Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ, ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

 Ατενίζοντας τον ποιητή Κωστή Παλαμά

     με τα μάτια του Σπύρου Μελά

 

             Κ Ω Σ Τ Η Σ  Π Α Λ Α Μ Α Σ

            Ο  ΑΝΘΡΩΠΟΣ,  Ο ΠΟΙΗΤΗΣ,  ΤΟ  ΕΡΓΟ  ΤΟΥ

                       Του Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών κ. ΣΠΥΡΟΥ ΜΕΛΑ

     Από τις ηρωικές μορφές του  νέου Ελληνισμού είναι ο Κωστής Παλαμάς. Ο Σικελιανός τον λέει κάπου άγιο. Μας θυμίζει μάλιστα ότι δεν είναι ο πρώτος στη γενιά των Παλαμάδων. Ένας άλλος Παλαμάς έχει αγιάσει, ο Γρηγόριος επίσκοπος Θεσσαλονίκης, που ψέλνεται η ακολουθία του τη δεύτερη Κυριακή της Σαρακοστής. Μα είναι αυτός πρόγονός του; Νομίζω όχι. Όπως κι αν είναι, δεν αλλάζει τίποτα…

     Η φύση, η πανσοφία της χαρίζει κάθε τόσο στις ομάδες τους ήρωες, για να υψώνη τη μέση ανθρωπότητα σ’ άμεση και ζεστή κοινωνία με την ανώτερη ουσία της ζωής, ξεσκεπάζοντας το λαμπρό νόημά της. Πλάθει, μ’ άλλα λόγια, τα όργανα πού παιδαγωγούν τους λαούς και τους οδηγούν στους αιώνιους, μεγάλους σκοπούς της. Μέσα σ’ αυτή την εξαίσια φάλαγγα των διαλεχτών της, που είναι όλοι αδέρφια, γιατί βγαίνουν από την ίδια φύτρα,-αδιάφορο σε ποιά μορφή ενεργείας φανερώνονται-και ξεσκεπάζουν κάθε φορά ο καθένας με τον τρόπο του, το μυστικό θέλημά της, ο ήρωας του λόγου έχει μιά θέση ξεχωριστή. Αν είναι η πράξη στην αρχή, όπως λέει ο Γκαίτε, όμως ο λόγος είναι το φώς της, το φώς που τη δείχνει, τη θερμαίνει και τη γονιμοποιεί. Και τόνοιωσαν βαθειά οι πρωτόγονοι, με το δυνατό ένστιχτό της, όταν απόδωσαν στη λέξη, το πρώτο στοιχείο του λόγου, μαγική εξουσία, ικανή να εξορκίζη, να δαμάζη και να βάζη στην υπηρεσία του ανθρώπου όλες τις γύρω εχθρικές ή αδρανείς δυνάμεις. Τι περισσότερο θα μας έλεγε σήμερα ένας επιστήμονας, αν διατύπωνε αυτή την αλήθεια, ότι ονομάζοντας απλώς τα πράγματα είναι σαν να τα καταχτούμε; Απ’ τη μαγεία της λέξης δημιουργήθηκε η άλλη, μεγάλη μαγεία του παραμυθιού, που μας έφερε στην κατάκτηση του κόσμου και της ζωής, για να μας ανεβάση στη σημερινή μας αξιοπρέπεια. Χωρίς το παραμύθι δεν θα υπήρχε τίποτα: ούτε φύση, ούτε ζωή, ούτε άνθρωπος, ούτε λαός, ούτε θεοί, ούτε λατρείες, ούτε ιστορίες και  πολιτισμός, ούτε ποίηση και τέχνη, ούτε έρωτας και ομορφιά. Αγρίμι μεσ’ στ’ αγρίμια θ’ απομείνει ο άνθρωπος, το πιό αξιοδάκρυτο απ’ όλα, περίφοβος και ζαρωμένος στα βάθη μιάς σκοτεινής σπηλιάς. Ο λόγος τον τράβηξε στο φώς, το παραμύθι, τον έστησε στη σημερινή του κυριαρχία. Γι’ αυτό, στην περίλαμπρη φάλαγγα τών ηρώων έχει την πρώτη θέση ο ήρωας του λόγου, ο πλάστης του μύθου. Είναι ο ιερέας τους.

      Αυτός ο ιερέας του λόγου, ο Παλαμάς, μας στάλθηκε από μιά ιερή πολιτεία μας, Το Μεσολόγγι. Ας δώσουμε με λίγες πινελιές την εικόνα του λίκνου του. Αυτή η περιοχή που αρχίζει από το Παναιτωλικό και κατεβαίνει στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, είναι, σαν τοπίο, ένα μίγμα με παράξενες κι’ απότομες παραλλαγές, πού κυματίζουν ανάμεσα στο γελαστό ειδύλλιο και στο αυστηρό δράμα. Τα φαιδρά μαιανδρικά τσακίσματα του Ασπροπόταμου, που στα νερά τους λούζουν οι ιτιές τα άφθονα μαλλιά τους, κι’ ανθισμένες μυγδαλιές καθρεφτίζουνε τα νυφικά τους, διαδέχονται τα τρομερά κενά της Κλεισούρας με τους κρεμαστούς γκρεμνούς, που δε βαστούν ούτε αγριοκάτσικα-σκηνοθεσία Προμηθεϊδας, στημένη για το μαρτύριο κάποιου ημίθεου-ορασιά σκυθικής σκυθρωπότητας, όταν προπάντων μέσα στη συνθλιπτική γαλήνη και την απέραντη σιγή του δειλινού μπορεί κανείς ν’ ακούση τους φωλιασμένους αητούς να τροχίζουν τα ράμφη τους. Μας δεν είναι μακρυά, για να διασκεδάσουν αυτή την εντύπωση του οραματικού, τα ημερώτερα θεάματα του δάσους του Αγγελόκαστρου, με τα κύματα της λουλουδισμένης αγράμπελης να κλαρώσουν στους αιώνιους κορμούς και τις λίμνες, με τα ολόστρωτα νερά, μάτια πελώρια, πάμφωτα, που ατενίζουν το γαλάζιο, τ’ ουρανού, εκστατικά, γεμάτα αιθέρια οράματα. Κι’ αυτή την εικόνα διαδέχεται η ξαφνική παραίσθηση μιάς μικρής ξεχασμένης Βενετίας-το Αιτωλικό-πού τα σπίτια του, είδωλα τρεμουλιαστά, καθρεφτισμένα σε μιά ριγηλή και σιωπηλή θάλασσα ονείρου, κρέμονται με τις στέγες στο βυθό και, λίγο πιο κάτω, να το Μεσολόγγι, με τη ρηχοθάλασσα, με τα ιβάρια, τα πριάρια και τα σταλίκια, τις αλκυόνες να σπαθίζουν τα νερά με τη χρυσοπράσινη αστραπή τους, τους γλάρους να κάθωνται στους πάλους ή να βάζουν χιονάτες περισπωμένες στα κατάρτια των καϊκιών τους παλιούς μισογκρεμισμένους προμαχώνες με τα σκουριασμένα κανόνια και τις τσουκνίδες και την κατσουφιασμένη, την άγρια βουνοκορφή της Βαράσοβας, που φυλάει σε φοβερό μαντρόσκυλο τη δόξα της ιερής πολιτείας.

     Πλέξιμο απρόοπτο και παράξενο του ονειρευτού με το πραγματικό, κάτι που δεν προφταίνει να δώση τροφή στο ρεβασμό κι’ αμέσως σφίγγει τη θέληση κι’ ακονίζει την ενέργεια.

     Από το άλλο μέρος ό,τι μας λέει ο Γκόμπερτς για την ελληνική φύση έχει εδώ την αποκορυφωμένη εφαρμογή του.

     Είναι από τα σπανιώτερα, να κλειστή σε τόσο στενή έκταση γη τόσο πολύμορφη: Βουνά, λίμνη, δάσος, ποτάμι, κάμπος, θάλασσα, δίνουν τα χέρια. Ο βοσκός κι’ ο κτηνοτρόφος πλάϊ στο γεωργό κι’ ο γεωργός δίπλα στον έμπορο, τον ψαρά και το ναύτη-όλες οι ανθρώπινες επιδόσεις αναπτυγμένες μαζί, ανταλλαγή πείρας, αμοιβαίο, καθημερινό ακόνισμα τόσο πυκνό, που να εξαφανίζεται κάθε μονομέρεια, κάθε μονόπλευρη άποψη και να πλάθεται κάποια ικανότητα γενικώτερη. Όπως και νάναι το φαινόμενο αξίζει κάποια προσοχή ότι απ’ αυτή τη μικρή περιοχή ξεπήδησαν τόσες και τόσες μεγάλες φυσιογνωμίες στα γράμματα, στις τέχνες στις επιστήμες, στην πολιτική, στα πρακτικά στάδια, σ’ όλα τα φανερώματα της εθνικής μας ζωής-μιά πλούσια βλάστηση ανθρώπων, που φλογίζει τα στήθη τους ακοίμητος ο καημός των μεγάλων πραγματοποιήσεων. Η αθάνατη δόξα της ιερής πολιτείας πρέπει να είπε κι’ αυτή τη μυστική της λέξη στην ψυχή αυτών των ανθρώπων. Γιατί πάνω από το γήϊνο πίνακα πούδωσα πρέπει να βάλω τώρα και τον τρόπο μερικών αγιογραφιών της αναγέννησης, τη «γκλόρια», τον ουρανό με τις αιθέριες μορφές του: Τις ιστορικές αναμνήσεις, τα πνεύματα των ηρώων της Κλείσοβας, του Βασιλαδιού, του Νταλμά και της Εξόδου, που παραστέκουν της πολιτείας. Τα άρματά τους και τις γιορτινές φορεσιές τους, κειμήλια σπιτιών τάβαλαν λεβέντες σαν τον Τάκη Πλούμα, που τραγούδησε ο Μαλακάσης, για να πάνε καβάλα, λαμπροί σαν τον Άη-Γιώργη, ν’ αναστήσουν τους αγωνιστές στα μάτια του θαμπωμένου λαού.

       Τα φορούσαν και στις εννιά τ’ Απρίλη, κάθε χρόνο, για να παραστήσουν την Έξοδο, περνώντας με ψαλμούς, ντουφεκιές και καμπάνες από τα μνήματα των ηρώων’ Σε μιά τελετή στα 1878, ελάτε να σας δείξω ένα παιδί αμούστακο, κοντό, σκεβρωμένο, χλωμό, από το φυσικό του κι’ από μία βαθύτατη συγκίνηση. Ένα χαρτί, ένα φυλλαδιάκι από δεκαέξι φύλλα, τρέμει στα χέρια του. Σύγκορμος τρέμει κι’ ο ίδιος. Τρέμει, γιατί από τους τάφους που είναι μπροστά του, οι ήρωες των ακούν, και γύρω του και πλάϊ του οι αρχές, οι ιερωμένοι με τ’ άμφια, η φρουρά με τα χρυσά και τα λοφία η φουστανελλοφορεμένη νεολαία και τα πλήθη κρατούν την ανάσα τους. Δε σαλεύουν παρά μονάχα τα χείλη αυτών πού τον ξέρουν, για να ψιθυρίσουν σ’ αυτούς που δεν τον γνωρίζουν ακόμα: Αυτός ειν’ ο Παλαμάς… Στο χαρτί του τραγουδεί τα κλέη της ιερής πολιτείας. Είναι το πρώτο του έργο, η ποιητική καλλιγραφία ενός παιδιού δεκαεννιά χρονών, που έχει γίνει κιόλας φιλολογική προσωπικότητα στη  μικρή του πατρίδα. Η πρωιμότητα πού δεν ξέρει μέσον όρο, μα ή θα σβήση σαν αστροβολίδα ή θα θαυματουργήση, δεν είναι ανεξήγητη σ’ αυτόν. Τα γράμματα είναι παράδοση στο σπίτι του. Αν η γενιά του έχει έναν άγιο, έχει όμως και λογίους. Και η από πολύ νωρίς ορφάνια γοργά του ξύπνησε την πρωτοβουλία και αυτενέργεια. Σ’ αυτή την τελετή της Εξόδου, το Μεσολόγγι τον αναγνώριζε και τον καθιέρωνε. Απάγγειλε το έργο του «κατά παράκλησιν της δημοτικής αρχής», χιλιάδες λαός κρεμάστηκε από τα χείλια του. Το τύπωνε το φυλλαδάκι ένας μαικήνας ο Γουργουρίνης, μ’ αγγελία καινούργιας σειράς λυρικών στίχων με τον τίτλο «Πνοαί». Η πλανεύτρα φήμη του δίνει με το φτερό της τα πρώτα μεθυστικά χάδια. Θα μάθη τί ακριβά πληρώνονται, μερικά χρόνια πιό ύστερα, όταν νοιώση πόσο λίγο διαφέρει, σε κάποιους καιρούς και κάποιους τόπους, ο φημισμένος από το δυσφημισμένο…

      Θάτανε μεγάλη παρεξήγηση να φανταστή κανένας, πώς ζωγράφισα, το πρώτο ξεκίνημα του ποιητή-πόσο χλωμά και πόσο βιαστικά τη φύση, το περιβάλλον, τους ανθρώπους, τις περιστάσεις-με την πρόθεση να κρατήσω κάποια πρωταρχικά μοτίβα, κάποιους πυρήνες, για να τους δείξω ύστερα, να ξετυλίγονται σιγά-σιγά, να προσδιορίζουν και να εξηγούν ολοκληρωτικά την τελειωμένη προσωπικότητά του. Καμμιά τέτοια σκέψη. Δε μ’ αρέσουν οι συστηματικές ερμηνείες. Δε δέχομαι στην περιοχή της τέχνης καμμιά λογική μέθοδο-αφού άλλωστε οποιαδήποτε μέθοδο παίρνει την αξία της απ’ αυτόν πού την χειρίζεται-κι’ ακόμα λιγώτερο δέχομαι την ιστορική. Ότι ηρωϊκές μορφές δεν μπορούν να εννοηθούν χωρίς περιβάλλον, σε κενό ιστορικό με άλλα λόγια όπως δεν μπορεί να νοηθή ζωή μέσα στον άδειο κώδωνα της αεραντλίας, αυτό δε θα πη καθόλου ότι μπορούν να εξηγηθούν από το περιβάλλον. Οι ηρωϊκές μορφές δεν είναι ούτε βιολογικά προϊόντα, ούτε φυλετικά, ούτε εθνικά, ούτε κοινωνικά. Είναι μοναδικότητες. Είναι ιδιοτυπίες. Το φυσικό περιβάλλον, η φυλή, το έθνος, οι ιστορικές περιστάσεις, τους δίνουν το υλικό. Αυτές πατούν τη σφραγίδα τους. Και η σφραγίδα δεν μπορεί να εξηγηθή από το υλικό. Κι’ αν δίνω το περιβάλλον σ’ αυτό το ξεκίνημα του ποιητή, το κάνω για να δείξω στη φυσική του κορνίζα, το πρώτο αχνό του σκίτσο και υλικό, πού του προσφέρθηκε στα παιδιάστικα και νεανικά του  χρόνια, όταν η φρέσκια ψυχή δέχεται ανεξάλειπτες εντυπώσεις. Μ’ αυτό το υλικό θα φύγη για την Αθήνα, για τη μεγάλη βιοτική και πνευματική περιπέτεια. Με αυτό, με τα «Τραγούδια της πατρίδας του», θα πρωτοπαρουσιαστή, στην τότε αναιμική λογοτεχνική ζωή της πρωτεύουσας, με τα τραγούδια της λιμνοθάλασσας, πού ύστερα, όταν βαθύνη κι απλώση και δουλέψη με τον καιρό αυτές τις εντυπώσεις, θα γίνουν η συλλογή των «Καημών», θα ξαναζήση τ’ όραμα και θα ξαναπάρη το θέαμα του νεανικού του θριάμβου, μετά χρόνια πολλά, με τη «δόξα στο Μεσολόγγι», πού «στ’ ολόσπαρτα ζη αφρολούλουδα». Αυτές τις πρώτες βαθειές εντυπώσεις θα τις δούμε διάχυτες σ’ όλο το έργο του. Και κάθε φορά που στο σκληρό του αγώνα, στο καινούργιο περιβάλλον θα νοιώση να λυγάη, σ’ αυτές θα στραφή νοσταλγικά για να φωνάξη:

          Πάρτε με και φέρτε με ψηλά στα Καρπενήσια κι’ ύστερα

          δόστεμε στ’ απαλόπνοα της Κλείσοβας μαϊστράλια.

          Σ’ είχα αγαπήσει μιά φορά, Βαράσοβα της Ρούμελης.

          Σας ονειρεύομαι, ώ κορφές, και του Μωριά ακρογιάλια.

          Λεβέντρα πλάση, απάρθενη, χαρισ’ εσύ του ανήμπορου

          Μιά δύναμη και μιά ψυχή, μιά γλώσσα μιά γοργάδα

          γυμνή όλη παραδόσου του κι ας είναι το βλαστάρι σας

          ένα τραγούδι υπέρσοφο σε μιά καινούργια Ελλάδα

     Όταν πατούσε το ποδάρι του στην Αθήνα, μπορεί τα στήθια του να φλόγιζε τέτοιος πόθος’ μπορεί στα μάτια του να κυμάτιζαν τέτοια ονείρατα. Μά δεν τάχε αγκαλιάσει ακόμα, για να τα κάνη πάθος μονάκριβο κι’ απόλυτο της ζωής του. Όπως σ’ όλους τους κοινούς νέους όλων των καιρών η φροντίδα για τον βιοτικό αγώνα έχει και σ’ αυτόν την πρώτη θέση. Ερχόταν για πανεπιστημιακές σπουδές. Η ηρωική φύση μίλησε, άστραψε μέσα του λίγο αργότερα, όταν κόβοντας απότομα τις σπουδές αυτές, δίνεται ολάκερος, σύψυχος, στο  όνειρό του. Πέταξε το στέφανο της Νομικής, για να φορέση τον ακάνθινο του πνευματικού λειτουργού. Δεν μπορεί κανένας, ούτε ίσως οι λόγιοι της καινούργιας γενιάς, να νοιώσουν πόσο ηρωϊσμό έκρυβε η απόφαση εκείνη. Ούτε η Αθήνα, ούτε η Ελλάδα που λέω ήταν η σημερινή. Ο τόπος μεγάλωσε από  τότε, η Αθήνα έφτασε το εκατομμύριο, η παιδεία είχε απλωθή σ’ όλα σχεδόν τα στρώματα, το βιβλίο πετάει σε χιλιάδες χέρια, ο λαός έγινε Μαικήνας-και καμμιά φορά πολύ σπάταλος- τα γράμματα είναι σήμερα και μιά καλή σταδιοδρομία. Μα τον καιρό πού πήρε την απόφασή του ο Παλαμάς, ήτανε τραγική βιοτική καταδίκη. Λόγιος είχε τότε να πη ένας συφοριασμένος κουρελή. Οι πρόεδροι των δικαστηρίων ρωτούσαν από το ύψος της έδρας τους και της μακαριότητάς τους τον μάρτυρα: «Πολύ καλά, είσαστε ποιητής. Αλλά δεν έχετε κανένα άλλο συγκεκριμένο επάγγελμα;» Εμείς οι παλιοί την προφτάσαμε αυτή την εποχή. Η εφημερίδα, καθημερινή χαροπαλεύτρα, ήτανε το μοναδικό, μα φοβερό αποκούμπι της αφάνταστης μποεμίας των λογίων. Άρθρα γραμμένα πολλές φορές με το πιό διαλεχτό αίμα της καρδιάς τους πληρώθηκαν μ’ ένα καφέ κι’ ένα κουλούρι. Τα ρούχα του Παπαδιαμάντη έλιωναν απάνω του, γίνανε απίστευτα ξεφτίδια, ο κόσμος τον πέρναγε για ζητιάνο’ όχι ν’ αντικαταστήση τα πανταλόνια πούλυωνε στα γραφεία μεταφράζοντας από τ’ αγγλικά και τα γαλλικά, μα ούτε ένα πουκάμισο να πάρη από τα καζάντια της δουλειάς του. Ο Κονδυλάκης ψιχούλιαζε το σπάνιο ταλέντο του για ένα πιάτο φαϊ στο μαγέρικο και πέθανε στην Κρήτη πεντάφτωχος, τσακισμένος από το μόχθο της βιοπάλης. Και ο Κρυστάλλης χτίκιαζε από το αντιμόνιο ενός τυπογραφείου κι’ έσβυνε πρίν της ώρας του. Μα είτανε κάτι ακόμα χειρότερο: για να φάη τότε ο λόγιος ένα κομμάτι ψωμί, στην απόλυτη κυριολεξία, βρεγμένο με ιδρώτα και δάκρυ, έπρεπε να το κερδίση με μιά καθημερινή προδοσία-έπρεπε να περάση, δημοτικιστής αυτός, από τα καυδιανά δίκρανα της καθαρεύουσας. Εσύ σημερινέ λόγιε, πού πάς περήφανα το άρθρο σου τώρα στην εφημερίδα, γραμμένο στη γλώσσα της μάνας σου, πρέπει να γονατίζης με ευλάβεια κάποιες στιγμές μπροστά στη μνήμη τέτοιων μαρτύρων, γιατί εξαγόρασαν  μ’ αυτό τον εξευτελισμό, αυτή την ταπείνωση, αυτό τον πόνο, το δικό σου λυτρωμό. Γιατί είναι αυτοί οι ίδιοι πού σύγχρονα σφυρηλάτησαν κι’ έπλασαν τόργανο πούσπασε τα δεσμά σου.

      Μ’ αυτή τη ζοφερή προοπτική άφησε ο Παλαμάς την επιστημονική σταδιοδρομία πού θα του ασφάλιζε όλα τ’ αγαθά της ζωής, για να πάρη τον μαρτυρικό δρόμο των γραμμάτων. Δέχτηκε τη σκληρότατη βιοπάλη της εφημερίδας Και τώρα, που ο αγαπητός μας φίλος, ο Γιώργος Κατσίμπαλης, αυτός ο ακούραστος και παραδειγματικός ερευνητής, άγρυπνος εργάτης και φρουρός της φήμης του Παλαμά-κι’ εδώ και στην Ευρώπη-μας έδωκε ολοκληρωμένο τον κατάλογο μ’ όλες τις μεταφράσεις, τάρθρα και τις μελέτες του ποιητή, αυτή την τραχύτατη περίοδο της ζωής του, απορεί ο κόσμος, είμαι βέβαιος, βλέποντας το πλήθος της εργασίας, που βρήκε τη δύναμη και τον καιρό για ποιητικές δημιουργίες. Μα δεν ήταν μόνο αυτά τα υλικά εμπόδια, γεμάτα φοβέρα, που σήκωνε η εποχή κι’ έφραζε το δρόμο του ποιητή. Ποια ήταν η πνευματική ζωή της Αθήνας, της Ελλάδας, όταν ήρθε να μπη στο χορό της ο Παλαμάς; Δεν είχε καμμιά μορφή, γιατί δεν είχε καμμιά έκφραση. Ήτανε κοιμητήριο. Και κοιμητήριο χωρίς μαυσωλεία, χωρίς προτομές και λουλούδια, μιά παγωμένη θάλασσα μνημάτων. Δασκαλισμός, ψεύτικη αρχαιολατρεία, πούκρυβε το μαράζι και την ανυπαρξία της δικής μας ζωής, το εικοσιένα τόσο ξεθωριασμένο, ξεχασμένο και μακρινό, που ο Παράσχος μυξόκλαιγε κάτω απ’ την προσπάθεια να κοροϊδέψη γι’ αυτό τους συγχρόνους του.

          «Τον Καραϊσκον δεν υμνώ,

          δέν ψάλλω την πατρίδα.

          Αυτά σας είναι άγνωστα,

          εκφεύγουν τον συρμόν»

     Η εφτανησιώτικη παράδοση, από το Σολωμό, τον πρώτο ήρωα ως τον τελευταίο της βάρδο, το Βαλαωρίτη, σαν να μην είχε υπάρξη ποτέ. Είχε χαθή, είχε ξεχαστή, ολότελα, πνιγμένη μέσα σε ωκεανούς από παγερό σάλιο- το σάλιο των κούφιων ρητόρων της λεγόμενης πρώτης αθηναϊκής σχολής. Η αγία τριάδα της σχολής αυτής ήταν η αμορφωσιά, η φτήνια του στοχασμού και του αισθήματος κι’ η απομουμιωμένη καθαρεύουσα. Ο Ροϊδης, για να εξηγήση αυτήν την κατάντια κουβαλούσε από το Παρίσι τα περίφημα θεωρήματα της ιστορικής σχολής του Ταίν, για το περιβάλλον. Δεν υπήρχε ποίηση, γιατί έλειπε η «περιρρέουσα ατμόσφαιρα». Η εποχή δεν ήτανε κατάλληλη παρά μονάχα για μπακαλική. Καταδίκη των Αθηναίων ποιητών, μα και της Ελλάδας. Σβήσιμο κάθε κοντινής ελπίδας για πνευματική ζωή. Και, μετά τέτοιο κήρυγμα, έγραφε ωστόσο, στην πιό κοκαλωμένη καθαρεύουσα τα «Είδωλα», για να πολεμήση. Παράξενος ιππότης πούβγαινε να παλέψη το δράκοντα με χιλιοσκουριασμένη αρματωσιά, έτοιμη να πέση κομμάτια με την πρώτη κρούση. Και τι νόημα μπορούσε νάχη τέτοια θεωρητική υπεράσπιση του δημοτικού λόγου, αφού το περιβάλλον δεν μπορούσε κατά τη γνώμη του να βγάλη ποιητή. Ποιός νέος θα τολμούσε να ξεδιπλώση τη  σημαία της δημοτικής, με την «επιστημονική πεποίθηση», που είχε επιβάλλει στους σύγχρονούς του, ότι κάθε προσπάθεια για ποίηση και τέχνη θα τη μαράζιαζε, από τη φύτρα της την ίδια, η περίφημη περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής; Τϊ κλασικό «παράδειγμα προς αποφυγήν» φαίνεται σήμερα το πάθημα του Ροϊδη, για το πόσο τραγικά μπορεί να πλανηθή ένας κριτικός, όταν εξετάζει μιά πραγματικότητα με δανεικά ξένα καλούπια! Η θεωρία για το περιβάλλον είχε κιόλας διαψευσθή, πρίν προφτάση καλά-καλά να διατυπωθή, όπως διαψεύδονται όλες οι θεωρίες. Από μιά ηρωική μορφή-τον Παλαμά με το πρώτο φανέρωμά του στην Αθήνα, με τα «Τραγούδια της πατρίδος μου». Οι αναλυτές του παλαμικού έργου παρατρέχουν συνήθως αυτό το πρωτόλειο. Κι’ όμως είναι, μετά το αγκάλιασμα της ζωής των γραμμάτων, το δεύτερο ηρωϊκό του βήμα. Δεν είναι καμμιά «κρίση εκ των υστέρων» αυτή. Έτσι τόνοιωσε-αν και χτύπησε τον Παλαμά-κάποιο από τα οξύτερα πνεύματα της εποχής εκείνης: ο Μητσάκης. «Συναίσθημα θαυμασμού εκφράζω-έγραφε κρίνοντας αυτό το πρώτο έργο του ποιητή- προς το μέγα θάρρος, όπερ, παρά το δειλόν, ως κοχλίου, μη τολμώντος συνήθως ούτε το ακρότατον του ρύγχους του να προβάλη του κελύφους του, εξωτερικόν σας φαίνεσθε να έχετε. Διότι, αναμφιβόλως ισχυρά δόσις τόλμης χρειάζεται, όπως εν εποχή καθ’ ήν της μικράς ημών φιλολογικής κινήσεως προΐστανται χειρώνακτες της διανοίας και βυρσοδέψαι του λόγου, ευρεθή άνθρωπος μη θεωρών την πνευματικήν εργασίαν όλως αποξενωμένην και εχθράν τη καλλιτεχνία». Θαυμάζει το θάρρος του, μα πολύ απέχει ωστόσο, από το να νοιώση σ’ όλη την έκτασή του τον ηρωισμό που απαιτούσε ο αγώνας που εγκαινίαζε ο Παλαμάς με τα «Τραγούδια της πατρίδος μου» και που σκοπός του ήτανε να τσακίση το δασκαλισμό και να βοηθήση το Έθνος να βγη από τον ίσκιο των αγαλμάτων, όπου φυτοζωούσε και ζητιάνευε, με την αρχαία εύκλεια, το δικαίωμα να υπάρχη και να βεβαιώνη τον εαυτό του με την τωρινή, τη ζωντανή μορφή του-ν’ αγωνιστή μ’ άλλα λόγια για μιά πραγματική αναγέννηση. Οραματίζεται και προφητεύει, από το πρώτο τούτο βήμα, τη στιγμή που η νέα Ελλάδα:

          «Τη γλώσσα τη μεγάλη θα βρει μεσ’ στην καρδιά

          και θε νάχουν ταίρι του κλεφτ’ οι στίχοι πάλι κι οι Πίνδαροι παιδιά,

          Ώ ποιηταί, πού τότε γλυκά θα τραγουδάτε

          -Τί χρόνια μακρυσμένα, τι όνειρο χρυσό!

          Πού δε θα είν’ οι δάφνες πικρές και θα τρυγάτε

          αμάραντα τα ρόδα, ψηλά στον Παρνασσό,

          ώ μη μας λησμονήτε! Κι εμείς για σας αηδόνια,

          φυτέψαμε τις δάφνες και τις τριανταφυλλιές,

          βαστάξαμε κι αγκάθια εμείς και καταφρόνια,

          για νάχετε σείς τ’ άνθη και τις μοσκοβολιές!»

     Αυτός θα ξαναζωντανέψη, από το πρώτο τούτο φανέρωμα, το ξεχασμένο εικοσιένα, με την μπαλάντα τα «Νιάτα της γιαγιάς»-τον ύμνο της πολιορκίας και της εξόδου του Μεσολογγιού-πού θαύμασε ο Όσκαρ Ουάιλντ και της αφιέρωσε άρθρο. Αυτός θα ζωντανέψη σ’ αυτή την πρώτη συλλογή του τις σελίδες της Βυζαντινής Ιστορίας, τους προγόνους της «Φλογέρας του βασιλιά». Αυτός τέλος θα μας θυμίση και τον παραμερισμένο από τους καθαρευουσιάνους Σολωμό:

          Στής θάλασσας απάνω τα νερά

          ένας τεχνίτης με μυαλό και γνώση

          βαρύν αγώνα είχε μιά φορά

          παλάτι ξακουστό να θεμελιώσει!»

    Αυτόν τον βαρύν αγώνα παίρνει απάνω του. Αυτός θα χτίση το παλάτι του ζωντανού ελληνικού λόγου. Αυτός θα συνεχίση και θα πλουτίση τη δημοτική παράδοση, που αρχίζει απ’ αυτούς τους κόρφους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, φουντώνει στη Μεσαιωνική Κρήτη με τον Κορνάρο και το θέατρο του Χορτάτζη και ξαναλάμπει στα εφτάνησα για να σβήση στην Αθήνα. Και ο Ψυχάρης; Θα με ρωτήσουν. Δε μπαίνει καθόλου σ’ αυτό το κίνημα; Όχι! Το πολυτάραχο ταξίδι του Ψυχάρη δημοσιεύτηκε στα 1888 κι’ εδώ μιλάμε τώρα για το 1886. Κι όπως θυμίζει ο ίδιος ο Ψυχάρης, σε μιά υποσημείωση της μελέτης του, και βγήκε γαλλικά, με τον τίτλο UN PAY OUI NE VEUT PAS DE SA LANCUE, ο Παλαμάς βρίσκεται στο πεδίο της μάχης από το 1880. Πώς; Με το «Ραμπαγά» και το «Μη χάνεσαι» με σάτιρες τσουχτερές-με ψευδώνυμο-κατά του γλωσσικού μακαρονισμού και του αφηνιασμένου ρομαντισμού. Ο Παλαμάς είχε πλάϊ του σ’ αυτές τις πρώτες αψιμαχίες, το Δροσίνη και τον Καμπά: «Παιδαρέλια!» τους είπανε καταφρονετικά οι ζωντανοί-νεκροί. Κι ο Καμπάς έγραφε: «Τα παιδαρέλια θα γίνουν άντρες, θα λογαριασθή το παρόν με το παρελθόν, οι σύγχρονοι χρόνοι με τους θρηνουμένους και  θα ιδούμε ποιός θα νικήση». Τι απόγινε αυτός ο Καμπάς; Δεν είχε την ηρωική φλέβα του Παλαμά, ξενητεύτηκε νωρίς, κυνήγησε το χρυσόμαλλο δέρας στην Αίγυπτο, στα μιχτά δικαστήρια. Στην κονίστρα θ’ απομείνη, κοντά οχτώ χρόνια, μονάχος ο ποιητής μας. Αυτός δέχεται κατάστηθα τα κύματα της αντίδρασης. Κι αυτοί ακόμα που θα παινέψουν την ποίησή του-σαν τον Κουρτίδη-θα του γυρίσουν πίσω και θα ρίξουν κατάμουτρα, με δασκαλική λύσσα, τις πιό αθώες λέξεις. Ολόφρεσκος, χαζεύω, γλέντι, σφαχτάρι, γλύκα… και άλλαι, ών δυστυχώς ποιείται χρήσιν-γράφει ο αισθητικός αυτός του καιρού- είναι τόσο χυδαίαι και πεζαί ώστε και η ύψιστη εικόνα δεν δύναται να καταστήση αυτάς ποιητικάς». Κι όταν στο πεδίο της μάχης φτάση ο Ψυχάρης, με το βαρύ πυροβολικό της θεωρίας και το κύρος της Ευρώπης, ποιά θάναι η συμβολή του; Θα δώση την επιστημονική δικαίωση του αγώνα. Μα η γλωσσολογία δεν είναι καμμιά επιστήμη εφαρμοσμένη. Όσο καλά κι αν κατέχουμε τους νόμους της, δεν μπορούμε να πλάσουμε γλώσσα. Αυτό είναι δουλειά του λαού και του ποιητή, που γίνεται η ζωντανή κι άγρυπνη ψυχή του. Αυτό είναι έργο του Παλαμά. Κι έπειτα ο Ψυχάρης βρίσκεται μακρυά. Αυτός όμως είναι κοντά μας, για ν’ αντιμετωπίζη κάθε στιγμή τη φρενιασμένη αντίδραση του δασκαλισμού.

     Τρία χρόνια ύστερα παρουσιάζεται και βραβεύεται στο Φιλαδέλφειο διαγωνισμό με τον «Ύμνο στην Αθηνά». Αυτό είναι μία πρώτη νίκη. Γιατί αν έχη, από τα πρώτα του βήματα, εχθρούς αδυσώπητους ο ποιητής, έχει όμως αποχτήσει και φίλους και θαυμαστές. Και δεν είναι η αξίωσή μου μεγάλη, αν γύρεψα και γυρεύω να καθιερωθή μιά επίσημη λογοτεχνική και εθνική γιορτή, αναμνηστική της ημέρας αυτού του βραβείου. Είναι η πρώτη δάφνη που πήρε ο δημοτικός λόγος με το χέρι του ποιητή, μετά τον πνευματικό λήθαργο της αθηναϊκής και τη λήθη, πούχε καταδικαστή των Ιονίων η τέχνη. Ξέρω πώς αυτό το ποίημα δεν δείχνει καλά το λυρισμό του Παλαμά. Πώς βαστιέται από κλασική έμπνευση και πώς θυμίζει κάπως τους ύμνους των θεών που αποδίδουν στον Όμηρο. Μα υμνεί την Αθήνα, τη γεννήτρα ηρώων του στοχασμού και της τέχνης, κι είναι γεμάτο ελπίδες για την αιωνόβια πόλη και την Ελλάδα. Κι έπειτα έχει μέρη, σαν την Γιγαντομαχία και τον Όρκο των εφήβων, που θυμίζουν τη ρώμη μεγάλων κλασσικών. Το βραβείο δόθηκε με το χέρι ενός μεγάλου τύπου στην ιστορία της ελληνικής επιστήμης, του Νικολάου Πολίτη, που πρόσφερε συμβολή θετικότατη στον αγώνα του δημοτικισμού, με τη λαογραφική εργασία του. Στην έκθεσή του διαβάζουμε αυτή την πρώτη επίσημη αναγνώριση: «Γνώστης εμπειρότατος της γλώσσης του λαού ο ποιητής, κατόρθωσε να μην παρεκκλίνη ταύτης, αποφεύγων πάν το προσκρούον εις αυτήν, διά του παραδείγματός του ευκόλως ανασκευάζων την γνώμην των φρονούντων ότι η δημώδης γλώσσα είναι εν τη ποιήσει όργανον ανεπιτήδειον και εν πολλοίς ανεπαρκές». Μα αγαπούμε πρό πάντων σ’ αυτόν τον «Ύμνο στην Αθηνά», το πρώτο φανέρωμα του ψυχικού και πνευματικού εγκλιματισμού του ποιητή στη μεγάλη πατρίδα του-το Μεσολόγγι αρχίζει τώρα να παραμερίζεται κάπως- στην ιερή πατρίδα τριαντατριών αιώνων πολιτισμού, στη θεία γη της Αττικής που σ’ αυτήν ρα ριζώση και θα γίνη το παγανό της πνεύμα και θα την τραγουδήση, στο «Σάτυρό» του, σε νότες πού δεν ανάδωσε ποτέ καμμιά ελληνική λύρα.

          Όλα γυμνά τριγύρω μας

          όλα γυμνά εδώ-πέρα,

          κάμποι, βουνά, ακροούρανα,

          ακράταγ’ είναι η μέρα.

          Διάφαν’ η πλάση ολάνοιχτα

          τα ολόβαθα παλάτια,

          το φώς χορτάστε μάτια,

          κιθάρες το ρυθμό.

          Εδώ είν’ αριά κι’ αταίριαστα

          λεκιάσματα τα δέντρα

          κρασί είν’ ο κόσμος άκρατο,

          εδώ είν’ η γύμνια αφέντρα.

          Εδώ είν’ ο ίσκιος όνειρο

          εδώ χαράζει ακόμα

          στής νύχτας τ’ αχνό στόμα

          χαμόγελο ξανθό.

          Εδώ τα πάντα ξέστηθα

          κι αδιάντροπα λυσσάνε,

          αστέρι είν’ ο ξερόβραχος,

          και το κορμί φωτιά ‘ναι.

          Ρουμπίνια εδώ, μαλάματα,

          μαργαριτάρια, ασήμια,

          μοιράζει η θεία σου γύμνια,

          τρισεύγενη Αττική.

          Εδώ ο λεβέντης μάγεμα,

          η σάρκα αποθεώθη,

          οι παρθενιές Αρτέμιδες,

          Ερμήδες είναι οι πόθοι.

          Εδώ κάθε ώρα ολόγυμνη,

          θάμα στα υγρόζωα κήτη,

          πετιέται κι η Αφροδίτη

          και χύνεται παντού.

          -Παράτησε το φόρεμα,

          και τη γύμνια ντύσου

          ψυχή, της γύμνιας ιέρισσα,

          ναός είν’ το κορμί σου.

          Μαγνήνεψε τα χέρια μου

          της σάρκας, κεχριμπάρι,

          τ’ ολύμπιο το νεχτάρι

          της γύμνιας δός να πιώ.

          Σκίσε τον πέπλο, πέταξε

          τον άμοιαστο χιτώνα

          και με τη φύση ταίριασε

          την πλαστική σου εικόνα.

          Λύσε τη ζώνη, σταύρωσε

          τα χέρια στην καρδιά σου,

          πορφύρα τα μαλλιά σου,

          μακρόσυρτη στολή.

          Και γίνε ατάραχο άγαλμα,

          και το κορμί σου άς πάρει

          της τέχνης την εντέλεια

          πού λάμπει στο λιθάρι.

          Και παίξε και παράστησε

          με της ιδέας τη γύμνια

          τα λυγερά τ’ αγρίμια,

          τα φίδια, τα πουλιά.

          Και παίξε και παράστησε

          τα ηδονικά, τα ωραία,

          λογάριασε τη γύμνια σου

          και κάμε την ιδέα.

          Τα στρογγυλά, τα ολόϊσια,

          χνούδια, γραμμές, καμπύλες,

          ώ θείες ανατριχίλες,

          χορεύετε ένα χορό.

          Μέτωπο, μάτια, κύματα

          μαλλιά, γλουτοί, λαγόνες,

          κρυφά λαγκάδια του Έρωτα

          μόδα, μυρτιές, κρυψώνες,

          πόδια πού αλυσοδένετε,

          βρύσες του χαδιού, ώ χέρια,

          του πόθου περιστέρια,

          γεράκια του χαμού.

          Και ολόκαρδα κι αμπόδιστα

          λογάκια ώ στόμα,

          σαν το κερί της μέλισσας,

          σαν του ροδιού το χρώμα.

          Τα κρίνα τ’ αλαβάστρινα,

          του Απρίλη θυμιατήρια

          ζηλεύουν τα ποτήρια

          του κόρφου σου ώ να πιώ.

          Να πιώ στα ροδοχάρακτα

          στα ορθά, στα σμαλτωμένα,

          το γάλα που ονειρεύτηκα

          της ευτυχίας, εσένα.

          Εγώ είμαι ιεροφάντης σου

          βωμοί τα γόνατά σου,

          στην πύρινη αγκαλιά σου

          θεοί θαυματουργούν.

          Μακριά μας όσα αταίριαστα

          ντυμένα και κρυμμένα

          τα μισερά και τ’ άσκημα

          κι ακάθαρτα και ξένα,

          ορθά όλα, ξέσκεπα, άδολα,

          γη, αιθέρες, κορμιά, στήθια.

          Γύμνια είναι κι η αλήθεια

          και γύμνια κι η ομορφιά.

          -Στη γύμνια την ολιόκαλη

          της αθηναίας ημέρας

          κι αν ίσως και φαντάξει σου

          κάτι άντυπο σαν τέρας

          κάτι σα δέντρο αφύλλιαστο

          και δίχως ίσκιου χάρη

          αδούλευτο λιθάρι

          ξεραγκιανό κορμί,

          κάτι γυμνό και ξέσκεπο

          στα ολανοιγμένα πλάτια,

          πού ζωντανό θα τόδειχναν

          μόνο δυό φλόγες μάτια,

          κάτι πού από τους Σάτυρους

          κρατιέται κι’ είν’ αγρίμι

          κι’ είν’ η φωνή του ασήμι,

          μη φύγεις είμ’ εγώ,

          ο Σάτυρος. Και ρίζωσα

          σαν την ελιά εδώ πέρα

          λιγώνω τους αγέρηδες

          με τη βαθειά φλογέρα.

          Και παίζω και παντρεύονται

          Λατρεύονται, λατρεύουν,

          και παίζω και χορεύουν

          άνθρωποι, ζα, στοιχειά.

    Σε τρία χρόνια θα φανούν «Τα μάτια της ψυχής μου», ένα έργο που φανερά ξεκινάει από τη σολωμική ποίηση, από το «Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου», κι είναι πλημμυρισμένο από τις φλόγες του πόθου μιάς ευγενικής και μεγάλης καρδιάς να σπάση τη φυλακή της, να υψωθή στον απάνω αιθέρα κι εκεί να ζήση, αντίκρυ στο θείο φώς, που είναι κι’ αυτή πλασμένη».

          «Καθώς η πρώτη αχτίνα τ’ ουρανού

          φωτίζει εσάς, πρίν φωτιστούν οι κάμποι

          θέλω κι’ εγώ μεσ’ στο δικό μου νου

          το φώς τ’ αληθινό να πρωτολάμπη».

     Ένας από τους αντιπροσώπους της εφτανησιώτικης σχολής, ο Καλοσγούρος, αναγνώρισε αμέσως για συγγενική τη φωνή του ποιητή. Και τον χαιρέτησε με μια κριτική, έναν ύμνο, με το βαρύ τίτλο «Φιλολογική αναγέννησις», που τελειώνει μ’ αυτά τα λόγια: «Αλλά σιμά εις αυτό το φυσικό και σχεδόν αθέλητο κίνημα της ψυχής, να φανερώση, με απλούς στίχους αισθήματα απλά, παρουσιάζεται εις αυτά τα ποιήματα, μία άλλη προσπάθεια πολύ αξιοσημείωτη και σημαντική, που καθαυτό νέα δεν είναι, αλλά νέα μπορεί να ονομασθή, αν συλλογιστούμε τον τυφλό πόλεμο, που ευθύς με τη γέννησή της επροσπάθησε νατ ην πνίξη. Εννοούμε την ευγενική και αληθινά εθνικώτατη τάσι, να υψωθή ο ποιητής στην ανώτερη σφαίρα της τέχνης, για να δώση εκείθε την αληθινή μορφή και τον τόπο της γλώσσας, που η εθνική συνείδησις άρχισε από καιρό ανυπόμονα τώρα να ποθή».Ο δασκαλισμός όμως δεν τ’ ακούει αυτά. Φρενιασμένος τώρα κ’ από την παρέμβαση του Ψυχάρη, τρομαγμένος ακόμα κι’ από τη σοβαρότητα της φοβέρας νζ σωριαστή, συσπειρώνεται γύρω από τους Μυστριώτηδες, να ξαπολύση την αντεπίθεσή του, κινώντας όλες τις μηχανές του σκοταδιού, της ψευτιάς, της συκοφαντίας, του διασυρμού: Ξεσηκώνει το λαό ενάντια σ’ αυτούς που δουλεύουν να τον λυτρώσουν, δηλαδή κατά του  εαυτού του, δημιουργεί σκηνές, αναποδογυρίζει κυβερνήσεις. Ευαγγελικά, Ορεστιακά, το αίμα τρέχει στους δρόμους. λαβωματιές, τραγωδία! Κύριος στόχος ο ποιητής. Ένα πρωί κατεβαίνει από το σπίτι του και βλέπει γραμμένο στον τοίχο με μεγάλα γράμματα: «Κάτω ο προδότης Παλαμάς!» Γυρεύουν με την τρομάρα να βουλώσουν το στόμα του. Τι νάνοιωσε κείνη την ώρα ο ποιητής; Δεν κινδυνεύει μονάχα το ψωμί των παιδιών του-αυτό το κομμάτι ψωμί, πού τούρριξε κάποιος φωτισμένος υπουργός διορίζοντάς τον γραμματέα του Πανεπιστημίου, για να σκύβη όλη μέρα στα χαρτιά των πρακτικών και να δίνη μορφή σε χαζομάρες, στις καθαρευουσιάνικες συζητήσεις της Συγκλήτου- κινδυνεύει ακόμα κ’ η ζωή του. Βάστα, μεγάλη καρδιά του Παλαμά! Και πές από το ύψος του σταυρού σου, σαν τον Σωτήρα: «Πάτερ άφες αυτούς, ου γάρ οίδασι τι ποιούσι!». Ένας προσεύχεται κι ένας θυσιάζεται πάντα για εκατομμύρια λαό. Κι’ αυτός ο ένας θέλει να είναι αυτός. Ατάραχος θ’ ακολουθήση το δρόμο του. Στις φοβέρες των πνευμάτων του σκοταδιού θ’ απαντήση με το φώς των έργων του. Χρονιά με χρονιά θα πυργώση επανωτά τα μνημεία του δημοτικού λόγου. Θα τα στήση σαν τρόπαια της θριαμβευτικής του πορείας: Τους «Ιάμβους και Ανάπαιστους», το «Θάνατο του παλληκαριού», το θαυμάσιο πεζογράφημα, τους «Χαιρετισμούς της Ηλιογέννητης», την «Τρισεύγενη», την «Ασάλευτη ζωή», το «Δωδεκάλογο του Γύφτου», τη «Φλογέρα του Βασιλιά», τους «Καημούς της Λιμνοθάλασσας», την «Πολιτεία και Μοναξιά», τους «Βωμούς» τα «Δεκατετράστιχα», τους «Πεντασύλλαβους», τους «Κύκλους των Τετραστίχων», τους «Δειλούς και Σκληρούς στίχους», συλλογές, έπη, δράματα, μελέτες για ποιητές δικούς μας και ξένους, μεταφράσεις, άρθρα, και δεν αφήνει κανένα είδος που να μην τυπώση τη σφραγίδα του. Μ’ αυτά τα υπέροχα όπλα κατατροπώνει τους βραχνάδες της πνευματικής ζωής του έθνους, στήνει το δημοτικό λόγο κυρίαρχο σ’ όλες τις περιοχές της λογοτεχνίας, υψώνει λαμπρά σύμβολα για όλες τις πνευματικές και ηθικές ροπές της φυλής, ανοίγει στη φτωχή πνευματική Ελλάδα τους μεγαλύτερους ορίζοντες προσαρτά επαρχίες ολάκερες, χώρες άγνωστες στο πνευματικό της κράτος, ακολουθείται από πλήθος καινούργιους ποιητές πούθρεψε με το τραγούδι του, το Γρυπάρη, το Σικελιανό, το Σκίπη, το Μαλακάση, τον Καζαντζάκη, τον Βλαστό, τον Πορφύρα, τον ίδιο αρνητή του το Χατζόπουλο, το Βάρναλη ακόμα, που μ’ όλες τις ουσιαστικές διαφορές τους πέρασαν, ποιός λιγώτερο ποιός περισσότερο από το πνευματικό του εργαστήρι. Τα πιό ζωντανά και γενναία στοιχεία του έθνους τον σηκώνουν για σημαία, πολεμιστές μάχονται στην εποποιϊα του Δώδεκα, έχοντας στην ψυχή τους τη «Φλογέρα του Βασιλιά», με τους στίχους του πολεμούν στα γεφυρώματα της Εθνικής Άμυνας. Μ’ αυτόν  θα κλάψουν οι πρόσφυγες την πικρή τους Μοίρα, μ’ αυτόν η εργατιά το βαρύ της μόχθο. Έχει χωνέψει μέσα του όλες τις παραδόσεις, κλασική, βυζαντινή, δημοτική, εφτανησιώτικη. Έχει παντρευτή όλους τους πόθους κι’ όλους τους πόνους, όλους τους καημούς κι όλες τις μιζέριες, όλα τα οράματα του Έλληνα και τη Μεγάλη του Ιδέα κι’ όλα τα όνειρα του ανθρώπου.

     Πραγματοποίησε, με τον πιό ανεπάντεχο τρόπο, την ορασιά του Ψυχάρη, όπως δέεται στο «Ταξίδι» τον ερχομό του ποιητή: «Ό,τι ποθεί ο καθένας, ότι συλλογιέται θα τ’ απαντήση στη γραφή σου. Ολονώνε τα φρονήματα θα τα κάνης δικά σου, όλα τα καρδιοχτύπια θα τ’ αντηχήσης». Έζησε και πραγματοποίησε κάτι ακόμα πιό μεγάλο, την παγκόσμιαν ανησυχία την ίδια. Απ’ όλα τα δέντρα πιό ζεστά ύμνησε τη λεύκα με την αεικίνητη φυλλωσιά, γιατί του μοιάζει. Έτσι στάθηκε, μιά πελώρια λεύκα, στην Ελλάδα και στη ζωή, ν’ αναδεύεη τα πυκνά της φύλλα, από τις πιό κοντινές και δυνατές ως τις πιό μακρινές κι’ ανεπαίσθητες απ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα. Ο στοχασμός του κι’ η ευαισθησία του, πού δεν ξέρουν τι θα πη ανάπαψη, ακατάπαυστα κυματίζουν από τις πιό ψηλές κορφές της λυρικής ανάτασης ως τις πιο ταπεινές μορφές τους. Τρομερός, ασύλληπτος πρωτέας τραγουδάει σαν άντρας Ρουμελιώτης, κλέφτης, μα και σα βυζαντινός καλόγερος, γεμάτος κασσιανή συντριβή, σαν ειδωλολάτρης, ηδονιστής, σαρκόληπτος και σαν αναχωρητής με τον τρίχινο σάκκο κατάσαρκα σαν πραγματιστής που αδράζει την καυτερή ουσία της ζωής και σαν ιδεαλιστής βιβλιοφάγος’ σαν αντάρτης που τα γκρεμίζει όλα κάτω’ και σαν οικοδόμος που ονειρεύεται να στήση πύργους’ σαν πρωτόγονος και σαν εκλεπτυσμένος τύπος παρακμής. Αχόρταγος, να μη θέλη ν’ αφήση άγγιχτο κανένα θέμα λυρισμού, θα τραγουδήση τα πάντα. Μέσα στην αχανή συμφωνία του έργου του, στην απειρία των μοτίβων του, όλα βρίσκουν τη θέση τους. Θα τραγουδήση την αμέριμνη ζωή, που κυλάει χωρίς καμμιά μεταφυσικήν ανησυχία:

          Αγάπα και ξεφάντωνε και δούλεψε και ζήσε

          και προσηλώσου στη ζωή σαν τον κισσό στο δέντρο

          και δέσου με την γήν, στρείδι στο βράχο επάνω

          και μη σε μέλλει που θα πάς τα μάτια σου όταν κλείσης.

     Και ο ίδιος θα τραγουδήση όλες τις ανησυχίες για τα πέρα της ζωής. Θα ψάλη την αρετή της γυναίκας, μα θ’ αποθεώση και τις Πενταγιώτισσες, όλα τα διαμόνια θηλυκά, που ζουν έξω νου και νόμου και τραβούν και υποτάζουν και σκλαβώνουν. Θα τραγουδήση την ομορφιά και την καλωσύνη, ανταμώνοντας παράξενα στην ίδια ορασιά την Αφροδίτη με το Γολγοθά. Θα ψάλη τη θάλασσα και το βουνό. Θα τραγουδήση το μέγα ύπαιθρο’ μα και το θέλγητρο του σπιτιού, θα υμνήση την παλληκαριά, μα και τη συστολή, την τρυφερότητα και τη δειλία’ θα τραγουδήση τα πολύβουα πανηγύρια μα και και θ’ αποθεώση την σιωπή, θα πη ψεύτρα τη βοή και τα λόγια μαχαίρια’ θα ψάλη την περηφάνεια, μα θα υμνήση και την ταπείνωση: «Γύρε,  αν θες να υψωθής!». Θα τραγουδήση τη μοναξιά, μα θα κατέβη και στην πολιτεία να καταγγείλη και να μαστιγώση με τα σατυρικά του γυμνάσματα. Θα τραγουδήση-και με τι εξαίσιο τρόπο!-ως και τον αμανέ των σαντουριέρηδων: Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα μακρόσυρτα, τραγούδια ανατολίτικα. Όλος αυτός ο αφάνταστος και τόσο αντιφατικός πλούτος υψώθηκε σ’ αληθινή πυραμίδα, ορατή απ’ όλες τις ξένες χώρες από την κοντινή και πρωτόγονη Αλβανία ως την πιό μακρινή, την υπερατλαντική δημοκρατία.

      Μεταφράσεις γίνονται σχεδόν σ’ όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες, διαλεχτοί κριτικοί τον βάζουν στους μεγαλύτερους σύγχρονους λυρικούς του κόσμου και η πολιτισμένη ανθρωπότητα μ’ έκπληξη βλέπει πλάϊ στην παλιά, στην κλασσική Ελλάδα μιά καινούργια, που μπορεί να πάρει άφοβα μέρος στο χορό των προχωρημένων εθνών. Αυτός είναι ο άθλος του Παλαμά.

       Ατενίζοντας σήμερα το κολοσσιαίο αυτό έργο, απάνω από είκοσι τόμους, βιβλιοθήκη ολάκερη, αναρωτιόμαστε –και γι’ απλή χειρωναξία να το παίρναμε-πώς μπόρεσε να δημιουργήση, μέσα στη σκληρότατη βιοπάλη που τον κατέτρεξε σ’ όλη του τη ζωή. Σ’ αυτό θα μας αποκριθή ο ίδιος μ’ έναν λόγο του: «Η τέχνη δεν είναι για μένα σκοπός, είναι πάθος». Ήταν αληθινά ένα πάθος διάπυρο, αδιάλλακτο, αδυσώπητο που του απορροφούσε τη ζωή του ολάκερη. Τα σπουδαία έργα δεν γίνονται παίζοντας. Κατορθώνονται με δαπάνη ανθρώπινης ατομικής ευτυχίας. Ο Παλαμάς κλείστηκε, ασκήτεψε όλα τα χρόνια της ζωής του, στο κελλί της οδού Ασκληπιού, που θάπρεπε να το πάρη το κράτος και να το κάνη μουσείο του. Τον παράστεκε στον καθημερινό του αγώνα η Μαρία, η συντρόφισσα της ζωής του, που εστάθηκε αφανής στον ίσκιο του, για να τον φροντίζη με την στοργή της αγαπημένης, της αδερφής και της μάννας και πού σωστά την παρομοιάζει, στην αφιέρωση του Ύμνου στην Αθηνά, με λευκό κι’ αγνώριστο λουλούδι, που φυτρώνει κοντά σε μιά πετρένια,  φτωχόπλαστη κολώνα. Αυτή ξεσκέπασε μιά μέρα μιλώντας στον Κατσίμπαλη, το δραματικό μυστικό της δημιουργίας του Παλαμά.

          -Σηκώνομε στις τρείς τη νύχτα και του φτιάχνω τον καφέ, για ν’ αρχίση να εργάζεται!

     Έφτανε το βράδυ απ’ το Πανεπιστήμιο τσακισμένος, να πέση νωρίς για να ορίση, με το πρώτο λάλημα του πετεινού, στη λειτουργία του έργου. Εκεί σκυμμένος στα χαρτιά του έζησε πάνω από μισόν αιώνα. Η πιό μακρινή εκδρομή του ήταν ως τη Μαγκουφάνα, στο Μαρούσι’ και το πιο μακρινό του ταξίδι ως το Κιλκίς. Οι επικριτές του τον κατηγόρησαν για αυτό. Είπαν πώς δεν ζούσε σ’ άμεση κοινωνία με τη φύση κι’ ότι γι’ αυτό έπαιρνε τις εμπνεύσεις του από τα βιβλία. Σαν να ήταν η γνωριμία με τη φύση αποτέλεσμα τουριστικής μετατόπισης στο διάστημα, σαν να ήταν η ζωή έκταση και όχι βάθος και σαν νάχε ενδιαφέρον από πού παίρνει την αφορμή για τις δημιουργίες του ο ποιητής, όταν το αποτέλεσμα είναι άρτιο. Ας τους αφήσουμε να λένε και πάμε στο κελλί του. Αξέχαστη μένει μιά πρώτη επίσκεψη πού τούχα κάμει. Όλα σκεβρωμένα. Η σκάλα με τα λίγα γλαστράκια, η πόρτα, το παράθυρο κι’ αυτός ο ίδιος τέλος μέσα σ’ ένα στενό και πληχτικό γραφείο, πού τόκαναν ακόμα πιο ασφυκτικό τα πολλά βιβλία. Ο ήλιος πούμπαινε απ’ το παράθυρο-το μοναχό στολίδι-φώτιζε την κουρασμένη, την ασκητική μορφή του, δραπετεμένη, θάλεγες, από πίνακα Θεοτοκόπουλου. Όσο τον καλοκοίταζα, τόσο πιο παράξενο μου φαινότανε το φυσικό του. Ένα πρόσωπο που άρχιζε με μέτωπο στέρεο, πλατύ, για να σβήση σ’ ένα σαγόνι μυτερό’ ένας κορμός με ώμους πλατείς, αντρίκιους, πούσβηνε σε κάτι χεράκια, σχεδόν ατροφικά παιδιού-που σύνολο αντιφατικό, πού αντάμωνε το δυνατό και το σκληρό με την αδυναμία και τρυφεράδα.

      Τα φρύδια του ήταν το πιό περίεργο χαρακτηριστικό του. Κάτι φρύδια πυκνά, μεγάλα, καραβοκύρη, αγωνιστή του Εικοσιένα, κατεβαστά πούπεφταν σαν αυλαίες και βλέπανε πίσω απ’ τα ξεφτίδια του τη φλόγα της ματιάς του, στον ήλιο σκεπασμένον από σύγνεφα. Αυτά τα φρύδια κι’ αυτά τα μάτια, πού το αρρενωπό τους ήτανε σε τόση αντίθεση με το μικρό του ανάστημα, έδιναν στη μορφή του μιά συνοφρυωμένη έκφραση, που δεν ανταποκρινότανε καθόλου στη διάθεσή του. Αγαθός, πράος, προσηνής, ευγενικός, βαθύς και ενδιαφέρων συνομιλητής αιχμαλώτιζε αμέσως τον πνευματικό άνθρωπο. Η κουβέντα μας μέσα σε λίγα λεπτά καθαρά θεωρητική. Μιλήσαμε για το νόμο της μίμησης. Μου ανάλυσε τις σχετικές εργασίες του Γάλλου κοινωνιολόγου Τάρντ με μια λεπτότητα στοχαστή. Γιατί δεν ήτανε μυημένος μονάχα σ’ όλες τις λογοτεχνίες των λαών, μα και γερά προσανατολισμένος στις έρευνες και στα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης σ’ όλα σχεδόν τα θέματα. Σ’ αυτό το κελλί λογαρίστηκαν, από τον διαβρωτικό αυτόν μελετητή, όλα τα μεγάλα και μικρά ρεύματα των ιδεών του δέκατου ένατου αιώνα. Αυτός ο ασάλευτος άνθρωπος είχε κάμει τα πιο απίστευτα πνευματικά ταξίδια. Κι’ η φλογερή φαντασία του είχε συλλάβει την ακριβέστερη φυσιογνωμία τόπων, πού δεν είχε ιδή ποτέ-όλων των τόπων, που τόσο θαυμαστά μας δίνει στη «Φλογέρα του Βασιλιά», στα κύρια χαρακτηριστικά τους από την Προποντίδα ως την Αθήνα. Μα θάτανε μεγάλη πλάνη- και σ’ αυτήν έπεσε ο Ψυχάρης-να φανταστής ύστερ’ απ’ αυτά τον Παλαμά σαν κανένα βιβλιάνθρωπο, που μαράζωσε στην καρέκλα του, για να φυσήξη πνοή ζωής στα πλάσματά του. Η ασκητεία του είχε τις αμαρτωλές της παρενθέσεις. Ο Ψυχάρης όταν διεκδικούσε κι’ αυτός το Νόμπελ-γιατί το βραβείο αυτό θα τόπαιρνε ο Παλαμάς, αν δεν αντενεργούσαν μερικοί λαμπροί κι’ αιώνιοι Έλληνες-βρήκε να τον κατηγορήση, ότι τόσο άζωος ήτανε, που δεν είχε κι’ αυτός, σαν όλους τους ποιητές του κόσμου, ερωτικές περιπέτειες! Υπάρχει σε κάποια χέρια ένα βιβλίο του Δημήτρη Ταγκόπουλου, ανέκδοτο, αφιερωμένο στην ερωτική ζωή του ποιητή. Δεν εύχομαι να ιδή το φώς της ημέρας, όχι γιατί θα ζήμιωνε σε τίποτα τη δόξα του Παλαμά. Μα γιατί θάταν ασεβέστατο κι’ άσκοπο κουτσομπολιό. Δεν θα μας βοηθούσε καθόλου να νοιώσουμε καλύτερα το έργο του. Αυτό βρίσκεται μπροστά μας. Και μιλεί μονάχο του. Να επιχειρήσω να το αναλύσω θάτανε καθαρή τρέλα. Η κριτική του Παλαμικού έργου είναι τέσσαρες φορές σαν το έργο του. Ο Συκουτρής χρειάστηκε δυό μεγάλες διαλέξεις για να αναλύση μονάχα το «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Μιά ολάκερη διάλεξη χρειάστηκε ο Γκόλφης μονάχα για το πρώτο έργο του.

     Από τον Κουρτίδη, το Μητσάκη και τους πιό πρόσφατους, Θεοτοκά, Καραντώνη και Δημαρά, μιά φάλαγγα ολάκερη σχολιαστών των κριτικών δικών μας και ξένων έχουν αφιερώση μεγάλες μελέτες στο Παλαμικό έργο: Ο Κλεμάν, ο Φιλέας Λεμπέγκ και ο δικός μας Εμπειρίκος Κουμουνδούρος στα γαλλικά-του τελευταίου η σπουδή ζουμερή και αξιοσημείωτη- ο καθηγητής Μπιάτζι στα Ιταλικά, ο καθηγητής Έσσελιγκ στα Ολλανδικά, ο Σουμάχερ στα γερμανικά, στο βιβλίο του για τη Νέα Ελλάδα, ο καθηγητής Φουτρίδης στ’ αγγλικά, και οι δικοί μας Σικελιανός, Αποστολάκης, Μιχαλόπουλος, Παράσχος, Ξύδης, Βαφόπουλος, Τέλος, ο Άγρας. Και προλόγους κι ‘ άρθρα χωρίς τέλος, με υπογραφές του Diehl, του Therive, του Roussel, του Bidou, του Ισπανού φιλοσόφου Ουναμούνο, του Σουηδού Augoust Bolander, άλλων ξένων, και των δικών μας Σίμου Μενάνδρου, Λορεντζάτου, Παπαναστασίου, Λαύρα, Ροδά, Τατάκη, Ευαγγέλου, γι’ ν’ αναφέρω τις πιό γνωστές. Σ’ αυτήν την φάλαγγα υπάρχουν και πέντε κυρίες για να προστεθή και η γυναικεία φωνή στη συναυλία: Η Σοφία Αντωνιάδη, Άλκης Θρύλος, η Λιλίκα Νάκου, η Αύρα Θεοδωροπούλου και η Σοφία Σπανούδη.

     Είναι καιρός να πάρουν τα μπογαλάκια τους και να φεύγουν από τη μέση όσοι ζυγώνουν τα δημιουργήματα της τέχνης με τα κρύα φώτα του συστηματικού στοχασμού και με τη γελοία πρόθεση να καρατομήσουν τον καλλιτέχνη, αν δεν ανακαλύψουν πίσω από το έργο του μιά ολοκληρωμένη και συνεπή φιλοσοφία. Αυτό είναι μία καινούργια μορφή του δασκαλισμού. Και η επικράτησή του θα ήτανε χαντάκωμα της τέχνης. Αν ο Ευριπίδης παραφούσκωνε τις τραγωδίες του με κρύες θεωρίες, με λογική πειθώ, στοιχείο ξένο κι αταίριαστο στην τραγική μέθη, το πάθαινε-και ο Αριστοφάνης τον μαστιγώνει για αυτό-γιατί ήθελε να αρέση στο κοφτερό λεπίδι της φιλοσοφικής διαλεκτικής του Σωκράτη. Γι’ αυτό θα συστήσω απ’ όλες αυτές τις κριτικές όποια εξαίρει την αισθητική κι’ όχι στοχαστική αξία του Παλαμικού έργου. Από την αρχή όμως το είπα, ότι με ενδιαφέρει το στοιχείο του ηρωϊσμού στη μορφή του Παλαμά.

      Πρίν μπω στο σημείο που το στοιχείο αποκορυφώνεται, πρέπει να κάμω ένα σύντομο, συντομότατο απολογισμό- γιατί πρέπει κι’ εγώ στη σύντομη αυτή μελέτη να πω τη λέξη μου- και για τις άλλες μορφές του έργου του. Και πρώτα-πρώτα για την τεχνική. Μένει ακόμα να υπάρξη-και να υπάρξη το γρηγορότερο- μια ολοκληρωμένη και ειδική μελέτη για το στίχο του. Για τ’ αφάνταστα πλούτη και την ποικιλία των ρυθμών του, για την μουσική του, για την πολυφωνία και πολυτροπία του, για την απεριόριστη δεξιοτεχνία του χειρισμού των μέτρων. Ο πρωτεϊσμός του, σ’ αυτό το κεφάλαιο, είναι από τους πιό ευτυχισμένους. Είναι ακριβώς η τεχνική του υπεροχή, γιατί απλούστατα είχε την απροσμέτρητη ευκολία να προσαρμόζη στο θέμα το στίχο, το ρυθμό και το μέτρο που του ταιριάζει. Έπειτα θάπρεπε να μιλήσω για την καταπληκτική πολυτροπία στο ύφος. Πού θα μπορούσε να το συλλάβη και να τον τοποθετήση κανείς; Είναι και ρομαντικός’ είναι και συμβολιστής’ είναι και παρνασσικός’ είναι όλα αυτά και δεν είναι τίποτα απ’ όλα αυτά. Είναι ο Παλαμάς, απομόναχος, ασυνταίριαστος κι’ ακατάταχτος- ο μεγάλος, όπως τον θέλει ο Έμερσον, που είναι φυσικός και ποτέ δεν θυμίζει τους άλλους. Ένας μεγάλος άνισος, όπως όλοι οι μεγάλοι. Πάρετε την «Ορέστεια» του Αισχύλου και ύστερα τις «Ικέτιδες»  τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή και το «Φιλοκτήτη» με την αδυναμία του από μηχανής θεού, το «Μάκμπεθ» του Σαίξπηρ και την «Στρίγγλα που έγινε αρνάκι». Πού θα την βρούμε την ισότητα; Και τώρα είναι καιρός να μπώ στην καρδιά του παλαμικού έργου, με το μεγάλο πρόβλημα της ενότητας. Ο ποιητής ο ίδιος μας λέει: «Έχω τη συνείδηση πώς ένας δεν είμαι. Είμαι όχι με το, αλλά με τα εγώ μου».

      Είναι αναρίθμητα και αντιφατικά και τα είπαμε αυτά τα εγώ του. Και όμως! Κάτω απ’ αυτή την πολλαπλότητα την επιφανειακή, ο Παλαμάς είναι ένας- Ο Γύφτος. Σ’ αυτό το παράξενο έργο, που όλοι μίλησαν και λίγοι τόχουν νοιώσει, μας δίνει ο ίδιος το κλειδί του αινίγματός του. Δεν είναι ούτε έπος, όπως θέλει ο Συκουτρής- λείπουν τα στοιχεία του επικού είδους-ούτε κομμάτια λυρικά με μοναδικό σύνδεσμο το γεγονός ότι γράφτηκαν από τον ίδιο άνθρωπο, καθώς θέλουν άλλοι: Μέσα στους δώδεκα λόγους του ποιήματος αυτού μας δίνει ο Παλαμάς τη λυρική του αυτοπροσωπογραφία. Θα παραμερίσω τα στολίδια και τα τεχνάσματα της τέχνης του, για ν’ ατενίσω κατάματα το γνήσιο πρόσωπό του. Δεν ξέρω αν είναι σα σύνολο τ’ ωραιότερο δημιούργημά του. Είναι όμως μια μεγάλη ηρωϊκή πράξη-το κορύφωμα του ηρωϊσμού του. Θα του χαρίσω ακόμα και τις περίφημες αφορμές, που αναφέρει στον πρόλογό του, τις τσιγγάνες που είδε ή δεν είδε στο Μεσολόγγι, την περδικόστηθη μελαχρινή που είδε ή δεν είδε κάπου αλλού, στο βιβλίο του Πασπάτη για τους γύφτους. Αυτά στέκουν στην κορνίζα του έργου.

     Ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» ξεκινάει από την ντροπή και τον πόνο του ενενηνταεφτά, το αποκλειστικό αυτό και φοβερό έργο του δασκαλισμού. Τρία χρόνια μετά την εθνική συφορά, πούχε βαθύτατη απήχηση στην ψυχή του ποιητή, αρχίζει κιόλας να προαναγγέλη το έργο. Το δουλεύει. Και θα το παρουσίαζε πολύ πρίν, αν δεν τον χτυπούσε η μοίρα σ’ ό,τι πιό αγαπημένο είχε-στο αγοράκι του. Γι’ αυτό προηγήθηκε το τέλειωμα του «Τάφου» από τον «Δωδεκάλογο». Ήθελε να ξαλαφρώση πρώτα η φουσκωμένη από τον πόνο καρδιά, για να δοθή ολάκερος στον άλλο της φυλής του. Εδώ θα επιτρέψετε ν’ ανοίξω μια μικρή παρένθεση. Είπαν για το «Τάφο» πώς ο Παλαμάς δεν κλαίει σαν πατέρας, παρά κάνει «φιλολογία». Τί συκοφαντία! Σ’ αυτό το έργο βρίσκει νότες τρυφερού και σπαραχτικού, σχεδόν γυναικείου μοιρολογιού.

          Άφκιαστο κι αστόλιστο

          του Χάρου δε σε δίνω.

          Στάσου μ’ τ’ ανθόνερο

          την όψη σου να πλύνω

 

          Το στερνό το χτένισμα

          με τα χρυσά τα χτένια

          πάρτε απ’ τη μανούλα σας,

          μαλλάκια μεταξένια.

 

          Μήπως και του Χάροντα,

          καθώς θα σε κοιτάξει,

          του φανείς αχάϊδευτο

          και σε παραπετάξει!

 

          Στο ταξίδι που σε πάει

          ο μαύρος καβαλάρης,

          κοίταξε απ’ το χέρι του

          τίποτα να μην πάρεις.

 

          Κι αν διψάσης μην το πιείς

          απ’ τον κάτω κόσμο

          το νερό της αρνησιάς,

          φτωχό κομμένο δυόσμο!

 

          Μην το πιείς κι’ ολότελα

          κι’ αιώνια μας ξεχάσεις,

          βάλε τα σημάδια σου

          το δρόμο να μη χάσεις.

 

          Κι’ όπως είσαι ανάλαφρο

          μικρό, σα χελιδόνι,

          κι άρματα δεν σου βροντάν

          παλληκαριού στη ζώνη,

 

          κοίταξε και γέλασε

          της νύχτας το σουλτάνο,

          γλίστρησε σιγά, κρυφά

          και πέταξε εδώ πάνω,

 

          και στο σπίτι τ’ άραχνο

          γυρνώντας, ώ ακριβέ μας,

          γίνε αεροφύσημα,

          και γλυκοφίλησέ μας.

     Όπως κι’ αν είναι, ξαλαφρωμένος, λυτρωμένος απ’ αυτό τον πόνο, δίνεται αμέσως στο «Δωδεκάλογο». Τόσο βιάζεται να τον φανερώση, που τον δημοσιεύη κομματιαστά, πρίν τον παρουσιάση ολοκληρωμένο. Αλλά πώς ένα έργο, που είναι η λυρική αυτοπροσωπογραφία του ποιητή μπορεί να ξεκινάη από την ντροπή και τον πόνο του ενενήνταεφτά; Θα το ξεκαθαρίσω αμέσως.

     Για να νοιώσουμε αυτό το έργο, πρέπει ν’ αφήσουμε την εξωτερική του την τεχνική του διαίρεση σε δώδεκα λόγους. Και να βρούμε την εσωτερική διάρθρωση του υλικού. Τότε θα ξεχωρίσουμε μονάχα τέσσερα μέρη.

     Θα δούμε στο πρώτο μέρος το γύφτο, δηλ. τον ποιητή, που θέλει και προσπαθεί να ζήση σ’ αρμονία με το έθνος του’ μα που δεν τον νοιώθει και δεν αναγνωρίζει τη χρησιμότητα της δουλειάς του. Θα ιδούμε στο δεύτερο μέρος τον ποιητή, που διακρίνει την αιτία της ασυνεννοησίας. Πού βλέπει, δηλαδή, ότι χρωστιέται στο γεγονός, ότι το έθνος δεν παίρνει από αλήθεια, γιατί δουλεύει στην ανεμελιά και στο ψέμα. Γιατί πιστεύει σε νεκρές κι άγονες αξίες και πρώτο βάζει τον σκλαβωμένο και ρηχόν έρωτα σε θεούς για πάντα νεκρούς, παλιούς και νέους’ γιατί ζη με την παραφροσύνη του ηρωϊσμού, τη ζωή του μικρόψυχου υλισμού, πούφαγε και το Βυζάντιο. Και θα ιδούμε τότε τον ποιητή να ξεσηκώνεται, να επαναστατή και να γκρεμίζη αλύπητα όλα: και κλασσική Ελλάδα-πέθανε για πάντα, πάει, κλάψε την, και μονάχα οι ζωντανοί, πού θα την νοιώσουν σαν απλή διακόσμηση θα πάνε μπροστά- και θεούς και θρησκείες και πατρίδες! Αυτό είναι το αρνητικό μέρος-το πιό δυνατό δημιούργημα του Παλαμά. Με φρενιασμένη ορμή, ο πνευματικός αυτός δυναμιστής, τινάζει στον αέρα το σάπιο οικοδόμημα.

      Πόσος ηρωισμός υπάρχει σ’ αυτή τη ριζική άρνηση. Πήρε απάνω του μιά κολοσσιαία ευθύνη, αντίκρισε τον κίνδυνο μιάς φοβερής παρεξήγησης που τον παρακολουθεί ακόμα και σήμερα. Μα δεν ήταν άλλη σωτηρία. Για να υπάρξη μιά Ελλάδα καινούργια, μιά Ελλάδα ζωντανή, έπρεπε να ξερριζωθή συθέμελα ο δασκαλισμός, που την είχε φέρει στο κατάντημα του ενενήντα εφτά. Έπρεπε να γκρεμιστή η Ελλάδα της προγονοπληξίας, της πατριδοκαπηλίας και θρησκοκαπηλείας. Ο ποιητής θ’ ανέβη στα καυτερότερα ύψη του βλασφημικού ξεσπάσματος για να γκρεμίση τους θεούς.

Έστησα κι απ’ όσους τόπους πέρασα

σε ναούς αγνάντια, το τσαντίρι,

γνώρισα την εκκλησία,

το τζαμί, το μοναστήρι

κι άλλαξα γοργά και χτυπητά,

λόγια με πιστούς και με λευϊτες,

με είδαν ορθρινό οι βασιλικές,

και ξενύχτισα σε λαύρες και σε σκήτες

και παντού από των Ελλήνων τα συντρίμματα

 

ως τη μυριοστόλιστη παγόδα,

μύρισα κι’ απόκοτα ξεφύλλισα

της λατρείας όλα τα ρόδα.

Ξένος έμεινα κι’ ασκλάβωτος

από σέβας, δέηση, τάμα

είμ’ εγώ των άθεων ο προφήτης

κι’ η  ζωή μου είναι το θάμα

και μονάχα μιά φορά στη Πόλη μας μέσα

μ’ άγγιξε ιερή κι’ εμέ λαχτάρα

και μου τήνε φύσηξες εσύ,

γύφτισσα γυναίκα ξεμαλλιάρα,

και το τρέξιμό σου το τρελλό

μεσ’ στα τρίστρατα και μέσα στα καντούνια

 

πίσω σου ούρλιασμα σκυλιών,

γύρω σου παιδιών πετροβολήματα

κι όχλος που σου χτύπαε τα κουδούνια

ποιά στιγμή να σ’ έσπειρε βλαστήμια,

ποιάς οργής βάστακ’ εσένα μήτρα

σκύβαλο του κόσμου κι αποκόμματο

πού είσαι η Σίβυλλα, απαρνήτρα;

Κι’ έκραξες: «Φωτιά να κάψω την παράδεισο»!

κι’ έκραξες: «Νερό! την Κόλαση να σβήσω»!

 

Μεγαλόπρεπα περάσματα

των θεών που δεν πιστεύω,

από σας πιό μεγαλόπρεπος

γαληνά σας αγναντεύω.

 

Απ’ τα δάση όταν ανάμεσα

κι’ απ’ το ολόπυκνο λογγάρι

με περνάει σε ράχη ασέλωτη

γοργή μούλα καβαλάρη,

 

οι φτελιές και ταγριοπρίναρα

και τα πεύκα και τα ελάτια

κι’ όλα δέντρα ζερβόδεξα

πηλαλούν κι’ αυτά σαν άτια,

 

κι’ αυτά φεύγουν σαν πετούμενα

κι’ αυτά κάνουν σαν κάποια

ξένα αγρίμια ανεμοπόδαρα

ταραγμένα από δρολάπια.

 

Όσο θέλετε φαντάζετε

και πλανεύεται τα μάτια,

μήτε αγρίμια ανεμοπόδαρα

μήτε πετεινά, μήτε άτια!

 

Είμ’ εγώ που τρέχω κι’ όχι σεις.

τα ριζόδετα εσείς είστε,

φτάνη ο καβαλάρης να σταθή

για να σταματήστε!

 

Μεγαλόπρεπα τρεχάματα

των θεών των αθανάτων,

όπου κι’ όπως κι’  αν υπάρχετε,

ω σείς, ίσκιοι φαντασμάτων,

 

ώ της πλάνης γιγαντέματα,

θεοί εσείς, αλλοίμονό σας!

Απ’ την ώρα που ο άλλος ο άνθρωπος

ξεκαβαλικέψη εμπρός σας,

 

και σταθή και δη πώς στέκεστε

σαν το δρυ και σαν τη φτέρη

και σταθή και δή πώς κρέμεστε

από το δικό του χέρι,

 

και γρικώντας πώς του κρύβετε

την αέρινη την όψη

κάποιων ουρανών ολόβαθων,

πάρη και σας κόψη,

 

και τον ήλιο πώς του κρύβετε

βλέποντας και για ν’ ανάψη,

μιά φωτιά για φώς, για ζέσταμα,

πάρη και σας κάψη!

     Τον είπανε βυρωνικό. Κάθε άλλο είναι παρά αυτό. Κάτω από την απόλυτη άρνηση του Παλαμά βρίσκεται πάντα η πιο φλογερή αγάπη σε κάτι άλλο απ’ αυτό που αρνείται. Ποτέ δεν τούλειψε η πίστη στα πεπρωμένα της φυλής του.

     Και θα μας το πή στον «Προφητικό» του, εδώ στο ίδιο αυτό έργο, που βρίσκει τις νότες των ψαλμωδών της Γραφής, για να μας προφητέψη όλο το ζοφερό δρόμο της Ελλάδας μα και τη φωτεινή κάθαρση του δράματός της.

Και θα φύγης κι απ’ το σάπιο το κορμί,

ώ ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,

και δε θάβρη το κορμί μιά σπιθαμή

μεσ’ τη γη για να την κάνη μνήμα,

κι άθαφτο θα μείνη το ψοφίμι,

να το φάνε τα σκυλιά και τα ερπετά,

κι’ ο Καιρός μέσα στους γύρους του τη μνήμη

κάποιου σκέλεθρου πανάθλιου με βαστά

 

Όσο να σε λυπηθή

της αγάπης ο Θεός,

και να ξημερώση μιά αυγή,

και να σε καλέση ο λυτρωμός,

ώ ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα

Και θ’ ακούσης τη φωνή του λυτρωτή,

θα γδυθής της αμαρτίας το ντύμα,

και ξανά κυβερνημένη κι’ αλαφρή

θα σαλέψης σαν την χλόη, σαν το πουλί

σαν τον κόρφο το γυναίκειο, σαν το κύμα

και μην έχοντας πιό κάτου άλλο σκαλί

να κατρακυλήσης πιο βαθιά

στου Κακού τη σκάλα,

για τα’ ανέβασμα ξανά που σε καλεί

θα αιστανθής να σου φυτρώσουν ώ χαρά!

 

τα φτερά

τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα.

     Στο τρίτο μέρος, το οικοδομικό, θα ιδούμε τον ποιητή, αφού καθάρισε το έδαφος με το αναποδογύρισμα των πάντων, να τα ξαναχτίζη ένα-ένα με τη μαγεία και το παραμύθι ενός παλιού βιολιού που βρήκε- με τη θεία χάρη της τέχνης. Θ’ αναστήση και πατρίδες και θεούς κι’ αγάπες, αλλά πατρίδες, θεούς κι’ αγάπες στον κόσμο της ιδέας, της αλήθειας και της ομορφιάς. Για έναν τέτοιο κόσμο δεν είναι καθόλου φτιασμένοι οι σημερινοί άνθρωποι. Χρειάζεται μιά καινούργια ανθρωπότητα, που θα μας δώση τον τύπο της στο τέταρτο μέρος με το παραμύθι του Αδάκρυτου και της Αγέλαστης, σύμβολα των δυνατών, των σκληρών, των αφεντανθρώπων, που πλάθει με κάποια μακρινή επίδραση του νιτσεϊκού υπερανθρώπου. Μέσα σ’ αυτά τα τέσσερα μέρη γεφυρώνονται οι αντιφάσεις και ξαστερώνεται ο πρωτεϊσμός του Παλαμά.

     Αρνητής και δημιουργός, χαλαστής και οικοδόμος, άθεος και θρήσκος, εθνικιστής και διεθνιστής, χριστιανός και ειδωλολάτρης, αναρχικός και υποταγμένος. Την τελευταία όμως στιγμή, που πάει να μας πη ποιό θάναι το ιδανικό του καινούργιου κόσμου με μιά στροφή αναπάντεχη, τον χάνουμε: Στον τρίτο Όλυμπό του θρονιάζει τη θεά των θεών την επιστήμη! Είναι παράξενο πώς ένας ποιητής, που όλη του η γνώση κι η ζωή στάθηκε το πάθος, στήνει στο θρόνο των θεών την Επιστήμη και την κρύα της αλήθεια. Οι άνθρωποι βέβαια τη λατρεύουν, μα για τις πρακτικές εφαρμογές της- για την καλοπέρασή τους. Μα την ψυχή τους με τι θα τη θρέψουν; Η επιστήμη για την καρδιά δεν είναι παρά κούφια παρηγοριά που δίνει ο νούς.

     Η ψυχή διψάει για τραγική αλήθεια-για κείνη την αλήθεια πού, καθώς είπε ο Νίτσε, αρχίζει από κεί που η οχιά του λογικού δαγκώνει την ουρά της. Μα τι μας μέλλει, αν σ’ αυτό το σημείο έχει παίξει, στον Παλαμά, κακό παιγνίδι ο πρωτεϊσμός του; Τι μας μέλλει, αν εδώ, κοιταγμένος από μια μεριά ο πρωτεϊσμός αυτός είναι η αδυναμία του, όταν είναι σύγχρονα, πηγή κι’ ενός αφάνταστου πλούτου; Τι μας μέλλει αν δεν τον αφήνει πάντα στις κορφές να υψωθή που ατενίζει και δεν του επιτρέπει να σταθή για πολύ στις κορφές που πατεί; Τι μας μέλλει, αν δεν τον άφησε να υψωθή πάνω από το δέκατο ένατον αιώνα και τους ενθουσιασμούς του με την επιστήμη; Τι μας μέλλει τέλος σε ποιάν αναπάντεχη κι αστόλιστη ακρογιαλιά εκβάλλει το πλατύτατο ποτάμι του λυρισμού του, όταν στον ατέλειωτο δρόμο του καθρεφτίζει πλούσια όλες τις ομορφιές της φύσης και της ζωής; Ο Παλαμάς ύψωσε, να τος, το ναό που ονειρεύτηκε, με κυρίαρχη, ακατάλυτη θεότητα την ομορφιά. Κι’ αυτό το ναό μας αφήνει, μαζί μ’ ένα τέλειο όργανο, για τη λατρεία της, την εθνική μας γλώσσα, που του χάρισε απρόσμετρα πλούτη. Σε σένα μένει τώρα, ελληνική νεολαία, να δεχτής και να προκόψης τη μεγάλη τούτη κληρονομιά. Πάρε την φλόγα που τον έκαιγε και κάμε την άσβεστη λαμπάδα, να σου ζεσταίνει την καρδιά και να φέγγη στο δρόμο σου για τα ωραία, τα υψηλά και τα μεγάλα, που είναι η Μοίρα και το προνόμιο της Αιώνιας Ελλάδας.

ΣΠΥΡΟΣ  ΜΕΛΑΣ, περιοδικό «ΠΟΡΕΙΑ» τεύχος 33-34/ 1959, έτος 4ον. ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ, σελίδες 710-721

       "Βλέποντας και βιώνοντας την ποιητική γραφή του Παλαμά μέσα από το αίτημα του σήμερα, θα πρέπει ωστόσο να προσπαθούμε να ανασυγκροτήσουμε φαντασιακά και συμπαθητικά το χώρο τών δικών του αιτημάτων και να κατανοήσουμε την ολότητα της προσφοράς του ως μιάς εξελισσόμενης μορφοποιητικής διαδικασίας. Τα αιτήματα που διαμόρφωσαν το παλαμικό έργο κατά την δεκαετία του 1890 είναι διαφορετικά από κείνα μετά το 1909, όπως επίσης και από εκείνα μετά το 1920. Δέν πρόκειται απλώς για ζητήματα ύφους αλλά για μιά εσωτερική επέκταση της ποιητικής του γλώσσας, μιά συνεχή διερεύνηση του χώρου της λογοτεχνίας και των συμβόλων που την αποτελούν"

     Βρασίδας Καραλής, Εισαγωγή, σελίδες ια΄-ίβ, 

στο Κωστής Παλαμάς, Η ΑΣΑΛΕΥΤΗ ΖΩΉ, προμετωπίδα Κολέτ Δάρρα, επιμέλεια-γλωσσάριο Ηλίας Λάγιος, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, 2004.

             Επιμένοντας ΠΑΛΑΜΙΚΑ:

     Σε προηγούμενο Παλαμικό σημείωμα, ανάρτησα πληροφορίες για το περιοδικό «ΠΟΡΕΙΑ»  το οποίο πραγματοποίησε Αφιέρωμα στον εθνικό μας ποιητή Κωστή Παλαμά το 1959. Ένα σύντομο σεργιάνι στις εφημερίδες της εποχής, «Ελευθερία», «Τα Νέα», «Το Βήμα», « Η Αυγή», «Η Καθημερινή», «Ο Ριζοσπάστης», «Απογευματινή», «Μακεδονία» και άλλες, θα μας παράσχουν πληροφοριακά στοιχεία για τα σχεδόν κάθε εικοσαετία και όχι μόνο, Αφιερώματα στον οραματιστή ποιητή. Τον έλληνα ποιητή που αξιώθηκε μετά τον Διονύσιο Σολωμό, να τον αποκαλέσει σύσσωμος ο ελληνικός λαός ο Εθνικός μας ποιητής. Ανάλογα στοιχεία αντλούμε και από τα διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, με σημαντικό ρόλο να παίζει, στην διάδοση του Παλαμικού έργου, να διαδραματίζει, η παραδοσιακή «Νέα Εστία» και άλλα γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά. Να επισημάνουμε επίσης κάτι ήδη γνωστό, την προβολή και την διάδοση του Παλαμικού έργου από τον επιστήθιο φίλο και υποστηρικτή του δασκάλου -ποιητή, τον Κολοσσό του Αμαρουσίου όπως τον  αποκάλεσαν, Γιώργο Κ. Κατσίμπαλη, Ο μεγάλος χορηγός του Παλαμικού έργου, έθεσε πρώτος, τα θεμέλια για την Παλαμική Εργογραφία και Βιβλιογραφία με τις επιστημονικά τεκμηριωμένες και εμπεριστατωμένες καταγραφές και αποδελτιώσεις του. Ενώ, σημαντικότατη είναι η συνεισφορά του στην ίδρυση του Ιδρύματος Κωστή Παλαμά στην Οδό Ασκληπιού όπου εγκαταβιούσαν ο Κωστής Παλαμάς και η οικογένειά του. Για κοντά σαράντα χρόνια ο ποιητής σε αυτό το κελί εργάζονταν νυχθημερόν, διόρθωνε και επιμελούνταν τις εκδόσεις του, έγραφε τις ποιητικές του συνθέσεις και τα δημοσιογραφικά του άρθρα, ενώ, δέχονταν, στο πάντα φιλόξενο χώρο του τους φίλους και θαυμαστές του, τους μαθητές του. Εμπνευσμένος και χαρισματικός ποιητής ο Κωστής Παλαμάς, προικισμένος δάσκαλος της ελληνικής ποίησης, γνώστης των ευρωπαϊκών και διεθνών ιδεολογικών, λογοτεχνικών και φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής του, έζησε την αλλαγή του αιώνα και τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Τις εσωτερικές στρατιωτικές διαμάχες και τα πραξικοπήματα, τους Βαλκανικούς πολέμους και το Μακεδονικό ζήτημα. Η φροντίδα της καθόλου Παλαμικής πολύτομης και πολυποίκιλης συγγραφικής δημιουργίας υπήρξε σταθερή, διαρκής και διαχρονική από τον Γιώργο Κ. Κατσίμπαλη. Του αφιερώθηκε με όλες του τις σωματικές και οικονομικές δυνάμεις. Αν ο κριτικός, ποιητής και δοκιμιογράφος Ανδρέας Καραντώνης είναι ο μέντορας των περισσότερων ελλήνων ποιητών της Γενιάς του 1930, ο Κατσίμπαλης (που από όσο γνωρίζουμε πέρα από τα δεκάδες «Βιβλιογραφικά» φυλλάδια για έλληνες και ξένους ποιητές δεν μας κληροδότησε άλλες συγγραφικές του εργασίες), στάθηκε ακλόνητος παραστάτης και συμπαραστάτης στον Παλαμά και την Παλαμική δημιουργία. Αν δεν κάνω λάθος, δεν συναντάμε πολλές περιπτώσεις στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων όπου έλληνας ποιητής ή ποιήτρια, πεζογράφος, έτυχε τέτοιας αμέριστης φροντίδας και αγάπης. Δεκαετίες αργότερα, όταν οι κοινωνικές, οικονομικές, εκπαιδευτικές και λογοτεχνικές συνθήκες είχαν αλλάξει στην χώρα μας, είχε καλλιεργηθεί μία μαγιά ελλήνων ή ελληνίδων γραμματολόγων επιστημόνων, θα ευτυχίσουν τέτοιας Βιβλιογραφικής φροντίδας και επιμέλειας ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, ο αλεξανδρινός Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, οι νομπελίστες μας ποιητές Γιώργος Σεφέρης και Οδυσσέας Ελύτης. Να μνημονεύσουμε και τις επιμέλειες των «Απάντων» ελλήνων ποιητών από τον κυρό καθηγητή και δοκιμιογράφο Γιώργο Σαββίδη, τους πεζογράφους Παύλο Νιρβάνα και κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη από τον Γιώργο Βαλέτα και το Νίκο Τριανταφυλλόπουλο. Τα ίχνη της Βιβλιογραφικής φροντίδας και επιμέλειας του Παλαμικού έργου που ξεκίνησε ο Γιώργος Κ. Κατσίμπαλης, συνέχισε τις επόμενες δεκαετίες ο καθηγητής και συγγραφέας Κώστας Γ. Κασίνης. Των δύο αυτών χαλκέντερων βιβλιογράφων του Παλαμά, ακολούθησαν οι μεταγενέστεροι με τους Καταλόγους τους στις διάφορες συμπληρωματικές εργασίες. Βλέπε ενδεικτικά «ΈΚΘΕΣΗ ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ-40 χρόνια από το θάνατό του», 12-31/12/1983, Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών (υπουργός η αλησμόνητη Μελίνα Μερκούρη), με στην συνεργασία του Ιδρύματος Παλαμά. Δες σελίδες 46-63. Όπου έχουμε Κατάλογο των Εκθεμάτων και βιβλίων του, και μελετών για τον Παλαμά. Και, τις σελίδες 44-46 του δεύτερου Αφιερώματος του περιοδικού της ΠΕΦ, «Φιλολογική» τεύχος 46/1,2,3, 1994, «ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (σε αυτοτελή βιβλία και ανάτυπα) για τον ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ» σε Επιλογή και Επιμέλεια Νίκου Δ. Δέτση κλπ.

     Η ποιητική και κριτική του πολυμέρεια, οι τεράστιες γνώσεις του, για και γύρω από τον ποιητικό λόγο και τις σύγχρονες θεωρίες της ποίησης, κατέστησαν τον Κωστή Παλαμά όχι μόνο τον μέγιστο ποιητή της εποχής του και του αιώνα του αλλά, και τον σημαντικότερο έλληνα κριτικό. Τον έλληνα ακάματο και εργασιομανή δημιουργό με τις δύο του Ιανού Όψεις. Αυτήν του Ποιητή και εκείνη του Κριτικού. Όπως έχουν γράψει παλαιότερες έγκυρες και σημαντικές δοκιμιακές μας φωνές, η κριτική σκέψη στην χώρα μας αρχινά μετά τα Παλαμικά κριτικά κείμενα και τις αξεπέραστες μελέτες του. Οι φιλολογικές παρατηρήσεις του είναι αξιοσημείωτες, ευθύβολες, καίριες, εποικοδομητικές, χρήσιμες και πολύτιμες στους κατοπινούς ερευνητές. Η κριτική φωνή του Παλαμά προσανατόλισε ίσως, περισσότερο από τον ποιητικό του λόγο, το ελληνικό κριτικό πεδίο στην χώρα μας τον προηγούμενο αιώνα. Γονιμοποίησε την ελληνική κριτική σκέψη και εξέφρασε την νέα σύγχρονη εικόνα όχι μόνο του ελληνικού λυρισμού αλλά και της αντίληψης στο τι αναζητούμε σε ένα βιβλίο-έργο τέχνης, τι προσδοκάμε από αυτό, τι περιμένουμε καθώς το έχουμε μπροστά μας και το χαιρόμαστε. Σε δύο μόνο περιπτώσεις ελλήνων ποιητών να σταθούμε που έφερε στην επιφάνεια ο Παλαμάς, στην περίπτωση του γενάρχη της ελληνικής ποίησης Διονυσίου Σολωμού και του κλασικιστή Ανδρέα Κάλβου, (αυτού του άγνωστού μας επτανήσιου) θα θαυμάσουμε και θα εκπλαγούμε με τι ποιητική γαλαντομία και κριτική αυταπάρνηση μας μίλησε αυτό το λεπτοκαμωμένο «ανθρωπάκι» με το μεγάλο ταλέντο και αγάπη για την τέχνη και την ποίηση για ομότεχνούς του, σχεδόν άγνωστους στους περισσότερους έλληνες και ελληνίδες της εποχής του. (Την λέξη «ανθρωπάκι» την χρησιμοποιώ όπως έχει πολιτογραφηθεί όταν αναφερόμαστε στον άγγλο μάγο της έβδομης τέχνης, εργασιομανή και εμπνευσμένο Τσάρλι Τσάπλιν. Δίχως άλλους συσχετισμούς). Ο έλληνας ποιητής Κωστής Παλαμάς μάλιστα, αυτός ο γλωσσοπλάστης και κήρυκας της Δημοτικής γλώσσας, δε δίστασε όχι μόνο να μας μιλήσει για τους δημοτικιστές ποιητές μας και την ελληνική δημοτική μας ποίηση και παράδοση αλλά, και για καθαρευουσιάνους έλληνες δημιουργούς. Ο Παλαμάς δεν ύψωσε τείχη όπως κάνουν ορισμένοι των ημερών μας «αντιπαλαμιστές» αλλά γκρέμισε. Έστησε γέφυρες επικοινωνίας με έργα και πρόσωπα. Ο Παλαμάς έπραξε την αποστολή του, το ιερό του καθήκον. Τον «εθνικό» του προορισμό απέναντι σε έναν ολάκερο λαό, τον Ελληνικό, που αναζητούσε ερείσματα της εθνικής του αυτοσυνειδησίας στα έργα των μεγάλων του αντιπροσώπων ποιητών. Στο έργο του, ως πρώτος την τάξη. Τεκμηρίωσε και αρχιτεκτόνησε ένα κριτικό σύστημα πολιτικών και λογοτεχνικών ιδεών, αισθητικής και ελληνικής φιλοσοφίας και ταυτόχρονα σχεδίασε με μαεστρία και ορθή οργάνωση ένα ποιητικό πολύστικτο σύμπαν το οποίο μάλλον, σε αρκετά του σημεία ίσως είναι ακόμα ανεξερεύνητο και πολυ-εξακτινωμένο. Έχουν φωτιστεί κόμβοι του αλλά όχι επιμέρους φωτοσκιάσεις του. Γλωσσικές και υφολογικές του πτυχές και νοηματικοί και ιδεολογικοί παράμετροι. Με ότι καταπιάστηκε ο Κωστής Παλαμάς, πρωτότυπη συγγραφική εργασία, μεταφραστική, ερευνητική ή ερμηνευτική-φιλολογική, κριτική το έφερε επάξια εις πέρας. Ασκητής και πολυγραφότατος, κανόνας και εξαίρεση μαζί, λεπτολόγος και μεγάλος εικονογράφος, τα περισσότερα ποιητικά του φρέσκα είναι πετυχημένες και ισορροπημένες εικόνες της ελληνικής ζωής και της ελληνικής παραδοσιακής του βίου των Ελλήνων και της φιλοσοφίας του, των αντιλήψεών του. Της θέσης που θεωρούσε ότι άξιζε μέσα στην παγκόσμια Ιστορία Εικονογράφησε τα πολύμορφα μέρη και το όλο της ελληνικής ζωής. Κόμισε στην ελληνική ποίηση και τη ελληνική τέχνη γενικότερα, όσο κανένας άλλος έλληνας ποιητής στην εποχή του και όχι μόνο, την υπερηφάνεια και την εμπιστοσύνη στις αξίες της Φυλής. Όσα δεν κατόρθωσαν δεκάδες άλλοι έλληνες και ελληνίδες δημιουργοί διαχρονικά, αυτός το πέτυχε σε τέσσερεις δεκαετίες. Συνθετική και αναλυτική η σκέψη του, μας έδωσε ένα πολυστρωματικό έργο με πολλές προεκτάσεις. Θα τολμούσα μία προσωπική στενά άποψη. Τι θέλω να πω. Στο έργο του ποιητή και κριτικού Κωστή Παλαμά, συναντάμε δεκάδες άγνωστές μας ελληνικές λαϊκές λέξεις οι οποίες προέρχονται από όλο το γλωσσικό φάσμα της ελληνικής ιστορικής, λαϊκής παράδοσης. Σίγουρα σήμερα-ίσως περισσότερο από τις προηγούμενες πολιτικές και κοινωνικές, εκπαιδευτικές δεκαετίες-χρειαζόμαστε την βοήθεια ενός ελληνικού Λεξικού για να κατανοήσουμε ή να θυμηθούμε ξανά, ελληνικές λαϊκές λέξεις και φράσεις λησμονημένες που υιοθετεί ο Παλαμάς στην ποίησή του. Αυτή όμως η γλωσσική μας ανάγκη, δεν μας αποθαρρύνει από το να χαρούμε το Παλαμικό έργο, να το ερμηνεύσουμε από τα γλωσσικά συμφραζόμενά του. Δεν μας ενοχλούν οι σύνθετες, πολυσύλλαβες και «μακαρονοειδείς» λέξεις που υιοθετεί ή φτιάχνει ο ποιητής. Νιώθουμε γλωσσικά οικεία, θερμαινόμαστε από την ατμόσφαιρα των ποιητικών του συνθέσεων, των μικρών ή μεγάλων ποιημάτων, το Παλαμικό ποιητικό κλίμα, το Παλαμικό λεξιλόγιο, που, και ηχητικά, δεν μας ενοχλεί Αν αποπειραθούμε να διαβάσουμε παραδείγματος χάριν το σύγχρονο έπος την «Οδύσσεια» του ποιητή και πεζογράφου, μεταφραστή και ταξιδιωτικού περιηγητή Κρητικού Νίκου Καζαντζάκη, ενδέχεται να αισθανθούμε μία δυσφορία για αυτές τις λάμπουσες «κοτρόνες» των άγνωστων λέξεών του. Και στην πρώτη και στην δεύτερη περίπτωση χρειαζόμαστε Λεξικό, αλλά, πόση μεγάλη η απόσταση της γλωσσικής διαφοράς, η αναγνωστική αποδοχή. Ο Καζαντζάκης προσπάθησε να συνενώσει σε ένα γλωσσικό μωσαϊκό κάτι που δεν γινόταν, έφτιαξε ένα αμάλγαμα λέξεων. Λέξεις από όλη την ελληνική επικράτεια που, δεν φανταζόμαστε ότι μπορούν να αποτελέσουν το στέρεο υλικό για ένα όλο. Ώσπου να κατανοήσεις ερμηνευτικά μία λέξης ξεχνάς την προηγούμενη και μπλέκεσαι στα άγνωστα γρανάζια της επόμενης. Δεν μιλιέται ούτε γράφεται η γλώσσα του Νίκου Καζαντζάκη, ίσως και από τους ήρωές του, αντίθετα η γλώσσα, ακόμα και η «κατασκευασμένη», πεποιημένη μουσικά και λυρικά του Κωστή Παλαμά και μιλιέται και γράφεται και ακούγεται εύηχα στα αυτιά μας. Ένας από τους σύγχρονους της εποχής του "μαθητές" του, ο Γιάννης Ρίτσος ξεπερνά αυτόν τον γλωσσικό λαϊκό σκόπελο χρησιμοποιώντας ένα συγκεκριμένο και προσδιορισμένο, πολιτικά και ιδεολογικά επεξεργασμένο λεξιλόγιο αποδεκτό από τους έλληνες λογίους όσο και από άτομα προλετάριους εργαζόμενους της εργατικής τάξης. Και, κάτι ακόμα πιο ερμηνευτικά παρακινδυνευμένο, συναντάμε κοινές γλωσσικές ατραπούς μεταξύ του Κωστή Παλαμά και του έργου του διηγηματογράφου και πεζογράφου κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη; ή και με άλλους έλληνες πεζογράφους των χρόνων του; Ο Κωστής Παλαμάς συγκέρασε τα νάματα της ελληνικής λαϊκής παράδοσης της ελληνικής ιστορίας με τα νέα υφολογικά, ιδεολογικά και γλωσσικά δεδομένα και τους ανατέλλοντες ορίζοντες της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης. Γιαυτό υποστηρίζουμε ότι ο Παλαμάς δεν γκρέμισε (μόνο;) αλλά συνένωσε, συνδύασε, συγχώνευσε πολλά μονοπάτια και εξελίξεις της ελληνικής ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας και εξελίξεων της τέχνης. Προφητικά και προορατικά. Σπάνιων ποιητικών χαρισμάτων άτομο, δεν φθάρηκε ούτε από την λάμψη που έπεσαι πάνω του ούτε λύγισε από τα «πάρθια» βέλη ορισμένων ομοτέχνων του. Αντρών και γυναικών. Συνέχισε την πορεία του και τον σκοπό του μέχρι που συνάντησε τον σκοτεινό άγγελο που, πήρε πρώτα-και πολύ νωρίς, μόλις 4 χρονών τον μικρό του γιο Άλκη-και λίγες μόλις ημέρες πριν φύγει και ο ίδιος, την πιστή και ακάματη σύντροφό του, την γυναίκα του Μαρία. Οφείλουν οι έλληνες ποιητές και κριτικοί Παλαμιστές να μνημονεύουν και την δική της σταθερή παρουσία και συνεισφορά στο πέρασμα προς την αθανασία του τεχνίτη και ερωτύλου Κωστή Παλαμά. Αυτός, ο παρολίγον έλληνας Νομικός ποιητής, που παράτησε τις ανώτατες σπουδές για να ασχοληθεί επαγγελματικά και συστηματικά με την δημοσιογραφία (κάτι που έπραξαν και αρκετοί έλληνες λογοτέχνες της εποχής του), που αγάπησε και διακόνησε την ποίηση με τόσο πάθος και ένταση, δεν γνωρίζουμε τι θα είχε και σε ποιο βαθμό κατορθώσει να πετύχει αυτά που πέτυχε, να αντέξει την πανεπιστημιακή και πολιτική πολεμική του καιρού του, στο άτομό του και το έργο του, αν δεν είχε ακοίμητο συμπαραστάτη–σε καθαρά πρακτικά της ζωής και των αναγκών του πράγματα,-την Μαρία Βάλβη, την οποία νυμφεύτηκε το 1887 και στάθηκε πιστή σύντροφός του, παρά τα ερωτικά του ξενοπερπατήματα όπως δηλώνουν οι διάφοροι τόμοι της Αλληλογραφίας του. Ο Κωστής Παλαμάς, ενδέχεται να είναι ο περισσότερο «ερωτεύσιμος» έλληνας ποιητής από τον γυναικείο ελληνικό πληθυσμό. Ο νομπελίστας μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης αναφέρεται στο έργο του για τις γυναικείες του αγάπες με διακριτικότητα ή περισσότερο παθιασμένο τρόπο, για τον Κωστή Παλαμά γνωρίζουμε από διάφορες γυναικείες πηγές –όχι κατ’ ανάγκη ποιητριών, ότι τον πλησίαζαν συναισθηματικά και ερωτικά διάφορες τσούπρες. Η σύντροφός της ζωής του και μητέρα των τριών παιδιών του- ήταν δίπλα του ακλόνητος συμπαραστάτης σε κάθε του ανάγκη. Το αποκούμπι του.

     Και παρενθετικά να συμπληρώσουμε, ότι η προσωπική του κάθε ανθρώπου μοίρα, δεν είμαστε βέβαιοι που θα τον οδηγήσει. Ο Διονύσιος Σολωμός έμεινε άκληρος. Ο Νίκος Καζαντζάκης επίσης. Το ίδιο και ο Κώστας Καρυωτάκης, ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ο Νίκος Καββαδίας, ο Στέλιος Γεράνης και πόσοι άλλοι. δεν άφησαν κληρονομικούς απογόνους. Σε μία ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία εντάσσονται ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, και ο ορφικός Άγγελος Σικελιανός.

Τα περισσότερα κείμενα του περιοδικού «Πορεία» είναι πολυσέλιδα και αντλούνται από αρθρογραφικές και κριτικές Παλαμικές πηγές της εποχής και των προηγούμενων χρόνων. Από συγγραφείς που γνώρισαν από κοντά τον ποιητή, αγάπησαν και διάβασαν το έργο του, στηρίχτηκαν στις απόψεις, ακούμπησαν στις ιδέες του, ενστερνίστηκαν τους οραματισμούς και τις αγωνίες του. Ο Κωστής Παλαμάς στάθηκε το μεγάλο και περήφανο ταξιδιάρικο ποιητοπούλι το οποίο στα απλωμένα φτερά του κούρνιασαν διάφορα πουλιά του ελληνικού ποιητικού λόγου στο δικό τους ταξίδι εξερεύνησης και ποιητικής περιπλάνησης. Τα περισσότερα αφιερωματικά κείμενα, των κατά τακτά διαστήματα διαφόρων περιοδικών, εφημερίδων και άλλων εντύπων, τα μελετήματα και τα βιβλία που κυκλοφόρησαν για τον ποιητή είναι επαινετικά και εγκωμιαστικά. Δημοσιεύτηκαν όμως και αρνητικά σχόλια, μελέτες, κρίσεις, άρθρα, βιβλία, για την ποιητική και πνευματική του παρουσία. Κλασικό παράδειγμα ο δημοτικιστής Γιάννης Ψυχάρης. Ο δάσκαλος του γένους Κωστής Παλαμάς, υμνήθηκε αλλά και επικρίθηκε τόσο στην εποχή του όσο και μεταγενέστερα. Αντιπαλαμιστές υπάρχουν ακόμα και στις μέρες μας, πέραν των πολιτικό- ιδεολογικών τειχών. Αποτιμήθηκε διπλά, βλέπε πχ. την «επαμφοτερίζουσα» αρνητική στην αρχή, θετική κατόπιν, κρίση του ποιητή Κώστα Βάρναλη και ορισμένων άλλων. Όμως όλοι οι κριτές του-θετικών και αρνητικών γνωμών-ομογνωμούν ότι ο εθνικός μας ποιητής ήταν αφατρίαστος, πάνω και πέρα από λογοτεχνικές μικροπρέπειες και ίντριγκες. Ασφαλώς είχε και αυτός σαν άτομο και ποιητής τις ανασφάλειές του. Κυνηγήθηκε και λοιδωρήθηκε, δημιούργησε έναν φιλικό του κύκλο που αγαπούσαν την ποίησή του και το έργο του, μπορούσε να μοιραστεί τους οραματισμούς του για την Ελλάδα, την Ποίηση, την Τέχνη, τις αγωνίες του και τους προβληματισμούς του. Υπήρξε μεγαλόκαρδος και δίκαιος. Καλοκάγαθος. Δεν έχουμε από όσο η μνήμη μου δεν με απατά από τα Παλαμικά μου διαβάσματα, αιχμηρές και απόλυτες αρνητικές θέσεις για τρίτους στα γραφτά του Παλαμά. Είναι συνήθως συγκαταβατικός στα διαβάσματά του, διαλλακτικός στις θέσεις του. Ο Κωστής Παλαμάς είχε συνείδηση της πνευματικής και ποιητικής του ευθύνης, του εθνικού και πατριωτικού λειτουργήματος που επιτελεί ο μπροστάρης ποιητής και το έργο του. Στην εθνική του αποστολή. Ένα ρόλο και μία εθνική θέση την οποία του προσέδωσαν όχι μόνο οι άλλοι έλληνες ποιητές της εποχής του αλλά και ολόκληρος ο ελληνικός λαός. Ήταν το αγκωνάρι του και το αγωνιστικό του στήριγμα όχι μόνο την σκοτεινή περίοδο της γερμανικής κατοχής. Ο ποιητής Κωστής Παλαμάς εμπιστεύθηκε τον Ελληνικό Λαό και εκείνος του το ανταπόδωσε με ειλικρίνεια και σεβασμό.

     Ο πολυγραφότατος συγγραφέας Σπύρος Μελάς, γεννημένος στην Ναύπακτο αλλά πέρασε τα εφηβικά του χρόνια στην πόλη μας, τον Πειραιά, (Ναύπακτος 13/1/1882- Αθήνα 2/4/1966)  εξέδωσε από τις εκδόσεις «ΠΑΡΘΕΝΩΝ», Αθήνα 1943, σελ. 32 την καλογραμμένη και ακριβοδίκαιη μελέτη του «ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ». Το κείμενο είναι διάλεξη του Σπύρου Μελά στο θέατρο «ΚΥΒΕΛΗΣ». Αυτό το μικρό βιβλιαράκι, το μηνιαίο περιοδικό «ΠΟΡΕΙΑ» του 1959, αφιερωμένο στον ποιητή, μετέφερε την Ομιλία στις σελίδες του. Οι κρίσεις του Σπύρου Μελά είναι ορθές, νηφάλιες, καθόλου εριστικές. Ακόμα και όταν μας εκθέτει τις αντίθετες απόψεις για ποιητικές συνθέσεις του Παλαμά αυτό το πράττει με σεβασμό, ειλικρίνεια, δικαιοσύνη και δείχνει ότι έχει διαβάσει το μεγαλύτερο τουλάχιστον έργο του Παλαμά και ότι είναι γνώστης των δοκιμιακών τεχνικών της γραφής. Η γραφή του Σπύρου Μελά είναι γλαφυρή και διακρίνεται για την πλούσια εικονοποιία του. Έχει αίσθηση του γεωγραφικού χώρου και του ποιητικού πεδίου και κλίματος μέσα στο οποίο κινείται και δρα ο Μεσολογγίτης ποιητής και μας την περιγράφει με λυρισμό και λεπτομέρεια. Υπάρχει ένας σεβασμός προς το πρόσωπό του και το έργο του, (από έναν νεότερό του) πράγμα που δηλώνει ότι αν δεχτούμε ως κριτικό μέτρο αποδοχής του ποιητή και των ποιημάτων του από έναν άλλον δοξασμένο στις κοινές τους συγγραφικές μέρες συγγραφέα, έναν πεζογράφο του οποίου οι ιστορικές μονογραφίες και τα ιστορικά αφηγήματα αποτελούν εκπαιδευτικά και δημοσιογραφικά και συγγραφικά μοντέλα συγγραφής έργων, τότε κατανοούμε σε ποιο βάθρο βρίσκονταν ο εθνικός ποιητής Κωστής Παλαμάς και τι ανέμεναν από αυτόν οι έλληνες ομότεχνοί του. Ο Σπύρος Μελάς διέθεται το χάρισμα της δημοσιογραφικής πένας. Ακριβολόγος και περιγραφικός, ανάπλαση χώρου και ανθρώπινων συναισθημάτων με ταλέντο και μαεστρία. Ένα ταλέντο που διέθετε και ο Κωστής Παλαμάς. Τα κείμενα-ιστορικά, μυθοπλασίες, και τα θεατρικά, τα χρονογραφήματα και οι επιφυλλίδες του Σπύρου Μελά είναι σχολείο εκμάθησης χειρισμού του θέματος για τους νεότερους δημοσιογράφους και μη. Μπορεί σαν άτομο να ήταν κάπως ιδιόρρυθμο, να ήταν ίσως ζηλόφθονο και πολιτικά ακραίος, αναφέρομαι στην περίπτωση της βράβευσης με το Βραβείο Νόμπελ του Νίκου Καζαντζάκη, ο Μελάς έβαλε λυτούς και «δεμένους» για να μην βραβευτεί με το Νόμπελ ο έλληνας πεζογράφος, «κυνήγησε» συγγραφικά και καλλιτεχνικά στην διάρκεια των συγγραφικών του χρόνων άλλους έλληνες ομοτέχνους του ως κομμουνιστές, αλλά αν παραμερίσουμε τις αρνητικές και ομιχλώδεις πλευρές της προσωπικότητάς του, ο Σπύρος Μελάς, ο Φορτούνιο,-όπως υπέγραφε με ένα ψευδώνυμό του τα χρονογραφήματά του, διέπρεψε και στο Θέατρο και τον πεζό λόγο και στην δημοσιογραφία και στην ιστορία. Κατέστησε με τις ιστορικές του βιογραφίες και μυθοπλασίες οικεία και προσιτή, κατανοητή την ελληνική ιστορία και τα πολεμικά και άλλα της γεγονότα. Πρόσωπα και ιστορικά συμβάντα, ήρωες και ηρωίδες της επανάστασης του 1821, της σύγχρονης πολεμικής ιστορίας των γεγονότων του πρώτου βαλκανικού και παγκόσμιου πολέμου. Τον Σπύρο Μελά, σαν συγγραφέα τον θαυμάζεις, τον διαβάζεις και αρνείσαι τις πολιτικές του μανιέρες, τον αντικομουνισμό του, και την ακρότητα της κοινωνικής του πολιτικής θεώρησης. Σημαντικός έλληνας γραφιάς και συγγραφέας, εκδότης περιοδικών, ταλέντο από τα λίγα. Έτσι προκαλεί θυμηδία όταν αναφέρεται στο τι «μουλωχτά» γίνονταν από άλλους έλληνες ομοτέχνους του Παλαμά ώστε να μην πάρει το Νόμπελ. Όταν ο ίδιος μερικά χρόνια αργότερα έπραξε τα ίδια για να μην βραβευθεί ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο πατριδολάτρης Κρητικός. Πώς το εξέφρασε ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η φύση του ανθρώπου είναι η ίδια νυν και αείν. Μικροπρέπειες μεγάλων της ποίησης, της πεζογραφίας, της πολιτικής, της ιστορίας, της ιδεολογίας. Κάτι που συμβαίνει και στις μέρες μας, που σημαίνει, ότι ούτε η Ποίηση ούτε η Τέχνη αλλάζει τον χαρακτήρα του Ανθρώπου. Σήμερα μάλιστα που Πολιτισμός θεωρείται ότι προέρχεται από το χώρο του θεάτρου (ηθοποιός, σκηνοθέτης), το τραγούδι (τραγουδιστής/ια), την μόδα (μόδιστρος/α) και την μαγειρική (σεφ). Για τον πολιτισμό που κόμισαν μέσα στο χρόνο οι ποιητές και οι ποιήτριες, οι διηγηματογράφοι, οι πεζογράφοι, οι δοκιμιογράφοι, οι μεταφραστές και όσοι ασχολούνται με την αναγνωστική και εκδοτική φάμπρικα του Βιβλίου, ούτε καν λόγος. Αστεία πράγματα για τον σύλλογο των ελλήνων ηθοποιών. ή κάνω λάθος.

Ας αναφέρουμε μερικά τεχνικά στοιχεία για την μελέτη του ΣΠΥΡΟΥ ΜΕΛΑ. Έχω μπροστά μου ένα μικρό βιβλιαράκι 34 σελίδων. Δύο δεκαεξασέλιδα συν τα εξώφυλλα. Η τιμή του είναι 15 ευρώ και το προμηθεύτηκα μόλις πρόσφατα από παλαιοπωλείο της Αθήνας. Τα παλαιοβιβλιοπωλεία υποψιάζομαι, σύμφωνα με τις απόψεις των ελλήνων ηθοποιών, δεν υπάγονται στους χώρους του Πολιτισμού. Το βιβλιαράκι με το ανοιχτό-ξεθωριασμένο πράσινο εξώφυλλο και οπισθόφυλλο έχει διαστάσεις 13,5 Χ 18,5. Ένα λιλιπούτειο αναγνωστικό πετραδάκι για τους λάτρεις της Παλαμικής Ποίησης. Νομίζω ότι υπάρχουν και άλλα ακόμα αντίτυπα. Στο εξώφυλλο υπάρχει μία ωοειδής κόκκινου χρώματος σφραγίδα με τα εξής στοιχεία «ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝ. ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΣΣΑΣ & ΣΙΑ. ΑΘΗΝΑΙ» ο Μελάς αν δεν με απατά η μνήμη μου έβγαζε και ένα περιοδικό με τον τίτλο «ΠΑΡΘΕΝΏΝ». Όσο για το επίθετο Πασσάς δεν γνωρίζω αν έχει καμία σχέση με τον εκδοτικό οίκο που κυκλοφόρησε στα μετέπειτα χρόνια την εγκυκλοπαίδεια «ΗΛΙΟΣ». Γραμμένη στην καθαρεύουσα με τους δύο τόμους της ΕΛΛΑΔΟΣ και τον έναν του ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ. Παλαιότερες προσωπικές μου ημέρες των ισχνών αγελάδων με ανάγκασαν να την πουλήσω μπιρ παρά όπως και το λεξικό του Ελευθερουδάκη που είχα από τα παιδικά μου εργασιακά χρόνια. Από εδώ, για τους καλοθελητάδες κατηγόρους μου προέρχεται και το γλωσσικό μου μπέρδεμα και το μεικτό μου ύφος. Συνεχίζουμε. Πάνω αριστερά με κεφαλαία γράμματα αναγράφεται: «ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ» και από κάτω μέσα σε παρένθεση [Από τις διαλέξεις του θεάτρου «Κυβέλης»]. Πρόσφατη συνηγορία υπέρ των ελλήνων μυθιστοριογράφων ότι μπορεί κατά τι να αγγίζουν τα σκαλιά του Πολιτισμού είναι το τηλεοπτικό σήριαλ «ΦΛΟΓΑ ΚΑΙ ΑΝΕΜΟΣ». Στην μέση του δεκαεξασέλιδου με κεφαλαία μαύρα γράμματα διαβάζουμε: «ΣΠΥΡΟΥ ΜΕΛΑ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ. ΧΡΥΣΗ ΔΑΦΝΗ ΤΗΣ ΠΟΛΩΝΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ» και από κάτω προς το τέλος ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ. Και ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΠΑΡΘΕΝΩΝ», 73α ΑΙΟΛΟΥ 73α. ΑΘΗΝΑΙ, 1943. Οι ίδιες πληροφορίες δίνονται και στην μέσα-εσωτερική τρίτη σελίδα. Η αρίθμηση αρχίζει αμέσως μετά, με την δημοσίευση της Ομιλίας. Στην εσωτερική μέσα σελίδα του μικρού αυτού βιβλιαρίου όπως και στο οπισθόφυλλο αναγράφονται τα εξής: «Αι Διαλέξεις του θεάτρου Κυβέλης θα εκδοθούν όλες από τον Εκδοτικόν Οίκον «ΠΑΡΘΕΝΩΝ», εις αυτοτελή τεύχη τα οποία θα δεθούν εις τόμους.» και διαβάζουμε: «ΥΠΟ ΕΚΤΥΠΩΣΙΝ: Στρατή Μυριβήλη: Ιωάννης Γρυπάρης». ΤΙΜΗ ΔΡΑΧΜ. 1000 του βιβλίου του Μελά. Δια τους Φοιτητάς και Μαθητάς, πώλησις εις τα γραφεία μας με 10 0/0 έκπτωσιν.

       Αυτά είναι τα στοιχεία που αντλούμε από το πετίτ βιβλιαράκι. Δεν αναγράφεται μήνας, για να γνωρίζουμε αν δόθηκε η Ομιλία πριν τον θάνατο του ποιητή ή μετά. Μάλλον μετέπειτα την ίδια χρονιά. Όσον αφορά την έκπτωση σε φοιτητές και μαθητές, άστα, αν μετά από 80 χρόνια ελληνικής εκδοτικής παραγωγής γίνονται οι ίδιες ισόποσες εκπτώσεις στους έλληνες αναγνώστες, την «κάτσαμε την βάρκα» σύντροφοι και συντρόφισσες συναγωνιστές του ελληνικού πεδίου της χαράς του διαβάσματος. Για να κάνουμε και εμείς, οι μη πολιτισμένοι την αυστηρή αυτοκριτική μας, επί του οικονομικού πεδίου.

     Εκείνο που θαυμάζει κανείς-έστω και αν έχουν περάσει 80 χρόνια-από τα μαύρα εκείνα χρόνια της Κατοχής το 1943, και είναι εντελώς διαφορετικές οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες ότι μεσούσης της Γερμανικής Κατοχής οι έλληνες ποιητές έδιναν διαλέξεις, ο σκλαβωμένος ελληνικός λαός τις παρακολουθούσε και το σημαντικότερο, αγόραζε βιβλία. Γιατί όσο και αν είναι κατοχικά τα χρήματα-πληθωριστικά- εκείνων των χρόνων, δεν παύει ο ελληνικός λαός να πεινούσε και να υπέφερε, να βασανιζόταν. Και όμως, έγραφε, διάβαζε, παρακολουθούσε ομιλίες και διαλέξεις, συμμετείχε σε οργανώσεις, προέβαινε σε αντιστασιακές πράξεις ενάντια στον κατακτητή. Προέβαινε σε στρατιωτικά σαμποτάζ, μοίραζε προκηρύξεις με στίχους ελλήνων ποιητών. Εξέδιδε ποιητικές συλλογές, κυκλοφορούσε τα βιβλία του από χέρι σε χέρι. Συγκεντρώνονταν σε σπίτια φίλων και συναγωνιστών και διάβαζαν ποιήματά τους, κεφάλαια από ανέκδοτα μυθιστορήματά τους. Ζωγράφιζαν τα εξώφυλλα με αντιστασιακά θέματα και αντιπολεμικές σκηνές. Οργανώνονταν στις διάφορες αντιστασιακές ομάδες είτε από τον χώρο της δεξιάς παράταξης είτε από την κομμουνιστική. Είναι τα χρόνια της Λογοτεχνίας και της Ποίησης της Αντίστασης. Του Πολέμου και της Κατοχής. Οι νέοι και οι νέες εκείνων των σκοτεινών και πεινασμένων και βασανισμένων χρόνων, ανδρώθηκαν μέσα στους χιλιάδες φανερούς και κρυφούς κινδύνους και αναζήτησαν τα πνευματικά και ποιητικά, καλλιτεχνικά στηρίγματά τους στους έλληνες ποιητές. Και το κυριότερο –την εποχή εκείνη στήριγμά τους, αυτό που εμψύχωνε το αγωνιστικό τους φρόνημα, υπήρξε ο ποιητής τους Έθνους μας Κωστής Παλαμάς. Και έρχονται τώρα άντρες και γυναίκες Αντιπαλαμιστές να μας πούνε τι. Περί Θαβωρείου της ιδεολογίας τους φωτός που σβήνει μπροστά στο Φώς του.

     Ας το επαναλάβουμε κουραστικά, Τα Ποιήματα των Ποιητών θα μείνουν στο μέλλον, αν μείνουν και θέλουν να θυμούνται κάτι από την παλαιά ποιητική παράδοση οι έλληνες όχι οι κριτικές για τα ποιήματα ή οι κριτικές επί των κριτικών.

Μέχρι τις 27 του Φλεβάρη συνεχίζουμε Παλαμικά και Σεφερικά.

Από ΤΟ  ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Αποσπάσματα

Ούτε το ανάθεμα σκληρό, μήτε ο πνιγμένος θρήνος.

Ά! και στο μαύρο Γολγοθά των εθνικών παθών,

θείε Άγγελε του τραγουδιού, βόηθα ν’ ανθίση ο κρίνος

των Ευαγγελισμών!

……….

Μα πώς τα μάγια λύθηκαν! Πώς έκαμε η κατάρα

την όψη σου όψη κλαίουσας γυρτής προς μνήμα ιτιάς!

Καμιά χορδή σου ας μη σου μείνη ασύντριφτη, κιθάρα

της δάφνης και της λεβεντιάς!

……….

όπου ώργωνεν ο Έρωτας, θερίζει ο χάρος τώρα,

πάει κ’ η πατρίδα κ’ η φωλιά.

…..

Και το που δέρνει ανάθεμα και ο που δέρνεται θρήνος

μακριά! στο μαύρο Γολγοθά των ξεθεμελιωμών,

βόηθα, άγγελε του τραγουδιού ν’ ανθίση ο άσπρος κρίνος

των Ευαγγελισμών!

       3 του Νοέμβρη 1922

Βλέπε σελίδα 558 του τόμου «ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ» ΕΠΙΛΟΓΗ: Κ. Γ. ΚΑΣΙΝΗΣ, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Οκτώβριος 2004. Από την σύνθεση «ΟΙ ΛΥΚΟΙ». Το ποίημα είναι αφιερωμένο στον κύριο Σίμο Μενάρδο.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς 9/2/2023

                                        


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου