Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

Το περιοδικό της ΠΕΦ "ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ" και το αφιέρωμα στον ποιητή Κωστή Παλαμά

    ΑΦΙΕΡΩΜΑ  ΣΤΟΝ  ΚΩΣΤΗ  ΠΑΛΑΜΑ

Περιοδικό Φ Ι Λ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Η

τρίμηνη περιοδική έκδοση ενημέρωσης και προβληματισμού

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ

Υπεύθυνος σύμφωνα με το νόμο: Αγγελική Στασινοπούλου- Σκιαδά πρόεδρος Π.Ε.Φ.

Σελιδοποίηση-Φίλμς- Μοντάζ-Εκτύπωση: Ελένη Γκολέμα

-Τεύχος 45/10,11,12, 1993. ΕΤΟΣ 11, σ.3-50. Δραχμές 600

Εξώφυλλο: Paulette Dubaquier-Panagos, Κωστής Παλαμάς (Το έργο αυτό έχει δωρηθεί από τη ζωγράφο στο Μουσείο Παλαμά)

-Τεύχος 46/1,2,3, 1994. ΕΤΟΣ 12, σ.3-46. Δραχμές 600

Εξώφυλλο: Κώστα Μαλάμου, Κωστής Παλαμάς

                      ΤΕΥΧΟΣ 45

-Χειρόγραφο Κωστή Παλαμά: Πώς γνωρίζουμε το Dante, 3-9

(Από το αρχείο Κωστή Παλαμά του Ε.Λ.Ι.Α.. Κωστής Παλαμάς Μελέτες και άρθρα (1920-1926), τομ. 23, σελ.51-54)

-Ερατοσθένης Καψωμένος, Ο Κωστής Παλαμάς, η εθνική ιδεολογία και η πολιτισμική μας παράδοση *, 10-13

    Ο Κωστής Παλαμάς, η εθνική ιδεολογία και η πολιτισμική μας παράδοση

            «Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μες στη Χώρα»

Μ’ αυτό το στίχο περιγράφει ο Κωστής Παλαμάς μιαν άλλη εποχή εθνικής και πολιτισμικής κρίσης- και ιστορικής κρισιμότητας-ανάλογη με τη σημερινή, όπως η πρώτη δεκαετία του αιώνα. Είναι ο στίχος με τον οποίο αρχίζει η Φλογέρα του Βασιλιά, η πλατύτερη και διασημότερη-μαζί με το Δωδεκάλογο του Γύφτου-«λυρική εποποιία» του Παλαμά.

      Μ’ αυτό το στίχο ταιριάζει ν’ αρχίσουμε κι εμείς, γιατί μας βοηθά ν’ αναδείξουμε τις αντιστοιχίες των εποχών και των προβλημάτων-είναι τα χρόνια του Μακεδονικού αγώνα,(1) μην ξεχνούμε-, αλλά προπάντων γιατί συνοψίζει κάποιες ιδιαίτερα επίκαιρες και ενδιαφέρουσες πλευρές του παλαμικού έργου και του ίδιου του Ποιητή, που πολλά έχουν να διδάξουν στην ανεύρεση και σπασμωδική εποχή μας.

      Θα σταθούμε σε δύο σημεία. Το ένα είναι η στάση και ο ρόλος του ποιητή σε σχέση με τα μεγάλα προβλήματα του τόπου του και του καιρού του. Το άλλο είναι το ίδιο το ποιητικό μήνυμα και η σχέση του με την εθνική παράδοση και ιδεολογία.

     Ο στίχος που μνημονεύσαμε εκφράζει μια γενική αρνητική αποτίμηση για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα τη δεδομένη ιστορική στιγμή’ μια αποτίμηση οδυνηρή, που μαζί με την κρίση εμπεριέχει και μια μομφή προς όλες τις κατευθύνσεις, για την πλήρη έλλειψη δημιουργικής πνοής και δράσης, για την καθολική αδράνεια και στειρότητα.

     Ο στίχος αυτός μας παρέχει μια εύγλωττη και επαρκή ένδειξη για το πώς αντιλαμβάνεται ο Παλαμάς τη θέση και το ρόλο του ποιητή. Δεν περιορίζεται στην έκφραση υποκειμενικών αισθημάτων και βιωμάτων, στα «παθητικά κρυφομιλήματα», στην «παράμερη ζωή», το «λυρισμό του εγώ», όπως τον λέει ο ίδιος-μολονότι κι αυτά αντιπροσωπεύουν μια από τις «φωνές» της πολύτροπης μούσας του. Πριν απ’ όλα όμως, είναι ο ποιητής των «μεγάλων οραμάτων». Νοιάζεται για τα γενικά και μείζονα προβλήματα, κοινωνικά, εθνικά, παγκόσμια. Και θεωρεί αυτονόητο καθήκον του να πάρει- στοχαστικά ή μαχητικά-δημόσια και υπεύθυνη θέση’ όχι υπηρετώντας εξουσίες ή κολακεύοντας κοινές αδυναμίες, αλλά κρίνοντας και σημασιολογώντας με άγρυπνη συνείδηση, χαράσσοντας με υψηλό φρόνημα το δρόμο.

     Αυτός κυρίως είναι ο Παλαμάς. Πιο πολύ κι από ποιητής, είναι ένας πάντοτε παρών και ενεργός παράγοντας της πολιτιστικής ζωής του τόπου: πνευματικός οδηγός και παιδαγωγός του λαού, στοχαστής και προφήτης.

     Έτσι, στο συγκεκριμένο κείμενο, ο Παλαμάς ξεκινά από την άρση για να προχωρήσει στη θέση’ στηλιτεύει για ν’ αφυπνίσει και να κινητοποιήσει δημιουργικές δυνάμεις’ να αναζωπυρώσει «τις φωτιές τις πλάστρες», που «θα κάμουν-όπως λέει-αδέρφια τα όνειρα με τα έργα».

     Τέτοιο είναι το πρότυπο σχήμα που υπόκειται στη Φλογέρα του Βασιλιά. Ανάμεσα σε δυο εθνικοπολιτικές καταστροφές και ταπεινώσεις, του 1897 και του 1922, ανάμεσα σε δυο εθνικοκοινωνικές αναγεννητικές εξορμήσεις, του Τρικούπη (1882-) και του Βενιζέλου (1909-), ο Κωστής Παλαμάς θα γίνει η πνευματική συνείδηση του Γένους. Με μια διπολική ιστορική αναφορά, θεμελιωμένη στην αναλογία της εποχής του με την περίοδο της Φραγκοκρατίας στο Βυζάντιο, παίρνει ως αφετηρία μια κατάσταση έσχατης έκπτωσης, για να προφητέψει και να ευαγγελιστεί τη μελλούμενη ανάσταση.

     Αν στο Δωδεκάλογο του Γύφτου είναι ο Χαλαστής, που θ’ αρνηθεί και θα χλευάσει τις ψευδώνυμες αξίες, στη Φλογέρα του Βασιλιά γίνεται ο Πλάστης ενός ανανεωμένου, γνήσιου, ρωμαλέου λυτρωτικού οράματος.

    Σωστά ειπώθηκε πως η ποιητική μεγαλοσύνη του Παλαμά δημιούργησε στο πνευματικό πεδίο ό,τι στο πολιτικό πεδίο δημιούργησε η πολιτική ιδιοφυία του Βενιζέλου. (2) Έτσι, σε μια κρίσιμη ιστορική καμπή, προέκυψε μια ευτυχής και σπάνια συζυγία ανάμεσα στην ποίηση και στην πράξη, στην εθνική πολιτική και την εθνική ιδεολογία.

     Κι αυτή είναι αναμφίβολα μια από τις σημαντικότερες συμβολές του Κωστή Παλαμά. Κατάφερε να συλλάβει τις διάχυτες ή λανθασμένες τάσεις της συλλογικής κοινωνικής συνείδησης, τις διατομικές νοητικές δομές (ιδεών, αξιών, αιτημάτων) μιας ολόκληρης εποχής κι όλα αυτά να τα ενορχηστρώσει και να τα συνθέσει-με υψηλό βαθμό συναισθηματικής διαύγειας και εννοιολογικής ευκρίνειας-σε μια συνεκτική πανεθνική ιδεολογία, την ιδεολογία που εμψύχωσε μια ηρωική εξόρμηση του ελληνισμού και προσδιόρισε τις κατευθύνσεις της ελληνικής παιδείας για πολλές δεκαετίες. Γιατί κι αυτό πρέπει να το πούμε. Ο Παλαμάς δεν ήταν μόνον ο πρωταγωνιστής μιας ποιητικής ανανέωσης κι ο αρχηγέτης μιας λογοτεχνικής σχολής της λεγόμενης γενιάς του 1880’ υπήρξε ο αυθεντικότερος εκφραστής ενός ολόκληρου εθνικού κινήματος, στάθηκε- κι εδώ βρίσκεται ίσως και η πηγή των αδυναμιών που του καταλογίζουν-κοντύτερα από κάθε άλλον στα αισθήματα και την ευαισθησία του μέσου Έλληνα κι έτσι κατάφερε, για μισό και πλέον αιώνα, να τρέφει και να διαμορφώνει την πνευματική συνείδηση του λαού του.

     Αλλά ας μη φανταστούμε ότι ο Παλαμάς έγινε ένα απλό φερέφωνο της επίσημης ιδεολογίας αφενός και της ευαισθησίας του μέσου ανθρώπου, αφετέρου. Το αντίθετο’ συνέβαλε αποφασιστικά στον αναπροσανατολισμό και εκσυγχρονισμό της κυρίαρχης ιδεολογίας, σε καίριους τομείς.

     Μαζί με τη  γενιά του αγωνίστηκε και πέτυχε την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στη λογοτεχνία, στις επιστήμες, στον τύπο, στην εκπαίδευση. Έτσι, έδεσε την αθηναϊκή με την εφτανησιώτικη παράδοση, γεγονός που είχε ως συνέπεια τον αναπροσανατολισμό της παιδείας από τη μονόπλευρη προσήλωση των καθαρευουσιάνων σε ένα λόγιο, αρχαϊστικό, βερμπαλιστικό, τυπολατρικό, ολιγαρχικής νοοτροπίας ιδεώδες, προς το ιδεώδες μιας γενικής λαϊκής παιδείας, στηριγμένης στις ζωντανές αξίες, που να υπηρετεί τη σκοπιμότητα της καθολικής πνευματικής μόρφωσης και ανόδου του λαού.

      Παράλληλα, αξιοποιώντας και τα διδάγματα του ιδρυτή της ελληνικής λαογραφίας Νικολάου Πολίτη, συνέβαλε αποφασιστικά στη στροφή από τη φανατική και άγονη αρχαιολατρεία- συνδυασμένη εξαρχής με την υποτίμηση του λαϊκού παράγοντα και της σύγχρονης ζωής-προς τις αγνές πηγές της λαίκής παράδοσης και του αγροτοκτηνοτροφικού πολιτισμού της υπαίθρου. Η στροφή αυτή συναρτάται άμεσα με την εδραίωση της δημοκρατικής ισότητας μεταξύ των πολιτών και απορρίπτει τα ταξικά προνόμια, τα ταξικά στεγανά και την ηγεμονία μιας κοινωνικής τάξης πάνω στις άλλες. Και δεν πρέπει να υποτιμούμε το γεγονός ότι σ’ αυτή τη στροφή-σε συνδυασμό βέβαια με την ύπαρξη και άλλων παραγόντων-οφείλουμε το προνόμιο ότι είμαστε, ως την αρχή της δεκαετίας του ’90, η ολιγότερη ταξική κοινωνία της Ευρώπης- ένα προνόμιο πάντως που ο δυτικοευρωπαϊκός παράγοντας δε φαίνεται διατεθειμένος να ανεχθεί για πολύ ακόμη.

     Μια άλλη αξιοσημείωτη αλλαγή συνίσταται στο γεγονός ότι ο Παλαμάς και η γενιά του έρχονται να εξισορροπήσουν κάποιες ανεδαφικές και νοσηρές πλευρές του ρομαντισμού, όπως η υπερβολή του υποκειμενικού και μεταφυσικού παράγοντα και η περιφρόνηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, στρεφόμενοι πάλι στο καθημερινό, το οικείο, το υλικό. Ξαναφέρνουν έτσι και επιβάλλουν στη λογοτεχνία το μέτρο της εμπειρίας και του ορθού λόγου, την πίστη στην αξία των υλικών πραγμάτων και εν τέλει στην ίδια τη ζωή ως πρωταρχικό αγαθό’ μια πίστη κατεξοχήν ελληνική.

     Αλλά ένα από τα σημαντικότερα εγχειρήματα του Παλαμά είναι να δώσει στην ελληνική λογοτεχνία και στην ελληνική πνευματική ζωή, ευρωπαϊκές και διεθνείς διαστάσεις.

     Σ’ αυτό το πεδίο, παρουσιάζει μια εκπληκτική πνευματική εγρήγορση και δεκτικότητα. Μέσα στο ογκώδες έργο του-ποιητικό, πεζό, δοκιμιακό, αρθρογραφία-απορροφά και καταγράφει όλα περίπου τα σημαντικά κινήματα και ρεύματα σκέψης, επιστήμης, τέχνης. Ωστόσο, δύσκολα θα μπορούσαμε εδώ να μιλήσουμε για οργανική αφομοίωση. Συχνά, ο Παλαμάς μεταφέρει απλώς στην ελληνική πνευματική αγορά ένα υλικό ενημέρωσης. Και πάντα κρατά τον έλεγχο και την πνευματική του ανεξαρτησία απέναντι στο αλλότριο υλικό. Έχει μάλιστα επισημανθεί ότι ο ποιητής «εκμεταλλεύεται στο έπακρο ξένες τεχνοτροπίες για να εξάρει εμφαντικότερα τις ελληνικές αξίες». (3) Κι αυτό φαίνεται ν’ αποτελεί συνειδητή πρόθεση του Παλαμά. Γράφει στα «Τραγούδια της πατρίδας μου»:

-Πατρίδα μου, τι θες να σου χαρίσω;

     και η απάντηση:

-Δε θέλω γω καινούργια ή ξένα δώρα,

παλιά δικά μου πλούτη σου ζητώ.

     Οι στίχοι αυτοί, διατυπωμένοι ήδη στα 1886, στην πρώτη του ποιητική συλλογή, ορίζουν τον κεντρικό άξονα ολόκληρης της δημιουργικής προσπάθειας του Παλαμά. Ανοιχτός βέβαια στις ξένες ιδέες, αλλά με απόλυτη συνείδηση της αυτάρκειας και πληρότητας που διαθέτει η δική μας πολιτισμική παράδοση. Το πρόβλημα για τον ποιητή δεν είναι να μορφώσει το λαό του με βάση ξένα- ευρωπαϊκά ή άλλα-πρότυπα (κάτι τέτοιο μόνο στο ιδιόμορφο πεδίο του πολιτικού λόγου θα ήταν δυνατό να διατυπωθεί), αλλά, αξιοποιώντας τις πολιτισμικές κατακτήσεις άλλων λαών, να ανιχνεύσει, να αναδείξει, να συνθέσει και να μεταδώσει στις νέες γενιές όλο τον απέραντο πλούτο της μεγάλης και πολύμορφης ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης, αλλοτινής και σύγχρονης, προφορικής και γραπτής, λαϊκής και λόγιας.

     Κορυφή της δημιουργικής συμβολής του Παλαμά στάθηκε η προσπάθεια να αποκαταστήσει σ’ ένα ενιαίο ιδεολογικό σχήμα τη διαχρονική ενότητα του ελληνικού πολιτισμού, από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Η πρόθεση αυτή τον οδηγεί να αποκαταστήσει στη σωστή του θέση τον αγνοημένο και συκοφαντημένο βυζαντινό πολιτισμό. Προηγήθηκαν βέβαια και άλλες απόπειρες, του Ζαμπέλιου, του Σάθα και κυρίως του Παπαρρηγόπουλου, αλλά ο Παλαμάς είναι εκείνος που εκλαϊκευσε μέσα από την τέχνη του και έκαμε κοινή συνείδηση των Ελλήνων αυτή την ενότητα της παράδοσής τους. Μέσα στην ελευθερία που του παρείχε η ποιητική έκφραση και η μυθική σκέψη, επιχείρησε, με τις μεγάλες του κυρίως συνθέσεις, να συνδυάσει την πίστη στη ζωή και τις υλικές αξίες με την πνευματικότητα της βυζαντινής παράδοσης, τον ορθολογισμό με το μυστικισμό, τον αισθησιασμό με την αγιότητα. ‘Ετσι καθιερώνει μυθικά δίδυμα που συνενώνουν την αρχαία ελληνική με τη βυζαντινή θρησκευτική και με τη λαϊκή παγανιστική μυθολογία, όπως Προμηθέας-Χριστός, Αθηνά-Παναγία, Διγενής-Τάρταρα κλπ., εγκαινιάζοντας μυθικούς συμβολικούς κώδικες διαχρονικής πολιτισμικής συνέχειας και ενότητας, τους οποίους θα επεξεργαστεί η επόμενη γενιά, ο Σικελιανός, ο Βάρναλης, ο Καζαντζάκης.

     Ο χρόνος δυστυχώς δεν επιτρέπει να επεκταθούμε σ’ αυτό το πεδίο, που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και διδακτικό.

     Θα σταθούμε μόνο ενδεικτικά σε κάποιες χαρακτηριστικές αλλά όχι αυταπόδεικτες περιπτώσεις. Η πεμπτουσία του νεοελληνικού ανθρωπισμού που αναπτύσσει ο Παλαμάς ακολουθώντας το σολωμικό παράδειγμα, είναι σύνθεση φυσικών και πνευματικών αξιών. Πρόκειται για «παλιό πλούτος» της δικής μας παράδοσης. Ο θεός μέσα στη φύση είναι ιδέα ελληνική, θεμέλιο της αρχαίας θρησκευτικής μυθολογίας. Στην ποιητική μυθολογία του Σολωμού η ιδέα αυτή επανέρχεται σε μια εκδοχή εμπλουτισμένη με τη λαϊκή παγανιστική θρησκευτικότητα και την ελληνορθόδοξη ηθική παράδοση: η φύση είναι η περιοχή του αγαθού και του θείου, ενας εγκόσμιος παράδεισος, όπου η «θεία επιφάνεια» είναι μια οικεία και καθημερινή εμπειρία. (4) Ο Παλαμάς με τη σειρά του, απορρίπτοντας το δυιστικό μοντέλο, που αντιπαραθέτει το πνεύμα στην ύλη, αναγνωρίζει το πνεύμα στη φύση:

          Το πνεύμα και στο χώμα λάμπει.

          (Η Ασάλευτη Ζωή: Πατρίδες, Άπαντα, ό.π. τ.3, σ.15, στ.13).

     Η θέση αυτή συνδέεται αναγκαία με ορισμένους κοσμοθεωρητικούς και αξιοκρατικούς κώδικες. Πρώτα απ’ όλα τοποθετεί το κέντρο βάρους στην εγκόσμια ζωή, ως την αποκλειστική περιοχή ολοκλήρωσης και ευδαιμονίας του ανθρώπου.

     Κατά συνέπεια, αποδίδει στις φυσικές και ζωικές αξίες τη θέση που πραγματικά έχουν στην ανθρώπινη ζωή. Ένα δεύτερο σημείο, αναγκαία συνάρτηση του πρώτου, είναι ότι υπερβαίνει τη διάσταση ανάμεσα στα ζωικά και πνευματικά αιτήματα του ανθρώπου, δηλ. αποκαθιστά την ενότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και την αρμονία του ανθρώπου με τον Κόσμο. Η εναρμόνιση αυτή έχει κάποιες ουσιώδεις παραμέτρους, που αφορούν τη φύση και τις αξίες της. Η εμπειρία που προσφέρει στον άνθρωπο η ήμερη μεσογειακή φύση είναι ένα όραμα κάλλους, ισορροπίας και μακαριότητας, που δεν αντιτίθεται στις πνευματικές αξίες του κοινωνικού ανθρώπου. Αντίθετα αναδείχνει, μέσα στο ιλαρό φώς του ήλιου που καταυγάζει και εξαϋλώνει τα πάντα, μιαν αναλογία ανάμεσα στις φυσικές και πνευματικές αξίες:

Πρωί, και λιοπερίχυτη και λιόκαλ’ είναι η μέρα,

κ’ η Αθήνα ζαφειρόπετρα στης γης το δαχτυλίδι.

Το φώς παντού, κι όλο το φώς, κι όλα το φώς τα δείχνει

και στρογγυλά και σταλωμένα, κοίτα, δεν αφίνει

τίποτε θαμποχάραγο, να μην το ξεδιαλύνεις

όνειρο αν είναι, ή κι αν αχνός, ή αν είναι κρουστό κάτι.

        (Η Φλογέρα του Βασιλιά, Λόγος Έβδομος, στ.1-6)

     Το φώς αναδείχνει ως δεσπόζουσες φυσικές κατηγορίες τη διαύγεια και την ευκρίνεια. Μέσα απ’ αυτές τις κατηγορίες επιβάλλεται ένα μέτρο ισοτιμίας ανάμεσα σε όλα τα στοιχεία και τα όντα της φύσης, από τα πιο μεγάλα ως τα πιο μικρά:

Περήφανα και ταπεινά, κι όλα φαντάζουν ίδια.

Και της Πεντέλης η κορφή και  τ’ αχαμνό σπερδούκλι,

κι ο λαμπρομέτωπος ναός και μια χλωμή ανεμώνη,

τα πάντα, όμοια βαραίνουνε στη ζυγαριά της πλάσης

                  (ό.π. στ.7-10)

     Η διατύπωση του τελευταίου στίχου («τα πάντα όμοια βαραίνουνε στη ζυγαριά») υποβάλλει την ιδέα μιας «φυσικής δικαιοσύνης», που καθιερώνει την ισότητα και την αρμονία ως αξίες του φυσικού πεδίου, αλλά σε υπαινικτική αναλογία με το ανθρώπινο πεδίο. Έτσι, η φύση περιέχει ένα πρότυπο αξιών για την ανθρώπινη περιοχή. Είναι αυτό που ο Σεφέρης θα ονομάσει αργότερα «λειτουργία ενανθρωπισμού» του ελληνικού φωτός’ (5) μια λειτουργία που και ο Παλαμάς αναγνωρίζει και αναπτύσσει ποιητικά ως ένα διακριτικό στοιχείο γεωφυσικής και πολιτισμικής εντοπιότητας. Στη συνέχεια του ίδιου ποιήματος, αξίες χαρακτηριστικά ανθρώπινες και μάλιστα κοινωνικές, όπως η αλληλεγγύη, η αμοιβαία έλξη, η συναδέλφωση και η ενότητα εμφανίζονται ως αξίες φυσικές, που απορρέουν από την εμπειρία της αττικής ημέρας, ως λειτουργίες του φωτός.

Κι όλα σιμά τα φέρνεις, φώς, κι όλα το φώς τα δείχνει

με μοίρα σαν ξεχωριστή. Της Αίγινας ο κόρφος

απρογαλλιάζει ολόχυτος, λαμποκοπά’ τον πάει

σιμά προς τους κυματιστούς και σα γραμμένους λόφους’

και το βαθύ ακροούρανο σημαδεμένο μόνο

από το μαύρο ενός πουλιού και τ’ άσπρο ενού συγνέφου

τα πάει προς το βουνόπλαγο, και του βουνού τη ράχη

την πάει σιμά στο λιόφυτο του  κάμπου, και τον κάμπο

τόνε σιμώνει στο γιαλό, και του γιαλού και οι βάρκες

στα σπιτικά κατώφλια ομπρός τραβάν κατά τη χώρα

ήσυχα για ν’ αράξουνε. Κι όλα το φώς τα δείχνει

αεροφερμένα πιο κοντά σάμπως καημό να τόχει

να τα ορμηνέψει να πιαστούν κι ένα χορό να στήσουν,

όσο του τόνα στ’ αλλουνού την αγκαλιά να πέσει

               (Η Φλογέρα του Βασιλιά, Λόγος 7ος, στ.11-24)

     Η ενότητα μέσα στην αγάπη είναι λοιπόν το αξιακό πρότυπο που προσφέρει στις ανθρώπινες (δι- ατομικές και κοινωνικές) σχέσεις η εμπειρία του ελληνικού φωτός. Και είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως στην ίδια σημασιοδότηση (φως=αγάπη) καταλήγει, από το δικό του δρόμο, και ο Σεφέρης. (6)

     Την αντίληψη για τη φύση ως πηγή αξιών που τροφοδοτούν και διαμορφώνουν τον πυρήνα και τις κατευθύνσεις του τοπικού πολιτισμού, αναπτύσσει με μοναδική σαφήνεια ο Παλαμάς σ’ ένα άλλο σημαντικό ποίημά του, που έχει μείνει ουσιαστικά ασχολίαστο. Πρόκειται για το «Σάτυρο ή το γυμνό τραγούδι», όπου από τη μια προβάλλονται οι δεσπόζουσες φυσικές αξίες, από την άλλη αναδύονται τα ηθικά αιτήματα που αυτές συνεπάγονται για τον άνθρωπο. Η ιδέα της στενής συνάρτησης ανάμεσα σε φυσικές και ανθρώπινες αξίες για πρώτη  φορά στη νεοελληνική ποίηση διατυπώνεται τόσο απερίφραστα.

     Η γυμνότητα και  η ένδεια της αττικής φύσης, στοιχείο γεωφυσικής ιδιομορφίας, μετατρέπεται, κατά το σολωμικό πρότυπο, (7) πρώτα σε αξία αισθητική, ύστερα σε αίτημα ηθικής τάξης.

          Όλα γυμνά τριγύρω μας,

          όλα γυμνά εδωπέρα,

          κάμποι, βουνά, ακροούρανα,

          ακράταγ’ είναι η μέρα.

          Διάφαν’ η πλάση, ολάνοιχτα

          τα ολόβαθα παλάτια’

          το φώς χορτάστε, μάτια,

          κιθάρες το ρυθμό!

 

          Εδώ είν’ αριά κι αταίριαστα

          λεκιάσματα τα δέντρα,

          κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,

          εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.

          Εδώ είναι’ ο ίσκιος όνειρο,

          Εδώ χαράζει ακόμα

          στης νύχτας τ’ αχνό στόμα

          χαμόγελο ξανθό.

 

          Εδώ τα πάντα ξέστηθα

          κι αδιάντροπα λυσσάνε’

          αστέρι είν’ ο ξερόβραχος;

          και το κορμί φωτιά ‘ναι.

          Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,

          μαργαριτάρια, ασήμια,

          μοιράζει η θεία σου γύμνια

          τρισεύγενη Αττική!

 

          Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,

          η σάρκα αποθεώθη,

          οι παρθενιές Αρτέμιδες,

          Ερμήδες είναι οι πόθοι.

          Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,

          θάμα στα υγρόζωα κήτη

          πετιέται κι η Αφροδίτη

          και χύνεται παντού.

……………………….

          Μακριά μας όσα αταίριαστα,

          ντυμένα και κρυμμένα,

          τα μισερά και τ’ άσκημα

          και ακάθαρτα και ξένα.

          Όρθά όλα’ ξέσκεπα, άδολα,

          γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια!

          Γύμνια είναι η αλήθεια,

          και γύμνια κι η ομορφιά.

           (Ο Σάτυρος ή το γυμνό τραγούδι, στρ. 1-4, 12, από την «Πολιτεία και Μοναξιά»: Άπαντα, τ. 5ος, σ.418-21).

      Μέσα απόμιά πλούσια σειρά σημασιοδοτικών συσχετισμών, η γύμνια και η λιτότητα της αττικής γης συνδέεται πρώτα απ’ όλα με τα φώς και τη διαφάνεια, που παραπέμπει στο ορατό, φανερό, ακέριο, οικείο, άδολο, ανόθευτο, αυθεντικό’ ύστερα με το ρυθμό, το τραγούδι, το γέλιο, τη διονυσιακή μέθη’ τέλος με το πλαστικό κάλλος του κορμιού, που βρίσκει τη δικαίωσή του αφενός στη συμβολική των θρησκευτικών μύθων (αποθέωση) αφετέρου στο ιδεώδες της μεγάλης τέχνης (κλασική αγαλματοποιία). Η  σημασιοδοτική αυτή ευφορία κορυφώνεται στις ταυτότητες: γύμνια= αλήθεια, γύμνια= ομορφιά, που μετατρέπουν τη δεσπόζουσα φυσική κατηγορία σε αξία ηθική και αισθητική.

     Έτσι, προκύπτουν αβίαστα ορισμένα αιτήματα για τον άνθρωπο: να αντλήσει τις αξίες του από το φυσικό πρότυπο («και με τη φύση ταίριασε την πλαστική σου εικόνα»), που θα πει, απάρνηση των νόθων κοινωνικών αξιών («πέταξε τον άμοιαστο χιτώνα» - «μακριά μας όσα αταίριαστα ντυμένα και κρυμμένα…») και οικειοποίηση των αυθεντικών αξιών της φύσης’ ύστερα, να κοινωνικοποιήσει τις πρωτογενείς φυσικές αξίες μετασχηματίζοντάς τις σε πνευματικές («λαγάρισε τη γύμνια σου και κάμε την ιδέα»).

          Θα αρκεστούμε σ’ αυτά.

     Ο Παλαμάς είναι ο ποιητής που έδωσε τη μεγαλύτερη έμφαση στην ιδέα ότι η Ελλάδα αποτελεί τη σύνθεση πολλαπλών αντιθέσεων, ιστορικών πολιτισμικών, αξιοκρατικών. Πολλοί μελετητές του καταλογίζουν ότι δεν μπόρεσε να δώσει μια οργανική σύνθεση όλης αυτής της πολλαπλότητας που ανέδειξε. Όμως, όπως δείξαμε σε άλλες εργασίες μας, (8) και η συνύπαρξη των αντιθέσεων είναι κι αυτή ελληνική ιδέα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

*, Εισήγηση στην Ημερίδα που οργάνωσε το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ι. Π. Μεσολογγίου, σε συνεργασία με τον Τομέα Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στις 13.3.1993, με θέμα «Παλαμάς- Τραυλαντώνης- Μαλακάσης. Ζητήματα πολιτισμικής εντοπιότητας»

1., 1903-1908. Στην εισαγωγική ενότητα, που τιτλοφορείται «Ο Γιος της Χήρας», γίνεται λόγος- με μια σημαίνουσα διακειμενική αναφορά στο ηρωικό δημοτικό τραγούδι-για την προϊστορία του μετέπειτα  βυζαντινού αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄ του Μακεδόνα. Ο ποιητής βάζει στο στόμα του ήρωα την πολυσήμαντη φράση: «Μακεδονίτης ειμ’ εγώ, και το χωριό μου η Νίκη» (Κωστή Παλαμά, Άπαντα, Ίδρυμα Κ. Παλαμά-Εκδ. Μπίρη, χ.χ., τ. 5, σ.21, στ.7).

2., Λ. Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1978: 192.

3., M. Vitti, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Οδυσσέας, 1987: 307.

4., Βλ. Ε. Γ. Καψωμένου, «Καλή ‘ναι η μαύρη πέτρα σου». Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Αθήνα, βιβλιοπωλείο της «Εστίας», 1992: 55-65, 117-141., 241-251.

5., Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, τ.2ος, Αθήνα, Ίκαρος, 1974: 55.

6., Βλ. Ε.Γ. Καψωμένου, «Η μυθολογία του φωτός στην ποίηση του Σεφέρη», Πρακτικά Συμποσίου Σεφέρη (Αγία Νάπα, 14-16.4.1988). Λευκωσία 1991: 64.

7., Βλ. στο βιβλίο μας «Καλή ‘ναι η μαύρη πέτρα σου» Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, ό.π., 1992: 169-200.

8., «Η ρητορική της αντίθεσης στην Κρητική λογοτεχνία της ακμής» (υπό έκδοση στα Πρακτικά του Ζ΄ Διεθνούς Κρητικολογικού Συνεδρίου, Ρέθυμνο 1991). Πρβλ. Ε.Γ. Καψωμένου, «Ο Ανδρέας Κάλβος και η πολιτισμική μας παράδοση», περ. Σημείο, 1 (Λευκωσία, 1992): 179-190.

-Παναγιώτης Δ. Μαστροδημήτρης, Συνοπτική εισήγηση για την αρχαιολατρία του Παλαμά, 14-15

-Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Ο ποιητής ως κριτικός του έργου του, 16-32

-Θεόδωρος Γ. Μπόλλας, Το ποιητικό- στίγμα του Κ. Παλαμά*, 33-36

*, Το κείμενο είναι ομιλία με την οποία συμμετείχα στο «Φιλολογικό μνημόσυνο του Κ. Παλαμά», που οργάνωσε η Β/θμια Εκπ/ση το Μάϊο του 1993 στη Σπάρτη ως εκ τούτου διατηρεί την όποια ρητορική του πρόθεση και δε συνοδεύεται από σημειώσεις.

-Νίκος Γρηγοριάδης, Ο ανυπότακτος, ο ασύγκριτος, Κ. Παλαμά, «Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ» 37-40

-Στέφανος Διαλησμάς, «Όλα μου τα γράμματα είναι ένα γράμμα». (Οι επιστολές του Κωστή Παλαμά στη Λιλή Ιακωβίδη)*, 41-45

*, Το κείμενο αυτό αποτελεί εισήγηση στο «Συνέδριο Παλαμά», που έγινε στην Αθήνα, 23-26 Νοεμβρίου 1993. Συμπληρωμένο-με σημειώσεις, παράλληλα κείμενα κλπ.- θα δημοσιευτεί στα Πρακτικά του Συνεδρίου

-Πάτροκλος Σταύρου, Ζωή και θάνατος και μηνύματα του Κωστή Παλαμά, 46-50

*, Ομιλία στον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου 1940 από το Εθνικό Θέατρο Ελλάδος στην Αθήνα, αφιερωμένο στον Κωστή Παλαμά, στις 27 Οκτωβρίου 1993. Τα ποιήματα απαγγέλθηκαν από ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου.

                   ΤΕΥΧΟΣ  46

-Πορτραίτο του Κωστή Παλαμά από τον Γ. Ν. Ροϊλό, 3

-Εσώφυλλο, σελ. 3 από την ποιητική σύνθεση Τ Α Φ Ο Σ, εν Αθήνησι 1898, σελ.72,  4

- Αποσπάσματα χειρόγραφων στροφών από το έργο «Ο ΤΑΦΟΣ», «Στο ταξίδι που σε πάει ο μαύρος καβαλάρης,…», 5

(Από το αρχείο Κωστή Παλαμά του Ε.Λ.Ι.Α. Κωστή Παλαμά, Άπαντα, τόμ. Α΄, Β΄ έκδοση, Γκοβόστη, Αθήνα, σελ. 373 κ.ε.)

-Μιχάλης  Γ. Μερακλής, Μια αφώτιστη πλευρά παλαμικής ποιητικότητας, 6-7

           Μια αφώτιστη πλευρά παλαμικής ποιητικότητας

      1., Ο Κωστής Παλαμάς ήκμασε στην περίοδο ακμής των γλωσσικών αγώνων, δηλαδή της σύγκρουσης της καθαρεύουσας με το δημοτικισμό, των καθαρευουσιάνων με τους δημοτικιστές. Και όχι μόνο αυτό’ όπως γνωρίζουμε, ο Παλαμάς ηγήθηκε της λογοτεχνικής σχολής, που έκαμε το δημοτικισμό σημαία της. Και «Ιδέα» της-έτσι, με κεφάλαιο το πρώτο γράμμα της λέξης και με τη σημασία της ιδεολογίας: «Τάχα θα περάσει πολύς καιρός ακόμα, αιώνες τάχα χρειάζονται, για να φωτίσει της γλωσσικής Ιδέας το φώς κάθε νου κι εκείνους που σφιχτά σκαρφαλωμένοι κρατιούνται από τους σκεβρωμένους τοίχους των περασμένων, και κινδυνεύουν κάτω απ’ αυτούς ν’ απομείνουν πλακωμένοι, και πάντα τελευταίοι φωτίζονται;» (Άπαντα, τ.6, σ.186-7 από κείμενό του, του 1903).

     2., Εντούτοις το ζήτημα της σχέσης του Παλαμά με τη δημοτική δεν είναι τόσο απλό. Εν πρώτοις είναι γνωστό ότι, όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο το πάθος για την «ιδέα τη γλωσσική», δηλαδή για την ιδεολογία του δημοτικισμού, αμβλυνόταν’ η καθαρεύουσα κέρδιζε κάποιο χώρο μέσα του ή, καλύτερα, ανακαλυπτόταν κρυμμένη βαθιά μέσα του, καρτερικά ή πεισματικά, και στις πιο φανατικές δημοτικιστικές αγάπες του (το θέμα αυτό θίγω και στο τεύχος του περιοδικού «Η λέξη» το αφιερωμένο στον Παλαμά, αρ. 114 (Μάρτιος- Απρίλιος 1993), σ. 164-71: «Ο Παλαμάς και το γλωσσικό ζήτημα»).

     Επιπλέον πρέπει να τονισθεί ότι, ακόμα και τότε που ο δημοτικιστικός ζήλος του Παλαμά βρισκόταν στην κορύφωσή του, ως δημοσιογράφος έγραφε-τουλάχιστον για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα-στην καθαρεύουσα, έστω και από επαγγελματική υποχρέωση και ανάγκη, γιατί γλώσσα της δημοσιογραφίας παρέμενε αυστηρά η καθαρεύουσα. Γεγονός είναι πάντως, ότι ο Παλαμάς χειριζόταν με επιτυχία τη γλώσσα αυτή’ η καθαρεύουσά του είναι ωραία καθαρεύουσα.

     3., Σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα θα έλεγα-βλέποντας βέβαια τα πράγματα από την απόσταση ενός αιώνα περίπου,-ότι πολλή μαχητικότητα ξοδεύτηκε, πολλή ιδεολογία διοχετεύτηκε σ’ αυτό, ώστε το γλωσσικό, υπέρμετρα διεσταλμένο, να υποκαταστήσει, όπως δεν έπρεπε, το ίδιο το κοινωνικό ζήτημα. Ο Γ. Σκληρός είχε ζητήσει, σχετικά νωρίς (1907), να επανατοποθετήσει το ζήτημα, να αποκαταστήσει την αρμόζουσα σχέση ανάμεσα στο γλωσσικό και το κοινωνικό ζήτημα, να δείξει πως το πρώτο προσδιορίζεται από το δεύτερο, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν ταυτίζεται. Αλλά η σύγχυση συνεχίστηκε’ το γλωσσικό, υποκαθιστώντας το κοινωνικό ζήτημα, το μετέβαλε σ’ ένα ζήτημα μορφής και μορφών, σε φορμαλιστικό ζήτημα, ενώ αυτό δεν μπορεί παρά να είναι ζήτημα ουσίας.

     4., Εξάλλου η γλώσσα, πριν εμφανιστεί το γλωσσικό ζήτημα, είχε αφομοιώσει παντοειδή στοιχεία, ώστε η μάλλον φυσική γλώσσα να φαίνεται πώς είταν η οριζόμενη από τη «μέση οδό» του Κοραή, η μεικτή γλώσσα. Ένας μαρξιστής μελετητής, όπως ο Γιάννης Κορδάτος, και σε χρόνια μάλιστα που συνεχιζόταν η «ιδεολογική» πόλωση και στη γλώσσα, δεν θα διστάσει να πει, πως «ούτε οι ορθόδοξοι καθαρευουσιάνοι ούτε οι ορθόδοξοι δημοτικιστές λογαριάζουν το γλωσσικό καθεστώς, δηλαδή τη δημοτική και την καθαρεύουσα, τις δύο γλώσσες που υπάρχουν και γράφονται, άρα και αλληλοεπηρεάζονται (…) Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι λοιπόν. Όποιες λέξεις της καθαρεύουσας έχουν αφομοιωθεί από τη δημοτική αυτές θα μείνουν» (Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος, Αθήνα (3) 1973 (πρώτη έκδοση 1943), σ.224 και 229). Και βέβαια κανένας δεν θα μπορέσει να μετρήσει-γιατί δεν θα μπορέσει καλά-καλά να τις ξεχωρίσει-τις λέξεις, τις εκφράσεις κ.λπ. της καθαρεύουσας, ενώ, επιπλέον, το «καθεστώς» της παρουσίας λέξεων της καθαρεύουσας αφομοιωμένων στο σώμα της δημοτικής επέτρεπε την είσοδο και την εισδοχή κα νέων τέτοιων στοιχείων. (Παλινδρόμηση σ’ ένα είδος νεοψυχαρισμού σημειώθηκε στη δεκαετία 1980-1990 περίπου, δηλαδή εκατό χρόνια μετά την ψυχαρική δημοτικιστική έξαρση. Επισημαίνω το γεγονός, χωρίς να κρίνω απαραίτητο να αναφερθώ και στα αίτια που το προκάλεσαν. Άλλωστε φαίνεται πως ο νεοψυχαρισμός αυτός μάλλον υποχωρεί στην τρέχουσα δεκαετία του ’90, παρά τις βλάβες που αναμφισβήτητα προκάλεσε.).

     5., Οι σημερινοί φίλοι της ποίησης του Κάλβου ή του Καβάφη, της πεζογραφίας του Παπαδιαμάντη (αλλά και του Βιζυηνού, του Μιχαήλ Μητσάκη, του Κονδυλάκη) κανονικά πρέπει να έχουν υπερβεί το γλωσσικό μονισμό, δηλαδή το δημοτικιστικό μονισμό. Κάτι παραπάνω: οι φίλοι του Κάλβου, του Καβάφη, του Παπαδιαμάντη πρέπει να τους αγαπούν, να αγαπούν τα κείμενά τους και εξαιτίας της γλώσσας τους, που είναι διάφορες προσωπικές και μοναδικές κάθε φόρα πραγματοποιήσεις λεκτικής μαγείας, οριζόμενης οπωσδήποτε και από το αντικειμενικό γεγονός της υπέρβασης ενός γλωσσικού μονισμού, το γεγονός του συνδυασμού δημοτικού και καθαρεύοντος λόγου (ο Μαλλαρμέ διατύπωσε το αξίωμα,-όχι τόσο για να το εφαρμόσει απόλυτα, αλλά για να τονίσει τη σπουδαιότητα της γλώσσας καθ’ εαυτήν-ότι η ποίηση δε γράφεται με ιδέες, αλλά με λέξεις).

     6., Ο Παλαμάς, για λόγους ιδεολογικής συνέπειας, υιοθέτησε (όπως και ο Σολωμός άλλωστε) την άκρατη δημοτική στην ποίησή του. Παράλληλα όμως ίσχυαν και οι παράγοντες, που αναφέρονται πιο πάνω, στην παράγραφο 2. Και θέλω να καταγράψω εδώ την εντύπωση που αποκομίζω συχνά, απ’ την ανάγνωση κειμένων του γραμμένων στην καθαρεύουσα’ και κυρίως χρονογραφημάτων, με τη θεματογραφία την οποία προσδιορίζει το είδος: ο ποιητής Παλαμάς, γράφοντας πεζά κείμενα στην καθαρεύουσα της δημοσιογραφίας της εποχής του, στην οποία συνυφαίνονται ήδη και στοιχεία του προφορικού λόγου, της «καθομιλουμένης», έρχεται απροσδόκητα να συναντηθεί με τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Παπαδιαμάντη, το Μητσάκη, τον Κονδυλάκη… Ώστε μπορεί να τεθεί το ζήτημα (που μπορεί, στην πρώτη ματιά, να θεωρηθεί αβάσιμο και παράδοξο) της σύγκρισης πεζών κειμένων του Παλαμά, γραμμένων στην καθαρεύουσα, με τα καλβικά και καβαφικά ποιητικά κείμενα (η συγκρισιμότητα ενισχύεται και από την αυτονόητο έλλειψη, στα εν λόγω κείμενα του Παλαμά, μέτρου και ομοιοκαταληξίας). Ως παράδειγμα δίνω ένα μικρό απόσπασμα από χρονογράφημα του Παλαμά (δημοσιεύθηκε στις 20 Οκτ. 1882 στην εφημερίδα «Μη χάνεσαι»’ το παίρνω από την πολυτιμότατη νέα σειρά, που πολλά πράγματα θα δείξει, Άρθρα και Χρονογραφήματα, που άρχισε να εκδίδει το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά’ ήδη κυκλοφόρησε και ο δεύτερος τόμος). Κατά καλή σύμπτωση το κείμενο που δημοσιεύω συγγενεύει και θεματικά με ένα από τα καβαφικά ποιήματα, τους «Αλεξανδρινούς Βασιλείς», που το αναδημοσιεύω και αυτό, για να είναι εύκολη η αντιβολή.

          Μαζεύτηκαν οι Αλεξανδρινοί

          να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,

          του Καισαρίωνα και τα μικρά του αδέρφια,

          Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη

          φορά τα βγάζουν έξω στο Γυμνάσιο,

          εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,

          μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών.

 

          Ο Αλέξανδρος-τον είπαν βασιλέα

          της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.

          Ο Πτολεμαίος-τον είπαν βασιλέα

          της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.

          Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,

          ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,

          στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,

          η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,

          δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες κορδέλες

          κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.

          Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,

          Αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

          Οι Αλεξανδρινοί ένιωθαν βέβαια

          που ήσαν λόγια αυτά θεατρικά.

 

          Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,

          ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,

          το Αλεξανδρινό Γυμνάσιο ένα

          θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,

          των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,

          ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά

          (της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)’

          κι οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,

          κι ενθουσιάζονταν, κι επευφημούσαν

          ελληνικά, κι αιγυπτιακά και ποιοι εβραίικα,

          γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα

          μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,

          τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.

    Τίτλος του παλαμικού χρονογραφήματος είναι: «Οι βασιλείς εν Αθήναις». Στο απόσπασμα, που μεταφέρω εδώ, έχω κάνει μια πολύ μικρή επέμβαση: έχω απαλείψει μιαν ενότητα και μετακίνησα ελαφρά μιαν άλλη. Ναι, ακόμα, έδωσα τη  διάταξη στίχων (κατά ενότητες), ώστε να λάβει και οπτικά μορφή ποιήματος. Ιδού το κείμενο:

          Ο ουρανός ήτο βασιλικώτατος.

          Ίσως είναι δια τον ουρανόν,

          αφού δεν είναι πλέον διά την γην, οι βασιλείς.

          Ποτέ δεν τον είδα τόσω βαθέως κυανούν.

          Ο βασιλεύς Γεώργιος, από του μετάλλου εξώστου

                   των ανακτόρων.

          πειράται μετά συγκινήσεως να ευχαριστήσει τους

                   ζητωκραυγάζοντας

          (ίσταται παρά τω βασιλεί επί του εξώστου

          η γλυκυτάτη βασίλισσα’

          υπό το βυσινόχρουν αλεξήλιον και με τη βυσινό-

                   χρουν περιβολήν της

          είναι χρυσούς ηλίου δίσκος

          καταδυόμενος εν μέσω απλέτου πορφύρας)

          Λίθος του οικοδομήματος της μικράς προσλαλιάς

                   του

          είναι η πατρίς, η εγκάρδιος υποδοχή, ο Ύψιστος,

                   η δόξα, το μέλλον,

          επιστέγασμα δε, Ζήτω το έθνος

          Ζήτω το έθνος! απαντώσι κάτωθεν,

          και στρέφοντες αναχωρούσι.

          Και τα πάντα ησύχασαν.

Αφήνω τον αναγνώστη (κατά τεκμήριο μάλιστα φιλόλογο) να κάνει την ποιοτική σύγκριση ο ίδιος. Εγώ περιορίστηκα στο να διαγράψω τις ποιητικές ή ποιητολογικές προϋποθέσεις για τη δυνατότητα της σύγκρισης: συγγένεια του γλωσσικού οργάνου (όπως ξέρουμε, σε άλλα ποιήματα του Καβάφη ο καθαρεύων λόγος φθάνει σε πολύ υψηλότερα ποσοστά) απουσία του μέτρου, της ομοιοκαταληξίας.           

-Αλεξάνδρας Λαμπράκη-Παγανού και Γιώργου Δ. Παγανού, Ο εκπαιδευτικός δημοτικισμός και ο Κωστής Παλαμάς*, 8-18

*, Απόσπασμα από μεγαλύτερη αδημοσίευτη εργασία.

-Δελτάριο χειρόγραφης επιστολής, Βερολίνο 10.1.1900. Αποστολέας Κάρολος Δίτεριχ (Karl Dietrich). Από το αρχείο Κωστή Παλαμά του Ε.Λ.Ι.Α., 18

-Βενετία Αποστολίδου, Κωστής Παλαμάς και Κ. Θ. Δημαράς: Συνέχειες και ρήξεις στην ιστοριογραφία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, 19-24

-Γεράσιμος Γ. Ζώρας, Παλαμάς και Παρνασσός*, 25-29

*, Κείμενο ομιλίας μου που εκφωνήθηκε στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός, κατά την «Εκδήλωση επι τη συμπληρώσει 50 ετών από τον θάνατο του εθνικού ποιητού Κωστή Παλαμά» (26.2.1993). Το ίδιο κείμενο έχει περιληφθεί σε οικείο κεφάλαιο της εναίσιμης επί διδακτορία διατριβής μου (1991). Βλ. τώρα την έντυπη μορφή της: Οι λογοτέχνες της Παλαιάς και της Νέας Αθηναϊκής Σχολής στον Φ.Σ. Παρνασσός, Αρχειακή Έρευνα, Εκδόσεις Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, Αθήναι 1993, σ.σ. 114-121. Στις επόμενες σημειώσεις χρησιμοποιούνται οι εξής συντομογραφίες:

Σημείωση: στην σελίδα 26 του άρθρου του κυρίου Γεράσιμου Γ. Ζώρα, δημοσιεύεται το επίσημο φύλλο του Φ.Σ.Π. αρ. μητρώου 1213, σύμφωνα με το οποίο ο Κ. Παλαμάς εκλέγεται τακτικός πάρεδρος του Σωματείου.

-Δημοσιεύεται ασπρόμαυρη φωτογραφία της σελίδας «ΖΩΗ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΙΣ» της εφημερίδας
«ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» Από «ΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ», σ.30

-Ανθούλα Δανιήλ, Ο Παλαμάς και η εποχή ή η ποίηση και η πολιτική, 31-33

-Ελένη Λιανοπούλου, Ο Κ. Παλαμάς και η γυναικεία ποίηση. «Αι ποιήτριαι ημών κατά γενικόν κανόνα πάσχουν κάτι τι παραπλήσιον των ικτίνων του μύθου», 34-39

-Δημήτριος Π. Συναδινός, Χρονικό του «Ιδρύματος Κωστή Παλαμά», 40-43

               ΧΡΟΝΙΚΟ  του  «Ιδρύματος  Κωστή Παλαμά»

     Το «Ίδρυμα Κωστή Παλαμά», συστάθηκε την πρώτη του Δεκέμβρη του 1959 με την υπ’ αριθ. 89-59 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών Άγγελου Γεωργίου και με το Β.Δ. 842 της 1ης Δεκεμβρίου 1960.

     Αφορμή για να γίνει το Ίδρυμα, δεκάξι χρόνια μετά το θάνατο του Εθνικού μας ποιητή, ήταν ο Πανελλήνιος εορτασμός του «Έτους Παλαμά» με την ευκαιρία που συμπληρώθηκαν, τον Ιανουάριο του 1959, εκατό χρόνια από τη γέννησή του.

     Τον εορτασμό, έπειτα από έγγραφη πρόταση του γράφοντος, οργάνωσε ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός».

     Την αναγγελία του όλος ο τύπος των Αθηνών την εχαιρέτησε με ενθουσιασμό και όλες οι πνευματικές προσωπικότητες παρέλασαν, με τις σκέψεις τους και τις υποδείξεις τους για τον ουσιαστικό σκοπό που πρέπει να επιδιωχθεί με τον εορτασμό. Με συμπέρασμα γενικό όλων αυτών των σκέψεων ότι πρέπει οπωσδήποτε να επιδιωχθεί η έκδοση των «Απάντων» του Εθνικού ποιητή για να γίνουν κτήμα του Ελληνικού Λαού, που την ψυχή του και τα όνειρά του τα εκφράζει η ποίηση του Παλαμά.

     Το «Έτος Παλαμά» εκήρυξε επίσημα η Ακαδημία Αθηνών στη συνεδρίασή της, της 24 Ιανουαρίου 1959 και στις 26 Ιανουαρίου έγινε ο επίσημος εορτασμός από τον «Παρνασσό».

     Ολόκληρο το χρόνο συνεχίστηκαν οι εκδηλώσεις στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Πέραν όμως απ’ αυτό, το «Έτος Παλαμά» είχε και παγκόσμια απήχηση μ’ εκδηλώσεις σ’ όλα τα Πνευματικά Κέντρα και στις Πανεπιστημιακές Εστίες της Ευρώπης και του άλλου κόσμου.

     Έτσι, μετά από τη λαμπρή αυτή επιτυχία του «Έτους Παλαμά», οι κληρονόμοι του Ποιητή αποφάσισαν ομόφωνα να εκχωρήσουν, με ανιδιοτελή τρόπο ό,τι τους ανήκε από τον μεγάλο πρόγονό τους.

     Εμπνευστές για τη σύσταση του Ιδρύματος ήσαν οι: Κωνσταντίνος Τσάτσος, Γιώργος Κατσίμπαλης, Ανδρέας Καραντώνης, Δημήτρης Συναδινός και από την πλευρά των κληρονόμων οι: Χρήστος Ξανθόπουλος- Παλαμάς, Γεώργιος Συριώτης και Αχιλλέας Βάλβης-Λασκαρίδης.

     Την ιδρυτική πράξη του Ιδρύματος την υπέγραψαν οι 14 συγγενείς εκ πλαγίου, από τις οικογένειες Ξανθόπουλου-Παλαμά-Βατικιώτη και Βάλβη, που ήταν οι κληρονόμοι των παιδιών του Κωστή Παλαμά, της Ναυσικάς και του Λέανδρου που πέθαναν το 1956 και 1958, χωρίς να αφήσουν κατιόντες κληρονόμους.

     Στο Ίδρυμα ως πρωταρχικός σκοπός τέθηκε, «η συγκέντρωση όλων των χειρογράφων και ανεκδότων έργων του Εθνικού ποιητή, η έκδοσή τους, η επανέκδοση των έργων που έχουν κυκλοφορήσει, η συγκέντρωση των κινητών πραγμάτων που χρησιμοποιούσε ο ποιητής και η συγκρότηση «Μουσείου Παλαμά» που να δίνει την εικόνα της ζωής του».

     Επίσης, στην έννοια των ανεκδότων έργων του, οι κληρονόμοι περιλαμβάνουν και την πληθώρα των επιστολών που έστελνε ο ποιητής σε φιλικά του πρόσωπα, που πρόθυμα θα δέχονταν να τις δωρίσουν στο Ίδρυμα.

     Με τη συστατική αυτή πράξη οι δωρητές εξεχώρισαν στο Ίδρυμα όλα τα χειρόγραφα του ποιητή, των εκδοθέντων έργων του, τις σημειώσεις του, την αλληλογραφία του, όλα τα βιβλία της προσωπικής βιβλιοθήκης του και όσα από τα κινητά αντικείμενα του σπιτιού του διασώθηκαν (το γραφείο του, την καρέκλα του, την πολυθρόνα, τις βιβλιοθήκες του και ορισμένα άλλα έπιπλα)’ εξεχώρησαν ακόμη και όλα τα δικαιώματά των πνευματικής ιδιοκτησίας στα έργα του ποιητή.

     Με την ίδια πράξη καθόρισαν και τη δεκαμελή Διοικούσα Επιτροπή του Ιδρύματος, με πενταετή θητεία, που τα ίδια τα μέλη της θα την ανανεώνουν.

     Με ισόβιο Πρόεδρο το Γιώργο Κατσίμπαλη, τη Διοικούσα Επιτροπή αποτέλεσαν οι Κωνσταντίνος Τσάτσος, Ακαδημαϊκός και Υπουργός (τότε), Ηλίας Βενέζης, Ακαδημαϊκός, Ξενοφών Ζολώτας, Ακαδημαϊκός, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, Ακαδημαϊκός, Ευάγγελος Παπανούτσος, Συγγραφεύς, Ανδρέας Καραντώνης, Λογοτέχνης, Γιώργος Συριώτης, Δημοσιογράφος, Γεώργιος Κουρνούτος, Διευθυντής Γραμμάτων Υπουργείου Παιδείας και Δημήτρης Συναδινός, Λογοτέχνης-Νομικός.

     Αυτή η Διοικούσα Επιτροπή διαμορφώθηκε εν τω μεταξύ ως εξής:

     Στη θέση του Γ. Συριώτη, που πέθανε το 1964 και του Ξεν. Ζολώτα που παραιτήθηκε, εκλέχτηκαν ο Γιώργος Θεοτοκάς, συγγραφεύς, και ο Απόστολος Σαχίνης, Καθηγητής Πανεπιστημίου. Το 1967 το Γιώργο Θεοτοκά που πέθανε, αντικατέστησε ο Ποιητής Οδυσσέας Ελύτης’ το 1974 στη θέση του αποθανόντος Ηλία Βενέζη, εκλέχτηκε ο Πρέσβης Χρ. Ξανθόπουλος-Παλαμάς. Το 1976 πέθανε ο Χρ.Ξανθόπουλος-Παλαμάς και το 1978 ο Γιώργος Κατσίμπαλης και στη θέση τους εκλέχτηκαν οι Κωνσταντίνος Τρυπάνης, Ακαδημαϊκός και ο Παναγιώτης Μαστροδημήτρης, Καθηγητής Πανεπιστημίου. Την Προεδρία του  Ιδρύματος ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος. Το 1982 εκλέγονται οι Άγγελος Βλάχος, Ακαδημαϊκός και Ευάγγελος Μόσχος, Λογοτέχνης-Κριτικός, στη θέση των αποθανόντων Ευάγγελου Παπανούτσου και Ανδρέα Καραντώνη. Τον Αύγουστο και Οκτώβριο του 1987 πέθαναν οι Γ. Αθανασιάδης-Νόβας και Κωνσταντίνος Τσάτσος και στη θέση τους εκλέχτηκαν οι Κωνσταντίνος Κασίνης, Διδάκτωρ Φιλολογίας Συγγραφεύς και Τάσος Αθανασιάδης, Ακαδημαϊκός. Τώρα η δεκαμελής Διοικούσα Επιτροπή αποτελείται από τους: Πρόεδρο Απόστολο Σαχίνη, Ακαδημαϊκό., Γενικό Γραμματέα Δημ. Συναδινό, Λογοτέχνη, Κωνσταντίνο Τρυπάνη, Ακαδημαϊκό, Οδυσσέα Ελύτη, Ποιητή, Άγγελο Βλάχο, Ακαδημαϊκό, Γεώργιο Κουρνούτο Επίτιμο Διευθυντή Υπουργείου Πολιτισμού, Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, Καθηγητή Πανεπιστημίου, Τάσο Αθανασιάδη, Ακαδημαϊκό, Ευάγγελο Μόσχο, Λογοτέχνη, Κωνσταντίνο Κασίνη Ανα. Καθηγητή Πανεπιστημίου- Συγγραφέα.

     Την αναγγελία της συστάσεως του Ιδρύματος την υποδέχτηκε ο πνευματικός κόσμος με τα πιο ενθουσιώδη σχόλια.

     «Σαν ένα από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα του Έτους Παλαμά», τη χαιρέτησε ο ελληνικός Τύπος.

     Χαρακτηριστικά στο «Βήμα» της 1ης Ιανουαρίου 1960 γράφει ο Κ.Θ. Δημαράς: «…Δεν νομίζω αληθινά, ότι μέσα απ’ όλα τα πνευματικά φαινόμενα της χρονιάς, θα μπορούσε οποιαδήποτε κριτική ν’ ανασύρει κάτι που θα την χαρακτηρίζει ασφαλέστερα από την σύσταση του Ιδρύματος αυτού’ και ακόμα δεν νομίζω ότι το «Έτος Παλαμά» μπορούσε να έχει μια πιο ουσιαστική και πιο γόνιμη απόληξη, απ’ αυτήν που αναγγέλθηκε, λίγες μέρες πριν το τέρμα του, σαν φωτεινή κορωνίδα ενός πανηγυρισμού…»

     «Τύχη αγαθή…» θεωρεί τη σύσταση του ιδρύματος ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, σε επιφυλλίδα του στην «Καθημερινή» της 21ης Ιανουαρίου 1960, για να προσθέσει μεταξύ των πολλών άλλων, που αναφέρεται, ότι το «άλφα της σχετικής εργασίας του Ιδρύματος θα ήταν η έκδοση των Απάντων του Παλαμά».

     Με τέτοιες ευοίωνες προοπτικές ξεκίνησε την πορεία του το «Ίδρυμα Κωστή Παλαμά».

     Στην αρχή, με βάση μια πρώτη οικονομική ενίσχυση 500. 000 δραχμών που με εισήγηση του τότε υπουργού Κωνσταντίνου Τσάτσου εχορήγησε, τον Φεβρουάριο του 1961 ο Πρωθυπουργός τότε Κωνσταντίνος Καραμανλής, προχώρησε στην εκπλήρωση των σκοπών του.

     Και πρώτα-πρώτα, παρέλαβε από τους κληρονόμους του Λέανδρου Παλαμά, ό,τι απέμεινε από το σπίτι, τα αντικείμενα και τα αρχεία του Εθνικού Ποιητή.

     Η βιβλιοθήκη και τα αρχεία του Παλαμά, που τόσο φιλόστοργα είχε επιμεληθεί τη συγκέντρωσή τους η κόρη του Ναυσικά-έργο ολόκληρης της ζωής της που την αφιέρωσε δίπλα στον μεγάλο πατέρα της-και που τη φύλαγε σαν τις κόρες των ματιών της, αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή (1943) και λίγο πριν το δικό της (1956), μεταφέρθηκαν για λόγους οικονομικούς, από το σπίτι της οδού Περιάνδρου, που έζησε τα τελευταία του χρόνια και πέθανε ο ποιητής, σε μια μικρή αποθήκη, στην οδό Μάρκου Μουσούρου, στο Μετς. Μετά τον θάνατο του Λέναδρου Παλαμά (1958) περιήλθαν στους κληρονόμους του.

     Από εκεί, μόλις, συστάθηκε το Ίδρυμα, τα παρέλαβε, σε τραγική κατάσταση, σκόρπια και στοιβαγμένα σε σάκκους, ο Γιώργος Κατσίμπαλης και με υπομονή και μόχθο, καταπίνοντας όλη τη σκόνη των πολυετιών που είχε μαζευτεί επάνω τους, τα ξεχώρισε, τα κατέταξε και τα μετέφερε στην πρώτη εγκατάσταση των Γραφείων του Ιδρύματος, στην οδόν Ομήρου 50.

     Η δραστηριότητα του Ιδρύματος, με επικεφαλής τον Γ. Κατσίμπαλη, αρχίζει απ’ αυτήν την πρώτη φάση: να περισώσει, κατατάξει και διαφυλάξει ό,τι είχε απομείνει γραμμένο ή σημειωμένο από τα χέρια του ποιητή, που θα γίνει μετέπειτα, αντικείμενο φιλολογικών μελετών γύρω από τη  ζωή του, το έργο του και τη συμβολή του στον πνευματικό πολιτισμό μας.

     Το δεύτερο βήμα είναι η έκδοση των Απάντων του εθνικού ποιητή, μ’ επιμέλεια του Γιώργου Κατσίμπαλη.

     Το Μάρτη του 1962 η έκδοση ανατίθεται στους εκδοτικούς Οίκους Μπίρη και Γκοβόστη και το Μάη του ίδιου χρόνου ο Αθηναϊκός Τύπος αναγγέλλει μ’ εγκωμιαστικούς τίτλους ότι ετέθη σε κυκλοφορία ο πρώτος τόμος των «Απάντων Κωστή Παλαμά». Ο δεύτερος εκυκλοφόρησε το Φεβρουάριο του 1963 και, στη συνέχεια, με ρυθμό κυκλοφορίας δύο τόμων κάθε χρόνο, ολοκληρώθηκε το Μάη του 1969 η κυκλοφορία και των 16 τόμων των Απάντων, που περιλαμβάνουν ολόκληρο σχεδόν το ποιητικό του έργο και ένα μεγάλο μέρος από το κριτικό και πεζογραφικό του έργο.

      Τα «Άπαντα Παλαμά» είχαν τεράστια απήχηση στο Ελληνικό κοινό. Μέχρι σήμερα έχουν εξαντληθεί και οι 16 τόμοι της πρώτης και δεύτερης εκδόσεως (από 5.000 αντίτυπα των 500 σελίδων κάθε τόμος, κάθε εκδόσεως) και είναι σε κυκλοφορία και η τρίτη έκδοση. Έτσι και σ’ αυτό το στόχο το Ίδρυμα δικαίωσε το σκοπό του.

    Εκτός από τα Άπαντα, η εκδοτική δραστηριότητα του Ιδρύματος συνεχίζεται. Το 1973 εκδίδει τη συμπλήρωση της βιβλιογραφίας Παλαμά των ετών 191-1925 που με υποδείξεις του Γ. Κατσίμπαλη επιμελήθηκε ο Κ. Κασίνης. Και τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε, μέσω του εκδοτικού Οίκου Κολλάρου, τη μικρή Ανθολογία με εκλογή, από ολόκληρο το ποιητικό έργο του Παλαμά, που έγινε με επιμέλεια του Γ. Κατσίμπαλη και του Α. Καραντώνη.

     Το Νοέμβρη του 1975, με οικονομική ενίσχυση που εγκρίθηκε από τον Υπουργό Πολιτισμού Κ. Τρυπάνη, τυπώθηκε και εκυκλοφόρησε, από το Ίδρυμα, με εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια του Κ. Κασίνη, ο Α΄ Τόμος της Αλληλογραφίας Παλαμά με γράμματα από το 1875-1915. Το 1978 επακολούθησε ο Β΄ Τόμος με γράμματα από το 1916-1928 και το 1981 ο Γ΄ Τόμος με γράμματα από το 1920-1941.

     Το 1980 εκδίδεται από το Ίδρυμα η μελέτη του Κ. Κασίνη «Η Ελληνική Λογοτεχνική Παράδοση στη Φλογέρα του Βασιλιά». Είναι ένα έργο που ανάγεται στις πηγές που χρησιμοποίησε ο Παλαμάς για το επικολυρικό του αριστούργημα. Και το 1982 εκδίδεται η Συλλογή του Παλαμά «Η Φλογέρα του Βασιλιά» (THE KINGS FLUTE) στο ελληνικό κείμενο και με παράπλευρη τη μετάφρασή του στα αγγλικά από τους Θ. Στεφανίδη και Γ. Κατσίμπαλη, με πρόλογο του CH. DIEHL και εισαγωγή του Ε. Παπανούτσου  (την έκδοση επιμελήθηκε ο Δ. Συναδινός). Επίσης, το 1984 εκδίδεται στα αγγλικά η βιογραφία του Παλαμά γραμμένη από τον R. FLETCHER,  Λέκτορα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.  (Επιμέλεια  Δ. Συναδινού). Το 1984 το Ίδρυμα εκδίδει το Ευρετήριο των Απάντων με συντακτική εργασία των Γ. Κεχαγιόγλου και Γ.Π. Σαββίδη.

     Η Αλληλογραφία του Παλαμά δεν περατώνεται με την έκδοση των 3 τόμων που προαναφέραμε. Το 1986 το Ίδρυμα κυκλοφόρησε το Δ΄ Τόμο με γράμματα του ποιητή στη Λιλή Ζηρίνη, με εισηγήσεις και φιλολογική επιμέλεια του Κ. Κασίνη και προγραμματίζει την έκδοση Ε’ Τόμου με γράμματα στη Στέλλα Διαλέτη και του Στ΄ Τόμου με γράμματα στη Λιλή Ιακωβίδη. Εκτός από  αυτά κυκλοφόρησε το 1960 ο Τόμος με τα γράμματα στη Ραχήλ που επανεκδόθηκε από τον Οίκο Κολλάρου, με εντολή του Ιδρύματος, σε δεύτερη έκδοση το 1986.

      Με τα «Άπαντα» και με την ύλη που περιλάβαμε στους 16 τόμους τους, όπως επίσης με την «Αλληλογραφία του» που θα καλύψει 6 τόμους, δεν εξαντλείται το έργο του Εθνικού ποιητή.

     Απομένουν ακόμη πάρα πολλά για να δώσουν την πλήρη εικόνα της καλύπτυχης αυτής δημιουργίας.

     Μια άλλη σοβαρή πλευρά της πνευματικής φυσιογνωμίας του ποιητή που στέκει στο ίδιο ύψος και σαν κριτικός, στοχαστής και δημοσιογράφος, είναι και τα άγνωστα, στις πρόσφατες γενεές , δημοσιεύματά του, επιφυλλίδες, κριτικές, χρονογραφήματα, που είδαν το φώς στον Αθηναϊκό και Ελλαδικό Τύπο, σε συνέχεια παρουσίας από το 1882 μέχρι  το 1935.

     Μέσα σ’ αυτά τα δημοσιεύματα παρελαύνει, κοιταγμένη από το μάτι και αναλυμένη από το Πνεύμα του Παλαμά, όλη η ζωή, η πνευματική και κοινωνική, της Ελλάδας και της Ευρώπης και σκιαγραφούνται και αναλύονται οι μεγάλες πνευματικές και πολιτικές προσωπικότητες της πολυκύμαντης περιόδου.

     Αυτά τα μελετήματα του Παλαμά είναι μια ακόμη έκφραση της πνευματικής συμβολής του ποιητή στην παιδεία και στην καλαίσθητη αγωγή του Έθνους, γιατί μας δείχνουν, εκτός των άλλων, και σε ποια ενδιαφέροντα ήθελε να παρακινήσει τους ανθρώπους της γενεάς του ο Παλαμάς.

     Το Ίδρυμα, και ειδικότερα ο γράφων για λογαριασμό του Ιδρύματος, με οδηγό τη βιβλιογραφία, για τον Παλαμά, του Γ. Κατσίμπαλη, ερεύνησε, στις Βιβλιοθήκης μας, τον Αθηναϊκό και Ελλαδικό Τύπο, συγκέντρωσε και φωτογράφησε 1.600 περίπου απ’ αυτά τα δημοσιεύματα και τα επεξεργάζεται. Και σ’ αυτό το έργο, που θα καλύψει το λιγότερο 6-8 τόμους των 500 σελίδων, το Ίδρυμα ανοίγει το δρόμο προς τη δημοσιότητα με τον πρώτο τόμο που μέσα στο χρόνο αυτό θα κυκλοφορήσει.

     Παράλληλα με τις εκδοτικές του δραστηριότητες, το Ίδρυμα επεκτείνεται και σε άλλους τομείς τη δράση του.

      Επειδή δεν είναι δυνατό ν’ αναφερθώ σε κάθε μια ειδική περίπτωση, όπως εκδηλώσεις κάθε χρόνο στην επέτειο του θανάτου του ποιητή, δημοσιεύματα στον Τύπο, τα περιοδικά «Ντοκιμαντέρ» στις τηλεοπτικές οθόνες και  άλλα πολλά, θα επισημάνω χαρακτηριστικά ορισμένες από τις κυριότερες δραστηριότητές του.

     Το Μάρτιο του 1963 το Ίδρυμα οργάνωσε εκδηλώσεις για τον Παλαμά με την ευκαιρία που συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια από τον θάνατό του.

     Στο μνημόσυνο που έγινε στον Τάφο του μίλησε ο ποιητής Κώστας Βάρναλης και στη διάλεξη που επακολούθησε στον «Παρνασσό» εκτός από τον γράφοντα μίλησε και ο Ανδρέας Καραντώνης κι ο Γιώργος Κατσίμπαλης απήγγειλε αποσπάσματα από τον «Ασκραίο» του Παλαμά.

     Επίσημα γιορτάστηκαν, από το Ίδρυμα, και στην Πάτρα, τα εικοσάχρονα από το θάνατο του ποιητή, με ομιλητή τον Δ. Συναδινό. Οι εκδηλώσεις επεκτάθηκαν και σ’ όλη την Ελλάδα με δημοσιεύματα στον Τύπο και διαλέξεις.

      Τον Ιούνιο του 1969, το Ίδρυμα αξιώνεται ν’ αγοράσει με δικά του χρήματα (κατά το μεγαλύτερο μέρος από δικαιώματά του από την κυκλοφορία των Απάντων) το διαμέρισμα των Γραφείων του και του Μουσείου Παλαμά, στην οδό Ασκληπιού 3 (4ος όροφος), εκεί όπου ήταν το σπίτι που επί σαράντα χρόνια έζησε ο Παλαμάς (1896-1935) και έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, και το Νοέμβριο του 1972, μετά την αποπεράτωση της πολυκατοικίας, το Ίδρυμα είναι εγκατεστημένο, σ’ αυτό τον ιστορικό χώρο, με όλα τα αρχεία και όσα αντικείμενα του παραδόθηκαν από τα κατάλοιπα του σπιτιού του Παλαμά. Έπειτα από λίγα χρόνια, το 1892, το Ίδρυμα βρέθηκε στην ευχάριστη θέση ν’ αγοράσει και το διπλανό διαμέρισμα και να συνενώσει τα δύο σ’ ένα και να δημιουργήσει διπλό χώρο για την ανάπτυξη του Μουσείου Παλαμά.

     Το Μάρτιο του 1973 το Ίδρυμα οργάνωσε στον «Παρνασσό» εκδήλωση, με ομιλητή τον Δ. Συναδινό, για τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από το θάνατο του ποιητή και τον Απρίλη η Ακαδημία Αθηνών αφιέρωσε πανηγυρική Συνεδρία στα τριάντα χρόνια από το θάνατο του Παλαμά με εισηγήσεις του Προέδρου της Ηλ. Μαριολοπούλου και του Γεν. Γραμματέα Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου και με κύριους ομιλητές τους Ακαδημαϊκούς Γιώργο Αθανασιάδη- Νόβα και Πέτρο Χάρη, που ανέπτυξαν το θέμα «Ο ποιητής» ο πρώτος και ο «Παλαμάς», ο Λόγιος και ο Εθνικός Παιδαγωγός» ο δεύτερος.

     Με εισήγηση του γράφοντος το ίδρυμα ανέλαβε την πρωτοβουλία και ήρθε σ’ επαφή με το γλύπτη Βασίλη Φαληρέα για τη φιλοτέχνηση του ανδριάντα του Κωστή Παλαμά και την τοποθέτησή του στην Πάτρα, την πόλη που γεννήθηκε, και στην Αθήνα, όπου έζησε όλη του τη δημιουργική ζωή.

     Έτσι το Μάρτη του 1974 έγιναν στη Πάτρα από το Δήμο Πατρέων και το Ίδρυμα Παλαμά, με παρουσία των επίσημων και του λαού των Πατρών, τα αποκαλυπτήρια του χάλκινου ανδριάντα του Εθνικού ποιητή. Για τη ζωή και το έργο του μίλησε εκ μέρους του Ιδρύματος ο γράφων, σε ειδική διάλεξη που οργάνωσε την ίδια μέρα ο Δήμος Πατρέων.

     Και το Μάρτιο του 1975 έγιναν και στην Αθήνα, με οργάνωση του Δήμου Αθηναίων και του Ιδρύματος Παλαμά, τα αποκαλυπτήρια του μαρμάρινου ανδριάντα του Εθνικού ποιητή που είχε εγκατασταθεί στο Πνευματικό Κέντρο των Αθηνών και  ακριβώς απέναντι στο σπίτι της οδού  Ασκληπιού 3 που έζησε και στο Πανεπιστήμιο που,  ως Γενικός Γραμματέας του, διακόνησε επί 30 και πλέον έτη ο ποιητής.

     Τα αποκαλυπτήρια έκαμε, σε επίσημη τελετή, ο Υπουργός Πολιτισμού και Ακαδημαϊκός Κ. Τρυπάνης, που με απόφασή του είχε εγκρίνει και τη δαπάνη για τον ανδριάντα. Η επίσημη ομιλία, που επακολούθησε στο Πνευματικό Κέντρο, έγινε από τον Δ. Συναδινό.

     Το Δεκέμβρη του 1984 μέχρι και τον Ιανουάριο του 1985, με τη συμπλήρωση 40 χρόνων από το θάνατο του ποιητή, άνοιξε η μεγάλη Έκθεση Παλαμά στη Μεγάλη Αίθουσα της Ακαδημίας Αθηνών, με χειρόγραφα του ποιητή, φωτογραφίες, δημοσιεύματα του τύπου και παρουσίαζαν ανάγλυφη τη Ζωή και το Έργο του ποιητή από τα παιδικά του χρόνια μέχρι τα γηρατειά του. Τα σχόλια του Τύπου γι’ αυτή την παρουσίαση υπήρξαν παρά πάνω από ενθουσιαστικά όπως και ο θαυμασμός των χιλιάδων επισκεπτών της.

     Την  έκθεση αυτή παρουσίασε το ίδρυμα με την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού και στην Αίθουσα της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, που γιόρτασε το Μάρτιο του 1988 τα 45 χρόνια από το θάνατο του ποιητή. Και έπειτα μεταφέρθηκαν για τον αυτό εορτασμό στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Βέροια (22.3-10.4.1988), στη συνέχεια στην Πάτρα (18.4-29.4.1988), μετά στο Μεσολόγγι (30.10.-13.11.1988) και  εφέτος στον Πειραιά, στο Δημοτικό Θέατρο (25.2.-15.3.1989).

     Μαζί με πάρα πολλές διαλέξεις και εκδηλώσεις, πέραν αυτών που ειδικά αναφερόμαστε και που έγιναν με οργάνωση του Ιδρύματος, στην Αθήνα και σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, αυτά είναι ο περιληπτικός απολογισμός της δραστηριότητας, μέχρι σήμερα, που ανέπτυξε το Ίδρυμα, μέσα στο μέτρο των μικρών οικονομικών δυνατοτήτων του.

      Τώρα με το εισόδημα από το κληροδότημα που του άφησε ο αείμνηστος Πρόεδρός του και Μέγας ευεργέτης Γιώργος Κατσίμπαλης, είναι σε θέση το Ίδρυμα να εξυπηρετήσει ένα αρκετό μέρος από τις στοιχειώδεις ανάγκες για να λειτουργήσει (στην οδό Ασκληπιού 3) και να είναι στη διάθεση του κοινού το «Μουσείο Παλαμά». Βέβαια απαιτείται ενίσχυση για να μπορέσει να αυξήσει την εκδοτική του δραστηριότητα γύρω από το έργο του Εθνικού ποιητή και απ’ ό,τι άλλο έχει γραφεί, από τον κόσμο του πνεύματος, για τη φυσιογνωμία του και το έργο του. Και αυτή την ενίσχυση δεν του την έχουν αρνηθεί μέχρι τώρα τα άλλα κοινωφελή Ιδρύματα όπως το Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη.

     Στόχος ακόμη του Ιδρύματος είναι να προκαλέσει φιλολογικές έρευνες και μελέτες των καταλοίπων του ποιητή (χειρόγραφα, σημειωματάρια, σημειώσεις του στα περιθώρια των βιβλίων της βιβλιοθήκης του, παραλλαγές των στίχων των και τόσα άλλα στοιχεία), που θα φωτίσουν την προσωπικότητά του και θα διαφωτίσουν για τα τυχόν και άλλα πνευματικά του ενδιαφέροντα, για να γίνει, έτσι, αληθινά το Ίδρυμα, όπως το προδιέγραψε, τον Ιανουάριο του 1960 με την ευκαιρία της σύστασης του, ο Αιμ. Χουρμούζιος: «Ένα Ινστιτούτο Παλαμικών Σπουδών», δηλαδή Ινστιτούτο μελέτης της παιδείας και του πνευματικού πολιτισμού του Έθνους, αφού ο Κωστής Παλαμάς υπήρξε ο κυριότερος κορμός-και πολύκλαδος-του πολιτισμού τούτου.       

-Επιλογή-Επιμέλεια: Νίκ. Δ. Δέτσης, ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (σε αυτοτελή βιβλία και ανάτυπα) για τον ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ, 44-46

ΕΛΑΧΙΣΤΑ

Επί προσωπικού

      Έθεσα ένα αναγνωστικό στοίχημα το τελευταίο διάστημα στον εαυτό μου. Από τα τέλη του περασμένου Δεκεμβρίου του 2022, έως τουλάχιστον 27 Φεβρουαρίου 2023- ημέρα επετείου του θανάτου του ποιητή Κωστή Παλαμά (80 χρόνια –αναμμένα ποιητικά κεράκια) να διαβάσω, να ξεφυλλίσω τα «Άπαντά» του, να ανατρέξω σε μελετήματα και άρθρα που γράφτηκαν και γνωρίζω για τον Εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά και μας είναι προσβάσιμα. Να σταθώ εκ νέου σε ποιητικές του συνθέσεις, στα μελετήματά του, τα πεζά του, τις θεωρητικές του θέσεις, να προσεγγίσω την «Ποιητική» του. Να προσπαθήσω να αποδελτιώσω κριτικά κείμενα που έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά σύγχρονα αφιερωματικά περιοδικά. Να βάλω σε μία τάξη τις παλαιές παλαμικές μου σκέψεις, προβληματισμούς και αγάπες. Προμηθεύτηκα σύγχρονες μελέτες για την ποίησή του προσπαθώντας να κατανοήσω διττά το Παλαμικό έργο και φαινόμενο. Κυριότερα στάθηκα στους κατά χρονικές περιόδους αρνητές του. Τις παλαιότερες αλλά και σύγχρονες, μοντέρνες των καιρών μας κριτικές φωνές οι οποίες τον απορρίπτουν, αρνούνται το μεγαλείο και την διαχρονική αξία της Παλαμικής ποίησης, την πολύπλευρη και πολύστικτη δημιουργία του Παλαμικού λόγου. Σε αυτούς που εκφράζουν ενστάσεις για την ποιητική του αξία. Από παλαιοπωλείο της Αθήνας αγόρασα ορισμένους τίτλους μελετημάτων-διαλέξεων κυρίως (μικρών 16/ελιδων φυλλαδίων) για τον ποιητή, βιβλιαράκια τα οποία έχουν συναριθμηθεί στην Παλαμική Βιβλιογραφία. Από το Ίδρυμα Παλαμά αναζήτησα μελετήματα που δεν είχα. Του Παναγιώτη Μαστροδημήτρη, του Μιχάλη Μερακλή, του Γιώργου Ανδρειωμένου κλπ. Απευθύνθηκα σε παλαιούς πειραιώτες φίλους συλλέκτες και ερευνητές, οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους περιοδικά αφιερωμένα στον Παλαμά (π.χ. τεύχος των «Παλαμικών Γραμμάτων») με έναν και μόνο σκοπό. Μία νέα επαναπροσέγγιση του έργου του, της συγγραφικής του παρουσίας σήμερα, που η Ποίηση έχει υποχωρήσει στις αναγνωστικές συνήθειες και ανάγκες των ανθρώπων. Φιλοδόξησα-αν μου επιτρέπεται η λέξη-μέσα από τα Σημειώματα αυτής της Λογοτεχνικής Ιστοσελίδας του Πειραιά, να τον επαναπροσεγγίσουμε και να τον διαβάσουμε ξανά, όλοι μας, σε αυτούς τους δύσκολους και σκοτεινούς καιρούς που όλοι μας βιώνουμε ο καθένας και κάθε μία με τον δικό του ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τρόπο. Θεωρώντας ότι ακόμα ο Ποιητικός του λόγος, η Ποίησή του έχει να μας πει κάτι διαφορετικό, ξεχωριστό, ίσως και να μας διδάξει. Παρά τις πικρόχολες και αρνητικές θέσεις ορισμένων κριτικών οι οποίοι τον απορρίπτουν συλλήβδην. Ποιος καλοπροαίρετος αναγνώστης της ελληνικής ποίησης θα σταθεί σήμερα, σε αυτές τις αχαρακτήριστες απόψεις που εκφράζει για τον Κωστή Παλαμά σε κείμενό του ο Γιάννης Ψυχάρης; Αυτός ο συναγωνιστής του στην διάδοση και επικράτηση της Δημοτικής γλώσσας. Αν θελήσουμε να αποδελτιώσουμε βιβλία, μελέτες, δημοσιεύματα και άρθρα που γράφτηκαν εναντίον της Παλαμικής παρουσίας, συνολικά του έργου του, θα δούμε ότι συγκεντρώνεται ένα όχι και τόσο ευκαταφρόνητο υλικό. Φυσικά, τα της αντιθέτου πλευράς-των επαινετών του-αριθμητικά θετικών κρίσεων πλεονάζουν, αλλά μάλλον κάνουν «ντόρο» οι αρνητικές κρίσεις ακόμα και σήμερα αν δεν κάνω λάθος. Αργά και σταθερά αναδημοσιεύω κείμενα και κριτικές (αντιγράφω με το χέρι στον ηλεκτρονικό υπολογιστή αφού πρώτα τα διαβάσω ή ξανά διαβάσω) σε μικρά ενδεικτικά Σημειώματα προσπαθώντας να φωτίσω το φαινόμενο Παλαμά από διάφορες πλευρές και ερμηνευτικές πτυχές διαφορετικής ηλικίας φωνών. Να ενεργοποιήσω αναγνωστικές δυνάμεις, το ενδιαφέρον των σημερινών αναγνωστών της ελληνικής ποίησης (τουλάχιστον αυτών που βλέπουν τα «Λογοτεχνικά Πάρεργα») ώστε να δουν με «άλλο μάτι», θετικότερο τον ποιητή. Να αποφασίσουν να αναζητήσουν την ποίηση του, τα διηγήματά του, τα πεζά του, τις κριτικές και τις μελέτες, ενός παλαιότερου έλληνα ποιητή του προηγούμενου αιώνα. Ενός ποιητή ο οποίος για την δική μου φιλότεχνη γενιά-γενιά του 1980- υπήρξε σύμβολο, αγάπησε και ίσως εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να θαυμάζει και να διαβάζει. Παρά τις αντίξοες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, την αλλαγή των ιστορικών και πολιτικών συνθηκών και την πληθώρα των νέων ελληνικών και ευρωπαϊκών ποιητικών ρευμάτων, της τέχνης που από την εποχή του, έχουν παρουσιαστεί στον ελληνικό και διεθνή ποιητικό Παρνασσό και πλημμυρίσει τις ποιητικές ανάγκες και εκφράσεις των ελλήνων φιλότεχνων δημιουργών και αναγνωστών.

Τα διάφορα κείμενα από τα περιοδικά ή τα βιβλία που αντιγράφω, τα προσωπικά μου σχόλια κατά την διάρκεια των αναδημοσιεύσεων, δεν έχουν σκοπό, πρόθεση, να υψώσουν έναν τοίχο απέναντι στους αρνητές της Παλαμικής ποίησης (εξάλλου αυτό θα χρειάζονταν ειδική μακρόχρονη μελέτη και έρευνα, εντοπισμό των ανάλογων πηγών), όσο να δείξουν στους σημερινούς αναγνώστες του ελληνικού ποιητικού λόγου τα διάφορα μονοπάτια προσέγγισης της Παλαμικής δημιουργίας. Ακόμα και μία αρνητική γνώμη-αν δεν είναι κακόβουλη-συμβάλει στην πρόσληψη ενός ποιητικού ή πεζού κειμένου, καλλιεργεί ερευνητικές ζυμώσεις. Προϋποθέσεις μιας καλύτερης εξέτασης του έργου. Πράγμα που σημαίνει, ότι το όποιο έργο, δεν πέρασε ή περνά απαρατήρητο στην εποχή του, από τα πρόσωπα που το διάβασαν και έδειξαν ενδιαφέρον. Οι αρνητικές θέσεις προέρχονται γενικά και συνοπτικά θα σημειώναμε, πρόχειρα, από τον χώρο των Καβαφιστών μελετητών, τον ιδεολογικό χώρο της μαρξιστικής κριτικής, (διακριτό και σημαντικό αντίθετο παράδειγμα αποτελούν η αριστερή κριτική και  δοκιμιακή φωνή του Μάρκου Αυγέρη και του Μιχάλη Γ. Μερακλή, για να περιοριστώ σε δύο χαρακτηριστικές γραφίδες διαφορετικών γενεών) ή τον πολιτικό χώρο των κριτικών διεθνιστών. Και ασφαλώς των παλαιότερων Σολωμικών όπως υπήρξε ο Γιάννης Αποστολάκης. Από την άλλη, μία πατριδοκαπηλική ερμηνευτική προσέγγιση της ποίησής του, ένα κριτικό ρεύμα εθνικιστικών προθέσεων μιάς άλλης παρωχημένης εποχής, αναζητά τρόπους να οικειοποιηθεί την φωνή του ποιητή και να την προσανατολίσει προς συντηρητικές πολιτικές, εξυπηρετώντας άλλες πέραν της ποίησης προθέσεις. Να περιορίσει ασφυκτικά και άστοχα την συγγραφική του παρουσία, να ερμηνεύσει την σκέψη του, πέρα από τα όρια που έθεσε ο ίδιος ο ποιητής. Έχουμε δηλαδή διάφορα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα μέσα στην ελληνική παράδοση και γραμματεία, τα οποία επιθυμούν την παρουσία και την πολύχρωμη φωνή του, παρά τις προθέσεις του ίδιου, να την κάνουν δική τους. Να την καταστήσουν ποιητικό τους φερέφωνο. Ηχείο αναμετάδοσης των ιδεολογικών τους θέσεων. Η ερμηνευτική κριτική αυτή οπτική, δεν την συναντάμε ασφαλώς μόνο στην περίπτωση του ποιητή Κωστή Παλαμά, έχουμε ανάλογες περιπτώσεις και για πλήθος άλλων ελληνικών ποιητικών φωνών. Βλέπε παραδείγματος χάριν την περίπτωση του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου και το ωκεάνιο ποιητικό του έργο και ποικίλο συγγραφικό μέγεθος. Ή την ιδιαίτερη περίπτωση του έλληνα διπλωμάτη και νομπελίστα ποιητή Γιώργου Σεφέρη και άλλων ελλήνων συγγραφέων. Παρουσιάζεται μία τάση επίσης αμφισβήτησης, ένα κριτικό ρεύμα (;) να αντιμετωπίσουμε έναν παλαιότερο ποιητή όχι ανάλογα με τις προσωπικές τους αξιακές θέσεις και πολιτικές προβολές-μέσα στο έργο του- αλλά, με το πώς ερμηνεύεται η ποίησή του, οι οραματικοί του στόχοι, οι πνευματικές και καλλιτεχνικές του προθέσεις από κριτές του έργου του, που μπορεί και να μην συνάδουν με τις δικές του συλλήψεις (του συγγραφέα) και εμπνεύσεις. Από μοντέρνες γνώμες που έχουν θέση ως στόχο τους να αποδομήσουν κάθε τι παλαιότερο της ελληνικής ιστορικής και ποιητικής παράδοσης στο όνομα της πολιτικής και ποιητικής και καλλιτεχνικής ορθότητας των μοντέρνων και μεταμοντέρνων ημερών μας, προερχόμενες κυρίως, από την «Μέκκα» του καπιταλισμού και συγκεκριμένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των αναθεωρητικών αντιλήψεών τους από νέους πανεπιστημιακούς. Επιθυμώντας-οι νέοι κριτικοί- να οικοδομήσουν έναν άλλον «ποιητικό κανόνα», απορρίπτουν ότι δεν ταιριάζει στην ατομική τους κριτική αντίληψη και αναγνωστική θεώρηση, αγνοώντας τους ίδιους τους ποιητές και μαζί και τους αναγνώστες (τους). Ας μην λησμονούμε όμως, ότι αυτός ο πολύχρωμος πολυέλαιος του ελληνικού ποιητικού λόγου, αυτό το πολυκάντηλο της ελληνικής παράδοσης που λέγεται Κωστής Παλαμάς, μετά τον γενάρχη της ελληνικής ποίησης Διονύσιο Σολωμό ευτύχησε να τον αποκαλέσουν Εθνικό μας ποιητή ομοθυμαδόν. Αυτό στην συνείδηση του Ελληνικού Έθνους, του Ελληνικού Λαού δεν είναι ούτε τυχαίο ούτε αμελητέο. Και ασφαλώς ούτε κατακριτέο για έναν ποιητή, στην δεδομένη περίπτωση τον Κωστή Παλαμά. Δεν τον ανέδειξε μία πολιτική τάξη αλλά ολόκληρο το ελληνικό έθνος. Δεν είναι επίσης καθόλου τυχαίο ότι έμειναν παλαμικοί στίχοι και φράσεις στα χείλη ελλήνων και ελληνίδων 80 χρόνια μετά την φυσική του απώλεια από λόγιους και απλούς καθημερινούς ανώνυμους έλληνες. Ο Κωστής Παλαμάς είναι πράγματι ένα διαρκές ποιητικό παρόν.

     Διαβάζοντας τις Παλαμικές μελέτες του ιστορικού της ελληνικής λογοτεχνίας Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά, ιδιαίτερα μία επιφυλλίδα του η οποία δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» (και αντιγράφω παρά κάτω) για την έκδοση του Τρίτου τόμου της Παλαμικής «ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ» (1929-1941) σε φιλολογική επιμέλεια-εισαγωγή και σημειώσεις Κωνσταντίνου Γ. Κασίνη, που κυκλοφόρησε στην Αθήνα το Νοέμβριο 1981 από το «Ίδρυμα Κωστή Παλαμά», έπιασα εκ νέου στα χέρια μου και ξεφύλλισα τους 5 Τόμους της Αλληλογραφίας του. Εκείνο που με εντυπωσίασε θετικά προξενώντας εκ νέου το αναγνωστικό μου ενδιαφέρον παράλληλα με τον ποιητικό του λόγο, και τον καθαρά δοκιμιακό και κριτικό είναι το εξής: Όποιος διαθέσει λίγο από τον προσωπικό του χρόνο, λίγη περισσότερο επιμονή και υπομονή, επιθυμία να διαβάσει τα εκατοντάδες αυτά Γράμματα που στέλνει ο ποιητής σε διάφορα φιλικά του πρόσωπα και θαυμαστές ομότεχνούς του, θα εκπλαγεί θετικά με αυτά που εκφράζει και γράφει ο Κωστής Παλαμάς. Για το τι είναι Ποίηση και ποια η σημασία της στις ζωές μας. Τα Γράμματα απευθύνονται σε ποιητές, πεζογράφους, φίλους και θαυμαστές του, θαυμάστριές του, συγγραφείς μελετών για το έργο του, σε πολιτικούς της εποχής του και άλλους πνευματικούς παράγοντες. Βλέπε πχ. Γιώργο Κ. Κατσίμπαλη (τα περισσότερα), τον ποιητή και ιστορικό της ελληνικής λογοτεχνίας Ηλία Π. Βουτιερίδη, τον διευθυντή της «Νέας Εστίας» και θεατρικό συγγραφέα Γρηγόριο Ξενόπουλο. Τον πολιτικό και πρώην πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. Τον ποιητή και μεταφραστή Φοίβο Δέλφη, τον γνωστό μας και συνιδρυτή της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής Γεώργιο Δροσίνη. Τον ποιητή Νικόλαο Πετιμεζά-Λαύρα, την ποιήτρια Θάλεια Κεσίσογλου και την ποιήτρια Λιλή Ιακωβίδη. Τον Αθανάσιο Γ. Κυριαζή και τον Θεόδωρο Σύψωμο (αδερφό του πειραιώτη ποιητή του μεσοπολέμου Λάμπρου Πορφύρα). Τον ανθολόγο Ηρακλή Ν. Αποστολίδη, τον ποιητή Ρήγα Γκόλφη, τον κριτικό Ανδρέα Καραντώνη, την ποιήτρια Μυρτιώτισσα, τον Κύπριο Μελή Νικολαϊδη και σε μαθητές σχολείων που του έγραφαν. Έχουμε επιστολή που απαντά στον κριτικό Γιάννη Χατζίνη και σε πολλούς άλλους. Η Ανάγνωση της Παλαμικής Αλληλογραφίας είτε εν συνόλω είτε κάθε τόμου ξεχωριστά, θα μας δείξει ότι μέσα στις διάφορες και σε διαφορετικά χρονολογικά διαστήματα Επιστολικά του κείμενα ο Κωστής Παλαμάς εντάσσει τις θέσεις του για την ποιητική γραφή. Τον ρόλο και την λειτουργία της. Γράφει και μας μιλά ευθαρσώς, άμεσα, καθαρά, για τις θεωρητικές του θέσεις και απόψεις. Στο τι πίστευε κατά την κρίση του ότι είναι η Ποίηση. Ποια η λειτουργία του Ποιητικού λόγου. Τι είναι η στιχουργική μελωδία, η μουσικότητα και ο ποιητικός ρυθμός. Ποιες οι τεχνικές συγγραφής ενός ποιητικού έργου. Ποια η έμπνευσή του. Μας εξομολογείται δηλαδή μία «συμπληρωματική!!» ΠΟΙΗΤΙΚΗ του, όπως πράττει στα καθαρά αμιγώς κριτικά του δοκίμια και μελέτες, στους διάφορους προλόγους των συνθέσεών του. Εκφράζει μέσα στις Επιστολές του τις προσωπικές του θέσεις για την λειτουργία του ποιητικού φαινομένου. Τις θετικές μα και αρνητικές κρίσεις του για έλληνες ποιητές και ποιήτριες, τις ποιητικές τους συλλογές και βιβλία τους που του αποστέλλουν και ζητούν την γνώμη του. Διαβάζουμε κρίσεις για βιβλία που διαβάζει ή αγοράζει. Για την πνευματική και εκδοτική κίνηση που παρακολουθεί. Συσχετίζει και παραλληλίζει ποιητικές φωνές και συμβουλεύει φιλικά και πατρικά νέους δημιουργούς. Οι θέσεις του είναι πάντα ευγενικές, ήπιες, ίσως και συγκαταβατικές κριτικά. Προσεγμένες, ακριβοδίκαιες, νηφάλιες, ήρεμες συνήθως. Παραδέχεται αρκετές φορές την αναγνωστική του αμέλεια λόγω επαγγελματικών του και άλλων ασχολιών και υποχρεώσεων. Αναφέρεται αρνητικά, πικραμένα, ενοχλημένα, με δυσαρέσκεια σε έλληνες συγγραφείς οι οποίοι εκφράστηκαν και δημοσίευσαν όχι απλά αρνητικά σχόλια για την ποίησή του αλλά λιβέλους, κακοήθειες. Οργισμένος ο λόγος του όπως στην περίπτωση του δημοτικιστή Γιάννη Ψυχάρη. Διαβάζουμε τις κοφτές, κάπως σύντομες, επιγραμματικές αρνητικές απόψεις του για τον αλεξανδρινό Κωνσταντίνο Π. Καβάφη και την ποίησή του. Στον κύκλο των Αλεξανδρινών λογίων που ζητούν την παρουσία του στην ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου. Η Αλληλογραφία του Κωστή Παλαμά έχει πολλαπλό αναγνωστικό ενδιαφέρον, κινείται σε πολλά επίπεδα παράλληλα με το ποιητικό και πεζό του έργο. Αν δεν σταθούμε αποκλειστικά και μόνο στα της ιδιωτικής του ζωής και οικογενειακών του καταστάσεων, και ανοίξουμε όπως της αξίζει την αναγνωστική μας ακτίνα, και προσέξουμε τις λεπτομέρειες του λόγου του που αναφέρεται στις πνευματικές και καλλιτεχνικές του προτιμήσεις, θα μας αποκαλυφθεί μία άλλη σημαντική πλευρά του δασκάλου ποιητή. Θα ανακαλύψουμε τι και ποια βιβλία αναζητούσε, αγόραζε και διάβαζε, γέμιζαν τα ράφια των βιβλιοθηκών του. Ποιους ποιητές και ποιήτριες έλληνες και ευρωπαίους (κυρίως Γάλλους) προτιμούσε και αγαπούσε περισσότερο. Ποιες ποιητικές συλλογές ξεχώριζε, ποια ποιήματα, στίχους, στροφές επέλεγε, τι σημείωνε με το μολυβάκι του στο περιθώριο των σελίδων των βιβλίων. Τις διάφορες φράσεις που του άρεσαν. Στίχους και λέξεις που υπογράμμιζε και θυμόταν. Σύντομες προτάσεις και θέσεις που του φαίνονταν χρήσιμες στην δική του ποιητική και πεζή παραγωγή.

Ο επιστολικός λόγος του Κωστή Παλαμά μας βοηθά να σχηματίσουμε μία πληρέστερη ποιητική εικόνα του ιδίου, και να σχηματίσουμε μια συγγραφική προσωπογραφία των ελλήνων ποιητών και ποιητριών της εποχής του. Να μάθουμε τον φιλικό πνευματικό κύκλο, τα πνευματικά και συγγραφικά ενδιαφέροντα που μετείχαν και παρακολουθούσαν στις συνεστιάσεις τους. Τα εκατοντάδες αυτά διασωθέντα γράμματα, μας βοηθούν μέσω των απαντήσεων του, να εκμαιεύσουμε εμμέσως ή αμέσως και τις γνώμες των αποστολέων του για διάφορα ζητήματα. Πλήθος στοιχείων και πληροφοριών αντλούμε από αυτά τα σύντομα άλλοτε και άλλοτε μακροσκελή γράμματα. Θα μπορούσαμε να τα δεχτούμε, να τα διαβάσουμε, σαν ένα είδος προσωπικού του Ημερολογίου. Ίσως και ενός Ημερολογίου των ποιητών και των λογίων της Γενιάς του. Ενώ μαζί με τα ονόματα των εντύπων που αγόραζε και διάβαζε, εκείνων που συνεργάζονταν, μαθαίνουμε για τις μεταφράσεις ποιημάτων του στο εξωτερικό. Επίσης, διαβάζουμε τους προσωπικούς του δισταγμούς και αγωνία για την αξία του έργου του, τις ατομικές του φοβίες πώς θα υποδεχτούν οι μελλοντικές γενιές την ποίησή του. Διατυπώνει τις αμφιβολίες για την τύχη του έργου του, προβαίνει σε αυτοκριτική της γραφής του. Βλέπουμε έναν Παλαμά «μέσα» σε έναν άλλον μεγάλο και φημισμένο Παλαμά. Κριτή του ίδιου του του έργου. Ένας «άλλος» ανθρώπινος και ζεστός χαρακτήρας, οικείος και συντροφικός, φιλόξενος και ανοιχτός σε ιδέες και γνώμες πάντα Παλαμάς. Ένας μεγάλος ποιητής ο οποίος δεν έμεινε περιορισμένος μέσα στο κελί του, δεν επαναπαύθηκε κάτω από τις δάφνες του αλλά, κοινωνούσε με ανθρώπους, δημιουργούς, πνευματικά και καλλιτεχνικά έργα διαρκώς. Δίχως τουπέ, χωρίς ποιητική έπαρση και αφ’ υψηλού εκ μέρους του αντιμετωπίσεις.

 Όλα τα κείμενα των δύο αφιερωματικών τευχών του περιοδικού «ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ» αξίζουν την προσοχή μας, προσθέτουν στην Παλαμική έρευνα και ερμηνευτική. Η «κούραση» της αντιγραφής και η έλλειψη τεχνικών γνώσεων με αναγκάζει-όπως και σε άλλα των περιοδικών αφιερώματα-να αφήσω απέξω και άλλες δημοσιεύσεις που μου άρεσαν. Εστίασα σε ορισμένες ενδεικτικές φωνές που φωτίζουν και συμπληρώνουν τις γνώσεις μας πάνω στο Παλαμικό έργο. Επίσης, δεν προσθέτω φιλολογικές πληροφορίες που γνωρίζω για τους συμμετέχοντες. Αφήνω τα ίδια τα κείμενα να μιλήσουν από μόνα τους. Αντιγράφω στο παρόν σημείωμα του διπλού αφιερώματος του περιοδικού «Φιλολογική» της ΠΕΦ και την επιφυλλίδα του Κ. Θ. Δημαρά που είχα διαφυλάξει στον τρίτο τόμο της Αλληλογραφίας του.

           Π Α Λ Α Μ Α  Ε Π Ι Σ Τ Ο Λ Ε Σ

Του Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά Εφημερίδα «Το Βήμα» 7/5/1982, σ.1,4

     Ανήκω σε μια γενεά η οποία εξακολουθεί να κρατεί πολύ υψηλά, στιλπνή και ακμαία, την μνήμη του Κωστή Παλαμά. Βέβαια, και η γενεά αυτή, κατεξοχήν, μάλιστα, η γενεά αυτή, όταν έφθασε στην οιδιπόδεια κρίση, την εχθρότητα, δηλαδή, προς τον πατέρα, έκρινε αυστηρά τον μεγάλο αυτόν, τον μοναδικό ηγέτη του διανοούμενου ελληνισμού’ ωστόσο, γλήγορα επεράσαμε και εξεπεράσαμε την κρίση, και μπορέσαμε να σταθμίσουμε με αντικειμενικά κριτήρια, τι προσέφερε ο άνθρωπος αυτός, και στην λογοτεχνία, βέβαια, αλλά και ευρύτερα, στην παιδεία, στην πνευματική ζωή του τόπου μας. Είπα ότι κατεξοχήν η γενεά μας εγνώρισε την οιδιπόδεια σύγκρουση’ τούτου παραβάλλοντας, με τους μεταγενέστερους: μια τέτοια αμάχη προϋποθέτει την ύπαρξη ενός συνειδητού δεσμού ανάμεσα στους νεότερους και στον παλαιότερο, πράγμα που νομίζω ότι συμβαίνει πολύ ολίγο στον χώρο της σημερινής πνευματικής ζωής.

      Ως προς αυτήν θα διέκρινα δύο ομάδες στον κόσμο που μας περιβάλλει’ μπορούμε, ίσως, για τις ανάγκες της μελέτης μας, να προβούμε σε μία λεπτή αντιδιαστολή: τους λογίους και τους λογοτέχνες, βάζοντας μέσα σε μιά τέτοια διχοτόμηση, όλη την απαιτούμενη συμβατικότητα και ρευστότητα. Οι λογοτέχνες θα είταν οι κατά κύριο λόγο λειτουργικοί της δημιουργικής παραγωγής, και οι (υπόλοιποι) λόγιοι θα εθεράπευαν, ιδίως, τους ερευνητικούς τομείς των γραμμάτων, δηλαδή την κριτική, την αισθητική, την ιστορία. Λοιπόν, οι νέοι μας λογοτέχνες νομίζω ότι πολύ ολίγο νοιάζονται για τον Παλαμά’ νομίζω, όσο μπορώ να έχω γνώμη σ’ αυτό το ζήτημα: στο οικογενειακό τους δένδρο-γιατί όλοι, και οι πιό ρηξικέλευθοι λογοτέχνες αναγνωρίζουν ότι έχουν ένα δένδρο οικογενειακό-τον Παλαμά δεν τον έχουν εγγράψει. Και έχουν δίκιο: πολύ σπανίως μέσα στα κείμενά τους ξαναβρίσκει κανείς μία μνήμη από την γλώσσα του, τον στοχασμό του, την ευαισθησία του. Για τους λογίους, το ζήτημα παρουσιάζεται αλλιώς, αλλά, πολύ φοβούμαι, με ένα ανάλογο αποτέλεσμα, βέβαια, ο λόγιος, αναζητώντας την ουσία του ελληνισμού, δεν μπορεί παρά να απαντήσει στον δρόμο του την μορφή του Παλαμά. Όμως, του απονέμει τα χαρακτηριστικά του κλασικού και τον τοποθετεί έτσι έξω από το κύκλωμα της καθημερινής μας εμπειρίας, όπου θα έπρεπε, κατά την δική μου ιεράρχηση, να βρίσκεται. Συχνά δοκιμάζω να φαντασθώ την πνευματική ζωή του νέου ελληνισμού, χωρίς τον Παλαμά, δεν το κατορθώνω.

     Μα σ’ αυτό το παιχνίδι που έχει έπαθλο την υστεροφημία, δεν έχουμε λάβει ακόμη υπόψη μας έναν συντελεστή, το κοινό. Τον άφησα τελευταίο, γιατί δεν γνωρίζω ποιά είναι η συμπεριφορά του σ’ αυτήν την υπόθεση. Ίσως, για μιά τέτοια περίπτωση, θα μπορούσαμε να είχαμε αξιόπιστα τεκμήρια από τους εκδότες του, από το Ίδρυμα Παλαμά, ως έναν βαθμό και από τις δημόσιες βιβλιοθήκες. Τεκμήρια όπου θα έπρεπε κανείς να ξεχωρίσει την ζήτηση της λογιοσύνης από την ζήτηση του γενικού αναγνωστικού κοινού, έργο επίζηλο αρκετά, και, πάντως, δυσκολοκατόρθωτο. Βέβαια, η αφορμή όλων των παρατηρήσεών μου αυτών, η πρόσφατη έκδοση ενός νέου τόμου από την γενική αλληλογραφία του Παλαμά, η οποία βγαίνει με την φροντίδα του Ιδρύματος Παλαμά, δεν θα είταν κατάλληλη αφορμή για μιά τέτοια στάθμιση: η αλληλογραφία είναι ωραία τροφή του νου και της καρδιάς, μάλιστα για τα δικά μου κριτήρια, είναι μία από τις καλύτερες’ αλλά, οπωσδήποτε, μένει για τους ολίγους, τους πολύ εκλεκτικούς. Δεν μπορεί, δηλαδή, δεν πρέπει να μπαίνει στον γενικό δείκτη των πνευματικών αναγκών, ζητήσεων, του κοινού. Οι αλληλογραφίες, τα ημερολόγια είναι η χαρά του λογίου.

     Εμείς θα τον χαρούμε αυτόν τον τόμο, όπως εχαρήκαμε και τους δύο προηγούμενους, τους οποίους έρχεται, μερικά, να ολοκληρώσει. Επιμελητής του τρίτομου αυτού δημοσιεύματος, ο Κ.Γ. Κασίνης, μπορεί να είναι βέβαιος ότι παρέδωσε έτσι στην νέα ελληνική γραμματεία ένα καλό εργαλείο για τηνν έρευνα. Όχι πως η έκδοση είναι άψογη. Πρώτον που καμία εργασία του τύπου αυτού, στην πρώτη της ιδίως παρουσίαση, δεν μπορεί να μην εμφανίζει αδυναμίες και, δεύτερον, ειδικά, ως προς το μέρος που προηγήθηκε από τον τωρινό τόμο, πρέπει να πει κανείς ότι παρουσίαζε τις ουλές κάποιας βιασύνης στην εκτέλεση. Ας ελπίζουμε ότι ο καινούργιος τόμος δεν έχει, ή έχει ολιγότερες, τέτοιες ατέλειες, και, οπωσδήποτε ας είμαστε ευγνώμονες στους ευθυνόμενους για όλη αυτήν την ωραία’ και πλούσια εκδήλωση του Ιδρύματος, αρχίζοντας από τον επιμελητή του σώματος των επιστολών, για ό,τι μας δίνουν. Η κάθε λογής πολυγραφία του Παλαμά, η διασπορά της δημιουργίας του σε ποικίλα έντυπα, κατασταίνουν απαραίτητες τις συναγωγές που γίνονται, κατά καιρούς, και που όσοι μελετούν την νέα μας παιδεία, εύχονται να τις δουν συμπληρωμένες το ταχύτερο’ αναφέρομαι πρώτιστα, βεβαίως, στα «Άπαντα», και, επίσης, στις πολλές, υπόλοιπες επιστολές.

     Ο τόμος που είναι αφορμή του σημερινού σημειώματός μας, ολοκληρώνει ένα τμήμα, μόνο, του γνωστού μας ως σήμερα σώματος, της αλληλογραφίας του Παλαμά. Στην σειρά, δηλαδή, αυτήν του Κ. Γ. Κασίνη-ας την πούμε έτσι για μία εύκολη συνεννόηση, οι δύο πρώτοι τόμοι περιέλαβαν τα γράμματα του ποιητή από το 1875 ως τα 1928, ο τωρινός μας δίνει το 1929 με 1941. Μένουν απέξω διάφορες σειρές που είδαν κατά καιρούς το φώς, άλλες επισημασμένες ανέκδοτες, από τις οποίες αρκετές δεν έχει έρθει η ώρα να ιδούν το φώς, και, τέλος, άλλες λίγο ή εντελώς μονωμένες, πού, ιδίως, με την κίνηση που δημιουργείται τώρα γύρω στα γράμματα του Παλαμά, ξεφυτρώνουν, όπως γίνεται πάντοτε στις περιπτώσεις αυτές, από δω κι από κει. Περιττό να πω ότι η ευχή μας θα είταν να παρουσιασθούν όλες μαζί, μαζί με τα σωζόμενα γράμματα προς αυτόν, σε ενιαία διαχρονική τάξη. Αλλά την πραγματοποίηση μιάς τέτοιας ευχής, τα δικά μας τα χρόνια δεν θα προφθάσουν να την γνωρίσουν’ τώρα, ό,τι και να έχουμε σχετικά είναι καλοδεχούμενο. Ο καινούργιος τόμος, με τις οικείες σημειώσεις, όπως και οι προηγούμενοι, καθώς και με χρονολογικό πίνακα των επιστολών του τόμου, προσφέρει ένα γενικό ευρετήριο των κύριων ονομάτων όσα περιέχονται στους τρείς τόμους μαζί. Τούτο είναι το σχήμα του τελευταίου τόμου, ο οποίος έτσι δίνει πρόσθετη βαρύτητα και στους δύο προηγούμενους. Εύχομαι να φέρει όλους τους παλαιούς αναγνώστες του Παλαμά προς την πλευρά αυτήν των δραστηριοτήτων του, και να νικήσει και άλλους προς την γνωριμία με το σύνολο έργο του.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Θ.  ΔΗΜΑΡΑΣ

    Κράτησα την ορθογραφία των κειμένων, διόρθωσα μόνο ορισμένες ορθογραφικές «παρατυπίες» οι οποίες θα συσκότιζαν τα κείμενα.

Με τον ποιητή Κωστή Παλαμά στο σακίδιο της Σαρακοστής.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς, Τετάρτη, 22 Φεβρουαρίου 2023      

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου