Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Πειραιώτες Ποιητές-Ανδρέας Αγγελάκης

Ανδρέας Αγγελάκης, Ποίηση
Τρείς ποιητικές συλλογές του Ανδρέα Αγγελάκη
     Στις 18 Μαΐου 1991, έφυγε από κοντά μας ένας από τους σημαντικότερους Πειραιώτες ποιητές της εποχής μας. Συμπληρώνονται δηλαδή, είκοσι πέντε χρόνια από την εκδημία του. Πολυγραφότατος ο Ανδρέας Αγγελάκης και κοινωνικά δραστήριος μέχρι τέλος, άφησε το συγγραφικό του στίγμα και εκτός της πόλεως του Πειραιά. Καθηγητής αγγλικών, μεταφραστής θεατρικών και ποιητικών έργων, συγγραφέας παιδικού θεάτρου, στιχουργός, αλλά πάνω από όλα ποιητής. Ένας πειραιώτης ποιητής, που με την ποιητική του κατάθεση, ανανέωσε τον ποιητικό λόγο στον Πειραϊκό χώρο, και έδωσε μια άλλη, ποιο ρηξικέλευθη διάσταση, στα ποιητικά μας πράγματα. Διεύρυνε τους ποιητικούς ορίζοντες, εισάγοντας στην ποιητική του θεματολογία έναν προβληματισμό ποιο προσωπικό και άκρως ιδιαίτερο όσον αφορά τα ερωτικά πράγματα, και τις σεξουαλικές επιλογές και πρακτικές των ατόμων του ιδίου φύλου. Μετέφερε μέσα στο έργο του, τις πολύπλευρες εμπειρίες από τα ταξίδια του στην Νέα Υόρκη και τις άλλες ερωτικές του περιπλανήσεις, τόσο στον Ευρωπαϊκό όσο και στον ελληνικό χώρο. Οι εικόνες της ποίησής του, αγγίζουν τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου, σχοινοβατούν μεταξύ προσωπικής αβύσσου και στιγμιαίας ηδονής και αρσενικού πάθους. Λέξεις και νοήματα που εικονογραφούν έναν κόσμο επικίνδυνο και περιπετειώδη και, πάνω από όλα, ασυμβίβαστο όσον αφορά τους κανόνες και τις δομές μιας αστικής κοινωνίας, που όφειλε να ακολουθήσει ο δημιουργός, για να γίνει αποδεκτός τόσο από το πνευματικό του σινάφι, όσο και από τον κοινωνικό περίγυρο, όσον αφορά τα θέματα και τα προβλήματα της προσωπικής του επιλογής στον ερωτικό τομέα. Μιας κοινωνίας, που ίσως ακόμα και σήμερα, εξακολουθεί να κρύβεται πίσω από το δάκτυλό της, μια και το εθνικό-θρησκευτικό και πατριαρχικό σύστημα αναφοράς των αξιών της, εμποδίζει την αβίαστη έκφραση της ερωτικής επιθυμίας των διαφόρων μειονοτικών ομάδων. Ο ίδιος σαν άτομο, υπήρξε κάπως αντιφατικός, όσον αφορά τις προσωπικές του επιλογές, αντίθετα, ο ποιητικός του λόγος όσο περνούσε ο καιρός, γίνονταν ποιο σαφής και καίριος στην περιγραφή των προσωπικών του καταστάσεων, αποκτούσε μια ωμότητα και μια σκληράδα, που είτε ξένιζε, είτε προκαλούσε αρνητικούς σχολιασμούς, εντάσσοντας το έργο του, στα στενά χαρακώματα των αποκλειστικώς μειονοτικών καλλιτεχνικών εκφράσεων, περιορίζοντας έτσι την εμβέλεια της ποιητικής του πνοής, σε ένα ποιητικό ηχείο, από το οποίο άκουγες μόνον τις τραγικές και αδιέξοδες φωνές της αποτυχημένης σεξουαλικής επανάστασης των ομοφυλοφίλων.
      Έχω γράψει και παλαιότερα για τον ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, έχω καταγράψει, μία από τις συνεντεύξεις μας, έχω μιλήσει για την γνωριμία μου μαζί του και την φιλική μας σχέση, την διαφωνία μας πάνω σε καλλιτεχνικά θέματα, αλλά, μέχρι τέλους, την αμοιβαία εκτίμηση του ενός προς τον άλλον.
     Ο Ανδρέας Αγγελάκης, όπως προανέφερα, ανανέωσε τον Πειραϊκό ποιητικό λόγο της εποχής του, για να σταθώ στους πειραιώτες άντρες ποιητές που ασχολήθηκαν αποκλειστικά με την ποίηση. Αναφέρω χαρακτηριστικά, από τις παλαιότερες πειραϊκές γενιές, τον ποιητή Στέλιο Γεράνη, που οφείλουμε να μνημονεύσουμε, ως τον τελευταίο στυλοβάτη του ποιητικού λόγου του Πειραιά, τον ποιητή Βασίλη Λαμπρολέσβιο, έναν αξιόλογο ποιητή της πειραϊκής ποιητικής επικράτειας, που όμως, παρά την σημαντικότητα της ποιητικής του φωνής, δεν κατόρθωσε να υπερβεί τα κράσπεδα των πειραϊκών ορίων. Ακόμα έχουμε την σύγχρονή μας ποιητική φωνή, του Αντώνη Ζαρίφη, ενός σημαντικού ποιητή του Πειραιά, που ξεχωρίζει τόσο για την ποιότητα του ποιητικού του λόγου, όσο και για την τεχνική της γραφής του, και που μάλλον, σπαταλήθηκε άδικα μέσα στα πολύ στενά πνευματικά όρια του Πειραιά. Έχουμε ακόμα την ποιητική φωνή του μυθιστοριογράφου και διηγηματογράφου κυρίως, του Φάνη Μούλιου, που μας έδωσε εξαιρετικά δείγματα ποιητικής κατάθεσης, οφείλουμε να αναφερθούμε και στην ποιητική φωνή του Δημήτρη Πιστικού, από την Αιτωλοακαρνανία, που ασχολήθηκε και με τον δοκιμιακό λόγο προσφέροντάς μας εξαιρετικές ερμηνευτικές εργασίες. Δεν στέκομαι στις παλαιότερες φωνές, όπως είναι αυτές του Ελευθέριου Μάϊνα, γιατί χρειάζεται άλλου είδους ποιητικής διαπραγμάτευσης το έργο του, ούτε και στην περίπτωση του Δημήτρη Φερούση, μια και ο Φερούσης σαν ποιητής, υποσκελίστηκε κάπως, από την ενασχόλησή του, με την πειραϊκή ιστορία και τις δεκάδες μελέτες του, που αφορούσαν τόσον την εκκλησιαστική ιστορία, όσο και την γενικότερη ιστορία του Πειραιά. Στις παλαιότερες γενιές, ανήκει και ο ποιητικός λόγος του Κώστα Θεοφάνους, που έμεινε κυρίως στα Πειραϊκά γράμματα, με την καταγραφή της εικαστικής διαδρομής του Πειραιά, και των εξαίρετων ζωγράφων που κόσμησαν και κοσμούν την πόλη μας. Μια ιδιαίτερη αρκετά ενδιαφέρουσα ποιητική περίπτωση, αποτελεί και εκείνη του ποιητή Χάρη Χρόνη, αλλά ανήκει στις παλιότερες γενιές από εκείνη του Ανδρέα Αγγελάκη, ούτως ώστε, να εντάσσεται σε μια άλλη κατηγορία δημιουργών του Πειραιά, που άφησαν τα ίχνη τους επάξια και δημιουργικά στην εποχή τους. Δεν θα σταθώ ακόμα, στην περίπτωση του Νίκου Καββαδία, ούτε σε άλλων ποιητών που διακόνησαν τον ποιητικό λόγο στο πρώτο λιμάνι, ούτε και σε αυτούς που σταδιοδρόμησαν πνευματικά σε άλλους τομείς, πέρα από αυτόν της ποίησης, και, ούτε και σε ποιητές, όπως είναι η περίπτωση του Νίκου Λάζαρη, που ανήκει ίσως, στην περιοχή της Νίκαιας. Ο στιχουργός, συγγραφέας και ποιητής Γιάννης Κακουλίδης, είναι μια περίπτωση πολύ ενδιαφέρουσα, και ακόμα πιστεύω αχαρτογράφητη στον Πειραϊκό χώρο. Και ασφαλώς, αφήνω απέξω στην σύντομη αυτή αναφορά, τον γυναικείο ποιητικό λόγο του Πειραιά, που δεν είναι και μικρός, ούτε αμελητέος, αλλά χρειάζεται άλλου είδους διαπραγμάτευση του θέματος, για τις παλιότερες και τις νεότερες γενιές των πειραιωτών δημιουργών.
     Το θέμα μας όμως είναι ο ποιητικός λόγος του Ανδρέα Αγγελάκη, αυτός ο πολύ προσωπικός και ιδιαίτερος ποιητικός λόγος, που τα ίχνη του αρχίζουν να σημαδεύουν εκδοτικά τον χώρο από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, και συγκεκριμένα το 1962, όταν εξέδωσε την ποιητική του συλλογή «Ομιλίες του Θεού και της Θάλασσας» από τις εκδόσεις Δίφρος του Γιάννη Γουδέλη, μια συλλογή αφιερωμένη στην μητέρα του. Αυτή η συλλογή, καθώς και «Οι προτάσεις της Αθωότητας» που εκδόθηκε το 1967 καθώς και «Το Πύον» το 1973, που περιλαμβάνει 20 ποιήματα, όταν γνώρισα τον ποιητή, δεν κυκλοφορούσαν στο εμπόριο, και ορισμένες από τις τρείς αυτές ποιητικές συλλογές, δεν ήταν εύκολα ανιχνεύσιμες για να τις διαβάσει κανείς, ούτε στις δημοτικές βιβλιοθήκες. Όταν γνωριστήκαμε με τον ποιητή, και είδε το ειλικρινές ενδιαφέρον μου για το έργο του, μου έδωσε τις τρείς αυτές συλλογές, και τις έγραψα με το χέρι σε φύλλα τετραδίου. Από αυτές τις χειρόγραφες καταθέσεις, παραθέτω εδώ, στο μπλοκ μου, τις πρώτες ποιητικές μονάδες του Πειραιώτη ποιητή, που μας δείχνουν την πορεία του ποιητικού του λόγου, την εξέλιξη της θεματολογίας του, τους σταδιακούς αναβαθμούς του ποιητικού του προβληματισμού, το ύφος του, την εικονοποιία του, την μουσικότητα ορισμένων του στίχων, την ευαισθησία του, το ιδιαίτερο εκφραστικό του στιλ. Στον Ανδρέα Αγγελάκη, δεν θα συναντήσουμε εκτενείς ποιητικές μονάδες, η δραματικότητα του θέματος συμπυκνώνεται σε μικρής φόρμας ποιήματα, δεν έχουμε εκτεταμένες συλλήψεις, αυτό προσφέρει την δυνατότητα στον ποιητή να μην χωλαίνει η ποιητική του πνοή. Τα βλέμμα του εστιάζεται όχι στην αφθονία των αποχρώσεων των συναισθημάτων που εικονογραφεί, όσο στην προσωπική και μόνο αποτύπωση της αίσθησης που αφήνει μέσα στον εσωτερικό του κόσμο το συμβάν της σχέσης του με τον ή τους άλλους. Στην ποίηση του Αγγελάκη, δεν έχουμε τις πολλές πλευρές καταγραφής μιας προσωπικής αλήθειας που απασχολεί και ματώνει τον εσωτερικό ψυχικό του κόσμο, αλλά, την μοναδική αλήθεια της εντύπωσης που χαράσσει το γεγονός μέσα του. Δεν τον ενδιαφέρει η συνολικότητα της αδιέξοδης κατάστασης, θα γράφαμε, αλλά η επιμέρους προσωπική του, που, ο τρόπος που την καταθέτει, της δίνει μια ευρύτερη κοινωνική διάσταση. Στην ποίησή του, γενικότερα, ανεξάρτητα αν κυριαρχεί ο ερωτικός αδιέξοδος παροξυσμός, επαναστατικός ή μη, συναντάμε αρκετές φορές, και κάτι που θα ονομάζαμε ηθική εντύπωση της ερωτικής πρακτικής, που αφήνει στην συνείδηση του αναγνώστη η ανάγνωση των ποιητικών κειμένων. Κάτι που συμβαίνει και στην Καβαφική ποίηση, και εν μέρει και στις μικρές ποιητικές συνθέσεις του ποιητή από την Θεσσαλονίκη, του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μόνο που στον Χριστιανόπουλο, έχουμε περισσότερα ερωτικά φετιχιστικά στοιχεία απόλαυσης, κάτι που δεν βλέπουμε στον Αγγελάκη. Στον Αγγελάκη έχουμε καταστάσεις, αισθήσεις, εσωτερικές συγκρούσεις και πλέρια μελαγχολική ατμόσφαιρα, μέχρι την χρονική στιγμή, που θα εμπλουτίσει την ποιητική του θεματολογία με θέματα και εικόνες είτε αυτές αφορούν άλλους ποιητές ή ποιήτριες, δες Κωνσταντίνος Καβάφης, Μαρία Πολυδούρη κλπ, ή την γενέθλια πόλη του, τον Πειραιά. Τον Πειραιά, που τον κανάκεψε και ίσως τον εκμαύλισε ερωτικά. Ο λόγος του είναι τολμηρός και σκληρός, ωμός και τραχύς, αδιόρατα διαισθητικός και έντονα συναισθηματικός, χωρίς να καταφεύγει σε έντονες λυρικές λυδικές εξάρσεις. Άλλες φορές τον διακρίνει μια περιπαιχτική διάθεση, μέσα στον ερωτικό του οίστρο. Η ποιητική του έκφραση, αναδύει ένα άρωμα τρυφερότητας και συγκίνησης, παρά την απαισιόδοξη ατμόσφαιρά της, ακόμα και όταν περιγράφει την ερειπωμένη σάρκα των σωμάτων, την ερωτοφαγωμένη από την στέρηση. Είναι αρμονική μέσα στα αδιέξοδά της, μέσα στις ενοχικές της συγκρούσεις, αλλά ποτέ δεν γίνεται ιδεατή, αφηρημένη, ιδεαλιστική, όπως βλέπουμε σε έναν άλλο ποιητή του μεσοπολέμου, με όμορα ερωτικά πάθη, τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ο Ανδρέας Αγγελάκης, δεν εφευρίσκει εικόνες σκοτεινού περιεχομένου, τις βιώνει με τον δικό του τρόπο καθώς αφήνεται σε αυτές, χωρίς να αποδέχεται ενδιάμεσες ενότητες κάθαρσης. Την ποιητική δράση, δεν την του παράσχει η εικονογραφία που αφήνει το στίγμα της με μελανά χρώματα, αλλά η ίδια η περιπέτεια του βίου του. Γιαυτό και δεν είναι ένας ενημερωτικός ποιητικός λόγος η ποιητική του κατάθεση, αλλά εσωτερικές ενοχικές ή λιγότερο ενοχικές εμπειρίες. Ακόμα και η θρησκευτική καταφυγή δεν αφήνει περιθώρια επιλογής, για μια ενδεχόμενη αλλαγή ερωτικής πορείας, το μαρτύριο του σώματος είναι και μαρτύριο της ψυχής ταυτόχρονα, και όχι της ομορφιάς, όπως στον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου. Αυτοβιογραφική η ποίηση του πειραιώτη ποιητή Ανδρέα Αγγελάκη, μας μεταφέρει με τον λόγο του καταστάσεις τόσο προσωπικές, που δύσκολα τις ξεχνάς ή τις μπερδεύεις με την ποιητική πνοή άλλων ομοθεματικών ποιητών. Η δημιουργική πορεία που χάραξε για αρκετές δεκαετίες σκανδαλίζει ίσως τους ενάρετους καθωσπρέπει αστούς και αριστερούς, τους διάφορους χαμαιλέοντες της ηθικής συμπεριφοράς, όχι όμως τους ειλικρινώς ζώντες ερωτικά και παθιασμένα.
     Ο πειραιώτης ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης, δεν έδωσε το δικαίωμα στον εαυτό του σαν δημιουργός να παίξει με τις λέξεις και να τις εξαντλήσει την λυρική ικμάδα, τις αποφλοίωσε από την περιττή αισθηματολογία και μας τις έκανε ψηφίδες ενός κόσμου γεμάτου αδιέξοδες καταστάσεις, όπως είναι οι αληθινή ζωή των περισσοτέρων μας, ανεξάρτητα αν επιλέγουμε τον ομοφυλόφιλο ή τον ετεροφυλόφιλο έρωτα. Η ίδια η ζωή και οι ανθρώπινες σχέσεις είναι το θέμα και το πρόβλημα και όχι η ερωτική επιλογή του καθενός μας.
     Η ολοκλήρωση της εικόνας του ανθρωπίνου πλάσματος έχει πολλές εκδοχές μέχρι την πλήρη ολοκλήρωσή της, που δεν είναι άλλη, από την τέλεια εκμηδένισή της, την τελευταία ώρα της βιολογικής αποσύνθεσής της.
 ΟΜΙΛΙΕΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
• Ο Ίσκιος της Ελένης
Ελένη
Στα νέα σου μάτια μια νέα ημέρα, Ελένη.
Για σε προμήθεψ’ ο Θεός το φως Του σήμερα
τις χωματένιες στέρνες να ευλογήσει
που τυραννούν τα δάχτυλα της χλόης.
Καλό το χρώμα της αυγής στην άνοιξη της νειότης.
Πένθιμες συνοδείες νυχτερινές θα φύγουν
μόλις φορέσεις την πρωϊνή ποδιά σου,
για να ταϊσεις τα πουλιά με χάδι,
ν’ ακροαστείς τον πόνο του πλατάνου
έτσι που ν’ αλαφρύνουνε τα φύλλα από τη σκόνη.
Στα νέα σου μάτια μια νέα ημέρα, Ελένη.
Τρέμει η καρδιά στην καλωσύνη του νερού,
που μαλακώνει και το μέτωπο της πέτρας
κι οι άγριες παλάμες των χωμάτων άνοιξαν
παραδομένες στην γλυκειά ευδοκία του κόσμου.
Σήκω στα φώτα και στον άνεμο, Ελένη.
Με κιμωλία γράφει κύκλους ο ήλιος
συνθέτοντας αδρά ωραία υπόσχεση.
χωρίς τίτλο
Ούτε σε βλέπω ούτε σ’ ακούω, Ελένη.
Τη νύχτα μόνο που η μελωδία της θάλασσας πυκνώνει
και τυραννάει τα χέρια μου η αφή
δυό χεριών άλλων νοιώθω το σχήμα σου
να σβήνει στα νερά και να γεννιέται πάλι
στα έια μόλα του ανοιχτού πελάγου και
στον κόσμο που αναδύεται απ’ τη σιωπή.
(η μοναξιά με δίδαξε να περιμένω).
Ελεγείο
Σήμερα πείσθηκα ότι λευτεριάς πουλί είν’ ο αετός
ότι η οδός του Θεού είναι σπαρμένη φίδια,
και πως στο βάθος του γκρεμού χαμογελά
αθώος βολβός ανθού που τρέφεται από πέτρα.
Fragmentum
Γιατί ο στερνός λόγος, αυτός που
πέφτει σαν το διαμάντι στο βυθό
και βλέπουμε ν’ ανοίγει κύκλους και να χάνεται
ανείπωτος μέσα μας θα μείνει,
μόνο που θα γεννά δέντρα
μαργαριταρόρριζα και,
θα πληθαίνουν καρπεροί ουρανοί και θάλασσες.
ΟΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ
• Αθήνα 1967
α) Ο αποχαιρετισμός
Το μαχαίρι του αγγέλου στο τραπέζι
κ’ η παρθένα τρυγόνα γλύφει την πληγή της.
Το αντίο που έλαμψε στα βλέφαρά σου
στάζει τώρα στο ρούχο μου
και τα μεγάλα μάτια ανάστρεψαν τον ουρανό.
Όταν ξαναμιλήσουμε θάχεις θαμπώσει σαν πετράδι:
ο λόφος που γυμνός με τη ρόκα του φεγγαριού
σε παραμόνευε να λύνεις τη νύχτα απ’ τα άλογα της
θάχει γεμίσει έλατα.
Λοιπόν να πάρεις όχι μόνο όσα χάρισα, αλλά κι αν
ανασαίνει κάτι κρυφά απ’ όλους, κι από σένα,
στο χιόνι. Κι όταν κλείνεις τα μάτια
στη σιγανή βροχή του ύπνου σου που θα σε φθάνει
σαν πορτοκαλάνθη συννεφιάς, θα ματώσει
με πολλά πυράκανθα το περήφανο περιστέρι που όρκισες.
Μεγάλη Εβδομάδα των παθών
Μεγάλη εβδομάδα των παθών. Ο άγγελός μου
λυπημένος κρατάει κερί κι αναλογίζεται
τον κύρη μας πούναι θαμένος στο περβόλι.
Ο αποσπερίτης καρφωμένος στο μέτωπό του
σβήνει, δε σβήνει μυρουδιά πεύκου.
Γυρίζει ο ύπνος
Γυρίζει ο ύπνος στα μαλλιά της αθωότητας τα φύλλα του
στο στήθος των νεκρών τα κυπαρίσσια
η χλόη μεγαλώνει ανατριχιάζοντας
στ’ άστρα πνίγονται οι ψίθυροι των αγαπημένων.
Θυμήσου αγαπώντας ήρθες ένα σπειρί της άμμου ανοίγοντας
πασχίζοντας απ’ του γαλάζιου το βάθος να κρατηθείς
αγαπώντας θα σου δείξουν το γυρισμό οι ροδοδάφνες.
Τριαντάφυλλα στο γέρμα κλώθουν
Τριαντάφυλλα στο γέρμα κλώθουν
τον ύπνο της ημέρας, ο αποσπερίτης
στα σφυρά του αγγέλου, ώ άγγελε, ή πως αλλοιώς ακούς,
βαθής σα ρόχθος καταρράχτη, ο τρόμος της μοναξιάς
σε κάθε λόγο μας, λίγο μόνο τη δείλη
αναιρείται ο τοίχος κι έπειτα πάλι,
πνίγει την τρυφερότητα ο καπνός, εκείνο
το ίδιο δάκρυ που την γέννησε.
Το μεσουράνημα του ρόδου
Το μεσουράνημα του ρόδου
ένας κόκκος βασιλεμένου ήλιου
φως στο ράμφος του πουλιού κ’ η ανάσα
των φύλλων με τα λόγια των περιστεριών
καθρέφτισε στις βρύσες γαλανά τα μάτια σου.  
ΤΟ ΠΥΟΝ
Το Ένα
Ωραίο κεφάλι, μαύρα μαλλιά,
ο ύπνος των ασωμάτων και το ρόδι
οι χωρίς νόημα λέξεις, η ουσία
που διαποτίζει το πουκάμισο, το χέρι
που μένει μετέωρο μεταξύ ναι ή όχι
Βαρειά η αγάπη, αισθάνεσαι
σα λεπρός που τρώει τις σάρκες του
κι ύστερα γλύφει τις πληγές αφίνοντας
τη βροχούλα να ξεπλύνει το πύο
Το πέντε
Η ώρα της κατσαρίδας:
το βατράχι, η αλεπού, το φίδι,
μια συφιλιδική καλόγρια
Γλύφουν τα υγρά της νύχτας και προχωρούν
προς το κρεβάτι μου.
Η ποίηση κομμάτι από σκατωμένη εφημερίδα.
Το οχτώ
Αγριμάκι, μόνο το φιλί μερώνει το χιονιά
Ένα σου κι ένα μου, σφιχταγκαλιασμένους
μας είδε ο χρόνος με τη γενειάδα
και με τ’ άστρα του
Όλη τη νύχτα το χέρι σου
πάνω στην κοιλιά μου ρίζωσε,
ο ίδιος μυστικός χυμός θρέφει τις φλέβες μας
και ξαφνικά γέμισα ανθάκια,
φυλλαράκια σαν κι αυτά του μοσχομπίζελου
Έτσι με δεμένα τα χέρια,
με λόγια ασυνάρτητα, είμαστε σαν
τα πλάσματα πούδοσαν βυζί κι αγάπη
στου Χριστούλη το παχνί
την πρώτη ώρα.
Το Δέκα
Πώς να σε χαϊδέψω, να σε πω, να σε φιλήσω;
Τη νύχτα μες στη σκοτεινιά το χέρι μου
ψάχνει τον ώμο, τα μαλλιά, την πλάτη σου
Κάτι ψιθυρίζεις μες στον ύπνο σου
κ’ ύστερα ανασαίνεις κοντίτερα στ’ αυτί μου,
μαζί μου πια, χωρίς πατέρα, μάνα ή αδερφό
Πώς να χωρέσω τόση αγάπη;
Το Δώδεκα
Θεέ μου, βοήθα τους ιδαλγούς, όσους
πλήττουν στα πολιτικά στρατόπεδα,
αυτούς που λειώνει η σύφιλη κρυφά,
όσους κάναν ρυτίδες απ’ την πολλή
την περιπλάνηση
και κείνους τους άλλους, τους θρασύδειλους,
που υποκαθιστούν τα πάθη με φιλίες,
ή γράφοντας ποιήματα περί ανέμων και υδάτων.
Υ.Γ. Άφησα την ορθογραφία που τα αντέγραψα στο τετράδιο.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς Σάββατο, 9 Απριλίου 2016
Πειραιάς, 9/4/2016                                            
Υ. Γ.
Όχι, δεν έχω δάκρυα πια για σένα,
ψεύτρα Νυχτιά, με τα διαμαντικά
και με τα μάτια σου τα ηλεκτρισμένα

Από τον μακρύ μονόλογο της Μαρίας Πολυδούρη 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου