ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΕΝΟΣ
ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Του Νάσου Βαγενά
Ο Λεοπάρντι είναι ένας από τους πιό
δύσκολους ποιητές στη μετάφραση. Είναι, πιστεύω, ο δυσκολότερα μεταφραζόμενος
Ιταλός ποιητής. Δύο είναι τα στοιχεία που ορίζουν τη δυσκολία του, τα οποία είναι
συναρτημένα το ένα με το άλλο: η φαινομενική εκφραστική του απλότητα και
ιδιότυπη γλωσσική του καθαρότητα. Ο Λεοπάρντι εκφράζεται με τρόπο απλό, ο
οποίος όμως περιέχει μιά συμπύκνωση της συγκίνησης και μιάν εσωτερική
ορχήστρωση των φθόγγων που παράγουν μιάν υποδόρια ένταση στους στίχους του.
Αυτή η απλότητα φαίνεται να οφείλεται λιγότερο στον κλασικισμό του και
περισσότερο στην πραγματοποίηση ενός ρομαντικών αναζητήσεων αιτήματος: ο
Λεοπάρντι είναι ένας από τους ελάχιστους ποιητές της εποχής του, που υλοποίησε
πραγματικά-θέλω να πω σε βάθος- το όραμα της σύμμειξης των λογοτεχνικών ειδών.
Το πραγματοποίησε με έναν ιδιότυπο τρόπο: έγραψε μιά ποίηση τραγικού
περιεχομένου με τη γλώσσα της λυρικής ποίησης. Από εδώ προέρχεται, πιστεύω, η
γλωσσική του καθαρότητα, που είναι μιά καθαρότητα βάθους: το τραγικό είναι η
ποιητικότητα στην ύψιστη μορφή της (il sublime), και είναι αυτό που βαθαίνει την
καθαρότητα της λυρικής γλώσσας του Λεοπάρντι με ένα περιεχόμενο το οποίο την
κάνει να διαφέρει από την καθαρότητα των λυρικών ποιητών της εποχής του.
Η επιτυχία της απόδοσης, κατά τη
μετάφραση, του τραγικολυρικού κράματος που περιέχει η λυρική γλώσσα του
Λεοπάρντι εξαρτάται από μιάν ορχήστρωση των ήχων της γλώσσας του μεταφραστή, η
οποία θα αναπαράγει αναλογικά τον ρυθμό και την αρμονία των λεοπαρδικών στίχων.
Αυτό βέβαια απαιτείται και για τη μετάφραση κάθε ποιήματος. Όμως η μετάφραση
των ποιημάτων του Λεοπάρντι είναι έργο δυσκολότερο, επειδή η συνύφανση των ήχων
σε αυτά είναι, για τους λόγους που ανέφερα, συνύφανση ήχων νοηματικά
περιεκτικότερων απ’ ό,τι εκείνη των στίχων άλλων ποιητών. Η μεταφραστική
επιτυχία στην περίπτωση του Λεοπάρντι εξαρτάται κυρίως από την αναλογικά
ισοδύναμη αναπαραγωγή της αρμονίας των μικροήχων της. Η οποιαδήποτε απώλεια ή
διατάραξη κατ’ αυτήν την αναπαραγωγή έχει αρνητικά αποτελέσματα μεγαλύτερα από
εκείνα πού προκαλούνται κατά τη μετάφραση των ποιημάτων άλλων ποιητών.
Είναι ακριβώς αυτές οι δυσκολίες που
καθιστούν τη μετάφραση του Λεοπάρντι μιά πρόκληση, ένα εγχείρημα το οποίο θα
μπορούσε να αποβεί πηγή απόλαυσης για τον μεταφραστή. Και τούτο γιατί η
μετάφραση των ποιημάτων του Λεοπάρντι δίνει στον μεταφραστή την αίσθηση ότι η
μετάφραση της ποίησης είναι πρωτότυπη δημιουργία, περισσότερο απ’ όσο του τη
δίνει η μετάφραση των ποιημάτων άλλων ποιητών.
Τα όσα είπα παραπάνω θα μπορούσαν ίσως
να φανούν χρήσιμα σε κάποιον που θα ήθελε να διαβάσει μεταφράσεις στίχων του
Ιταλού ποιητή. Μαζί με αυτά που ακολουθούν θα μπορούσαν να διαβαστούν ως
εισαγωγή στη μετάφραση ενός από τα πιό γνωστά και ωραιότερα ποιήματά του.
Αναφέρομαι στο ποίημα που έχει τον τίτλο «Το άπειρο», το οποίο γράφτηκε το 1819
και δημοσιεύτηκε το 1825:
L’
INFINITO
Sempre caro mi fu quest’ ermo colle,
e questa siepe, che da tanta parte’
dell’ ultimo orizzonte il guardo esclude.
Ma sedento e mirando, interminati
spazi di la da quella, e sourumani
silenzi, e profondissima quiete
ion el pensier mi fingo; ove per poco
il cor non si spaura. E come il vento
odo stormir tra queste piante, io quello
infinito silenzio a questa voce
vo comparando; e mi sovvien L’ eterno,
e le morte stagioni, e la presente
e viva, e il suon de lei. Cosi tra questa
immensita s’ annega il pensier mio:
e il naufragar m’ e dolce in questo mare.
ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
Αγαπημένος
μου ήταν πάντα αυτός ο λόφος
ο έρημος, κι
αυτά τα δέντρα που μου κρύβουν
τον μακρινόν
ορίζοντα. Μα εδώ που στέκω
οραματίζομαι
τις αχανείς εκτάσεις
τ’ ουρανού
και την υπερκόσμια γαλήνη
κι
ανατριχιάζω. Και καθώς ακούω
μέσα απ’ το
φύλλωμα το θρόισμα του αέρα
συγκρίνω την
αμόλυντη σιωπή του απείρου
μ’ αυτόν τον
ήχο. Κι αισθάνομαι το αιώνιο,
και τις
σβησμένες εποχές, και τη δική μας
που ζει και
πάλλεται. Κι ο στοχασμός μου
πνίγεται στη
βαθιά απεραντοσύνη.
Σ’ αυτή τη
θάλασσα γλυκό είναι το ναυάγιο.
Οι μελετητές του Λεοπάρντι πιστεύουν ότι η
ιδέα αυτού του ποιήματος ξεκινάει από (ή συναντιέται με) το παρακάτω χωρίο από
τη γαλλική ανθολογία των Noel και Delaplace, το οποίο ήταν αγαπημένο εφηβικό
ανάγνωσμα- «σχεδόν Livre de chevet» -του Λεοπάρντι:
«Από την επιφάνεια της γης υψώνω τις
ιδέες μου σε όλα τα όντα της φύσης, στο συμπαντικό σύστημα των πραγμάτων, στο
υπέρτατο όν που περικλείει το πάν. Τότε, με το πνεύμα μου χαμένο σ’ αυτή την
απεραντοσύνη (L’ esprit perdu dans cette immensite) δεν σκέφτομαι, δεν διαλογίζομαι, δεν φιλοσοφώ.
Κατάφορτος από το βάρος αυτού του σύμπαντος αισθάνομαι ένα είδος ηδυπάθειας.
Αφήνομαι με συγκίνηση στη δόνηση των μεγάλων ιδεών. Μου αρέσει να χάνομαι με τη
φαντασία μου στο διάστημα (a me perdre en imagination dans l’ espace). Καθώς η καρδιά μου είναι
περιορισμένη στα ανθρώπινα όρια νιώθει φυλακισμένη, ασφυκτιά. Νιώθω την
επιθυμία να εκσφενδονίσω στο άπειρο (m’ elancer dans l’ infini)».
Αφού προσθέσουμε ότι, συγκρίνοντας το
χωρίο αυτό με το ποίημα, οι μελετητές παρατηρούν ότι στον Λεοπάρντι «λείπει
κάθε αναφορά σε ένα υπέρτατο όν, ενώ είναι εμφανής μιά εντονότερη και
διαυγέστερη λειτουργία των αισθήσεων», ας μελετήσουμε το ποίημα.
Καθισμένος ίσως στη βεράντα του
σπιτιού του, κοντά στον λόφο Τάμπορ, στο Ρεκανάτι, ο ποιητής φαντάζεται τις
απέραντες εκτάσεις που ανοίγονται πέρα από τον ορίζοντα, τον οποίο του κρύβει
μιά σειρά χαμηλών δέντρων που σχηματίζουν ένα είδος φράχτη. Ο ήχος του γήινου
αέρα καθώς διαταράσσει την αίσθηση της απόλυτης σιωπής των «ουρανίων ερήμων»
(όπως θα έλεγε ο Κάλβος), την οποία βιώνει με τη φαντασία του, παράγει μιάν
αντίθεση που του γεννά το αίσθημα μιάς επαφής με το άπειρο του χώρου και του
χρόνου, προσφέροντάς του μιά στιγμή αιωνιότητας.
Με το «Άπειρο» ο Λεοπάρντι πραγματεύεται
με ποιητικό τρόπο τα θέματα της ηδονής και του απείρου, για τα οποία πολλά
γράφει στα Ανάλεκτά του: Η ιδέα ότι
υπάρχει στον άνθρωπο μιά τάση «προς ένα άπειρο που δεν το κατανοούμε», η οποία
πηγάζει από το γεγονός ότι ο άνθρωπος επιθυμεί και αναζητεί πάντα- υπό χίλιες
προφάσεις-την ευχαρίστηση, δηλαδή τη βίωση μιάς ευτυχισμένης κατάστασης’ και η
πεποίθηση ότι «αυτή η επιθυμία και αυτή η τάση δεν έχει όρια, γιατί είναι
εγγενής και σύμφυτη με την ύπαρξη, και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τελειώσει
μ’ αυτή ή μ’ εκείνη την ευχαρίστηση», αποτελεί βασικό στοιχείο της φιλοσοφίας
του Λεοπάρντι’ το ίδιο και η διαπίστωση ότι «μερικές φορές η ψυχή επιθυμεί μιά
περιορισμένη θέα» (στη συγκεκριμένη περίπτωση το παραπέτασμα των δέντρων),
επειδή αυτός ο περιορισμός μπορεί να κινητοποιήσει τη φαντασία και να
απελευθερώσει πλήρως την επιθυμία του απείρου, οδηγώντας τον άνθρωπο στην
υπέρτατη αίσθηση της ευτυχισμένης κατάστασης (η οποία βέβαια δεν είναι άλλη από
το αίσθημα της υπέρβασης του χρόνου και της φθοράς).
Με τη λιτότητα της γλώσσας του και το
περιεχόμενο της αναζήτησής του ο ποιητής επιτυγχάνει στο «Άπειρο» μιά λεπτή
συγχώνευση του κλασικού με το ρομαντικό. Όμως, παρ’ ότι φαίνεται να περιγράφει
το αίσθημα του απείρου με τους όρους μιάς υπερμνημικής έννοιας του αιώνιου, ως
ένα είδος πλατωνικού ή θρησκευτικού συναισθήματος, ο υλιστής Λεοπάρντι –όπως το
δείχνει η ειρωνική κατακλείδα του ποιήματος, η οποία διαλύει το ενδεχόμενο μιάς
μεταφυσικής εννόησής του- γνωρίζει ότι το αίσθημα αυτό δεν είναι παρά μιά ψευδαίσθηση. «Το άπειρο», γράφει στα
Ανάλεκτα, «είναι ένα γέννημα της φαντασίας μας, της μικρότητάς μας και
ταυτόχρονα της υπεροψίας μας, είναι μία ιδέα, ένα όνειρο, όχι μιά
πραγματικότητα».
Το ποίημα, γραμμένο σε στίχο
εντεκασύλλαβο sciolto (= λυμένο), δηλαδή ανομοιοκατάληκτο, έχει μεταφραστεί
αρκετές φορές στα ελληνικά. Όλες οι μεταφράσεις του είναι σε εντεκασύλλαβο,
γεγονός από το οποίο κυρίως απορρέει, πιστεύω, η όποια προβληματικότητά τους.
Γιατί ο εντεκασύλλαβος είναι στίχος στενός για να μπορέσει να περιλάβει στη
γλώσσα μας, που οι λέξεις της είναι πολυσυλλαβικότερες από τις λέξεις της
ιταλικής, όλα τα σημαινόμενα του ιταλικού εντεκασύλλαβου. Έτσι στην προσπάθειά
τους να χωρέσουν στην έκτασή του την ελληνική μεταγραφή του περιεχομένου των
στίχων του πρωτότυπου οι μεταφραστές αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε ορισμένες
από τις συντακτικές και γραμματικές ΄λύσεις’, που επιβάλλει, κυρίως κατά τη
μετάφραση, για να ικανοποιήσει τις συλλαβικές ανάγκες του ο έμμετρος στίχος- σε
επιτηδεύσεις που υπονομεύουν τη φυσικότητα της ποιητικής γλώσσας: διατάραξη της
συντακτικής εκδίπλωσης των φράσεων, χρήση πεπαλαιωμένων ή αλλοιωμένων
γραμματικών τύπων, επιστράτευση ευφωνικών για την αποφυγή της χασμωδίας. Όμως
κύριο χαρακτηριστικό “L’ infinito” είναι η απλότητα και η φυσικότητα της γλώσσας του. Όπως
παρατηρεί ένας Ιταλός κριτικός, «ο Λεοπάρντι σ’ αυτό το ποίημα μένει πιστός στο
βάθος του συναισθήματός του χάρη στην άμεση και ανεπιτήδευτη, φαινομενικά απλή,
έκφρασή του, με την οποία μιμείται εκείνο πού, στα Ανάλεκτα, αποκαλεί ‘γυμνή φύση’,
παράγοντας στον αναγνώστη το μέγιστο της συγκίνησης μέσα από το ελάχιστο της
συναισθηματικής διαμεσολάβησης».
Για τους λόγους αυτούς στην παραπάνω
μετάφραση του ποιήματος δεν χρησιμοποιώ τον ιαμβικό εντεκασύλλαβο. Για την
επίτευξη, σε μιά ελληνική μετάφραση, μιάς φυσικότητας αντίστοιχης με εκείνη του
πρωτοτύπου-καλύτερα: για την αποφυγή της εκφραστικής τεχνητότητας- ο ιαμβικός
δεκατρισύλλαβος προσφέρεται περισσότερο απ’ ό,τι ο εντεκασύλλαβος, γιατί οι
στιχουργικές του δυνατότητες- αν ληφθούν υπόψη εκείνες οι διαφορές μεταξύ των
δύο γλωσσών που μετρούν στην ποιητική προσωδία- βρίσκονται πιό κοντά στον
ιταλικό εντεκασύλλαβο απ’ ό,τι οι δυνατότητες του ελληνικού εντεκασύλλαβου.
Σωστά ο Καλοσγούρος, έπειτα από την ‘ανάσταση’ του δεκατρισύλλαβου από τον
Πολυλά, μεταφράζει την Κόλαση του Δάντη σε δεκατρισύλλαβο. Ο στίχος αυτός,
γράφει, «συμπλεκόμενος συμμέτρως προς το εσωτερικόν αίσθημα, παράγει ποικιλίαν
ρυθμών οίαν και ο ιταλικός ενδεκασύλλαβος». Και ανάλογη φυσικότητα της γλώσσας,
θα προσθέταμε. Γι’ αυτό, άλλωστε, ιαμβικός εντεκασύλλαβος, ως μέτρο, ακούγεται
λιγότερο φυσικά στο ελληνικό ποιητικό αυτί από ό,τι ακούγεται στο αυτί των
Ιταλών, που τον αισθάνονται ως τον εθνικό τους στίχο.
Ωστόσο στην παραπάνω μετάφραση δεκατρισύλλαβοι
δεν είναι όλοι οι στίχοι. Ο 6ος, ο 11ος και ο 12ος
στίχος είναι εντεκασύλλαβοι, γεγονός που υπαγορεύτηκε από τον ίδιο λόγο για τον
οποίο χρησιμοποιήθηκε ο δεκατρισύλλαβος στους υπόλοιπους δέκα στίχους: από την
επιδίωξη της φυσικότητας, η οποία στην περίπτωση των τριών αυτών στίχων ήταν
επιθυμία αποφυγής του στιχουργικού παραγεμίσματος. (Η διαφορά του ενός, και
ομότονου, μετρικού πόδα ανάμεσα στον εντεκασύλλαβο και τον δεκατρισύλλαβο
γίνεται ανεπαίσθητη όταν κάποιοι
εντεκασύλλαβοι βρίσκονται μέσα σε δεκατρισυλλαβικά μετρικά συμφραζόμενα’
γίνεται λιγότερο αισθητή ως έλλειψη απ’ ό,τι θα γινόταν αισθητό ως παραγέμισμα οποιοδήποτε
δισύλλαβο συμπλήρωμα στους εν λόγω εντεκασύλλαβους στίχους). Την ίδια επιδίωξη
επιθυμεί να υπηρετήσει η μή αποφυγή της χασμωδίας στην αρχή του 2ου
στίχου (ο / έρημος) και η δυνατότητα του 5ου στίχου να διαβάζεται
και ως δωδεκασύλλαβος (υπερκόσμϊα: υπερκόσμια).
ΝΑΣΟΣ ΒΑΓΕΝΑΣ
21
ΜΑΡΤΙΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Το παραπάνω Κείμενο το ερανιζόμαστε από
την σελίδα 177 των «Πρώτων Δημοσιεύσεων», «Εισαγωγή σε μιά μετάφραση ενός
ποιήματος», παρουσίαση σε μεταπτυχιακό σεμινάριο του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών
του Πανεπιστημίου Αθηνών, 16 Μαρτίου 2001, αδημοσίευτο. Τώρα στις σελίδες
153-159 του τόμου Νάσος Βαγενάς, ΠΟΙΗΣΗ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ. Δεύτερη έκδοση, εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 2004, σ. 184. Ο τόμος
της δεύτερης έκδοσης συμπληρωμένος, περιλαμβάνει 16 Κείμενα, τα 8 Κείμενα είχαν
δημοσιευθεί στην Α΄ έκδοση του τόμου από τις εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 1989. Τα
Κείμενα είχαν πρωτοδημοσιευθεί στις ημερήσιες εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Το Βήμα», στο περιοδικό «Ο
Πολίτης» καθώς και σε «Τιμητικούς Τόμους» και «Πρακτικά Συνεδρίων». Το χρονικό
εύρος δημοσίευσής τους ή ανακοινώσεών τους εκτείνεται σε μία τριακονταετία, από
το 1973 έως το 2003. Ανοίγουν και κλείνουν οι σελίδες του με εξέταση θεμάτων
σχετικά με τον ποιητή και τις μεταφράσεις του Γιώργου Σεφέρη. Ο τόμος
περιλαμβάνει Ευρετήριο ελληνικών και ξένων ονομάτων που συναντάμε στις
σελίδες του. Τα Δημοσιεύματα τα οποία συγκεντρώνει στον τόμο και μας
παρουσιάζει ο ποιητής και μεταφραστής της Γενιάς του 1970 Νάσος Βαγενάς,
«συνθέτουν μια θεωρία για τη μετάφραση της ποίησης», μέσα από ξεκαθαρίσεις
παρανοήσεων και μεταφραστικών παρεξηγήσεων, διασαφηνίσεις όρων και νοημάτων,
επιδιώκοντας με ήρεμο και πυκνό ύφος, νηφάλιο τρόπο και γλώσσα στρωτή, «λογική»
μεθοδολογία και κριτική επιχειρηματολογία, να εμπεδώσουν στον σύγχρονο
ποιητή-μεταφραστή μιά «μεταφραστική συνείδηση». Σπονδυλώνουν μία μεταφραστική
πρόταση προς εξέταση και περαιτέρω διερεύνηση. Ο λόγος του συγγραφέα και οι
προθέσεις δεν είναι να καταγγείλει αλλά να διασαφηνίσει ζητήματα που άπτονται τις
εσωτερικές σχέσεις μεταξύ Ποίησης και Μετάφρασης όπως μας δηλώνει και ο τίτλος
του βιβλίου.
Με την ευκαιρία του Εορτασμού της Παγκόσμιας Ημέρας της Ποίησης 21 Μαρτίου, δημοσιεύω τέσσερεις
ελληνικές μεταφράσεις που γνώριζα του διάσημου ποιήματος το «Άπειρο» του θεωρούμενου-μαζί με τον
ποιητή Ούγκο Φώσκολο-, Τζιάκομο Λεοπάρντι (Ρεκανάτι της επαρχίας Μάρκε 29
Ιουνίου 1798- Τόρε Ντελ Γκρέκο 14 Ιουνίου 1837) μεγαλύτερων ιταλών ποιητών του
ΙΘ΄ αιώνα. Μαζί με τις μεταφράσεις, αναρτώ και την «Εισαγωγή σε μια μετάφραση
ενός ποιήματος» του ομότιμου καθηγητή, ποιητή και μεταφραστή Νάσου Βαγενά καθώς
και ενδεικτικό μέρος της παρουσίασης του ποιήματος (και μετάφρασής του), ανάλυσης
του έργου του ιταλού ποιητή από το 236 κεφάλαιο της «Ιστορίας του Ευρωπαϊκού
Πνεύματος» του Παναγιώτη Κανελλόπουλου,
εκδ. Δ. Γιαλλελή, Αθήνα 1984, Τόμος 10ος, σ.455-484. (1). Ο
μεγαλοφυής Ιταλός ποιητής και φιλόσοφος (ο ποιητής Κωστής Παλαμάς τον αποκαλεί
και «μάγο») μας είναι γνωστός στην Ελλάδα από τις αρχές της πρώτης δεκαετίας
του προηγούμενου αιώνα από μεταφράσεις του Άριστου Καμπάνη. Βλέπε σχετικά την
χρήσιμη μελέτη της Ζωζής Ζωγραφίδου (2). Ακόμα, από τις μεταφράσεις ή αποδόσεις
του στα ελληνικά των Επτανήσιων ποιητών Λορέντζου Μαβίλη και Μαρίνου Σιγούρου
(3), και άλλων λογίων της εποχής. Τον άτυχο στον προσωπικό του βίο Giacomo Leopardi έχουν μεταφράσει ακόμα οι: Γεράσιμος
Σπαταλάς, Θεόδωρος Μακρής, ο ποιητής και μεταφραστής, ανθολόγος Άρης Δικταίος,
ο Θεσσαλονικιός ποιητής Γιώργος Θέμελης, ο ελληνοαμερικανός Νίκος Σπάνιας, ο
Αναστάσιος Σκιαδαρέσης, ο καθηγητής και δεύτερος πρόεδρος της τρίτης Ελληνικής
Δημοκρατίας μετά την μεταπολίτευση Κωνσταντίνος Τσάτσος. Επίσης, ο ποιητής και
μεταφραστής Φοίβος Δέλφης (4), ο Λεωνίδας Αργυρόπουλος (5). Ο ομότιμος
καθηγητής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης Φοίβος Γκικόπουλος και ο
μεταφραστής και συγγραφέας Χρήστος Μιντούδης, η ποιήτρια και μεταφράστρια Φαίδρα
Ζαμπαθά-Παγουλάτου και αρκετοί άλλοι. Ορισμένοι από τους μεταφραστές έχουν
συγγράψει και μικρές μελέτες για το έργο του ιταλού ποιητή. (6)
Η
μεταφραστική διαδρομή και υποδοχή του έργου του Τζιάκομο Λεοπάρντι στην χώρα μας
υπήρξε σταθερή και σε ορισμένες χρονικές περιόδους ανοδική. Βλέπε πχ. το
αφιέρωμα του περιοδικού «Νέα Εστία». (5) Από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης-το
Ιταλικό του Τμήμα- έχουν διοργανωθεί και συνεχίζουν να διοργανώνονται Συνέδρια
και Ημερίδες για τον Ιταλό ποιητή. Στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων σποραδικά,
συναντάμε μελέτες για την ζωή και το έργο του. Όπως Μαριέττα Μινώτου
Γιαννοπούλου, «Τζιάκομο Λεοπάρντι: «Ο ποιητής του παγκόσμιου πόνου του έρωτος
και του θανάτου» Αθήνα 1934, Μαρίνος Σιγούρος, «Το ελληνικό πνεύμα και ο
Λεοπάρδης», Πυρσός 1937, Φαίδρα Ζαμπαθά- Παγουλάτου, «Τζιάκομο Λεοπάρντι
(1798-1837)» Μαυρίδης 1977. Οι μέχρι σήμερα ιστορίες της ιταλικής λογοτεχνίας
που κυκλοφορούν στα ελληνικά- και έχω υπόψη μου- του αφιερώνουν επαινετικά
σχόλια και θετικές κρίσεις στις σελίδες τους. Περισσότερο πολυμεταφρασμένα
ποιήματά του είναι το «Εις Εαυτόν», το «Άπειρο», «Η Σελήνη». Και τα τρία
συγκαταλέγονται στα πιο διάσημά του παγκοσμίως. Το ποίημα «Άπειρο» σε μετάφραση
Νάσου Βαγενά έχει αναρτηθεί και στο διαδίκτυο. Δες Ηλεκτρονικό περιοδικό
“Vakxicon. gr” Λένα Καλλέργη. Αντιγράφω τις
έντυπες μεταφράσεις που συνάντησα ώστε να έχουμε μία ιδέα του μεταφρασμένου στα
ελληνικά ποιήματος του Λεοπάρντι στα Λογοτεχνικά Πάρεργα. Το «Άπειρο» σε
μετάφραση της Φωφώς Μ. Μαλαίνου, περιλαμβάνεται και στην «Παγκόσμια Ποιητική
Ανθολογία» των Δημήτρη Γιάκου και Μανώλη Γιαλουράκη, τόμος 1ος,
εκδόσεις «Αυλός», Αθήνα 1977. Παράλληλα με αυτά που μας καταθέτει ο ομότιμος
πανεπιστημιακός καθηγητής, ποιητής και μεταφραστής Νάσος Βαγενάς στο Κείμενό
του, και ορισμένα άλλα πληροφοριακά στοιχεία που αντιγράφουμε ευελπιστούμε να
δώσουμε μία μικρή εικόνα για τον Ιταλό ποιητή που θεωρείται δεύτερος μετά τον
Δάντη.
Από την
μεριά μας θα συμφωνήσουμε, και ας μην είμαστε μεταφραστές αλλά σταθεροί
αναγνώστες του ποιητικού λόγου, με την διαπίστωση του ποιητή και μεταφραστή
Βαγενά ότι : «Η μετάφραση των ποιημάτων του Λεοπάρντι δίνει στον μεταφραστή την
αίσθηση ότι η μετάφραση της ποίησης είναι πρωτότυπη δημιουργία, περισσότερο απ’
όσο του τη δίνει η μετάφραση των ποιημάτων άλλων ποιητών», σελ. 154
ΤΟ
ΑΠΕΙΡΟ
«Πάντα
αγαπητός μου ήταν ο έρημος αυτός λόφος
κι αυτός ο
φράχτης, πού από τόσες μεριές
τη θεά μου
κλείνει του έσχατου ορίζοντα.
Αλλά σαν
κάθομαι και κοιτάζω απεριόριστους
χώρους περ’
από το φράχτη, υπερανθρώπινες
σιωπές, και
την πιό βαθιά γαλήνη
μεσ’ στο νου
μου φαντάζομαι’ και λίγο έλειψε
να τρομάξει
η καρδιά μου. Και όταν τον άνεμο
ακούω να
βουίζει μεσ’ απ’ τα κλαριά, εγώ εκείνη
την άπειρη
σιωπή με τη βουή τούτη
συγκρίνω’
και θυμάμαι την αιωνιότητα,
και τις
νεκρές εποχές, και την τωρινή
τη ζωντανή,
και τη βουή της. Έτσι, σε τούτο
το άπειρο
πνίγεται η δική μου σκέψη,
και το
ναυάγιο μου είναι γλυκό σε τούτο το πέλαγος».
Μετάφραση: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, σ.461
ΤΟ
ΑΠΕΙΡΟ
Εγώ πάντ’
αγαπούσα τούτο τον έρμο λόφο,
και τούτο το
φράχτη με τα θάμνα που κρύβει
ένα μεγάλο
μέρος του ορίζοντα απ’ τα μάτια μου.
Όμως
κάθοντας εδώ κι’ ατενίζοντας φαντάζομαι
πίσω απ’
εκεί ατέλειωτα διαστήματα
κι’ απόκοσμη
σιωπή και την βαθύτατη ηρεμία
όπου η
καρδιά μου
είναι σχεδόν
τρομαγμένη Κι’ όπως ακούω
τ’ αγέρι να
θροίζει μεσ’ στα φύλλα, παραβάλλω
τούτη τη
φωνή μ’ εκείνη την ατέλειωτη σιωπή:
αιωνιότητα,
το νεκρό παρελθόν, και τούτο το ζωντανό
παρόν και
τον ήχο του. Έτσι
σ’ αυτό το
άπειρο η σκέψη μου πνίγηκε:
και
βυθίζουμαι γλυκά σ’ εκείνη τη θάλασσα.
Μεταφράζει ο Φοίβος Δέλφης, σελ. 111
Από το περιοδικό «ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΕΠΟΧΗ» β΄
περίοδο, Άνοιξη- Καλοκαίρι 1976, εκδόσεις Δίφρος.
ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ
Πάντα
αγαπητός μου ήταν ο έρμος λόφος
αυτός κι
αυτός ο φράχτης πού, απ’ το βλέμμα,
τον πιό
μακρινό ορίζοντα αποκρύβει.
Καθισμένος
εδώ, θωρώντας μάκρη
πέρα απ’
αυτόν ατέλειωτα, γαλήνη
θαρρώ βαθιά
στη σκέψη μου πώς βρίσκω
κ’
υπερανθρώπινη σιωπή. Για λίγο
τότε η
καρδιά μου δε φοβάται. Κι όπως
τον άνεμον
ακούω να βοά στα δέντρα
τούτα, την
άπειρη σιωπήν εκείνη
συγκρίνω μ’
αυτή τη φωνή: στη μνήμη,
το αιώνιο,
τότε, μου έρχεται’ θυμάμαι
και τους
νεκρούς καιρούς και τα παρόντα
πού ζούν και
τις φωνές τους. Έτσι, μέσα
στο άπειρο
αυτό πνίγεται ο στοχασμός μου:
γλυκό
ναυάγιο σ’ έναν τέτοιο πόντο.
Μετάφραση: ΑΡΗΣ ΔΙΚΤΑΙΟΣ, σ. 578
Στον τόμο
ΑΡΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ, Σ’ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΙΗΣΕΩΣ, εκδ. Εκδοτικός οίκος Γ. ΦΕΞΗ,
Αθήναι 1960.
Σημείωση: μεταφράζονται ακόμα τα ποιήματα
«ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ», «ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΣΑΠΦΩΣ», «ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ».
Σχετικές πληροφορίες:
1.,
Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. Μέρος τέταρτο. Από
τον Πούσκιν ως τον Σούμπερτ, τόμος Χ. εκδόσεις Δ. Γιαλλελής, Αθήνα 1984, σ. 455-484…..
2., Ζωζή
Ζωγραφίδου, Η Παρουσία της Ιταλικής Λογοτεχνίας στην Ελλάδα (1900- 1997), εκδόσεις
Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1999, στις σελίδες που καταγράφονται στο Ευρετήριο σ.
285. [ βλέπε: Άριστος Καμπάνης περιοδικά «Ακρίτας» και «Ηλίσια» 1905 και μτφ.
του έργου «Ηθικά Έργα» έκδ. Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη Γεωργίου Φέξη 1912].
3., Βλέπε
σχετικά:
-Μαρίνος
Σιγούρος, «Το Ελληνικόν πνεύμα και ο Λεοπάρδης», εκδ. Πυρσού 1937. (ανάτυπο από
το περιοδικό «Το Νέον Κράτος» τχ. 1/9, 1937 και τχ.2/10,1937). Η μετάφραση «Εις
Εαυτόν» του Μ. Σιγούρου και «Στο Φεγγάρι» σε μετάφραση Άρη Δικταίου,
μεταφέρονται στον τόμο Κλέων Β. Παράσχος εκλογή και επιμέλεια, «Ανθολογία της
Ευρωπαϊκής και Αμερικάνικης Ποιήσεως» εκδ. Σίμος Σιμεωνίδης, Αθήνα 1962. Τις
μεταφράσεις του Μαρίνου Σιγούρου και Άρη Δικταίου αναδημοσιεύει και στον 5ο
τόμο Ξένες Χώρες της «Νέας Παγκόσμιας Ποιητικής Ανθολογίας τους, εκδόσεις
Διόσκουροι, Αθήνα 1976. Επιμέλεια έκδοσης: Διονύσης Ι. Τσουράκης, το ζεύγος των ποιητών Ρίτας Μπούμη και Νίκου Παππά («Σάββατο στο
χωριό»/ «Νυχτερινό Τραγούδι πλανωμένου Βοσκού της Ασίας»/ «Εις Εαυτόν»).
Αρκετές από τις παλαιότερες μεταφράσεις του Λεοπάρντι είχαν δημοσιευθεί στο
περιοδικό «Νέα Εστία».
– Μαριέττα
Μινώτου- Γιαννοπούλου, «Τζιάκομο Λεοπάρντι: Ο ποιητής του παγκόσμιου πόνου του
έρωτος και του θανάτου» Αθήνα 1934.
4., Φοίβος
Δέλφης, μτφ. δύο ποιημάτων του Giacomo Leopardi, «ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ» και «ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ», σελ.
111, περ. «Καινούργια Εποχή» παγκόσμια επιθεώρηση πνευματικής καλλιέργειας,
δεύτερη περίοδος, εκδ. Δίφρος, Άνοιξη- Καλοκαίρι 1976
5., Λεωνίδας
Αργυρόπουλος, το ποίημα «Το Σπαρτό ή το Λουλούδι της Ερημιάς» περ. «Εκηβόλος»
τχ.2-3/ Άνοιξη- Καλοκαίρι 1978, σ. 155-173
6., -Φοίβος
Κ. Γκικόπουλος: μτφ.- φιλολογική επιμέλεια, «Αναμνήσεις», δίγλωσση έκδοση,
εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1989
- Χρήστος
Μπιντούδης, “Leopardi in Grecia”, 2012
(το βιβλίο είναι γραμμένο στα ιταλικά αμετάφραστο νομίζω στα ελληνικά),
επίσης βλέπε του ίδιου, περιοδικό «Σύγκριση» τχ. 24/2013, «Διονύσιος Σολωμός
και Τζιάκομο Λεοπάρντι. Συμβολή στη Βιβλιογραφία». Έχει μεταφράσει και το Τ. Λ.
«Εγκώμιο των Πουλιών», εισαγωγή Novella Bellucci, εκδόσεις Άγρα 9, 2017.
- Φαίδρα
Ζαμπαθά- Παγουλάτου, «Τζιάκομο Λεοπάρντι (1798-1837), εκδ. Μαυρίδης, Αθήνα
1977.
- Τους
«Στοχασμούς» του Λεοπάρντι μετέφρασε η Κατερίνα Βασιλικού, εκδ. Printa 1993. Ενώ από την σελίδα του
Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου της Θεσσαλονίκης στο Διαδίκτυο διαβάζουμε την εξής
πληροφορία: 2 Συνέδριο Ιταλικών Σπουδών 28/1-4/2/2000 «Ο Κόσμος του Τζιάκομο
Λεοπάρντι». Στο Διαδίκτυο επίσης, στο ηλεκτρονικό περιοδικό Vakxikon, είναι αναρτημένο το ποίημα «ΤΟ
ΑΠΕΙΡΟ» σε μετάφραση Νάσου Βαγενά από την Λένα Καλλέργη η οποία γράφει και σχολιάζει
το ποίημα.
7., περιοδικό «ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ» έτος ΞΗ΄, τόμος 123ος,
τεύχος 1461/ Αθήνα 15/5/ 1988. ΑΦΙΕΡΩΜΑ
ΣΤΟΝ ΤΖΙΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ (150 χρόνια από το θάνατό του). Το τεύχος περιλαμβάνει:
-Ε. Ν. Μόσχος, ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ, 632. –Γιώργη Κότσιρα, GIACOMO LEOPARDI Ο ΙΔΙΟΦΥΗΣ ΠΟΙΗΤΗΣ, 633-637.-
Μαργαρίτα Δαλμάτη, ΤΖΙΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ, 638-648. –Mario Luzi, ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΟΝ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ
μετάφραση Εσπερία Καπόγλου- Σουρβίνου, 649-655.-ΤΖΙΑΚΟΜΟ ΛΕΟΠΑΡΝΤΙ, ΜΙΚΡΗ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ. [ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ, μτφ. Λορέντζος
Μαβίλης, 653./ ΤΟ ΑΣΜΑ ΤΟΥ ΣΙΜΩΝΙΔΗ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ), μτφ. Μαρίνος Σιγούρος,
656./ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ, μτφ. Παναγιώτης Κανελλόπουλος, 659./ ΕΙΣ ΕΑΥΤΟΝ, μτφ.
Μαργαρίτα Δαλμάτη, 659. / Ο ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΣΠΟΥΡΓΙΤΗΣ, μτφ. Παναγιώτης Χρ.
Χατζηγάκης, 660. /ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ, μτφ. Θεόδωρος Μακρής, 661.
Η μετάφραση
του Παναγιώτη Χ. Χατζηγάκη του «Μοναχικού Σπουργίτη» συμπεριλαμβάνεται στο
βιβλίο του μεταφραστή: Π. Χ. Χατζηγάκης, επιλογή, εισαγωγικά, απόδοση, «Από την
Ιταλική Ποίηση», εκδόσεις Βάκων, Αθήνα 1976, σ.35-38. Ενώ το ποίημα «ΕΙΣ
ΕΑΥΤΟΝ» σε μετάφραση Κωνσταντίνου Τσάτσου, υπάρχει στο βιβλίο του «Ποιήματα
άλλων καιρών και άλλων τόπων»- Μεταφράσεις. Εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα
12, 1980, σ.63. Και σε μετάφραση του
ελληνοαμερικανού ποιητή Νίκου Σπάνια στον τόμο του «Μεταφράσεις 1941-1971»,
εκδόσεις Νέα Υόρκη, ΗΠΑ, 1972, σ. 5.
Συμπερασματικά και συμπληρωματικά δίνουμε
και τις εξής ακόμα πληροφορίες:
Μετάφραση
του «Ελεγείου» «Τέτοια ήσουν’ τώρα εδώ στη γη αποκάτω…» έχουμε από τον Γιάννη
Γρυπάρη. Βλέπε ΓΡΥΠΑΡΗΣ «ΑΠΑΝΤΑ» ΤΑ ΠΡΩΤΟΤΥΠΑ ΜΕ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΑΤΑ. Β’
έκδοση. Έκρινε ο Γιώργος Βαλέτας, εκδ. Δωρικός, Αθήνα 1980, σ. 329. –Την
μετάφραση του ποιητή Λορέντζου Μαβίλη του ποιήματος του Λεοπάρντι «ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟ
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ», Μόναχο 1885 την διαβάσουμε στο περιοδικό «Ιόνιος Ανθολογία»
αφιέρωμα στο Λ. Μαβίλη, και στην μελέτη του Ιάκωβου Πολυλά, «Το Έργον του» Ο
Μαβίλης Μεταφραστής, σ. 94-95. Σε παρένθεση αναφέρεται: (Πρωτοτυπώθηκε στον
«Έσπερο» της Λειψίας 15/27.7.85 κατόπι στο «Ρήγα Φεραίο» Κερκύρας 5.3.86.).
Η Ζωζή Ζωγραφίδου στην μελέτη της «Η
Παρουσία της Ιταλικής Λογοτεχνίας στην Ελλάδα 1900-1997)» καταγράφει και άλλα
ονόματα μεταφραστών όπως: Πέτρος Ραϊσης και Αθανάσιος Π. Μίχας, στην «Χαραυγή»
του 1911. Γεράσιμου Σπαταλά, «Ανθρωπότης» και Βιβλίο 1921 και 1924. Του Γιώργου
Θέμελη στον «Κοχλία» τχ. 6/1946, του Θεόδωρου Μακρή και Νικόλαου Τωμαδάκη στη
«Νέα Εστία». Το ποίημα «Νυχτερινό τραγούδι ενός περιπλανώμενου βοσκού της
Ασίας» στον τόμο. «Μικρά αριστουργήματα διάσημων ξένων συγγραφέων»
μετάφραση-απόδοση: Άρρια Κλώντια, Αθήνα 1997, λήμμα 838. Και στο λήμμα 840 σελ.
218 την «Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία» των Δημήτρη Γιάκου και Μανώλη
Γιαλουράκη, εκδόσεις «Αυλός», Αθήνα 1977. Ο 1ος τόμος περιλαμβάνει
τα ποιήματα: «Ελεγείο» σε μτφ. Ι. Γρυπάρη. «Το
Άπειρο» (Ειδύλλιο) σε μετάφραση Φωφώς Μ. Μαλαίνου, σ.502. Το ποίημα «Στο
Φεγγάρι», μτφ. Άρη Δικταίου. Τις «Αναμνήσεις» σε μτφ. του Θεόδωρου Μακρή και το
ποίημα «Το Άσμα του Συμωνίδη» σε μετάφραση Μαρίνου Σιγούρου.
Ο Παναγιώτης
Κανελλόπουλος στην εμπεριστατωμένη μελέτη του για τον Τζιάκομο Λεοπάρντι
όπως σημειώνουμε παραπάνω, στην «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος» τόμος 10ος
αναλύει την φιλοσοφία των ποιημάτων του και παράλληλα μεταφράζει ορισμένα από
αυτά ή αποσπάσματά τους. Αντλώντας πληροφορίες από την Ιστορία μεταφρασμένη στα
ελληνικά του Ναταλίνο Σαπένιο και ξένων μελετητών. Τώρα, τα βιβλία που
γνωρίζουμε και μπορεί ο όποιος ενδιαφερόμενος αναγνώστης ποιητής και
μεταφραστής να αντλήσει στοιχεία για τον ιταλό ποιητή και φιλόσοφο Τζιάκομο
Λεοπάρντι, αυτόν τον πολύγλωσσο ραχιτικό έφηβο που δόθηκε- αφιερώθηκε σώματι
και ψυχή στα ιταλικά γράμματα και την παγκόσμια κλασική γραμματεία,
καταστρέφοντας ακόμα περισσότερο την επισφαλή υγεία του, ένας πρόωρα
μικρομέγαλος σοφός που «κολυμπούσε» μέσα στην τεράστια και πλούσια Βιβλιοθήκη
του σπιτιού της αριστοκρατικής και συντηρητικής Οικογένειάς του, και έγραψε από
μελέτες για την Αστρονομία έως Φιλοσοφικούς Στοχασμούς, θεατρικές Τραγωδίες και
Ποιήματα, είναι: Κώστας Ζουμπουλίδης,
«Ιστορία της Ιταλικής Λογοτεχνίας», εκδ. Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», Αθήνα 8,
1968, σ. 99, 134-137 στο κεφάλαιο Τζ. Λ. «Ο μεγάλος λυρικός του παγκόσμιου
πόνου», στην σ. 150, και στην «Σύγχρονη Λογοτεχνία», σ. 161. Ο Κώστας
Ζουμπουλίδης που είχε συνδεθεί επαγγελματικά και με την πόλη μας, τον Πειραιά,
χωρίζει σε δύο μέρη την εργασία του, στην βιογραφία του και την «Η απαισιοδοξία
και τα έργα του Λεοπάρντι» μιλώντας μας για τρείς περιόδους της συγγραφικής του
διαδρομής. Γράφει: «Η πρωτοτυπία της
ποιήσεως του Λεοπάρντι έχει μεγάλη αξία για την Ιταλία, που, στην τέχνη, ήταν
υποδουλωμένη πολύν καιρό από ένα παρανοημένο κλασσικισμό. Η απλότητα του
Λεοπάρντι έχει πλαστικότητα κι’ ο ποιητής εκφράζεται ωραιότατα, χωρίς περιττά
στολίσματα και διακρίνεται για την διαύγεια του ύφους και το βάθος των ιδεών….».
Η «Ιστορία της Ιταλικής Λογοτεχνίας» του Ναταλίνο
Σαπένιο, με πρόλογο Edoardo Taddeo, σε μετάφραση- προσαρμογή-επιμέλεια
Θόδωρου Ιωαννίδη, κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο «Ποσειδών» της Θεσσαλονίκης
1972. Η εξαιρετική αυτή δουλειά πάνω στην ιστορική διαδρομή της Ιταλικής
Λογοτεχνίας αφιερώνει το 5ο κεφάλαιό της του 3ου μέρους
της, σελίδες 378-408 στον Τ. Λεοπάρντι. Στην σελίδα 409 και σελίδα 356,357 του
4ου κεφαλαίου όπου ο Σαπένιο μας μιλά για την παρουσία του ποιητή
νέο ρομαντικού Αλεσάντρο Μαντζόνι. «…Ο Λεοπάρντι είναι ο μόνος με την απέραντη
ευσπλαχνία του για τους άλλους ανθρώπους και την αφηρημένη, αλλά ειλικρινή του
αγωνία για συμπαράσταση’ πίσω απ’ τον Μαντζόνι νιώθεις τη δύναμη ενός
πολιτισμού που απλώνεται μιας κοινωνίας και μιας κουλτούρας που διαστέλλονται
και δίνουν ένα διαφορετικό πρόσωπο ακόμη και στη λογοτεχνία, ανανεώνοντας
μορφές και περιεχόμενα, με τη βοήθεια μιάς ευαισθησίας ακόμη δροσερής και
καθόλου αποδυναμωμένης.». Στην συμπρωτεύουσα, την Θεσσαλονίκη κυκλοφόρησε από
τον εκδοτικό οίκο «παρατηρητής», 1997 και το βιβλίο «Στοιχεία για την ΙΣΤΟΡΙΑ
ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» του Φοίβου Κ.
Γκικόπουλου. Στο 15ο κεφάλαιό του συνεξετάζονται, «Ο
ρομαντισμός, ο Μαντζόνι και ο Λεοπάρντι» σελ. 85-96. Για τον Τζιάκομο Λεοπάρντι (1798-1837) έχουμε
τις σελίδες 92-96. Αντιγράφουμε: «….Ο νεαρός Λεοπάρντι απορροφά τα στοιχεία
ενός λόγιου κλασικισμού: είναι βαθύς γνώστης των αρχαίων γλωσσών και
πολιτισμών, ακολουθεί μία αρκαδική παράδοση και αναπτύσσει κυρίως φιλολογικά
ενδιαφέροντα. Αργότερα περνά από το «λόγιο στο ωραίο» κι ακόμη, από το ωραίο
στο αληθινό, ανακαλύπτοντας στην αρχή τις απολαύσεις της μεγάλης ποίησης του
παρελθόντος και ύστερα την ανάγκη να εμβαθύνει και φιλοσοφικά τη σκέψη του……».
Στην δική του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ» ο κριτικός Αλμπέρτο Αζορ- Ρόζα, μετάφραση
κεφαλαίων και Βιογραφικό λεξικό των Συγγραφέων από την Ζωζή Ζωγραφίδου, Ρόη
Γερεντέ και Θέμις Σουρρή, εκδόσεις «Παρατηρητής» Θεσσαλονίκη 1988, στην σειρά
Ιταλική λογοτεχνία 8, διεύθυνση Φοίβος Γκικόπουλος, αφιερώνει στον Τζιάκομο
Λεοπάρντι το 16ο κεφάλαιο του 4ου μέρους της «Η
λογοτεχνία του Έθνους», σελ. 453-477 και 695- 696. Οι σελίδες της Ι.Ι. Λ. του
Αλμπέρτου Αζορ- Ρόζα, συμπληρώνουν τα μέχρι σήμερα κενά μας για τον ιταλό
ποιητή και φιλόσοφο. Σταχυολογούμε από «‘Ένας μεγάλος επαρχιώτης»: «Όταν κανείς
επιχειρεί να καταλάβει τη φύση της
σχέσης που ο Τζιάκομο Λεοπάρντι κράτησε με την κοινωνία της εποχής του,
χρειάζεται να θυμάται ότι, για κάποιο παράδοξο, που θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε,
αυτός, που είναι ο Ιταλός ποιητής με την πιο παγκόσμια ανθρώπινη γλώσσα
ολόκληρου του αιώνα, γεννιέται στην πραγματικότητα από μια επαρχιακή εμπειρία,
και μόνο από αυτήν παίρνει τους χυμούς και τις ζυμώσεις για να υπερπηδήσει όλα
τα εμπόδια και τα όρια του ιταλικού ρομαντικού κλίματος και να ενωθεί με μιά
πιό εκτεταμένη σκέψη, αυτή δηλαδή της ευρωπαϊκής ποιητικής κουλτούρας της
περιόδου. Ο Λεοπάρντι ως μεγάλος επαρχιώτης, ως φωνή της ιταλικής επαρχίας,
παρατηρεί τη μεταφυσική των εποχών και της αιώνιας επαναληπτικότητας του
χρόνου, αντιτασσόμενη στον ακτιβισμό της μητρόπολης, που κοιτάζει χονδροειδώς,
και ικανοποιείται, γιατί ο ιστορικός ρυθμός του φαίνεται πάντα ποικιλόμορφος
και νέος……».
Ας κλείσουμε το σημείωμά μας στον ιταλό
ποιητή και φιλόσοφο Τζιάκομο Λεοπάρντι, με τα λόγια του Παναγιώτη Κανελλόπουλου που εξετάζει και μεταφράζει το ποίημα «Το
Άπειρο», από το Διακοσιοστό τριακοστό έκτο κεφάλαιο της Ιστορίας του Ευρωπαϊκού
Πνεύματος, τόμος Χ.:
«Ο Ρενέ
Βέλλεκ (Renne Wellek, “A History of Modern Criticism, 1750- 1950”, Volume II: “The Romantic Age” πρώτη έκδοση 1955, έκτη έκδοση
1966) παρατηρεί, ότι "«παραδόξως, οι δύο μεγαλύτεροι Ιταλοί ποιητές της
εποχής» (“of the time”, δηλαδή των πρώτων δεκαετιών του ΙΘ΄ αιώνα), «ο Ούγκο
Φόσκολο και ο Τζιάκομο Λεοπάρντι, που χτύπησαν ρητά τις θεωρίες της ρομαντικής
ομάδας, εκπροσωπούν στην Ιταλία οι ίδιοι με τον καλύτερο τρόπο τη στροφή προς
τις δοξασίες που υπήρξαν η βάση του ευρωπαϊκού ρομαντισμού».
Η παρατήρηση αυτή του Ρενέ Βέλλεκ
χρειάζεται κάποιες επεξηγήσεις. Στο 1816, η Μαντάμ ντε Στάλ (βλ. Για τη Madame de Stael,1766-1817, κυρίως το κεφάλαιο 181,
αλλά και τα κεφάλαια 172-176 και 179) εδημοσίευσε στην ιταλική γλώσσα ένα άρθρο
(“Sulla maniera e l’ utilita delle Traduzione”) στην Biblioteca Italiana”, που παρότρυνε τους Ιταλούς να
μεταφράσουν στη γλώσσα τους τον Σαίξπηρ και τη νεώτατη αγγλική και γερμανική
ποίηση (τις “recenti poesie inglesi e dedesche”), και να πάψουν νάναι
προσκολλημένοι στην «αρχαία» (κλασική) «μυθολογία» που έχει απαρχαιωθεί και που
η υπόλοιπη Ευρώπη την έχει εγκαταλείψει και λησμονήσει. Η Μαντάμ ντέ Στάλ, που
είδε πολύ σχηματικά τη διαφορά μεταξύ του κλασικού πνεύματος και του
ρομαντικού, μεταξύ της αρχαιότητας και των νεώτερων καιρών, προκάλεσε με το
άρθρο της έντονη αντίδραση στην Ιταλία. «Η Ιταλική εθνική φιλοτιμία», γράφει ο
Ρενέ Βέλλεκ, «είχε βαθειά πληγωθεί» (Τη λέξη “vanity”, που χρησιμοποιεί ο Rene Wellek, θεωρήσαμε ορθότερο να την
αποδώσουμε με τη λέξη «φιλοτιμία» και όχι με τη λέξη «ματαιοδοξία»). Ακόμα και
ο δεκαοχτάχρονος Λεοπάρντι έστειλε στις 18 Ιουλίου του 1816 μιά επιστολή στους
εκδότες του περιοδικού, όπου είχε δημοσιευθεί η επιστολή της Μαντάμ ντε Στάλ,
μιά απάντηση (“Lettera ai Compilatori della Biblioteca Italiana in riposte a quella di M. di Stael ai medesimi”), στην οποία μεταξύ άλλων έλεγε:
«Διαβάστε τους Έλληνες, τους Λατίνους τους Ιταλούς, κι’ αφήστε κατά μέρος τους
συγγραφείς του Βορρά» (“Leggete I Greci, I Latini, gl’ Italiani, e lasciate da banda gli scrittori del Nord”). Μιά ομάδα, όμως, νέων Ιταλών στο
Μιλάνο συμμερίσθηκε τις απόψεις της Μαντάμ ντε Στάλ. Ο Τζιοβάννι Μπέρκετ (Giovanni Berchet, 1783-1851), που απέκτησε αργότερα
και κάποια ποιητική φήμη, διατύπωσε το «πιστεύω» της ομάδας (“La Lettera semiseria di Crisostomo”), το «μανιφέστο» του ιταλικού
ρομαντισμού. Η κλασική ποίηση, διακήρυξε, είναι «ποίηση των νεκρών» (“poesia de’ morti”) ενώ ρομαντική είναι η «ποίηση των
ζωντανών» (“poesia de’ vivi”). Τη διαφορά της ρομαντικής από την κλασική ποίηση την είδε
η ομάδα του Μιλάνου στην επιλογή των θεμάτων, δηλαδή στην αντικατάσταση των
αρχαίων θεμάτων, της μοίρας π.χ. των Ατρειδών, με θέματα που, παρμένα από
τη νεώτερη ιστορία ή τη σύγχρονη ζωή,
μπορούν να συγκινήσουν πιό πολύ τους αναγνώστες, καθώς και στον τρόπο του
δραματικού χειρισμού των θεμάτων, δηλαδή στην εγκατάλειψη των τριών «ενοτήτων»,
κυρίως των ενοτήτων του «χρόνου» και του «τόπου» στα θεατρικά έργα. Πρότυπό
τους ήταν ο Σαίξπηρ. Το περιοδικό «Ο Συμφιλιωτής» (“Il Conciliatore”, 1818-1819) έγινε το όργανο της
ομάδας του Μιλάνου. Μέλος της ομάδας αυτής ήταν και ο Σίλβιο Πέλλικο (Silvio Pellico), πού-όπως είδαμε στο προτελευταίο
κεφάλαιο-δεν μπόρεσε ν’ ανταποκριθεί στην πρόσκληση του Ούγκο Φόσκολο και δεν
τον συνόδευσε στο ταξίδι του από την Ελβετία στην Αγγλία. (Τη θέση του την πήρε
ο Ανδρέας Κάλβος). Ο Σίλβιο Πέλλικο και η ομάδα του Μιλάνου συνδύασαν το
λογοτεχνικό τους κίνημα και με τον φιλελευθερισμό, καθώς και με τον ιταλικό
πατριωτισμό. Έτσι, το κίνημα είχε και αντιστασιακό χαρακτήρα. Δεν άργησε η
αυστριακή αστυνομία να επέμβει και να συλλάβει, στο 1820, τον Σίλβιο Πέλλικο
και άλλους. Την τύχη του Σίλβιο Πέλλικο την παρακολουθήσαμε στο προτελευταίο
κεφάλαιο.
Τις ιδέες, τις λογοτεχνικές και πολιτικές,
της ομάδας του Μιλάνου τις διερμήνευσε με τον λαμπρότερο τρόπο ο Μιλανέζος
Αλεσσάντρο Μαντζόνι (Alessandro Manzoni, 1785-1873), που-αν και γεννήθηκε
εφτά μονάχα χρόνια μετά τον Ούγκο Φόσκολο, και μάλιστα δεκατρία χρόνια πριν από
τον Λεοπάρντι- δεν επισκίασε τους δύο αυτούς ποιητές. Τη μεγάλη του φήμη την
κέρδισε προπάντων μ’ ένα έξοχο μυθιστόρημα που εκδόθηκε στα έτη 1825-1827,
δηλαδή όταν έφευγε από τον κόσμο ο Φόσκολο, που το ποιητικό του αριστούργημα
«Οι Τάφοι» (“I sepolcri”) το είχε γράψει ήδη στο 1806, και όταν ο Λεοπάρντι, αν και
πολύ νεώτερός του, έφθανε στην ανώτατη έκφραση της ποιητικής του ψυχής. Όχι
μόνον επειδή έζησε πολύ περισσότερα χρόνια από τον Φόσκολο και τον Λεοπάρντι,
και εκάλυψε με τη ζωή του τα τρία τέταρτα του ΙΘ΄ αιώνα, αλλά και επειδή η πιό
ατομική λογοτεχνική παραγωγή του, παρά τις προηγούμενες ποιητικές δοκιμές του,
σημειώθηκε αργά, δηλαδή με τη συγγραφή και την έκδοση του έξοχου μυθιστορήματός
του, που δεν έπαψε να το επεξεργάζεται και στα γεράματά του, ο Αλεσσάντρο
Μαντζόνι ανήκει, χρονολογικά και ουσιαστικά, στην εποχή που ήρθε αμέσως μετά
την εποχή του Φόσκολο και του Λεοπάρντι, στην εποχή του ιταλικού ρομαντισμού
και της ιταλικής παλιγγενεσίας.
Αλλά «οι δυό μεγαλύτεροι ιταλοί ποιητές της
εποχής»- δηλαδή των δύο ή τριών πρώτων δεκαετιών του ΙΘ΄ αιώνα- «εκπροσωπούν
στην Ιταλία με τον καλύτερο τρόπο τη στροφή προς τις προς τις δοξασίες που ήταν
η βάση του ευρωπαϊκού ρομαντισμού». Ας τροποποιήσουμε τώρα κάπως την παρατήρηση
αυτή του Ρενέ Βέλλεκ. Άσχετα και από το τί δίδαξαν οι δυό ποιητές, που πολύ
σωστά αποφεύγει ο Ρενέ Βέλλεκ να πει ποιός ήταν μεγαλύτερος από τον άλλον,
άσχετα από τις θεωρητικές αισθητικές θέσεις τους, στα ποιητικά έργα του Φόσκολο
και του Λεοπάρντι διασταυρώνεται αρμονικά, όπως διασταυρώνεται στον Δάντη, στον
Σαίξπηρ, στον Γκαίτε, στον Πούσκιν, το κλασικό πνεύμα με το ρομαντικό πνεύμα,
χωρίς το ένα να καταπνίγει το άλλο. Ούτε η τέλεια μορφή, το μέγα δίδαγμα της
κλασικής αρχαιότητας, περιορίζει στην ποίηση του Φόσκολο και του Λεοπάρντι τις
ρομαντικές πτήσεις του πνεύματός τους, ούτε οι πτήσεις αυτές, πού τις προκάλεσαν βαθειές ψυχικές ανησυχίες,
ταράζουν την τέλεια μορφή, πού τις περιβάλλει. Ο Βιττόριο Αλφιέρι, ζώντας στην
εποχή του αυστηρού στην Ιταλία κλασικισμού, χρειάστηκε να θυσιάσει τις
βαθύτερες πνευματικές ανησυχίες του, για να μείνει πιστός στις αισθητικές αρχές
των Γάλλων δραματικών ποιητών του ΙΖ΄ αιώνα. Έδωσε που και που στους στίχους
του, όπως είδαμε στο εκατοστό όγδοο κεφάλαιο, και κάποιο βίαιο τόνο, που οι
Γάλλοι κλασικοί θα τον θεωρούσαν ασυμβίβαστο με τους καλούς τρόπους και με το
καλό «γούστο», και μέσ’ από τον βίαιο τόνο των στίχων μερικών δραμάτων του
αρχίζει κάπως να προβάλλει ο ρομαντισμός. Αλλά δεν προχώρησε περισσότερο. Μόνο
τα πολύ προσωπικά σονέτα του ανοίγουν το δρόμο (το είπαμε κι’ αυτό στο κεφάλαιο
108) για τον Φόσκολο και τον Λεοπάρντι»…..
Ενώ για το
ποίημα «ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ» (1819) που μεταφράζει ο πολυμαθέστατος και πολύγλωσσος
πολιτικός, πρώην πρωθυπουργός Παναγιώτης Κανελλόπουλος σελ. 461 Γράφει:
«Ο ίδιος ο
Λεοπάρντι έγραψε κάποτε (η Iris Origo παραθέτει τις φράσεις του αυτές),
ότι «η ψυχή φαντάζεται ό,τι δεν βλέπει…. Και πλανιέται σ’ ένα φανταστικό χώρο,
και διακρίνει πράγματα που δεν θα μπορούσε να τα δει, αν η όρασή της δεν
εκτεινόταν στα πάντα, γιατί το πραγματικό (il reale) θα απέκλειε το φανταστικό (L’ immaginario). Εξ ού η ευχαρίστηση που αισθάνομαι
από παιδί, ακόμα και τώρα, να βλέπω τον ουρανό από ένα παράθυρο, από μια πόρτα,
από ένα διάδρομο». Οι φράσεις αυτές βρίσκονται στα «Ανάλεκτα» ή, σωστότερα,
«Ανάκατα» (“Zibaldone”) που πρωτοδημοσιεύτηκαν στο 1898. Από το 1817 έως τις 4
Δεκεμβρίου του 1838 έγραφε ο Λεοπάρντι ό,τι σκεπτόταν κάθε μέρα ή ό,τι σχεδίαζε
ή και αυτοβιογραφικά περιστατικά στα «Ανάκατα».
Στο 1819 έγραψε ο Λεοπάρντι το ποίημα «Το
άπειρο» (“L’ Infinito”) πού απαρτίζεται από δεκαπέντε ενδεκασύλλαβους στίχους
χωρίς ομοιοκαταληξίες. Παραθέτουμε το ποίημα αυτό, μεταφρασμένο όχι μόνο πιστά
(χωρίς, βέβαια, το μουσικό ρυθμό του), αλλά και με την ίδια σχεδόν σειρά,
που-ύστερ’ από επίμονη επεξεργασία του ποιήματος-ετοποθέτησε τις λέξεις ο
ποιητής σε κάθε στίχο.
Υπάρχουν στην παγκόσμια λογοτεχνία
ποιήματα, που η ελεύθερη απόδοσή τους σε άλλες γλώσσες-ακόμα και η
αντικατάσταση μιάς λέξης με μιάν άλλη-αλλάζει το νόημά τους. Υπάρχουν, βέβαια,
και άλλα ποιήματα, και αυτά είναι τα πιό πολλά, που όχι μόνο επιτρέπουν, αλλά
και επιβάλλουν στον μεταφραστή ν’ αντικαταστήσει μερικές λέξεις του πρωτότυπου
με άλλες, για να αποδοθεί πιό σωστά το νόημα ή το αίσθημα, που εκφράζει το πρωτότυπο,
ή πιό πολύ ο ρυθμός παρά το περιεχόμενο. Στο ποίημα του Λεοπάρντι «Το άπειρο» η
κάθε λέξη έχει μιά ειδική σημασία, κ’ έχει και τη θέση της στη σειρά εκείνη όπου
την έταξε ο ποιητής. Οι λέξεις “e mi sovvien l’ eterno” έχουν μιά πολύ μεγάλη σημασία. Το «αιώνιο»
το «θυμάται» ο ποιητής. Δεν ήταν για τον Λεοπάρντι μονάχα ένας ρομαντικός πόθος
της ψυχής του. Ήταν και «ανάμνηση», στην έννοια που έδωσε στη λέξη αυτή ο Πλάτων.
Οι ψυχές, που ζουν ξενιτεμένες στον κόσμο τούτον, θυμούνται την αιωνιότητα, την
αιώνια πατρίδα τους: «… οι ενταύθα ελθόντες ούκ εθέλουσι τα των ανθρώπων πράττειν,
αλλ’ άνω αεί επείγονται αυτών αι ψυχαί διατρίβειν» (Πολιτείας ζ΄ 517). Στον Λεοπάρντι
υπάρχει, βέβαια, και το έντονο ρομαντικό στοιχείο, που δεν υπάρχει στον Πλάτωνα,
τον Έλληνα κατ’ εξοχήν. Η μνήμη του ιταλού ποιητή πάει στο «αιώνιο» (“L’ eterno”), στην αιωνιότητα, με το νόημα που έχει
η ανάμνηση του Πλάτωνα, αλλά πάει-σα να βλέπει κι’ αυτές στην ίδια απόσταση-και
στις χαμένες εποχές του κόσμου ή της προσωπικής του ζωής, στην παιδική του ηλικία,
στις νεκρές εποχές (“le morte stagioni").» Και στην ίδια απόσταση βλέπει
η «μνήμη» του Λεοπάρντι ακόμα και την «τωρινή
εποχή», τη «ζωντανή» (“e la presete/ e viva”) «και τη βουή της», τον «ήχο» της.»…….
Γιώργος Χ.
Μπαλούρδος
Πειραιάς
Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ
ΗΜΕΡΑ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου