Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

Ο Αγαθός Δάσκαλος του Γένους ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

 

               Κ Ω Σ Τ Η Σ   Π Α Λ Α Μ Α Σ

     Αυτές τίς μέρες δεν παύω να συλλογίζομαι τον θαλασσινό της παλιάς παράδοσης, πού όταν, στη μέση του πελάγου, σταματήσει η αγριεμένη γοργόνα το καράβι του και ρωτήσει αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, εκείνος πρέπει ν’ αποκριθεί: «Ζει και βασιλεύει!»

     Ο Κωστής Παλαμάς δεν πέθανε. Αν έκλεισε ύστερα από μιά μεστή και μακρόχρονη ζωή τα φθαρτά του τα μάτια, η πίκρα που αισθανόμαστε εμείς οι ξενιτεμένοι’ η πίκρα που νιώθουν οι ελεύθεροι σκλάβοι στη γη μας την πατρική, είναι για ένα πράγμα: γιατί δε θα μπορέσει να δει τη μέρα που όλοι μαζί ολόψυχα καρτερούμε-αυτός ο ελεύθερος, τη μέρα της λευτεριάς’ αυτός ο αγωνιστής, τη μέρα της νίκης.

     Ο Κωστής Παλαμάς υπάρχει παντού όπου υπάρχει ελληνική φωνή, και πιστεύω πώς όσοι κρατούνε ή θα κρατήσουν ανάμεσα στους Έλληνες το κοντύλι για να δημιουργήσουν ένα έργο στη  γλώσσα μας, θα πρέπει, και οι πιστοί και οι δισταχτικοί και οι αρνητές ακόμη,-συνειδητά ή ασυνείδητα-ν’ αποκριθούν, καθώς θα ταξιδεύουν στο μακρύ ποτάμι της ελληνικής παράδοσης, σαν τον θαλασσινό του θρύλου: «Ο Παλαμάς ζει και βασιλεύει!» Και την απόκριση του καπετάνιου του λαϊκού παραμυθιού θα την επαναλάβουν κι εκείνοι που δεν γράφουν ποιήματα, αλλά χρειάζουνται τα ποιήματα και τα γυρεύουν, προσεχτικά κι εμψυχωμένα, σα μιά πηγή ζωής.

     Υπάρχουν πραγματικά άνθρωποι που δεν πεθαίνουν. Γιατί η ζωή τους στάθηκε τέτοια, που ανοίγεται, σαν τις ρίζες των μεγάλων δέντρων και σαν τις φλέβες του κρυφού νερού, ανάμεσα στο λαό τους-που δεν είναι ένα κοινό ανθρωπομάζωμα τούτης ή εκείνης της στιγμής, αλλά ένα οργανικό σύνολο, που ακολουθεί, διαμορφώνει, και υποτάσσεται, και υποτάσσει μιά ζωή ενιαία, όσο κυματιστή κι αν είναι’ μιάν απέραντη αλληλεγγύη πεθαμένων και ζωντανών.

     Συλλογίζομαι τον νεκρό του μικρόσωμου αυτού ανθρώπου, με τα τόσο βαθιά μάτια, που  δυσκολευόταν κανείς να διακρίνει κάτω από τα πυκνά του φρύδια. Δε θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος από ένα παιδάκι. Κι όμως, τώρα που σωριάστηκε χάμω, μπορεί κανείς να τον αναμετρήσει. «Οίος πέπνυται!» καθώς ξανά είπε ο ίδιος για έναν από τους πατέρες του Γένους. Πόσο μεγάλος είναι, τώρα που απλώθηκε το πραγματικό του ανάστημα ανάμεσα στο λαό του!

        Αλλά γιατί είναι τόσο μεγάλος ο Παλαμάς;

     Πιστεύω πώς ο Παλαμάς είναι τόσο σημαντικό πρόσωπο στην ιστορία της ελληνικής ποιητικής έκφρασης γιατί, με δυό λέξεις, είναι το σημείο όπου λύεται, και ξεσπά, και βρίσκει την κάθαρσή του ένα υπόκωφο δράμα που παίζεται δυό χιλιάδες χρόνια για τον ελληνισμό.

     Από την εποχή που γράφτηκαν τα Ευαγγέλια, ή, αν θέλουμε, από την εποχή που σώπασαν οι τελευταίοι Αλεξανδρινοί τεχνίτες του λόγου, πέρασαν είκοσι αιώνες περίπου. Και όμως η τόσο μακριά αυτή περίοδος παρουσιάζει, για το μελετητή της ελληνικής λογοτεχνίας, ορισμένα μόνιμα χαρακτηριστικά. Πρώτα’ δεν υπάρχει διακοπή και δεν υπάρχει μεταβολή ή μεταστροφή-ο δρόμος είναι ίσιος: δεν είχαμε ποτέ «Αναγέννηση», τέτοια που τη γνώρισαν οι ευρωπαϊκοί λαοί της Δύσης. Δεν είχαμε ποτέ αυτό το ξέσπασμα ή αυτό το κατώφλι. Δεύτερο και κύριο χαρακτηριστικό’ αυτές τις απέραντες χιλιετίες τις σκεπάζει μιά διπλομανταλωμένη σιωπή. Θέλω να πω: από την άποψη της ποίησης με την πιο γενική της σημασία’ από την άποψη της τέχνης εκείνης, πού, έχοντας για όργανό της το λόγο, προσπαθεί να εκφράσει, να διαρθώσει, να μεταδώσει αισθήματα. Κι όμως οι άνθρωποι των καιρών εκείνων είχαν αίμα που χτυπούσε μέσα στις φλέβες τους, είχανε χέρια για ν’ αγκαλιάσουν και να σκοτώσουν. Αλλά τα αισθήματά τους είναι για πάντα χαμένα για μας. Θέλω να πω «χαμένα», όπως αντίθετα δεν πήγαν χαμένα τα αισθήματα των ανθρώπων της εποχής του Ομήρου, της εποχής του Ντάντε ή της εποχής του Σαίξπηρ. Ωστόσο ο ελληνικός γραπτός λόγος δεν έπαψε ποτέ να γράφεται. Απεναντίας η γραμματεία μας είναι από τις πιό πολύχρονες και τις πιό αδιάσπαστες που υπάρχουν στον κόσμο.

      Τί συμβαίνει; Συμβαίνει ότι από την εποχή των Ευαγγελίων ως τα χρόνια πού προετοιμάζουν τον Παλαμά, δηλαδή ως τα χρόνια που ξυπνά το σκλαβωμένο Έθνος, τα ελληνικά κείμενα δεν εκφράζουν, δε δημιουργούν: περιγράφουν. Όταν τα διαβάζουμε, έχουμε την εντύπωση πώς γυρίζουμε γύρω από έναν κλειστό πύργο. Πού δε θ’ ανοίξει ποτές. Είναι νεκρά, και η γλώσσα τους είναι νεκρή’ είναι αττικίζουσα, είναι τεχνητή, είναι υπερήφανα ανεξάρτητη και απομονωμένη-ένα απέραντο σάβανο. Και το σάβανο αυτό δε σκεπάζει νεκρούς αλλά ζωντανούς. Η ζωή κάθε τόσο αγωνίζεται να το τρυπήσει, ν’ ανασάνει στον καθαρό αέρα. Το βλέπουμε στα τραγούδια του ακριτικού κύκλου, σε λίγους λαϊκούς στίχους της Κωνσταντινούπολης, στο Κρητικό Θέατρο, στον Ερωτόκριτο. Αργότερα, με την κατάλυση του βυζαντινού κράτους, μένει αποκλειστικά στο στόμα του «χύδην όχλου», όπως τον λένε οι  άλλοι. Μπορούμε να κάνουμε πολλές πικρές παρατηρήσεις πάνω στην άβυσσο που μπορεί κάποτε να χωρίσει τους μορφωμένους και τους καλλιεργημένους, από τη φωνή της ζωής, όταν σκεφτούμε πώς για πολλούς αιώνες ο μόνος πραγματικός ποιητής πού έχει το Γένος είναι ο ανώνυμος και αναλφάβητος λαός, και πώς ο μόνος σπουδαίος πεζογράφος, που ξέρω εγώ τουλάχιστον, είναι πάλι ένας ταπεινός, που μαθαίνει λίγα γράμματα στα τριάντα τόσα του χρόνια-ο Μακρυγιάννης. Και το πιό παράξενο είναι ότι αυτοί οι αγράμματοι συνεχίζουν πολύ πιό πιστά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα από την απέραντη ρητορεία των καθαρολόγων, πού, καθώς είπα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ακατάλυτο φίμωτρο.

     Με την ανάσταση του Γένους φανερώνουνται δυό φωτεινά πρόσωπα, οι δυό πρώτοι αγωνιστές αυτής της χιλιόχρονης μάχης που δίνει η ελληνική λαλιά, πολεμώντας τη σιωπή: Ο ένας συνειδητά, κριτικά, θέτοντας μιά για πάντα προβλήματα της έκφρασης που ακόμη και τώρα έχει ν’ αντιμετωπίσει ο ποιητικός μας λόγος. Ο δεύτερος μ’ ένα λυρικό ξέσπασμα της νιότης και με μιά τυφλή εμπνοή. Είναι οι πρόδρομοι, οι πατέρες. Και οι δυό τους έπεσαν σ’ αυτό τον αγώνα, καθώς πιστεύω, αφήνοντάς μας ένα έργο ερειπωμένο’ λαμπρά συντρίμμια γεμάτα από τα χάσματα και τις λαβωματιές (1) της σιωπής. Και των δυό τα έργα, έτσι όπως ήρθαν ως εμάς, μοιάζουν με τις παλιές γαλέρες γυρίζοντας από μιάν άνιση μάχη, ανεμίζοντας κατατρυπημένα πανιά.

     Ο Σολωμός πεθαίνει στα 1857, δυό χρόνια προτού γεννηθεί ο Παλαμάς, πού ήτανε γραφτό ν’ ανακαλύψει τον Κάλβο, άγνωστον ως τότε, στα 1888, το χρόνο που δημοσιεύεται το Ταξίδι του Ψυχάρη και αρχίζει ο αγώνας του δημοτικισμού. Δυό σημαντικές ημερομηνίες.

      Τέτοια, με δυό λόγια, είναι η ιστορία. Μιά απέραντη έκταση σιωπής με πολύ σπάνια, απόμερα και χωρίς συνέχεια ξεσπάσματα ή προμηνύματα, και, στο τέλος, τα ερειπωμένα έργα δυό προδρόμων. Γι’ αυτό πιστεύω πώς το παλαμικό έργο είναι ο τόπος όπου γίνεται η ολοκληρωτική πραγμάτωση και ανάσταση του ελληνικού ποιητικού λόγου στη ζωή.

      «Άργειε να ‘ρθει εκείνη η μέρα…» Πίσω από τη θύρα που προσπαθεί ν’ ανοίξει ο Παλαμάς, έχουν στοιβαχτεί από τους αιώνες πράγματα, πρόσωπα, αισθήματα, θρύλοι, θρησκείες, παραμύθια, θρίαμβοι, καταστροφές. Και περιμένουν και σπρώχνουνται και λαχταρούν να ιδούνε, με το λόγο που θα τα ενσαρκώσει, το φώς του ήλιου. Απέξω ένας όχλος χασομέρηδων, εξευτελισμένος από ανάξιους ή αδιάφορους άρχοντες, χαζεύει, χλευάζει, προπηλακίζει. Είναι ο κόσμος των «Ορεστειακών» και των «Ευαγγελικών», η πνιγερή ατμόσφαιρα που ξύπνησε τους πιό φωτισμένους Έλληνες της γενιάς εκείνης. Είναι ο ξεπεσμός:

          Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι

          σηκωτοί κάθε τόσο στο ποδάρι,

          μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι.

 

          Στον αφέντη χαρά πού τους λανσάρει!

          Και ποιά είναι τα σωστά, ποιά τα μεγάλα

          που την ορμή τους δίνουν και τη χάρη;

 

          Προδότες οι Τρικούπηδες. Κρεμάλα!

          Κι οι Ψυχάρηδες; Γιούχα! Πλερωμένοι.

          Να η Ελλάδα! Αρσακιώτισσα δασκάλα,

 

          με λογιότατους παραγιομισμένη.

          Κι ο Ρωμιός; Αφερίμ! Μυαλό; Κουκούτσι.

          Από τον καφενέ στην Πόλη μπαίνει,

 

          του ναργελέ κρατώντας το μαρκούτσι.

     Τέτοια είναι η ώρα του Παλαμά. Τα ανείπωτα, τα άναρθρα, τα ακατονόμαστα μιάς απέραντης γενιάς συνωστίζουνται μέσα σ’ ένα στενό φαράγγι, την ψυχή αυτού του ανθρώπου, πού, κλειστός μέσα στο κελί του, προσπαθεί να δημιουργήσει ανοίγοντας τους κρουνούς μιάς βαθιάς συνείδησης, «απωθημένης» για αιώνες, και όχι μαζεύοντας γνώση από τον έξω κόσμο, ή, όπως είπαν, μάθηση από τα βιβλία του. Γιατί όλα αυτά είναι μέσα του και βαραίνουν την ψυχή του μ’ ένα ασήκωτο βάρος. Θυμούμαι το λόγο του Μπαλζάκ που αποκρίθηκε: «δεν έχω καιρό να παρατηρήσω», όταν τον ρώτησαν πότε παρατηρεί τη ζωή. Δεν έχει καιρό να παρατηρήσει ο Παλαμάς’ τα μάτια του είναι γυρισμένα προς τα μέσα, προς αυτή τη δίψα που τον φρύγει και τον πνίγει, όπως είπε.

       Τα ταξίδια του είναι το πολύ-πολύ ένας μακρύς περίπατος. Τα μέρη του Βυζαντίου, που έχει τόσο επίμονα περιγράψει,  δεν τα είδε ποτέ του. Την Πόλη την έχει μέσα του, όπως και τους χιλιόχρονους καημούς και τα βάσανα και τα μεγαλεία της Φυλής, και όλες της τις παραδόσεις και όλες της τις «εκατό φωνές».

     Θα πρέπει να περάσουν, νομίζω, πολλά χρόνια για να βρεθεί ένας άνθρωπος που να έχει τέτοια εμπειρία της γλώσσας μας. Την ήξερε πέρα ως πέρα, ως την πιό παράμερη γωνιά της’ αρχαία, μεσαιωνική, ιδιωματική, σε κάθε της απόχρωση, σε κάθε της τόνο. Όχι, δεν την ήξερε όπως οι Φαρισαίοι και οι γραμματικοί, την είχε μέσα του αυτή την  τρομερή αρθρωτική δύναμη, αυτή την Αναδυομένη. Γι’ αυτό ποιήματα όπως ο Δωδεκάλογος και όπως η Φλογέρα μας κάνουν την εντύπωση κατακλυσμικών γεγονότων-διαλέγω πρόχειρα:

          Και η Πόλη και η κοσμόπολη, ζωστή. Παρμένη.

          Πάει,

          πάει. Του Κυρίου να ο ναός! Αχούρι κοπρισμένο

          από τ’ αλόγατα του οχτρού. Μιά πόρνη καθισμένη

          στο θρόνο του Χρυσοστόμου, στριγγόφωνη κηρύχτρα

          του δαίμονα του σαρκικού. Καπίστρια τα φελόνια

          και οι κολυμπήθρες γούρνες. Να! Διαγουμιστάδες όλοι

          των όλων. Τιμίων, ιερών μαγαριστές και σφάχτες.

          Και της Σοφίας του Θεού, πανάκριβη, πανώρια,

          παρμένη κι η Άγια Τράπεζα, μες στο καράβι κούρσος

          για τη Φραγκιά. Κυρίου οργή. Και σύψυχο, και αγνάντια

          στο Μαρμαρόνησο, χαμός. Βουλιάζει το καράβι.

          Βουλιάζει κι η Άγια Τράπεζα. Και η θάλασσα τριγύρω.

          λάμπει και ειν’ ήλιος, και ποτέ δεν τρικυμίζει, και είναι

          μυρόβολη και γαλανή και ανάμα τα νερά της…

     Είπανε πώς ο Παλαμάς δεν είναι καλός ποιητής γιατί δεν έχει ενότητα. Πρώτα, η ενότητα του Παλαμά είναι ο Παλαμάς. Έπειτα, καλύτερα είναι να προσέξουμε τί μας εξομολογείται ο ίδιος πάνω σ’ αυτό το θέμα: «Έχω τη συνείδηση» γράφει στα 1921 (1) «πώς ένας δεν είμαι. Είμαι όχι με τα άλλα με τα εγώ μου». Μπορούμε τώρα πιά να διακρίνουμε ποιά είναι «τα εγώ» του Παλαμά. Είναι όλα τα ρεύματα και όλες οι ριπές της ελληνικής παράδοσης- ολόκληρης της ελληνικής παράδοσης από την εποχή που σώπασαν οι τελευταίοι Αλεξανδρινοί τεχνίτες-που περνούν απ’ αυτή την αιολική λύρα, την ευαίσθητη και σύγχρονη (2) προσωπικότητα του ποιητή, και αφήνουν έναν ήχο:

          Κι αν είμαι δέντρο, είμ’ ένα δέντρο

          από χορδή και μουσική,

          και τίποτ’ άλλο…

λέει στο Δωδεκάλογο.

     Κάποτε αυτός ο κόσμος που σηκώνει η ψυχή του είναι τόσο βαρύς, πού η ανθρώπινη αντοχή παραλύει:

          Μά κλειώ από τότε μέσα μου και ψάχνω μοναχός μου

          το χάλασμα ενός άρρωστου καταραμένου κόσμου.

     Και πραγματικά ο βουβός αυτός κόσμος, που δεν είδε ποτέ το φώς του ήλιου, είναι αγέλαστος, αδάκρυτος, αμίλητος, ορφανός, και δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να τον κυνηγάει. Αν κοιτάξουμε από την άποψη αυτή τον Παλαμά, θα μπορέσουμε να καταλάβουμε γιατί, ενώ έχει μιά τέτοια δύναμη, γυρίζει τόσο συχνά στην ιδέα του γύφτου, του ζητιάνου, του τρελού, του φυλακισμένου, του αλυσοδεμένου, του παράλυτου, του εσταυρωμένου ακόμη:

          Τα χέρια μου, τ’ ανήμπορα βυσταρούδια,

          τ’ ακριβά χέρια σαν το θησαυρό,

          γλιτώστε τα, για τ’ άνθια και για τα τραγούδια,

          ή καρφώστε τα απάνου στο σταυρό!

     Ο Ψυχάρης, παραδοξολογώντας υποθέτω, έγραψε κάποτε: «Με τη ζυγαριά στο χέρι πήρα έναν- ένανε, κι έναν- έναν εζύγιασα όλους τους στίχους του Παλαμά. Κανένανε δε βρήκα που να μη στέκει, που να μην είναι καλός». Κι αυτό, συμπεραίνει ο Ψυχάρης, μόνο ένας στιχουργός μπορεί να το καταφέρει, όχι ένας ποιητής. Δεν έχω κέφι να εξετάσω αν το κριτήριο του Ψυχάρη είναι σωστό. Αλλά κι αν ήταν σωστό, δεν είναι αλήθεια πώς ο Παλαμάς δεν έγραψε κακούς στίχους. Όταν ξεσπάσουν τα νερά και γίνουν καταρράχτες, δεν κατεβάζουν μόνο μενεξέδες κι αγριολούλουδα, κατεβάζουν και πέτρες και «κοτρόνια», όπως έλεγε ένας φίλος μου που δεν αγαπούσε τον ποιητή. Ο Παλαμάς είναι πολλά πράγματα. Άλλα αρέσουν και άλλα δεν αρέσουν. Όμως το σημαντικό είναι ότι ο Παλαμάς υπήρξε:

          Καμπάνες προύντζινες θρησκεία βροντολαλούσαν

          ξένη,

          τ’ αρχαία ρημάδια σώπαιναν καταφρονετικά’

          τ’ αρχαία, τα νέα, μάρμαρα, δέντρα, ό,τι έφυγε,

          ό,τι μένει,

          γυρεύουν ένα ταίριασμα μέσα σε μιά αγκαλιά.

Αυτός ήταν η πρώτη αγκαλιά. Όσο για το ταίριασμα, το έδωσε κι αυτός, αλλά θα το δώσει, κάθε φορά, καινούργιο, κάθε άξιος ποιητής που θα φανεί στην Ελλάδα.

     Και για να τελειώσω’ την ιδέα που θέλησα να σας εξηγήσω, την παράσταση του ιστορικού και του ψυχολογικού σημείου όπου άρχισε να δημιουργεί ο Παλαμάς, μας τη δίνει, με αρκετή ενάργεια, νομίζω, το τέλος του «Ασκραίου», που είναι, καθώς δίδασκε στα εφηβικά μας χρόνια ο Αριστείδης Φουτρίδης, «το μεγαλύτερο ποίημα που πήρε πνοή από τον ταπεινό ποιητή της Άσκρας, ύστερα από τα χρόνια του Βιργιλίου». (1) Μιλά ο Ησίοδος:

          Και τα νεράκια τ’ άβαθα, γλυκόηχα, κρύα, καθάρια,

          για να τα πιείς, τα ηλιόλαμπα και τα ποτιστικά,

          πήραν κι απ’ άλλες ρεματιές κι απ’ άλλα κεφαλάρια,

          κι αλλάξανε και πλάτυναν και θόλωσαν’ και πιά

 

          σε καταβόθρες χάθηκαν κι ανήλιαγα κατώγια,

          και τώρα αλλού ολοφούσκωτος φανήκαν ποταμός’

          και τα τραγούδια μου τ’ απλά και τα λιτά μου λόγια

          φωτιά στα Τάρταρα ήβρανε και στα Ηλύσια φώς.

 

          Κι ήρθαν, και ξανακούστε τα, βαθιά, επικά, μεγάλα,

          του κάτου κόσμου τ’ άγγιξαν οι κύκλοι οι μυστικοί,

          λόγος το τραύλισμα έγινε, και νερομάνα η στάλα.

          Να και η ψυχή μου, παρ’ τηνε στο  νέο κορμί σου

              Εσύ!

     Με τον Παλαμά μπαίνει πιά στον κανονικό της δρόμο η ελληνική λογοτεχνία. Από τις δυό παραδόσεις που συνεχίζουνται αδιάκοπα από την εποχή της πρώτης «κοινής», η μιά, η περίλαμπρη και η νεκρή, η λόγια, βρίσκει το τέλος της στη ζωή της ποίησης με τον Καβάφη’ η άλλη, η καταφρονεμένη και η ζωντανή, η λαϊκή παράδοση, αφού πήρε φωτιά από τα Τάρταρα και φώς από τα Ηλύσια, ξέσπασε στον απάνω κόσμο με τον Παλαμά. Από τον Παλαμά και πέρα, ύστερα από δυό χιλιάδες χρόνια, για πρώτη φορά, η διπλή ελληνική παράδοση ενώνεται σε μιά γραμμή.

      Αυτά τα λίγα είχα να σας πω σήμερα, βιαστικά.

Όπως θα μιλούσα μ’ ένα φίλο’ όπως θα μιλούσα μ’ εκείνο το φίλο που έκανε τον περασμένο πόλεμο στη Μακεδονία, κουβαλώντας τη Φλογέρα του Βασιλιά μέσα στο δισάκι του στρατιώτη.

     Σήμερα ζούμε σ’ ένα στρατόπεδο. Μας κατέχει ο πόλεμος. Έχουμε όλοι σφιγμένα τα δόντια για να ξολοθρέψουμε το μεγάλο άδικο που δεν πρέπει να ξαναγίνει. Ούτε κάν τους στοχασμούς μας δεν μπορούμε καλά-καλά να τους στοχαστούμε. Προσπάθησα με λίγα πρόχειρα λόγια να σας πω την κεντρική ιδέα πού θα ήθελα να μελετήσω, να ελέγξω και ν’ αναπτύξω, αν έγραφα γι’ αυτό το πλατύ έργο που κρίθηκε ως τα σήμερα τόσο λίγα, γιατί βρίσκεται ακόμη τόσο κοντά κι αναμεσό μας. Όπως είναι δύσκολο ν’ αναμετρήσουμε το ύψος και να προσδιορίσουμε τον ορίζοντα ενός αψηλού βουνού όταν βρισκόμαστε ακόμη στα πόδια του.

      Ούτε είχα τον καιρό να σας μιλήσω για τις σκέψεις που με συγκινούν σαν άνθρωπο, τώρα που προσπαθώ γρήγορα να χαράξω για σας δυό-τρείς γυμνές γραμμές της ποιητικής μας παράδοσης.

     Ανήκω στην προτελευταία γενεά που γνώρισε τον Παλαμά. Και πρίν από μας, τρείς ή τέσσερεις γενεές είχαν περάσει από το κελί του-σαν τα φύλλα, καθώς λέει ο Όμηρος. Αυτό το στενό κελί, που το έκαναν ακόμη πιό στενό τα στοιβαγμένα βιβλία, το φωτισμένο ξαφνικά από το κοίταγμα κι από τη χάρη του ποιητή’ το ζεστό από την προσήλωση του μαζεμένου εκείνου γέροντα στις προσπάθειες των νέων που έψαχναν ακόμη το δρόμο τους. Θαρρώ πώς στον τόπο μας, όπου όλοι είμαστε τόσο πικρά αυτοδίδακτοι, κανένας άλλος, σαν αυτόν, δεν έδειξε τέτοια και τόσο ταπεινή φροντίδα για τις δοκιμές εκείνων και έμπαιναν στον προθάλαμο της τέχνης. Πάει ο μεγαλόκαρδος γέρος! Το πρόσωπό του ήταν σαν το γέρικο πεύκο και σαν τη γέρικη ελιά’ αυτά τα δέντρα που ξεριζώθηκαν και χάθηκαν μαζί του, καθώς μαθαίνουμε. Πάει ο τελευταίος διδάσκαλος του Γένους! Τον βλέπω να χάνεται, κι αυτόν, ύστερα από τόσους άλλους, πάνω από το λόγο του Μαρουσιού, κατά τα μάρμαρα της Πεντέλης. Γυμνώθηκε η γη της Αττικής. Τα δέντρα της μαύρα αποκαΐδια. Αλλά το άσπρο μάρμαρο κανείς δεν μπόρεσε ούτε θα μπορέσει κανείς να το μαυρίσει. Ο Παλαμάς πέθανε σε μιά στιγμή που ο τόπος μας, με πρωτάκουστο πόνο και με το αίμα, σφυρηλατεί μιά καινούργια Ελλάδα. Η ημερομηνία της ταφής του είναι συμβολική. Είναι μιά αρχή και ένα τέλος. Ο Παλαμάς είναι μιά μεγάλη ζωή, ένα γυμνό αντρίκειο σώμα που παλεύει και χτυπά ολοένα για να γκρεμίσει ένα αψηλό παλιό φράγμα που εμποδίζει να ξεχυθούν πέρα στον κάμπο τα νερά της λευτεριάς. Και το γκρέμισε το θεόρατο τείχος. Και τα νερά λευτερώθηκαν και τρέχουν ακολουθώντας τη μοίρα τους. Έτσι ο Παλαμάς στάθηκε μιά δύναμη της φύσης. Της ελληνικής πνευματικής φύσης. Μπροστά σ’ ένα τέτοιο γεγονός, το αν μας αρέσει τούτο ή εκείνο το ποίημα’ το αν συμφωνούμε με τούτη ή εκείνη την ιδέα του, είναι λίγο πράγμα. Ρίζωσε, απλώθηκε, ελευθέρωσε την ψυχή, όχι ενός μικρού λαού της Βαλκανικής, αλλά ενός απέραντου λαού’ του ελληνικού πνευματικού λαού.

      Από τον Παλαμά και πέρα ο δρόμος είναι ανοιχτός, όχι εύκολος:

          Παιδί, το περιβόλι μου που θα κληρονομήσεις,

          όπως το βρεις κι όπως το δεις να μην το παρατήσεις.

          Σκάψε το ακόμα πιό βαθειά και φράξε το πιό στέρεα

          και πλούτισε τη χλώρη του και πλάτυνε τη γη του,

          κι ακλάδευτο όπου μπλέκεται να το βεργολογήσεις,

          και να του φέρνεις το νερό το αγνό της βρυσομάνας,

          κι αν αγαπάς τ’ ανθρώπινα κι όσα άρρωστα δεν είναι,

          ρίξε αγιασμό και ξόρκισε τα ξωτικά, να φύγουν,

          και τη ζωντάνια σπείρε του μ’ όσα γερά, δροσάτα.

          Γίνε οργοτόμος, φυτευτής, διαφεντευτής.

                         Κι αν είναι

          κι έρθουνε χρόνια δίσεχτα, πέσουν καιροί οργισμένοι,

          κι όσα πουλιά μισέψουνε σκιασμένα, κι όσα δέντρα

          για τίποτ’ άλλο δε φελάν παρά για μετερίζια,

          μη φοβηθείς το χαλασμό. Φωτιά! Τσεκούρι! Τράβα,

          ξεσπέρμεψέ το, χέρσωσε το περιβόλι, κόφ’ το.

          και χτίσε κάστρο απάνου του και ταμπουρώσου μέσα,

          για πάλεμα, για μάτωμα, για την καινούργια γέννα

          π’ όλο την περιμένουμε κι όλο κινάει για να ‘ρθει,

          κι όλο συντρίμμι χάνεται στο γύρισμα των κύκλων.

1., Θα έπρεπε να πω «τραύματα», με την έννοια της ψυχανάλυσης.

1., Η Ασάλευτη Ζωή, πρόλογος του 1921 (=Η Ποιητική μου, Άπαντα, 10, σελ. 493).

2., Μου φαίνεται λογικό, ένα ποιητής που δέχεται και εξαπολύει ένα τέτοιο ξέσπασμα, να είναι εξαιρετικά ευαίσθητος και στα ρεύματα της εποχής του. Η μελέτη αυτή, περιορισμένη καθώς είναι, δεν μπορούσε να εξετάσει αυτό το θέμα, όπως και τόσα άλλα.

1., Αριστείδη Φουτρίδη, Παλαμάς και Ησίοδος, Αθήνα 1929. Στη σειρά «Για να γνωρίσουμε τον Παλαμά» του Γ. Κ. Κατσίμπαλη.

΄(Και οι τέσσερεις διευκρινιστικές σημειώσεις του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, από την σελίδα 492 των «ΣΗΜΕΙΩΣΕΩΝ» του πρώτου τόμου)

ΓΙΩΡΓΟΣ  ΣΕΦΕΡΗΣ,  ΔΟΚΙΜΕΣ,  Πρώτος τόμος (1936-1947), Γ΄ έκδοση. εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα, Ιούλιος 1974, σελίδες 214-227.

         «Ο Παλαμάς πάνου από μισόν αιώνα, ζωντανός και πεθαμένος, κυριαρχεί στην πνευματική μας ζωή. Σ’ όλα της τα φανερώματα: ποίηση, πεζογραφία, κριτική, στοχασμό έβαλε την ακατάλυτη σφραγίδα του.  Και θα κυριαρχεί, όσο περνάει ο καιρός, τόσο και περισσότερο. Και δεν θα παλιώσει ποτές Για δύο ουσιαστικούς λόγους(ας περιοριστούμε  για τώρα σ’ αυτούς)’ πρώτα, γιατί ‘τανε μεγάλος τεχνίτης και δεύτερο, γιατί τανε προοδευτικός διανοητής: κρατιότανε από τον λαό και γι’ αυτουνού τον πνευματικό και τον κοινωνικό λυτρωμό αγωνιζότανε. Κι όταν θα ρθει κάποτες η αγία ώρα να πάρει στα χέρια του την εξουσία αυτός ο «προδομένος λαός», τότε μαζί  με τ’ άλλα τ’ αγαθά του πολιτισμού θ’ αξιοποιήσει και θα τιμήσει, όπως τους ταιριάζει και τους ποιητές του και μέσα στους πρώτους, δίπλα στον Σολωμό, και τον Παλαμά σαν ήρωα της λευτεριάς του.

     Ο Παλαμάς δεν άνοιξε μονάχα καινούργιους δρόμους στον κόσμο της Τέχνης και της Φαντασίας. Άνοιξε καινούργιους δρόμους και στην κοινωνική μας εξέλιξη. Κίνησε τον τροχό της ιστορίας προς τα μπρος, την εποχή, που όλες οι δυνάμεις: πολιτικές, θρησκευτικές, πνευματικές τραβούσανε την ιστορία μας προς τα πίσω. Κι αυτόνε του το ρόλο τόνε νιώθουμε σήμερα περισσότερο από άλλοτες’ γιατί η πείρα μας έμαθε για καλά τι θα πει Αντίδραση κι Απάτη και Προδοσία «εκ των άνω».

     Ο Παλαμάς από την άποψη αυτή στάθηκεν ο αγαθός Δάσκαλος του έθνους-του λαού. «Δάσκαλος να γίνει ο ποιητής». Κ’ έγινε. Αλλά δεν έγινε μονάχα δάσκαλος του γραφείου. Έγινε τιμωρός των εμπόρων του Ναού…….»

                           ΚΩΣΤΑΣ  ΒΑΡΝΑΛΗΣ

Παλαμικές-Αγάπες-και Σημειώσεις:

                                  Δημοκρατικός; Μοναρχικός;

                                  Δεν πιστεύω σε ξεχωριστή θρησκεία,

                                  Μεγαλουργός είναι ο άνθρωπος παντού, ο κακός

                                  ξέρει και σκάφτει λάκκους, μέσα σ’ όποια Πολιτεία.  

      Κάθε φορά που διαβάζω το κείμενο του νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη, επαναλαμβάνω πάντα τα ίδια λόγια που έγραψα και την πρώτη φορά, στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης του 1974, όταν η γενιά μου, Γενιά του 1980, ήρθε σε επαφή με τους δύο τόμους των «ΔΟΚΙΜΩΝ»: Τιμητικό κείμενο, ευαίσθητη και λυρική γραφή, τρυφερός, συγκινητικός λόγος, καθάριο ύφος. Σεμνό και σεβαστικό κείμενο-ομιλία, που δόθηκε στο Κάϊρο για πρώτη φορά στις 19 Μαρτίου του 1943 και επαναλήφθηκε στις 12 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς στην ακμάζουσα ελληνική παροικία της Αλεξάνδρειας. Καλογραμμένο κείμενο-ομιλία- ενός νέου σε ηλικία έλληνα ποιητή και διπλωμάτη για έναν πρεσβύτερο, τον δάσκαλο ποιητή του Γένους των Ελλήνων Κωστή Παλαμά. Ακριβοδίκαιες κρίσεις, διαχρονικής αξιολογικής σημασίας και αναφοράς, από έναν μικρασιάτη ποιητή ο οποίος και αυτός, από την μεριά του, έθεσε τις βάσεις διαβασμάτων μας στις σύγχρονες των ημερών μας αναθεωρητικές και αποδομητικές φιλολογικές δεκαετίες του τέλους του 1970, αρχών 1980, του φαινομένου και της ειδικής περίπτωσης του Πατρινού ποιητή Κωστή Παλαμά. Δύο από τις σημαντικότερες φωνές της ελληνικής ποιητικής μας παράδοσης και γραμματείας του προηγούμενου αιώνα στην χώρα μας. Ποιητικά μεγέθη και φωνές οι οποίες ανύψωσαν, δόξασαν, τίμησαν τον ελληνικό ποιητικό λόγο παγκοσμίως. Το Σεφερικό κείμενο άνοιξε στην γενιά μας διαύλους επικοινωνίας μας με το Παλαμικό έργο. Το ίδιο θα δεχόμαστε και για τα κείμενα των Σεφερικών Δοκιμών. Μπορεί στα κατοπινά χρόνια να υπήρξαν αρκετοί και αρκετές μοντέρνοι κριτικοί και αποδομιστές, αναθεωρητές των Σεφερικών προθέσεων, όμως, για την δική μας μεταχουντική  γενιά, η Σεφερική παρουσία υπήρξε καθοριστική, Οφείλουμε να είμαστε υπερήφανοι για τις πνευματικές και καλλιτεχνικές μας αγάπες εκείνων των εφηβικών μας χρόνων. Να μην δειλιάζουμε να το αναγνωρίσουμε μόνο και μόνο για να γίνουμε αρεστοί σε σύγχρονες κανονάρχες των κριτικών πεπραγμένων. Τήν ίδια συμβολή και επιρροή είχαν πάνω μας, και τα «Ανοιχτά Χαρτιά» του Οδυσσέα Ελύτη. Ο Οδυσσέας Ελύτης, μας μύησε με τα αισθητικά του δοκίμια και σημειώματα στους χώρους και πρόσωπα της ελληνικής και όχι μόνο ζωγραφικής. Το ίδιο και οι μελέτες του πειραιώτη Γιάννη Τσαρούχη, τα πεζά του Νίκου Εγγονόπουλου. Έργα και Κείμενα τα οποία διαμόρφωσαν την αισθητική μας ματιά. Όπως αντίστοιχα, η Ιστορία της Ελληνικής Λογοτεχνίας του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, έστρεψε το ενδιαφέρον μας στα άγνωστα κείμενα του Ελληνικού Διαφωτισμού. Περισσότερο  από κάθε άλλη λογοτεχνική γενιά, η γενιά του 1930 και οι εκπρόσωποί της, μας άνοιξαν δρόμους και ερμηνευτικά πλησιάσματα. Οι Σεφερικές Δοκιμές, στις επανεκδόσεις τους-όπως τις γνώρισαν και τις διάβασαν οι δικές μας γενιές, που βγαίναμε από μία δικτατορία, ήταν ένα άτυπο της «αυτοδιδακτικής μας» διδασκαλείο. Όσες φορές ξεφυλλίζουμε τις σελίδες τους, χαιρόμαστε που ο ελληνικός ποιητικός λόγος έβγαλε τέτοια μεγέθη. Το ίδιο αποδεχόμαστε και για τον ποιητή Κωστή Παλαμά.

                              Δε γνωρίζει από γεράματα η ψυχή.

                              δεν υπάρχεις ό,τι χρόνος λέγεσαι.

                              στών πνευμάτων την περιοχή,

                              Φλόγα, καίς, δεν καίγεσαι.

     Η Σεφερική ομιλία-από όσο μπορώ να γνωρίζω- έχει αναδημοσιευθεί άλλες δύο φορές έκτοτε. Η πρώτη είναι στον Κατάλογο της Έκθεσης «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ. 40 χρόνια από το θάνατό του», που πραγματοποιήθηκε 12-31 Δεκεμβρίου 1983 στην Ακαδημία Αθηνών με τη συνεργασία του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών και του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά. Υπουργός η Μελίνα Μερκούρη. Στις σελίδες 21-29 δημοσιεύται η Ομιλία, ενώ ένθετα, στις ίδιες σελίδες διαβάζουμε τις κρίσεις άλλων ελλήνων ποιητών και πεζογράφων, όπως του Οδυσσέα Ελύτη, του Παύλου Νιρβάνα, του Μάρκου Αυγέρη, του Γρηγορίου Ξενόπουλου, του Ηλία Βενέζη. Ενώ οι ελληνικές γνώμες συνεχίζονται, σελίδες 30-31 με τρείς ακόμα γνώμες. Δύο πολιτικών και ενός ποιητή. Οι έλληνες πολιτικοί είναι ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου και ο πρώτος πρόεδρος της ελληνικής δημοκρατίας Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Ο ποιητής είναι ο κομμουνιστής ποιητής Κώστας Βάρναλης. Στην σελίδα 37 έχουμε απόσπασμα από το ποίημα του χορευτή ποιητή Γιάννη Ρίτσου, αφιερωμένο στον «Κωστή Παλαμά» 30 Ιανουαρίου 1936-5 Μαρτίου 1938:

«…… Άγιε Πατέρα, στα χέρια σου η Ελλάδα ξανάγινε Ελλάδα./

και της αιώνιας Πατρίδας μας τ’ όνειρο κρούει μας τα φρένα/

για μια Πατρίδα πιο πάνω απ’ τα Σύνορα δέσμιων πατρίδων/

Κι’ εσύ «πλευρώνεις το Θεό και την όψη του χαίρεσαι ακέραια»/

έτσι γαλήνια «ως ταιριάζει Θεός να κοιτάξη τον όμοιο»/

Πατέρα, δέξου μου αυτή τη φωνή που αναβλύζει απ’ το χώμα».

Ενώ στις προηγούμενες σελίδες 33-35, διαβάζουμε αποσπάσματα γνωμών ξένων βραβευμένων με το Νόμπελ και όχι μόνο συγγραφέων. Όπως ο Romain Rolland,  ο ινδός Rabindranath Tagore, ο ιρλανδός Oscar Wilde, ο ελληνογάλλος Jean Moreas, (Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος), ο ισπανός φιλόσοφος Miguel de Unamuno, ο Edouard Herriot, ο Henri de Regnier, ο Φιλέας Λεμπέσκ. Όλοι τους εξαίρουν την μεγάλη ποιητική του λυρική προσωπικότητα και την σημασία του έργου του έλληνα ποιητή Κωστή Παλαμά, τονίζοντας ιδιαίτερα ότι ο Κωστής Παλαμάς, είναι από τους μεγαλύτερους εν ζωή ποιητής της Ευρώπης και παγκοσμίως. Για τον ποιητή είπαν μεταξύ άλλων, οι δύο έλληνες πολιτικοί: Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου:

«Το έργο του Παλαμά είνε το πιο πλατύ, το πιο πολυσύνθετο στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία. Ο Παλαμάς είνε, μπορεί κανείς να πη, ο κατ’ εξοχήν συγγραφεύς της εποχής μας, εξαιρετικός τεχνίτης σε όλα τα είδη του λόγου. Απάνω απ’ όλα όμως είνε ποιητής, ένας τραγουδιστής, όπως λέει κι ο ίδιος, στην υψηλότερη έννοια που έχει αυτή η λέξη, ένας τραγουδιστής που ζη με τη ρίμα και για τη ρίμα που της αποδίδει θαυματουργή δύναμη, τόσο, που απορείς πώς γράφει και σε πεζό λόγο…» Και συνεχίζει παρακάτω: «Ο Παλαμάς δεν είνε μόνο ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής μας, αλλ’ αν κριθή από τα καλύτερα κομμάτια των τραγουδιών του, όπως και πρέπει, είνε απόλυτα μεγάλος ποιητής».

Ο πολιτικός Γεώργιος Παπανδρέου εξ ονόματος της γενιάς του μας λέει:

«Ανήκω εις την γενεάν η οποία έκλαυσε με τον «Τάφον» και τον «Θάνατον του Παλληκαριού», η οποία εμυήθη με τα θέλγητρα της τέχνης με την «Ασάλευτη Ζωή», η οποία εδονήθη από τάς ισχυροτέρας πνευματικάς συγκινήσεις με τον μεγαλόπνευστον «Δωδεκάλογον». Και θεωρώ ως μίαν από τάς ευτυχείς ημέρας του βίου μου ότι δύναμαι σήμερον, εξ ονόματος της γενιάς μου, η οποία ησθάνθη τον ποιητήν Παλαμά ως πνευματικόν αρχηγόν, να τον χαιρετίσω ως πρόεδρον της Ακαδημίας Αθηνών».

Θετικές και επαινετικές είναι και οι σύντομες κρίσεις που αναφέρονται και προέρχονται από τα χείλη των ελλήνων δημιουργών. Ας αντιγράψουμε ενδεικτικά αυτήν του νομπελίστα μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.

«Κι ένα ίχνος Παλαμά να είχε μείνει μέσα μας θα είμασταν όλοι καλύτεροι. Όσοι ζούμε πνευματικά το γνωρίζουμε αυτό, άλλο αν δεν μας αρέσει από αδυναμία, φυσικά, να το ομολογούμε πάντοτε. Το λιγώτερο που θα μπορούσαμε, θα ήτανε όχι για Κείνον αλλά για μας, για την σωτηρία μας, να βρούμε μία στιγμή για να γονατίσουμε μπροστά στη μνήμη του και να ομολογήσουμε πολύ ταπεινά, ότι μας έρχονται δάκρυα στα μάτια κάθε φορά που αναλογιζόμαστε το μεγαλείο του».

Ο Οδυσσέας Ελύτης, όσες φορές και αν μνημονεύει το όνομα του Κωστή Παλαμά, το κάνει με εκτίμηση και σεβασμό. Βλέπε χαρακτηριστικά διάφορες σελίδες του έργου του, «Ανοιχτά Χαρτιά», εκδόσεις «Αστερίας», Αθήνα 1974. Πχ. σελίδες 52,53,66, 80, 81, 83, 84, 234, 276, 282, 296 και σε άλλες: Γράφει χαρακτηριστικά στην σελίδα 234 στο κείμενό του για τον «ζωγράφο Θεόφιλο»:

«…Έτσι, όταν αργότερα παρουσιάζονται οι προσωπικοί τεχνίτες, ο Σολωμός, ο Παπαδιαμάντης, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, κατορθώνουν να κινηθούν σε μιάν ατμόσφαιρα γνώριμη, ν’ αναπτύξουν και να δοξολογήσουν μια πραγματικότητα βιολογικά επαληθεύσιμη, που κυλούσε από καιρό σφύζοντας σαν αίμα στις φλέβες των πατέρων μας».

Ωραία Ελυτική εικόνα είναι και η σκηνή κατά την οποία στην κηδεία του Παλαμά όπου παρευρίσκεται και ο νεαρός Ελύτης, μετά το τέλος του Εθνικού Ύμνου που τραγούδησε και ο Ελύτης, ο ποιητής Άγγελος Σικελιανός έσπευσε να τον αγκαλιάσει και να τον ασπασθεί. Επαινετικά και ακριβοδίκαια είναι και τα αποσπάσματα του ποιητή Κώστα Βάρναλη, βλέπε και την μελέτη του «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» και του ποιητή και κριτικού της αριστεράς Μάρκου Αυγέρη. Τα τρία μέρη των κειμένων του κομμουνιστή κριτικού Μάρκου Αυγέρη, όπως τα διαβάσαμε στον τόμο «Έλληνες Λογοτέχνες», Αθήνα 1982, βλέπε: «Εισαγωγή στην ποίηση του Παλαμά» σ.91-111,  «Ο σατιρικός Παλαμάς» σ.112-117 και «Ο Ριζοσπαστικός Παλαμάς» σ. 118-132, είναι από τα καθαρότερα και περισσότερο καλογραμμένα  άρθρα-από την πλευρά της αριστεράς, της μη αστικής, που γράφτηκαν για τον Κωστή Παλαμά. Δίχως αγκάθια υστερόβουλα και λογοτεχνικές μικρότητες άλλων μαρξιστών συγγραφέων της εποχής του και όχι μόνο. Ο κριτικός Μάρκος Αυγέρης εγκωμιάζει- κρατώντας τις σχετικές επιμέρους του επιφυλάξεις, την δημιουργία του Παλαμά και τον εντάσσει στους μεγάλους του έθνους των ελλήνων ποιητές. Δεν του αρνείται ούτε την συνεισφορά ούτε την αξία ούτε την συμβολή του. Μας λέει χαρακτηριστικά ο Μάρκος Αυγέρης:

«….Μιά νέα συνείδηση δημιουργήθηκε μέσα στο λαό μας. Και για τη δημιουργία αυτής της συνείδησης ο Παλαμάς πρόσφερε και προσφέρει ακόμα και σήμερα τη μεγάλη του συμβολή.  Μπορεί να διατυπώσει κανείς επιφυλάξεις για πολλά μέρη του παλαμικού έργου. Ο Παλαμάς παρουσιάζει πολλές αδυναμίες’ μα τα ελαττώματά του συνδέονται με τις φυσικές αδυναμίες της εποχής του και με τη γενικότερη ιστορική καθυστέρηση της χώρας και του ελληνικού αστισμού.

     Τα ελαττώματα, που του έχουν καταλογίσει ως τώρα όσοι κριτικοί αρνούνται την αξία του, δεν αναφέρονται στις ασυνέπειες της σκέψης του και στις παλινωδείς του, μα αφορούν κυρίως τη μορφή και το ποιητικό ύφος του κ’ είναι σε τελευταία ανάλυση παρατηρήσεις ωραιολογίας. Είν’ αλήθεια πώς στον Παλαμά λείπουν μερικές ιδιότητες, που οι poetes mineurs δείχνουν γι’ αυτές εξαιρετική φροντίδα. Ο Παλαμάς δεν κάνει μινιατούρες, δε δουλεύει μικρά κοσμήματα, δεν είναι κανένας esthete κομψογράφος.

     Ο Παλαμάς είναι οικοδόμος και δημιουργός μεγάλων χτισμάτων, είναι ένας πληθωρικός, μιά ιδιοσυγκρασία που κατακλύζεται από τη λυρική της ευφορία.

       Ανήκει στους μεγάλους Πατέρες της πνευματικής μας ζωής’ κι’ έθρεψε και θρέφει γενιές’ είν’ ένας πνευματικός Εθνάρχης από τους πιο αυθεντικούς, ένας από τους μεγάλους χτίστες του σημερινού μας πνευματικού πολιτισμού.

      Ο Παλαμάς, που στάθηκε απάνω από μισόν αιώνα ο πνευματικός μας φάρος αυτής της χώρας, θα εξακολουθήσει νάναι πάντα, με μερικά ζωτικά στοιχεία του έργου του, ενεργητική πνευματική δύναμη και για τους μελλούμενους καιρούς», σ.132.

Ο κριτικός και ανθολόγος Μάρκος Αυγέρης, δεν διστάζει να αποκαλέσει τον Παλαμά «πνευματικό Εθνάρχη» και αν αναλογιστούμε ότι συνήθως, οι διανοούμενοι και οι λόγιοι, οι ιστορικοί της λογοτεχνία και οι κριτικοί οι οποίοι προέρχονται από διαφόρους ιδεολογικούς και πολιτικούς χώρους, δεν λένε και καλά λόγια για ομοτέχνους τους, δεν εκφράζουν θετικούς σχολιασμούς, δεν γράφουν επαινετικές κρίσεις για ποιητές και λογοτέχνες, λόγιους και κριτικούς που προέρχονται από το αντίπαλο πολιτικό και ιδεολογικό στρατόπεδο που ανήκουν οι κριτικοί, θα προσεγγίσουμε με άλλο βλέμμα την βαρύτητα των λόγων και την αλήθεια των θέσεων του Μάρκου Αυγέρη. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, αυτός ο έλληνας ποιητής που όπως φαίνεται, δεν είχε αποκτήσει δικό του σπίτι (έμενε με ενοίκιο στην οδό Ασκληπιού 3, μέχρι που γκρεμίστηκε το 1966, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του έμεινε στην οδό Περιάνδρου 5 στην Πλάκα. Διατηρητέο σήμερα οίκημα) κατόρθωσε να «συνενώσει» στο έργο και το πρόσωπό του, τα πλέον φωτισμένα διαφορετικά και ετερόκλητα πολιτικά και φιλολογικά μυαλά της εποχής του, όσο κανένας άλλος έλληνας ποιητής. Ο ιστορικός και φιλολογικός ρόλος που του αναλογίστηκε (γλώσσα, ποίηση, κριτική, έγερση εθνικής αυτοσυνειδησίας, καθοδηγητής, μπροστάρης ποιητής) υπήρξε τεράστιος. Χρειάζεται υπομονή και επιμονή ο σύγχρονος έλληνας αναγνώστης του Παλαμικού πολύτομου συγγραφικού έργου, να γνωρίσουμε και κατανοήσουμε το τεράστιο αυτό πολύχρωμο Παλαμικό συγγραφικό συμπόσιο. Ο μελετητής του από την Θεσσαλονίκη, κυρός καθηγητής Ξενοφών Α. Κοκόλης κάνει λόγο για περίπου 8. 657 σελίδες των Παλαμικών Απάντων του. Ο τελευταίος βιβλιογράφος του, ο Κ. Γ. Κασίνης σε δημοσιεύματά του, μιλώντας για το «φιλόδοξο» έργο της επανέκδοσης του έργου του μιλά για περίπου 45 τόμους. Πλούσιος συγγραφικός όγκος όχι μόνο για την εποχή του. Η ποίηση και η ιστορία, η ιδεολογία και η αισθητική, η κοινωνία και η τέχνη, η λαϊκή φιλοσοφία και οι θρησκευτικές δοξασίες των τρόπων ζωής και εκδηλώσεων, αντιλήψεων των Ελλήνων, ολάκερου του Ελληνικού Λαού, στην ιστορική του διαχρονία και παράδοση, συμβάδισαν αρμονικά και εξελικτικά μέσα στην πανσπερμία και πολυχρωμία, την πολύ επίπεδη δημιουργία του πολύτομου έργου του. Ο Κωστής Παλαμάς έφερε σε επαφή τον ελληνικό φιλότεχνο λαό και τους πνευματικούς ανθρώπους της γενιάς του, με τα νέα σύγχρονα ιδεολογικά και φιλολογικά ρεύματα του Ευρωπαϊκού χώρου. Αυτό το μικροκαμωμένο ανθρωπάκι το οποίο στέκεται μπροστά στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου του «Κάουφμαν» και την παρατηρεί με επιμονή και προσοχή κατόρθωσε να μας μιλήσει για τα πιο σπουδαία και σημαντικά φιλολογικά και ποιητικά πράγματα των χρόνων του, δίχως να ταξιδέψει σε χώρες του εξωτερικού που άνθιζαν τα ρουμάνια της παγκόσμιας πρωτοποριακής τέχνης στην εποχή του. Ο ποιητής και κριτικός Παλαμάς, δεν μεταφέρει ρήσεις και γνώμες ευρωπαίων και ξένων ποιητών μέσα στο έργο του, για την τέχνη, απλά και μόνο για να τις μεταφέρει, να δηλώσει τα διαβάσματά του, γονιμοποιεί την ελληνική κριτική σκέψη και τον ποιητικό λόγο με τα σύγχρονα επιτεύγματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Συνομιλεί από το μικρό κελί του με όλο τον κόσμο. Επικοινωνεί με πρόσωπα και έργα. Είναι ενήμερος και διαβασμένος, όταν μιλά και σχολιάζει. Δεν κρύβεται πίσω από μισοσκότεινα ιστορικά παραπετάσματα, σε ερωτικά ημίφωτα της προσωπικής ηδονής για να σχεδιάσει τα ποιητικά του πορτραίτα όπως πράττει ο Αλεξανδρινός από την ελληνική περιφέρεια. Βρίσκεται στο κέντρο της Ελλάδος, την κλασικοτραφή Αθήνα και από εδώ, μέσα από την δική του συγγραφική και ποιητική Ακρόπολη συνομιλεί με τους πάντες στην γλώσσα τους ισότιμα και περήφανος σαν έλληνας ποιητής. Δεν νομίζω να υπάρχει δεύτερος έλληνας ποιητής και λόγιος- τουλάχιστον της γενιάς του-που να διάβασε τόσες χιλιάδες τίτλων βιβλίων όσο αυτός. Να ξεφύλλισε σελίδες περιοδικών και εφημερίδων. Είναι απώλεια για την ελληνική πολιτεία, το ελληνικό κράτος- όπως έχουν γράψει οι αρμόδιοι και επιμελητές των έργων του, που απωλέσθηκε ένα μεγάλο μέρος της Βιβλιοθήκης του. Όχι μόνο δικών του τίτλων βιβλίων αλλά και τρίτων. Ελληνόγλωσσα και ξενόγλωσσα βιβλία. Όπως έχουν αναφέρει, πουλήθηκαν σε παλαιοπώλες τα παλαιότερα προ δικτατορικά χρόνια. Χάθηκαν, διασκορπίστηκαν. Πολλοί, κρίνουν αρνητικά τις αποφάσεις του γιού του Λέανδρου Παλαμά. Ο οποίος αμέλησε να φροντίσει όσο του άξιζε του πατέρα του Παλαμικό έργο. Αυτή όπως φαίνεται είναι όμως η μοίρα των πνευματικών ανθρώπων που δεν έχουν ή δεν αφήνουν κληρονόμους πίσω τους, που να ενδιαφέρονται για την πνευματική ή καλλιτεχνική τους παραγωγή. Η ελληνική πολιτεία κομπάζει για ελληνικό πολιτισμό (πρώτο, δεύτερο, τρίτο και βάλε) και εννοεί όπως φαίνεται, μόνο (;) τα αρχαία και βυζαντινά χριστιανικά πέτρινα ερείπια. Ποιος θα ασχοληθεί και θα ενδιαφερθεί για το τι διάβαζε και τι μάζευε ένας ποιητής ακόμα και εθνικός όπως ο Κωστής Παλαμάς. Πολιτισμός για το ελληνικό κράτος είναι τα φεστιβάλ και οι τουριστικές θεατρικές και μη ατραξιόν.

                              Τίποτε δε μένει, μά και δεν περνά,

                              κ’ η ζωή πού φαίνεται χαμένη

                              ζη κ’ εκείνη και μας τυραννά

                              βρυκολακιασμένη.

      Για δεύτερη φορά, την Σεφερική Ομιλία για τον Κωστή Παλαμά, την συναντάμε στο τόμο «ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ» Επιλογή κριτικών κειμένων. Σε επιμέλεια Ευριπίδη Γαραντούδη, εκδόσεις «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης», Ηράκλειο-Αθήνα 2019. Στις σελίδες 173-182, επαναδημοσιεύεται, ως νούμερο 14 των Εισηγήσεων η Σεφερική Ομιλία. Παράλληλα, ο επιμελητής, στην σελίδα 431 στις «Πρώτες δημοσιεύσεις» μας δίνει τα χρονολογικά ίχνη της δημοσίευσής της, αρχόμενος από το 1944, χρονιά που στην Αθήνα κυκλοφορούν οι Σεφερικές Δοκιμές. Σελίδες 201-214. Να υπενθυμίσουμε ότι στο περιοδικό «Νέα Εστία» είκοσι χρόνια μετά την κοίμηση του Παλαμά, 1963 δημοσιεύεται Γράμμα του Παλαμά προς τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη, γραμμένο τον Ιούλιο του 1931. Όπως αναφέρει ο επιμελητής στις σημειώσεις, η αναδημοσίευση γίνηκε με την άδεια της κληρονόμου του νομπελίστα ποιητή κυρίας Άννας Λόντου. Το όνομα του Γιώργου Σεφέρη σε σχέση με το έργο του Κωστή Παλαμά, μνημονεύεται σε αρκετές σελίδες του σπονδυλωτού τόμου και την εισαγωγή του πανεπιστημιακού κυρίου Ευριπίδη Γαραντούδη. «Ο Παλαμάς και η κριτική της ποίησής του». Θα συμφωνήσω με την θέση του κυρίου Γαραντούδη, (αυτό υποστήριζα από τότε που έπεσαν στα χέρια μου τα Άπαντα του Κωστή Παλαμά), Μας λέει στην Εισαγωγή του:

«Δεν πρέπει, όμως, ο καλοπροαίρετος και πρόθυμος για μεγαλύτερη εμβάθυνση στο παλαμικό έργο αναγνώστης (ας υποθέσω ότι υπάρχουν ακόμα αναγνώστες με τέτοιες ιδιότητες) να παραγνωρίσει ότι ο Παλαμάς είναι μία πολυσύνθετη συγγραφική προσωπικότητα και, κατά τη γνώμη μου, χάρη σε αυτήν, η πιο συναρπαστική μορφή λογοτέχνη της εποχής του (συναρπαστικότερη, πιστεύω , από εκείνη του Καβάφη). Η εντρύφηση, λοιπόν, σε αυτή τη συναρπαστική μορφή προϋποθέτει την κατά το δυνατόν μεγαλύτερη αφιέρωση του αναγνώστη στην έλξη που του ασκεί, αναπόδραστα από ένα σημείο και πέρα, η συγγραφική παραγωγή του Παλαμά: να περιπλανηθεί στο ανοικτό πέλαγός της», σελίδες xvi-xvii.

      Με αυτό το φουρτουνιασμένο συγγραφικό πέλαγος ήρθε σε επαφή η δική μου γενιά τα χρόνια της μεταπολίτευσης, τον ευαίσθητο και λυρικό, νηφάλιο και οργισμένο, πατρικό και επαναστατικό ποιητικό λόγο του Κωστή Παλαμά. Και το πρώτο σκαρί που μας ταξίδεψε, ήταν το κείμενο του Γιώργου Σεφέρη. Διπλό ποιητικό αεράκι φύσηξε μέσα και γύρω μας. Από την μιά η ποίηση του Κωστή Παλαμά και από την άλλη ο κριτικός λόγος του Γιώργου Σεφέρη. Πώς μπορείς να αρνηθείς το διπλό αυτό ταξίδι των εφηβικών σου χρόνων. Οφείλει η γενιά μου να το παραδεχτεί και να μιλήσει επιτέλους ιδεολογικά και κριτικά ακηδεμόνευτα και απρόσκοπτα για τις πρώτες της αυτές ποιητικές και κριτικές αγάπες, όπως είναι η ποίηση του Κωστή Παλαμά. Μπλεχτήκαμε για αρκετές δεκαετίες, της σύγχρονης καθημερινής μας ιστορίας, μέσα στα γρανάζια της ιδεολογίας και της πολιτικής, και αρνηθήκαμε ποιητικές μας αξίες προερχόμενες από το ιστορικό παρελθόν, διαφορετικής συμβολικής και πρόθεσης από αυτήν που μας επέβαλαν κριτικές «αυθεντίες» ως ορθές, απορρίπτοντας φωνές ποιητών και κριτικών. Αποστρέψαμε το βλέμμα μας από μονοπάτια της ελληνικής ποιητική μας παράδοσης μόνο και μόνο για να φανούμε προοδευτικοί και μοντέρνοι. Αγνοήσαμε τον ποιητικό λόγο που καταλαβαίναμε, νιώθαμε, μας συγκινούσε, και μιμούμασταν τα ποιητικά ακούσματα που δεν κατανοούσαμε και δεν μας συγκινούσαν. Μία κοινωνιολογίζουσα κριτική θεώρηση της ποίησης και της λογοτεχνίας, με «νεομαρξίζουσες» αποχρώσεις, σκίασε κριτικές φωνές όπως του Γιώργου Θεοτοκά, του Ανδρέα Καραντώνη, του Κλέωνα Παράσχου, του Νίκου Βέη, του Άρη Δικταίου, του Γιάννη Χατζίνη, του Ευάγγελου Παπανούτσου, του Γιώργου Σεφέρη και άλλων ελληνικών κριτικών φωνών, μόνο και μόνο για να φανούμε μοντέρνοι και σύγχρονοι, προοδευτικοί. Ποιο πολλά μας έλεγαν τα κακοχωνεμένα κριτικά σημειώματα για την λογοτεχνία του Ρολάν Μπάρτ παρά η στρωτή κριτική γραφή του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου. Τα ακατανόητα μακρινάρια των κειμένων του Ζακ Ντεριντά παρά ο θερμός κριτικός λόγος του Μάρκου Αυγέρη. Οι νεομαρξίζουσες λογοτεχνικές θεωρίες του Τέρρυ Ήγκλετον παρά του σύγχρονού μας Μιχάλη Γ. Μερακλή, του Δημήτρη Ραφτόπουλου, του Δημητρίου Τσάκωνα. Κανείς προοδευτικός δεν μνημονεύει ότι αυτός ο «χουντικός» υπουργός ήταν που καθιέρωσε τις λογοτεχνικές συντάξεις των ελλήνων λογοτεχνών. Όπως τόσες φορές έχω ακούσει από τα χείλη επιφανών όχι συντηρητικών ή δεξιών κριτικών και συγγραφέων. Παραδοθήκαμε στην πολιτική και τους πολιτικούς που, αλήθεια άραγε, πόσους μεταπολεμικούς και μεταπολιτευτικούς έλληνες ποιητές και πεζογράφους έχουν διαβάσει, πέρα από τα σχολικά τους αναγνώσματα!. Αφέθηκαν οι σύγχρονοι έλληνες λογοτέχνες και λογοτέχνιδες σε ένα παιχνίδι κριτικής αποτίμησης, καθιέρωσης εφημεριδογραφικής εγκυρότητας, παραγνωρίζοντας ότι η ίδια η ποιητική δημιουργία και ο μόχθος της είναι εκείνος που πρωτίστως μετράει στα μάτια του οποιουδήποτε αναγνώστη. Παραγνωρίσαμε ότι η αλήθεια του ποιητικού λόγου και η αυθεντικότητά του, τα φορτία συγκίνησης είναι αυτό που αναζητά ο αναγνώστης, και όχι ο κριτικός ιδεολογικός του στιγματισμός που τον καταξιώνει. Δημιουργήσαμε μία ποίηση των κριτικών και όχι των ποιητών. Των σπουδαστηρίων και όχι των «δρόμων» όπως είχε δημιουργήσει και καθιερώσει η μελοποιημένη τραγουδιστική παράδοση του Μίκη Θεοδωράκη και άλλων μουσικοσυνθετών. Του Γιώργου Χατζηνάσιου, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Γιάννη Σπανού. Μουσικοσυνθετών που πήραν τον ποιητικό λόγο και τον ανέδειξαν τον διαλάλησαν σε λαϊκές συνοικίες, σε φτωχογειτονιές, σε λαικές ταβέρνες. Τον έκαναν σύνθημα σε κοινωνικές και πολιτικές διαδηλώσεις. Δεν τον έκρυψαν μέσα σε τόμους κριτικών σελίδων. Δεν είναι τυχαίο το παράδειγμα και η επιλογή του ποιητή και στιχουργού Δημήτρη Χριστοδούλου, του Νίκου Γκάτσου, του Γιάννη Νεγρεπόντη. Ευτυχώς στα μεταπολιτευτικά χρόνια, την ιστορική αλήθεια και αυθεντικότητα του Παλαμικού ποιητικού λόγου και κριτικής σκέψης, δεν κατόρθωσαν-όσο και αν αγωνίστηκαν να σβήσουν οι εντεύθεν κακείθεν των πολιτικών και ιδεολογικών χαρακωμάτων αντιπαλαμιστές. Οι άχρωμοι Ψυχαριστές. Ο σοφός «γεράκος» με το τριγωνικό λευκό μουσάκι, ο «Γεροντάκος» (για να θυμηθούμε και ένα δημώδες άσμα) της οδού Ασκληπιού είναι ακόμα εδώ, ανάμεσά μας, ζωντανός ποιητικός και κριτικός σύντροφος. Φάρος αναμμένος.  

Ποιητικός παλιμπαιδισμός ή συνειδητοποίηση του τι χάσαμε τόσα χρόνια, για να γινόμαστε αρεστοί στους άλλους; Όψιμους και παλαιότερους Καβαφιστές.

Οι Παλαμικοί στίχοι προέρχονται από τον κύκλο των τετραστίχων.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Δεκαπέντε χρόνια μνήμης Βασιλικής Μπαλούρδου (+12/2/2008)

Πειραιάς 12/2/2023                    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου