ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΑΣΙΔΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Α΄ Χαιρετισμοί σήμερα 7 Μαρτίου 2025.
Χαροκαμένες Ελληνίδες Μανάδες με ένα κερί στο χέρι κατεβαίνουν στους
δρόμους ζητώντας δικαίωση για τον άδικο και ξαφνικό χαμό των παιδιών τους, των
δικών τους, των συγγενών τους, των φίλων τους. ΜΑΝΔΡΑ- ΜΑΤΙ- ΤΕΜΠΗ. Πατεράδες
με το μαύρο περιβραχιόνιο στο μπράτσο κρατούν πλακάτ με τα ονόματα των αγοριών
και κοριτσιών τους που εξαϋλώθηκαν, χάθηκαν στα τρία μεγάλα Κακά που έπληξαν
την Χώρα. ΜΑΝΔΡΑ- ΜΑΤΙ- ΤΕΜΠΗ. Όλη η χώρα ένα Κοιμητήριο με αναμμένα καντηλάκια
παιδιών και μεγαλυτέρων Ελλήνων και Ελληνίδων. Φωνές ανθρώπων πόνου ιαχές
παιανίζουν ρυθμικά «Πεθαίνω σαν Χώρα». ΜΑΝΔΡΑ- ΜΑΤΙ- ΤΕΜΠΗ. Σώματα ανθρώπων
καψαλισμένα που δεν θα βρεθούν ποτέ ξανά, δεν θα τους ανοιχτεί ένας τάφος να
αναπαυθεί η στάχτη τους, διαμελισμένα από την φωτιά και τις σφοδρές συγκρούσεις
Σώματα, μετέωρα μεταξύ του χθες της άτυχης μοίρας τους, και το έσχατο σήμερα
που κόπηκε το νήμα της ζωής τους. Πνιγμένα Σώματα κείτονται στο βάθος της
πυρωμένης θάλασσας, βρίσκονται σκεπασμένα από χώματα και μπάζα κάτω από γραμμές
τραίνων. Σώματα που δεν ανασαίνουν πια, σταμάτησε ο χτύπος των καρδιών τους
ξαφνικά και απροσδόκητα, οι σφυγμοί τους χτυπούν στο τελευταίο δευτερόλεπτο της
λήξης της ζωής τους. ΔΕΝ ΕΧΩ ΟΞΥΓΟΝΟ. Διπλανές μας υπάρξεις, κοντινές μας ζεστές
χειρονομίες, χαμογελαστά παιδαρέλια και κοριτσόπουλα που χάραξαν τα ίχνη τους
στο οικογενειακό τους άλμπουμ φωτογραφιών πριν προλάβουν να το στολίσουν με
καινούργιες στιγμές εμπειριών χαράς και απόλαυσης. Μυστικά της Ζωής που έμειναν
εφτασφράγιστα από τον αδόκητο πρόωρο θάνατό τους. Πρόσωπα αρυτίδωτα από τον
χρόνο που δεν μπουμπούκιασαν, δεν χάρηκαν το παιχνίδι του βίου, γεύτηκαν το
πρόωρο πικρό δυνατό, δραματικό πιοτό του Θανάτου. ΜΑΝΔΡΑ- ΜΑΤΙ- ΤΕΜΠΗ. (26+102+57)
Ελληνόπουλα που έφυγαν πέρα από την θέλησή τους πριν προλάβουν να ζήσουν τα
όνειρά τους, να καρπίσουν τα οράματά τους, έφυγαν για το αιώνιο σκοτεινό ταξίδι
της ουράνιας ουτοπίας δίχως επιστροφή, εκεί που οι ψυχές δεν έχουν μορφή, δεν
έχουν είδος, δεν χαράσσουν το περίγραμμά τους στα σύννεφα που τις σκεπάζουν.
Στην χώρα των Οστών και των κοκάλων φωσφορίζοντα στο αστρικό στερέωμα τις
ασέληνες νύχτες. Μια διαδήλωση ο Ελληνισμός απανταχού της γης. Μία λαοθάλασσα
πόνου και αγανάκτησης, θλίψης βουβής, οργής, δακρύων που ποτίζουν το Δέντρο του
Δεν Ξεχνώ, ένα ατέλειωτο Γιατί; Ένα αδικαίωτο εύκαρπο Ερωτηματικό ζωής που τους
στερήθηκε τόσο άδικα. Μαυροφορεμένες Μανάδες που δεν θα σηκωθούν το πρωί να
πάνε να καθαρίσουν, να στολίσουν με λουλούδια τους τάφους των παιδιών τους, να
χαϊδέψουν την λευκότητα του μαρμάρου, να το πλύνουν, να στρώσουν το χαλικάκι
που τα σκεπάζει, να λιβανίσουν την Εικόνα τους που μαρμάρωσε στον χρόνο. Να
ανοίξουν συζήτηση μαζί τους, να τους μεταφέρουν τα νέα των ζωντανών, να τα
μοιρολογήσουν. Τι αριστοτεχνικά τέλειος φαντάζει ο Κόσμος των Κεκοιμημένων μας
προγόνων. Πόσο ειρηνικός μέσα στην γαλήνια σιωπή τους. Αρμονικά και
καταπραϋντικά μοιάζουν όλα μέσα στην ανυπαρξία τους, γαλήνια μέσα στην
τελειωτική φθορά της ακινησίας τους. Μαύρα Ρόδα οι μνήμες των Κεκοιμημένων,
ενσαρκώσεις βίου περασμένων στιγμών, εμπειρίες παιάνες σε αυτό που δεν ήρθε,
δεν ολοκληρώθηκε, δεν τελειώθηκε στον ατυχή σχεδιασμό του. Άλγη ανευλόγητα στο
γαϊτανάκι των Νεκρών μας. Φωνές δίχως ήχο, μάτια χωρίς φως, δάχτυλα δίχως
αποτυπώματα, πληγές δίχως δικαίωμα αφής βάλσαμο. Αιώνιο αεράκι σιγής που
πουντιάζει την μνήμη των ζωντανών οι νεκροί μας. Φατνώματα περασμένων εμπειριών
στο άγνωστο άστιλπνο ψηφιδωτό. Επαλήθευση της πιστότητας του χθες που
εμφανίστηκε και του μελλοντικού αύριο που δεν θα υπάρξει ξανά.
Και ο «Υιός του Ανθρώπου» μέσα στην
χθόνια μεγαλοπρέπειά του, την λαμπρότητα της θνητότητάς του κρατά το Βιβλίο της
Ζωής ψέλνοντας το Αιώνιο Μοιρολόι των επαναλαμβανόμενων θυσιών. Το κύκνειο άσμα
της ζωής που χάθηκαν στη Μάνδρα, το Μάτι, τα Τέμπη. Σιμά του οι Μανάδες
θρηνολογούν, οι μαυροφορεμένες Παναγιές υφαίνουν με μαύρο νήμα το τέμπλο, τον
δορυφορούμενο νέο σπόρο της Ζωής.
Μ Ο Ι Ρ Ο Λ Ο
Ϊ
Πετρώσανε τα
κύματα στη θάλασσα
ραγίσανε
βαθιά οι ακροποταμιές
κι ο ήλιος
σκέπασε την ανάσα του
με μιαν αχνή
γαλάζια γάζα.
Συρτά –αργά
τα κλάματα
και οι
λυγμοί των γλάρων,
ξέπλεκα τα
μαλλιά αφήσανε τα φύκια
να
διαβαίνουν στο άγνωστο
εκεί όπου τ’
αστέρια χάσανε το δρόμο τους
και τ’
ολοστρόγγυλο πρόσωπο του φεγγαριού
άρχισε
σιγά-σιγά να λιώνει
σαν θεόρατη
μπάλα από χιόνι.
Χιλιάδες
χέρια άδεια
χαιρετούν το
πέταγμά σου
και στόματα
γλυκά μένουν βουβά
μπροστά στο
διάβα σου.
Τ’ αμούστακα
παλικάρια σφίγγουν τα χείλη
και κλείνουν
τα μάτια
σαν τ’ όνειρο
που χάνεται στο πρώτο δάκρυ της αυγής.
Κι οι
κοπελιές με τα τσεμπέρια
και τα
κεφαλοδέματα σου τραγουδούν
σαν τις
νεράϊδες στις πηγές,
σαν τις
γοργόνες στα καράβια
και στις
ποδιές τις κεντητές
απιθώνουν το
τελευταίο χάδι
που
ονειρεύτηκαν πάνω στα στήθια τους.
Πέρα μακριά
το μαύρο γυαλιστερό άτι
της νύχτας,
τρέχει ξέφρενο ξωπίσω σου
χλιμιντρώντας
και τινάζοντας τον ιδρώ
πάνω απ’ τα
μουσκεμένα πλευρά του.
Τραγούδια
αντηχούν παντού,
θλιμμένα
εμβατήρια σ’ ακολουθούν
στο μεγάλο
κι ατέλειωτο δρόμο.
Το καμίνι της
νιότης σου στέρεψε
και πύρινες
φλόγες σκέπασαν το κορμί σου.
Ποιός είσαι
τάχα!
Αναρωτιούνται
τα βουνά,
αναρωτιούνται
οι θάλασσες.
Ποιός είσαι;
Γιατί έφυγες
έτσι ξαφνικά
μες στο
απομεσήμερο με μιά μονάχα δρασκελιά
απ’ το
κατώφλι της ζωής.
Τα σήμαντρα
θρηνούν
και τα μαύρα
πέπλα κυματίζουν
στης νύχτας
το σύγκορμο.
Ποιός είσαι;
Φωνάζουν τα
πουλιά,
φωνάζουν τα
κατσίκια
στις άγριες
κορφές της πατρίδας σου.
Δεν σε
ξέραμε κι όμως σ’ αγαπήσαμε.
Λατρεύαμε
κείνο το χαμόγελό σου
που σκόρπιζε
λεμονανθούς
κι’ έσπερνε
γεράνια και πελαργόνια,
λατρεύαμε τα
χέρια σου
πού σφίγγανε
το φώς σαν μια χούφτα γης
που
μοσκοβολάει Ελλάδα.
Τα χέρια σου
μοιράζαν το καρβέλι της χαράς
σε μας τα
μικρότερα αδέρφια σου
που τώρα
σκάβουμε πηγάδια στον ουρανό
για να μη
διψάσεις ποτέ.
Ο αποσπερίτης
ξεχάστηκε
στο κάτασπρο
ξωκλήσι τ’ Άη Λιά,
σου κούνησε
το μαντήλι για στερνή φορά
και τράβηξε
το σκοινί της καμπάνας.
Τα
περιστέρια πούχαν φωλιάσει στον κόρφο της
τρόμαξαν και
ξεχύθηκαν άσπρα τριαντάφυλλα
πάνω στον
ουρανό να χορεύουν
μαζί με τ’
αστράκια πού τέντωναν
τα κεφαλάκια
τους να σου φωτίσουν
το μακρύ
αιώνιο δρόμο.
Οι μανάδες
σφίξανε το μαντήλι
γύρω στο
κεφάλι τους
και κάνανε
το σημείο του σταυρού.
Σκουπίσανε
με τις ποδιές τους τα μάγουλα,
σκαμμένα
αυλάκια από το πέρασμα του θανάτου.
Και τα καλάθια
με τις λειτουργιές
μείνανε στο
πρωτόσκαλο της εκκλησιάς
μικρά
ξεχασμένα παιδιά γεμάτα προσδοκίες.
Μακριά, πολύ
μακριά στη στράτα
με τα
λιόδεντρα και τα πλατάνια
σε
περιμένουνε τα παιδιά με τις διχάλες στα χέρια
να κυνηγάνε
πουλιά μέσα στ’ απόκλαδα.
Σε
περιμένουν να τους πεις
για τη Μάνα
του Χριστού,
για την
αιώνια μάνα
που τώρα
κλαίει, εσένα, αδερφέ μας.
Σαν έφυγες
κείνο το πρωινό
πρίν βγει ο
ήλιος και πρίν
χτυπήσει η
καμπάνα της Άγια- Μαρίνας.
Έφυγες κι
άφησες τα στρωσίδια σου ζεστά
με τη
μυρωδιά της σάρκας σου.
Έφυγες κι
άφησες την ξώπορτα ανοιχτή
και πάγωσε
το σπιτικό μας
απ’ το
χιονιά πούρθε βαρύς
με τα
σκουτιά του κάτασπρα απ’ το χιόνι.
Ξέχασες όμως
να σκουπίσεις την αυλή μας
και το πρωί
τη βρήκαμε κατάλευκη
από τις
αμυγδαλιές που κλαίγαν όλη τη νύχτα.
Το κίτρινο
φώς των καντηλιών σπαρτάραγε
σαν
σπουργίτι μέσα στο βαρυχείμωνο,
και το χλωμό
πρόσωπο της Παναγίας
φτερούγισε
πάνω στο πιό αψηλό κατάρτι
του καραβιού
που σ’ έπαιρνε μακριά μας.
Ποιός είσαι;
Ποιός είσαι;
Αντιλαλούσαν
οι πλαγιές με τα πευκόδεντρα
και τα
ρύκια.
Ποιός είσαι;
Στριγγλίζανε
οι σειρήνες των καραβιών.
Ποιός είσαι;
Γράφανε στην
άμμο τα βότσαλα και τα κοχύλια.
Και οι φωνές
πνίγονταν μέσα στο άπειρο
όμοιες με
τους αναστεναγμούς των κοριτσιών
που
πνίγονται στον κόρφο τους
σαν καταλαγιάζει
η μέρα και προβάλλει
δειλά- δειλά
το σούρουπο.
Το
τριανταφυλλί χρώμα τ’ ουρανού
κορώνα στ’
αγιοκλήματα και τα φούλια,
πού ψάχνουν
ν’ αγκαλιάσουν τη ματιά σου,
κλαίει κι
αυτό με ρόδινα δάκρυα.
Έφυγες, μα
δεν άδειασε το σκαμνί δίπλα στην ελιά
που καθόσουνα
και τραγουδούσες,
δεν χάθηκε η
φωνή σου
κρούσταλλο
που παιχνίδιζε
με τις
ανταύγειες του ήλιου,
δεν χάθηκε
το τρυγοκόφινο
που
κουβαλούσες στον ώμο
τότε που
τρυγούσε το χωριό
και το
τραγούδι σου αντηχούσε
ως πέρα στο
κάστρο.
Τίποτα δεν
χάθηκε,
τα φυλάξαμε
όλα μαζί
βαρειά
κληρονομιά
με τη θύμησή
σου
πίσω απ’ το
‘κονοστάσι
με την
ασημένια καντήλα της γιαγιάς
και τις
ξαγρύπνιες της μάνας μας.
ΦΑΙΔΡΑΣ ΖΑΜΠΑΘΑ
ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΥ
Ποιητική
συλλογή ΚΤΕΡΙΣΜΑΤΑ, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1972, σ. 69-76.
Διευκρινιστικά:
Η ποιήτρια και μεταφράστρια,
διηγηματογράφος Φαίδρα Ζαμπαθά Παγουλάτου, (Αθήνα 10/10/1933- Αθήνα 13/6/2021), όπως
μας εξομολογείται η ίδια σε ένα βιογραφικό της χειρόγραφο σημείωμα που μας είχε
δώσει παλαιότερα, το 2021, όταν συνομιλήσαμε μαζί της για πρώτη φορά μετά από
πρόσκλησή της στην πατρική της εστία, στην
οδό Κερκύρας 35 περιοχή της Κυψέλης, υπήρξε από νεαρή ηλικία μία ενεργή,
δυναμική αγωνιστική φωνή, μιά μαχόμενη δραστήρια ελληνίδα πολίτης που πάλεψε
τον φασισμό και ύψωσε το ανάστημά της στις αδικίες των ισχυρών της κοινωνίας
και του Κόσμου. Πολιτικοποιημένη και έντονα κομματικοποιημένη γυναίκα,
αγωνίστηκε για την δικαιοσύνη και ελευθερία και τα δίκαια όχι μόνο του
ελληνικού λαού αλλά και των υπολοίπων δημοκρατικών λαών και λαϊκών διεκδικήσεων
απανταχού της γης. Αναθρεμμένη και μεγαλωμένη σε ένα δημοκρατικό οικογενειακό
περιβάλλον, δεν μπορούσε παρά και η ίδια να αποτελεί αναπόσπαστο μέλος του και της
πολιτικής του παράδοσης. Πατέρας της ήταν ο αριστερός συγγραφέας Κούλης
Ζαμπαθάς, στο δικό τους σπίτι βρήκε φιλοξενία, καταφύγιο ο «Άνθρωπος με το
γαρύφαλλο», ο Νίκος Μπελογιάννης που
εκτελέστηκε από τις συντηρητικές νικητήριες δυνάμεις στην χώρα μας μετά το
τέλος του εμφύλιου σπαραγμού. Την έφεσή της στα γράμματα, ιδιαίτερα στην Ποίηση
την φανέρωσε σε μικρή ηλικία, από τα δώδεκά της χρόνια, έκτοτε, παράλληλα με
τους προσωπικούς της αγώνες με το κόμμα και την ιδεολογία που στήριζε και
υποστήριζε, μας έδωσε πάνω από 20 τίτλους βιβλίων της. Κυρίως ποιητικές
συλλογές, διηγήματα, μεταφράσεις, μελέτες. Συνεργάστηκε με αρκετά ελληνικά
περιοδικά, κυρίως την ετήσια «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» του εκδότη Μαυρίδη στο
τυπογραφείο του οποίου εξέδωσε τις περισσότερες ποιητικές της συλλογές.
Ποιήματά της μεταφράστηκαν στο εξωτερικό και τιμήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων για
την εν γένει προσφορά της στα γράμματα. Υπήρξε ακόμα Γενική Γραμματέας μετά την
μεταπολίτευση έως το 1982 της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Μας λέει η ίδια στο
δίφυλλο που έχουμε μπροστά μας.
«Γεννήθηκα
σ’ ένα σπιτόπουλο στην όμορφη τότε Κυψέλη, κοντά στο κτήμα του Κωνσταντή Κανάρη,
στις 10 του Οκτώβρη του 1933. Ο πατέρας μου Κούλης Ζαμπαθάς, λογοτέχνης,
αγωνιστής, φτωχός κι έντιμος μου πρόσφερε την αγάπη και τη στοργή μαζί με τη μάνα μου, ηρωική μορφή του
σπιτιού μας.
Τ’ όνομά μου το χρωστάω στους Μενέλαο
Λουντέμη και Γιάννη Σκαρίμπα. Μεγάλωσα μέσα στη λογοτεχνική οικογένεια, που
αγάπησα και με αγάπησε. Ξεκίνησα να σπουδάσω γιατρός όμως τα φτωχά οικονομικά
της οικογένειας, ευτυχώς, με κράτησαν μακριά και αφιερώθηκα στο διάβασμα, το
γράψιμο και τη μετάφραση. Σπούδασα τρεις ξένες γλώσσες με πτυχία (Γαλλικά,
Αγγλικά, Ιταλικά) και μελέτησα τη ξένη λογοτεχνία. Έχω μεταφράσει πολλούς
ποιητές και πεζογράφους και πιστεύω ότι η μετάφραση είναι δημιουργία.
Δημοσίευσα
πολλά κείμενα πεζά και ποιητικά στον περιοδικό και ημερήσιο τύπο.
Το
πρώτο μου ποίημα τόγραψα στα 12 χρόνια μου εμπνευσμένο από τις όμορφες
διηγήσεις του Μαραμπού (Νίκο Καββαδία) στον οποίο και το αφιέρωσα.
Παντρεύτηκα
το Διονύση Παγουλάτο και ο Νικηφόρος Βρεττάκος φίλησε τα στέφανά μας.
Το 1962 κυκλοφορεί η πρώτη μου ποιητική
συλλογή με τίτλο» Σταγόνες από Φώς». Ακολούθησαν «Τ’ Ανοιχτά Παράθυρα» 1963 στα
οποία οφείλω μια γραφομηχανή που αγόρασα από τα χρήματα που μάζεψα από τα
Βιβλιοπωλεία. Από τότε δεν εισέπραξα ούτε μία δραχμή από βιβλίο μου.
Στη συνέχεια εκδόθηκαν: Ποίηση: «Κι Εσύ»
Ιωλκός 1965, «Πριν το Τέλος» Μαυρίδης 1966, «Κτερίσματα» Μαυρίδης 1972,
«Ερωτικά» Μαυρίδης 1974, «Επιτάφια» Μαυρίδης 1976, «Ανεπίδοτες Επιστολές»,
Μαυρίδης 1978, «Η Πολιτεία πεθαίνει κι απόψε», Μαυρίδης 1981, «Πλωτές
Συνοικίες», Δωρικός 1983, «Διψασμένο Φεγγάρι», Μαυρίδης 1986, «Στις Αποχρώσεις
του Αύριο». Θεμέλιο 1988, «Εις Μνήμην Γιάννη Ρίτσου» 1992, «Κλειστή Πόρτα»,
Λωτός 1994. Δοκίμια: Τζιάκομο Λεοπάρντι», Μαυρίδης 1977, «Ιστορικές Μνήμες
Ε.Ε.Λ. 1934-1984», Μαυρίδης 1987. Μεταφράσεις: DIDEROT «Η Καλόγρια», Σιδέρης 1967 μαζί με τον Γιάννη Μαγκλή. HOBSBOWN «Οι Ληστές», Βέργος 1975, R. ZALLER,
«Το Έτος Ένα» Ιωλκός 1970. Επίσης έχω μεταφράσει PREVER, REVERDY, VERGA, LEOPARDI, SAADY, κ.ά.
Στα 1964-1965 εκλέγομαι μέλος της Ε.Ε.Λ.
και μου ανατίθεται η Ειδική Γραμματεία δίπλα στον Λέοντα Κουκούλα, το Δημήτρη
Φωτιάδη, τη Λιλή Ιακωβίδη κ.ά. Από τη μεταπολίτευση και έως το 1982 εκλέγομαι
γεν. Γραμ. της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Λογοτεχνικά:
Έδωσα πολλές διαλέξεις στο Κέντρο την περιφέρεια και την Επαρχία με θέματα
σχετικά με το Βιβλίο, την Ποίηση, την Ειρήνη και τη Γυναίκα μέσα στην Τέχνη και
ως πηγή έμπνευσης. Επίσης για λογοτέχνες όπως: Στρατή Δούκα, Κώστα Καρυωτάκη,
Ρίτα Μπούμη, Έλλη Αλεξίου, Λιλή Ιακωβίδη, Νίκο Καββαδία, Γιώργο Κάρτερ, Νίκο
Κιτόπουλο, Γιώτα Φωτιάδου- Μπαλαφούτη, Μάγια Μαρία Ρούσσου κ.ά. Προλόγισα τα
δοκίμια της Λιλής Ιακωβίδη, τα πεζά του Ανδρέα Ονουφρίου στην Κύπρο, τα
Αντιστασιακά του Δημήτρη Λιάτσου.
Έδωσα
διαλέξεις στους Δήμους: Ζωγράφου, Ψυχικού, Αγίων Αναργύρων, Καλυβίων, Βάρης,
Σερβίων, Κορίνθου, Άσπρων Σπιτιών, Βοιωτίας, Βούλας. Στα Σχολεία Δραπετσώνας,
Κερατσινίου, Παλατιανής, Γκράβας.
Έλαβα μέρος
σε πολλά Συνέδρια στην Ελλάδα και το Εξωτερικό εκπροσωπώντας σε άλλα την
Εταιρεία και σε άλλα τη χώρα μου μέσω Υπουργείου. Βερολίνο 1977, Φλωρεντία
1979, Φιλιππούπολη 1984, Μόσχα 1986, Θεσσαλονίκη 1980, Κέρκυρα 1981 και στην
Αθήνα σε πολλές ημερίδες. Είμαι μέλος επίσης του PEN CLUB.
Συνδικαλιστικά:
Δούλεψα για τα αιτήματα του κλάδου με πρώτο αίτημα αυτό της συνταξιοδότησης μας
και ως Γεν. Γραμμ. Της Ε.Ε.Λ. και ως μέλος του συντονιστικού οργάνου των
Συνεργαζομένων Λογοτεχνικών Σωματείων, την ίδια εποχή διατελώ μέλος του Δ.Σ.
της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων με Προέδρους τον Αντίοχο Ευαγγελάτο και
την Τατιάνα Γκρίτση- Μιλλιέξ, προωθώντας τα προβλήματα των Σωματείων. Συγχρόνως
ασχολούμαι με τα κοινά μέσα από ειρηνιστικά κινήματα όπως Ελληνικό Γυναικείο
Αντιπυρηνικό Κίνημα (ΕΓΑΚ), Έκκληση της Ακρόπολης, ΕΕΔΥΕ, Γεν. Γραμματεία
Ισότητας, Βορά- Νότο, ΟΓΕ.
Ποιήματά μου
έχουν μεταφραστεί από νεοελληνιστές και έλληνες του εξωτερικού: Enrique Garcia Cagpy, Gaston Henry Aufrere, Anna Nantia Khost, Νίκο Χατζηγιάννη Πολωνία, Νίκο
Μπλέτα Ιταλία. Jim Pandazis
Καναδάς. Σε Ανθολογία του Λυκείου στη Valencienne, σε Ανθολογία Γυναικών για την
Ειρήνη στην Μάλτα. Επίσης έχω ανθολογηθεί σε πολλές Ανθολογίες στην Ελλάδα.
Κριτικοί
ασχολήθηκαν θετικά με το έργο μου όπως: Πέτρος Χάρης (Εφημερίδα Ελευθερία, περ.
Νέα Εστία), Μπάμπης Κλάρας (Βραδυνή), Αχιλλέας Μαμάκης (Έθνος), Άγγελος
Φουριώτης (Απογευματινή), Δ. Κωστελένος (Ακρόπολη), Τάσος Λειβαδίτης (Αυγή),
Μαν. Γιαλουράκης (Ταχυδρόμος- Αίγυπτος), Φ. Κλεάνθης και Β. Βαρίκας (ΤΑ Νέα),
Δ. Δούκαρης (περ. Τομές). Γ. Βιστάκης (περ. Έρευνα), Ν. Βρεττάκος (Επιθεώρηση
Τέχνης), Κ. Τσιρόπουλος (περ. Ευθύνη), Κική Σεγδίτσα (Ραδιόφωνο), Γιάννης
Νεγρεπόντης (Ραδιόφωνο), Κώστας Βαλέτας (Ραδιόφωνο), Γιάννης Κορίδης (περ.
Ιωλκός).
Δεν τιμήθηκα
με κανένα Βραβείο. Τιμήθηκα όμως με την αγάπη και τη φιλία άξιων λογοτεχνών που
σημάδεψαν τα Ελληνικά Γράμματα, αλλά και τα δικά μου βήματα μέσα σ’ αυτό το
χώρο.».
Αυτό είναι το βιογραφικό- εργογραφικό
της σημείωμα το οποίο η μαχητική ποιήτρια μου έδωσε μετά από τις συναντήσεις
μας στην οικεία της. Δεν θέλησα να το ρετουσάρω φιλολογικά, προτίμησα να έχει
το προσωπικό ύφος γραφής της Φ. Ζαμπαθά- Παγουλάτου. Να φανεί η ειλικρίνεια του
λόγου της και ταυτόχρονα το παράπονό της. Μου φωτοτύπησε επίσης, και ορισμένες
από τις βιβλιοκριτικές για τα βιβλία της, (δυστυχώς χωρίς ακριβή στοιχεία) και
μία ανέκδοτη δαχτυλογραφημένη κριτική της ιδεολογικής της ομοϊδεάτισσας
ποιήτριας Σοφίας Μαυροειδή- Παπαδάκη. Αυτές και μία κριτική της Έλλης Παππά,
θα τις αναρτήσω σε επόμενο σημείωμα για την Φαίδρα Ζαμπαθά Παγουλάτου. Η ποιήτρια
έφυγε από κοντά μας το Καλοκαίρι του 2021, πριν πέντε χρόνια, 13 Ιουνίου, Μέχρι
την ημερομηνία αυτή, δηλαδή 20 χρόνια μετά την γνωριμία μας και το εργογραφικό-
βιογραφικό της σημείωμα η Φαίδρα Ζαμπαθά Παγουλάτου, η ερωτική και κοινωνικής,
πολιτικής ατμόσφαιρας μαχητική ποιήτρια
και συνδικαλίστρια, βραβεύτηκε από τον Δήμο
Αθηναίων, του Κερατσινίου κλπ. και κυκλοφόρησε τα εξής βιβλία της από όσο γνωρίζω.
«Νοέμβρης της Σιωπής» (ποίηση), Ιωλκός 1999, «Ξημέρωσε Νύχτα» (5 Διηγήματα), Εξάντας
2001, «Η Αγάπη ξεχάστηκε σ’ ένα ποίημα», Μαυρίδης 2001, (το βιβλίο περιλαμβάνει
40 ποιήματα και ένα πεζό). «Πικρό Μέλι» Ιωλκός 2002 (ποιήματα), «Ταξιδεύοντας
στο φως», Λεξίτυπο 2014, «Γράμματα της ποίησης», Ατέχνως, και «Στοίχημα ζωής
και άλλες ιστορίες» Ιωλκός 2005 (διηγήματα). Επανακυκλοφόρησε επίσης το βιβλίο
του πατέρα της Κούλη Ζαμπαθά, «Νίκος Μπελογιάννης- Νίκος Πλουμπίδης. Το Σπίτι
των Ηρώων».
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς
7 Μαρτίου
2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου