Κορφολογώντας την ποίηση του Γιώργου
Δανιήλ
ΤΟ ΚΟΥΤΣΟ ΣΟΝΕΤΟ
Εντεκασύλλαβες
αγάπες δος μου
τα φύλλα του
βασιλικού, του δυόσμου.
Σπάσε του
χρόνου το σκληρό φουντούκι
τη λύρα
κρούσε κι άσε το μπουζούκι.
Έδωσα λόγο
στην Κυπαρισσένια
με τα χρυσά
μαλλιά και με τα χτένια
τη δισκοθήκη
σπρώχνω στη γωνιά της
γίνομαι
πελεκάνος Μυκονιάτης.
Εντεκασύλλαβη
σταλάζει η νοσταλγία
κόσμου
μισοκρυμμένου στα βιβλία.
Δουλεύεται
στον αργαλιό της μνήμης
χαλί με
χίμαιρες μορφές σαγήνης-
μα να που
βλέπω μελανιές στ’ άσπρο σου χρώμα Παλόμα.
ΚΑΙ
ΚΑΙ
Και του
Σεφέρη την θλιμμένη
νοικοκυροσύνη
και του Μελά
την
ακατάσχετη
φιλαυτία
και τους
αλλόκοτους
του
Καζαντζάκη
μετεωρισμούς
την
υψηλόκαρδη μπραβούρα
του
Σικελιανού
του Βάρναλη
τα λυρικά
αλυχτίσματα
χώρεσε όμοια
ό,τι κι αν
πεις
τούτος ο
τόπος
πάνω απ’ τ’
αποκαϊδια
των
συγκρούσεων
δώθε απ’ τα
χαρακώματα
του εγώ.
Κάθε Ρωμηός
και μιά
σχεδία ενστίκτου
στον άψορρον
ωκεανό
της μνήμης.
ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ
Επιστρέφω
στο σώμα μου
όπως
γυρίζουν
τα ψάρια
κολυμπώντας
ενάντια στο
ρέμα
κι ας τα
καρφώνουν
έτσι οι
Εσκιμώοι
στήνοντας
δολερές
παγίδες.
Επιστρέφω
στο σώμα
μου.
Της ιστορίας
πονηρά
εκμαγεία
μπείτε
προσωρινά
στο
ντουλάπι.
Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Κάποτε ήταν
του Πινδάρου
Δ ω ρ ί α
ν α π ό
φ ό ρ μ ι γ γ α
π α σ σ ά λ
ο υ λ ά μ β α ν ε
τ’ χέρι που
διαφέντευε
τ’ αλέτρι
τόνιζε
και τη
μουσική.
Τώρα ρίχνεις
το νόμισμα
στο
τζουκμπόξ
κι
ακολουθείς
με τ’ άκρα
των δαχτύλων
την
αποσβολωμένη μελωδία
ενώ η
προκομμένη σερβιτόρα
σου κουβαλά
με χάρη
το ζουμερό
χάμπουργκερ.
ΛΕΞΕΙΣ ΠΥΞΙΔΕΣ
Λέξεις
πυξίδες
αλλά χωρίς
τον μπούσουλα
εκείνες οι
πρώτες
πυξίδες
τ’ άδεια
κυτία
κουτιά από
τσιγάρα
που
αναλήφτηκαν
μεσ’ σε
καπνούς
στον αγέρα
χωρίς τα
χρυσόχαρτα
που έγιναν
σαϊτες
και πέταξαν
μακριά
μεσ’ από
παιδικά
δάχτυλα.
Λέξεις
κλειστές
γύρω απ’ τον
εαυτό τους
γύρω απ’ το
πολύτιμο
κενό τους
τον αγέρα.
ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΑ
Ι
Μονοτονικό
το σπίτι της
γλώσσας
χωρίς
αετώματα
χωρίς
κεραμίδια
με πλάκα.
ΙΙ
Κι όμως,
η σερπετή
περισπωμένη
πήγαινε
καπέλο
στη λέξη
κύμα.
Και τώρα,
τί θα γίνει
η λέξη αυτή
χωρίς το
καπέλο της;
ΠΡΟΣ ΔΑΦΝΗΝ
Κάθομαι ν’
ανασάνω στους κορμούς
μ’ αγνάντια
τις Καρυές
ενώ πιο πάνω
τετιγίζει
ηλεκτρικό
τρυπάνι.
Τσιγάρα κι
αναπτήρας!
Κάποιος τα
ξέχασε
ή να ‘ναι ο
δάκτυλος
του Άη
Φανουρίου;
Ας πάρω ένα
ρίχνοντας
συνάμα στο χαρτί
σκέψεις που
πρόκειται
να χάσω στ’
αεροπλάνο.
Κάποιες
τους, όμως,
θ’ αναστούν
με τον καιρό
σαν τον
Λάζαρο
μισοπαράλυτες
στο θάμβος
τους.
ΜΥΚΗΝΕΣ
Η τραγική
σκηνοθεσία του τοπίου
δεν
εμποδίζει τη μυρτιά να θάλλει
τα μάρμαρα
μπορεί να ράντισε αίμα
ωστόσο, να
που σφουγγαρίζει
η προκομμένη
Ευρύκλεια της μνήμης
χωρίς
απορρυπαντικό
τα μάγουλα
των λουλουδιών
ερυθριούν
μαδιούνται
απ’ το φιλί
του αγέρα
οι
μαργαρίτες
στην
αχρωματοψία του δειλινού
όλα φορούν
το πιο
λαμπρό τους χρώμα.
ΛΙΘΟΒΟΛΙΑ
Αυτός εδώ
λιθοβολεί
κι αυτός
εκεί
λιθοβολείται
ο άλλος πάλι
κάθεται
μετράει
τις πέτρες.
ΜΗ
Μη φείδου
χρόνου
λάθος το ‘πε
ο Χείλων
ξοδεύου
με την
έλπιση
του ανθού.
Ο ΚΛΑΥΣΙΓΕΛΩΣ
Όλο να γίνω
σοβαρός
λέω
μα πάντα
ξετρυπώνει
από ρωγμές
κι από
γωνίες
ο
κλαυσίγελως
μερικών
αιώνων.
ΚΑΙ ΜΕΣ’ ΣΤΟ
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Του βίου το
αμφίρροπο
λάμπει και
μεσ’ στο ευαγγέλιο
τα ταπεινά
δε σπείρουν
δε θερίζουν
απ’ τ’ άλλο
μέρος
ο υιός του
ανθρώπου
βάζει για
προσκεφάλι του
την πέτρα.
ΤΟ ΜΠΑΛΟΝΙ
Όταν ζουλάς
το μπαλόνι
προκαλείς
τον αγέρα
θα σου
φυσήξει
καταπρόσωπο
το μένος
του.
ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ
Φύκια στη
θέση
των μαλλιών
αντί για
μάτια
λιμνοθάλασσες
τα χείλη
συμπληγάδες
πέτρες
κι εκεί
ανάμεσα
ο γαλέος
της σιωπής.
Η ΜΕΔΟΥΣΑ
Ο πόθος σου
σε θέλει
αναχωρητή
μην σε
πετρώσει
η Μέδουσα
της
επιτυχίας.
Σχετικά
με τα ποιήματα του Γιώργου Δανιήλ:
Για τον πειραιώτη καθηγητή, ποιητή και
μεταφραστή Γιώργο Δανιήλ (Τραχήλα Μεσσηνιακής Μάνης 22/2/1938-Αθήνα 22/6/1991)
ο οποίος σταδιοδρόμησε επαγγελματικά στον Καναδά από το 1964, βλέπε εκτενές
σημείωμά μας της 20ης Φεβρουαρίου 2025 στα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Η
παρούσα Ανθολόγηση γίνεται από την τελευταία του συλλογή «ΤΑ ΕΠΙΘΕΤΑ» ΠΟΙΗΜΑΤΑ
1968-1983. Δεύτερη Έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη. Εκδόσεις ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ,
Αθήνα, Νοέμβριος 1984. Βιβλίο 38ο,. σελίδες 160. Η συλλογή τυπώθηκε
στο τυπογραφείο Α. Ζουμαδάκη σε 1000 αντίτυπα για λογαριασμό του ποιητή στη
σειρά των εκδόσεων ΠΡΟΣΠΕΡΟΣ. Διαστάσεις 12Χ17. Αποτελείται από τις εξής
ενότητες ποιημάτων.
-Ποιητική,
Ι, σ.7-22 (14 Ποιήματα).
-Τα
Αδιέξοδα, σ.23-42 (18 Ποιήματα)
-Τα Τερπνά,
σ. 43-60 (16 Ποιήματα)
-Τα
Ιδεόληπτα, σ.61-81 (16 Ποιήματα)
-Τα Στάσιμα,
σ.83-95 (10 Ποιήματα)
-Τα Τοπία,
σ.97-128 (23 Ποιήματα)
-Ποιητική,
ΙΙ, σ.129-150 (19 Ποιήματα).
Συνολικά «Τα
Επίθετα» περιλαμβάνουν 116 Ποιητικές μονάδες σε διάρκεια δεκαπέντε ετών. Τα
Ποιήματα προέρχονται από προηγούμενες συλλογές του, αναθεωρημένα πολλά από αυτά
αλλά και καινούργια που συνέθεσε μεταγενέστερα και συμπεριλαμβάνονται στην
τελική τους μορφή στην παρούσα τελευταία Συλλογή του. Είναι ποιήματα μικρής
φόρμας στην πλειονότητά τους, ολιγόστιχα, πυκνού νοήματος, επιλεγμένων λέξεων,
ύφους στοχαστικού, μιάς ποιητικής ανάσας δίχως πολλά σημεία στίξεως. Η τεχνική
και η λιτότητα της εικονοποιίας τους θυμίζουν Χάϊ- Κου. Στην συλλογή από την
πλευρά μας, σαν αναγνώστες, εντοπίζουμε τους ποιητικούς του πειραματισμούς, δες
το ποίημα «ΑΥΤΟΜΑΤΟ» η μοναδική απόπειρα αυτόματης γραφής όπως μας λέει στις
σημειώσεις του. Έχουμε την Ποιητική του η οποία σε δύο μέρη περικλείει τις
υπόλοιπες περιόδους της γραφής του και της πρώτης ύλης των ποιημάτων του. Η
θεματογραφία τους αγκαλιάζει διάφορες χρονικές ημερολογιακές του προσωπικές,
ταξιδιωτικές στιγμές. Η γλώσσα του ποιητή διακρίνεται για την καθαρότητα και
την απλότητά της, μιά δωρικότητα η οποία δεν εμποδίζει τον λυρισμό του να
αναδειχτεί, οι ποιητικές του εικόνες αληθεύουν των νοημάτων τους είτε αυτές
έχουν να κάνουν με τοπία και περιοχές αρχαιολογικούς χώρους, μοναστηριακά
συγκροτήματα, εκκλησίες που επισκέπτεται, είτε πάλι, αφορούν την φανέρωση
ατομικών του στοχασμών και σκέψεων, παρατηρήσεων. Αρκετές ποιητικές του μονάδες
εμπεριέχουν σπαράγματα κειμένων αρχαίων ελλήνων ποιητών, λέξεων προερχομένων
και πέρα των ορίων χρήσης της δημοτικής γλώσσας. Όποτε συμβαίνει αυτό, το
ποίημα δεν βαρύνεται από μία «φορτική» αρχαιογνωσία, μία επίδειξη αρχαιομάθειας
(προερχόμενη από τις κλασικές σπουδές του ποιητικού υποκειμένου), ο αρχαίος
λόγος και η σημαντική του λειτουργεί οργανικά, ομαλά μέσα στο ποίημα, το
«προσδιορίζει», δεν δίνει την αίσθηση στον αναγνώστη ότι είναι ξένο σώμα. Τα
Ποιήματα του Γιώργου Δανιήλ εκπνέουν ένα άρωμα νεανικής νοσταλγίας, μιάς συγκίνησης
της πρώτης επαφής μας με τον κόσμο, το πρώτο φτερούγισμα της τρυφερότητας, το
ευαίσθητο ξάφνιασμα της πρώτης ματιάς, μα, και λεπτή οξεία παρατηρητικότητα
ανθρώπων, τοποθεσιών που επισκέπτεται με μια φωτογραφική μηχανή πάντα στο χέρι.
Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι έχει μπροστά του ανοιγμένο το προσωπικό άλμπουμ
φωτογραφιών, στιγμών του ποιητή με τις δεκάδες φωτογραφίες που τράβηξε στις
περιηγήσεις του, απαθανατίζοντας τοπία, κτηριακά μοναστηριακά συγκροτήματα, στιγμιότυπα
περιπλανήσεων σε σώματα πόλεων και αρχαιολογικούς της Ελλάδας και του
Εξωτερικού (Ιταλία) χώρους. Τοποθεσίες και περιοχές μεγίστης, σημαντικής,
ιστορικής, αρχαιολογικής και πολιτιστικής αξίας. Η συγκεντρωτική αυτή συλλογή με
τα επιλεγμένα από τον ίδιο ποιήματα που αποφάσισε να μας προσφέρει-ως τελευταία
του ποιητική παρακαταθήκη- είναι το καταστάλαγμα των άμεσων εμπειριών της ζωής
του, όπως το βλέμμα του μέσω του φωτογραφικού του φακού εντοπίζει και
απεικονίζει. Ο ποιητής παιδιόθεν αγαπά τις ταξιδιωτικές περιπλανήσεις σαν στάση
ζωής, ανάγκη «αυτογνωσίας» του βίου του, όχι ως ένας ακόμα ανώνυμος τουρίστας
από τους χιλιάδες που ακολουθούν τις συνήθειες του προγράμματος του μαζικού
τουρισμού, ξένοι ή ντόπιοι επισκέπτες πού συνήθως βλέπουν τα τοπία από τα
παράθυρα των πούλμαν που τους μεταφέρουν, δίχως να προλάβουν να νιώσουν κάτι
από την κοινωνική, ιστορική πραγματικότητα και ατμόσφαιρα του χώρου που
επισκέπτονται, ή σπεύδουν αμέσως να επισκεφτούν τα εμπορικά καταστήματα να
αγοράσουν τα σουβενίρ ως ένδειξη της εκεί παρουσίας τους, να φωτογραφηθούν σε
ελκυστική και νωχελική πόζα μπροστά σε μεγαλοπρεπή μνημεία και ηρώα που έχουν
επιλέξει οι ξεναγοί τους, ώστε να έχουν κάτι να θυμούνται στην επιστροφή τους
να δείχνουν στους δικούς τους. Ασπρόμαυρες ή έγχρωμες φωτογραφίες που δεν ξεχωρίζουν
η μία από την άλλη, δίχως να το απολυτοποιούμε. Ο ποιητής Γιώργος Δανιήλ ανήκει
στην κατηγορία των επισκεπτών-ταξιδευτών οι οποίοι κουβαλώντας στα σακίδια του
βίου τους τις κλασικές τους σπουδές και διαβάσματα, γίνονται μέρος της ιστορίας,
της αρχαιολογικής εικόνας, της πολιτιστικής ρητορικής της παράδοσης των
τοποθεσιών που έρχονται σε επαφή, γνωριμία στις επισκέψεις τους. Η ματιά του
βλέπει πέρα από την επιφάνεια των κτηριακών συγκροτημάτων, του σύγχρονου
στίγματος των μνημείων, το θάμπος της εικόνας που αντικρίζει μπροστά του και
απαθανατίζει με τον φωτογραφικό του φακό, η ματιά του πάει πίσω στον χρόνο, στο
μυστήριο και την ανάγκη, την αιτία της καλλιτεχνικής κατασκευής προγενέστερων
γενεών και πολιτισμών ανθρώπινων κατασκευών κοινωνικών συνόλων ζωής. Ιχνηλατεί
την ιστορική μνήμη του μνημείου, το κλίμα και τις κοινωνικές συνθήκες που το
κυοφόρησαν, την συμβολιστική του στο χρόνο, τις καθολικές του μέσα στην
παράδοση αναφορές από τις μεταγενέστερες γενεές. Παρατηρεί την αρχιτεκτονική
και εκφράζει τι αισθήσεις ξυπνά, τι μεταφυσικές ανησυχίες, ερωτήματα και
απορίες του και μας γεννά. Δεν αποτυπώνει με τον φακό του το διασωθέν στο χρόνο
και στην ιστορία αρχαιολογικό «ερείπιο», σκόρπια θραύσματα αρχαίου πολιτισμού,
της μεταφυσικής πίστης των ανθρώπων συγκροτήματα, αλλά, την «ψυχή» του
οικοδομήματος, των κτηριακών σπαραγμάτων, ενώ παράλληλα αφουγκραζόμαστε την
καλλιτεχνική ανάσα του δημιουργού του, αναπλάθει ιστορικές αισθήσεις, ανακαλεί
περασμένες παραστάσεις και αίτια συμβάντων. Οι φωτογραφικές του απεικονίσεις
διακρίνονται για την ισχυρή ποιητικότητά τους, αν κατανοούμε ορθά τις συλλήψεις
του ποιητή και δεν λαθεύουμε, το ποίημα είναι μία μορφή εκπαιδευτικής μας
πολιτιστικής «διδασκαλίας», και αυτό επιτυγχάνεται με έναν τρόπο που δεν
ενοχλεί, δεν μας κάνει να νιώσουμε άβολα για τις μορφωτικές και εκπαιδευτικές
μας ελλείψεις, παρά θαυμασμό για αυτό που και η δική μας συνείδηση
αντιλαμβάνεται, συγκινησιακά αποδέχεται και βρίσκει την ευκαιρία να το εκφράσει
μέσω των φωτογραφικών πινελιών του ποιητή-ταξιδιώτη που μορφοποιεί την
αμεσότητα της εμπειρίας σε ποίημα σε ποίηση. Είναι το ταξιδιωτικό του υλικό που
επιστρέφοντας από τα ταξίδια της ψυχής και του σώματός του ο ποιητής το εμφανίζει
στο χαρτί της ποίησης θέλοντας να μας καταστήσει κοινωνούς των συγκινησιακών
του εμπειριών, τα ποιήματά του δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της δικής του ζωής
ρητορική. Η ποιητική αυτή τεχνική, δηλαδή η ρητορική της συσχέτισης της τέχνης
της φωτογραφίας με την ποίηση, το φωτογραφικό κλικ σε ποιητική μονάδα, δεν
είναι κάτι άγνωστο στους λογοτέχνες, την έχουμε συναντήσει και σε άλλους
έλληνες ποιητές και ελληνίδες ποιήτριες. Ο ποιητής, εκδότης και συγγραφέας,
επιμελητής εκδόσεων Δημήτρης Καλοκύρης έχει ασχοληθεί αν δεν λαθεύω ιδιαίτερα
με το θέμα αυτό, κυκλοφορεί βιβλίο του, για την εκλεκτική συγγένεια των δύο του
ανθρώπου τεχνών και εκφράσεων. Ας φέρουμε στην μνήμη μας και τις εικόνες με την
φωτογραφική μηχανή στον ώμο του νομπελίστα μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη, του
υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου και τις ποικίλες φωτογραφίες του, του
ποιητή και μεταφραστή, διαφημιστή Νίκου Δήμου και πολλών άλλων ελλήνων και
ξένων λογοτεχνών.
Τα ποιήματα της συλλογής «Τα Επίθετα» είναι
όλα έντιτλα και ο εύστοχος κεφαλαιογράμματος τίτλος τους, μας προϊδεάζει για το
θέμα που θα ακολουθήσει, ορίζει τον κεντρικό πυρήνα του νοήματός του, ακόμα και
το είδος της ποιητικής μονάδος, βλέπε το «κουτσό σονέτο». Οι λέξεις είναι οι
πυξίδες του όπως μας λέει ένας τίτλος ποιήματός του, «ΛΕΞΕΙΣ ΠΥΞΙΔΕΣ», σ. 12. Δύο
τίτλοι είναι ξενόγλωσσοι, “LES FLEURS DU MAL”, τίτλος που ανακαλεί στη μνήμη τον
αντίστοιχο της συλλογής του γάλου ποιητή Σαρλ Μπωντλαίρ και το “CAFÉ GRECO” των σελίδων 116-117 το οποίο
γράφτηκε σε ταξίδι του στη Ρώμη το 1978. Το ποίημα διαθέτει μία συνθετική
διαχρονικότητα ενώνει στις εικόνες του τον σύγχρονο ταξιδιώτη με τον άγγλο
ποιητή Τζών Κιτς στο εκεί πέρασμά του, τις χαλκογραφίες παλαιών τοπίων με τις
διασωθείσες τοιχογραφίες της Pompeiana, ενώ ο ιταλός σερβιτόρος είναι ο
σύγχρονος Ορέστης. Έτσι η σύγχρονη καθημερινή της τύρβης πραγματικότητα γίνεται
αναπόσπαστο μέλος της ιστορίας και της αρχαιολογίας του τόπου. Η προτελευταία
ποιητική του μονάδα, μία ακόμη αρχαιόμυθη, «ΟΡΦΕΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΙΔΙΚΗ», σελ. 148-149
είναι ένα δίπτυχο σχολιασμού, μια σπουδή του αρχαίου ελληνικού μύθου και των
δύο ερωτευμένων προσώπων, «Εκείνη» και «Εκείνος» που έμειναν στην
αρχαιοελληνική και διεθνή γραμματεία ως αιώνια Σύμβολα αναφοράς, παραδείγματος.
Αρχαιόθεμες είναι και άλλες του ποιητικές μονάδες ή φέρουν ως ρήση πριν το
ποίημα ή εντός του, αποσπάσματα από αρχαίους έλληνες ποιητές και ιστορικούς,
φιλοσόφους. Ησίοδος, στο ποίημα «ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ», Χείλων, στο ποίημα «ΜΗ». Ο
Παρμενίδης και το «ΕΝ», συνοδοιπορεί με τον Ορφικό ποιητή Σικελιανό, στο ποίημα
«Η ΤΡΕΛΛΑ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ», το «Δωρίαν από φόρμιγγα πασσάλου λάμβανε» του αρχαίου
επικού ποιητή Πινδάρου δεν θα μπορούσε να λείψει από το ποίημα με τίτλο «Η
ΜΟΥΣΙΚΗ», το όνομα αρχαίου βουκόλου ποιητή, Θεόκριτου, «Τα στίλβοντα στήθη
τους» δίνουν τον τίτλο στην ποιητική σύνθεση «ΘΕΟΚΡΙΤΟΣ» κλπ. Μια σειρά
ποιημάτων του, «ΤΑ ΣΤΑΣΙΜΑ», έχουν σαν θέμα τους και μας δίνουν ανάγλυφες
εικόνες της Αθωνικής Πολιτείας, επισκέψεις του σε Ιερές Μονές, Εκκλησίες του
Αγίου Όρους, της Παναγιάς της Καλυβιανής, του αγίου Νικολάου του Στρειδά και
του ευαγγελιστή Ιωάννη. Τα Αθωνικά είναι η άλλη, η χριστιανική εικόνα της
παράδοσης της Ρωμιοσύνης, συγχωνευμένη με εκείνη της αρχαίας των Εθνικών, των
Ολύμπιων Θεών Ελλάδας, της ιστορίας των «Μυκηνών», του «Μινωϊκού πολιτισμού»
των Κρητών, ενιαία η ποιητική τοιχογραφία φτάνει μέχρι τις μέρες μας, τα
σύγχρονα πολιτικά χρόνια μας, ενώνεται με το δίπτυχο «Αρκάδι Ι και ΙΙ», τα
«Μάταλα», της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης
«Στάσιμα» της Μονής των Βλατάδων του αγίου Δημητρίου και του αγαπημένου στον
Δανιήλ πεζογράφου και ζωγράφου Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη. Ο Ομηρικός Τρωικός
Πόλεμος και ο Δούρειος Ίππος, ο έλληνας στρατηλάτης Αχιλλέας και οι Πέρσες, η
Λήδα και ο Δίας, η «ματωμένη Ελένη», η Λακίνια Ήρα και η αρχαία λυρική ποιήτρια
Σαπφώ, ο μπρατσωμένος Ηρακλής, ο τραγοπόδαρος Θεός Πάνας, ο Όμηρος και η
Μέδουσα, ονόματα ιστορικά και πολιτιστικά σύμβολα, τοπόσημα της αρχαίας εποχής
συνυπάρχουν αρμονικά στην ποίηση του Γιώργου Δανιήλ, με τον Συμεών τον Στυλίτη,
τον άγιο Φραγκίσκο, αλλά και τον άγγλο ρομαντικό ποιητή Τζών Κιτς, τον μουσικό
Σιμπέλιους, τους ζωγράφους Μποτιτσέλι και Μανέ, τον χαράκτη των μεγάλων ηρωικών
ταμπλό της αποκάλυψης του Ντύρερ. Μνημονεύονται ονόματα των ελλήνων ποιητών
Νίκου Καζαντζάκη (από επίσκεψή του στη Μεγαλόνησο), του Άγγελου Σικελιανού, του
Κώστα Βάρναλη, του Κώστα Κρυστάλλη και φυσικά, του Γιώργου Σεφέρη. Ο ρεμπέτης
Βασίλης Τσιτσάνης με τον υπαρξιστή γάλλο φιλόσοφο κλείνει την αυλαία του
ποιήματος «Καλυβιανή». Επισκέπτεται δύο φορές την Ιταλία, Ρώμη 1978 και 1979,
την Καλαβρύα 1979, τη «Βίλλα του Αδριανού» στο Τίβολι 1968, την πόλη του φωτός
το Παρίσι και όλες αυτές τις ταξιδιωτικές και επιμορφωτικές πολιτιστικές
εμπειρίες του τις φωτογραφίζει και τις κάνει πρώτη ύλη της ποίησής του, πριν
τις σβύσει «ο κονίσαλος του χρόνου», όπως γράφει στις ακροτελεύτιες γραμμές στο
ποίημά του «ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ». Δεν παραλείπει ασφαλώς πέρα από τα ταξίδια του εντός
της χώρας και αυτά στο Τορόντο και το Οντάριο του μακρινού Καναδά όπου
εγκαθίσταται από το 1964, διδάσκοντας ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά γράμματα και
τον ελληνικό πολιτισμό. Ενώ δεν λησμονεί να υφάνει και ένα ποίημα, σ.121 για
την «ΞΕΝΙΤΕΙΑ»:
Η φραντζόλα
της απουσίας
ψήνεται κι
αυγαταίνει
μια χαρά για
να κοπεί
στο κοσμικό
τραπέζι
εκεί π’
απολιθώνονται
με τον καιρό
τα πάντα.
Κι ανοίγει
το ρεμπέτικο
μιαν άλλη
οθόνη
με τη
μαυροντυμένη
μοίρα
κι άσματα
δακρυγόνα.
Για τον
κουμπάρο της
η Κ. Π.
Καταραμένη
ξενιτειά
για την
ξαδέρφη του
ο Θ. Ν.
Γύρισε πίσω.
Εννέα από τον συνολικό αριθμό των ποιημάτων
του είναι αφιερωμένα σε φιλικά του πρόσωπα. Τα των σελίδων 53, («ΤΑ ΦΑΕΙΝΑ
ΟΡΟΣΗΜΑ» «Για τη Μελανία Ελένη») 67, («Η ΚΙΝΗΣΗ Ι» του Δήμου), 75, («ΤΑ
ΕΙΚΟΝΙΣΜΑΤΑ» Του Στάθη), 81, οι («ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ» Στον Εντ), 107, το («ΑΡΚΑΔΙ, Ι» Του Νάσου) άραγε στον
ποιητή Νάσο Βαγενά;. 112 («ΑΘΗΝΑ- ΠΑΤΡΑ, 1970» Στη σκιά του Νίκου Καχτίτση), ο
έλληνας ξενιτεμένος στον Καναδά μαζί με την οικογένειά του πεζογράφος πάνω στο
έργο του οποίου δούλεψε ο Γιώργος Δανιήλ. 138, («ΡΩΞΑΝΗ» Της Φωφώς που την
ζωγράφισε), 141 το («ΛΑΣΤΙΧΟ» Της Έλλης), και τέλος σελίδα 143 («Ο ΠΟΙΗΤΗΣ»
Στον Κίμωνα). Μάλλον πρέπει να είναι αφιερωμένο στο ελληνοαμερικανό δάσκαλο της
ποίησης Κίμωνα Φράιερ με τον οποίον ο Δανιήλ είχε συνεργαστεί μεταφραστικά.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Στον Κίμωνα
Ο ποιητής,
κι αυτός
φιλοδοξεί
τα εύσημα
του
ακαδημαϊκού
σώματος
το κύρος του
καθηγητού
και την
μίτρα.
Κι ωστόσο,
υποχωρεί
χλομός
όταν αυτά
του
προσφερθούν
σαν
φυλλοβόλο δέντρο
απογυμνώνεται
παίρνει τη
βάρκα
και
ξανοίγεται
στο πέλαγος
κι εκεί
αθλείται
ανάμεσα
ουρανού
και γης
βορά στην
αστραπή
λεία στο
κύμα
σύντροφος
των βουβών
ψαριών
της αλκυόνης
ομογάλακτος
ο ποιητής.
Ένας πλούσιος σε δωρικές πολιτιστικές αισθήσεις, ονόματα σύμβολα μέσα
στην ιστορία περιπλανήσεις στην αρχαία, την βυζαντινή και σύγχρονη-των ημερών
του- εμπειριών και καταστάσεων πραγματικότητα είναι η ποίηση του Γιώργου
Δανιήλ. Μια τεράστια εικονογραφία λέξεων ψηφιδωτών που ο τεχνίτης με την
«διπλή» όρασή του (τα μάτια της ψυχής του και τον φωτογραφικό του φακό)
αναπαριστά στα 116 Ποιήματά του.
ΣΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Ας μη
βροντήσει
όταν πεθάνω
ο ουρανός
κι ούτε τ’
αεροπλάνα
να ρίξουν
μπόμπες
όταν πεθάνω
δάκρυα ας μη
χυθούν
στου ποιητή,
λέει η
Σαπφώ,
δεν
κλαίνε.
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς
Φεβρουάριος- Μάρτιος
Καθαρή
Δευτέρα 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου