στόμα. Όταν μάλιστα, αναφερόμαστε στην περίπτωση του ποιητή του Γένους των Ελλήνων τον ποιητή Κωστή Παλαμά, τότε τα πράγματα είναι δεδομένα. Η παρουσία του συνεχίζεται στον χρόνο. Ανήκει στο παρόν και το μέλλον της ελληνικής ποιητικής παράδοσης, ανεξάρτητα από το πότε γράφτηκε η ποίησή του.

      Ένα ποίημα, μία ποιητική σύνθεση, μία ποιητική συλλογή κατορθώνει να σε αγγίξει διαθέτοντας τα δικά της εσωτερικά «όπλα», τα δικά της ποιητικά κριτήρια που, αρκετές φορές, δεν συμβαδίζουν με τα κριτήρια που έχουν ή προβάλλουν πάνω της οι κριτικοί, οι φιλόλογοι, οι ερευνητές, οι μελετητές της. Οι διαμορφωτές της συνέχειας της ποιητικής ιστορικής παράδοσης της χώρας που γεννήθηκε ένα επικό ή λυρικό έργο. Έμμετρο ή πεζό. Διαπιστώνουμε μία διάσταση απόψεων, θέσεων- όχι μία ομογνωμία προθέσεων του ποιητή με τον κάθε φορά ερμηνευτή ή κριτικό του. Και αυτό συνέβει με τον «ποιητικό Χρονογράφο της Φυλής», του Γένους των Ελλήνων, τον Κωστή Παλαμά, όπως του έδωσαν έναν εύστοχο και δίκαιο παλαιότερο χαρακτηρισμό. Ο Παλαμάς δέχτηκε και εξακολουθεί να δέχεται πολλά φίλια θετικά εγκώμια αλλά και αρκετά εχθρικά πυρά. Αρνητικές κρίσεις για το έργο του, τις προσωπικές του πολιτικές και κοινωνικές επιλογές, τον ιδιωτικό του βίο και χαρακτήρα του. Όμως, όπως όλοι όσοι σέβονται τον Κωστή Παλαμά στο σύνολό του συμφωνούν, ότι ο γεννημένος στην Πάτρα ποιητής υπήρξε για μεγάλες χρονικές ιστορικές και πολιτικές περιόδους της πατρίδας μας ο Εθνικός μας παλμογράφος. Εξέφραζε την συλλογική ψυχή των Ελλήνων. Αφουγκράστηκε τους παλμούς της Φυλής μας και τους τραγούδησε, ύμνησε μέσα στο ογκώδες, πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο ποιητικό, πεζό και δοκιμιακό του έργο. Στην παρουσία και το έργο του ακούμπησαν γενιές και γενιές νεαρών αγοριών και νεαρών κοριτσιών ελλήνων, πριν ακουμπήσει όλη η Ελλάδα πάνω στο κιβούρι του την ημέρα της ταφής του σύμφωνα με τα λόγια του ποιητή Άγγελου Σικελιανού. Ο Κωστής Παλαμάς, αυτός ο αριστοτέχνης της ποίησης, αν και μονήρες άτομο στον ιδιωτικό του βίο, σκληρός βιοπαλαιστής, εργασιομανής, «βιβλιοφάγος» και βιβλιολάτρης, δεν ήταν ο χαρακτηριστικός τύπος του έλληνα ρομαντικού ποιητή ο οποίος ήταν κλεισμένος μέσα στο γυάλινο ασκητήριό του, περικυκλωμένος μόνο από τις εκατοντάδες στοίβες των βιβλίων που τον σκέπαζαν. Ο Παλαμάς ήταν παρόν σε κάθε κρίσιμη μεγάλη και μικρή στιγμή του Έθνους μας. Σε κάθε αγώνα του Λαού μας έδινε την παρουσία του με τα δημοσιεύματά του, τα ποιήματά του, τα λόγια του. Ήταν παρόν, έπαιρνε θέση, αψιμαχούσε με άλλους ποιητές της εποχής του,  έρχονταν σε κόντρα με ισχυρούς της εποχής. Ήταν άνθρωπος της δράσης και όχι της θεωρίας και αυτό οφείλουμε να του το αναγνωρίσουμε. Ανεξάρτητα αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με τις ιδέες του και σε ποιο βαθμό. Ήταν πάντα φιλόξενος. Το σπίτι της οικογένειάς του στην οδό Ασκληπιού 3 ήταν πάντα ανοιχτό και φιλόξενο για τους φίλους και ομοτέχνους του. Αυτό του το αναγνωρίζουν όσες προσωπικότητες πέρασαν την πόρτα του, ανεξαρτήτως αν διαφώνησαν μαζί του, έπαψαν στα κατοπινά χρόνια να υμνούν την παρουσία του. Ο Παλαμάς όπως είπε και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ήταν δίκαιος και καλοκάγαθος, δεν κρατούσε κακία. Τώρα, από την άλλη, τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός του Παλαμά ως συντηρητικός ή μη προοδευτικός στην εποχή του. Οι πολιτικοί αυτοί όροι, συντηρητικός ή προοδευτικός, σηκώνουν μεγάλη συζήτηση. Έχουμε διαβάσει (και έχουμε δει ή ακούσει) για εκατοντάδες περιπτώσεις λογίων, λογοτεχνών, καλλιτεχνών να είναι κατά ιστορική περίπτωση συντηρητικοί ή προοδευτικοί. Να είναι προοδευτικός ένας ποιητής στην δημόσια εικόνα του και συντηρητικός στον ιδιωτικό του βίο, στις επιλογές του και στις διαπροσωπικές του σχέσεις και το αντίστροφο. Αυτά τα προσδιοριστικά αντιθετικά σχήματα, είναι ανέξοδα εύκολα κλισέ που δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε ένα συγγραφικό έργο. Ποιος σταμάτησε από τους σύγχρονους, μοντέρνους κριτικούς της εποχής μας, έλληνας ή δυτικοευρωπαίος, αμερικανός, να διαβάζει και να ασχολείται, να γράφει για την σπουδαία ποίηση του Έζρα Πάουντ, επειδή ο φημισμένος ποιητής στάθηκε φιλικά προσκείμενος στο φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο; Ποιος σύγχρονος κριτικός αποδομιστής κλασικών λογοτεχνικών φωνών, έπαψε να διαβάζει τον Νορβηγό πεζογράφο Κνουτ Χάμσον, επειδή ο πεζογράφος της «Πείνας» και του «Πάνα» υπήρξε φιλικός απέναντι στην κατοχική γερμανόφιλη κυβέρνηση της χώρας του; Από την άλλη πλευρά της Ιστορίας, έπαψε κανείς περισπούδαστος κριτικός ή ιστορικός της λογοτεχνίας, θιασώτης της μαρξιστικής ιδεολογίας και υποστηρικτής της, να την ακολουθεί και να την εμπιστεύεται, επειδή ο κόκκινος πατερούλης και το πολιτικό κυβερνητικό σύστημα διακυβέρνησής του κυνήγησε, εξόρισε, φυλάκισε, απαγόρευσε, οδήγησε σε αυτοκτονία Ρώσους σοβιετικούς ποιητές και λογοτέχνες; Απαγόρευσε τα βιβλία τους ως αντιφρονούντες; Αν η μνήμη δεν με απατά, έχει κυκλοφορήσει εδώ και δεκαετίες στα ελληνικά ένα δίτομο έργο για την ρώσικη επανάσταση από τον Μαξίμ Γκόργκι, εκεί μέσα βλέπουμε την άλλη, εσωτερική, την σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων, ιδωμένη όχι από έναν επαναστάτη πολιτικό αλλά από έναν  ρώσο γραφιά. Το ίδιο βλέπουμε και στις ημερολογιακές σημειώσεις του συγγραφέα Ηλία Έρενμπουργκ, της ποιήτριας Άννας Αχμάτοβα, στην περίπτωση του βραβευμένου με το Νόμπελ Μπόρις Πάστερνακ, του Μαγιακόφσκι και της αυτοκτονίας του κλπ. Θέλω να πω, ότι μήπως τα κριτήρια που πλησιάζουν αρκετοί κριτικοί ένα έργο τέχνης, φωτίζουν ένα ποίημα, μία ποιητική συλλογή είναι εξωποιητικά; Αξιοπαρατήρητα από ιδεολογικής απόψεως αξιοκατάκριτα ίσως από λογοτεχνικής. Μήπως το ίδιο συνέβει και με την Παλαμική ανεξάντλητη φλέβα στην εποχή του που δονούνταν σε κάθε κρίσιμη στιγμή του Ελληνισμού; Μιλώ για τους κριτικούς που συνδέονται ή μας δηλώνουν την πολιτική τους ταυτότητα και είναι στην χώρα μας εκφραστές της μαρξιστικής, κομμουνιστικής ιδεολογίας και ερμηνευτικής των πραγμάτων και της τέχνης. 

Ο Κωστής Παλαμάς, αυτό το πολυκάντηλο του Γένους μας άπλωσε τις φτερούγες του και αγκάλιασε την καθόλου ιστορική παράδοση του τόπου του. Είναι ο Εθνικός μας ποιητής όπως Εθνικούς ποιητές έχουν τα κράτη της νοτίου Αμερικής, η βόρεια, η Κούβα, η αφρικανική, η ασιατική ήπειρος κλπ. Άντλησε από κάθε πηγή της λαϊκής αυθεντικής και γνήσιας ελληνικής παράδοσης, ποιητική παρακαταθήκη των ελλήνων προγόνων μας, γλωσσική επικράτεια, λαογραφική εθιμοτυπία και κοινωνική συμπεριφορά, πεζογραφικά, ιστορικά και ποιητικά έργα, σταθμούς της ελληνικής γραμματείας. Ελληνική προλεταριακή ή αστική των Ελλήνων φωνή, της πατρίδας του ιδεολογικά μορφώματα και αυτά χώνεψε και τα επεξεργάστηκε μέσα, και με το έργο του. Εμπνεύστηκε από κάθε τι ελληνικό, ελλαδικό που του ξυπνούσε ιστορικές ένδοξες στιγμές και μνήμες του ελληνισμού, της κοινής μας πατρίδας. Πρόσωπα και άτομα της αρχαίας ελληνικής μυθολογία, ιστορίας και πολυθεϊστικές δοξασίας παρελαύνουν μέσα στο πολύτομο έργο του. Φιγούρες της ελληνικής μεσαιωνικής φιλοσοφίας και της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Συνθέσεις του έχουν σαν προοίμιο αποσπάσματα όχι μόνο από αρχαίους συγγραφείς, αλλά, και από πολλούς βυζαντινούς χρονογράφους και ιστορικούς. Καταστάσεις και στιγμές της μεσαιωνικής μας ιστορίας γίνονται πρώτη ύλη για την ποίησή του. Πολιτικές προσωπικότητες και φυσιογνωμίες σκιαγραφούνται ποιητικά, παρελαύνουν ονόματα της σύγχρονης Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής ηπείρου της εποχής του και προγενέστερα. Ποιητές και ποιήτριες της ελληνικής γραμματείας και της εσπερίας, ιδιαίτερα ποιητές της Γαλλίας. Το έργο του, στην ευρύτερη σύλληψή του και στις επιμέρους πλευρές του είναι ελληνοκεντρικό. Είναι η ελληνική ποιητική λύρα, ο επικός και λυρικός λόγος που ύμνησε τον Διονύσιο Σολωμό, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, τον Ανδρέα Κάλβο, και τους επανέφερε στην ποιητική επικαιρότητα των ελλήνων, και άλλους επτανήσιους. Ο Παλαμάς είναι ο έλληνας λυράρης που κατέβασε από τις κορυφές του Ολύμπου τους Αρχαίους Θεούς. Την Αθηνά, την Αφροδίτη, την Γαία, τον Προμηθέα και Επιμηθέα Άνθρωπο. Συνομίλησε με τις Μούσες. Έψαλλε τον ιερό βράχο της Ακρόπολης, την Παναγιά μητέρα και την χριστιανή υμνωδό Κασσιανή. Τον Κωνσταντίνο Κανάρη και τον Μιστράλ, τραγούδησε την Αθήνα, το Αγιονόρος και δεκάδες άλλες τοποθεσίες και νησιά της ελληνικής γης. Ύμνησε το ελληνικό χώμα, το αίμα, τον Λόγο και το σπαθί, τους αγγέλους. Ύμνησε την Φτώχεια και το ανθρώπινο Κορμί, μα προπάντων την Ποίηση. Την λειτουργία της, την ελληνική γλώσσα, την ποιητική πρόθεση του έλληνα να χαράξει την επώνυμη ή ανώνυμη ποιητική του στο χρόνο. Έγραψε ωδή για τον θάνατο του νορβηγού θεατρικού συγγραφέα Ερρίκου Ίψεν.  Την Γεννήτρα Γη και την ελληνική Φύση. Μας έδωσε την εικόνα του μεγάλου ιδεότυπου της χριστιανικής εκκλησίας, τον Χριστό, ως «ολόμορφος Άδωνις ροδοπεριχυμένος». Ύμνησε την Θεοτόκο, ως « Ω Στρατηλάττισα Κυρά, σ’ Εσέ τα νικητήρια!» «Μακεδονίτισσα, Αθηναία, Πολίτισσα! Βλαχέρνα…» Αποτόλμησε να αποδώσει το αμετάφραστο «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε» με τον στίχο «Χαίρε, απάντρευτη νύφη!» (από την «Φλογέρα του Βασιλιά»). Σκιαγράφησε την μοναχική και άδοξη φωνή του έλληνα φιλόσοφου Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα. Συνέθεσε ποίημα για την Γύφτισσα, τον Παύλο Μελά, τον Ιταλό επαναστάτη Γαριβάλδη. Τραγούδησε την Ψυχή και την Ηγησώ, τον Ορφέα, την ωραία Ελένη και την Ηλιογέννητη. Την Σκέψη και το Νου.  Έγραψε τον Θάνατο του παλληκαριού και τον Δωδεκάλογο του Γύφτου, την Ασάλευτη Ζωή και την αξεπέραστη Φοινικιά. Τα Σατυρικά Γυμνάσματα και τους Ίαμβους και Ανάπαιστους. Τραγούδησε τον Λόρδο Μπάϋρον και τον Αισχύλο, τον Καλλίμαχο και τον Βίκτορα Ουγκώ. Την Αρετούσα και τον Ερωτόκριτο, τις Πατρίδες. Τον Γεώργιο Καραϊσκάκη και τον Ησίοδο. Ψηλάφισε τον Νίτσε. Μπόλιασε τους στίχους του με στίχους και αποσπάσματα της Δημοτικής μας παράδοσης. Σέρβικα τραγούδια και μικρά αποσπάσματα από θρύλους και παραμύθια. Ύφανε στον ποιητικό του αργαλειό τους Στοχασμούς της Χαραυγής και τον αξεπέραστο Τάφο. Το πολύκλαδο δέντρο της ποίησης του Κωστή Παλαμά έχει βαθιές και ισχυρές, εύχυμες ελληνικές ιστορικές και της παράδοσης ρίζες. Θα αποτολμούσα μία ίσως ακραία συσχέτιση, έναν ίσως όχι ακριβή παραλληλισμό. Το έργο του Κωστή Παλαμά είναι το μοναδικό μέσα στην ελληνική γραμματεία που θα μπορούσαμε να το παρομοιάσουμε σαν μία ποιητική και συγγραφική εκδοχή της λογοτεχνικής μας «Πατρολογίας». Περιλαμβάνει την Ζωή, την Σταύρωση και την Ανάσταση του Γένους των Ελλήνων. Και ακόμα, ενδέχεται μέσα στο έργο του που συνυπάρχουν και συμβαδίζουν τόσα ετερόκλητα στοιχεία και Ιδέες, Στοχασμοί, να βρίσκεται το Χαμένο Κέντρο του Ελληνισμού.

Και τι δεν εξερεύνησε ο φακός του συγγραφικού «τηλεσκοπίου» του Κωστή Παλαμά. Σε τι δε στάθηκε η ματιά του, δεν συλλογίστηκε ο νους του, δεν φώτισε η φαντασία του, δεν περιέγραψε η σκέψη του, δεν λαχτάρησε η συνείδησή του, δεν πόθησε το κορμί του. Ύμνησε την Γυναίκα, την Γυναικεία φύση στο μεγαλείο και την πτώση της. Μία λύρα ελευθερίας και αυτογνωσίας η φωνή του. Εθνικής μας αυτοσυνειδησίας. Προφητικός και δραματικός, λυρικός και επικός, σιγαλόφωνος και φωνακλάς, ρητορικός και συμβουλευτικός, υμνητικός και στηλιτευτής, πατρικός και συναδελφικός, εθνικός και οικουμενικός, πατριδολατρικός και παγκόσμιος ο λόγος και η φωνή του Κωστή Παλαμά. Πατριδολάτρης και ειρηνιστής μαζί. Βιογράφος μιάς Ελλάδας, που δεν θεωρείτο σωβινισμός να εκδηλώσεις την αγάπη σου για αυτήν. Δεν γκρέμιζε για να γκρεμίσει αλλά για να αναδημιουργήσει εκ νέου τον Ελληνισμό, να φωτίσει τον Έλληνα. Με όσα θετικά επίθετα και αν τον κοσμήσουμε, αξίζει ακόμα περισσότερα η προσωπικότητά του. Αυτό το ορφανό, μισοκαδιάρικο παιδαρέλι από την Αχαΐα, έγινε ο νέος Διγενής της ποιητικής μας παράδοσης και νίκησε τον Χρόνο-Κρόνο, με δόξα και τιμή, σεμνότητα και φόβο. Αν αληθεύουν αυτά που ιστορικά μας μαρτυρούν οι έλληνες λόγιοι, ποιητές και συγγραφείς των χρόνων του που τον γνώρισαν από κοντά, συνομίλησαν μαζί του, άκουσαν τις ιδέες και απόψεις του, τον επισκέπτονταν στην οικία του, συμφώνησαν ή διαφώνησαν μαζί του, μα πάνω από όλα σεβάστηκαν την παρουσία και το μέγεθος που ονομάζεται Κωστής Παλαμάς, θα έρθουμε εμείς (και οι νεότεροι) να τον κατατάξουμε στους προοδευτικούς ή συντηρητικούς; Στους σοσιαλιστές ή τους αστούς; Τι κριτική αποτιμητική αφροντισιά εκ μέρους μας. Λες και η Μούσα, όχι μόνο της ποίησής του αλλά και της φωνής του θα πάψει να μελωδεί στο μέλλον. Αστεία κριτικά πράγματα.

      Ένα Παλαμικό ποίημα, ένα ποίημα γενικότερα της ποιητικής μας παράδοσης που έχουμε μπροστά μας και το διαβάζουμε, το απαγγέλλουμε, το ψιθυρίζουμε, οφείλουμε πρωτίστως σαν αναγνώστες να έχουμε μία προσωπική επαφή, σχέση μαζί του. Να ανοίξουμε μία τετ-α τετ συνομιλία και ας παρουσιάζουν κενά τα πρώτα μας τραγουδιστικά βαδίσματα. Το ίδιο το ποίημα σιγά-σιγά θα σε αφήσει να το πλησιάσεις, θα σε προσεγγίσει αυτό, θα σε συγκινήσει με τις δικές του εσωτερικές δυνάμεις. Θα σε αφήσει «έκθαμβο» η σύλληψή και ο σχεδιασμός του, όπως το θέλησε ο ποιητής. Πόσες και πόσες φορές δεν είπαμε από μέσα μας, «μα πώς το σκέφτηκε αυτό ο μπαγάσας;», ή «πόσο θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ αυτό το ποίημα, αυτόν τον στίχο». Αυτό δεν μας συμβαίνει και με την ποίηση του Κωστή Παλαμά; είτε είσαι Παλαμιστής είτε είσαι Αντιπαλαμιστής, τι σημασία έχει. Σημασία έχει ότι σε άγγιξε, σου μίλησε, δεν σε απέτρεψε να το πλησιάσεις, να ψηλαφίσεις τον κόσμο του. Οι ποιητικές χορδές της φωνής του ποιήματος άγγιξαν τις δικές σου. Ταυτίστηκαν με το ηχόχρωμα της δικής σου φωνής. Η Ποίηση όπως και η Πίστη, ίσως και να μην χρειάζονται διαμεσολαβητές, ενδιάμεσους καθοδηγητές. (Ούτε καν αυτά που εκθέτει ένας Παλαμιστής ανορθόγραφος προχειρολόγος όπως του λόγου μου). Ο ποιητικός λόγος είναι άμεσος, δραστικός, καταλυτικός, οδοδείχτης της ίδιας του της ουσίας, της υφής του, του σχεδιάσματός του. Μεταφέρει εντός του πτυχές και όνειρα ανθρώπινων συναισθημάτων, που ούτε το υποψιαζόμασταν πριν πάρουμε στα χέρια μας την ποιητική συλλογή, το ποίημα, και δεν το διαβάσουμε, απαγγείλλουμε, σιγοψιθυρίσουμε μας ερεθίσει. Η Ποίηση ενδέχεται αυτή να σε επιλέγει ως αναγνώστη της και όχι εσύ. Είναι άμεσα προσβάσιμη ή σε προσπερνά ή την προσπερνάς. Ούτε ο ποιητής και η ποίησή του «χάνουν», ούτε ο αναγνώστης αν δεν έρθει σε επαφή με κάποιο ποιητικό δημιούργημα. Είναι σαν τα άρρητα ρήματα, τα μυστικά της Φύσης, του Σύμπαντος Κόσμου που ποτέ δεν θα μας αποκαλυφθούν ολοκληρωτικά και τελειωτικά. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πάψουμε να τα εξερευνούμε, να τα πλησιάζουμε, να τα αναζητούμε, να μένουμε ενεοί μπροστά στα μισοφεγγερά αποκαλυπτικά θαύματα του σύμπαντος που μας φανερώνονται στο απειροελάχιστο χρονικό διάστημα της δικής μας ζωής που μας αναλογεί. σ' αυτόν τον πλανήτη. Η Ποίηση είναι ένα αερικό που κατορθώνει κάθε φορά να μας δροσίζει. Προσωπικά ή συλλογικά. Ένας έρωτας ανεκπλήρωτος που πάντα το ποθούμενο παραμένει άπιαστο. Πάντα σου γλιστράει μέσα από τις αισθήσεις και χάνεται. Και για να είμαστε ειλικρινείς μεταξύ μας, ο έρωτας είναι κτητικός, εγωπαθής, ζηλιάρης, δεσποτικός. Δίπολα συντροφικός και συντηρητικός, αποκλειστικός. Δεν αντέχει κριτικά θωπευτικά βλέμματα, θέλει αναγνωστική αποκλειστικότητα. Και κατά τις δικές μου Παλαμικές αγάπες ο Κωστής Παλαμάς, είναι ακόμα και σήμερα, ένα διαχρονικό, επίκαιρο, ασύγκριτο, ορμητικό ίσως και μοντέρνο δροσερό αεράκι που αξίζει τον κόπο να το αφήσουμε να μας «πουντιάσει» να εξακολουθεί να δροσίζει το μέλλον της ποίησής μας και των ποιητικών αναγνωστικών μας επιθυμιών.

     Οι απόψεις του σύγχρονου Πειραιώτη ποιητή και κριτικού Στέλιου Γεράνη και ο σεβασμός του στον Παλαμικό λόγο μας είναι γνωστές, τις γνωρίζουμε από τις ομιλίες του, τα άλλα του Παλαμικά δημοσιεύματά, το βιβλίο του για τον Παλαμά. (Έχω κάνει μνεία σε προηγούμενο Παλαμικό σημείωμα). Εδώ μεταφέρω ένα ακόμα κείμενό του από το αφιέρωμα του περιοδικού «Το Περιοδικόν μας» που η εκδοτική και συγγραφική συμβολή του Στέλιου Γεράνη ήταν σημαντική, καίρια και χρήσιμη στην κυκλοφορία του. Σε προηγούμενη Παλαμική ανάρτηση αναφέρω και άρθρα τρίτων σε διάφορα τεύχη του πειραιώτικου περιοδικού για τον εθνικό μας ποιητή. Όπως του Παύλου Νιρβάνα, του Γρηγορίου Ξενόπουλου κ. ά., τεύχη 7-8/1,2,1959, τεύχος 9/3, 1959, τεύχος 10-11/4,5,1959, τεύχος 17-18/11,12,1959. Δεν είναι και λίγες οι σελίδες του πειραιώτικου περιοδικού που έχουν σχέση με τον Παλαμά και την ποίησή του σε συνάρτηση με άλλους έλληνες δημιουργούς. Αντιγράφω το κείμενο του Στέλιου Γεράνη για όσους νεότερους ή και παλαιότερους δεν το έχουν διαβάσει ή ενδέχεται να μην το γνωρίζουν. Με την αντιγραφή του έχουμε μία εικόνα για το τι πρέσβευαν οι Πειραιώτες πνευματικοί δημιουργοί και ο φιλότεχνος κόσμος του Πειραιά για τον Κωστή Παλαμά. Την αγάπη και τον σεβασμό που έτρεφαν στο έργο του (και ας μην το είχαν διαβάσει στο σύνολό του. Σημασία είχε ότι μεγάλωσαν με τα Παλαμικά ποιητικά νάματα). Το ίδιο ισχύει και για το δημοσίευμα του μαρξιστή ιστορικού Γιάννη Κορδάτου, (δεν θέλησα να καταφύγω στην «Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας» του). Εξάλλου, ο έλληνας μαρξιστής ιστορικός συμμετέχει και με άλλα του δημοσιεύματα στην ύλη του Πειραιώτικου περιοδικού, βλέπε τχ. 9/3, 1959. Τχ. 10-11/4,5,1959, τχ.16/10,1959, τχ.17-18/11,12,1959, κάτι που μας φανερώνει την συγγραφική επαφή και ενδέχεται και ιδεολογική συγγένεια μεταξύ του έλληνα ιστορικού και του πνευματικού κόσμου της Πόλης μας την περίοδο εκείνη. Σε ένα σύνολο 24 μονών και διπλών τευχών ο Γιάννης Κορδάτος δημοσιεύει μελέτες και βιβλιοκριτικές. 

Ο Γιάννης Κορδάτος όπως ο ίδιος μας αφηγείται, λόγο ηλικίας, είχε γνωρίσει και συναντήσει από κοντά τον Κωστή Παλαμά, είχε συνομιλήσει μαζί, γνώριζε από πρώτο χέρι τις ιδέες του. Οι θέσεις του Γιάννη Κορδάτου δεν είναι θετικές-στην ευρύτερη αποτίμησή τους για τον Παλαμά,-αν εξαιρέσουμε σημεία της Παλαμικής φιλοσοφίας και βιοθεωρίας του- τον θεωρεί συντηρητικό, αστό και εν μέρει παρωχημένο. Ένα μάλλον φοβισμένο άτομο στον ιδιωτικό του βίο, σίγουρα όμως βασανισμένο και ταλαιπωρημένο από την κρατική πολιτική εξουσία, ως «μαλλιαρός» δημοτικιστής, από το πανεπιστημιακό κατεστημένο και όχι μόνο. Αυτή η επισήμανση ιστορικά τουλάχιστον, περιέχει σπέρματα αλήθειας, δίχως να αναιρεί την αποκαλυπτικότητα και το μεγαλείο της εμπνευσμένης Παλαμικής του φωνής. Οι πληροφορίες και τα δημοσιογραφικά «ντεσού» εκείνης της πολιτικής και κοινωνικής ταραγμένης ελληνικής περιόδου, μας μιλούν για την πολεμική που δέχτηκε ο Κωστής Παλαμάς τόσο στην προσωπική του ζωή όσο και στο γεγονός ότι πρωτοστάτησε στον αγώνα υπέρ της καθιέρωσης της Δημοτικής γλώσσας. Το έργο ενός «μαλλιαρού», από άτομα της πανεπιστημιακής και της πολιτικής εξουσίας στην εποχή του, και η επαγγελματική του εργασία στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών εθεωρείτο «κόκκινο πανί», για τους τότε στυλοβάτες του έθνους. Ποιος τους θυμάται άραγε όλους αυτούς τους γλωσσαμύντορες σήμερα, τους πατέρες του έθνους. Είναι γνωστές οι αρνητικές- εχθρικές επιθέσεις που δέχτηκε αυτό το ορφανοπαίδι από την Πάτρα, το οποίο κατόρθωσε να σκαρφαλώσει στις βουνοκορφές του ποιητικού Παρνασσού μονάχο του και να υψώσει μαζί του όλη την Ελλάδα. Οι αρνητικές θέσεις που εκφράζει ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος (εξάλλου, δεν απέχουν ούτε από παλαιότερους συνομηλίκους του ιστορικούς της ελληνικής λογοτεχνίας βλέπε πχ. Νίκος Παππάς, ή πολύ νεότερους Τάκης Αδάμος, ούτε άλλες κριτικές φωνές αν ξεφυλλίσει κανείς  εφημερίδες, έντυπα και περιοδικά που πρόσκεινται στην προλεταριακή προσέγγιση της τέχνης κλπ.), θέσεις, που θα τις εντάσσαμε στις Αντιπαλαμικές, δεν έχουν μάλλον κατά την άποψή μου, και τόση μεγάλη σημασία. Η αξία του αρνητικού κειμένου έγκειται στο ότι ο μαρξιστής Γιάννης Κορδάτος, βάζει τα Παλαμικά πράγματα στην θέση τους από την σκοπιά της μαρξιστικής θεώρησης, ευκρινέστερα και ορθότερα από την οπτική που ερμήνευσε τον ποιητή ο κομμουνιστής φυλακισμένος ηγέτης της Κατοχής Νίκος Ζαχαριάδης και το μελέτημά του «Ο αληθινός Παλαμάς». Ο Κορδάτος ξεκαθαρίζει πολιτικούς προσδιορισμούς και διακρίνει της πολιτικής ορολογίας παραγνωρίσεις. Απορρίπτει ιδεολογικά «τσιτάτα» που συνηθίζουμε να κολλάμε σε επιφανείς προσωπικότητες του πνευματικού και καλλιτεχνικού χώρου, στην λάγνα επιθυμία μας να τους καταστήσουμε όλους, ομοϊδεάτες μας, «δικούς μας» ή να στοχεύουμε «ενδόμυχα» να τους «μικρύνουμε». Αυτή η τακτική μας-πολιτική και λογοτεχνική- είναι λανθασμένη. Λες και ένας φιλότεχνος αστός, μη κομμουνιστής, θα αρνηθεί να διαβάσει ή δεν θα συγκινηθεί από τα έργα και τις ποιητικές συνθέσεις του βάρδου της Ρωμιοσύνης κομμουνιστή Γιάννη Ρίτσου. Ή από την άλλη πολιτική πλευρά, ένας κομμουνιστής ή αριστερός θα αρνηθεί να διαβάσει τα έργα αστών συγγραφέων της Γενιάς του 1930 ή δεν θα χαρεί τον πεζό λόγο ενός Ίωνα Δραγούμη. Ένας μη χριστιανός και ορθόδοξος έλληνας θα απορρίψει το μαγευτικό έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και την σημαντική παρουσία του. Ένας ετεροφυλόφιλος φίλος της ποίησης δεν θα διαβάσει την ομοφυλόφιλη πλευρά της ποίησης του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη και δεν θα την χαρεί. Αυτές οι διχαστικές σχηματοποιήσεις κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν αφορούν ούτε εμάς τους ανώνυμους πολυπληθείς αναγνώστες του ποιητικού λόγου, αλλά ούτε και ίσως το φαινόμενο και το γεγονός της ίδιας της Ποιητικής γραφής και της όποιας αποδοχής της από το κοινωνικό σώμα. Αφορά τους κριτικούς (;), ή όσους τέλος πάντων γράφουν και σχολιάζουν, ανατέμνουν τον ποιητικό λόγο. Αξιολογούν τα κοινωνικά πεπραγμένα και πολιτικές ατομικές επιλογές ενός ποιητή, ενός δημιουργού της τέχνης. Αυτό δεν σημαίνει ότι επιθυμούμε να παραγκωνισθεί ο ρόλος του διαμεσολαβητή κριτικού ή του πανεπιστημιακού επαγγελματία ερευνητή κάθε άλλο, σημαίνει απλά ότι η Ποιητική λειτουργία και συνεισφορά-αν στις μέρες υπάρχει τέτοια συμβολή- δεν μπορεί να χωρέσει μέσα σε κουτάκια προερχόμενα μάλιστα από εποχές πολεμικές, κατοχικές και μετ- εμφυλιακές όπως και οι ίδιοι οι ποιητές. Είναι σαν να θέλουμε να σταματήσουμε το ρολόι της ιστορίας στο παρελθόν. Φυσικά και όχι. Αν συμβαίνει αυτό, τότε ενδέχεται ότι η κριτική μας ματιά στρέφεται μόνο προς τα πίσω και δεν βλέπει μπροστά. Η οπτική μας είναι μονότροπη, μονοσήμαντη ιστορικά. Θα αναρωτηθεί κάποιος καλοπροαίρετος αναγνώστης, μα αυτό δεν συμβαίνει και στον ίδιο τον ποιητικό λόγο; Κατά την θέση μου όχι, γιατί ο ποιητικός λόγος είναι κλασικός, διαχρονικός, εμπεριέχει στα σπλάχνα του τα στοιχεία της αθανασίας του. Επιβίωσής του στο μέλλον. Και θα έθετα ένα ερώτημα. Ο Ποιητικός λόγος, η Ποιητική δημιουργία, το Ποίημα είναι κλασικό και διαχρονικό από μόνο του ή η Κριτική πάνω σε αυτό; Δηλαδή η Ποίηση υπερισχύει της Κριτικής ή το αντίστροφο, όπως συνέβει και με την περίπτωση του Κωστή Παλαμά. Παρά του ότι η φωνή του επιβίωσε στον χρόνο και υπερίσχυσε των αρνητών κριτικών και σχολιασμών της. Θέλω να πω ότι δεν είναι απαραίτητο τα πάντα να τα επεξεργαζόμαστε κάτω από μία «σκοπιμότητα» της κριτικής και ειδικευμένης ερμηνευτικής. Ας αφεθούμε να απολαύσουμε, να συγκινηθούμε από το ίδιο το Ποίημα, και αν ναι, έχει καλώς, αν όχι ας μην αποδομούμε φωνές που σε προηγούμενες ιστορικές δεκαετίες εξέφραζαν ένα ολόκληρο έθνος, μία πατρίδα, και ήταν διδαχές για την νεολαία, με τα φορτία όχι μόνο συγκίνησης αλλά και φιλοσοφίας, οραματισμού που μετέφεραν. Ο ποιητής της «Ασάλευτης  Ζωής», «των Σατυρικών γυμνασμάτων», του «Ύμνου στην Αθηνά» και τόσων άλλων συνθέσεων, ο γλωσσοπλάστης ποιητής, έχει τόση μεγάλη σημασία αν ήταν αστός ή συντηρητικός, αν ήταν απλά «φιλεργάτης», ή Τρικουπικός; Όσοι απολαμβάνουν τον σατιρικό λόγο του ποιητή Κώστα Βάρναλη στέκονται μόνο στο ότι ήταν αγωνιστής κομμουνιστής; Στο αν ο λυρικός και κοινωνικός ποιητής Τάσος Λειβαδίτης υπήρξε αναθεωρητής στις αριστερές του ιδέες; Τότε θα πρέπει να απορρίψουμε το μεγαλύτερο μέρος της ύλης του περιοδικού της «Επιθεώρησης Τέχνης» και να δεχτούμε ως «ευαγγέλιο»  μόνο την ύλη των σελίδων του περιοδικού «Πρωτοπόροι», και παραδοσιακών δογματικών εντύπων, ή της υψηλής κριτικής θεώρησης άλλων. Μήπως οφείλουμε όλοι μας να αποδεχτούμε-οι ασχολούμενοι με την Κριτική-ότι η Ποίηση μας δροσίζει και επικοινωνεί μαζί μας από άλλους διόδους επικοινωνίας; Ερωτήσεις θέτω δεν αποφαίνομαι κατά των Αντιπαλαμιστών αφοριστικά, αν και θα είχαμε αυτό το δικαίωμα εμείς οι Παλαμιστές. Και αυτό ισχύει για κάθε περίπτωση ποιητικής φωνής της ελληνικής μας παράδοσης. Και για να φεγγίσω από το αριστερό μονοπάτι, ας αφήσουμε όλα τα ποιητικά άνθη να ανθίσουν και να ευωδιάσουν σήμερα και στο μέλλον. Κάπως έτσι δεν το έλεγε ο μεγάλος κόκκινος τιμονιέρης της κόκκινης πλατείας πριν την εισβολή του τανκ.

    Το αρνητικό κείμενο του ιστορικού Γιάννη Κορδάτου, το  μεταφέρω για όσους θα ήθελαν να προβούν σε μία σύγκριση με αυτά που μας λέει ο παλαιός ομοϊδεάτης του συγγραφέας του «Ο αληθινός Παλαμάς». Για να αγαπήσουμε και να εξακολουθούμε να αγαπούμε και να επιλέγουμε την ποίηση του Παλαμά, να αφουγκραζόμαστε τους απόηχους της φωνής του, οφείλουμε να έχουμε διαβάσει τι μας είπαν, τι έγραψαν και πως τον είδανε οι διάφοροι έλληνες Αντιπαλαμιστές. Οι αρνητές του. Τι ποιητικά «υπηρετούσε» ο ποιητής και τι οι άλλοι. Να αντιληφθούμε μήπως ο Παλαμάς, ο πατριδολάτρης ποιητής ήταν περισσότερο από όσο άντεχαν οι ώμοι του λαού του φιλόξενος- «ενδοτικός»; Μήπως οι ποιητικές του προκλήσεις ήσαν βαρύτερες από αυτές που άντεχαν και αναζητούσαν οι λόγιοι και λαϊκοί εκφραστές της εποχής του στην ταραγμένη και τραμπαλιζόμενη πολιτικά ακόμα και σήμερα Ελλάδα; Οφείλουμε να γνωρίζουμε τι μας λένε οι Αντιπαλαμιστές και γιατί. Και ας μην μας δέχονται ομοτράπεζους στα κριτικά τους τραπέζια και των εφημερίδων και περιοδικών τους συνεστιάσεις. Το ζήτημα δεν είμαστε εμείς (εξάλλου τι λένε για τους κριτικούς-όλους μας, ότι είμαστε αποτυχημένοι ποιητές ή κάνω λάθος) αλλά ο Κωστής Παλαμάς και το έργο του. Το έργο του εκάστοτε ποιητή πρωτεύει και κατόπιν η κριτική του. Δεν ψηφίζει τον ποιητικό λόγο δια αντιπροσώπου ο αναγνώστης. Στο παραβάν βρίσκεσαι μόνος σου με την ποιητική σου της επιλογής ψήφο. Για να μην θεωρητικολογούμε μόνο, μιά και οδεύουμε προς τας εκλογάς. Το Παλαμικό χωράφι είναι τεράστιο και ίσως ακόμα είναι αχέρσωτα αρκετά του σημεία, αντέχει κριτικά οργώματα ακόμα και αρνητικά. Η πνευματική «ανεξιθρησκεία» του ποιητικού ναού της Παλαμικής δημιουργίας είναι δεδομένη καθώς και ο ερμηνευτικός της πλούτος.  Εξάλλου, πέρα από τις μαρξιστικές αρνητικές προσεγγίσεις, συναντάμε και τις απόψεις του Γιάννη Αποστολάκη, του δοκιμιογράφου Πάνου Καραβία, υπάρχουν ακόμα, και οι πολυπληθέστεροι Καβαφιστές και Καβαφολόγοι ερευνητές και μελετητές του Αλεξανδρινού ποιητή, οι οποίοι στέκονται είτε αρνητικά απέναντι στο έργο του Παλαμά ή επιφυλακτικά, κτυπούν τον ποιητή Κωστή Παλαμά για να αναδείξουν τον ποιητή Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Παλαιά, παραδοσιακή και δοκιμασμένη τακτική. Μια πρακτική που νομίζω δεν βοηθά στην κατανόηση ούτε του ενός ούτε του άλλου σημαντικών ελλήνων ποιητών. Καλύτερα να στήνουμε γέφυρες επικοινωνίας παρά να γκρεμίζουμε στο όνομα της όποιας κριτικής ή ιδεολογικής ορθότητας.

   Διαισθάνομαι ή υποψιάζομαι ότι αυτές οι προσωπικές μου Παλαμικές κρίσεις δεν θα ακούγονται καλά στα αυτιά των ειδικών της κριτικής επικράτειας, ούτε ίσως και στους φορούντες κομματικό κοστούμι, στα πρώτα και δυσθεώρητα μεγέθη των σημερινών σοβαρών και αμείλικτων κριτικών φωνών μας. Αυτή η καθυστερημένη ποιητική Παλαμολατρεία, θα μοιάζει σαν την ανάδειξη στο φως των κίτρινων φύλλων αγάπης που έβαζαν οι κορασίδες των παρθεναγωγείων την παλαιά εποχή στα ποιητικά τους ερωτικά λευκώματα ανάμεσα στους στίχους αγαπημένων τους ποιητών και ποιητριών. Αλλά, μήπως, λέω  μήπως, «Τα μάτια μας είναι αδειανά/ και τα φιλιά μας μαραμένα/ κλαίμε και σωπαίνουμε/ και δε χτυπάνε πια οι καρδιές μας» Όπως θα έλεγε και ένας παλαιός γερμανός ποιητής, των «Φύλλων για την τέχνη».

   Μία παλαιότερη και μία νεότερη κριτική φωνή για την ποίηση και την φιλοσοφία του ποιητή Κωστή Παλαμά. Τουλάχιστον εμείς οι Παλαμιστές δεν μεροληπτούμε.

           Από τα τραγούδια της πατρίδας μου

Η  ΦΤΩΧΕΙΑ                                                      

Φτωχός, για να ψαρέψω

Δεν έχω ένα πρυάρι.

Συντρόφι θα γυρέψω

Κανένας να με πάρη.

 

Μ’ αν θες να συντροφέψω

Μ’ εσέ, ξανθό καμάρι,

Δεν έχω να ‘ξοδέψω

Παρά φιλιά’ τί χάρι!

 

Αντί πανί, στοχάσου!

Θάπλωνα τα μαλλιά σου

Για να πηγαίνω πρίμα.

 

Κι’ αντί δαδί θε νάχα

Τα μάτια σου μονάχα

Να μου φωτάν το κύμα!

          Απρίλιος 1884

--

        ΤΟ  ΤΑΞΕΙΔΙ

Μού σφίγγει ο καϋμός, ‘σα’ θηλειά το λαιμό

Και μεσ’ ‘ς την καρδιά με δαγκώνει ‘σα’ φείδι.

Παράξενο θέλω ν’ αρχίσω ταξείδι,

       Χωρίς, μα χωρίς τελειωμό.

 

Το δρόμο μ’ αργά να τραβώ, να τραβώ,

Αλλά πουθενά και ποτέ να μη στέκω,

Ψυχή να μη ‘βρίσκω , ή πάντα να μπλέκω

      Με κόσμο τυφλό και βουβό.

 

Να νοιώθω τριγύρω πλατειά ερημιά,

Κλεισμένα τα σπίτια, τα ντζάκια σβυσμένα,

‘Ψηλά να μη φέγγη αστέρι κανένα,

        Και κάτου γυναίκα καμμιά.

 

ΑΪ! Ίσως σε τέτοιο ταξείδι αν ‘βρεθώ,

Ατέλειωτο, έρμο, ‘ς αγνώριστη χώρα,

Δε’ θάχω περίσσια λαχτάρα ‘σαν τώρα,

       Αγάπη, από σε να χαθώ!

            Απρίλιος 1883

          Η  ΓΕΝΝΗΣΗ  ΤΗΣ  ΚΟΡΗΣ

          (αποσπάσματα)

Βάσκανα μάτια παραστέκουν μύρια’

--

Τι κόσμος! να σκοτώνης με χαρά, φονιά,

Και να γεννάς, μητέρα, με μαρτύριο!

--

Ο ουρανός με χίλια μάτια ολάνοιχτα,

Με όνειρα χιλιάδες κοιμισμέν’ η γη.

           Αύγουστος 1883

        Από Τα Μάτια της Ψυχής μου

         ΟΙ  ΤΑΦΟΙ  ΤΟΥ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΥ

                  (απόσπασμα)

Αγάπα και ξεφάντωνε, και δούλεψε και ζήσε

και προσηλώσου στη ζωή σαν τον κισσό στο δέντρο,

και δέσου με την γην αυτή, στρείδι στο βράχο επάνω,

και μη σε μέλει που θα πας τα μάτια σου όταν κλείσης.

           ΕΝ  ΑΝΘΟΣ

           (απόσπασμα)

Ο Παρθενώνας με φεγγάρι

    τη νύχτα εδώ

νικάει στη δόξα και στη χάρη

      τον ουρανό.

             Από ΙΑΜΒΟΙ  ΚΑΙ  ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ

Η γη μας γη των άφθαρτων

αερικών και ειδώλων,

πασίχαρος και υπέρτατος

θεός μας ειν’ ο Απόλλων.

 

Στα εντάφια λευκά σάβανα

γυρτός ο Εσταυρωμένος

είν’ ολόμορφος Άδωνις

ροδοπεριχυμένος.

 

Η αρχαία ψυχή ζη μέσα μας

αθέλητη κρυμμένη’

ο Μέγας Πάν δεν πέθανεν,

όχι’ ο Πάν δεν πεθαίνει!

      Από τον ΤΑΦΟ

Ήμερα και πρόσχαρα

τα χρόνια σου σκορπούσες’

όλους τους εγύρευες,

όλους τους αγαπούσες.

 

Σ’ όμορφα και σ’ άσκημα,

σε ξένα και δικά σου,

τα φιλάκια ασώτευες,

τα παιχνιδίσματά σου.

 

Όσο που τον Θάνατον

απάντησες μιά μέρα…

Τόνε σφιχταγκάλιασες’

τον πήρες για πατέρα!

--

       Από τους ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ  ΤΗΣ  ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ

                     (αποσπάσματα)

Θεέ! Τον ήλιο είχε εκείνη μέτωπο,

και είχε το φεγγάρι εκείνη στήθη,

τον αποσπερίτη είχε χαμόγελο,

και είταν ένα μέγα παραμύθι!

--

Ήθελα ένα κάποιο φτέρωμα

να ξανάρθη να με υψώση

πέρα από τον πόθο των απλών

και από των σοφών τη γνώση.

--

……………………..

Την κρυφότατην ηλιοπηγή

πού πρωτόσπειρεν εμένα!

--

…………………….

….Καί όταν κλαις, είπεν η Μοίρα,

να φλογίζουν οι καημοί,

να πονούνε οι πόνοι, και ύστερα

νάρχωνται οι μεγάλες γέννες

των μεγάλων ιδεών

και των έργων των μεγάλων,

στών μοναχικών τους στοχασμούς,

στών ξεχωριστών τους κόσμους!

--

…………….

«Σ’ είδεν ο Ήλιος, κοντοστάθηκε,

κι άργησε να βασιλέψη!»

--

………..

Έφυγα πυρό της γης πουλί,

και ήρθα αστέρι ουράνιο.

Καταφρονεμένη μας φωλιά!

Και ήρθα, και γρικήστε με, άνθρωποι.

 

Είδα την πνοή τη Δύναμη

και είδα την φωτιά την Ύλη,

 

και όπου κι αν επέρασα,

και όπου και αν αγνάντεψα,

είδα ως καθρεφτίσματα της γης

τ’ άστρα τα φεγγοβόλα.

Κάποιο χαίρε πάει παντού

προς τη ΓΗ την ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗ!

 

Σημείωση:

Η πρώτη έκδοση της σύνθεσης ΟΙ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΗΛΙΟΓΕΝΝΗΤΗΣ, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε ανάτυπο το 1900, ήταν έκδοση του πειραιώτικου περιοδικού το Περιοδικό μας του Γεράσιμου Βώκου. Ο Κωστής Παλαμάς υπήρξε από τους πρώτους και σταθερός συνεργάτης του περιοδικού. Πολλά του ποιήματα πρωτοδημοσιεύτηκαν εδώ. Κάτι, όπως και η συνεργασία του στο περιοδικό Απόλλων μας δείχνει την σχέση που είχε ο ποιητής με την πόλη μας τον Πειραιά. Η παρουσία του είναι σταθερή σε πάρα πολλούς τίτλους πειραιώτικων περιοδικών και σε εφημερίδες.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς,

1 Φεβρουαρίου 2023  

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου