Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

ΣΟΦΙΑ Α. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ (Πειραιάς 31/7/1895- Αθήνα 25/1/1972)

 

          ΣΟΦΙΑ Α. ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ

(Πειραιάς 31/7/1895- Αθήνα 25/1/1972)

 

   Ο κόσμος της επιστήμης και των γραμμάτων εθρήνησε την 25η Ιανουαρίου μιάν επίλεκτη εκπρόσωπό του, μια εξαίρετη Ελληνίδα με διεθνή αναγνώριση, που αφήνει πίσω της ένα αξιόλογο έργο, τη Σοφία Αντωνιάδη. Λίγες είναι οι Ελληνίδες που τιμήθηκαν όπως εκείνη με τόσο υψηλά αξιώματα και που έχουν να παρουσιάσουν επιστημονική, κοινωνική και εθνική δράση αντάξια της δικής της. Το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, του οποίου υπήρξε η πρώτη διευθύντρια, θ’ αφιερώση στη μνήμη της ιδιαίτερο τόμο, που θα περιλάβη και τη βιογραφία της, καθώς και τον κατάλογο όλων των δημοσιευμάτων της. Θα περιορισθούμε εδώ να σκιαγραφήσουμε, σε αδρές γραμμές, το έργο και την εξαιρετική της προσωπικότητα.

          Η Σοφία Αντωνιάδη γεννήθηκε την 31 Ιουλίου 1895 στον Πειραιά από διακεκριμένη οικογένεια λογίων και επιστημόνων κρητικής καταγωγής, που η παράδοση την θέλει απόγονο της αρχοντικής βυζαντινής οικογένειας των Μελισσηνών. Ο πατέρας της Ανδρέας Αντωνιάδης ήταν έγκριτος δικηγόρος του Πειραιώς και η μητέρα της Ευφροσύνη Λέλη, ανήκε σε γνωστή αθηναϊκή οικογένεια. Τα εγκύκλια μαθήματά τα διδάχτηκε στην Ελληνογαλλική Σχολή της Αικατερίνης Διαμαντοπούλου. Το γαλλικό bacalaureat που έλαβε στο τέλος των γυμνασιακών της σπουδών από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή των Αθηνών, της άνοιξε τους ορίζοντες της μελέτης και την προσανατόλισε οριστικά προς το γαλλικό πνεύμα. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι καθυστέρησαν για λίγο τις σπουδές της. Κατά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου πήγε στο Παρίσι και φοίτησε στη Σορβόννη, όπου παρακολούθησε μαθήματα ελληνικής και γαλλικής φιλολογίας και έλαβε το 1920 το πτυχίο (License) των κλασικών σπουδών. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ετύπωσε το 1922 τη «Θυσία του Αβραάμ» σε νέα έκδοση με κατατοπιστική εισαγωγή και έδωσε σειρά μαθημάτων (1924-1926) πάνω σε θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας (Βαλαωρίτης, Παλαμάς, Θεοτόκης) στην Επαγγελματική Σχολή Θεάτρου. Με την εποπτεία του γνωστού Γάλλου γλωσσολόγου και νεοελληνιστή Hubert Pernot, καθηγητή στη Σορβόννη, ετοίμασε τη διδακτορική της διατριβή (doctorat dEtat) με θέμα το Ευαγγέλιο κατά Λουκάν (“LEvangile de Luc. Esquisse de grammaire et de style”),  που τυπώθηκε στο Παρίσι το 1930, συνοδευόμενη από τη συμπληρωματική διατριβή της για τον Πασκάλ ως μεταφραστή της Βίβλου. (“Pascal traducteur de la Bible”)  που τυπώθηκε στο Leiden τον ίδιο χρόνο.

      Με τους ζηλευτούς αυτούς ακαδημαϊκούς τίτλους επέτυχε, σε ηλικία μόλις 35 ετών, να εκλεγή έκτακτη καθηγήτρια στην έδρα της παλαιοχριστιανικής, μεσαιωνικής και νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Ολλανδικό Πανεπιστήμιο του Leiden, διάδοχος του διάσημου Ολλανδού βυζαντινολόγου και νεοελληνιστή D. C. Hesseling. Το εναρκτήριο πανεπιστημιακό της μάθημα είχε ως θέμα τη «Σημασία της νέας ελληνικής γλώσσας». Η Σοφία Αντωνιάδη ήταν η πρώτη γυναίκα που εκλεγόταν καθηγήτρια σε ολλανδικό Πανεπιστήμιο και από τις λίγες Ελληνίδες γυναίκες που ανέβηκαν σε έδρα ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου. Το 1951 έγινε τακτική καθηγήτρια στην έδρα αυτή, ενώ παράλληλα είχε εκλεγή, ήδη από το 1948, και στο Πανεπιστήμιο του Amsterdam καθηγήτρια στην έδρα της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας και είχε εγκαινιάσει τις παραδόσεις της με εναρκτήριο μάθημα για «Τα νέα ρεύματα στη νεοελληνική λογοτεχνία μετά το 1922». Στην Ολλανδία δίδαξε επί 25 χρόνια, εκτός από μικρή διακοπή κατά την περίοδο του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, οπότε θεώρησε χρέος της να κατεβή στην Ελλάδα και να προσφέρη τις υπηρεσίες της στη μαχόμενη και έπειτα δοκιμαζόμενη από την εχθρική κατοχή πατρίδα της.

          Ως καθηγήτρια των δύο αυτών Πανεπιστημίων της Ολλανδίας η Αντωνιάδη δίδαξε αποδοτικά την ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία από τα βυζαντινά χρόνια ως τα σημερινά και τύπωσε μάλιστα στα ολλανδικά πολυσέλιδο διδακτικό εγχειρίδιο για την εκμάθηση των νέων ελληνικών. Παράλληλα δημοσίευσε σε ξεχωριστό τόμο το αξιόλογο έργο της για τη θέση της λειτουργίας μέσα στην παράδοση των ελληνικών γραμμάτων («Place de la liturgie dans la tradition des lettres grecques», Leiden 1939), όπου αποδεικνύει ότι η ορθόδοξη λειτουργία, και μάλιστα του Χρυσοστόμου, έχει τις ρίζες της στην κλασσική και μετακλασσική φιλολογία, αλλά και βαθειά την επίδρασή της στη μεταγενέστερη ελληνική παράδοση. Εδημοσίευσε επίσης, σε επιστημονικά  περιοδικά, ελληνικά και ξένα, σε τιμητικούς τόμους και σε πρακτικά διεθνών συνεδρίων, στα οποία έλαβε μέρος, αξιόλογες εργασίες πάνω σε θέματα της βυζαντινής και νεοελληνικής φιλολογίας, όπως για την «Αλεξιάδα» της Άννας Κομνηνής («Ελληνικά», τόμ. 5, 1932, σ. 255-276 και «Εις μνήμην Σπυρίδωνος Λάμπρου», 1935, σ. 370-374(, για τα «Πτωχοπροδρομικά». (“Melanges Merlier”, τόμ. 1, 1956, σ.13-23), για τον «Ερωτόκριτο» («Προσφορά εις Στίλπ. Π. Κυριακίδην» 1953, σ. 70-76), τις επιστολές του Νικολάου Μυστικού («Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Βυζαντινολογικού Συνεδρίου» Θεσσαλονίκης, 1953, τομ. 3. Σ. 69-98) κ.ά. Η επιστημονική αυτή και εθνική της δράση επιβραβεύτηκε με πολλές και υψηλές τιμητικές διακρίσεις: Το 1950 τιμήθηκε με το χρυσό σταυρό του Τάγματος της Ευποιϊας, καθώς και με το παράσημο του Φοίνικος. Τον ίδιο χρόνο η Ακαδημία Αθηνών την εξέλεξε αντεπιστέλλον μέλος της. Και το 1956 οι συνάδελφοι και οι φοιτηταί της στο Πανεπιστήμιο του Leiden της αφιέρωσαν τιμητικό τόμο (με τον ωραίο ελληνικό τίτλο «Αντίδωρον»), όταν απεχώρησε από την πανεπιστημιακή της έδρα. Και απεχώρησε λίγο πρόωρα (1955) από την έδρα αυτή μόνο και μόνο για ν’ αναλάβη μιάν άλλην μεγάλη επιστημονική και εθνική αποστολή, που της ανέθετε η Ελληνική Πολιτεία με απόφαση της Ακαδημίας Αθηνών: να γίνη η πρώτη διευθύντρια του νεοϊδρυτου Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, του μοναδικού ιδρύματος επιστημονικής ερεύνης που αποκτούσε η χώρα μας στο εξωτερικό.

          Η Αντωνιάδη είχε συναίσθηση του πόσο δύσκολη και βαρειά, μα και πόσο βαρυσήμαντη ήταν η νέα αποστολή της αυτή. Έπρεπε να θεμελιώση και να οργανώση πρώτη, στην καρδιά της Βενετίας, στον ιστορικό χώρο του Campo dei Greci, με τα μνημειακά του ελληνικά κτήρια, τους καλλιτεχνικούς και ιστορικούς του θησαυρούς (εικόνες, κειμήλια, αρχεία και σπάνια βιβλία) πού ανήκαν στη σημαντικότερη και λαμπρότερη Κοινότητα του Ελληνισμού της Διασποράς, ένα ελληνικό πνευματικό ίδρυμα αντάξιο της υψηλής παραδόσεως του παρελθόντος: ένα επιστημονικό κέντρο που  θα αξιοποιούσε την παράδοση αυτή κατά τον καλύτερο τρόπο, μελετώντας και δημοσιεύοντας τους θησαυρούς αυτούς, μορφώνοντας αλλεπάλληλες σειρές νέων Ελλήνων ερευνητών και προβάλλοντας τα επιτεύγματα της ελληνικής επιστήμης στο διεθνή χώρο. Η Αντωνιάδη δεν εδίστασε καθόλου ν’ αναλάβη το μεγάλο αυτό έργο με όλο τον ιερό ενθουσιασμό και όλη την αξιοθαύμαστη δύναμη της ψυχής της, πού δεν υποχωρούσε ποτέ ούτε σε εμπόδιο, ούτε σε δυσκολίες, ούτε ακόμη και στις ανθρώπινες αντιδράσεις και μικρότητες.

      Στα ένδεκα χρόνια (1955- 1966) που η Αντωνιάδη κράτησε άξια τη διεύθυνση του Ινστιτούτου, πριν να την παραδώση στο διάδοχό της, έθεσε τις βάσεις ενός αληθινά μεγάλου έργου, που άρχισε πολύ γρήγορα να δίδη τους πρώτους του καρπούς. Είναι αδύνατο να εκτεθούν εδώ σε λίγες γραμμές τα όσα επετέλεσε η Αντωνιάδη, με την αδάμαστη θέλησή της, την εμπνευσμένη πρωτοβουλία της, την αισιόδοξη πίστη της και τον ευγενικό ενθουσιασμό της: το πόσο μόχθησε για ν’ αναστηλώση και να ανακαινίση ριζικά, με εξαίρετη καλαισθησία, τα ερειπωμένα κτήρια της Φλαγγινείου Σχολής, του Μεγάρου του Longhena και του ορθόδοξου ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, για να ιδρύση και να οργανώση το ωραίο Μουσείο των ιερών εικόνων και να παρουσιάση τον επιστημονικό κατάλογό του, για να καθοδηγήση τους πρώτους υπότροφους και να προσελκύση τους πρώτους φιλοξενούμενους του Ιδρύματος, για να δημοσιεύση τους πρώτους τόμους (1-3, 1962-1966) του περιοδικού του «Θησαυρίσματα», που εκείνη το ίδρυσε, και της σειράς της «Βιβλιοθήκης» του Ινστιτούτου (αρ. 1-2) με τα έργα του Μανόλη Χατζηδάκη (“Icones de Saint-Georges des Grecs et de la Collection de IInstitut Hellenique de Venise”, Βενετία 1962) και του Ανδρέα Ξυγγοπούλου («Αι μικρογραφίαι του μυθιστορήματος του Μ. Αλεξάνδρου εις τον κώδικα του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας», Αθήναι- Βενετία 1966), για να οργανώση διαλέξεις και άλλες πνευματικές εκδηλώσεις, για να παρουσιάση με δημοσιεύματα χαρακτηριστικά του κείμενα, κειμήλια και μνημεία (1) και γενικά για να θέση με όλα αυτά τα σταθερά θεμέλια του Ιδρύματος που της εμπιστεύθηκε η Πολιτεία. Εμείς που τη διαδεχθήκαμε και παραλάβαμε με ευγνωμοσύνη ό,τι εκείνη εδημιούργησε, φροντίζουμε τώρα να συνεχίζουμε το έργο της ή να προωθούμε σε άλλους τομείς, που εκείνη δεν πρόλαβε ή δε μπόρεσε να καλλιεργήση, εμπνεόμενοι πάντα από το δικό της παράδειγμα και πιστοί στην παράδοση που καθιέρωσε και σφράγισε με τη σφραγίδα της δημιουργικής της προσωπικότητας.

     Το έργο της Σοφίας Αντωνιάδη στο Ινστιτούτο της Βενετίας ήταν, νομίζω, εκείνο που αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλο στη ζωή της, το επιστέγασμα και το αποκορύφωμα της λαμπρής της σταδιοδρομίας. Μετά την αποχώρησή της και την εγκατάστασή της στην Αθήνα (1966), κοντά στην προσφιλή της οικογένεια, με την ικανοποίηση του ανθρώπου που επετέλεσε στο ακέραιο το χρέος του, δεν έπαψε, ως την τελευταία στιγμή, να εργάζεται επιστημονικά, δημοσιεύοντας μελέτες και βιβλία και μετέχοντες σε επιστημονικά συνέδρια. Το τελευταίο της έργο το αφιέρωσε στην ενδιαφέρουσα μορφή ενός Κρητικού προγόνου της («Εμμανουήλ Αντωνιάδης, ο αγωνιστής, ο δημοσιογράφος, 1791-1863», Αθήνα 1971). Παρακολουθούσε με συγκινητική στοργή την εργασία των νέων και με ξεχωριστή χαρά και ικανοποίηση την επιστημονική δραστηριότητα του Ινστιτούτου μας, πού ήταν προέκταση της δικής της προσπάθειας. Λίγοι ασφαλώς εκλεκτοί άνθρωποι όπως εκείνη θα δοκίμασαν στα τελευταία τους χρόνια μιά τέτοια ικανοποίηση για όσα επετέλεσαν στη ζωή τους. Με το αίσθημα αυτό έφυγε από κοντά μας η Σοφία Αντωνιάδη, αφήνοντας πίσω της ένα όνομα και ένα έργο αξιοσέβαστο.

(1)., Κρίνω χρήσιμο να παραθέσω εδώ τους τίτλους των δημοσιευμάτων αυτών:

-«Η ‘Παρρησία’ του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων της Βενετίας», («Νέα Εστία», τόμ. 62 (1957), σ. 1256-1257).

-«Πορίσματα από την μελέτην προχείρων διαχειριστικών βιβλίων των ετών 1244-1547 και 1549-1544 της παλαιάς Κοινότητος Βενετίας», («Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών», τομ. 33 (1958),σ. 466- 487).

-«Νέα στοιχεία από κατάστιχα της Ελληνικής Αδελφότητος Βενετίας (16ου αί.)», («Αφιέρωμα στη μνήμη του Μανόλη Τριανταφυλλίδη»), Αθήνα 1960, σ.63-67).

-«Πορίσματα από τη μελέτη του Βιβλίου Συνοικεσιών της Αδελφότητος Ελλήνων της Βενετίας», («Εις μνήμην Κ. Άμαντου) 1874-1960», Αθήναι 1960, σ.432-437.

-«Η βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας», («Νέα Εστία», τόμ. 68 (1960), σ. 1134- 1141).

-“L’ Institut Grec de Venice, ses buts et son programme, la Communaute dont il a herite, ses tresors d’ art et de documents” (“Academie des Inscriprions et Belles Lettres, comptes rendus des séances de L’ annee 1960”, Paris 1961, p. 127-143).

-“Le chroniqueur venitien Zancaruolo et les rapports de Venise avec les Cretois et l’ empereur de Byzance (XIVe siècle)”, (“Actes du XIIe Congres International des Etudes Byzantines” 1961, τόμ. ΙΙ, Beograd 1964, p.27-36).

-Ο χρονογράφος  Zancaruolo και η κρητική επανάσταση του 1363» («Κρητικά Χρονικά», τόμ. 15-16 (1961-1962), τεύχ. ΙΙ, σ. 353-362).

-«Το έργον της Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας («Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών», τόμ. 38 (1963), σ. 731-736).

-«Η κινητή παρουσία του Γεωργίου Μόρμορη μεταφέρεται από την Κρήτη στη Βενετία (1667)» (αύτοθι, τόμ. 40 (1965), σ. 258-267).

-«Οικονομική κατάσταση των πόλεων της Κρήτης κατά την εποχή του πολέμου 1645-1669. Συναλλαγές του Γεωργίου Μόρμορη» («Θησαυρίσματα», τόμ. 4 (1967), σ. 38-52.

-«Κατάστιχο του 1645 περί της οικονομικής καταστάσεως της Ζακύνθου» («Πρακτικά τρίτου Πανιονίου Συνεδρίου», τόμ. Εν Αθήναις 1967, σ.6-15).

-«Πλούτος του αστικού πληθυσμού της Κρήτης πρίν απ’ το 1669. Χρυσοχοϊα («Πεπραγμένα του Β΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου», τόμ. 2, εν Αθήναις 1968, σ. 1-10).

        Μ. Ι. ΜΑΝΟΥΣΑΚΑΣ

Περιοδικό Νέα Εστία τεύχος 1071/ Αθήναι, 15 Φεβρουαρίου 1972, έτος ΜΣΤ΄, τόμος 91ος, σ.269- 271. Στις σελίδες του «Δεκαπενθημέρου» ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ.

     Ελάχιστα

      Διαβάζοντας ιστορικά βιβλία και δοκιμιακές μελέτες τις προηγούμενες δεκαετίες των ερευνητικών μας ενασχολήσεων με την καταγραφή της Πολιτιστικής Ιστορίας του Πειραιά από την ίδρυσή του σε αυτόνομο Δήμο μέχρι των ημερών μας- το 2005 που κυκλοφόρησαν τα πειραϊκού περιεχομένου και ενδιαφέροντος βιβλία μας-, ξεφυλλίζοντας σελίδες εγκυκλοπαιδειών και βιογραφικών λεξικών αναζητώντας στοιχεία και πληροφορίες για να σχεδιάσω και οργανώσω το πολιτιστικό ψηφιδωτό του προσώπου της Πόλης, δίχως εξαιρέσεις και αστερίσκους, κρατούσα ακόμα και αν δεν τις αξιοποιούσα όσο θα ήθελα τις σημειώσεις μου με στοιχεία που ανακάλυπτα. Ερευνώντας και αποδελτιώνοντας εφημερίδες και περιοδικά, ποικιλία εντύπων, επισκεπτόμενος αρχεία και βιβλιοθήκες επιθυμώντας να οικοδομήσω την άποψη, να υποστηρίξω την θέση μου, ότι οφείλουμε επιτέλους όταν αναφερόμαστε στην παράδοση των Πειραϊκών Γραμμάτων,- σε λογοτέχνες, συγγραφείς, καλλιτέχνες και τα έργα τους, τις πάσης φύσεως δημιουργίες τους, σε επιστήμονες και καθηγητές διαφόρων ειδικοτήτων, να μην γράφουμε για πειραϊκές «παρέες της ταβέρνας» ή να μιλούμε για «φιλικές συντροφιές του λιμανιού» περασμένων εποχών αλλά, συζητώντας τεκμηριωμένα πλέον, σύμφωνα με το πολύστικτο και πολυδιάστατο σε είδη και κατηγορίες της τέχνης υλικό που είχαμε συγκεντρώσει και καταγράψει, για την Πειραϊκή Σχολή Λογοτεχνίας της πόλης μας. Τον πνευματικό της ορίζοντα στις ιστορικές του διαστάσεις που δεν ήταν τόσο στενός και περιορισμένος όσο πίστευαν οι παλαιότεροι. Φιλοδοξούσαμε να καθιερωθεί ο όρος Πειραϊκή Σχολή Λογοτεχνίας στις γενικότερες πολυπρισματικές της πλευρές και εμφανίσεις, πνευματικές της πτυχές μέσα στην εξέλιξη της καθόλου Ιστορίας των Ελληνικών Γραμμάτων. Της Ελληνικής Γραμματείας επιτεύγματα και κληροδοτήματα των προγόνων μας. Το σχεδιάγραμμα που είχα οραματιστεί δεν θα περιορίζονταν ασφαλώς στους συγγραφείς, λογίους και πάσης φύσεως καλλιτέχνες και επιστήμονες, διανοουμένους, διακεκριμένους πειραιώτες που γεννήθηκαν και πέρασαν τον βίο τους μόνο εντός των ορίων της Πόλης των πέντε διαμερισμάτων της. Σε όσους και όσες γηγενείς Πειραιώτες εξέδωσαν τα έργα τους από πειραιώτικα τυπογραφία, εκδοτικούς οίκους ή φιλολογικά σωματεία, δημοσίευσαν σε Πειραϊκά έντυπα και στον τοπικό τύπο, ονόματα που εμφανίστηκαν από τον προηγούμενο αιώνα στο Πόρτο Δράκο, αλλά και στις προσωπικότητες εκείνες οι οποίες παρά του ότι γεννήθηκαν στον Πειραιά, κατάγονταν από τα χώματά του δεν δραστηριοποιήθηκαν ή έδρασαν πνευματικά και καλλιτεχνικά, εργάστηκαν συγγραφικά ή έζησαν μέσα στα υπάρχοντα  γεωγραφικά σύνορα του Πόρτο Λεόνε. Οι ορίζοντες των προστατευτικών Μακρών Τειχών του Πειραιά, αγκαλιάζουν  και εξακολουθούν να σκέπουν τους Πειραιώτες και Πειραιώτισσες που κατοικούν στα πέρατα της οικουμένης εδώ και αιώνες. Είναι οι διακεκριμένες διεθνώς φυσιογνωμίες της Πόλεως Πειραιώς, άντρες και γυναίκες οι οποίες τιμώντας από την μεριά τους τον τόπο προέλευσής τους με τα έργα τους, σταδιοδρόμησαν σε άλλα γεωγραφικά διαμερίσματα της Ελλάδας ή έζησαν σε χώρες του Εξωτερικού στις πέντε ηπείρους του πλανήτη. Είναι οι Πειραιώτες Έλληνες της Διασποράς που χάραξαν βαθειά τα ίχνη τους σε τομείς του πολιτισμού και της επιστήμης, των τεχνών και των γραμμάτων, της τεχνολογίας, της παιδείας ευρύτερα, υπηρετώντας την γλώσσα και την παράδοσή τους, την πειραιώτικη λαλιά και συνήθειές τους, τον τόπο από τον οποίο ξενιτεύτηκαν, τις ρίζες της Ελληνικότητά τους. Είναι η Πειραϊκή πρόταση προς τους άλλους. Στην δεδομένη περίπτωση της ανάρτησης του παρόντος σημειώματός μας, όπως υπήρξε η τιμημένη πρώτη γυναίκα καθηγήτρια σε ξένο πανεπιστήμιο, στο Amsterdam στην Ολλανδία, η Σοφία Α. Αντωνιάδη από τον Πειραιά. Όπως, επίσης, ενδεικτικά να μνημονεύσουμε, τις Πειραϊκές προσωπικότητες της ποιήτριας και καθηγήτριας Ισιδώρας Ρόζενταλ Καμαρινέας, του ποιητή και φιλόλογου Γιώργου Δανιήλ, του ποιητή και πανεπιστημιακού Βρασίδα Καραλή και άλλων, προερχόμενων από το πρώτο λιμάνι της χώρας που έζησαν και εργάστηκαν στο εξωτερικό. Ονόματα των οποίων την πνευματική παρουσία και το έργο έχουμε εξετάσει και σχολιάσει σε παλαιότερα σημειώματά μας στα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Ασφαλώς, την περίοδο που  προετοιμάζαμε τις εργασίες μας και κάναμε τις έρευνές μας, είχαμε επίγνωση ότι δεν είμασταν παντογνώστες, κάτοχοι της «Βίβλου» της Ελληνικής παιδείας, ειδικοί σε κάθε κατηγορία και είδος τέχνης και ανθρώπινης καλλιτεχνικής δημιουργίας, γνωρίζαμε όσα γνωρίζαμε κάπως καλά και με σχετική επάρκεια πάνω στα πεδία της λογοτεχνίας. Ποίηση, Πεζό, Δοκίμιο, Κριτική σαν σταθεροί αναγνώστες. Ότι δεν μπορούσαμε με τις μικρές μας δυνάμεις και αντοχές από μόνοι μας, δίχως οικονομική υποστήριξη ή άλλου είδους συμπαράσταση να γνωρίζουμε τα πάντα για κάθε Πειραιώτη και Πειραιώτισσα τον οποίο αποδελτιώναμε με σκοπό να τον συμπεριλάβουμε στις μελέτες μας. Αυτό σημαίνει, ότι στηριχθήκαμε σε πολλές πληροφορίες μας που συναντούσαμε και χρησιμοποιήσαμε, υιοθετήσαμε, σε γνώμες και καταγραφές τρίτων. Τις αποδεχτήκαμε κοιτώντας από την μεριά μας, να διασταυρώσουμε τις πληροφορίες ώστε να αποφύγουμε τα όποια καταγραφικά των ερευνών λάθη και παραλείψεις στην μεταφορά τους. Μας πίεζε φυσικά και ο χρόνος. Τις ίδιες δυσκολίες αντιμετωπίσαμε και στην περίπτωση της καθηγήτριας καταγόμενης από τον Πειραιά Σοφίας Α. Αντωνιάδη, της πρώτης γυναίκας πανεπιστημιακού σε ξένο πανεπιστήμιο το Leiden της Ολλανδίας και  πρώτης διευθύντριας του νεοϊδρυθέντος τότε, Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας στην Ιταλία (1955-1966). Έτσι, τα όποια βιογραφικά και άλλα στοιχεία συμπεριέλαβα στις δικές μου μελέτες και βιβλία βασίζονταν στις πληροφορίες που άντλησα από άλλους. Το μόνο που γνώριζα για την περίπτωσή της ήταν ό,τι είχα διαβάσει σε παλαιά τεύχη του λογοτεχνικού περιοδικού «Νέα Εστία» και συγκεκριμένα, προς το τέλος του 1940. Βλέπε μελέτη της πάνω στα «Νέα Ρεύματα στη Νεοελληνική Λογοτεχνία» (Από το 1922 κ’ έπειτα. Δημοσιευμένο σε δύο συνέχειες, ήταν το Εναρκτήριο μάθημά της στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. Βλέπε τεύχη 531/15 Αυγούστου 1949, σ. 1034-1040 και 532/1 Σεπτεμβρίου 1949, σ. 1125-1130 του 46ου τόμου. Ενώ για την απώλειά της δεν συναντήσαμε στον τύπο (τα φύλλα που κοιτάξαμε) κάτι. Διαβάσαμε όμως την εμπεριστατωμένη νεκρολογία του έλληνα βυζαντινολόγου, καθηγητή στο πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και ακαδημαϊκού που διαδέχθηκε την Σοφία Α. Αντωνιάδη στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, Σφακιανού ιστορικού  Μανούσου Ι. Μανούσακα (Ρέθυμνο 3/12/1914-16/7/2003).

     Για την επιστήμονα και ερευνήτρια Σοφία Α. Αντωνιάδη που έφυγε κοντά στην οικογένειά της, στην οικία της στο Σύνταγμα στην Αθήνα, υπάρχει νεκρολογία της Μαρίας Χαιρέτη στον 10ο τόμο του «Ερανιστή» τχ. 55-56/ 1973, της Χρύσας Μαλτέζου στα «Ελληνικά» και από τους σύγχρονους, όπως βλέπουμε στο διαδίκτυο, έχουμε την ανάρτηση του συγγραφέα νυν προέδρου της Φ.Σ.Π., ενώ η τηλεοπτική εκπομπή της «Μηχανής του Χρόνου», έχει παρουσιάσει το Ε. Ι. Β. Μ. Σ. της Βενετίας.

       Η παρουσία και η πνευματική προσφορά της πειραιώτισσας Σοφίας Α. Αντωνιάδη  είναι μία ακόμη σημαντική ψηφίδα στην ιστορία των Πειραϊκών Γραμμάτων και της Πειραϊκής Λογοτεχνικής Σχολής εν γένει.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος

Πειραιάς

12 Μαρτίου 2025.                     

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου