Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Το αφιέρωμα του περιοδικού ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΕΠΟΧΗ στον ποιητή ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ

ΔΕΥΤΕΡΗ  ΠΕΡΙΟΔΟ

ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ  ΕΠΟΧΗ

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ  ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ  ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ:  ΓΙΑΝΝΗΣ  ΓΟΥΔΕΛΗΣ

Εκδόσεις ΔΙΦΡΟΣ

ΧΕΙΜΩΝΑΣ 1982-  ΑΝΟΙΞΗ 1983- ΑΡΙΘΜ. 26-27

ΣΑΡΑΝΤΑ  ΧΡΟΝΙΑ  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΚΗΔΕΙΑ  ΤΟΥ  ΚΩΣΤΗ  ΠΑΛΑΜΑ

         ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΑ   ΚΩΣΤΗ   ΠΑΛΑΜΑ

ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ  ΤΟΥ  ΓΥΦΤΟΥ

              (Αποσπάσματα)

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, 3

ΑΓΑΠΗ, 3-6

ΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΗΣ ΚΑΚΑΒΑΣ, 6-9

ΤΟ ΒΙΟΛΙ, 9

ΚΟΣΜΟΣ, 10-14

    (Τέλος  Αποσπασμάτων «Δωδεκάλογος του Γύφτου»)

ΦΟΙΝΙΚΙΑ (1909), 14-22

Ο  ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΥΜΝΟΣ, 22

Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατον, αγνέ πατέρα

Του ωραίου, του μεγάλου και ταληθινού,

Κατέβα, φανερώσου κι άστραψ’ εδώ πέρα

Στη δόξα της δικής σου γης και τουρανού.

Στο δρόμο και στο πάλεμα και στο λιθάρι,

Στών ευγενών Αγώνων λάμψε την ορμή,

Και με ταμάραντο στεφάνωσε κλωνάρι

Και σιδερένιο πλάσε κι άξιο το κορμί.

Κάμποι, βουνά και πέλαγα φέγγουν μαζί σου

Σαν ένας λευκοπόρφυρος μέγας ναός,

Και τρέχει στο ναό εδώ προσκυνητής σου,

Αρχαίο Πνεύμ’ αθάνατο, κάθε λαός.    

ΜΙΑ ΠΙΚΡΑ, 23

ΑΝΑΤΟΛΗ, 23-24

          Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,

          μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,

          λυπητερά,

          πώς η ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!

          Είναι χυμένη από τη μουσική σας

          και πάει με τα δικά σας τα φτερά.

          Σας γέννησε και μέσα σας μιλάει

          και βογγάει και βαριά μοσκοβολάει

          μιά μάννα’ καίει το λάγνο της φιλί,

          κ’ είναι της Μοίρας λάτρισσα και τρέμει,

          ψυχή όλη σάρκα, σκλάβα σε χαρέμι,

          η λαγγεμένη Ανατολή.

          Μέσα σας κλαίει το μαύρο φτωχολόϊ,

          κι όλα σας, κ’ η χαρά σας, μοιρολόϊ,

          πικρό κι αργό’

          μαύρος, φτωχός και σκλάβος και ακαμάτης,

          στενόκαρδος, αδούλευτος,-διαβάτης

          μ’ εσάς κ’ εγώ.

          Στο γιαλό που του φύγαν τα καϊκια,

          και του μείναν τα κρίνα και τα φύκια,

          στόνειρο του πελάου και τουρανού,

          άνεργη τη ζωή να ζούσα κ’ έρμη,

          βουβός, χωρίς καμιάς φροντίδας θέρμη,

          με τόσο νου,

          όσος φτάνει σα δέντρο για να στέκω

          και καπνιστής με το καπνό να πλέκω

          δαχτυλιδάκια γαλανά’

          και κάποτε το στόμα να σαλεύω

          κι απάνω του να ξαναζωντανεύω

          τον καημό που βαριά σας τυραννά

          κι όλο αρχίζει, γυρίζει, δεν τελειώνει.

          Και μιά φυλή ζη μέσα σας και λιώνει

          και μιά ζωή δεμένη σπαρταρά,

          γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,

          μακρόσυρτα τραγούδια ανατολίτικα,

          λυπητερά.  

ΙΑΜΒΟΙ  ΚΑΙ  ΑΝΑΠΑΙΣΤΟΙ, 24-28

ΣΑΤΥΡΟΣ  Ή  ΤΟ  ΓΥΜΝΟ  ΤΡΑΓΟΥΔΙ, 28-30

ΡΟΔΟΥ  ΜΟΣΚΟΒΟΛΗΜΑ, 30

ΜΥΣΤΙΚΟ  ΤΡΑΓΟΥΔΙ, 30-31

ΟΙ  ΜΥΓΔΑΛΙΕΣ, 31

ΤΟ ΠΙΟΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ (23/9/1914). ΠΡΩΤΟΣ ΣΚΟΠΟΣ, 32

ΔΕΥΤΕΡΟΣ  ΣΚΟΠΟΣ (11/4/1915), 32-34

ΚΑΣΣΙΑΝΗ, 34

ΚΑΠΟΤΕ  ΚΑΠΟΥ, 35

ΤΑ ΚΡΙΝΑ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ, 35

ΚΥΠΡΟΣ, 35-36

Καλώς μας ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την αέρινη,

                        στη Μακαρία τη γη,

στάζει το μέλι διαλεχτό σαν πρώτα; Ακόμα γίνεται

                        τολόγλυκο κρασί;

Η χαρουπιά η ολόχλωρη λέει τα πουλιά και τάξια

                        της αργυρής ελιάς,

Και ταηδονάκι τραγουδεί στην ευωδία του λάδανου

                        τα πάθη της καρδιάς;

Κι’ οι ακρογιαλιές λαχταριστές, ταραξοβόλια ολόβαθα

                        και τακροτόπια ορθά,

το καρτερούνε της θεάς το υπέρκαλο ξαγνάντεμα

                        και δεύτερη φορά;

Καλώς μας ήρθατε, παιδιά! Στην Κύπρο την πολύχαλκη,

                        στην καρποφόρα γη,

ακόμα η Μοίρα της οργής, η Μοίρα όλων των όμορφων,

                        ξεσπάει και καταλεί;

Λυσσάει με την αναβροχιά, με την ακρίδα μαίνεται,

                        χτυπάει με τη σκλαβιά;

Στωραίο πολύπαθο κορμί η αγνή ψυχή δεν έσβυσε;

                        Πέστε το εσείς, παιδιά!

Καλώς μας ήρθατε, παιδιά, και φέρτε, κελειδήστε μας

                        το ευγενικό νησί.

-Μεσ’ στη βαθειά της αγκαλιά μητέρα η Άσπρη θάλασσα

                        να κρύψη εσέ ζητεί.

Του κάκου’ στεριές, πέλαγα, λαοί τριγύρω σου ήμεροι

                        και βάρβαροι λαοί,

σ’ είδανε, σε ωρεχτήκανε, και κατά σε χυθήκανε

                        και Ασία και Αφρική.

Ρωμαίους και Σαρακηνούς, Τούρκους και Φράγκους γνώρισες.

                        Ώ Ροδαφνούσα εσύ,

από τη Δύση ο Βασιλιάς, κι ο Ρήγας σ’ ερωτεύτηκαν

                        απ’ την Ανατολή.

Κι απ’ τον καιρό που σε ηύρανε θαλασσομάχοι Φοίνικες,

                        ως τώρα πού σοφά

πατάει σ’ εσένα ο Βρεττανός, πολλούς αφέντες άλλαξες,

                        δεν άλλαξες καρδιά.      

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ  ΤΩΝ  ΕΦΤΑ  ΝΗΣΙΩΝ, 36-37

ΤΑ  ΧΕΡΙΑ  ΜΟΥ, 37-39

ΠΥΡΕΤΟΣ, 39

ΕΥΑ, 39-40

ΤΙ  ΤΡΑΓΟΥΔΑΝ  ΟΙ  ΡΑΓΙΑΔΕΣ, 40-45

ΥΜΝΟΣ  ΤΩΝ  ΑΙΩΝΩΝ, 45

ΚΡΗΤΙΚΟΣ  ΑΠΡΙΛΗΣ, 46

ΛΥΡΙΚΟΣ  ΔΙΑΛΟΓΟΣ, 46-47

ΓΑΡΙΒΑΛΔΗΣ (1807-1907), 48-53

ΜΠΑΫΡΟΝ, 53-55

ΤΟ  ΤΡΑΓΟΥΔΙ  ΤΟΥ  ΤΡΕΛΛΟΥ, 55-57

ΣΤΑ  ΜΑΤΙΑ  ΥΜΝΟΣ, 57-60

Ο  ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΣ, 60

ΠΑΤΡΙΔΕΣ, 61-65

Ο  ΠΟΙΗΤΗΣ, 65-66

ΤΑΦΟΣ (αποσπάσματα), 66-69

ΦΛΟΓΕΡΑ   ΤΟΥ  ΒΑΣΙΛΙΑ ,  ΛΟΓΟΣ  ΕΒΔΟΜΟΣ, 70-80

Ο  ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ  ΥΜΝΟΣ  ΤΟΥ  ΜΙΣΤΡΑΛ  (μετάφραση) (1,2,3,4,5,6,7), 80-81

                    ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΑ

ΑΠΟ  ΠΕΖΑ  ΚΑΙ  ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ

ΠΩΣ  ΠΡΩΤΟΜΠΗΚΑ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ (1930), 82-84

Η  ΖΩΗΡΟΤΕΡΗ  ΜΟΥ  ΣΧΟΛΙΚΗ  ΕΝΘΥΜΙΣΗ (1929), 84-85

ΕΝΑ ΓΡΑΜΜΑ  ΓΙΑ  ΤΗΝ  «ΑΝΤΙΓΟΝΗ», (85-87

ΣΤΟΝ  ΤΟΠΟ  ΠΟΥ  ΖΟΥΣΑ, 87-88

Ο  ΒΑΡΚΑΡΗΣ  ΤΟΥ  ΜΠΑΪΡΟΝ (Οκτώβριος του 1884), 88-92

ΤΟ  ΘΑΜΠΟΧΑΡΑΜΑ  ΜΙΑΣ  ΨΥΧΗΣ(1900), 93-107

Α΄.  ΠΡΟΓΟΝΟΙ  ΚΑΙ  ΠΡΟΔΡΟΜΟΙ, 93-99

Β΄.  Ο  ΦΙΛΟΣ  ΜΟΥ  Κ’  ΕΓΩ, 99-107

ΦΟΙΤΗΤΙΚΗ  ΖΩΗ (1927), 107-109

ΤΟ  ΤΡΙΕΣΤΙ (1918), 110-111

ΕΚΛΟΓΙΚΗ  ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ (1915), 112-114

ΕΚΛΟΓΙΚΑΙ  ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ (1915), 114-116

ΟΠΟΥ  ΑΝΑΦΑΙΝΕΤΑΙ  Ο  ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ(1919), 116-118

Η  ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ  ΤΟΥ  ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ (1920), 118-120

             Η  ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ  ΤΟΥ  ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

      Είναι περίεργον πράγμα και με διασκεδάζει ο τρόπος με τον οποίον, συχνότατα, συνδέονται αναποσπάστως εις το λαβύρινθον της μνήμης μου μεταξύ των ωρισμέναι παραστάσεις και εικόνες στοιχεία ετερογενή, διαφωνούντα, παράτονα, τα οποία όμως εις την ιδιαιτέραν αυτήν περίπτωσιν, συζώσι και είναι αχώριστα, ως αναμνήσεις εντός μου, και ποτέ δεν εμφανίζονται απομονωμένοι, αλλά πάντοτε ανά ζεύγη. Τοιουτοτρόπως αδύνατον να ενθυμηθώ ωρισμένας διασήμους ή και απλώς επισήμους προσωπικότητας, αι οπαίαι ζωηρώς άλλοτε ενετυπώθησαν εις την μνήμην μου ή και εξακολουθούσιν απασχολούσαι την σκέψιν μου,  χωρίς να συνοδεύεται η ενθύμησίς των ανεξαιρέτως από ωρισμένα ασήμαντα περιστατικά’ αλλ’ όμως εις τα περιστατικά εκείνα χρεωστώ την γνωριμίαν μου μετά των οποιωνδήποτε επισημοτήτων εκείνων και την πνευματικήν επικοινωνίαν μου προς ταύτας. Παραδείγματος χάριν: ο θρησκευτικός σεβασμός τον οποίον τρέφω προς το όνομα του Γκαίτε αφορμήν έχει μίαν υποσημείωσιν περί αυτού εις ένα τόμον της «Κορίννας» της κυρίας Στάελ, μεταφρασμένης από τον Ευστάθιον Σίμον’ η υποσημείωσις προσέπεσεν εις την αντίληψίν μου ότε ήμουν μαθητούδι του Ελληνικού Σχολείου. Είς εκείνην διεγράφετο δι’ ολίγων γραμμών το μεγαλείον του Γκαίτε. Έκτοτε η εικών του γερμανού ποιητού μου εμφανίζεται πιστότατα παρακολουθουμένη από το καλοδεμένον τομίδιον της «Κορίννης» με το ιδιαίτερον μικρόν σχήμα του και τα τυπογραφικά στοιχεία του, εκ των Καταστημάτων Γκαρπολά ή Κορομηλά, δεν ενδθυμούμαι καλώς, του έτους 1835, υποθέτω.

     Άλλοτε, παιδίον πάλι, έσκυψα και ανέλαβα παραπεταμένον εις μίαν γωνίαν, καταξεσχισμένον, ρυπαρόν, εν βιβλίον. Η ζακυνθινή έκδοσις των ποιημάτων του Σολωμού. Απεπειράθην να αναγνώσω μερικούς από τους στίχους του: «Λευτεριά για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί» κλπ. Αδύνατον. Οι στίχοι μου εφάνησαν δύσκολοι τραχείς, αγροίκοι, από φουστανέλλαν και από τσαρούχι, ανάξιοι να απασχολήσουν την φαντασίαν μου, θρεμμένην έως τότε αποκλειστικώς με την ευγένειαν και την ευπρέπειαν της ραγκαβικής μελωδίας: «Ώ σύ, ακτίς πρωτογενής, φωτίσασα το Χάος, Ελευθερία!». Επέταξα καταφρονητικά το βιβλίον. Ότε, παρατυχών πολύ πρεσβυτερος εμού κατά την ηλικίαν εξάδελφός μου, εις του οποίου το πνεύμα έτρεφα μεγάλην εκτίμησιν, μου παρετήρησε: -«Τι κάνεις αυτού; Ξέρεις ποιός είναι ο ποιητής αυτός; Είναι ο Σολωμός. Ξέρεις τι ποιητής είναι ο Σολωμός; Πίνδαρος». Από τότε ο Σολωμός μ’ επισκέπτεται συντροφευμένος πάντοτε με τον Θηβαίον χρυσαετόν και με τον ταπεινότατον συγγενή μου.

     Κάποτε έζησα εις την Κυπαρισσίαν. Εκεί μου απεκαλύφθη μέγας ποιητής αξιολάτρευτος, ο γάλλος Λεκόντ Δελίλ, ότη ήδη ευρίσκετο εις τας δυσμάς του φιλολογικού σταδίου του’ και τούτο χάρις εις επιστολήν μουσολήπτου φίλου μου εξ Αθηνών, όστις και αυτός τότε τον είχε ανακαλύψει. Από τότε η Μούσα των «Αρχαίων», των «Βαρβάρων» και των «Τραγικών» Ποιημάτων και τα ωραία ηλιοβασιλέματα της Κυπαρισσίας αποτελούν αδιαχώριστον σύνολον εις τα βάθη της ψυχής μου.

     Κάποτε, πρό πολλών ετών, ευρισκόμην εις τα γραφεία της «‘Ακροπόλεως». Προσήλθε, μετ’ άλλων, νέος τις ζητών τον κ. Γαβριηλίδην. Ενθυμούμαι μόνον ότι ξανθόν ήτο το γενειόν του και ότι έφερε ματογυάλια, προσηλωμένα εις τ’ αυτιά. Ο κ. Γαβριηλίδης απών και ο νέος απήλθε. Κάποιος παριστάμενος μ’ ερωτά:- Γνωρίζεις ποιος ήτον ο επισκέπτης;-Όχι απαντώ. –ήτον ο Βενιζέλος. Φαίνεται ότι από τότε «η φήμη, η μυριόστομος, του Λόγου ταχυτέρα», κατά τον ποιητήν, πρίν ή διαλαλήση, ως σκεύος εκλογής, τον μεγαλεπήβολον πολιτικόν, τον προησθάνετο, τρόπον τινά, αορίστως, και τον προήγγελλεν υποψιθυρίζουσα μετ’ ανησύχου προσδοκίας το όνομά του. Έκτοτε η εικών και η παράστασις του Βενιζέλου πληροί την φαντασίαν μου αχώριστος από την ανάμνησιν της ημέρας κατά την οποίαν έτυχε να ευρεθώ εις τα γραφεία της «Άκροπόλεως» και να μου επιστηθή, πρώτην φοράν τότε, η προσοχή εις το υποκείμενόν του.

     Εν τούτοις η πεπλανημένη, καθώς θα την ωνόμαζεν ο Αριστοτέλης, ανάμνησις αύτη, αμαυρώνεται και εξουδετερούται από το απαρασάλευτον φέγγος, ενός άλλου περιστατικού, πολικού οίστρου της μνήμης μου. Κατά πρώτον εστερεώθη εις την συνείδησίν μου ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως ανήρ μεγαλοπράγμων, κεκλημένος να εγκαινίση περίοδον εις την πολιτικήν και την καθόλου ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους, πρό δεκαετίας περίπου. Ωραίον καλοκαιρινόν δειλινόν εις το Ζάπειον την ασυγκρίτου χάριτος ώραν κατά την οποίαν ο Υμηττός δέχεται ιοστέφανος τα φιλήματα του  ηλίου. Ήσαν οι καιροί της στρατιωτικής επαναστάσεως του Γουδιού’ οι επαναστάται διετέλουν ως εν απορία, ακέφαλοι. Έλειπεν ο Λόγος. Το κίνημα ηπείλει αποτυχία. Η σύγχυσις προέβαλλεν επισκοτίζουσα. Εζητείτο ανήρ. Βωμός είχε ανιδρυθή εις ένα άγνωστον θεόν. Τον άγνωστον τούτον, βαδίζων παραπλεύρως μου εις το Ζάππειον κατά την μυστικοπαθή εκείνην ώραν μου κατέστη γνωστόν εις ονειροπόλος ελληνολάτρης, πάσχων από μυστηριώδες πάθος ιερόν, το οποίον μετά καιρόν θα τον έφερεν αλλοκότως όλως, θλιβερώς, αλλ’ όχι και απροσδοκήτως, εις τον τάφον. Η νόσος του, πολυτιμοτέρα και ευαισθητοτέρα από πολλών υγείας, έβλεπε, κατά τα φωτεινά της διαλείμματα, εις βάθη δυσδιάκριτα, απρόσιτα εις άλλους, αρτίως έχοντας. Ο συνομιλητής μου ήτον ο Περικλής Γιαννόπουλος. Αυτός ωμίλησεν εις εμέ περί του Βενιζέλου, και δια πρώτην φοράν ήκουσα περί αυτού, ως περί ανθρώπου κεκτημένου θαυμάσια προτερήματα πολιτικού ανδρός, τον οποίον ηπόρει πώς δεν έσπευδον να χρησιμοποιήσουν μίαν ώραν το ταχύτερον οι αμηχανούντες επαναστάται του Γουδιού. Δεν είχεν ακόμη εμφανισθή εις το στάδιον ο νέος από την Κρήτην Χαρίδημος. Αλλ’ οι λόγοι του Γιαννοπούλου, με προφητικήν έξαρσιν εκφερόμενοι, εχαράχθησαν από τότε εις την σκέψιν μου δυσεξάλειπτοι.

             Κωστής  Παλαμάς (1920)

        ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ  ΘΕΣΕΙΣ  ΓΙΑ  ΤΟΝ  ΚΩΣΤΗ  ΠΑΛΑΜΑ

ΤΑΚΗΣ  ΑΔΑΜΟΣ,  Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΥ ΚΑΙΡΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ΤΟΥ, 121-122

             Ο Ποιητής του καιρού του και του γένους του

…. «Η επίδραση των σοσιαλιστικών ιδεών και του εργατικού κινήματος στο έργο του Παλαμά είναι πιό φανερή στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Εδώ είναι έκδηλα τα υλιστικά και διαλεχτικά στοιχεία της σκέψης του. Αυτά, μαζί με την αγάπη του για το λαό και την εμπιστοσύνη στις δημιουργικές δυνάμεις του, τον κάνουν να διαισθάνεται και να υμνεί το ευτυχισμένο αύριο, που θάρθει αναπότρεπτα. Ο Παλαμάς βλέπει τη δισταχτικότητα και την αδυναμία της τάξης του, ν’ αναγεννήσει την Ελλάδα και γι’ αυτό την αναγέννηση αυτή την περιμένει από την καινούργια τάξη-την εργατική-που ανεβαίνει στο προσκήνιο της ιστορίας. Είναι «η ψυχή της Πολιτείας», που θα φύγει από το σάπιο κι ανήμπορο κορμί της άρχουσας τάξης και θα πάει στη «γέννα» του «Λυτρωτή». (Δωδεκάλογος, Λόγος Όγδοος, Προφητικός).

     Αυτόν τον οραματισμό του για το μέλλον της πατρίδας μας θα τον απλώσει ως την απελευθέρωση όλης της ανθρωπότητας από τα δεινά της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής δυστυχίας. Ο Μαμωνάς- κεφαλαιοκράτης, θα συντριβεί από το Φτωχολέοντα-προλεταριάτο (Φλογέρα του βασιλιά, Λόγος 11).

     Δε θα πρέπει να περάσει αμνημόνευτη μια άλλη ποιητική πράξη του Παλαμά. Το 1913, το Εργατικό Κέντρο της Αθήνας, του ζήτησε να γράψει τον ύμνο της εργατιάς. Κι ο Παλαμάς έγραψε τότε το «Τραγούδι του Εργάτη», που το μελοποίησε ο Μανώλης Καλομοίρης. Στα τρία τετράστιχα του τραγουδιού, ο Παλαμάς εκφράζει την αγάπη του στους εργάτες, τους δημιουργούς όλων των ανθρώπινων αγαθών, καταδίκαζε την άγρια εκμετάλλευση του μόχθου τους και τους καλεί να ενωθούν και να παλέψουν για να επιβάλουν το δίκιο τους.

     Ωστόσο, παρά τις φανερές επιδράσεις των σοσιαλιστικών ιδεών στο έργο του, παρά το φιλεργατισμό και τους οραματισμούς του για τη μελλοντική εξέλιξη της κοινωνίας, ο Παλαμάς δεν υπήρξε σοσιαλιστής. Η αγάπη που εκδηλώνει για την εργατιά, τα υλιστικά και διαλεχτικά στοιχεία της σκέψης του, δε σημαίνουν και σοσιαλιστική ιδεολογία. Ο Παλαμάς δημιούργημα της κοινωνίας της εποχής του, ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων ηγετών που ανέδειξε η αστική τάξη σ’ όλες τις χώρες στις ανοδικές στιγμές της ιστορίας της. Ήταν δηλαδή προοδευτικός αστός δημοκράτης. Αυτή η αμετάθεση ταξική του τοποθέτηση καθορίζει και την αντιφατικότητα που παρουσιάζει το έργο του γενικά. Αυτή θα τον οδηγήσει από ειρηνόφιλος- διεθνιστής να εκδηλώνεται και σα μεγαλοιδεάτης- σωβινιστής. Ακόμα αυτή η ταξική του τοποθέτηση τον εμποδίζει  να συλλάβει το νόημα των νέων καιρών, να κατανοήσει σωστά τη σημασία των κοσμοϊστορικών γεγονότων της εποχής του, όπως ήταν η Οχτωβριανή Σοσιαλιστική Επανάσταση»… («ΡΙΖΟΣ» 27.2.1983).

ΒΑΣΟΣ  ΓΕΩΡΓΙΟΥ, 122-125

                    [Κωστής  Παλαμάς]

     Στα σαράντα χρόνια από το θάνατο του Κωστή Παλαμά, ο νους εμάς των παλιών αγωνιστών και αντιστασιακών πάει αυθόρμητα στους εμπνευσμένους στίχους του ποιητή της Εθνικής Αντίστασης Άγγελου Σικελιανού, ειδικά γραμμένους για το εθνικό εκείνο ξόδι μέσα στη φοβερή βαρυχειμωνιά του ’43.

«Ηχείστε σάλπιγγες…

Καμπάνες βροντερές

δονήστε σύγκορμη τη χώρα, πέρα ως πέρα…

Βόγγα Παιάνα! Οι σημαίες οι φοβερές

της λευτεριάς, ξεδιπλωθήτε στον αέρα…».

     Ήταν, τάχα, τούτα λόγια της περίστασης, πού έτυχε να πάρουν μια ξεχωριστή σημασία μέσα στη μαύρη νύχτα της τριπλής κατοχής ή εκφράζανε στ’ αλήθεια εθνικό πένθος και λαϊκή συντριβή για την απώλεια ενός μεγάλου βάρδου της ρωμιοσύνης; Τότε οι νέοι της πρωτεύουσας με μπροστάρηδες τους φοιτητές και ο λαός της Αθήνας κι όλης της Ελλάδας αψήφησαν τις τρομοκρατικές διάτες των Γερμανο- Ιταλών καταχτητών και τίμησαν κατά που άξιζε τον ποιητή και δάσκαλο, που τους είχε ορμηνέψει.

      «Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του εικοσιένα».

     Και σήμερα, ύστερα από σαράντα χρόνια, τι απόμεινε από το ηχητήριο σάλπισμα, τον αχό της βροντερής καμπάνας και το θρηνητικό βόγγο του Παιάνα; Πόσο άντεξε στο χρόνο η ποίηση του Παλαμά, που ο θάνατός του έγινε στιγμή εθνικού θρήνου μα και μεγάλης αγωνιστικής έξαρσης του λαού μας;

     Δε χρειάζεται να είναι ιεροφάντης ή έστω απλός μύστης του ποιητικού λόγου για να ξέρεις να νιώσεις πώς αρκετοί έχουν βγάλει οριστικά την καταδίκη για τον Παλαμά: Πάει, πάλιωσε πιά, δεν μπορεί να συγκινήσει τη σημερινή νεολαία, να εκφράσει τους πόθους και τις ελπίδες του μαχόμενου λαού μας.

     Ο Παλαμάς, βέβαια, ανήκει σε άλλη εποχή, πού ήταν ποιητικός και πνευματικός εκφραστής της. Και κάθε εποχή έχει τα μέτρα και το μπόϊ της, τα εκφραστικά μέσα και την τεχνοτροπία της.  Συμβαίνει συχνά ποιητές, πεζογράφοι, πνευματικοί άνθρωποι γενικά που με το κάποιο ή το υποθετικό ταλέντο τους εκφράσανε μια εποχή και εξυπηρετήσανε μια κοινωνική τάξη να πάλιωσαν και να ξεχάστηκαν εντελώς, αργότερα.  Και μάλιστα όσο πιό «πολυσήμαντοι» φάνταξαν στον καιρό τους τόσο πιο γρήγορα τους σκέπασε η λησμονιά.

     Μα αυτό δε γίνεται με τους αληθινούς δημιουργούς, όσα πισωγυρίσματα κι αν τύχουν στην κοινωνική εξέλιξη ενός τόπου και στην προοδευτική ιστορία ενός λαού. Αργά ή γρήγορα αναγνωρίζονται και καθιερώνονται οι άξιοι δημιουργοί. Κι ο Παλαμάς ήταν κι αληθινός και μεγάλος μάστορας του ποιητικού λόγου.

     Σε τούτο το σύντομο σημείωμα δεν έχω σκοπό να αναλύσω και να αξιολογήσω το έργο του Παλαμά, να παρουσιάσω τη μεγάλη ποιητική προσφορά του ή να σταθώ στο καινούργιο που έδωσε, στον πλούτο της γλώσσας, των ρυθμών, χρωμάτων, μέτρων, ήχων, φθόγγων και εκφραστικών μέσων που χρησιμοποίησε. Άλλοι αρμόδιοι μίλησαν και θα μιλήσουν γι’ αυτό-γιατί κάθε άλλο παρά τέλειωσε η ολόπλευρη ανάλυση και η σωστή αξιολόγηση της τιτανικής δημιουργίας του Παλαμά. Θέλω απλά να σημειώσω πώς αν ο Παλαμάς δεν ήταν και δεν μπορούσε να είναι ποιητικός εκφραστής της εργατικής τάξης, δεν είναι καθόλου πνευματικός εκπρόσωπος της αστικής τάξης, έστω στην καλύτερη περίπτωση, του ανερχόμενου ελληνικού αστισμού. Είναι πολύ πέρα απ’ αυτόν, έχοντας ξεπεράσει τα περιορισμένα οράματα και τους ξεπερασμένους ταξικούς σκοπούς των προοδευτικών αστών. Έχει προχωρήσει πέρα απ’ αυτούς, έχει ζυμωθεί με τις ελπίδες και τα όνειρα του εργαζόμενου λαού σε μιά χρονική περίοδο, που η ελληνική εργατική τάξη δεν έχει διαμορφωθεί και δεν έχει συγκροτηθεί ακόμα σε επαναστατική τάξη για τον εαυτό της.

      Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ο εθνικός μας ποιητής. Αυτός δεν ήξερε άλλο από γλώσσα και ελευθερία. Ήταν ο βάρδος του μεγάλου σηκωμού και τραγούδησε όσο κανένας άλλος τόσο δυνατά, ζωντανά κι ωραία τον πόθο και τον αγώνα του μαχόμενου έθνους για την εθνική λευτεριά και αποκατάστασή του.

     Ο Κωστής Παλαμάς είναι κάτι περισσότερο: ο εθνικός, λαϊκός μας ποιητής. Νομίζω πώς τέσσερα στοιχεία χαρακτηρίζουν το αθάνατο έργο και τη μεγάλη πνευματική προσωπικότητα του Παλαμά: 1) Η πλούσια γλώσσα του, η αστείρευτη  γλωσσοπλαστική ικανότητά του και η συνείδηση της εθνικής, λαϊκής σημασίας της. 2) Η λαϊκότητα της προσφοράς του και η πίστη του στην αναγεννητική δύναμη του λαού. 3) Η διαλεκτική σκέψη και σοφία του, που άφησε πολύ πίσω τον ελληνικό αστισμό, γιατί μαστίγωσε φοβερά την προγονολατρεία, τον αστικό υπερεθνικισμό με τη μεγάλη ιδέα και τη σκοταδιστική θρησκεία. 4) Το δημοκρατικό φρόνημά του και η προοδευτική στάση του.

     Ο Παλαμάς πίστευε βαθιά πώς τη γλώσσα δεν τη φτιάχνουν, δεν την διαμορφώνουν οι λόγιοι και οι συγγραφείς, μα τη δημιουργεί και την αναπτύσσει μέσα σε μακρόχρονη πορεία ο λαός. Και ο λαός είναι το μεγάλο και πολυσύνθετο δημιουργικό πλήθος, που το απαρτίζουν γραμματισμένοι και αγράμματοι, σοφοί και άσοφοι, όλες οι κοινωνικές τάξεις από το μεγιστάνα ως το βαστάζο. Ο Παλαμάς εθνική γλώσσα θεωρούσε «τη γλώσσα που δένεται με το πραγματικό παρόν όποιο και νάναι. Τη γλώσσα που μιλάμε, τη γλώσσα που ακούμε, δίχως ρητορικές μεταφορές, από τα χείλη της μητέρας μας…».

     Αυτά έγραφε ο ποιητής πρίν από 100 χρόνια. Και δούλεψε όσο λίγοι, όσο, ίσως κανένας άλλος για τη στήριξη και την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Φυσικά, οι  αρνητές του τον κατηγορούν πώς έγραψε στην καθαρεύουσα το λόγο του που εκφώνησε στην Ακαδημία. Αλλά αυτό ήταν μία στιγμή αδυναμίας, χωρίς ξεχωριστή σημασία, τόσο περισσότερο που το ένιωσε αμέσως και έκανε αυτοκριτική. Γράφει ο ίδιος: «Για μένα ήτανε ένα είδος συγκατάβασης… Το μετάνιωσα. Αμέσως το μετάνιωσα. Καλύτερα αν έμενα και εκεί όπως είμαι: αυτός που είμαι και έκανα μιά υποχώρηση… Λάθος δεν έπρεπε. Δεν έπρεπε εγώ». Εννοούσε ένας δημοτικιστής αγωνιστής με συνέπεια.

       Για τη λαϊκότητα και τη διαλεκτική σκέψη και σοφία του μας δίνει ο ποιητής πλήθος αποδείξεις με όλο το έργο του, αλλά προπάντων με το αριστούργημά του που είναι σίγουρα: «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου». Μεγαλόπνοο έργο, αρκετό για ν’ ανεβάσει στις υψηλότερες κορφές το συνθέτη του.

      Ζωγραφίζω με τέτοιους αφρούς, ρωμαλέους στίχους τους αγωνιστές και τους πρωτοπόρους.

          «Και τους τρέμουν των κάμπων οι κιοτήδες

          και με ονόματα τους κράζουν πονηρά

          κλέφτες και απελάτες και προδότες

          τους μισούν οι βασιλιάδες κι όλοι οι τύραννοι,

          κι είναι μέσα στους σκυφτούς τα παλικάρια

          κι είναι μεσ’ στους κοιμισμένους, οι στρατιώτες».

          Κι’ άντρεψαν, γιατί δεν σκύψανε ποτέ το κεφάλι, δε γονατίσανε, μα ξέρουνε να παλεύουν.

          «….. Εμείς δε γονατίσαμε σκυφτοί.

          τα πόδια να φιλήσουμε του δυνατού

          σαν τα σκουλήκια που πατεί μας

          μα για ν’ αντισταθεί με το σπαθί,

          βρέθηκε σαν πολύ στοχαστική,

          και σαν πολύ ονειρόπλεχτη η ψυχή μας….».

     Λυρικός, επικός, μα και δραματικός ποιητής ο Παλαμάς, φιλοσόφησε και στοχάστηκε διαλεχτικά όσο λίγοι ομότεχνοί του. Βλέπει τον κόσμο σε ασταμάτητη κίνηση, σε διαρκές γίγνεσθαι. Τον άνθρωπο παιδί της φύσης και  την ανθρώπινη νόηση και γνώση τη μοναδική πηγή φώτισης.

          «…..Ζούσε η Γη πολύ πρίν ζήσουμε

          πρίν τα πλάτια της μεστώσει

          τούτη η ζήση εδώ που ζούμε

          τούτη η φύση, τούτη η γνώση.

          Κι όταν ο άνθρωπος ανατέλλει,

          και σαν ένιωσε και ο νους

          μεσ’ στη γη ένας, άλλος ήλιος

          θάμπωσε τους ουρανούς».

     Για την προοδευτικότητα τέλος του Παλαμά θέλω να σημειώσω: Όσοι την αρνούνται, απομονώνουν ή πιάνονται από μιά λέξη, μιά φράση ή ένα ασήμαντο περιστατικό και έχουν να λένε πώς στάθηκε παράμερα από τους αγώνες της προοδευτικής διανόησης και τις προοδευτικές ιδέες του καιρού μας. Είναι αλήθεια πώς ο Παλαμάς δεν ήταν από ιδιοσυγκρασία μαχητικός κι αδιάλλαχτος αγωνιστής. Κλειστός, αποτραβηγμένος, αθόρυβος τύπος, στοχαστής και δημιουργός δεν μπορούσε να βρεθεί στην πρωτοπορία, μα δεν έμεινε καθόλου στην άκρη. Καθαρός δημοτικιστής, σε εποχή που χρειαζόταν τόλμη και παλικαριά, τακτικός συνεργάτης του «Νουμά», συμπορεύτηκε με τα πιο φωτεινά μυαλά του τέλους του περασμένου και των αρχών του τωρινού αιώνα, σε κάθε δημοκρατική και κοινωνική εκδήλωση. Πολλές φορές ένωσε τη φωνή του με άλλους κορυφαίους πνευματικούς ανθρώπους για να υπερασπιστεί τη νεαρή δημοκρατία των Σοβιέτ, για να σώσει από τον θάνατο τους καταδικασμένους σε θάνατο, ΟΚΝΙτες του Καλπακιού ή για να φανερώσει την ανθρωπιστική αλληλεγγύη του σε πλήθος περιπτώσεις, Κι ακόμα είχε τη δύναμη, δείχνοντας την απλότητα και ταπεινοφροσύνη του, να χαιρετίσει ανυπόκριτα ή να παραμερίσει για να περάσουν νεότεροι ποιητές που θα οδηγούσαν την ποιητική δημιουργία σε πιό προχωρημένες μορφές και σε ανώτερο στάδιο, στη λαϊκή επαναστατική άνθισή της.

     Προικισμένος, εμπνευσμένος ποιητής ο Παλαμάς έφτασε με σκληρή, ακούραστη δουλειά στις υψηλότερες κορυφές του ελληνικού Παρνασσού. Γι’ αυτό όσο υπάρχει και αναπτύσσεται ο νεοελληνικός πολιτισμός, το έργο του Παλαμά και ξεχωριστά «Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου» θα μείνει μιά από τις λαλέουσες, ζείδωρες πηγές, αστείρευτη βρυσομάνα του ποιητικού λόγου και της προοδευτικής ποιητικής νεοελληνικής δημιουργίας, πού είναι δεμένη με του λαού μας τις αγωνίες, τους καημούς και τις ελπίδες.

ΑΓΓΕΛΟΣ  ΔΟΞΑΣ,  ΤΟ ΕΡΓΟ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ (1), 125-127

(1)., Απόσπασμα από το βιβλίο «Παλαμά», Ψυχοκριτική και ψυχοβιογραφική μελέτη του Άγγελου Δόξα, γραμμένη ύστερα από επίμονη επιθυμία του ποιητή (σελ. 480-εκδ. Κολλάρου- εξαντλημένη)

ΚΩΣΤΗΣ  ΜΕΡΑΝΑΙΟΣ, Ο  ΚΩΣΤΗΣ  ΠΑΛΑΜΑΣ  Ο  ΕΘΝΙΚΟΣ  ΚΑΙ  ΑΝΘΡΩΠΟΣ, 127-130

ΝΙΚΟΣ  ΠΑΠΑΣ, 130-136 (Από την «Αληθινή Ιστορία της  Νεοελληνικής  Λογοτεχνίας»)

             ΑΠΟ  ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΑΤΟΣ, 137 (από «Ναυτική Ελλάς»,  Σεπτέμβριος 1970)

      «…. Και δεν λησμονώ μία συγκινητική στιγμή, την ώρα που κατεβάζαμε στον τάφο τον Κωστή Παλαμά, με το στεφάνι από την Μεσολογγίτικη δάφνη που του κατέθεσα, επικεφαλής των φοιτητών ο Γιάννης Γουδέλης, ύψωσε βροντερήν την φωνήν του: «Ζήτω η Ελευθερία» και ήταν το πρώτο σύνθημα της Εθνικής αντιστάσεως κατά την δύσκολον εκείνην εποχήν, που λόγω της πολιτικής επιστρατεύσεως είχε απαγορευθεί πάσα κίνησις. Και το θάρρος και η τόλμη προέδιδαν την μέλλουσαν καθολικήν  των Ελλήνων εξέγερσιν. Το στεφάνι των Ελλήνων φοιτητών και τα παρορμητικά λόγια του αρχηγού των, του οποίου έχω σήμερα την ευτυχίαν να κρίνω το θαυμάσιον έργον του».

Γ. ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΑΣ, 137 (από «Κριτικά φύλλα»)

      «… Μέσα από τους φοιτητές πού παρακολουθούσαμε και μετείχαμε και κλαίγαμε και σκεφτόμαστε, ν’ ανοίξουμε μακελειό, με ορμή, σα νάχε πάρει μορφή η ίδια η έξαρση, πετάχτηκε αγριεμένος ένας φοιτητής. Ήταν ψηλός, σωματώδης, με μαλλιά μακρυά και κίτρινο βαθουλωμένο βασανισμένο πρόσωπο, ο Γιάννης Γουδέλης. Υψώθηκε ανάμεσα στους μεγάλους, άπλωσε το χέρι του και ούρλιαξε μ’ όση δύναμη είχαν τα στήθια του:

                             «Ζήτω η ελευθερία!...»

ΣΠ.  ΜΠΕΚΙΟΣ, 137 (από «Σελίδες από την Εθνική Αντίσταση»)

ΣΟΝΙΑ  ΙΛΙΣΚΑΓΙΑ (1971), 137 (από «ΙΝΟΣΤΡΑΝΝΑΓΙΑ  ΛΙΤΕΡΑΤΟΥΡΑ» Μόσχα 12.1971)

      «… Ο ανατέλλων ποιητής Γουδέλης, με έντονη την προσωπική και πατριωτική αξιοπρέπεια παίρνει  ενεργό μέρος στην κίνηση για την σωτηρία των πεινασμένων, πρώτος καταθέτει στεφάνι στον τάφο του μεγάλου Εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά, η κηδεία του οποίου μετατράπηκε σε μιά από τις λαμπρές εκδηλώσεις της αντιφασιστικής αντίστασης, ο Γουδέλης προχωρά στις πρώτες γραμμές της αντιφασιστικής διαδήλωσης και πέφτει τραυματισμένος από τις σφαίρες των κατακτητών…»

Εφημερίδα  «Ελευθεροτυπία» 28.2.1983, Οι φοιτητές και επιστράτευση/  Αντιμέτωποι με τον κατακτητή, 138-140

Εφημερίδα Ο «Ριζοσπάστης» 6.3.1983, 140-143

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΚΗΔΕΙΑ  ΤΟΥ  ΚΩΣΤΗ  ΠΑΛΑΜΑ, 144-145

ΓΙΑΝΝΗ  ΓΟΥΔΕΛΗ,  ΣΑΡΑΝΤΑ  ΧΡΟΝΙΑ  ΑΠ’  ΤΗ  ΚΗΔΕΙΑ  ΤΟΥ  ΠΑΛΑΜΑ, 146-153

(Αρχίζοντας απ’ το τέλος- Η  κηδεία, 146-147./ Γραπτό του Λουντέμη, 147-149./ Ο Παλαμάς χθες, σήμερα, αύριο, 149-150./ Το άστρο του Καβάφη, 150-153.

            Αρχίζοντας απ’ το τέλος- Η κηδεία.

     Σελίδες της «Κ. Ε.» έχουν κι άλλοτε προσφερθεί για τον Κωστή Παλαμά, σε επετείους του, όπως και μέσα στην «Ανθολογία της Σύγχρονης Κριτικής».

     Πάντα όμως υπήρχε η επιθυμία μιάς πλατύτερης αναφοράς και μας δίνεται η ευκαιρία με τη φετινή επέτειο των 40χρονων, από την Κηδεία του Ποιητή. Δεν λέμε «τον θάνατό του», γιατί η Κηδεία του ήταν εκείνη που υπογραμμίστηκε ιδιαίτερα, από την Ιστορία.

     Η «μοίρα» το είχε θελήσει εκεί, να έχει διαδραματίσει ένα ρόλο ο διευθυντής του περιοδικού, πού τότε, πρωτοετής φοιτητής της Χημείας, βρέθηκε επικεφαλής της φοιτητικής νεολαίας. Γιαυτό το γεγονός είχαν μιλήσει ως τώρα, άλλοι, Έλληνες και ξένοι και παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα από τα κείμενά τους. Παράλληλα αναδημοσιεύουμε δύο πρόσφατες συνεντεύξεις μας στον ημερήσιο τύπο.

     Ύστερα όμως και πέρα από την Κηδεία του Κωστή Παλαμά, παραμένει το ίδιο το έργο του.

     Προτάξαμε ένα μικρό, όσο γίνεται πιό αντιπροσωπευτικό ανθολόγιο. Βέβαια, απαιτείται περισσότερος χώρος, για κάτι τέτοιο, αφού τα Παλαμικά κείμενα εκτείνονται σε δεκάδες τόμους, κυρίως ποίηση, που συμπληρώνεται όμως και από άλλα Λογοτεχνικά είδη: Κριτική, σημαντική συμβολή στην Ελληνική Γραμματεία, (παρουσιάζουμε δείγματα), το πεζογράφημα «Ο θάνατος του παλληκαριού» και το θεατρικό «Η Τρισεύγενη», που το βάρος τους δεν είναι καθόλου αμελητέο, καθώς κ’ οι μεταφράσεις του Παλαμά που αποτελούν πρόσθετη κατάθεση στο λογαριασμό του Έργου του.

     Τέλος παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα, από τις πιό αντιπροσωπευτικές κρίσεις και τα μελετήματα που έχουν γραφτεί για τον Κωστή Παλαμά.

     Όπως συμβαίνει με τους μεγάλους, έτσι και τον Κωστή Παλαμά θέλησαν να τον εντάξουν σε μιά ιδεολογική κατηγορία.

      Οι φανατικοί ταγμένοι εθνικιστές του έριξαν γαλάζιο φώς. Άλλος βαθύ άλλος ανοιχτό. Οι στρατευμένοι της αριστεράς προσπάθησαν να εμφανίσουν ταινίες της παρουσίας του, κάτω από τις υπέρυθρες ακτίνες. Αυτά συμβαίνουν σε εποχές πολιτικής οξύτητας και από τέτοιες- φεύ- βρίθει η Ελλάδα. Προπαντός σ’ αυτά τα τελευταία σαράντα χρόνια. Πρέπει ίσως εδώ να μην παραληφθεί μιά λεπτομέρεια που δίνει κάποιο «μίτο» για την όλη διερεύνηση της «τοποθέτησης» του Παλαμά. Τόσον ο γιός του Κωστή Παλαμά Λέανδρος, όπως και ο ανεψιός και κληρονόμος τους Ξανθόπουλος Παλαμάς, ήσαν δηλωμένοι αντικομουνιστές. Ο δεύτερος, όπως ξέρουμε, διετέλεσε και υπουργός Εξωτερικών της Χούντας. Για τον Λέανδρο, θα παραθέσουμε μια μαρτυρία του Μενέλαου Λουντέμη από το βιβλίο του «Εξάγγελος» (Σικελιανός) που αναφέρεται στη μεμπτή στάση του Λέανδρου, κατά την παραμονή της Κηδείας του πατέρα του. Έτσι μπορούμε να κάνουμε υποθέσεις βάσιμες για τις επιδράσεις συντηρητισμού που δεχόταν ο Κωστής Παλαμάς από τους οικείους του αυτούς. Κι ακόμα να ληφθεί υπόψη η στενή σχέση των Παλαμάδων με τον ισχυρό εθνικιστή Κατσίμπαλη, πατέρα και γιό.

                 Γραπτό του Λουντέμη

     «…. Φύγαμε από κει πρωί. Κρυώναμε. Ο Παλαμάς είχε ξεψυχήσει πρίν από μιάν ώρα. Χωρίσαμε σ’ ένα σταυροδρόμι. Πονούσαν οι κρόταφοί μου. Είχα, φαίνεται, κρυολογήσει. Μα δεν έπεσα στο κρεβάτι. Κλήρος βαρύς έπεφτε στους ώμους μας. Να πάρουμε στα χέρια μας την υπόθεση της ταφής. Σμίξαμε πρωί-πρωί όλοι στο βιβλιοπωλείο του «Αετού». Μας προσδέχτηκε ισκιωμένος ο Κίμων Θεοδωρόπουλος με το Χρυσ. Γανιάρη. Είχαν κι οι δύο μαύρο περιβραχιόνιο. Ήταν σα να προαισθάνονταν από τότε ότι σε λίγο θα πέφτανε κι οι δύο στα χέρια της γκεστάπο. Δε χωρούσαμε όλοι στο βιβλιοπωλείο, και βγήκαμε στη στοά. Τότε εμφανίζεται ο γιός του Παλαμά:

     -Κύριοι!!... είπε στυφά. Σας παρακαλώ. Σεβαστείτε το πένθος μας! Τι θέλετε, επιτέλους απ’ το νεκρός μας; Αφήστε τον ήσυχο!... Θα τον ενταφιάσει η οικογένειά του, σεμνά, οικογενειακά (ήθελε να πει «μυστικά»).

Άφρισα.

-Ποιά οικογένειά του; του λέω. Φαίνεται, κύριε, πώς δεν ξέρετε ποιόν είχατε πατέρα! Οικογένειά του είναι όλη η Ελλάδα. Μόνος του τη απόχτησε. Και κανένας ανάξιος γιός  δεν μπορεί να του την αφαιρέσει.

     Ήταν μέτριος σ’ όλα. Στην ποίηση, στη ζωγραφική, στη λογιστική. Σήμερα αποδειχνότανε μέτριος και στα αισθήματα.

-Ξεκινάτε από «αλλότριους» σκοπούς… είπε με σφιγμένα τα δόντια. Δε θα σας αφήσω να κάνετε τον πατέρα μου ύποπτο φλάμπουρο.

-Φλάμπουρο είναι! Και προς τιμή του. Και προς τιμή σου. Αν είσαι μικρός γι’ αυτήν την τιμή, παραμέρα! Κλείσου στο σπίτι σου. Θα περάσει ο Λαός και θα σε παρασύρει. Κρύψου! Τ’ άλλα είναι δική μας υπόθεση.

     Έτσι νομίζαμε. Ότι ήταν δική μας μόνο υπόθεση, του πνευματικού μόνο κόσμου. Μα πίσω μας ήταν σύγκορμος ο Λαός. Ούτε υποπτευόμασταν, ως τότε, τι γινόταν πίσω απ’ το οικογενειακό πένθος των λογοτεχνών. Η Αθήνα είχε όλη ντυθεί στο πένθος και ετοιμαζόταν να ξεπροβοδίσει το μεγάλο της πατέρα. Πώς το ‘μαθαν; Ποιά μυστική καμπάνα έκραξε μες στα μεσάνυχτα; Ποιός ειδοποίησε τις μυριάδες των πολιτών της πανάρχαιας πόλης ότι έφτασε η ώρα της πρώτης μάχης;

     Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη, μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια… Ο Λ α ό ς ! Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για έναν τέτοιο νεκρό, σε μιά τέτοιαν ώρα, σε μιά τέτοια πόλη.

     Είναι αδύνατο-και τώρα-να περιγράψω αυτή τη θανή. Μού λύνονται οι αρμοί. Στην εξέδρα, δίπλα στο φέρετρο, σε μία στιγμή-σα χρησμός-ο Σικελιανός! Η φωνή του θαρρετή, σαν την «κόψη του σπαθιού την τρομερή», έσκισε την πένθιμη σιωπή:

          Ηχήστε, οι σάλπιγγες! Καμπάνες βροντερές,

          δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…

          Βογκήστε, τύμπανα πολέμου… Οι φοβερές

          σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Ρίγη προφητικά μας διαπέρασαν όλους.

Οι τόνοι της φωνής του ξεχυθήκαν εξαγγελτικοί ως κάτω στην Πόλη, εισέβαλαν απ’ τα Προπύλαια κι ανέβηκαν στην Ακρόπολη! Κι εκεί….

Το ποίημα δεν είχε ακόμη τελειώσει. Οι τόνοι του μόλις είχαν αρχίσει να σβήνουν… Και τότε, με τα χείλη του Λαού, απάντησε-από απόσταση ενός αιώνα-σε τούτον τον Έ λ λ η ν α  Ποιητή, ένας άλλος Έ λ λ η ν α ς  Ποιητής:

          Σε γνωρίζω από την κόψη

          του σπαθιού την τρομερή….

Είχαμε ασυναίσθητα γονατίσει. Και ψέλναμε. Μεγαλόφωνα…. Τον Ύμνο μας, της αστρομέτωπης Λ ε υ τ ε υ ρ ι ά ς !

             «Εξάγγελος» σελ. 204-205.

     Αυτό είναι ίσως το δράμα των «υιών και των κληρονόμων». Ορισμένοι εκδότες έχουν ιδιαίτερη πείρα πάνω σ’ αυτό.

     Εκτός όμως από  τους θαυμαστές του Κωστή Παλαμά δεν έλλειψαν και οι αρνητές και οι αφοριστές του, όπως ο Γ. Αποστολάκης και ο Πάνος Καραβίας, που δεν αφαίρεσαν, τελικά νομίζουμε, τίποτα από την υπόληψη του Παλαμικού έργου.

     Ένας μελετητής, ωστόσο, πρέπει να έχη υπόψη του τους πιο χαρακτηριστικούς μελετητές του. Έτσι, εκτός από τους σωβινιστές, Βεζανή, Μυριβήλη, Τσάτσο, Καραντώνη και τον σταλινικό ηγέτη της αριστεράς Ν. Ζαχαριάδη, αναφέρουμε ιδιαίτερα τα ονόματα: Μάρκος Αυγέρης, Τάκης Αδάμος, Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Βάρναλης, Ν. Παπάς, Γ. Σεφέρης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Γ. Κουρνούτος, Αιμ. Χουρμούζιος.

     Μην  λησμονούμε ακόμη πώς σε ορισμένα κέντρα του απόδημου Ελληνισμού, όπως η Πόλη (έναν καιρό), η Αίγυπτος, με το περιοδικό «Νέα Ζωή», η Κύπρος (ο ποιητής Γαλατόπουλος ειδικά) και βέβαια στην Ελληνική πρωτεύουσα και συμπρωτεύουσα ((βλέπε για τη Θεσσαλονίκη, απομνημονεύματα Γ. Θ. Βαφόπουλου), δόθηκαν πλήθος από μαρτυρίες, γύρω από τον Παλαμά.  

            Ο  Παλαμάς χθες, σήμερα, αύριο

     Ο Παλαμάς αποτελεί μιά από τις μεγαλύτερες ποιητικές δυνάμεις της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Μαζί με τον Σολωμό και τον Σικελιανό, νομίζουμε, ορίζουν τις κορυφές της.

     Από την άλλη ο Καβάφης κι ο Καζαντζάκης δίνουν το βάθος των βυθών της. Υπάρχουν ασφαλώς και άλλα υπολογίσιμα αναστήματα, όπως ο Κάλβος κι ο Καρυωτάκης. Ο ένας υμνωδός, ο άλλος θρηνωδός, ο καθένας εκφραστής του καιρού και της ψυχής του.

     Έχουν δοθεί μερικοί πετυχημένοι χαρακτηρισμοί για τους γενάρχες μας. Ο Παπαδιαμάντης λ.χ. είναι «ο Κοσμοκαλόγερος», πετυχημένος χαρακτηρισμός, αλλά χρειάζεται κάποιος προβληματισμός στο συνθετικό τούτο προσωνύμι. Ο Κόσμος, Ελληνικός, γραφικός και ο Καλογερισμός, που δυστυχώς αποτέλεσε μοίρα ολέθρια για την  Ελλάδα του «δεύτερου και τρίτου Πολιτισμού».

     Θυμόσαστε αυτή τη στιγμή μια πετυχημένη παρομοίωση, ενός πρόσφατα απελθόντος λογοτέχνη, του Πίνδαρου Μπρεδήμα, που προσέχτηκε μονάχα η εμφάνισή του με το πεζογράφημα «Ο τροφοδότης». Και όμως υπήρξε περίπτωση και ο Πίνδαρος κα ο αδελφός του Ηλίας Μπρεδήμας, πού μόνος αυτός τόλμησε να τα βάλει με το Παλάτι και ειδικά με τη Φρειδερίκη, τότε που όλοι λύγιζαν μπροστά στην παντοκυρίαρχη παρουσία της.

     Λοιπόν, ο Πίνδαρος Μπρεδήμας λέει τούτο στα «Παιδιά του Αιώνα»

          «Το βιολί του Σολωμού

          η κιθάρα του Κάλβου

          και η ορχήστρα του Παλαμά».

Προσωπική μας γνώμη για τον Κάλβο είναι πώς πρόκειται για έναν γίγαντα, αλλά χωλό. Λές και έχει υποστεί ημιπληγία.  Και τον Καβάφη τον θεωρούμε ένα θείο τέρας κόλουρο. Στους σημερινούς, βέβαια, καιρούς της παρακμής κυριαρχεί ο Καβάφης. Έχουμε γράψει μια άποψη στην «Καινούργια Εποχή» που ίσως δεν θα ήταν πλεονασμός να ξαναθυμηθούμε κάπως κι εδώ.         

ΑΓΓΕΛΟΣ  ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ,  ΠΑΛΑΜΑΣ, 154 (ποίημα)

ΤΕΛΟΣ  ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΠΑΛΑΜΑ

ΧΡΟΝΙΚΟ, 155

Βάσος  Γεωργίου,  Τέχνη και Ιδεολογία, 156-158

ΚΡΙΤΙΚΗ  ΒΙΒΛΙΟΥ

ΓΙΑΝΝΗΣ  ΓΟΥΔΕΛΗΣ, 158-189

ΘΕΑΝΩ  ΠΑΠΑΖΟΓΛΟΥ- ΜΑΡΓΑΡΗ, Ο ΕΛΛΗΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΣΑΤΙΡΙΚΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ  ΚΩΣΤΑΣ  ΖΑΜΠΟΥΝΗΣ, 190-195

ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ

ΑΓΓΕΛΟΣ  ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΝΑΣΣΟ της Βιργινίας Καναδάκη-Ρουσσάκη, 196

ΚΡΙΤΙΚΗ  ΘΕΑΤΡΟΥ

Γράφει ο ΆΓΓΕΛΟΣ  ΔΟΞΑΣ, 196-201 κρίνονται τα:

1., «Τα Ναρκωτικά» του Σπύρου Καρατζαφέρη, 196-197

2.,  «Το Βαριετέ» της Μαριέττας Ριάλδη, 197-198

3., «Φονικό στην Εκκλησιά» του Θωμά Στερν Έλιοτ, 198-200

4., «Μιάς Πεντάρας Νιάτα» των Ασημάκη Γιαλαμά και Κώστα Πρετεντέρη, 200

5., «Μαρία Πενταγιώτισσα» του Μ. Μποσταντζόγλου, 200-201

Σημειώσεις

                      ΟΙ  ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ ΤΟΥ  ΠΑΛΑΜΑ

     Στο περιοδικό Εστία, που στο διάστημα αυτό παίζει έναν πρωτεύοντα ρόλο στη λογοτεχνική κίνηση, συνεργάζεται και ο Κωστής Παλαμάς (1859-1943). Ο Παλαμάς είχε χαιρετήσει την «ειδυλλιακήν αφέλειαν» του Δροσίνη και την εμφάνιση μιας νέας «σχολής», που καλλιεργεί μια ποίηση «ολιγώτερον μεν θορυβώδη και επιδεικτικήν, αλλά περισσότερον παρθενικήν, μη πεπατημένην εν τοις πλείστοις, εν τω βάθει της οποίας διαυγώς καθορώσι το φως του ιδεώδους» (Άπαντα, 2, 1962, σ.131). Αργότερα και ο Παλαμάς αναλογίζεται την επιρροή πού άσκησε πάνω του, στο ξεκίνημά του, ο Νικόλαος Γ. Πολίτης. Αλλά με την ίδια ευκαιρία υπερηφανεύεται για την ευρύτητα των προσωπικών του ενδιαφερόντων, που, με αφετηρία τη βυζαντινή παράδοση, έφταναν έως τη διδαχή του Σολωμού. Η ανάκτηση της παράδοσης στο σύνολό της ευνοεί μια σαφέστερη αντίληψη του ελληνικού παρελθόντος και της πατρίδας, όπως βλέπουμε στη συλλογή Τραγούδια της πατρίδος μου (1886), που και στον τίτλο προβάλλεται εμφατικά ο ρόλος της πατρίδας. Εξάλλου ο Παλαμάς επιμένει τον εκ νέου προσδιορισμό της σημασίας που έχει η πατρίδα γι’ αυτόν. Το βλέπουμε σαφώς σε ένα κείμενο του 1890:

Ο πατριωτισμός είναι το ευγενέστερον των αισθημάτων, αλλά και το προχειρότερον εις εκμετάλλευσιν υπό των φωνασκών, των αγυρτών και των επιτηδείων παντός είδους. Εν τω καθ’ ημέραν βίον ο πατριωτισμός δύναται να χρησιμεύση ως πρόσχημα προς θεραπείαν και των ιδιοτελέστερων συμφερόντων’[….] Αλλ’ υπάρχουν περιπτώσεις καθ’ ας η πατρίς είναι ανεξάντλητος πηγή εμπνεύσεως και σχεδόν πληροί το ιδεώδες της ποιήσεως’ τούτο συμβαίνει εις τα έθνη τα οποία δεν εξεπλήρωσαν ακόμη τον προορισμόν των ή ευρίσκονται εις την αρχήν του σταδίου των. Άπαντα, 2, 1962, σ.74.

      Η πνευματική του αδηφαγία, η ανάγκη  να απορροφήσει μέσα του ολόκληρη την ελληνική πραγματικότητα, σε μία συμβολική αλλά και αληθινή αποδοχή της εθνικής κληρονομιάς, τον ωθεί στην οικειοποίηση και του κλασικού κόσμου. Το 1899 ο Ύμνος στην Αθηνά βραβεύεται με εισήγηση του Ν.Γ. Πολίτη. Η παρνασσική θεματικήθα εξαπλωθεί στα ποιήματα της συλλογής Τα μάτια της ψυχής μου (1892), και όχι νωρίτερα (2). Οι μελετητές διστάζουν να αναγνωρίσουν χαρακτηριστικά του συμβολισμού στο ίδιο έργο, ενώ επαινούν εκείνο που γίνεται αμέσως αντιληπτό, τον πλούτο της προσωδίας. Ο Παλαμάς, που υπήρξε ένας δεινός πειραματιστής του στίχου (3), στο επόμενο έργο, Οι χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης (1900), αποτολμά τον ελευθερωμένο στίχο. Στις «Εκατό φωνές» της συλλογής Ασάλευτη ζωή (1904), αρέσκεται σε απεικονίσεις όπως η ακόλουθη:

            Αγνάντια το παράθυρο’ στο βάθος

            ο ουρανός, όλο ουρανός, και τίποτ’ άλλο’

            κι ανάμεσα, ουρανόζωστον ολόκληρο,

            ψηλόλιγνο κυπαρίσσι’ τίποτ’ άλλο.

            και ξάστερος ο ουρανός ή μαύρος είναι,

            στη χαρά του γλαυκού, στης τρικυμίας το σάλο,

            όμοια και πάντα αργολυγάει το κυπαρίσσι,

            ήσυχο, ωραίο, απελπισμένο. Τίποτ’ άλλο.

Το  οκτάστιχο αυτό περιγράφει με μια διάθεση ατάραχη το τοπίο, όσο ξεχωρίζει μέσα από το πλαίσιο του παραθύρου του. Η αναπαράσταση είναι λιτή και επακριβής όπως σε ένα πίνακα’ η γαλήνια παραδοχή μοιάζει να υπαινίσσεται κάτι το ανείπωτο και το ανέκφραστο. (4)

      Μόνο που η γαλήνια διαφάνεια παρόμοιας ομιλίας θολώνει μόλις η έμπνευση του Παλαμά ελκύεται από τον πειρασμό να ενσαρκώσει νοήματα υψηλότερα, κατά τη γνώμη του. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις όσα περισσότερα θέματα αποπειράται να συνταιριάσει τόσο πιο νεφελώδες είναι το αποτέλεσμα. Σε παρόμοιες συνθήκες, και τα επίθετα, που αφθονούν και συχνά είναι σύνθετα και επί τούτου επινοημένα, συντελούν και αυτά στην αποδυνάμωση της εκφοράς. Οι σύγχρονοί του αναγνώστες είχαν παραπονεθεί για τη σκοτεινότητα του λόγου του και ο ίδιος είχε βρεθεί στην ανάγκη να αντικρούσει αυτή την κατηγορία ήδη το 1892. Στον πρόλογό του Τα μάτια της ψυχής μου εξηγούσε ότι η ποίηση από τη φύση της είναι σκοτεινή. Το ζήτημα όμως δεν είναι εκεί.

     Ο ποιητής θα προχωρήσει κυνηγώντας τα μεγάλα οράματα, παγιδευμένος από την προσδοκία να συνθέσει έργα μνημειώδη και επιβλητικά, όπου να εκφράζονται με το κατάλληλο ύφος τα πεπρωμένα της φυλής. Επωμίζεται το σύνολο των εθνικών ευθυνών με την προσδοκία να απαλλαγεί το έθνος από όσες ενοχές είχε φορτωθεί κατά την πρόσφατη ιστορία του ώστε να μπορέσει να κοιτάξει κατάματα το εθνικό ιδεώδες. Θα γίνει έτσι ένας βάρδος. Αυτό δε σημαίνει ότι μπόρεσε να ξεφύγει από τους κινδύνους της παρακμής και του αισθητισμού.

(2), Όπως προέκυψε από την ανάλυση της Ε. Πολίτου- Μαρμαρινού στη μελέτη Ο Κ. Παλαμάς και ο γαλλικός Παρνασσισμός 1976

(3), Βλ. Ε. Γαραντούδης, «Η μετρική θεωρία του Παλαμά», και M. Peri, «Ο πολύτροπος στίχος του Παλαμά», στον συλλογικό τόμο Νεοελληνικά μετρικά, επιμέλεια Ν. Βαγενάς, Ρέθυμνο 1991, σ.157 κ.ε, και σ.199 κ.ε.

       MARIO  VITTI, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, Νοέμβριος 2003, σ. 294-296. Στο 10ο κεφάλαιο «ΑΠΟ ΤΗ ΓΡΑΦΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΗΘΟΓΡΑΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑ ΤΗΣ ΛΥΤΡΩΣΗΣ». Νούμερο 10.2 «ΟΙ ΦΙΛΟΔΟΞΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ».

      Έφυγε πλήρης ημερών πρίν δύο μέρες, ο γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη και εγκατεστημένος στην Ιταλία μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας και ένθερμος νεοελληνιστής Μάριο Βίττι (Κων/λη 1926-Ρώμη 14/2/2023). Στην μνήμη του άοκνου ερευνητή και αναστηλωτή ελληνικών έργων,  καθηγητή και ερευνητή, ελληνο-ιταλού συγγραφέα και επιμελητή ας αφιερώσουμε το παρόν Παλαμικό σημείωμα. Οι εργασίες του πάνω στο έργο του Ζακυνθινού ποιητή Ανδρέα Κάλβου, («Ο Κάλβος και η Εποχή του», Στιγμή 1995) τους νομπελίστες μας ποιητές Οδυσσέα Ελύτη («Για τον Οδυσσέα Ελύτη», Καστανιώτης 1998.- «Οδυσσέας Ελύτης, Βιβλιογραφία 1935-1971», Ίκαρος 1977.- ενώ το 1999 από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, ο Μάριο Βίττι επιμελήθηκε τον τόμο «Εισαγωγή στην Ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη»), και του Γιώργου Σεφέρη («Φθορά και λόγος, εισαγωγή στον Γιώργο Σεφέρη», Εστία 1978) προσέχθηκαν και συζητήθηκαν θετικά από τους κριτικούς και τους έλληνες αναγνώστες της ελληνικής ποίησης όταν κυκλοφόρησαν. Ιδιαίτερης προσοχής έτυχαν δύο ακόμα τίτλοι εργασιών του από την επιστημονική κοινότητα. «Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΤΡΙΑΝΤΑ-ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΗ» εκδόσεις «Ερμής», Αθήνα 1977 και «ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΘΟΓΡΑΦΙΑΣ» εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα 1980. βλέπε και 3η έκδοση συμπληρωμένη το 1991. Η πρώτη έκδοση είχε πραγματοποιηθεί από το τυπογραφείο και τις εκδόσεις «Κείμενα», Αθήνα, 1974.  Δεύτερη έκδοση επαυξημένη, Νοέμβριος 2003- έτυχε και η «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του, η οποία κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1978 από τις εκδόσεις «Οδυσσέας». Στην αρχή του Προλογικού Σημειώματος της Ιστορίας μας λέει ο Βίττι: «Το ανά χείρας βιβλίο ξαναγράφηκε ελληνικά από τον ίδιο τον συγγραφέα του’ και τούτο επειδή αυτός έκρινε ότι δεν θα ήταν το ίδιο μια μετάφραση της Storia della letteratura neogreca, που κυκλοφόρησε στη Ρώμη το 2000 για το ιταλικό κοινό, όσο επιτυχημένη και να ‘ταν, δίχως να ληφθεί υπόψη ότι το βιβλίο προορίζεται για έναν αναγνώστη που έχει το προνόμιο της απ’ ευθείας πρόσβασης στα γεγονότα και στα έργα που αναφέρονται’ ούτε και θέλησε να χάσει την ευκαιρία που του δινόταν για μια αμεσότερη επικοινωνία με το ελληνικό αναγνωστικό κοινό….».  Οι εκδόσεις του «ΜΙΕΤ», του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2006, κυκλοφόρησαν τον τόμο “MARIO  VITTI, «ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΕ ΘΕΑ» Άρθρα & Ομιλίες. Εργογραφία με Αυτοβιογραφικό σχόλιο».  Μετά τα άρθρα και τις ομιλίες του καθηγητή, ακολουθούν εκτενή αποσπάσματα από διάφορες κατά καιρούς συνεντεύξεις του, σελ.219-238. Η Αμαλία Κολώνια, στις σελίδες 240-295, συνέταξε μία εκτενή και αναλυτική Εργογραφία των ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων δημοσιευμάτων του και τίτλων βιβλίων. Μία χρήσιμη εργασία για να γνωρίσουμε την ερευνητική και συγγραφική χρονολογική διαδρομή του Μάριο Βίττι. Σημειώνει η Αμαλία Κολώνια, σελ. 240: «Η καταγραφή των δημοσιευμάτων ακολουθεί χρονολογική κατ’ έτος σειρά. Εντός του έτους η τάξη είναι αλφαβητική, δίχως να αποκλείονται πρωθύστερα. Οι τίτλοι των αυτοτελών εκδόσεων του συγγραφέα αποδίδονται με κεφαλαιάκια, όχι όμως όταν πρόκειται για μετάφραση ή επιμέλεια….. Η καταγραφή έγινε με βάση το αρχείο του συγγραφέα’ παρ’ όλες τις προσπάθειες αναδρομής στο ακέραιο έντυπο, παρέμειναν μερικές ασάφειες, ιδίως ως προς τη σελιδαρύθμιση». Στις σελίδες 299-349 έχουμε ένα πολυσέλιδο «Αυτοβιογραφικό σχόλιο στην εργογραφία» που συντάσσεται από τον ίδιο τον Μάριο Βίττι. Οι προσωπικές του αυτές αναμνήσεις και ενδεικτικοί σχολιασμοί βοηθούν ακόμα περισσότερο τον αναγνώστη στην κατανόηση των ερευνητικών του εργασιών και συγγραφικών σταθμών. Ο τόμος κλείνει με το Γενικό Ευρετήριο. Μας δηλώνει ο Μάριο Βίττι στον «Πρόλογο» του τόμου «Γραφείο με Θέα»: «Ο σχεδιασμός τούτου του βιβλίου ξεκίνησε από την εργογραφία μου, την οποία ανέλαβε και συνέταξε με προθυμία και αρμοδιότητα η Αμαλία Κολώνια, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο του Βιτέρμπο. Από την πρώτη στιγμή που πήρα στα χέρια μου την καταγραφή αυτή μπήκα στον πειρασμό να σχολιάσω τα λήμματά της, καθώς το καθένα ξεχωριστά μου έφερνε στη μνήμη μερικές λίγο πολύ ευχάριστες λεπτομέρειες  για τις περιστάσεις κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκαν τα αντίστοιχα γραπτά».

Είναι μεγάλη η συμβολή του καθηγητή Μάριου Βίττι στην διάδοση των ελληνικών γραμμάτων στην γειτονική Ιταλία. Δίδαξε σε πανεπιστημιακές σχολές, συμμετείχε σε συνέδρια, έδωσε ομιλίες, έγραψε για έλληνες ποιητές, κυκλοφόρησε βιβλία τους, μετέφρασε έλληνες πεζογράφους, εξέδωσε ανθολογίες με έργα ελλήνων συγγραφέων. Παράλληλα, και η εδώ-στην Ελλάδα- επιστημονικές συγγραφικές και ερευνητικές του δραστηριότητες δεν υπήρξαν λίγες. Είναι αρκετοί οι τίτλοι των ελληνικών λογοτεχνικών περιοδικών, εφημερίδων, σύμμεικτων τόμων, αφιερωματικών, με εργασίες του από το 1946 έως το 2005 που φέρουν την υπογραφή του. Ερευνητικές εργασίες που διευθετούν ζητήματα αφορώντα πρόσωπα και έργα της ελληνικής γραμματείας, των πριν την εθνική παλιγγενεσία και κατοπινών ελεύθερων ιστορικών χρόνων. Ο Μάριο Βίττι έφερε σε επαφή την σύγχρονη και όχι μόνο ελληνική λογοτεχνία με το Ιταλικό αναγνωστικό κοινό. Στέριωσε και αύξησε τις γέφυρες επικοινωνίας μεταξύ των δύο λαών και συγγενών πανάρχαιων ιστορικών της ευρώπης πολιτισμών. Παρ’ ότι είχε αποσυρθεί από την συγγραφική δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια-είχε συνταξιοδοτηθεί από τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα-οι εργασίες και τα βιβλία του, οι δημοσιεύσεις του, εξακολουθούσαν να γονιμοποιούν την σκέψη και τα ενδιαφέροντα των νέων ερευνητών και μελετητών, φοιτητών.

Όσον αφορά την περίπτωση του ποιητή Κωστή Παλαμά, (κάνει λόγο για την «ιερατική μορφή του») οι εργασίες του Μάριο Βίττι ούτε πολλές είναι, ούτε αφιερώνει ειδικές, ξεχωριστές σελίδες στο έργο του. Τον έχει μεταφράσει και συμπεριλάβει σε ξένες ανθολογίες με ποιήματα ελλήνων ποιητών που επιμελήθηκε, και σε αρκετά βιβλία του, αναφέρεται στο πρόσωπό του και σε συλλογές του, όταν εξετάζει την ελληνική ποιητική και πεζογραφική παραγωγή της εποχής του. Της γενιάς του 1880 της οποίας πρωτεργάτης υπήρξε ο Κωστής Παλαμάς. Υπάρχει και δημοσίευση άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα» που συνεξετάζει τον Βηλαρά με τον Παλαμά.  

Αντιγράφω τα περιεχόμενα του παλαιού περιοδικού του συγγραφέα και εκδότη Γιάννη Γουδέλη, «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΕΠΟΧΗ». Το περιοδικό το έχω σε φωτοτυπία, και το μεγαλύτερο μέρος των σελίδων του, είναι αφιερωμένο στον ποιητή Κωστή Παλαμά. Δεν είναι από τα καλύτερα ούτε πληρέστερα αφιερώματα που έχουν γίνει στον ποιητή τις προηγούμενες δεκαετίες. Οι απόψεις από την άλλη του εκδότη του περιοδικού είναι κάπως ακραίες, απόλυτες, όπως διαβάζουμε στα αρνητικά σχόλιά του σε έλληνες καλλιτέχνες και άλλα πρόσωπα στις σελίδες των «Χρονικών». Ο Γιάννης Γουδέλης, ο εκδότης του Νίκου Καζαντζάκη, βλέπει και ερμηνεύει τα πράγματα από την δογματική σκοπιά, δεν το κρύβει άλλωστε. Ξιφουλκεί περί πάντων. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη που κοίταξα στις ψηφιοποιημένες εφημερίδες, και συγκεκριμένα στον «Ριζοσπάστη» στην ημερομηνία 27/2/1983 που αναφέρεται κάτω από το κείμενο του κριτικού Τάκη Αδάμου, δεν συνάντησα το παρατιθέμενο κείμενο. Εκτός αν υπήρχαν ένθετες καλλιτεχνικές σελίδες της πολιτικής εφημερίδας. Το καλογραμμένο κείμενο του Βάσου Γεωργίου δεν εντόπισα αν είναι πρωτότυπο ή μεταφέρεται από προηγούμενο δημοσίευμά του, όπως και άλλων συμμετεχόντων. Όσον αφορά τον κομμουνιστή πεζογράφο και αγαπητό στο νεανικό και όχι μόνο κοινό Μενέλαο Λουντέμη, και αυτά που μας εξιστορεί για την ταφή του Κωστή Παλαμά και την στάση του γιού του Λέανδρου Παλαμά, ανάγονται σε μία άλλη προβληματική. Στο κατά πόσο τα άμεσα συγγενικά πρόσωπα ενός ποιητή, οι πρώτου βαθμού συγγενείας ενός συγγραφέα, έχουν ηθικό δικαίωμα να απαγορεύσουν, να μην επιτρέψουν σε μία λογοτεχνική κοινότητα, ένα λογοτεχνικό σωματείο, μία λογοτεχνική ομάδα, να κηδέψουν τον νεκρό τους σαν εθνικό ήρωα. Αν έχουν δικαίωμα οι πέραν της οικογένειας να μην σεβαστούν τα όρια μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου. Αν διαβάσουμε και στο τι μας εξομολογούνται και άλλοι έλληνες ποιητές και πεζογράφοι της κατοχικής εκείνης χρονιάς, το 1943 που παρευρέθησαν στο ξόδι, κατανοούμε ότι η κηδεία του Κωστή Παλαμά ήταν η γενική αφορμή για να εκδηλώσει τα αντιναζιστικά και αντιφασιστικά αισθήματά του όλος ο ελληνικός λαός. Το ίδιο που έπραξαν και 30 περίπου χρόνια αργότερα, το 1971 με την κηδεία του ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Οι έλληνες και οι ελληνίδες άρπαξαν την ευκαιρία να εκφράσουν τα αντιχουντικά τους συναισθήματα και να απαιτήσουν επιστροφή στην κοινοβουλευτική δημοκρατία που είχε καταλυθεί το 1967.

Και μία συμπληρωματική, ίσως άγνωστη στους εκτός της πόλης του Πειραιά πληροφορία, που αντλώ από την «Πρόσκληση» που έχω μπροστά μου. Την ανακάλυψα τυχαία μέσα σε έναν τόμο των Απάντων του Κωστή Παλαμά. Είκοσι χρόνια μετά την κυκλοφορία του αφιερωματικού τεύχους της «Καινούργιας Εποχής», στις 20 Μαρτίου 2003, ημέρα Πέμπτη, διοργανώνεται στον Πειραιά, από την «Φιλολογική Στέγη Πειραιώς», (πρόεδρος Γιάννης Ε. Χατζημανωλάκης, γενικός γραμματέας Βασίλης Ι. Παπαηλιού) στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, υπό την αιγίδα της ΔΕΠΑΠ, εκδήλωση για τα 60 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου μας ποιητή ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ (1859-1943). Η διάρκεια της εκδήλωσης κράτησε 1.15 λεπτά. Στην τιμητική αυτή εκδήλωση ομιλητές ήσαν: Ο λογοτέχνης Κώστας Σαρδελής, με θέμα: «Η ζωή του Παλαμά στην Πάτρα και στο Μεσολόγγι». Η ιατρός και λογοτέχνης, αντιπρόεδρος της «Φ.Σ» Τούλα Μπούτου με θέμα: «Κωστής Παλαμάς, Τίμηση και αποτίμηση». Ο λογοτέχνης και κριτικός, πρόεδρος της Ε.Ε.Ε.Λ. Ευάγγελος Ν. Μόσχος με θέμα: «Η Επικαιρότητα του Παλαμά». Ποιήματα του Κωστή Παλαμά θα απαγγείλουν οι ηθοποιοί Νίκος Κούρος, Ελευθερία Χατζηδουλή και η Ειρήνη Ν. Σκαράκη. Στο οπισθόφυλλο της πρόσκλησης δημοσιεύεται αυτόγραφο ποίημα από τη «Βραδινή φωτιά» του Κωστή Παλαμά.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023         

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου